Αν επιχειρούσαμε να τις οργανώσουμε σε κατηγορίες θα καταλήγαμε σε δύο βασικά σχήματα: τις υποστηρικτικές, μέσω συμβουλευτικής, και τις φαρμακευτικές, μέσω σκευασμάτων όπως υποκατάστατα νικοτίνης ή αμιγώς φαρμακευτικά σκευάσματα.
Οι υποστηρικτικές μέθοδοι έχουν σαν σκοπό την αλλαγή στον τρόπο σκέψης, την οικοδόμηση μηχανισμών άμυνας στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας, ώστε το άτομο να μπορεί να ελέγξει την εξάρτηση από το τσιγάρο, και την δημιουργία δικτύου – κοινωνικής στήριξης του καπνιστή/στριας.
Η φαρμακευτική προσέγγιση έχει σαν στόχο τον έλεγχο, άρα την σταδιακή μείωση της νικοτίνης, μέσω υποκατάστατων νικοτίνης, και την αλλαγή στο επίπεδο των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο ώστε να "μαλακώσουν" τα συμπτώματα στέρησης. Θεωρώ ότι πλέον γνωρίζουμε (ή έχουμε ακούσει) όλοι τα αρνητικά που συμβαίνουν στο σώμα μας ακόμα και με ένα τσιγάρο ή την εισπνοή του καπνού του τσιγάρου των άλλων. Άλλωστε η επιδίωξη να "τρομάξουμε τον κόσμο για να σταματήσει το κάπνισμα" φαίνεται να μην λειτουργεί. (Για έναν πολύ απλό λόγο: δεν μας αφορά προσωπικά ο κίνδυνος- αφορά τους άλλους !).
Θα ήθελα, λοιπόν, να θέσω το εξής δεδομένο που συζητείται όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια: το κάπνισμα είναι εξάρτηση (από την νικοτίνη) και οφείλουμε να το διαχειριστούμε ως τέτοια (όπως οποιαδήποτε άλλη ουσία, π.χ. το αλκοόλ ή το χασίς). Δεν είναι απλώς συνήθεια που πρέπει να κοπεί γιατί "κάνει κακό".
Τα κριτήρια που καθορίζουν την εξάρτηση είναι: α) η ένταση της επιθυμίας για την χρήση του είναι δυνατότερη από τις σκέψεις και την κρίση του ατόμου,
β) το ποσοστό ελέγχου πάνω στην χρήση του είναι περιορισμένο,
γ) τα συμπτώματα με την διακοπή ή την μείωση του είναι εμφανή και ταλαιπωρούν το άτομο,
δ) η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της χρήσης κυμαίνεται από την άρνηση ως την αποδοχή ανάλογα με την περίσταση.
Έχει βέβαια τις εξής ιδιαιτερότητες: α) τα προϊόντα της νικοτίνης είναι νόμιμα, εύκολα στην πρόσβαση και κοινωνικά αποδεκτά, β) σε σύγκριση με άλλες νόμιμες ουσίες (αλκοόλ ή χάπια) τα σωματικά συμπτώματα στέρησης είναι ήπια και χρονικά περιορισμένα στην αρχή της διακοπής, γ) το κάπνισμα "κοινοποιείται" σε δημόσιους χώρους – η απαγόρευση του καπνίσματος είναι μέτρο προστασίας για τους άλλους και όχι για τον ίδιο τον χρήστη όπως με τις άλλες ουσίες, δ) είναι εύκολο για τον καπνιστή να κουβαλάει μαζί του τα τσιγάρα του, άρα και να τα συνδέει με μέρη, συναισθήματα, κινήσεις, πράγμα που κάνει ακόμα πιο δύσκολο τον έλεγχο του καπνίσματος όταν προσπαθεί να το κόψει.
Η διακοπή του καπνίσματος οφείλει να περιλαμβάνει: α) σωστή διάγνωση της συνήθειας (πότε, πως, πόσο, με τι άλλο συνδέεται, την χρονική περίοδο που το άτομο παίρνει την απόφαση να το κόψει σε σχέση με το εξελικτικό στάδιο που βρίσκεται στην ζωή του, αν υπάρχει ταυτόχρονα άλλο πρόβλημα ψυχικής ή σωματικής υγείας, τι έχει συμβεί στο παρελθόν), β) αξιολόγηση της σωστής θεραπευτικής αγωγής (εξαρτάται από τις προσδοκίες του ατόμου, τις αντιλήψεις του και τα πιστεύω του/της που όμως σχετίζονται με τις αποφάσεις του και την συμπεριφορά του), γ) παρακολούθηση με συχνή επαφή ώστε να επιλύονται τα προβλήματα που προκύπτουν ή για την αλλαγή της θεραπευτικής προσέγγισης αν δεν αποδεικνύεται δόκιμη.
Οι ερευνητές μας λένε ότι η διεπιστημονική προσέγγιση – υποστηρικτική (άρα ειδικός ψυχικής υγείας) και φαρμακευτική (άρα γιατρός)– φαίνεται να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα. Απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια με το εκάστοτε σύστημα υγείας – η ανθρωπότητα άλλωστε παλεύει με τις εξαρτήσεις για χιλιάδες χρόνια.
Συνήθως απειλούμαστε από αυτές που αλλάζουν την επαφή του ατόμου με το περιβάλλον ή που κοστίζουν ακριβά. Και σίγουρα τα βραχυπρόθεσμα θετικά του τσιγάρου (χαλαρώνει, δίνει «δουλειά» στα χέρια, κάνει τις ευχάριστες στιγμές ακόμα πιο απολαυστικές. σας κάνει να νιώθετε πιο άνετα στις κοινωνικές συναναστροφές, είναι «δεμένο» με τον καφέ ή το ουίσκι και αναπόσπαστο «επιδόρπιο» μετά από κάθε γεύμα ή μετά το σεξ) είναι αρκετά. Έχουμε να θέσουμε όμως μακροπρόθεσμους στόχους. Και το κίνητρο του καθενός μας είναι διαφορετικό όπως διαφορετική οφείλει να είναι και η αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου είτε μιλάμε για αποκατάσταση είτε για πρόληψη.
Της Αθηνάς Στεφανάτου, Κλινική ψυχολόγος και επιστημονική συνεργάτης του www.iator.gr .
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου