Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1952, ο Τσάρλι Τσάπλιν, μαζί με την οικογένειά του, πετούσε από τις ΗΠΑ στην Βρετανία, όπου είχε προσκληθεί να παραβρεθεί στην πρεμιέρα της νέας του ταινίας, «Τα φώτα της ράμπας», που ήταν προγραμματισμένη για τις 16 Οκτωβρίου.

https://im1.7job.gr/sites/default/files/imagecache/1200x675/article/2018/38/273125-2017-01-11-1050x700.jpg
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το πλήρωμα του αεροπλάνου έλαβε την εντολή να ενημερώσει τον, πάντα και μέχρι το τέλος της ζωής του αποκλειστικά Βρετανό πολίτη, Τσάπλιν, ότι τα ταξιδιωτικά του έγγραφα για την επιστροφή του στις ΗΠΑ είχαν ακυρωθεί λόγω των κατηγοριών περί «αντι-αμερικανικών ενεργειών» και των υποψιών του FBI ότι ήταν «κρυπτοκομμουνιστής». Χαρακτηρισμοί οι οποίοι είχαν μετατραπεί σε κατηγορίες την εποχή του μακαρθικού αντικομμουνιστικού «πογκρόμ» στο Χόλιγουντ, τσακίζοντας καριέρες και καλλιτεχνικά όνειρα, εξαφανίζοντας ταλέντα και μετατρέποντας σπουδαίους δημιουργούς σε κοινούς χαφιέδες.
Αυτό σήμαινε τυπικά και ουσιαστικά, ότι ο Τσάπλιν ήταν πλέον ένας πολιτικός πρόσφυγας. Οτι έπρεπε να βρει μια νέα χώρα και ένα νέο σπιτικό για την οικογένειά του. Οτι έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή την συγκλονιστική δημιουργική πορεία του. ‘Οπως και έκανε.

«Τα Φώτα της Ράμπας»
Οι «κινηματογραφικές ανησυχίες» του Χούβερ…
Η αλήθεια είναι, ότι στην περίπτωση του Τσάπλιν, το ενδιαφέρον του FBI για το πρόσωπό του χρονολογείται ακόμη πριν τον πόλεμο. Μπορεί οι «Μοντέρνοι Καιροί» να θεωρούνται σήμερα και δικαίως ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου, αλλά το 1936 που προβλήθηκαν, το FBI είχε άλλη γνώμη. Ετσι, το αφεντικό της «Υπηρεσίας», ο διαβόητος ‘Εντγκαρ Χούβερ, «απεφάνθη» ότι η ταινία φέρει «ενδείξεις» «αντικυβερνητικής προπαγάνδας» και έδωσε εντολή να ανοίξει φάκελος για τον ηθοποιό και σκηνοθέτη.
Ευτυχώς που ο Χούβερ ήταν περισσότερο πονηρός παρά ευφυής, αλλιώς θα έβλεπε ότι οι «Μοντέρνοι Καιροί» δεν ήταν απλά «αντικυβερνητική» ταινία, αλλά βαθιά αντισυστημική εν γένει, ασκώντας ανελέητη κριτική στον καπιταλισμό, με αφορμή την δυστυχία και την εξαθλίωση της αμερικανικής εργατικής τάξης μετά την καπιταλιστική κρίση του 1929. Συνέπειες οι οποίες μακράν δεν αντιμετωπίστηκαν ριζικά με το «New Deal» του Ρούσβελτ. Αλλωστε δεν ήταν καν αυτός ο σκοπός εκείνων των μέτρων. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

«Μοντέρνοι Καιροί»
Μετά τους «Μοντέρνους Καιρούς» ο Τσάπλιν γίνεται η αγαπημένη «απασχόληση» του κρατικού, χαφιέδικου μηχανισμού. Ο οποίος, ως γνωστόν, δεν χρησιμοποιούσε μόνο τα τυπικά, θεσμικά του όπλα, αλλά και τα παρακρατικά. Την εποχή των γυρισμάτων του «Μεγάλου Δικτάτορα», αυτού του αριστουργηματικού φιλμικού αντιφασιστικού μανιφέστου που προβλήθηκε το 1940, ο Τσάπλιν γινόταν δέκτης «προειδοποιήσεων», δηλαδή απειλών, ότι η ταινία θα έχει προβλήματα με την λογοκρισία. Πάνω του έπεσαν και «φίλοι» οι οποίοι τον «συμβούλευαν» να εγκαταλείψει οριστικά τα γυρίσματα, «διαβεβαιώνοντάς» τον – άραγε με ποια «μαντική» ικανότητα; – ότι η ταινία δεν θα προβαλόταν «ποτέ», ούτε στην Βρετανία, ούτε στις ΗΠΑ.
Μετά την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στην Σοβιετική ‘Ενωση, οι άνωθεν πιέσεις στον δημιουργό για την ταινία υποχώρησαν – αφού θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη η διαχείριση της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας μεγάλης κλίμακας την ώρα που οι «μισητοί κόκκινοι» πολεμούσαν την μεγαλύτερη απειλή της ανθρωπότητας – αλλά μπήκε σε εφαρμογή ο τραμπούκικος συστημικός μηχανισμός των διαφόρων «αγανακτισμένων» κάθε μορφής. Ετσι, άρχισαν να καταφτάνουν στον Τσάπλιν γράμματα με απειλές από «πολίτες». Σε κάποια από αυτά μάλιστα γινόταν σαφές, πως οι αίθουσες που θα πρόβαλαν την ταινία θα αποτελούσαν στόχο βομβιστικών επιθέσεων, ρίψης ασφυξιογόνου αερίου και «γαζώματος» της οθόνης από αυτόματα, κατά τον κλασικό, μαφιόζικο τρόπο του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ του Μεσοπολέμου.
‘Οχι κι άσχημες δυνατότητες για «αγανακτισμένους Αμερικανούς πατριώτες»…
Οι απειλές δεν πτοούν τον Τσάπλιν ο οποίος ολοκληρώνει και προβάλει την ταινία. Οπότε, έπιασε «δουλειά» η συστημική δημοσιογραφία. Με την πρεμιέρα της ταινίας, η νεοϋορκέζικη εφημερίδα «Daily News» έγραψε ότι «ο Τσάπλιν έδειξε τους θεατές με “κομμουνιστικό δάχτυλο”». Η ναζιστική προπαγάνδα συμπλήρωνε ότι ο Τσάπλιν δεν ήταν μόνο κομμουνιστής, αλλά και «Εβραίος». Η διαβόητη «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών» (House Un-American Activities Committee – Δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του αμερικανικού Κογκρέσου το 1934 για την καταπολέμηση της «ανατρεπτικής και αντιαμερικανικής προπαγάνδας») ξεκίνησε έρευνα των δραστηριοτήτων του Τσάπλιν, με ένα από τα βασικά της σημεία να αποτελεί η εθνικότητά του, παραπέμποντας εμμέσως πλην σαφώς σε μια λανθάνουσα «υιοθέτηση» της αντισημιτικής ρητορικής των ναζί.

«Ο Μεγάλος Δικτάτωρ»
Ο Τσάπλιν, ο οποίος, όχι μόνο εξακολουθούσε να μην πτοείται, αλλά ήταν και προφανώς αποφασισμένος να σπάσει τα νεύρα των μηχανισμών καταστολής, μετέχει εναργά από το 1942 στην προπαγάνδα για την επείγουσα ανάγκη δημιουργίας του Δεύτερου Μετώπου στην Ευρώπη, έτσι ώστε να μειωθεί η γιγαντιαία φασιστική πίεση στην ΕΣΣΔ και να νικηθεί γρηγορότερα ο Χίτλερ.
Ο φάκελος στο FBI «φουσκώνει» γοργά.
Οταν ο Σαρλό πανικόβαλε τον Μακάρθι
Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο, η «Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών» αποφασίζει να αφήσει στην άκρη την έναρξη μιας έρευνας για την «Κου Κλουξ Κλαν» – όπως είχε πει τότε και ο Δημοκρατικός γερουσιαστής από το Μιζούρι και μέλος της Επιτροπής, John E. Rankin «άλλωστε η Κου Κλουξ Κλαν αποτελεί έναν παραδοσιακό αμερικανικό θεσμό»… – και να ασχοληθεί πιο στοχοπροσηλωμένα με την καταπολέμηση του κομμουνισμού. Είχε προηγηθεί το διάταγμα του προέδρου Τρούμαν το 1945 με το οποίο στήθηκαν ανάλογες επιτροπές σε όλους τους κρατικούς και ιδιωτικούς τομείς ιδιαίτερου ενδιαφέροντος – βλέπε τέχνες – για τον έλεγχο του φρονήματος.
Ο παραληρηματικός αντικομμουνιστής, γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι τίθεται επικεφαλής της «εκστρατείας κατά της κομμουνιστικής διείσδυσης στην αμερικάνικη κοινωνία» και αναλαμβάνει να «εξαφανίσει» την κομμουνιστική «απειλή» από την διανόηση και την τέχνη. Οπως το είχε θέσει ο γερουσιαστής και πρόεδρος της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών Τζο Πάρνελ: «Οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες του Χόλιγουντ είναι το μαλακό υπογάστριο της Αμερικής. Αν οι κομμουνιστές αλώσουν την κινηματογραφική βιομηχανία θα περάσουν την κομμουνιστική ιδεολογία τους στο έθνος».
Ετσι, την περίοδο που ο Τσάπλιν μόνταρε το «Μεσιέ Βερντού» – μία ταινία με κατασκότεινο χιούμορ και έναν Τσάπλιν στον ρόλο του κατά συρροή δολοφόνου – κλήθηκε από την Επιτροπή στην Ουάσιγκτον για «ακρόαση», αλλά λίγο αργότερα ακύρωσαν την «πρόσκληση». Ο πιθανότερος λόγος αυτής της ακύρωσης ήταν η βεβαιότητα, πως ο Τσάπλιν θα πραγματοποιούσε την απειλή του, την οποία φρόντισε να δημοσιοποιήσει σε συνέντευξή του στον Τύπο, ότι θα εμφανιζόταν στην Επιτροπή με την θρυλική φορεσιά του Σαρλώ. Προφανώς, η επαπειλούμενη γελοιοποίησή τους ήταν ισχυρότερη από το αντικομμουνιστικό «σθένος» των μελών της Επιτροπής.
Πάντως, μαζί με τον Τσάπλιν είχαν κληθεί τότε ακόμη 19 άνθρωποι της κινηματογραφικής βιομηχανίας. ‘Οσοι από εκείνη την «φουρνιά» υπερασπίστηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και αρνήθηκαν, όπως τους επέτρεπε το Σύνταγμα, να «συνεργαστούν» με τέτοιους όρους… φυλακίστηκαν για ένα χρόνο με την κατηγορία της «περιφρόνησης» της Επιτροπής. Την ίδια διαδικασία πέρασε σχεδόν όλο το Χόλιγουντ τα επόμενα χρόνια.

«Μεσιέ Βερντού»
Για μια ακόμη φορά επιστρατεύθηκαν οι «αγανακτισμένοι» και η χαφιεδοδημοσιογραφία. Το «Μεσιέ Βερντού» απαγορεύτηκε από την λογοκρισία και ο Τσάπλιν αναγκάστηκε να το ξαναμοντάρει για την προβολή του στις ΗΠΑ. Ωστόσο, σε κάθε προβολή οργανώνονταν «αυθόρμητες διαδηλώσεις αγανακτισμένων πολιτών». Ο Τύπος συνόδευε την σκοταδιστική υστερία γράφοντας ότι ο Τσάπλιν, όχι μόνο είναι κομμουνιστής, αλλά δεν είναι καν πολίτης των ΗΠΑ.
Αυτή η τελευταία «κατηγορία» είχε πρωτοεμφανιστεί στον Τύπο από την εποχή που ο Τσάπλιν αγωνιζόταν για την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο. Τότε, οι εφημερίδες έγραφαν ότι ο Τσάπλιν είναι «κρυφός εχθρός των ΗΠΑ», «συμπαθών της ΕΣΣΔ» και «γι’ αυτό» δεν παίρνει την αμερικανική υπηκοότητα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει ένα μικρό άλμα στον χρόνο, για να υπογραμμισθεί ακόμη περισσότερο η συστημική υποκρισία. Οταν οι ΗΠΑ αποφάσισαν να μπουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917 και σε μια προσπάθεια να μην επωμιστεί το κόστος το κεφάλαιο αλλά η εργατική τάξη, η κυβέρνηση εξέδωσε τα περίφημα «ομόλογα ελευθερίας», με τα οποία ήθελε να ξεζουμίσει τον λαό για να χρηματοδοτήσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, στον οποίο βέβαια θα έχαναν την ζωή τους τα παιδιά του.
Η κυβέρνηση κάλεσε διάσημους «σταρ» του Χόλιγουντ να προπαγανδίσουν τα ομόλογα. Ανάλογη πρόσκληση έλαβε και ο Τσάπλιν, ο οποίος, με καλή πρόθεση, συμμετείχε στην εκστρατεία αυτή μαζί με «αστέρες» της εποχής, όπως η Μαίρη Πίκφορντ, ο Ντάγκλας Φέρμπανκς κ.ά. Είναι προφανές, πως τότε κάθε άλλο παρά ενοχλούσε που ο Τσάπλιν δεν ήταν Αμερικανός πολίτης.
Το… «τσιράκι των κομμουνιστών»
Ας επιστρέψουμε όμως στο 1947 και στο «Μεσιέ Βερντού», εναντίον του οποίου ανακοίνωσε μποϊκοτάζ η οργάνωση «Καθολική Λεγεώνα»* (γνωστή και ως «Εθνική Λεγεώνα Ευπρέπειας»), με αποτέλεσμα πολλές αίθουσες να φοβούνται και να αρνούνται να διανείμουν την ταινία. Ο Τύπος έκανε «πάρτι» δημοσιεύοντας φωτογραφίες με τα μέλη της «Λεγεώνας» να κρατούν πλακάτ με συνθήματα όπως «Τσάπλιν – Ο συνοδοιπόρος των κόκκινων!», «Ουστ από την χώρα μας ξένε!», «Ο Τσάπλιν παρακάθισε εδώ!», «Τσάπλιν αχάριστε! Τσιράκι των κομμουνιστών!», «Στείλτε τον Τσάπλιν στην Ρωσία!».
Παρόλ’ αυτά, ο κινηματογραφικός κόσμος αντέδρασε, έστω και υπόγεια, σε αυτήν την υστερία, με την Ακαδημία Κινηματογράφου να ψηφίζει την ταινία υποψήφια για «Όσκαρ» σεναρίου.

Η απαγόρευση επιστροφής στις ΗΠΑ το 1952, συνοδευόταν από τον εκβιασμό, πως θα του έδιναν βίζα εισόδου μόνο αν απαντούσε σε ερωτήματα της Επιτροπής του Τμήματος Μετανάστευσης – μιλάμε για έναν άνθρωπο που ζούσε στις ΗΠΑ ουσιαστικά από το 1910 και αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους χτίστηκε η αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία – που αφορούσαν κατηγορίες «πολιτικής τάξης» και «ηθικής ακολασίας». Για την ιστορία να πούμε ότι στην έρευνα γύρω από τον Τσάπλιν είχε εμπλακεί και ο Νίξον, αργότερα πρόεδρος των ΗΠΑ, γνωστό ως ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που παραιτήθηκε από το αξίωμά του λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στο σκάνδαλο του Γουότεργκέιτ.
Φυσικά ο Τσάπλιν αρνήθηκε.
Το κωμικοτραγικό της ιστορίας είναι, ότι τρία χρόνια μετά από την απαγόρευση εισόδου στις ΗΠΑ, η αμερικανική Εφορία φορολόγησε τις εισπράξεις από την διανομή της ταινίας «Τα φώτα της Ράμπας»… στην Ευρώπη, διότι το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ εξακολουθούσε να τον θεωρεί ως μόνιμο κάτοικο Αμερικής. Το γεγονός ότι δεν επιτρεπόταν στον Τσάπλιν να διεκδικήσει το δίκιο του στα αμερικανικά δικαστήρια δεν είχε σημασία: Διότι, εντάξει, είπαμε να τον εξορίσουμε ως κομμουνιστή, αλλά μην χάσουμε και τον φόρο…
Ο Τσάπλιν θα επέστρεφε στις ΗΠΑ μόνο μία φορά και για λίγο, όταν έλαβε μια ολιγοήμερα βίζα για να παραλάβει το «’Οσκαρ» το 1972 για την προσφορά του στην ‘Εβδομη Τέχνη. Σίγουρα όμως, εξίσου σπουδαία είναι και η προσφορά του ως στάση ζωής, στην συνεχή πάλη για εξανθρωπισμό του ανθρώπου…
*«Καθολική Λεγεώνα»: Σκοταδιστική θρησκευτική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1933 με στόχο την καταπολέμηση του μη αρεστού, στην εκκλησία, περιεχομένου στον κινηματογράφο. Αν και η επιρροή της δεν ήταν αυτή που θα ήθελαν οι εμπευστές της, ωστόσο, έπαιξε τον αρνητικό της ρόλο στην διανομή ταινιών και κατά καιρούς χρησιμοποιούνταν από το σύστημα εναντίον δημιουργών.
Πηγή: toperiodiko.gr