Poutanique τεχνη, εσυ τα φταις ολα!

Να είναι τέχνη; Επάγγελμα ή μήπως ματαιοδοξία;

Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!

Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....

Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!

αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....

Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;

Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....

Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.

Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...

Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...

Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

23 Οκτ 2020

Ναρκισσιστική προσωπικότητα: η αίσθηση τελειότητας, η κατάρρευση από την κριτική και η εύθραυστη αυτοεκτίμηση

Πηνελόπη Μελίδου

 Τα άτομα με ναρκισσιστική προσωπικότητα, παρόλο που δείχνουν προς τα έξω ότι πιστεύουν όσο τίποτα άλλο στον εαυτό τους, είναι πετυχημένα και αξίζουν τα καλύτερα, στην πραγματικότητα παλεύουν εσωτερικά με μια εύθραυστη αυτοεκτίμηση και μια απέραντη ανασφάλεια.

άντρας με ναρκισσιστική προσωπικότητα διαθέτει αίσθηση τελειότητας, εύθραυστη αυτοεκτίμηση αλλά καταρρέει από την κριτική

Όσο περίεργο κι αν φαίνεται, ένας άνθρωπος με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά όσο κι αν προσπαθεί να αποδείξει το αντίθετο, βιώνει έντονη ανασφάλεια με τον εαυτό του. Η αίσθηση του μεγαλείου και της σπουδαιότητας που προσπαθεί να μεταφέρει στους γύρω του είναι επιφανειακή και στην πραγματικότητα αποτελεί μια υπερπροσπάθεια κάλυψης των ανασφαλειών και της χαμηλής αυτοπεποίθησης του.

Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου με ναρκισσιστική προσωπικότητα;

Όλοι έχουμε πάνω – κάτω στο μυαλό μας τα χαρακτηριστικά ενός νάρκισσου. Ξέρουμε λίγο – πολύ ότι θέλει να μιλάει συνέχεια για τον εαυτό του, είναι εγωκεντρικός και θεωρεί ότι όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Ωστόσο, φαίνεται ότι υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία συναντώνται σε έναν ναρκισσιστή:

  • Διακατέχεται από μια αίσθηση μεγαλείου σχετικά με το πόσο σπουδαίος είναι
  • Ασχολείται υπερβολικά και έντονα με το θέμα της επιτυχίας αλλά και με το πόσο έξυπνος και όμορφος είναι
  • Θεωρεί ότι είναι ξεχωριστός και μπορεί να λάβει κατανόηση μόνο από ανθρώπους με υψηλό κύρος
  • Αισθάνεται έντονα την ανάγκη να αποτελεί πηγή θαυμασμού
  • Έχει μια τάση να εκμεταλλεύεται τους άλλους
  • Τα επίπεδα ενσυναίσθησης είναι μηδαμινά
  • Παρουσιάζει φθόνο προς τους άλλους
  • Εκδηλώνει αλαζονικές στάσεις ή συμπεριφορές

Πως συμπεριφέρεται ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα;

Γενικότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι για έναν ναρκισσιστή, οι άνθρωποι διακρίνονται σε ανώτερους και κατώτερους. Και φυσικά ένας ναρκισσιστής προσανατολίζεται στους ανώτερους, καθώς θεωρεί πως εκεί ανήκει και ο ίδιος. Έχοντας αυτή την ιδέα μεγαλείου για τον εαυτό του αλλά και την εντύπωση ότι υπερέχει ικανοτήτων και δεξιοτήτων των άλλων ανθρώπων, δημιουργεί στο μυαλό του ιστορίες και φαντασιώσεις που εμπεριέχουν μέσα μεγάλες επιτυχίες.

Εάν ήθελα εγώ να πάω εξωτερικό θα έβρισκα την καλύτερη δουλειά, εδώ χαραμίζομαι… μην κοιτάς που δεν θέλω να πάω… αν ήθελα άστο, τώρα θα είχα και πολλά χρήματα και θα ήμουν και γνωστός.

Κάποιες φορές νιώθω ότι εγκλωβίζομαι με τόσους άσχετους στη δουλειά… δεν γίνεται εγώ με την εξυπνάδα και τις ικανότητες που έχω να είμαι στην ίδια θέση με αυτούς τους άσχετους.

Καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να κερδίσει τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων και κάνει τα αδύνατα δυνατά προκειμένου να λάβει κοπλιμέντα και σχόλια θαυμασμού. Δείχνει με τη στάση του ότι θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο και μιλάει συνεχώς για τον εαυτό του.

Ακόμη και σε άσχετες συζητήσεις θα βρει τον τρόπο να γυρίσει την κουβέντα στον ίδιο ή θα βρει κάποια αφορμή για να αναφέρει ένα επίτευγμά του ή κάτι που θεωρεί ότι θα προκαλέσει θαυμασμό στους άλλους. Επιλέγει μια σωστή στάση σώματος και εκφράσεις με τις οποίες επιχειρεί να δείξει άνεση και αυτοπεποίθηση.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η ανάγκη να δείχνει κάτι υπερβολικά καλό θυμίζει τους ανθρώπους που αγοράζουν πανάκριβα κινητά ή ρούχα, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούν να τα υποστηρίξουν. Ωστόσο, αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να φαίνεται ότι έχουν κάτι που θα προκαλέσει το θαυμασμό των άλλων, ανεξάρτητα αν εξαιτίας αυτής της αγοράς δεν έχουν πλέον οικονομική άνεση. Κάπως έτσι λειτουργεί και ο ναρκισσιστής στο συμπεριφορικό και όχι μόνο κομμάτι.

Να τώρα που το λες αυτό, κι εγω τότε παρόλο που κανείς στη δουλειά δεν μπόρεσε να επιλύσει το πρόβλημα, πήγα εκεί και μέσα σε λίγη ώρα το τελείωσα… και σκέφτομαι από μέσα μου καλά τόσο άχρηστοι είναι όλοι;

Κοίταξε εγώ δουλεύω στην τάδε επιχείριση και η θέση μου δεν είναι κάποια τυχαία… και για να την έχω αυτή τη θέση άστο… βέβαια την αξίζω περισσότερο από όλους εκεί μέσα.

…προφανώς και πήρα το καινούργιο μοντέλο ΧΧΧ (κινητό). Τι θα έπερνα, το ΧΧΧ που το παίρνει ο καθένας;; δεν μπορώ να έχω το ίδιο που έχουν όλοι οι άλλοι…

Ενδιαφέρον αποτελεί και το γεγονός ότι θεωρεί τον εαυτό του ιδιαίτερα ξεχωριστό, γι’ αυτό και αναφέρει συχνά ότι μόνο οι άνθρωποι του δικού του επιπέδου μπορούν να τον καταλάβουν. Όπως είπαμε στην αρχή, οι άνθρωποι για έναν ναρκισσιστή διακρίνονται σε ανώτερους και κατώτερους.

Έτσι ο ίδιος, κατατάσσοντας τον εαυτό του στους ανώτερους, θεωρεί ότι μόνο από εκείνους μπορεί να λάβει κατανόηση, καθώς οι άλλοι είναι πολύ μακριά από το δικό του επίπεδο. Επίσης, στη σχέση με τον/ην σύντροφο, μπορεί να αναφέρει συχνά ότι ο ίδιος αξίζει κάτι παραπάνω με αποτέλεσμα να υποβαθμίζει άμεσα το/η σύντροφο.

Εγώ κανονικά τώρα έπρεπε να είχα παντρευτεί έναν/μια που έχει κάνει κι ένα διδακτορικό, όπως εγώ… και όχι να είμαι μαζί σου που τελείωσες απλά ένα ΤΕΙ… και πολύ σου πέφτω να ευχαριστείς που βρέθηκα μπροστά σου.

Καλά δεν περιμένω να με καταλάβει κιόλας ο ΧΧΧ που δουλεύει εργάτης… αν είναι δυνατόν σιγά μη κάτσω να συζητήσω μαζί του.

Οι σχέσεις που συνάπτει με άλλους ανθρώπους, παρόλο που τις παρουσιάζει με τρόπο που δείχνει ότι είναι βαθύτερες, στην πραγματικότητα είναι αρκετά επιφανειακές. Η έλλειψη ενσυναίσθησης ενός ναρκισσιστή καθιστά σχεδόν αδύνατη τη σύναψη πραγματικών σχέσεων. Στην αρχή μιας σχέσης είτε φιλικής είτε ερωτικής μπορεί να υπάρξει εξιδανίκευση, ωστόσο μπορεί εύκολα και γρήγορα να πάει στο άλλο άκρο της υποβάθμισης, σε περίπτωση που νιώσει ότι μπορεί να φαίνεται αδύναμος.

Γι’αυτό και σπάνια έχει αληθινές φιλίες. Επίσης, μπορεί εύκολα να διαλύσει μια σχέση σε περίπτωση που βρει έναν/μια άλλον/η σύντροφο που θεωρεί ότι έχει υψηλότερο κύρος ή όταν ο/η σύντροφος παύει να ανταποκρίνεται στις μη ρεαλιστικές προσδοκίες που έχει.

Επιπλέον, ενώ ένας άνθρωπος με ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά ασκεί έντονη κριτική στους άλλους χωρίς να τον ενδιαφέρει εάν πληγώνει με τα λόγια του, φαίνεται ότι δεν μπορεί να δεχτεί ο ίδιος κριτική από άλλους. Μπορεί να εξοργιστεί με μια αρνητική κριτική εκφράζοντας πολλές φορές έντονο θυμό ή ακόμη και επιθετικότητα.

Υιοθετεί μια επιθετική στάση και δεν προσπαθεί να «ακούσει» την κριτική ακόμη κι αν είναι για το καλό του. Στην πραγματικότητα μια αρνητική κριτική για τον ίδιο, ξύνει μια πληγή που υπάρχει, αλλά ο ίδιος κάνει τα πάντα για να την καλύψει. Γι’ αυτό το λόγο, κιόλας, αντιδρά έντονα ενώ «καταρρέει» εσωτερικά.

Ακόμη, τείνει να υποβιβάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον άνθρωπο που του ασκεί κριτική λέγοντας ακόμη και άσχετα με τη συζήτηση πράγματα για τον ίδιο, μόνο και μόνο για να τον κάνει να αισθανθεί άσχημα και να φανεί ο ίδιος σε καλύτερη θέση. Βέβαια, το μόνο που καταφέρνει εκείνη τη στιγμή είναι να αποκαλύπτει την ανασφάλεια του, ωστόσο, ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται.

…θα μιλήσεις εσύ για τη δουλειά μου… ποιος εσύ που δεν έχεις καταφέρει ούτε οικογένεια να κάνεις… αλλά λογικό ποιος/α θα σε ανεχτεί… εγώ προσωπικά, ακόμη και να ήσουν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη γη δεν θα γυρνούσα ούτε καν να σε κοιτάξω… τώρα καταλαβαίνω και γιατί δεν έχεις φίλους… ενώ εγώ είμαι τόσο τυχερός/ή… έχω φίλους που με υπεραγαπάνε και δεν μου λείπει τίποτα.

Στην πραγματικότητα, τι βιώνει εσωτερικά ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα;

Η αίσθηση μεγαλείου και σπουδαιότητας που βγάζει προς τα έξω, δεν είναι και αυτά που βιώνει εσωτερικά. Η όλη συμπεριφορά ενός ναρκισσιστή φανερώνει μια εύθραυστη και ευάλωτη αυτοεκτίμηση. Η υπερβολική εξιδανίκευση ατόμων και η προσκόλληση σε ανθρώπους με υψηλότερο κύρος στην πραγματικότητα δείχνει χαρακτηριστικά εξάρτησης.

Γίνεται εμφανής η ανάγκη του για επιβεβαίωση, η οποία μπορεί να έρθει μόνο μέσα από την επαφή και την αλληλεπίδραση. Ουσιαστικά, εξαρτάται από τα θετικά σχόλια των άλλων, καθώς έτσι μπορεί και τρέφει τον εαυτό του.

Ουσιαστικά, έχει ανάγκη τους άλλους ανθρώπους όχι για να συνάψει σχέσεις, να ανταλλάξει απόψεις, να αλληλεπιδράσει ή να εξελιχθεί αλλά για να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βασικό του μέλημα είναι να «κερδίσει» την έγνοια και την εγγύτητα και όχι να την αποκτήσει. Έτσι, βρίσκεται μέσα σε μια διαρκή εσωτερική πάλη με στόχο να καταφέρει να ενισχύσει την αίσθηση της αυτοαξίας του μέσα από την αναζήτηση της αγάπης και των θετικών σχολίων.

Επιπλέον, υπάρχει έντονη η καχυποψία και ο φόβος μην τον υποβιβάσει κάποιος και φανερώσει όλες αυτές τις ανασφάλειες που με τόσο κόπο προσπαθεί να καλύψει. Γι’ αυτό, και όπως αναφέραμε και πιο πάνω, κρατά μια επιθετική στάση και δεν υπολογίζει τίποτα σε περίπτωση που κάποιος προσπαθήσει να τον υποβαθμίσει ή να του τονίσει μια αδυναμία του. Στην ουσία, η υπερβολική αντίδραση στην κριτική φανερώνει μια δυσκολία στο να αποδεχτεί ότι μπορεί να έχει λάθος, μια δυσκολία στην αποδοχή της αδυναμίας του.

Γενικότερα, η ζωή του εμπεριέχει πολλή προσποίηση και μια συνεχή προσπάθεια να μην έρθει αντιμέτωπος με τα πραγματικά του συναισθήματα. Όλο αυτό που στην πραγματικότητα βιώνει δεν είναι εύκολο. Καθόλου εύκολο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πολύ πιο δύσκολο από τη συνειδητοποίηση των αδυναμιών και ανασφαλειών, που και αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο.

Ωστόσο, φαίνεται ότι ένας άνθρωπος με ναρκισσιστική προσωπικότητα δύσκολα παίρνει την απόφαση να αλλάξει, και αυτό γιατί η αλλαγή προϋποθέτει την αναγνώριση της μη βοηθητικής συμπεριφοράς, την συνειδητοποίηση των ανασφαλειών, την αντιμετώπιση των φόβων και την κατανόηση των διαφορετικών απόψεων, την προσπάθεια τόσο χρονικά όσο και ποιοτικά. Αλλά ακόμη κι αν την πάρει, απαιτείται συνεχής ενασχόληση, η οποία προϋποθέτει πολύ χρόνο.

Σε ευχαριστώ πολύ που διάβασες το άρθρο μου… δεν το θεωρώ καθόλου αυτονόητο!


Βιβλιογραφία:

  • Kring, A., Davison, G., Neale, J., & Johnson, S. (2010). Ψυχοπαθολογία. Μετάφραση: Καραμπά, Θ. Gutenberg-Γιώργος & Κώστας Δαρδανός.
  • Χριστοπούλου, Ά. (2008). Εισαγωγή στην ψυχοπαθολογία του ενήλικα.

Μετανάστης δέχτηκε άγρια επίθεση επειδή ζήτησε τα δεδουλευμένα του

 

Άγρια επίθεση από το αφεντικό του δέχτηκε μετανάστης εργάτης γης στο Βαρθολομιό του δήμου Πηνειού, όταν την Κυριακή το πρωί πήγε να ζητήσει το αυτονόητο, την καταβολή των δεδουλευμένων του. Ο εργάτης μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με χτυπήματα στο κεφάλι, στο πρόσωπο και το σώμα.

Η ΤΕ Ηλείας του ΚΚΕ καταδικάζει τον ξυλοδαρμό και σημειώνει:

«Μέσα και από αυτό το γεγονός έρχονται ξανά στην επιφάνεια οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς των εργατών γης σε πολλές περιοχές, όπως στα φραουλοχώραφα της Ν. Μανωλάδας και της γύρω περιοχής.

Η κυβέρνηση και οι αρχές της περιοχής έχουν βαρύτατες ευθύνες για το σύγχρονο δουλεμπόριο και τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των μεταναστών εργατών, που οδηγεί σε φαινόμενα εγκληματικών επιθέσεων σε βάρος τους.

Έλληνες και ξένοι εργάτες πρέπει να αντισταθούν στην πολιτική που αυξάνει την εκμετάλλευση όλων ανεξαιρέτως των εργαζομένων, αποθρασύνει τα μεγαλοαφεντικά που επιτίθενται με δολοφονικό τρόπο σε εργάτες που διεκδικούν τα δικαιώματά τους, να αντιπαλέψουν συνολικά αυτήν τη βαρβαρότητα και το σύστημα που τη γεννά.

Απαιτούμε:

  • Εξασφάλιση από την εργοδοσία και τους κρατικούς φορείς επαρκών και υγιεινών χώρων διαμονής και τακτικό έλεγχό τους από υγειονομική επιτροπή
  • Υποχρεωτικός εξοπλισμός προστασίας τις ώρες εργασίας (μάσκες, γάντια, φόρμες, παπούτσια)
  • Μεροκάματο 33,53 ευρώ σύμφωνα με το αίτημά μας για ΕΓΣΣΕ με κατώτατο μισθό 751 ευρώ
  • Τακτικό έλεγχο από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας για τις παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας
  • Υποχρεωτική παροχή ενός τουλάχιστον ρεπό τη βδομάδα
  • Πλήρη ιατροφαρμακευτική και ασφαλιστική κάλυψη για όλους
  • Να δοθούν άδειες παραμονής στους μετανάστες εργάτες γης
  • Υπογραφή διακρατικών συμφωνιών με τις χώρες καταγωγής τους και τη μεταφορά των ασφαλιστικών δικαιωμάτων τους

Η σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά τη μετανάστευση και την εκμετάλλευση, υπέρ των λίγων και σε βάρος των πολλών, είναι ο πραγματικός στόχος».

ΠΗΓΗ: 902.gr

«Η πανδημία ενίσχυσε σημαντικά τον καπιταλισμό»

 Ο οικονομολόγος Ρομπέρ Μπουαγιέ (Robert Boyer), αναλυτής των  ιστορικών εξελίξεων των καπιταλισμών -προτιμά τη χρήση αυτού του όρου στον πληθυντικό- μόλις δημοσιεύσε στη Γαλλία ένα έργο ορόσημο «Οι Καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας» («Les Capitalismes à l’épreuve de la pandémie») όπου δίνει τη διάγνωσή του για το σοκ, που ταράσσει σήμερα την παγκόσμια οικονομία, και το πιθανό της μέλλον.  Από τη συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα Le Monde παρουσιάζουμε εκτενή αποσπάσματα.

https://im2.7job.gr/sites/default/files/imagecache/1200x675/article/2020/42/327223-unnamed.jpg

Για το χαρακτηρισμό της κρίσης που βιώνουμε, οι οικονομολόγοι ταλαντεύονται μεταξύ της «πρωτοφανούς κρίσης», της «σοβαρότερης ύφεσης από το 1929» ή ακόμη και της «τρίτης κρίσης του αιώνα» - μετά από εκείνες  του 2008 και του ευρώ το 2010. Τι πιστεύετε;

Λέξεις που κληρονομήθηκαν από προηγούμενες κρίσεις δεν μπορούν να ισχύουν σε μία νέα πραγματικότητα. Δεν πρόκειται για ένα απλό λάθος, αλλά για σοβαρό σφάλμα, διότι σχεδιάζουμε να εφαρμόσουμε γνωστές θεραπείες, που θα είναι αναποτελεσματικές.

Ο όρος «ύφεση» ισχύει για έναν οικονομικό κύκλο, που σημαίνει ότι το επόμενο στάδιο θα είναι μηχανικά η ανάκαμψη, με επιστροφή στην πρότερη κατάσταση. Ωστόσο, δεν πρόκειται, εδώ, για ύφεση, αλλά για μία απόφαση των πολιτικών  να αναστείλουν κάθε οικονομική δραστηριότητα που δεν είναι απαραίτητη, για  την καταπολέμηση της πανδημίας .

Η επιμονή στη χρήση ενός οικονομικού λεξιλογίου για τον ορισμό μίας πολιτικής πραγματικότητας είναι εντυπωσιακή. Μιλήσαμε για «στήριξη» στη δραστηριότητα, ενώ πρόκειται μάλλον για αναστολή της οικονομίας. Το σχέδιο «τόνωσης» είναι, στην πραγματικότητα, ένα πρόγραμμα αποζημίωσης των επιχειρήσεων για τις απώλειες που υπέστησαν, που υλοποιείται χάρη στην έκρηξη των δημοσιονομικών δαπανών και τη χαλάρωση του περιορισμού της αναχρηματοδότησής τους από τις κεντρικές τράπεζες. Είναι μία «παρηγοριά» που θα έχει νόημα μόνον, εάν επιδημιολόγοι, ιατροί και βιολόγοι βρουν τη λύση στην υγειονομική κρίση, αλλά αυτό δεν εξαρτάται, ούτε από τα μοντέλα, ούτε από τις οικονομικές πολιτικές.

Αυτή η απότομη και υποτιθέμενη διακοπή της παραγωγής προκαλεί τέτοιες -ειδικά, λόγω της μεγάλης διάρκειας- οικονομικές αλλαγές, αλλά και -κάτι το οποίο ξεχνούν οι οικονομολόγοι- θεσμικές, πολιτικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές, ώστε είναι αδύνατη η «επανεκκίνηση» όλων, όπως πριν. Έτσι, αποδείχθηκε ξαφνικά ότι το ένα τρίτο της παραγωγικής ικανότητας δεν είχε «ουσιαστική» κοινωνική χρησιμότητα. Ορισμένοι τομείς αναστατώθηκαν λόγω διαρθρωτικής αλλαγής των καταναλωτικών προτύπων (ο τουρισμός, οι μεταφορές, η αεροναυτική, η διαφήμιση, η πολιτιστική βιομηχανία κ.ά.), καθώς και από την κατάρρευση των δικτύων υπεργολαβίας και την εξαφάνιση εταιριών σε διαφορετικά σημεία της  αλυσίδας.

Η καταστροφή κεφαλαίου και εισοδήματος είναι πλέον κολοσσιαία – πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε μία διαρκή μείωση του μέσου βιοτικού επιπέδου. ..Η οικονομική στρατηγική που καθοδηγείται από την ιδέα ότι πρόκειται για ύφεση -και αρκεί, επομένως, να διατηρήσουμε, στην παρούσα τους κατάσταση, τα απομεινάρια της οικονομίας, να ξαναρχίσουμε, στη συνέχεια, τη δραστηριότητα για την επαναφορά της στην πρότερη κατάσταση (η περίφημη ανάκαμψη «V») - είναι εξ αυτού του γεγονότος καταδικασμένη σε αποτυχία.

Το 2020 θα μπορούσε να μείνει στην ιστορία, όχι μόνο ως το έτος ενός οικονομικού σοκ εξαιτίας των -κολοσσιαίων- απωλειών του ΑΕΠ και της φτωχοποίησης μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας, αλλά και ως η στιγμή που τα κοινωνικο-οικονομικά καθεστώτα, ανίκανα να διασφαλίσουν τους όρους αναπαραγωγής τους, άγγιξαν τα όριά τους. Δεν θα υπάρξει «έξοδος από την κρίση», παρά μόνο μετά από την επαρκή πρόοδο του διαρθρωτικού μετασχηματισμού της οικονομίας που ξεδιπλώνεται ενώπιόν μας.

Ένας μετασχηματισμός προς μία οικονομία που θα σέβεται περισσότερο το περιβάλλον, και θα είναι λιγότερο άνιση;

Δυστυχώς, καθόλου! Δεν προτίθεμαι να συμμετάσχω στον διαγωνισμό «επόμενη μέρα», όπου κάθε ειδικός προτείνει τη διόρθωση του ενός ή του άλλου ελαττώματος του συστήματος, που επισημαίνει λιγότερες ανισότητες μέσω της αύξησης της φορολογίας και των δημοσίων δαπανών, περισσότερη οικολογία μέσω μιας ισχυρής και συνεκτικής στρατηγικής για την προστασία του κλίματος και της βιοποικιλότητας, περισσότερη καινοτομία χάρη στη «δημιουργική καταστροφή» των παρωχημένων δραστηριοτήτων, περισσότερη ανταγωνιστικότητα διά της μείωσης των φόρων παραγωγής κ.λ.π.

Σε αντίθεση με τον μύθο ενός νέου ξεκινήματος, που θα δημιουργείτο από μία «πρωτόγνωρη» κατάσταση, αυτή η ανασύνθεση βρίσκεται ήδη σε λειτουργία. Η πανδημία δεν θα μπορούσε παρά να την ενισχύσει.

Για ποιον, λοιπόν, μετασχηματισμό πρόκειται;

Το «πάγωμα» της οικονομίας επιτάχυνε τη μεταφορά της αξίας από τις βιομηχανίες που παρακμάζουν σε  μια ψηφιακή οικονομία πλήρως αναπτυσσόμενη. Ωστόσο, αυτή η νέα οικονομία προσφέρει ιδιαιτέρως χαμηλή προστιθέμενη αξία, απαιτεί ένα μέτριο επίπεδο προσόντων στην πλειονότητα των εργαζομένων, και αποφέρει πολύ χαμηλά κέρδη παραγωγικότητας. Σκεφτόμουν επί μακρόν ότι αυτά τα χαρακτηριστικά θα οδηγούσαν σε μία διαρθρωτική κρίση του καπιταλισμού, αλλά τώρα παραδέχομαι ότι έκανα λάθος.

Οι παράγοντες αυτής της οικονομίας, οι τιτάνες της ψηφιακής τεχνολογίας, Google, Apple, Facebook και Amazon (γνωστοί με το ακρωνύμιο GAFA), πολύ περισσότερο από την «πράσινη» επένδυση, φροντίζουν για τις αποδόσεις του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, σώζοντάς τον, έτσι, από τα προηγούμενα λάθη του, τα οποία τον είχαν οδηγήσει στη συντριβή των νεοσύστατων ψηφιακών εταιριών, το 2000, και των ακινήτων, το 2008. Ενώ οι περιβαλλοντολόγοι απαγορεύουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, οι GAFA επενδύουν στο μέλλον. Εν συντομία, ο καπιταλισμός ουδόλως βρίσκεται σε κρίση, ενισχύεται, μάλιστα, σημαντικά από αυτήν την πανδημία.

Η ψηφιακή οικονομία ενισχύει τις οικονομικές ανισότητες. Οι καινοτόμες νεοσύστατες επιχειρήσεις, οι παραδοσιακές βιομηχανίες και υπηρεσίες θα υποφέρουν σε μεγάλο βαθμό. Οι πλατφόρμες προσφέρουν μόνο μέτριες αμοιβές σε όσους, πέραν των -ολίγων- υπαλλήλων τους, και φυσικά των μετόχων τους, εργάζονται για αυτούς. Δεν απασχολεί τους GAFA, ούτε η παραγωγή, ούτε η βελτίωση των προσόντων- ενεργούν ως άρπαγες θηρευτές στην αγορά δεξιοτήτων, σε διεθνή κλίμακα.

Η πανδημία, ο εγκλεισμός και τα μέτρα «στήριξης» της οικονομίας μόνον ενίσχυσαν αυτά τα φαινόμενα: αύξηση της υποαπασχόλησης, απώλεια εισοδήματος για τους λιγότερο ειδικευμένους, διεύρυνση του ψηφιακού χάσματος μεταξύ, τόσο των επιχειρήσεων, όσο και των ατόμων, άνιση πρόσβαση στο σχολείο.

Οι «χαμένοι» αυτής της οικονομίας -και είναι πολλοί- ωθούνται να στραφούν προς το κράτος, το μόνο ικανό να τους προστατεύσει από την ανέχεια και την υποβάθμιση, ενώπιον της παντοδυναμίας των διεθνικών ψηφιακών και χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων. Η ισχύς των GAFA παράγει, λοιπόν, το διαλεκτικό τους ομόλογο: την ώθηση ποικίλων κρατικών καπιταλισμών, έτοιμων να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους -και τις δικές τους εταιρίες- πίσω από τα σύνορά τους, το πιο ολοκληρωμένο μοντέλο των οποίων είναι η Κίνα.

Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των δύο μορφών καπιταλισμού αποτελεί παράγοντα αποσταθεροποίησης των διεθνών σχέσεων, όπως φαίνεται από την αντιπαλότητα μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών, που επιδεινώθηκε από την κρίση της πανδημίας, και η πρόβλεψη του αποτελέσματος της οποίας είναι αδύνατη, σε αυτό το στάδιο.

Η εδραίωση των οικονομικών δυνάμεων σε -αυτοκρατορικές ή εθνικές- πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσε να καταστρέψει τις προσπάθειες πολυμερούς διαχείρισης των διεθνών σχέσεων, ενώ η πανδημία απέδειξε για άλλη μία φορά την αναγκαιότητα μιας παγκόσμιας διαχείρισης των υγειονομικών, π.χ., θεμάτων.

Αυτή η άνοδος του  «λαϊκισμού» μπορεί, επίσης, να ακυρώσει τα προγράμματα περιφερειακού συντονισμού, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπέρ μιας διάλυσης κυρίαρχων κρατών που ανυπομονούν να «ανακτήσουν τον έλεγχο», όπως διακηρύσσει ο Μπόρις Τζόνσον, βοηθούμενος, σε αυτό, από ολόκληρο οπλοστάσιο ψηφιακών εργαλείων. Έτσι, λοιπόν, θα είχαμε την «επιλογή» -τολμώ να πω- μεταξύ της ψηφιακής ισχύος, που ασκείται από πολυεθνικές, και της ασκούμενης από αντίπαλα κυρίαρχα κράτη.

Αλλά και πάλι, όπως δείχνει η αβεβαιότητα ως προς τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, η ιστορία δεν έχει γραφτεί ακόμη. Είναι, επίσης, πιθανή η επίτευξη, από τους πολιτικούς συνασπισμούς, της διάλυσης του μονοπωλίου των GAFA, όπως συνέβη με τους σιδηροδρόμους και το πετρέλαιο, στα τέλη του 19ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ή, ακόμη, η αμφισβήτηση του κινεζικού καθεστώτος από μία ξαφνική κοινωνική εξέγερση.

 

Τα ενδεχόμενα γεγονότα θα πρέπει, επιπλέον, να ενθαρρύνουν οικονομολόγους και πολιτικούς επιστήμονες να είναι επιφυλακτικοί με τις προβλέψεις βάσει θεωρητικών μοντέλων, στα οποία η ιστορική πραγματικότητα θα έπρεπε να έχει την καλή γεύση της συμμόρφωσης… καθώς αυτό σπανίως συμβαίνει... Όπως έλεγε ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς (1883-1946): «Αυτήν τη στιγμή, οι οικονομολόγοι οδηγούν την κοινωνία μας, ενώ θα έπρεπε να βρίσκονται στο πίσω κάθισμα».

Στο βιβλίο σας, είστε, επιπλέον, εξαιρετικά επικριτικός ως προς το επάγγελμά σας και τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ, εν γένει, όσον αφορά, κυρίως, στη διαχείριση αυτής της κρίσης.

Είναι αλήθεια ... Θα έπαιρνα ένα μόνο παράδειγμα, όχι εντελώς τυχαία: τα οικονομικά της υγείας. Για τους μακροοικονομολόγους -και τους πολιτικούς που τους ακολούθησαν- το σύστημα υγείας αντιπροσωπεύει ένα κόστος για τον «εθνικό πλούτο», και, προς τούτο, πρέπει να μειωθεί. Εδώ και είκοσι χρόνια, οι Υπουργοί Οικονομίας παρακολουθούν τη διαφορά επιτοκίων μεταξύ των κρατικών ομολόγων διαφορετικών χωρών. Στόχος τους είναι η επαρκής προσέλκυση, από την εθνική οικονομία, του κεφαλαίου, προκειμένου να επενδυθεί εδώ και όχι αλλού. Αυτό καθεαυτό δεν είναι ανόητο, αλλά είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών για την υγεία, την εκπαίδευση, τον εξοπλισμό ...

Έτσι, γίναμε μάρτυρες, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενός καλού παραδείγματος του τρόπου, με τον οποίο ένα απρόοπτο γεγονός, το ξέσπασμα ενός ιού, ανατρέπει ένα πλαίσιο σκέψης. Ενώ η χρηματοδότηση καθόριζε το πλαίσιο της δημόσιας δράσης, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της υγείας, σήμερα, η υγειονομική κατάσταση της χώρας καθορίζει το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, και η χρηματοδότηση περιμένει, σαν το Μεσσία, ένα εμβόλιο ή μία θεραπεία, για να μάθει επιτέλους το αντικείμενο της επένδυσης των τρισεκατομμυρίων μετρητών της.

Η απόφαση να δοθεί προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή ανέστρεψε την παραδοσιακή ιεραρχία της χρονικότητας, που θεσπίστηκε από τα προγράμματα φιλελευθεροποίησης σε βάρος του υγειονομικού συστήματος, και οδήγησε σε μία σειρά προσαρμογών στον οικονομικό τομέα: χρηματιστηριακό πανικό, κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, διακοπή των τραπεζικών πιστώσεων και των επενδύσεων, εγκατάλειψη της προϋπολογιστικής ισορροπίας κ.ά..

Αυτή η κρίση αποκάλυψε, λοιπόν, σαν μία ακτινογραφία, τον πραγματικό ρόλο ενός θεσμού, της δημόσιας υγείας, της οποίας η λειτουργία είχε υποτιμηθεί από την -εννοούμενη στην οικονομική θεωρία αναφοράς- ιδεολογία. Αυτή, στην πραγματικότητα, προβλέπει ότι, όπως για μία εταιρία, ο τομέας της υγείας μπορεί να επιτύχει κέρδη παραγωγικότητας χάρη στις τεχνικές καινοτομίες.

Η υγεία, ωστόσο, είναι ο μόνος τομέας, όπου η τεχνική πρόοδος αυξάνει το κόστος, διότι ακόμη και εάν η ανά μονάδα τιμή μιας θεραπείας μειωθεί, το συνολικό κόστος αυξάνεται, καθώς πρέπει να δοθεί πρόσβαση σε αυτήν την καινοτόμα θεραπεία για όλους, και διότι υπάρχουν πάντοτε νέες προς καταπολέμηση ασθένειες. Είναι, λοιπόν, θεμελιώδες σφάλμα να θέλουμε τη «μείωση του υγειονομικού κόστους». Εξάλλου, ούτε η κοινή γνώμη, ούτε οι επαγγελματίες το εύχονται. Μόνο οι οικονομολόγοι που καλύπτονται από τους πολιτικούς, προς το παρόν, το θέλουν.

Αυτή η πανδημία νίκησε, επίσης, ένα θεμελιώδες δόγμα της οικονομικής θεωρίας: η αγορά θα είχε, καλύτερα από τις δημόσιες αρχές, την ικανότητα επιστροφής στην ισορροπία του κόστους με έναν «φυσικό» τρόπο, επειδή θα είχε την ικανότητα διάδοσης και σύνθεσης των διαχεόμενων στην εταιρία πληροφοριών, καθώς και ακόλουθης οργάνωσης των προσδοκιών των οικονομικών παραγόντων, με στόχο την αποτελεσματική κατανομή του κεφαλαίου.

Αρχικά, οι κυβερνήσεις έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα δίλημμα, να επιλέξουν μεταξύ της ανθρώπινης ζωής και της οικονομικής δραστηριότητας. Δεδομένου του κινδύνου εκατομμυρίων θανάτων, βάσει του μοντέλου ορισμένων πανδημιών του παρελθόντος, η επιλογή ήταν γρήγορη: σώζουμε ζωές και ξεχνούμε όλα τα υπόλοιπα. Σύμφωνα με έναν απλό υπολογισμό, φαινόταν δυνατή η άσκηση διαιτησίας τη στιγμή του απεγκλεισμού, τη στιγμή, δηλαδή, όπου το αυξανόμενο οικονομικό κόστος θα γινόταν μεγαλύτερο της τιμής της διασωθείσης ανθρώπινης ζωής.

Οι κυβερνήσεις πίστευαν ότι μπορούσαν να βασίζονται στους επιστήμονες για τις διαβεβαιώσεις τους. Η διαχείριση, όμως, των πανδημιών θέτει κάθε φορά, στην ιστορία, προβλήματα που υπερβαίνουν τις επιστημονικές γνώσεις της στιγμής: κάθε ιός είναι νέος, με νέα χαρακτηριστικά, προς ανακάλυψη ταυτόχρονη με την εξάπλωσή του, και τα οποία καταρρίπτουν τα μοντέλα του παρελθόντος. Πώς, λοιπόν, μπορούμε να αποφασίσουμε σήμερα, ενώ γνωρίζουμε ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη αυτό, το οποίο θα γνωρίζουμε αύριο; Το αποτέλεσμα είναι ένας γενικός μιμητισμός: καλύτερα να κάνουμε λάθος όλοι μαζί, παρά να έχουμε δίκιο μόνοι μας.

Στήριξη στις «βεβαιότητες» της επιστήμης σημαίνει σύγχυση της κατάστασης της γνώσης των σχολικών εγχειριδίων με την εν εξελίξει επιστήμη. Η -εγγενής- αβεβαιότητα, έτσι, της επιδημιολογικής επιστήμης οδήγησε στην απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού προς τους πολιτικούς. Η ταλάντευση μεταξύ αντιφατικών εντολών, π.χ. ως προς τις μάσκες και, στη συνέχεια, την πρόσβαση στους διαγνωστικούς ελέγχους (τεστ), δεν μπορεί παρά να αποσταθεροποιήσει την ικανότητα των φορέων να προβλέψουν αυτό, το οποίο θα συμβεί. Οι κυβερνήσεις, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζουν τώρα ένα τρίλημμα: στη διατήρηση της υγείας και στη στήριξη της οικονομίας προστέθηκε ο κίνδυνος υπονόμευσης της ελευθερίας, υπό τον φόβο μιας κοινής γνώμης που αψηφά τα δεδομένα.

Στο βιβλίο σας, δεν προτείνετε μόνο σκοτεινά σενάρια. Η πανδημία, όπως είπατε, οδήγησε στην ανάδυση θεσμών και αναγκών, «κρυμμένων» έως τώρα από τις οικονομικο-τεχνοκρατικές ιδεολογίες (π.χ. υγείας)...

Ταξιδεύω συχνά στην Ιαπωνία, όπου η έλλειψη ανάπτυξης επί δύο δεκαετίες και πλέον, παρά τα επαναλαμβανόμενα «πακέτα τόνωσης», θεωρείται από τους μακροοικονομολόγους ως ανωμαλία. Και τι θα γινόταν, εάν, αντίθετα, η Ιαπωνία εξερευνούσε ένα οικονομικό μοντέλο για τον 21ο αιώνα, όπου τα μερίσματα της τεχνολογικής καινοτομίας δεν χρησιμοποιούνται υπέρ της ανάπτυξης, αλλά της ευημερίας ενός γηράσκοντος πληθυσμού;

Διότι, σε τελική ανάλυση, ποιες είναι οι βασικές ανάγκες για τις ανεπτυγμένες χώρες: η πρόσβαση όλων των παιδιών σε μία ποιοτική εκπαίδευση, η υγιεινή ζωή για όλους τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων των ηλικιωμένων, και, τέλος, ο πολιτισμός, καθώς είναι η προϋπόθεση της ζωής στην κοινωνία -δεν είμαστε μόνο βιολογικά όντα που χρειάζονται μόνο τροφή, ενδυμασία και στέγη. Πρέπει να είμαστε, λοιπόν, σε θέση να δημιουργήσουμε ένα μοντέλο παραγωγής της ανθρωπότητας από τους ανθρώπους. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω στο βιβλίο «ανθρωπογενετική» οικονομία.

Αυτό το μοντέλο λειτουργεί ήδη, αλλά δεν αναγνωρίζεται. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελώντας η υγεία μακράν το μεγαλύτερο -σε σχέση με την αυτοκινητοβιομηχανία, την ψηφιακή τεχνολογία κ.ά.- τομέα της οικονομίας, ουδεμία μείωση των δαπανών για την υγεία υπήρξε από το 1930. Η εκπαίδευση, η υγεία και η αναψυχή αποτελούν το μεγαλύτερο εργοδότη στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1990 και βρίσκονται σε σταθερή ανοδική πορεία, ενώ η απασχόληση συνεχίζει να μειώνεται στη βιομηχανία και, από το τέλος αυτής της δεκαετίας, και στον κλάδο της οικονομίας.

Γιατί θα πρέπει να θεωρούμε «φυσιολογικό» να ανανεώνουμε συνεχώς τα αυτοκίνητα και τα smartphone μας, και όχι την πρόσβασή μας στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, την αναψυχή και τον πολιτισμό; Οι καινοτομίες σε αυτούς τους τομείς βρίσκονται, περισσότερο από τις ψηφιακές τεχνολογίες, στο επίκεντρο της κοινωνικής ζωής και της βελτίωσής της.

Η πανδημία κάνοντάς μας να συνειδητοποιήσουμε την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής, θα μπορούσε να αλλάξει τις προτεραιότητες που θέτουμε οι ίδιοι: Προς τι η συσσώρευση του κεφαλαίου; Γιατί η κατανάλωση ολοένα και περισσότερων αντικειμένων προς συνεχή ανανέωση; Ποια η χρήση μιας «τεχνικής προόδου» που εξαντλεί τους πόρους του πλανήτη; Όπως πρότεινε ο Κέυνς στην «Επιστολή στα Εγγόνια Μας» (1930), γιατί σε μία κοινωνία που νίκησε τη φτώχεια, μία υγιής ζωή, ανοιχτή στον πολιτισμό και την κατάρτιση ταλέντων, δεν θα ήταν ελκυστική και εφικτή;

Εφόσον αρχίζουμε μόλις να συνειδητοποιούμε ότι οι «ανθρώπινες δαπάνες παραγωγής» αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο μέρος των ανεπτυγμένων οικονομιών; Εφόσον ο κορωναϊός οδήγησε στον καθορισμό, από το κράτος, της προστασίας των ζωντανών όντων ως προτεραιότητα, και το ανάγκασε να επενδύσει για αυτήν σε μία «βιοπολιτική», υποχρεωτική, σήμερα, αλλά κατ’ επιλογή, αύριο.

Θα χρειάζονταν, όμως, ένας πολιτικός συνασπισμός και, στη συνέχεια, νέοι θεσμοί για τη μετατροπή αυτής της διαπίστωσης σε έργο. Είναι, δυστυχώς, πιθανή η επικράτηση άλλων συνασπισμών, υπέρ μίας κοινωνίας εποπτείας, ενσωματωμένης σε έναν ψηφιακό καπιταλισμό ή σε καπιταλισμούς κυρίαρχων κρατών. Η ιστορία θα το πει.

Το τέλος της ελληνικής ζάχαρης

 

Αλέξανδρος Ζέρβας

Οριστικοί «τίτλοι τέλους» φαίνεται να πέφτουν αναφορικά με την παραγωγή ζάχαρης στη χώρα μας.

Κάτι τέτοιο φαίνεται πως επισφραγίστηκε μετά και την ανακοίνωση εκ μέρους του ιδιώτη υπενοικιαστή δύο εργοστασίων της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζαχάρεως (Πλατύ, Σέρρες) πως οι όποιες ποσότητες ελληνικών ζαχαρότευτλων έχουν καλλιεργηθεί και όσες παραδοθούν από τους αγρότες, θα χρησιμοποιηθούν για παραγωγή βιοαερίου και ζωοτροφών.

Ειδικότερα, ο εν λόγω ιδιώτης υπενοικιαστής ιδιοκτήτης της Royal Sugar, Χρήστος Καραθανάσης, δήλωσε σε συνέντευξή του  στον τοπικό σερραϊκό μέσο ότι «την 1η Νοεμβρίου θα ανοίξει το εργοστάσιο στις Σέρρες, αλλά από τα παραδοτέα τεύτλα δεν θα παραχθεί ζάχαρη».

https://im2.7job.gr/sites/default/files/imagecache/1200x675/article/2020/43/327444-elliniki_zaxari.jpg

Όλα αυτά βέβαια συμβαίνουν παρά το γεγονός ότι τα κυβερνητικά στελέχη μέχρι πριν μόλις ένα μήνα δεσμεύονταν δημοσίως περί του αντιθέτου. Συγκεκριμένα σχετικό δελτίο τύπου, το οποίο εκδόθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου ανέφερε επί λέξει: «υπό την προεδρία του υπουργού Ανάπτυξης & Επενδύσεων κ. Αδώνιδος Γεωργιάδη και τη συμμετοχή της υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων κ. Φωτεινής Αραμπατζή, του γενικού γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων και ΣΔΙΤ κ. Ορέστη Καβαλάκη, του προέδρου της Royal Sugar κ. Χρήστου Καραθανάση και εκπροσώπων της Intrum και τευτλοπαραγωγών συμφωνήθηκε ότι η Royal Sugar θα ξεκινήσει την παραλαβή των τεύτλων το αργότερο ώς την 1η Νοεμβρίου 2020 για παραγωγή ζάχαρης στο εργοστάσιο των Σερρών σε συμφωνημένη με τους παραγωγούς τιμή».

Ανάλογες δεσμεύσεις είχαν ακουστεί και πριν από περίπου ένα χρόνο, όταν στις 7 Νοεμβρίου του 2019 ανακοινωνόταν -παρουσία πλήθους κυβερνητικών παραγόντων, προεξάρχοντος του Άδωνι Γεωργιάδη- η συμφωνία μεταξύ της  ΕΒΖ, της Τράπεζας Πειραιώς, της Συνεταιριστικής Τράπεζας Κεντρικής Μακεδονίας και της Royal Sugar για τη μίσθωση των εργοστασίων σε Πλατύ και Σέρρες.

 

Κάτι τέτοιο όχι μόνο δε συνέβη, αλλά μπαίνει οριστική «ταφόπλκα» στις όποιες προσδοκίες είχαν δημιουργηθεί για επανεκκίνηση της Βιομηχανίας Ζάχαρης. Κάπως έτσι και τα τρία εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης (σε Σέρρες, Πλατύ, Ορεστιάδα) παραμένουν ανενεργά, με προοπτικές επαναλειτουργίας να υπάρχουν μόνο για το πρώτο.

Οι συγκεκριμένες εξελίξεις, όπως είναι φυσικό, φέρνουν σε ακόμη μεγαλύτερη απόγνωση τόσο τους εργαζόμενους της επιχείρησης, στους οποίους οφείλονται δεδουλευμένα πολλών μηνών, όσο και τους τευτλοπαραγωγούς, οι οποίοι παρά το ότι για φέτος έχουν εξασφαλισμένη αποζημίωση, ζουν με το φόβο της επόμενης μέρας.

Από τη δική τους πλευρά, οι εργαζόμενοι «πνέουν μένεα» εναντίον των κυβερνητικών στελεχών. «Η κυβέρνηση είναι σαφώς πως έχει εκτεθεί σε αυτή την περίπτωση» επισημαίνει μιλώντας στο tvxs.gr ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εργαζομένων στην Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο εργοστάσιο των Σερρών, Χριστόδουλος Βαρκάκης, σημειώνοντας παράλληλα: «Διότι μέχρι και πολύ πρόσφατα μιλούσαν όλοι για παραγωγή ζάχαρης, ότι θα υπάρχει δηλαδή επανεκκίνηση της παραγωγής τεύτλων και επανεκκίνηση της βιομηχανίας με όλους του εργαζόμενους. Εκ του αποτελέσματος δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Άρα όσοι δεσμεύονταν για κάτι τέτοιο είναι εκτεθειμένοι σήμερα».

19 Οκτ 2020

Ποιος πραγματικά αποφασίζει στο Μεξικό;

Ο πρόεδρος του Μεξικού Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο του 2018 έπειτα από μια σαρωτική εκλογική νίκη. Μολονότι το Μεξικό έκανε έκτοτε μια αξιοσημείωτη στροφή στην εξωτερική πολιτική του, η αδυναμία του κράτους, η δραστηριοποίηση των χρηματοπιστωτικών αγορών και ένας ιδιαιτέρως φορτικός Αμερικανός γείτονας απειλούν τις φιλοδοξίες της ηγετικής ομάδας.

 HΠΑ – Μεξικό: Περίπου 1.700 μετανάστες από τη Λατινική Αμερική στα σύνορα |  Defence-point.gr

Τη στιγμή που ο Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ –γνωστός ως «ΑΜΛΟ», από τα αρχικά του ονόματός του– ανέλαβε καθήκοντα την 1η Δεκεμβρίου 2018, το βρετανικό περιοδικό «The Economist» τον παρουσίασε ως «τον ισχυρότερο Μεξικανό πρόεδρο εδώ και δεκαετίες». Μετά από δύο αποτυχημένες προσπάθειες, το 2006 και το 2012, η νίκη του στις προεδρικές εκλογές της 1ης Ιουλίου 2018 είναι ολοκληρωτική. Όχι μόνο συνέτριψε τους αντιπάλους του συγκεντρώνοντας το 53% των ψήφων, αλλά ο συνασπισμός με επικεφαλής το κόμμα του, το Κίνημα Εθνικής Αναγέννησης (MORENA), έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία και στα δύο σώματα του μεξικανικού ομοσπονδιακού Κογκρέσου, όπως επίσης και σε δεκαεννέα από τα είκοσι επτά ανανεωμένα τοπικά κογκρέσα. Ένας τέτοιος συσχετισμός δυνάμεων του δίνει τη δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος και καθιστά έτσι πιθανές ορισμένες σημαντικές μεταρρυθμίσεις. H προοπτική αυτή προκάλεσε έντονη ανησυχία στον Τζον Πολ Ράθμπον, επικεφαλής του τμήματος Λατινικής Αμερικής των «Financial Times». Στις 27 Νοεμβρίου 2018, έγραφε ότι ο Λόπες Ομπραδόρ, εχθρικός στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, «αντιπροσωπεύει μια ακόμα μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία απ’ ό,τι ο Ζαΐρ Μπολσονάρο», ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας. Στα μάτια του αρθρογράφου, στον τελευταίο αξίζει να πιστωθεί ότι τουλάχιστον φρόντισε να υποδείξει ως υπουργό Οικονομικών έναν ορθόδοξο οικονομολόγο.

Καθοδηγούμενος από ένα τεράστιο κύμα λαϊκής αισιοδοξίας, ο «ΑΜΛΟ» υπόσχεται την «τέταρτη μεταμόρφωση» του Μεξικού: μια καμπή εξίσου σημαίνουσα με την ανεξαρτησία του Μεξικού από την Ισπανία (1821), την περίοδο της Μεταρρύθμισης (1855-1863) και την επανάσταση (1910-1917). «Δεν πρόκειται μονάχα για το ξεκίνημα μιας νέας κυβέρνησης: σήμερα ζούμε μια αλλαγή καθεστώτος», δηλώνει κατά την ανάληψη των καθηκόντων του. Αρνείται να μετακομίσει στην μεγαλοπρεπή προεδρική κατοικία, την οποία προτιμά να μετατρέψει σε πολιτιστικό κέντρο. Πουλά το προεδρικό Μπόινγκ και τον στόλο αυτοκινήτων που διαθέτει ο εκάστοτε αρχηγός του κράτους, αντικαθιστά το στρατιωτικό σώμα που είναι επιφορτισμένο με την ασφάλειά του με μια εικοσάδα άοπλων νέων πολιτών –γυναικών και ανδρών– και αφαιρεί προνόμια και συντάξεις από τους προκατόχους τους. Είναι καιρός για τη «δημοκρατική λιτότητα»: επιβολή «δίαιτας» στους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους (οι οποίοι στο Μεξικό απολαμβάνουν έναν ιδιαιτέρως άνετο τρόπο ζωής) και περικοπές ύψους 30% στην αμοιβή του προέδρου –ο οποίος πλέον ταξιδεύει μόνο στην οικονομική θέση και σε εμπορικές πτήσεις. Ταυτόχρονα όμως, αυξάνει τον κατώτατο μισθό κατά 16%. Και, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Μαρσέλο Εμπράρδ καταγγέλλει την 11η Νοεμβρίου 2019 την ανατροπή του Βολιβιανού Προέδρου Έβο Μοράλες χαρακτηρίζοντάς την πραξικοπηματική, προσφέροντάς του στη συνέχεια πολιτικό άσυλο, γίνεται έκδηλη η επιστροφή της χώρας σε μια γεωπολιτική σκηνή που είχε εγκαταλείψει τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Υπερδραστήριος, ο Λόπες Ομπραδόρ πολλαπλασιάζει τα ταξίδια του για να παρουσιάσει το κοινωνικό πρόγραμμά του: υποτροφίες από το νηπιαγωγείο έως το πανεπιστήμιο, οικονομική βοήθεια σε μαθητευόμενους νέους και άτομα με αναπηρία, επιχορηγήσεις σε μικρούς αγρότες, διπλασιασμός των συντάξεων των ηλικιωμένων, μικροπιστώσεις σε μικροεμπόρους και τεχνίτες… Σε διάστημα μερικών μηνών, η κυβέρνηση ανακοινώνει 15 εκατομμύρια δικαιούχους διαφόρων προγραμμάτων, τα οποία παρακάμπτουν την ενδιάμεση γραφειοκρατία για να αποτρέψουν περιπτώσεις δωροδοκιών και υπεξαιρέσεων.

«Όχι ακριβώς Αριστερά»

Λαμβάνοντας υπόψη πως ποσοστό 48,8% του πληθυσμού (σε σύνολο 126 εκατομμυρίων κατοίκων) ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, με το 60% του ενεργού πληθυσμού να εργάζεται στην παραοικονομία –και το 15% να εργάζεται στην αντίπερα όχθη του ποταμού Ρίο Μπράβο, στις ΗΠΑ– τα μέτρα του Λόπες Ομπραδόρ χαίρουν ευρείας αποδοχής. Πόσο μάλλον όταν ο ίδιος φροντίζει να διατηρεί μια άμεση επαφή με τον λαό: κάθε πρωί, στις 7 ακριβώς, παραχωρεί συνέντευξη Τύπου, κάτι του επιτρέπει να μην αφήνει το πάνω χέρι στα εχθρικά απέναντί του ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει στο παιχνίδι των ερωταπαντήσεων με τους δημοσιογράφους. Αν και ριψοκίνδυνη, η πρακτική αυτή είχε αποδώσει όταν διατελούσε επικεφαλής της Πόλης του Μεξικού μεταξύ 2000 και 2005. Για την ώρα, οι «πρωινές εμφανίσεις» μοιάζουν να ενισχύουν την εικόνα ενός ακούραστου, προσιτού και διάφανου ηγέτη. Απολαμβάνει δημοτικότητα της τάξης του 70%1.

Στον απολογισμό των εκατό πρώτων ημερών της κυβέρνησής του, ο ΑΜΛΟ δήλωσε πως είχε ήδη εκπληρώσει εξήντα δύο από τις εκατό δεσμεύσεις που είχε αναλάβει κατά την εναρκτήρια ομιλία του. Ορισμένες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις είναι ακόμα υπό συζήτηση, κυρίως εκείνες που στοχεύουν στην προώθηση της συμμετοχικής δημοκρατίας ή στην εισαγωγή δημοψηφίσματος ανάκλησης του εκάστοτε προέδρου κατά την τέλεση της θητείας του. Τρεις έχουν ήδη ψηφιστεί, με τις δύο εξ’ αυτών να αφορούν τα παράνομα κέρδη που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού της διαφθοράς και της εκλογικής απάτης σε βαριά πλημμελήματα: εύκολα συμφωνεί όλος ο κόσμος με τέτοιες προτάσεις.

Με την τρίτη μεταρρύθμιση, πολύ λιγότερο συναινετική, δημιουργεί την Εθνοφρουρά, προερχόμενη από τη συγχώνευση διαφόρων σωμάτων της στρατιωτικής αστυνομίας και επιφορτισμένη με την καταπολέμηση της ανασφάλειας. Ο θεσμός, εμπνευσμένος κυρίως από τη γαλλική χωροφυλακή, επιβεβαιώνει τη θέση του στρατού στην καρδιά του συστήματος δημόσιας ασφάλειας: είναι ένας τρόπος να μετριαστεί η δυσπιστία του λαού απέναντι στις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις. Η πρωτοβουλία υποστηρίζεται από μεγάλη πλειοψηφία του λαού, εξαντλημένου από την καθημερινή βία. Εντούτοις, συνιστά οπισθοχώρηση για τον άνθρωπο που κατά την προεκλογική εκστρατεία του είχε υποσχεθεί να αποσύρει τις ένοπλες δυνάμεις από τους δρόμους. Οι επικρίσεις πέφτουν βροχή, ειδικά στο εσωτερικό οργανώσεων για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που καταγγέλλουν τη διαιώνιση της στρατιωτικοποίησης της χώρας. Ωστόσο, ο πρόεδρος καταφέρνει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα να εγκρίνει το σχέδιό του. Διαβεβαιώνει ότι στη μετωπική μάχη κατά των πανίσχυρων διακινητών ναρκωτικών, η δική του στρατηγική ειρήνευσης θα ακολουθήσει μια νέα προσέγγιση, με επίκεντρό της την αντιμετώπιση των κοινωνικών παραγόντων που τρέφουν την εγκληματικότητα.

Όσον αφορά τις υποδομές και την ανάπτυξη, ανακοινώθηκαν μεγάλα έργα, κυρίως στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές της χώρας, προκαλώντας ενθουσιασμό στους κυβερνήτες των Πολιτειών, στους επιχειρηματίες και σε ένα μέρος του λαού, αλλά και ανησυχία στους οικολόγους. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε την κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής 1.500 χιλιομέτρων που θα συνδέει τους κυριότερους τουριστικούς προορισμούς της χερσονήσου Γιουκατάν, με στόχο την αναζωογόνηση της οικονομίας της. Αν και από τον πρόεδρο παρουσιάζεται ως μια «πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης στην πιο παραμελημένη [από τις προηγούμενες κυβερνήσεις] περιοχή της χώρας» («Notimex TV», 17 Δεκεμβρίου 2018), το «τρένο των Μάγια» προκαλεί ανησυχία όσον αφορά τον αντίκτυπό του στο περιβάλλον, καθώς θα διασχίζει πολλές προστατευόμενες φυσικές περιοχές.

Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του για την αποκατάσταση ενός ισχυρού κράτους, ο Λόπες Ομπραδόρ παρουσίασε ένα σχέδιο διάσωσης των δύο μεγαλύτερων δημόσιων εταιρειών ενέργειας της χώρας, της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ηλεκτρικής Ενέργειας (CFE) και κυρίως της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Petróleos Mexicanos (PEMEX). Φιλοδοξεί να επαναφέρει την τελευταία στη ζωή καθώς, μέχρι πρόσφατα, ο πετρελαϊκός κολοσσός περιοριζόταν στην εισαγωγή αργού πετρελαίου από τις ΗΠΑ. Στόχος του: να επιτύχει την ενεργειακή αυτάρκεια έως το 2022 και να μετατρέψει την πετρελαϊκή εταιρεία σε μοχλό ανάπτυξης –μια στροφή 180 μοιρών σε σχέση με την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων που προωθούσε ο προκάτοχός του Ενρίκε Πιένα Νιέτο (2012-2018)2. Ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής του, η κατασκευή ενός διϋλιστηρίου που ξεκίνησε τον περασμένο Ιούνιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του προέδρου, την Πολιτεία Ταμπάσκο.

Οι αλλαγές δεν έγιναν χωρίς εμπόδια. Τον Ιανουάριο του 2019, η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τους αγωγούς διοχέτευσης καυσίμων για αρκετές μέρες προκειμένου να καταπολεμήσει τις κλοπές καυσίμων μέσω διάτρησης των αγωγών πετρελαίου, μια εγκληματική πρακτική που το 2018 κόστισε στη χώρα γύρω στα 3 δισεκατομμύρια δολάρια (2,7 δισεκατομμύρια ευρώ). Το δραστικό αυτό μέτρο προκάλεσε ελλείψεις σε καύσιμα και αναστάτωση στα πρατήρια καυσίμων της χώρας. Η δυσαρέσκεια διογκώθηκε απέναντι σε μια στρατηγική που έμοιαζε κακοσχεδιασμένη. Άλλο παράδειγμα: τον Απρίλιο, οι αρχές ανέλαβαν την αναδιοργάνωση του συστήματος υγείας, που περιλαμβάνει την αναθεώρηση των πρακτικών της αγοράς φαρμάκων –μια αγορά με ετήσια κέρδη 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ που μαστίζεται από τις καταχρήσεις. Ακολούθησε ένα μπρα-ντε-φέρ με τις φαρμακοβιομηχανίες και τους προμηθευτές, με αποτέλεσμα σημαντικές ελλείψεις φαρμάκων για αρκετές εβδομάδες. Ακόμα μία φορά, υψώθηκαν φωνές περί κυβερνητικών αυτοσχεδιασμών. Τον Μάιο, ο διευθυντής του μεξικανικού Ινστιτούτου Κοινωνικής Ασφάλισης παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος για τις περικοπές στον προϋπολογισμό της χώρας. Ιδιαιτέρως αυστηρό, το σχέδιο μείωσης των δημοσίων δαπανών δεν αρκείται μονάχα στην εξάλειψη των υπερβολών του παρελθόντος: χιλιάδες μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι απολύθηκαν, γεγονός που προκάλεσε πικρία και δυσλειτουργίες στον διοικητικό μηχανισμό και οδήγησε μέχρι και στο κλείσιμο ορισμένων υπηρεσιών.

Παρ’ όλα αυτά, οι κυριότερες δυσκολίες του Λόπες Ομπραδόρ εντοπίζονται αλλού και συνοψίζονται σε ένα ερώτημα: μπορεί κάποιος να θεωρηθεί πως κατέχει την εξουσία στο Μεξικό μόνο εκ του γεγονότος ότι ελέγχει τα θεσμικά όργανα της χώρας; Σε θέματα ασφαλείας, η νέα κυβέρνηση αντιλήφθηκε γρήγορα, και με κόστος, πως δεν αρκούσε να κηρύξει το τέλος του «πολέμου ενάντια στα καρτέλ» για να επιτύχει ειρήνευση με τους εμπόρους ναρκωτικών. Έπειτα από δώδεκα χρόνια καθόδου στην κόλαση, τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν ότι τα περιστατικά βίας διατηρούν ανοδική τάση (+2,9 % κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019). Όσο για τη μεξικανική οικονομία, αναδιοργανωμένη ως υποστηρικτική βιομηχανική βάση των ΗΠΑ, μοιάζει πλέον με θύλακα της αμερικανικής. Με το 80% περίπου των εξαγωγών του 2017 να προορίζονται για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η χώρα της Λατινικής Αμερικής βρίσκεται σε μια κατάσταση ακραίας εξάρτησης, που αρκετά συχνά την αναγκάζει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της Ουάσιγκτον.

Έτσι, στα τέλη Μαΐου του προηγούμενου έτους, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απείλησε τον «ΑΜΛΟ» με αύξηση των τελωνειακών δασμών εάν το Μεξικό δεν φρόντιζε να αναχαιτίσει τις ροές των μεταναστών που προέρχονταν από την Κεντρική Αμερική. Ο εκβιασμός πιάνει: ο υπουργός Εξωτερικών του Μεξικού Μαρσέλο Εμπράρδ μεταβαίνει στην Ουάσιγκτον, όπου και ανακοινώνει πως η χώρα του δεσμεύεται να αναπτύξει έξι χιλιάδες μέλη των δυνάμεων ασφαλείας στα νότια σύνορά της. Αν και συνοδευόμενη από ένα «ολοκληρωμένο αναπτυξιακό σχέδιο» για την περιφέρεια Ελ Σαλβαδόρ-Γουατεμάλας-Ονδούρας, η συμφωνία για τη μετατροπή του μεξικανικού στρατού σε υπεργολάβο της Αμερικανικής Συνοριοφυλακής (United States Border Patrol) πυροδοτεί δριμείες κριτικές στο εσωτερικό του MORENA και γενικότερα της Αριστεράς.

Κι όμως, ο φορτικός Αμερικανός γείτονας δεν συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για το Μεξικό του Λόπες Ομπραδόρ. Την ημέρα της εκλογής του, μια παραφωνία διακρίνεται μέσα στη χορωδία των συντετριμμένων αρθρογράφων: εκείνη της εφημερίδας «Wall Street Journal». «Μέρα με τη μέρα, οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα δίνουν και εκείνες την ψήφο εμπιστοσύνης τους στην κυβέρνηση, μέσω της αγοράς συναλλάγματος και της αξίας του πέσο» προειδοποιούσε ένα άρθρο της εφημερίδας (1η Ιουλίου 2018).

Ο «ΑΜΛΟ» γνωρίζει πολύ καλά τη σημασία των αγορών. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του, ο επικεφαλής οικονομολόγος του κόμματός του, και στη συνέχεια υπουργός Οικονομικών, Κάρλος Μανουέλ Ουρζούα Μασίας ταξίδεψε ανά τον κόσμο ανεμίζοντας τη λευκή σημαία της εκεχειρίας. Από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της BlackRock –της μεγαλύτερης εταιρείας διαχείρισης κεφαλαίων στον κόσμο– έως τους εκπροσώπους περίπου εξήντα επενδυτικών κεφαλαίων και τους αξιωματούχους του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών φρόντισε να περάσει ένα μήνυμα: «Δεν είμαστε ακριβώς Αριστερά. Πιο πολύ κεντροαριστερά»3. Στον επινίκιο λόγο του, την ημέρα της εκλογής του, ο Λόπες Ομπραδόρ θέλησε επίσης να φανεί καθησυχαστικός: υποσχέθηκε να διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, να σεβαστεί την αυτονομία της Κεντρικής Τράπεζας και τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι επιχειρήσεων και τραπεζών, εθνικών και διεθνών. «Δεν θα ενεργήσουμε αυθαίρετα: δεν θα υπάρξουν κατασχέσεις ή απαλλοτριώσεις», υπογράμμισε.

Σχεδόν τόσο πεισματάρης όσο και οι αγορές

Ωστόσο, η προειδοποιητική βολή ηχεί στις 29 Οκτωβρίου 2018, όταν ο νέος Πρόεδρος δεν έχει αναλάβει ακόμα τα καθήκοντά του. Σε συνέχεια μιας δημόσιας διαβούλευσης, επικυρώνει τη ματαίωση του σχεδίου κατασκευής νέου διεθνούς αεροδρομίου στην Πόλη του Μεξικού, πρωτοβουλία που είχε επικρίνει έντονα. Εκτιμά πως το γιγαντιαίο αυτό έργο, του οποίου το ένα τρίτο έχει ήδη ολοκληρωθεί, δεν έχει καμία χρησιμότητα, είναι υπερβολικά δαπανηρό (κόστος πάνω από 13 δισεκατομμύρια δολάρια) αλλά και καταστροφικό για το περιβάλλον. Η απόφαση του δίνει την ευκαιρία να κάνει ταυτόχρονα ξεκάθαρες τις προθέσεις του: με μια κατά μέτωπο επίθεση στα συμφέροντα των πιο ισχυρών επιχειρηματιών της χώρας, θέλησε να επισημάνει τον σαφή διαχωρισμό πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.

Την επομένη, το χρηματιστήριο είχε πτώση 4,2%, με το πέσο να χάνει το 3,6% της αξίας του έναντι του δολαρίου –η χειρότερή του επίδοση μέσα σε σχεδόν δύο χρόνια. Τα μέσα ενημέρωσης επικρίνουν τον Λόπες Ομπραδόρ για τον πανικό που προκάλεσε στους επενδυτές. Κι εκείνος  λοιπόν αναρωτιέται φωναχτά: «Μπορούμε στα σοβαρά να φανταστούμε ένα μεξικανικό κράτος (…) υποκείμενο στις χρηματοπιστωτικές αγορές; Ποιος αποφασίζει; Δεν είναι ο λαός; Δεν είναι η δημοκρατία;»4. Στις σαράντα οκτώ ώρες που ακολουθούν, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch θα υποβαθμίσει την προοπτική των κρατικών ομολόγων του Μεξικού από «σταθερή» σε «αρνητική». Ένας αναλυτής του οίκου Moody’s εξηγεί πως η αποφασιστικότητα που επέδειξε ο μελλοντικός Πρόεδρος στέλνει ένα αρνητικό μήνυμα, το οποίο θα μπορούσε «να αποθαρρύνει τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις και να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη»5.

Ένα χρόνο αργότερα, η λιτότητα, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στους επενδυτικούς κύκλους, πλήττει σοβαρά τους βασικούς οικονομικούς δείκτες. Η επιβράδυνση είναι αξιοσημείωτη: με το ΑΕΠ στάσιμο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019, η τεχνική ύφεση αποφεύχθηκε παρά τρίχα, με την μεξικανική οικονομία να γνωρίζει το χειρότερο εξάμηνό της μετά την κρίση του 2008. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2019, επιχειρήσεις και πολίτες έβγαλαν στο εξωτερικό περίπου 9 δισεκατομμύρια δολάρια6. Για τους οίκους αξιολόγησης, υπεύθυνη είναι η κυβέρνηση και «οι απρόβλεπτες πολιτικές της, που υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών». Οι Fitch, Moody’s και Standard & Poor’s «τιμωρούν» το Μεξικό σε κάθε ευκαιρία, με τον Ουρζούα Μασίας να παραιτείται τον Ιούλιο του 2019 κατηγορώντας τον πρόεδρο για «ερασιτεχνισμό». «Ο Λόπες Ομπραδόρ θα πρέπει να αποδεχτεί την οικονομική πραγματικότητα (…) και να σταματήσει να εμπιστεύεται τα δικά του δεδομένα», του επιτίθεται το κεντρικό άρθρο των «Financial Times» στις 10 Ιουλίου 2019.

Όμως ο «ΑΜΛΟ» είναι σχεδόν τόσο πεισματάρης όσο οι χρηματοπιστωτικές αγορές. «Δεν είμαι φαν της οικονομίας», εξομολογήθηκε σε έναν δημοσιογράφο του Bloomberg. «Πιστεύω ότι [ο ρόλος της] εδώ και καιρό έχει μεγαλοποιηθεί, από τότε που ανυψώθηκε σε ύψιστη αξία και όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να υποτάσσονται σε αυτήν»7. H αντιπαράθεση καλά κρατεί –και το ερώτημα που τέθηκε από τον πρόεδρο τον Οκτώβριο του 2018 παραμένει: ποιος πραγματικά αποφασίζει στο Μεξικό;

  1. Leo Zuckermann, «La popularidad de AMLO y los resultados», «Excelsior», Μεξικό, 9 Οκτωβρίου 2019.
  2. Βλ. John MillAckerman, «Le Mexique privatise son pétrole», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2014.
  3. Jean Yoon και Paritosh Bansal, «Mexican election favorite is “really not leftist”, adviser tells investors», Reuters, 6 Ιουνίου 2018.
  4. «‘¿Quién manda? ¿No es el pueblo?’, el mensaje de AMLO a los mercados», «El Financiero», Μεξικό, 29 Οκτωβρίου 2018.
  5. Jude Webber, «Mexico: Amlo’s “people power” rattles the markets», «Financial Times», Λονδίνο, 25 Νοεμβρίου 2018.
  6. Julio Gutiérrez, «Los Mexicanos “están sacando dinero del pais”: Bank of America», «La Jornada», Μεξικό, 29 Αυγούστου 2019.
  7. John Micklethwait, «La política debe estar por encima de la economía: López Obrador», Bloomberg, 8 Αυγούστου 2019.

H Βολιβία νίκησε – Άνω του 52% το MAS

 Από την πρώτη Κυριακή και με συντριπτικό ποσοστό, 52,4% και πάνω από 20% διαφορά από τον επόμενο, εκλέγεται Πρόεδρος της Βολιβίας ο Λουίς Αρσέ, υποψήφιος του Κινήματος για το Σοσιαλισμό του Έβο Μοράλες, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις κάλπης (exit polls). Δηλώσεις Μοράλες. Αποδέχθηκε την ήττα η Ανιες και συνεχάρη το MAS.

Με ποσοστό 52,4% και διαφορά άνω των είκοσι εκατοστιαίων μονάδων από τον δεύτερο, Κάρλος Μέσα, εκλέγεται πρόεδρος της Βολιβίας ο Λουίς Αρσέ, υποψήφιος του Κινήματος για το Σοσιαλισμό (Movimiento Al Socialismo, MAS), σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις κάλπης (exit polls), και με καταμετρημένο άνω του 10% των ψήφων.

Πριν από λίγο συνεχάρη για τη νίκη τους τους Αρσέ και Τσοκεχόυάνκα η πραξικοπηματίας πρόεδρος, Ζανίν Ανιές, μέσω τουίτερ, αποδεχόμενη την ήττα της δεξιάς.

Τα τελικά αποτελέσματα θα ανακοινωθούν εντός 48 ωρών, λόγω της απόφασης της εκλογικής επιτροπής να μην υπάρξει ανακοίνωση προβολών και ανεπισήμων αποτελεσμάτων, για να μη διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη, όπως ανέφεραν. Η απόφαση ήταν ομόφωνη και στην εκλογική επιτροπή μετέχουν και εκπρόσωποι του MAS.

«Το Κίνημα για το Σοσιαλισμό νίκησε, ο Λούτσο θα είναι ο Πρόεδρός μας», ήταν η σύντομη δήλωση νίκης του Έβο Μοράλες, που χρησιμοποίησε το χαϊδευτικό του Αρσέ, υπουργού Οικονομικών στις κυβερνήσεις Μοράλες- Λινέρα, ο οποίος και πιστώνεται μέρος της επιτυχημένης σοσιαλιστικής πολιτικής τους. Ο Μοράλες ανακοίνωσε την νίκη από την Αργεντινή, όπου του έχει δοθεί άσυλο μετά την δίωξή του ως «τρομοκράτη» από τους πραξικοπηματίες.

Ο νόμιμος πρόεδρος της Βολιβίας προέβη στις δηλώσεις αυτές, μετά την καταμέτρηση του 5% των ψήφων και της ανακοίνωσης των έξιτ πολλς, ανακοινώνοντας τη νίκη του MAS. Επίσης, αναρωτήθηκε για την αργή καταμέτρηση των ψήφων και την απόκρυψη δύο εξιτ πολλς από ιδιωτικές εταιρίες, ελεγχόμενες από τους πραξικοπηματίες, οι οποίες αρνήθηκαν να δημοσιοποιήσουν τα αποτελέσματά τους λέγοντας ότι «δεν τα εμπιστεύονται», βάζοντας αυτογκόλ στην αξιοπιστία τους.

Εντάσεις υπήρξαν έξω από εκλογικά τμήματα, όπου συγκεντρώθηκαν ακροδεξιοί, αλλά δεν πήραν διάσταση.

Κανείς, πάντως, δεν αμφισβητεί τα έξιτ πολλς, και το αποτέλεσμα, που ο Έβο Μοράλες είχε προβλέψει παρά την γενικότερη δυσπιστία, αλλά αποφεύγουν οποιοδήποτε σχόλιο. Η δήλωση Ανιές εξομαλύνει και το κλίμα, που είχε δυναμιτιστεί από τις διαρκείς αναβολές των εκλογών.

Ο δεύτερος υποψήφιος, Κάρλος Μέσα, εμφανίζεται να συγκεντρώνει 31% της ψήφου, ενώ ο εκφραστής του φασιστικού προσώπου των πραξικοπηματικών, Λουις Καμάτσο, συγκεντρώνει 14%.

Ο λαός της Βολιβίας προσήλθε στις κάλπες μαζικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρ’ ότι ο κορονοϊός θερίζει τους ιθαγενικούς πληθυσμούς, στις ουρές για να ψηφίσουν στήθηκαν με τις ώρες υπέργηροι άνθρωποι, διακινδυνεύοντας την υγεία τους.

Στην «κουνελότρυπα» του «καπιταλισμού της παρακολούθησης»

Η oμότιμη καθηγήτρια στο Harvard Business School και συγγραφέας του The Age of Surveillance Capitalism, Σοσάνα Ζούμποφ γράφει για το πώς οι τεχνολογικές εξελίξεις και η ψηφιοποίηση χρησιμοποιούνται για την εδραίωση μιας οικονομίας της επιτήρησης.

https://im2.7job.gr/sites/default/files/imagecache/1200x675/article/2020/42/327011-img.jpg

Απέναντι στις πολυεπίπεδες απειλές που διαμορφώνονται σε συνθήκες υπερσυγκέντρωσης ψηφιακής εξουσίας, η Σοσάνα Ζούμποφ προτάσσει την αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων για την αναβάθμιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, την εμβάθυνση της ατομικής αυτονομίας και την υλοποίηση μιας σειράς κρίσιμων προϋποθέσεων για την ουσιαστική ενίσχυση της δημοκρατίας στις μέρες.

Το βιβλίο της The Age of Surveillance Capitalism κυκλοφόρησε (σημ: και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καστανιώτη) μόλις πριν από ένα έτος και ήδη θεωρείται ένα από τα επιδραστικότερα έργα για την κατανόηση της ψηφιακής εποχής. Το άρθρο «Είσαι πλέον τηλεχειριζόμενος: Οι καπιταλιστές της παρακολούθησης ελέγχουν την επιστήμη και τους επιστήμονες, τα μυστικά και την αλήθεια», που αποτελεί μία εξαιρετική περίληψη της εκτενούς μελέτης της, δημοσιεύτηκε πρωτότυπα στους New York Times με τίτλο «You Are Now Remotely Controlled: Surveillance capitalists control the science and the scientists, the secrets and the truth» στις 24/1/2020.

Πρόκειται για το πρώτο μακροσκελές άρθρο της που μεταφράζεται στα ελληνικά ως εισαγωγή στο έργο της. Μετάφραση / Επιστημονική Επιμέλεια: Δώρα Κοτσακά, Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Ερευνήτριας | Παρατηρητήριο των Κοινών του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ

Το όριο που δεν τέθηκε ποτέ

Η δημόσια συζήτηση στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου σχετικά με την ενδεδειγμένη νομοθεσία για την ιδιωτικότητα ήταν ασυνήθιστα έντονη εκείνη την ημέρα. Τα στελέχη της τεχνολογικής βιομηχανίας «υποστήριξαν ότι είναι ικανοί να ρυθμίσουν τους εαυτούς τους και ότι η κυβερνητική παρέμβαση θα ήταν δαπανηρή και αντιπαραγωγική».

Οι φιλελεύθεροι υποστηρικτές των πολιτικών ελευθεριών προειδοποιούσαν ότι οι δυνατότητες συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων από την πλευρά των εταιρειών δημιουργούσαν «μία πρωτοφανή απειλή για τις ατομικές ελευθερίες». Κάποιος επισήμανε «Πρέπει να αποφασίσουμε τι συνιστούν τα ανθρώπινα πλάσματα στην ηλεκτρονική εποχή. Πρόκειται να υπάρχουμε μόνο ως δωρεάν πρώτη ύλη για το εμπόριο;». Ένας επίτροπος ρώτησε «Που πρέπει να τεθεί το όριο;». Η χρονιά ήταν το 1997. Το όριο δεν τέθηκε ποτέ. Τα διευθυντικά στελέχη των εταιρειών που συμμετείχαν στην Επιτροπή πήραν αυτό που ήθελαν. Είκοσι τρία χρόνια μετά τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους. Το προϊόν αυτής της νίκης ήταν μία νέα οικονομική λογική την οποία ονομάζω «κατασκοπευτικό καπιταλισμό» (surveillance capitalism). Η επιτυχία του στηρίζεται σε λειτουργίες με χαρακτηριστικά «μονόδρομου καθρέφτη» που έχουν ως στόχο την άγνοιά μας και πλαισιώνονται από ένα νέφος παραπλανήσεων, ευφημισμών και ανειλικρίνειας. Ρίζωσε και ευδοκίμησε στο νέο περιβάλλον του διαδικτύου, το οποίο είχε χαρακτηριστεί στο παρελθόν από τους κατασκοπευτικούς καπιταλιστές ως ο μεγαλύτερος ακυβέρνητος χώρος στον κόσμο. Αλλά η ισχύς γεμίζει τα κενά και οι κάποτε άναρχες περιοχές δεν είναι πλέον ακυβέρνητες. Αντίθετα, ανήκουν και λειτουργούν υπό τον έλεγχο του ιδιωτικού κατασκοπευτικού κεφαλαίου και υπόκεινται στους σιδερένιους νόμους του.

Η ανάπτυξη του κατασκοπευτικού καπιταλισμού τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν συνάντησε σχεδόν κανένα εμπόδιο. Μας είπαν ότι το «ψηφιακό» είναι γρήγορο και όσοι αντισταθούν θα μείνουν πίσω. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι τόσοι πολλοί από εμάς βιάστηκαν να ακολουθήσουν το Λευκό Κουνέλι στο τρεχαλητό μέσα στο λαγούμι του, στην υποσχόμενη ψηφιακή Χώρα των
Θαυμάτων όπου σαν την Αλίκη πέσαμε θύμα μίας ψευδαίσθησης. Στη Χώρα των Θαυμάτων, πανηγυρίσαμε για τις νέες δωρεάν ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά σήμερα βλέπουμε ότι οι καπιταλιστές της παρακολούθησης πίσω από αυτές τις υπηρεσίες αντιλαμβάνονται εμάς ως δωρεάν προϊόν. Πιστεύαμε ότι ψάχναμε στη μηχανή αναζήτησης της Google, αλλά τώρα καταλαβαίνουμε ότι η Google έψαχνε εμάς. Υποθέταμε ότι χρησιμοποιούμε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να συνδεθούμε, αλλά μάθαμε ότι οι συνδέσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο
τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας χρησιμοποιούν. Κάποια στιγμή μπήκαμε στον κόπο να αναρωτηθούμε γιατί το καινούργιο μας στρώμα ή η τηλεόραση διαθέτουν πολιτική απορρήτου (privacy policy), αλλά στη συνέχεια αρχίσαμε να υποψιαζόμαστε ότι η πολιτική «απορρήτου» ήταν στην πραγματικότητα πολιτική παρακολούθησης.

Όπως οι πρόγονοί μας ονόμασαν τα αυτοκίνητα «άμαξες δίχως άλογα» καθώς δεν μπορούσαν να μαντέψουν την πραγματική διάσταση της λειτουργίας τους, έτσι και εμείς αντιληφθήκαμε τις ψηφιακές πλατφόρμες ως «πίνακες ανακοινώσεων» όπου ο καθένας μπορεί να καρφιτσώσει ένα σημείωμα. Το Κογκρέσο έδωσε νομική μορφή σε αυτή τη ψευδαίσθηση το 1996 με την Παράγραφο 230 του Communications Decency Act, απαλλάσσοντας αυτές τις εταιρείες από τις υποχρεώσεις που αυστηρά βαρύνουν εκδότες ή ακόμα και ομιλητές.

Ήταν τα επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα που μας έμαθαν ότι αυτές οι ψηφιακές πλατφόρμες δεν είναι πίνακες ανακοινώσεων, αλλά ένα παγκόσμιο κυκλοφορικό σύστημα υπερταχυτήτων, όπου ο καθένας μπορεί να διασπείρει επικίνδυνους ιούς χωρίς εμβόλιο. Με αυτό τον τρόπο ο M. Zuckerberg, διευθύνων σύμβουλος της Facebook, μπορεί νομίμως να αρνηθεί να αφαιρέσει ένα πλαστό βίντεο ομιλίας της Nancy Pelosi στο Κογκρέσο και στη συνέχεια να υπερθεματίσει ανακοινώνοντας ότι οι διαφημίσεις πολιτικού περιεχομένου δεν θα υπόκεινται σε πραγματολογικό έλεγχο.

Όλες οι παραπάνω ψευδαισθήσεις στηρίζονται στην περισσότερο δόλια απ’ όλες, την πεποίθηση ότι η ιδιωτικότητα είναι υπόθεση ιδιωτική. Φανταστήκαμε ότι μπορούμε να επιλέξουμε το επίπεδο της ιδιωτικότητάς μας μέσω ατομικών υπολογισμών, σύμφωνα με τους οποίους ένα κομμάτι προσωπικής πληροφορίας ανταλλάσσεται με επιθυμητές υπηρεσίες –μία λογική συναλλαγή. Για παράδειγμα, η Delta Air Lines δοκίμασε ένα σύστημα βιομετρικών δεδομένων στο αεροδρόμιο της Ατλάντα. Η εταιρεία ανέφερε ότι από τους σχεδόν 25.000 πελάτες που ταξίδευαν εκεί κάθε βδομάδα το 98% επέλεγε να συμμετάσχει στη διαδικασία και επεσήμανε ότι, «η επιλογή αναγνώρισης προσώπου εξοικονομεί κατά μέσο όρο δύο δευτερόλεπτα για κάθε πελάτη στην επιβίβαση ή εννέα λεπτά όταν πρόκειται για μεγάλα αεροπλάνα».

Στην πραγματικότητα αυτή η ταχεία ανάπτυξη συστημάτων αναγνώρισης προσώπου αποκαλύπτει τις δημόσιες συνέπειες μίας, υποτίθεται, ιδιωτικής επιλογής. Οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές απαίτησαν να έχουν δικαίωμα στα πρόσωπά μας όπου αυτά εμφανίζονται –σε ένα δρόμο της πόλης ή σε μία σελίδα του Facebook. Οι Financial Times περιέγραψαν το πώς μία βάση δεδομένων αναγνώρισης προσώπου της Microsoft η οποία περιελάμβανε 10 εκατομμύρια καταχωρήσεις, ανασύρθηκε από το διαδίκτυο χωρίς να το γνωρίζει κανείς. Ενώ θεωρητικά προορίζονταν αποκλειστικά για ακαδημαϊκή έρευνα χρησιμοποιήθηκε από εταιρίες όπως η IBM και κρατικές υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών οι στρατιωτικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά και δύο κινεζικοί πάροχοι εξοπλισμού σε αξιωματούχους της περιφέρειας Xinjiang, όπου μέλη της κοινότητας των Ουιγούρων ζουν σε μία ανοιχτή φυλακή υπό συνεχή παρακολούθηση μέσω συστημάτων αναγνώρισης προσώπου.

Η ιδιωτικότητα δεν είναι ιδιωτική υπόθεση

Η ιδιωτικότητα δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, διότι η αποτελεσματικότητα της αναγνώρισης προσώπου ή άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών συστημάτων παρακολούθησης και ελέγχου, εξαρτάται από τα κομμάτια του εαυτού μας που εκχωρούμε ή μας κλέβουν εν αγνοία μας. Ο ψηφιακός μας αιώνας υποτίθεται ότι θα ήταν η Χρυσή Εποχή της δημοκρατίας. Αντ’ αυτού, εισερχόμαστε στην τρίτη δεκαετία του, η οποία σημαδεύεται από ένα εντελώς νέο είδος κοινωνικής ανισότητας.

Αποδίδεται καλύτερα ως «γνωσιακή ανισότητα» και θυμίζει την προΓουτεμβέργια εποχή των ακραίων ασυμμετριών γνώσης και συνεπαγόμενης εξουσίας, καθώς οι τεχνολογικοί γίγαντες αρπάζουν τον έλεγχο της πληροφορίας και της ίδιας της μάθησης. Η ψευδαίσθηση της «ιδιωτικότητας ως ιδιωτικής υπόθεσης» κατασκευάστηκε προκειμένου να αναπαραγάγει και τροφοδοτήσει αυτή την αιφνίδια κοινωνική διαίρεση. Οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές εκμεταλλεύονται τη διευρυμένη ανισότητα στη γνώση με στόχο τα κέρδη. Χειραγωγούν την οικονομία, τις κοινωνίες ακόμα και τις ζωές μας ατιμώρητα, υπονομεύοντας όχι μόνο το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα αλλά και την ίδια τη δημοκρατία. Αποσυντονισμένοι από τις ψευδαισθήσεις μας αποτυγχάνουμε να αντιληφθούμε αυτή την αναίμακτη δικτατορία που μας επιβάλλεται.

Η πίστη ότι η ιδιωτικότητα είναι ιδιωτική υπόθεση μας οδήγησε στο να ολισθαίνουμε προς ένα μέλλον που δεν επιλέγουμε. Κυρίως διότι αποτυγχάνει να αντιληφθεί τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα σε μία κοινωνία που προασπίζεται την κυριαρχία των ατομικών δικαιωμάτων και σε αυτή των κοινωνικών σχέσεων του μονόδρομου καθρέφτη. Το δίδαγμα είναι ότι η ιδιωτικότητα είναι δημόσια υπόθεση. Πρόκειται για ένα συλλογικό αγαθό, λογικά και ηθικά αδιαχώριστο από τις αξίες της αυτονομίας και της αυτοδιάθεσης στις οποίες στηρίζεται η ιδιωτικότητα. Χωρίς αυτές μία δημοκρατική κοινωνία είναι ανέφικτη.

Παρ’ όλα αυτά, οι άνεμοι φαίνεται να έχουν πλέον αλλάξει κατεύθυνση. Μία νέα εύθραυστη επίγνωση διαμορφώνεται καθώς αναζητούμε τον δρόμο της εξόδου από την κουνελότρυπα προς το σπίτι μας. Οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές είναι γρήγοροι και δεν επιζητούν ούτε πραγματική συναίνεση ούτε συγκατάθεση.

Στηρίζονται στο μούδιασμα και το μήνυμα του αναπόφευκτου προκειμένου να κατασκευάσουν την αίσθηση ανημπορίας, την παραίτηση και τη σύγχυση που παραλύει τη λεία τους. Η δημοκρατία είναι αργή και αυτό είναι καλό. Ο ρυθμός της αντανακλά τα δεκάδες εκατομμύρια συζητήσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ οικογενειών, γειτόνων, συναδέλφων και φίλων, εντός κοινοτήτων, πόλεων και κρατών, που σταδιακά θέτουν τον κοιμώμενο γίγαντα της δημοκρατίας σε κίνηση. Αυτές οι συζητήσεις συμβαίνουν τώρα και υπάρχει πλήθος ενδείξεων
ότι οι νομοθέτες είναι έτοιμοι να συνδράμουν και να ηγηθούν της προσπάθειας.

Η τρίτη δεκαετία είναι πιθανό να καθορίσει τη μοίρα μας. Θα βελτιώσουμε το ψηφιακό μας μέλλον ή θα μάς χειροτερέψει εκείνο; Πρόκειται για ένα μέλλον που θα μπορούμε να αποκαλούμε «σπίτι»; Η γνωσιακή ανισότητα δεν στηρίζεται στο τί κέρδος μπορούμε να έχουμε, αλλά στο τι μπορούμε να μάθουμε. Ορίζεται ως άνιση πρόσβαση στη μόρφωση επιβεβλημένη από ιδιωτικούς εμπορικούς μηχανισμούς που αιχμαλωτίζουν την πληροφορία, την παράγουν, την αναλύουν και την πουλούν. Αποτυπώνεται καλύτερα στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη άβυσσο ανάμεσα στο τί γνωρίζουμε εμείς και στο τί είναι γνωστό για εμάς. Η βιομηχανική κοινωνία του 20ου αιώνα οργανώθηκε γύρω από τον «καταμερισμό της εργασίας» και στη συνέχεια ήταν
ο αγώνας για οικονομική ισότητα που διαμόρφωσε το πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Ο ψηφιακός μας αιώνας μετατοπίζει την οργάνωση της κοινωνίας από τον «καταμερισμό εργασίας» στον «καταμερισμό γνώσης» και είναι οι αγώνες για την πρόσβαση στη γνώση και την εξουσία που συνδέεται με αυτή που θα διαμορφώσουν το πολιτικό πλαίσιο της δικής μας εποχής.

Η ανάδειξη της γνωσιακής ανισότητας σε κεντρικό ζήτημα σηματοδοτεί τη μετατόπιση της εξουσίας από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η οποία καθόρισε την πολιτική ζωή στον 20ο αιώνα, στην ιδιοκτησία της παραγωγής νοήματος. Η πρόκληση της γνωσιακής δικαιοσύνης και των γνωσιακών δικαιωμάτων στην νέα εποχή συνοψίζεται σε τρεις θεμελιώδεις ερωτήσεις
σχετικά με τη γνώση, την εξουσία και τη δύναμη: Ποιος γνωρίζει; Ποιος αποφασίζει ποιος γνωρίζει; Ποιος αποφασίζει ποιος θα αποφασίζει ποιος γνωρίζει;

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών οι εταιρείες που ηγήθηκαν του κατασκοπευτικού καπιταλισμού, όπως η Google, το παράδειγμα της οποίας στη συνέχεια ακολούθησαν η Facebook, η Amazon και η Microsoft, συνέβαλαν στον κοινωνικό αυτό μετασχηματισμό, εξασφαλίζοντας συγχρόνως την αναρρίχησή τους στην κορυφή της γνωσιακής ιεραρχίας.

Λειτούργησαν στη σκιά του τεράστιου γνωσιακού μονοπωλίου που είχαν συσσωρεύσει χωρίς να ρωτήσουν. Ένα στρατήγημα που κάθε παιδί αναγνωρίζει ως κλοπή. Ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός ξεκινά με τη μονομερή προβολή αξιώσεων κυριότητας επί της ιδιωτικής ανθρώπινης εμπειρίας ως δωρεάν πρώτης ύλης, με στόχο τη μετάφραση της σε συμπεριφορικά δεδομένα. Οι ζωές μας εκχωρούνται ως ροές δεδομένων. Είχε αποκαλυφθεί στους χρήστες ότι, ακόμα και τα δεδομένα που παραχωρούν οικειοθελώς, κρύβουν πλούσιες δυνατότητες προβλέψεων. Ένα πλεόνασμα πολύμεγαλύτερο από ό,τι απαιτείται για τη βελτίωση των ψηφιακών υπηρεσιών. Δεν έχει να κάνει μόνο με το περιεχόμενο που αναρτάς, αλλά και με το αν χρησιμοποιείς θαυμαστικό ή τις τεχνικές επεξεργασίας των φωτογραφιών σου. Ενδιαφέρονται όχι μόνο για τις διαδρομές που επιλέγεις, αλλά και για το καμπούριασμα των ώμων σου, όχι μόνο για το πρόσωπο στην ταυτότητά σου, αλλά και για τη συναισθηματική κατάσταση που εκφράζουν οι ανεπαίσθητες γκριμάτσες σου, όχι μόνο για το τι σου αρέσει αλλά και για την αφοσίωση που δείχνεις στα διαφορετικά μοτίβα προτιμήσεών σου. Σύντομα αυτό το συμπεριφορικό πλεόνασμα θηρεύτηκε και αιχμαλωτίστηκε για να μετατραπεί στη συνέχεια σε ιδιόκτητα δεδομένα.

Μέσα από πολλές διαφορετικές συσκευές τα δεδομένα μεταβιβάζονται ακολουθώντας τις περίπλοκες αλυσίδες προμηθειών τους και το σχετικό λογισμικό καταγράφεται. Την ίδια στιγμή οικοσυστήματα εφαρμογών και εταιρείες που ειδικεύονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες ροών δεδομένων τα αποθηκεύουν εν κρυπτώ. Για παράδειγμα, έρευνα της Wall Street Journal έδειξε
πως το Facebook λαμβάνει δεδομένα σχετικά με τους καρδιακούς παλμούς από την εφαρμογή Instant Heart Rate: HR Monitor, δεδομένα σχετικά με τον κύκλο της περιόδου από το Flo Period & Ovulation Tracker και δεδομένα που φανερώνουν το ενδιαφέρον σχετικά με αγοραπωλησίες ακινήτων από το Realtor.com. Όλα τα παραπάνω εν αγνοία των χρηστών.

Αυτά τα δεδομένα ρέουν κενά νοημάτων στο υπολογιστικό εργοστάσιο του καπιταλισμού της παρακολούθησης που ονομάζεται «τεχνητή νοημοσύνη». Εκεί μετατρέπονται σε συμπεριφορικές προβλέψεις σχετικά με εμάς, αλλά δεν προορίζονται για εμάς. Αντίθετα, πωλούνται σε επιχειρήσεις που λειτουργούν ως πελάτες σε ένα νέο είδος αγοράς το οποίο εμπορεύεται αποκλειστικά ανθρώπινες μελλοντικές συμπεριφορές. Η βεβαιότητα για τις ανθρώπινες υποθέσεις είναι η ψυχή αυτών των αγορών και είναι αυτό το σημείο πάνω στο οποίο οι καπιταλιστές της παρακολούθησης ανταγωνίζονται ως προς την ποιότητα των προβλέψεών τους. Πρόκειται για ένα νέο είδος εμπορίου που δημιούργησε ορισμένες από τις πλουσιότερες και πιο ισχυρές εταιρείες στην ιστορία.

Ο ρόλος των τεχνολογικών κολοσσών

Προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους του, οι επικεφαλής τους καπιταλισμού της παρακολούθησης επιζητούν την εγκαθίδρυση μονοπωλιακής κυριαρχίας επί του 99.9% της παγκόσμιας πληροφορίας που σήμερα αποδίδεται σε ψηφιακή μορφή. Ποσοστό στο οποίο και οι ίδιοι συνέβαλαν με τις υποδομές που δημιούργησαν. Το κατασκοπευτικό κεφάλαιο έχει κατασκευάσει τα περισσότερα από τα μεγαλύτερα πληροφοριακά δίκτυα στον κόσμο, όπως και κέντρα επεξεργασίας δεδομένων, υποθαλάσσια καλώδια μετάδοσης, εξεληγμένα microchips και καινοτόμες έξυπνες μηχανές. Τα παραπάνω αυξάνουν την ένταση του ανταγωνισμού ως προς την ποιότητα του τεχνολογικού εξοπλισμού για περισσότερους από 10.000 ειδικούς στον πλανήτη οι οποίοι γνωρίζουν τον τρόπο χειρισμού της γνώσης που προκύπτει από τις νέες αχανείς ηπείρους δεδομένων.

Με οδηγό τη Google οι κορυφαίοι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές επιδιώκουν τον έλεγχο της αγοράς εργασίας σε κρίσιμες ειδικεύσεις -περιλαμβανομένης της επιστήμης των δεδομένων και της έρευνας σε ζώα- παραγκωνίζοντας ανταγωνιστές όπως start-ups, πανεπιστήμια, δήμους, τις υφιστάμενες σε σχετικούς τομείς εταιρείες και τις λιγότερο πλούσιες χώρες. Το 57% των
Αμερικάνων κατόχων διδακτορικού στην επιστήμη των υπολογιστών βρήκε δουλειά στη βιομηχανία, ενώ μόνο το 11% ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα.

Δεν πρόκειται μόνο για αμερικάνικο πρόβλημα. Στην Βρετανία, οι ακαδημαϊκοί διευθυντές προβληματίζονται σχετικά με «τη χαμένη γενιά» των επιστημόνων των δεδομένων. Ένας Καναδός επιστήμονας σχολίαζε με θλίψη «Η δύναμη, η εξειδίκευση, τα δεδομένα είναι όλα συγκεντρωμένα στα χέρια ελάχιστων εταιρειών». Η Google δημιούργησε τις πρώτες αδιανόητα επικερδείς αγορές οι οποίες εμπορεύονται τις μελλοντικές μας συμπεριφορές. Αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως διαδικτυακά στοχευμένη διαφήμιση στηρίζεται στις προβλέψεις σχετικά με το σε ποιες διαφημίσεις πρόκειται να κάνει «κλικ» ο χρήστης. Μεταξύ του 2000 όταν το νέο οικονομικό μοντέλο αναδυόταν και του 2004 που οι κυβερνητικές αποφάσεις έδωσαν νέες δυνατότητες, τα έσοδα της εταιρείας αυξήθηκαν σε ποσοστό 3.590%.Αυτό το τρομακτικό νούμερο αντιπροσωπεύει το «κατασκοπευτικό μέρισμα» και επανατοποθέτησε ταχύτατα τον πήχη για τους επενδυτές οδηγώντας τελικά τις start-up, τους προγραμματιστές εφαρμογών και τις καταξιωμένες στην αγορά εταιρείες να προσανατολίσουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο στον κατασκοπευτικό καπιταλισμό. Η υπόσχεση ταχείας ανάπτυξης με υπερμεγέθη έσοδα από την πώληση της μελλοντικής μας συμπεριφοράς οδήγησε σε αποδημία των επιστημόνων αρχικά προς τη Facebook, στη συνέχεια στον τεχνολογικό τομέα και σήμερα στην υπόλοιπη οικονομία σε ετερόκλητους τομείς όπως οι ασφάλειες, το λιανικό εμπόριο, τα χρηματοοικονομικά, η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες υγείας, το real estate, η ψυχαγωγία και κάθε προϊόν που ξεκινά με τη λέξη «smart» ή υπηρεσίες που πλασάρονται ως «εξατομικευμένες». Ακόμα και η Ford, στην οποία γεννήθηκε η οικονομία μαζικής παραγωγής του 20ού αιώνα, σύρθηκε στις ράγες των κατασκοπευτικών μερισμάτων προτείνοντας ως απάντηση στην πτώση των πωλήσεων της τον επανασχεδιασμό των οχημάτων της ως «λειτουργικών συστημάτων μεταφοράς». Όπως το έθεσε ένας αναλυτής: «Η Ford θα μπορούσε να κάνει μία περιουσία χρηματιστικοποιώντας τα δεδομένα. Δεν έχουν ανάγκη από μηχανικούς, εργοστάσια ή εμπόρους για να το κάνουν. Πρόκειται για καθαρό κέρδος».

Οι οικονομικές επιταγές του κατασκοπευτικού καπιταλισμού εξευγενίστηκαν μέσα από τον ανταγωνισμό για την πώληση βεβαιότητας. Από νωρίς ήταν ξεκάθαρο ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα έπρεπε να τροφοδοτηθεί με μεγάλες ποσότητες δεδομένων, επιβάλλοντας οικονομίες κλίμακας στην εξόρυξή τους. Ακόμα και ο καλύτερος αλγόριθμος απαιτεί μεγάλες ποσότητες δεδομένων.

Τελικά, έγινε κατανοητό ότι ο όγκος είναι απαραίτητη συνθήκη, αλλά όχι επαρκής. Αυτή η συνειδητοποίηση συνέβαλε στο ξέσπασμα της «φορητής επανάστασης» στέλνοντας τους χρήστες στον πραγματικό κόσμο εξοπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές, γυροσκόπια, κομπιούτερ και μικρόφωνα ενσωματωμένα στα έξυπνα νέα τους τηλέφωνα. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού στο πεδίο τους οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές θέλουν το σπίτι σου και ό,τι λες και κάνεις μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Θέλουν το αυτοκίνητό σου,το ιατρικό σου ιστορικό, τις εκπομπές που βλέπεις διαδικτυακά, την τοποθεσία σου, καθώς και τους δρόμους και τα κτίρια στη διαδρομή που ακολουθείς και το σύνολο της συμπεριφοράς των ανθρώπων της πόλης σου. Θέλουν τη φωνή σου, το τί τρως και το τί αγοράζεις, το χρόνο των παιδιών σου για παιχνίδι και για διάβασμα, τα εγκεφαλικά σου κύταρα και το κυκλοφορικό σου σύστημα.

Τίποτα δεν εξαιρείται. Η ανισότητα στη γνώση σχετικά με εμάς παράγει ανισότητα στην εξουσία που ασκείται σε εμάς. Με αυτόν τον τρόπο η γνωσιακή ανισότητα διευρύνεται περιλαμβάνοντας και την απόσταση ανάμεσα στο τί μπορούμε να κάνουμε εμείς και στο τί μπορούν να κάνουν σε εμάς. Οι επιστήμονες των δεδομένων περιγράφουν τα παραπάνω ως μία μετάβαση από την καταγραφή στην ενεργοποίηση, κατά την οποία η κρίσιμη μάζα της γνώσης σχετικά με τα μηχανικά συστήματα επιτρέπειτον τηλεχειρισμό τους. Σήμερα είναι οι άνθρωποι ο στόχος του τηλεχειρισμού, εφόσον, όπως ανακάλυψαν οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές, οι καλύτερες προβλέψεις προκύπτουν από την επέμβαση στη συμπεριφορά σε πραγματικό χρόνο με στόχο τη ρύθμιση, την ομαδοποίηση και τροποποίηση των ανθρώπινων ενεργειών προς εμπορικούς στόχους. Αυτή η τρίτη επιταγή της «οικονομίας της δράσης» έχει γίνει πεδίο έντονου πειραματισμού. Όπως είπε ένας πιστήμονας «Μαθαίνουμε πώς να γράφουμε τη μουσική και στη συνέχεια αφήνουμε ποια μουσική να τους κάνει να χορεύουν».

 

Η νέα δύναμη που «τους κάνει να χορεύουν» δεν χρησιμοποιεί στρατιώτες που απειλούν με δολοφονίες και τρόμο. Δεν προσέρχεται οπλισμένη, αλλά με έναν καπουτσίνο στο χέρι. Πρόκειται για μία νέα «χειριστική» εξουσία η οποία προωθεί τη βούλησή της μέσω ευρέως διαδεδομένων ψηφιακών ενορχηστρώσεων με στόχο το χειρισμό υποσυνείδητων μηνυμάτων που επηρεάζουν καταναλωτικές και άλλες επιλογές. Στοχοποιεί την επικοινωνία σε ψυχολογικό επίπεδο, επιβάλλει αρχιτεκτονικές προκαθορισμένων επιλογών οικονομικής συμπεριφοράς, πυροδοτεί δυναμικές κοινωνικών συγκρίσεων και επιστρατεύει ένα σύστημα ανταμοιβών και τιμωριών - όλα τα παραπάνω στοχευμένα με τηλερύθμιση.

Ομαδοποιούν και τροποποιούν την ανθρώπινη συμπεριφορά προς την κατεύθυνση κερδοφόρων αποτελεσμάτων, πάντα σχεδιασμένων έτσι που να κρατούν τους χρήστες σε καθεστώς άγνοιας. Είδαμε τον τρόπο με τον οποίο η γνώση που οδηγεί σε προβλέψεις μετατρέπεται σε χειριστική δύναμη στην περίπτωση των επιμολυντικών πειραμάτων της Facebook. Ήρθαν στο φως της δημοσιότητας το 2012 και το 2014, όταν η εταιρεία «φύτεψε» στις σελίδες της σήματα που δρουν υποσυνείδητα και χειραγώγησε τις κοινωνικές συγκρίσεις, αρχικά με στόχο να επηρεάσει την ψήφο των χρηστών στις ενδιάμεσες αμερικάνικες εκλογές και αργότερα για να κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται περισσότερο θλιμμένοι ή χαρούμενοι. Οι ερευνητές της Facebook πανηγύρισαν για την επιτυχία αυτών των πειραμάτων τονίζοντας δύο κεντρικά εύρηματα: ότι είναι εφικτός ο χειρισμός διαδικτυακών σημάτων με στόχο τον επηρεασμό των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς στον πραγματικό κόσμο και ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να το αντιληφθούν οι χρήστες.

Το 2016 το παιχνίδι επαυξημένης πραγματικότητας Pokémon Go που δημιούργησε η Google δοκίμασε τις οικονομίες δράσης στους δρόμους. Οι παίχτες δεν γνώριζαν ότι ήταν οι ίδιοι τα πιόνια στο πραγματικό παιχνίδι τροποποίησης της συμπεριφοράς τους με στόχο το κέρδος. Οι ανταμοιβές και οι τιμωρίες του κυνηγιού φανταστικών πλασμάτων χρησιμοποιούνταν για να κατευθύνουν τον κόσμο στα McDonald’s, τα Starbucks και σε τοπικές πιτσαρίες που πλήρωναν την εταιρεία για την αύξηση της επισκεψιμότητας, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που οι διαδικτυακά διαφημιζόμενοι πληρώνουν για τα «κλικ» μετάβασης στις ιστοσελίδες τους.

Η σταδιακή «απομάγευση»

Το 2017 ένα έγγραφο της Facebook που διέρρευσε από την εφημερίδα «The Australian» αποκάλυψε το ενδιαφέρον της εταιρείας για την «κατανόηση της ψυχολογίας» των χρηστών με στόχο την τροποποίηση της συμπεριφοράς τους στη βάση «δεδομένων που είχε συλλέξει η εταιρεία» για 6.4 εκατομμύρια νέους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς. Τα στελέχη της εταιρείας σημείωναν «Καταγράφοντας αναρτήσεις, φωτογραφίες, την αλληλεπίδραση μεταξύ των χρηστών και τη διαδικτυακή δραστηριότητα σε πραγματικό χρόνο η Facebook μπορεί να αντιληφθεί πότε οι νέοι άνθρωποι αισθάνονται ‘στρεσαρισμένοι’, ‘ηττημένοι’, ‘καταβεβλημένοι’, ‘αγχωμένοι’, ‘νευρικοί’, ‘ηλίθιοι’, ‘ανόητοι’, ‘άχρηστοι’ και ‘αποτυχημένοι’».

Όπως εξηγούσαν, η δυνατότητα επεξεργασίας πληροφορίας σε αυτό το βάθος επιτρέπει στη Facebook να εντοπίσει το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι νέοι άνθρωποι έχουν ανάγκη «ενίσχυσης της αυτοπεποίθησής τους» και καθίστανται περισσότερο ευάλωτοι σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις υποσυνείδητων σημάτων και εναυσμάτων. Τα δεδομένα στη συνέχεια χρησιμοποιούνται προκειμένου να συνδέσουν κάθε συναισθηματική φάση με τα κατάλληλα διαφημιστικά μηνύματα με στόχο τη μεγιστοποίηση της πιθανότητας πωλήσεων. Η Facebook αρνείται ότι μετέρχεται τέτοιες πρακτικές, αν και ο πρώην διευθυντής παραγωγής της εταιρείας την κατηγόρησε ότι «ψεύδεται μέσα από τα δόντια της». Το σίγουρο είναι ότι με δεδομένη την απουσία εταιρικής διαφάνειας και δημοκρατικού ελέγχου, η γνωσιακή ανισότητα κυβερνά. Εκείνοι το γνωρίζουν. Εκείνοι αποφασίζουν ποιος γνωρίζει. Εκείνοι αποφασίζουν ποιος αποφασίζει.

Οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές τελειοποιούν τις τεχνικές μαζικής επικοινωνίας και τις χρησιμοποιούν ως πυλώνα για την εμβάθυνση του αφόρητου γνωσιακού ελλείμματος του κοινού. Δύο παραδείγματα είναι ενδεικτικά. Στις 30 Απριλίου του 2019 ο Mark Zuckerberg προχώρησε σε μία επεισοδιακή ανακοίνωση κατά την ετήσια διάσκεψη προγραμματιστών της εταιρείας, δηλώνοντας «Το μέλλον είναι ιδιωτικό». Λίγες εβδομάδες μετά ένας δικηγόρος της Facebook εμφανίστηκε ενώπιον του ομοσπονδιακού περιφερειακού δικαστηρίου της Καλιφόρνιας προκειμένου να αντικρούσει τη μήνυση χρήστη για παραβίαση της ιδιωτικότητάς του υποστηρίζοντας ότι η ίδια η χρήση του Facebook καταργεί κάθε λογική προσδοκία ιδιωτικότητας. Το Μάιο του 2019 ο Sundar Pichai, διευθύνων σύμβουλος της Google, δημοσίευσε άρθρο στους ‘The Times’ σχετικά με τη δέσμευση της εταιρείας στην τήρηση της αρχής ότι «η ιδιωτικότητα δεν μπορεί να είναι αγαθό πολυτελείας». Πέντε μήνες αργότερα εξωτερικοί συνεργάτες της Google βρέθηκαν να προσφέρουν δωροκάρτες των 5 δολαρίων σε έγχρωμους αστέγους σε πάρκο της Ατλάντα ως αντάλλαγμα προκειμένου να δεχτούν να σκανάρουν το πρόσωπό τους.

Η δημοσιοποίηση ενός επιπλέον εγγράφου της εταιρείας που διέρρευσε το 2018 δημιούργησε ακόμα μεγαλύτερες επιφυλάξεις απέναντι στην άρνηση παρόμοιων πρακτικών παραβίασης της ιδιωτικότητας εκ μέρους της. Η εμπιστευτική αναφορά προσφέρει μία σπάνια εικόνα από τον πυρήνα του ψηφιακού εργοστασίου της Facebook. Η «μηχανή προβλέψεων» στηρίζεται σε μία πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης η οποία «χρησιμοποιεί καθημερινά τρισεκατομμύρια δεδομένα ‘τρέχοντας’ χιλιάδες μοντέλα τα οποία στη συνέχεια αξιοποιεί μέσα από το σύνολο των διαθέσιμων διακομιστών της με στόχο τις ζωντανές προβλέψεις». Η Facebook σημειώνει ότι οι «υπηρεσίες πρόβλεψης» που διαθέτει παράγουν «περισσότερες από 6 εκατ. προβλέψεις το δευτερόλεπτο».

Αλλά για ποιο σκοπό; Στην αναφορά της η εταιρεία καθιστά σαφές ότι οι εξαιρετικές αυτές δυνατότητες προορίζονται να ικανοποιήσουν τις «βασικές επιχειρηματικές ανάγκες» των εταιρικών της πελατών μέσα από διαδικασίες που συνδέουν την πρόβλεψη, τη μικροστόχευση, την επέμβαση και την τροποποίηση της συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, μία υπηρεσία της Facebook που περιγράφεται ως «πρόβλεψη αφοσίωσης» διαφημίζεται για την ικανότητά της να μετρά σε βάθος το ιδιωτικό συμπεριφορικό πλεόνασμα ώστε να εντοπίζει άτομα που βρίσκονται «σε κίνδυνο» μετατόπισης της καταναλωτικής αφοσίωσής τους σε διαφορετική φίρμα. Το σύστημα παραμένει σε εγρήγορση ώστε να προσαρμόζει τις διαφημίσεις και να παρεμβαίνει έγκαιρα με στοχευμένα μηνύματα σχεδιασμένα ώστε να σταθεροποιούν την προτίμηση ακριβώς τη στιγμή που πρέπει προκειμένου να αποτραπεί η μετατόπιση.

Το 2018 ένας νεαρός άνδρας με το όνομα Christopher Wylie αποφάσισε να γίνει πληροφοριοδότης δημόσιου συμφέροντος αποκαλύπτοντας στοιχεία για την προηγούμενη δουλειά του, την Cambridge Analytica, μια εταιρεία παροχής πολιτικών συμβουλευτικών υπηρεσιών. «Εκμεταλλευτήκαμε το Facebook προκειμένου να συλλέξουμε εκατομμύρια προφίλ ανθρώπων» παραδέχτηκε ο Wylie, «και χτίσαμε μοντέλα με στόχο να εκμεταλλευτούμε ό,τι γνωρίζαμε για αυτούς και να στοχεύσουμε στους εσωτερικούς τους δαίμονες».

Ο κ. Wylie χαρακτηρίζει αυτές τις τεχνικές ως «πόλεμο της πληροφορίας», εκτιμώντας ορθά ότι αυτού του τύπου οι σκιώδεις πόλεμοι χτίζονται πάνω σε ασυμμετρίες γνώσης και την εξουσία που αυτές συνεπάγονται. Λιγότερο ξεκάθαρο για τους πολίτες ή τους νομοθέτες ήταν το ότι οι στρατηγικές μυστικής εισβολής και κατάκτησης που εφαρμόζουν οι εταιρείες πολιτικής συμβουλευτικής περιλαμβάνουν βασικές λειτουργίες υλισμικού του καπιταλισμού της επιτήρησης στις οποίες καθημερινά εκτίθενται δισεκατομμύρια αθώοι χρήστες μέσα από διαδικασίες ρουτίνας. Ο κ. Wylie περιέγραψε αυτή τη διαδικασία αντιγραφής των κινήσεων των χρηστών στη βάση προδιαγεγραμμένων ψηφιακών διαδρομών. Ο πραγματικός νεοτερισμός της Cambridge Analytica ήταν ότι έστρεψε το όλο σύστημα από εμπορικούς σε πολιτικούς στόχους.

Με άλλα λόγια η Cambridge Analytica λειτούργησε ως παράσιτο και ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός ήταν ο ξενιστής. Χάρη στη γνωσιακή του κυριαρχία ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός παρείχε τα συμπεριφορικά δεδομένα που άφησαν εκτεθειμένους τους χρήστες σε επιθέσεις. Οι μέθοδοι συμπεριφορικής μικροστόχευσης και τροποποίησης της συμπεριφοράς εξελίχθηκαν στα «όπλα» του. Ήταν η απουσία λογοδοσίας για το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες του κατασκοπευτικού καπιταλισμού την οποία εξασφάλισε η Παράγραφος 230 του Communications Decency Act αυτή που έδωσε τη δυνατότητα κρυφών επιθέσεων σχεδιασμένων να πυροδοτούν τους εσωτερικούς δαίμονες των ανυποψίαστων πολιτών.

Προς ένα νέο πλαίσιο γνωσιακών δικαιωμάτων

Δεν είναι μόνο ότι η γνωσιακή ανισότητα μας αφήνει απολύτως εκτεθειμένους στις επιθέσεις παραγόντων όπως η Cambridge Analytica. Το σημαντικότερο -και πλέον ανησυχητικό- είναι ότι ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός μετέτρεψε τη γνωσιακή ανισότητα σε δομική συνθήκη για τις κοινωνίες μας, κανονικοποιώντας τον πόλεμο της πληροφορίας που εξαπολύουν οι ίδιες εταιρίες στις οποίες στηρίζουμε την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής μας συμμετοχής, ως ένα πάγιο χαρακτηριστικό της καθημερινής μας πραγματικότητας. Κατέχουν την πληροφορία, τα μηχανήματα, την επιστημονική γνώση και τους επιστήμονες, τα μυστικά και τα ψέματα. Κάθε ιδιωτικότητα σήμερα επαφίεται σε εκείνους, αφήνοντάς μας με ελάχιστα μέσα άμυνας απέναντι στους εισβολείς που λεηλατούν τα δεδομένα μας. Χωρίς νομικό πλαίσιο παλεύουμε να κρυφτούμε μέσα στις ίδιες τις ζωές μας, ενώ τα παιδιά μας συζητούν στο βραδινό τραπέζι για τις στρατηγικές κρυπτογράφησης και οι μαθητές φορούν στις πορείες διαμαρτυρίας μάσκες για να προστατευθούν από τα συστήματα αναγνώρισης προσώπου που χτίστηκαν με τις οικογενειακές μας φωτογραφίες.

Καθώς απουσιάζει μία νέα διακήρυξη γνωσιακών δικαιωμάτων και η σχετική νομοθεσία, ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός απειλεί να ανακατασκευάσει τις κοινωνίες μας ενώ ταυτόχρονα καταστρέφει τη δημοκρατία. Από τη μία, υπονομεύει την ανθρώπινη αυτενέργεια, υφαρπάζει την ιδιωτικότητα και αποστερεί τους πολίτες από το δικαίωμά τους να αντιδρούν εφόσον λειτουργούν σε καθεστώς πλήρους άγνοιας. Από την άλλη, η επιστημολογική ανισότητα και αδικία είναι θεμελιακά ασύμβατες με τις προσδοκίες των δημοκρατικών ανθρώπων.

Γνωρίζουμε ότι οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές εργάζονται στη σκιά, αλλά το τί κάνουν εκεί, όπως και η γνώση που συσσωρεύουν, παραμένουν άγνωστα σε εμάς. Έχουν τα μέσα να γνωρίζουν τα πάντα για εμάς, αλλά εμείς δεν μπορούμε παρά να ξέρουμε ελάχιστα για αυτούς. Η γνώση τους σχετικά με εμάς δεν προορίζεται για εμάς. Αντίθετα, οι μελλοντικές μας κινήσεις πωλούνται προς όφελος άλλων. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη συνάντηση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορείου το 1997, αλλά το όριο δεν τέθηκε ποτέ και οι άνθρωποι έγιναν αντικείμενο των αγορών. Η πίστη ότι αυτή η εξέλιξη ήταν αναπόφευκτη -μία αναπόδραστη συνέπεια της ευκολίας που προσφέρουν οι ψηφιακές τεχνολογίες- συνιστά μία επιπλέον ολέθρια ψευδαίσθηση.

Η αλήθεια είναι ότι ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός σφετερίστηκε τα ψηφιακά μέσα και δεν υπάρχει τίποτα το αναπόδραστο σε αυτό.Οι Αμερικανοί νομοθέτες φάνηκαν απρόθυμοι να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν η άγραφη ρυθμιστική πολιτική «εξαίρεσης της παρακολούθησης» που διαμορφώθηκε στον απόηχο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν η μέριμνα της κυβέρνησης στράφηκε με ζήλο από τη διαδικτυακή προστασία της ιδιωτικότητας στην «ολική παρακολούθηση των πληροφοριών». Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον οι καινοφανείς δυνατότητες παρακολούθησης που αναδύονταν εμφανίστηκαν ως πολλά υποσχόμενες. Επιπλέον, οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές υπερασπίστηκαν τα σχέδιά τους με πρακτικές lobbying και τύπους προπαγάνδας που στόχο έχουν να υπονομεύσουν και να εκφοβίσουν τους νομοθέτες, να μπερδέψουν τους δικαστές και να παγώσουν κάθε πρωτοβουλία.

Τα παραπάνω δεν έχουν υποστεί παρά ελάχιστο δημόσιο έλεγχο συγκριτικά με τη ζημιά που έχουν προκαλέσει. Ας εξετάσουμε δύο παραδείγματα:

Το πρώτο έχει να κάνει με τον ισχυρισμό ότι η δημοκρατία απειλεί την ευημερία και την καινοτομία. Ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Google Eric Schmidt εξηγούσε το 2011 «Υποστηρίξαμε τη θέση ‘Κάτω τα χέρια από το διαδίκτυο’. Ξέρετε, αφήστε μας ήσυχους… Η κυβέρνηση μπορεί να περιέλθει σε ρυθμιστικά λάθη που θα επιβραδύνουν την όλη διαδικασία. Το βλέπουμε αυτό και ανησυχούμε». Αυτού του τύπου η προπαγάνδα ανακυκλώνεται από την εποχή των βαρόνων της Gilded Age (Επιχρυσωμένη Εποχή), που σήμερα τους αποκαλούμε «ληστές», οι οποίοι επέμεναν ότι δεν υφίσταται καμία ανάγκη ρύθμισης εφόσον υπάρχει «ο νόμος της επιβίωσης του ισχυρότερου», «ο νόμος του κεφαλαίου» και «ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης».

Παραδόξως, ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός δεν δείχνει να προωθεί την καινοτομία. Μία νέα και πολλά υποσχόμενη εποχή στην οικονομική έρευνα τεκμηριώνει τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξαν η διοίκηση και η δημοκρατική διακυβέρνηση σε αυτόν τον τομέα και φανερώνει το έλλειμμα καινοτομίας σε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας όπως η Google. Η κυριαρχία του κατασκοπευτικού στην πληροφορία δεν προορίζεται για την αντιμετώπιση των κατεπειγουσών προκλήσεων της καθαρής από υδρογονάνθρακες ενέργειας, της εξάλειψης της πείνας, της θεραπείας του καρκίνου, της απαλλαγής των ωκεανών από τα πλαστικά ή του να εφοδιάσουμε τον πλανήτη με καλοπληρωμένους, ικανούς και στοργικούς δασκάλους και γιατρούς. Αντίθετα, βλέπουμε έναν οριακό επιχειρηματικό χειρισμόκαθοδηγούμενο από ιδιοφυείς ανθρώπους με τεράστια κεφάλαια και υπολογιστική δύναμη που επιδίδονται με μανία στην κερδοφόρα επιστήμη και οικονομία των προβλέψεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς με στόχο τον πλουτισμό τους.

Η δεύτερη μορφή προπαγάνδας σχετίζεται με το επιχείρημα ότι η επιτυχία των πρωτοπόρων εταιρειών του κατασκοπευτικού καπιταλισμού αντανακλά την πραγματική αξία όσων προσφέρουν στους ανθρώπους. Αλλά τα δεδομένα από την πλευρά της ζήτησης υποδεικνύουν ότι ο κατασκοπευτικός καπιταλισμός γίνεται καλύτερα κατανοητός ως αποτυχία της αγοράς. Δεν υπάρχει στενή συσχέτιση προσφοράς και ζήτησης, αντίθετα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες εξαιτίας της απουσίας συγκρίσιμων εναλλακτικών και του γεγονότος ότι δεν έχουν ιδέα για τις μυστικές λειτουργίες του κατασκοπευτικού καπιταλισμού και των συνεπειών τους. Το Pew Research Center πρόσφατα κατέγραψε ότι το 81% των Αμερικανών πιστεύει ότι οι πιθανοί κίνδυνοι από τη συλλογή δεδομένων από εταιρείες ξεπερνούν τα προσδοκώμενα οφέλη, κάτι που υποδηλώνει ότι η εταιρική τους επιτυχία στηρίζεται στον εξαναγκασμό και τη
συσκότιση της πραγματικότητας και όχι στην αντιμετώπιση των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων.

Στο βιβλίο του Prophets of Regulation, για το οποίο βραβεύτηκε, ο ιστορικός Thomas McCraw απευθύνει μία σαφή προειδοποίηση. Κατά τη διάρκεια των αιώνων οι ρυθμιστές αποτύγχαναν όταν δεν πλαισίωναν την οικονομική λειτουργία με «στρατηγικές κατάλληλες για τις συγκεκριμένες βιομηχανίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της ρύθμισης». Το υπάρχον νομικό πλαίσιο για την προστασία της ιδιωτικότητας και την αντιμονοπωλιακή ρύθμιση είναι ζωτικής σημασίας, δεν θα είναι όμως επαρκές για να εξυπηρετήσει την αντιστροφή της γνωσιακής ανισότητας.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων του 21ου αιώνα απαιτείται ένα πλαίσιο γνωσιακών δικαιωμάτων που θα κατοχυρώνονται από το νόμο και θα αποτελούν αντικείμενο δημοκρατικής διακυβέρνησης. Τέτοιου τύπου δικαιώματα θα διέκοπταν τη μόνιμη προμήθεια ροής δεδομένων, περιφρουρώντας τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, προτού αυτή τεθεί υπό την απειλή των δυνάμεων της «δεδομενοποίησης (datafication). Η επιλογή μετατροπής κάθε πτυχής της ανθρώπινης ζωής σε δεδομένα πρέπει να εναπόκειται στα άτομα στη βάση των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι εταιρείες δεν μπορούν να αξιώνουν δικαιώματα στο πρόσωπό σου ή στη χρήση του ως δωρεάν πρώτης ύλης για ανάλυση, ούτε να κατέχουν ή να πωλούν οποιοδήποτε ψηφιακό προϊόν προκύπτει από αυτό.

Η συζήτηση για τα γνωσιακά δικαιώματα έχει ήδη αρχίσει και αντικατοπτρίζεται σε μία ρηξικέλευθη μελέτη της Διεθνούς Αμνηστίας. Από την πλευρά της ζήτησης μπορούμε να θέσουμε εκτός νόμου τις αγορές μελλοντικών ανθρώπινων συμπεριφορών και έτσι να περιορίσουμε τα οικονομικά κίνητρα που διατηρούν υψηλά τα κατασκοπευτικά μερίσματα. Δεν πρόκειται για καμιά ριζοσπαστική πρόταση. Ας σκεφτούμε ότι χώρες θέτουν εκτός νόμου το εμπόριο ανθρώπινων οργάνων, παιδιών και σκλάβων. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις αναγνωρίζουμε ότι αυτού του τύπου οι αγορές είναι ηθικά ειδεχθείς, ενώ παράλληλα έχουν απολύτως προβλέψιμες βίαιες επιπτώσεις. Οι αγορές των μελλοντικών μας συμπεριφορών μπορούν να παράγουν εξίσου προβλέψιμα αποτελέσματα που απειλούν την ανθρώπινη ελευθερία και υπονομεύουν τη δημοκρατία. Όπως τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου και οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, έτσι και το επενδυτικό κεφάλαιο της παρακολούθησης θα αποτελέσει το νέο τοξικό προϊόν.

Προκειμένου να υποστηρίξουν ένα νέο τοπίο ελεύθερου ανταγωνισμού, οι νομοθέτες θα χρειαστεί να προασπίσουν νέες μορφές συλλογικής δράσης. Κατά τον ίδιο τρόπο που σχεδόν έναν αιώνα πριν η νομική προστασία του δικαιώματος στην οργάνωση, την απεργία και τη συλλογική διαπραγμάτευση ένωσε νομοθέτες και εργαζόμενους στην προσπάθεια περιορισμού της εξουσίας του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Οι νομοθέτες πρέπει να αναζητήσουν συμμαχίες με πολίτες που ανησυχούν βαθιά για την ανεξέλεγκτη εξουσία των κατασκοπευτικών καπιταλιστών και με εργαζόμενους που ζητούν δίκαιους μισθούς και μία σχετική εργασιακή ασφάλεια, αρνούμενοι να συμμορφωθούν με τις συνθήκες επισφαλούς εργασίας που χαρακτηρίζουν την κατασκοπευτική οικονομία.

Οτιδήποτε έχει δημιουργηθεί από ανθρώπους μπορεί να εξαφανιστεί από ανθρώπους. Ο καπιταλισμός της επιτήρησης είναι νέος, οικοδομείται εδώ και λιγότερο από μία 20ετία, αλλά η δημοκρατία είναι παλιά. Έχει ρίζες σε πολλές γενιές ελπίδας και αγώνων. Οι κατασκοπευτικοί καπιταλιστές είναι πλούσιοι και ισχυροί, αλλά δεν είναι άτρωτοι. Η αχίλλειος πτέρνα τους είναι ο φόβος. Φοβούνται τους νομοθέτες που δεν τους φοβούνται. Φοβούνται τους πολίτες που αξιώνουν ένα νέο δρόμο προς το μέλλον διεκδικώντας νέες απαντήσεις σε παλιές ερωτήσεις: Ποιος θα γνωρίζει; Ποιος θα αποφασίζει ποιος θα γνωρίζει;

Ποιος θα αποφασίζει ποιος θα αποφασίζει; Ποιος θα γράφει τη μουσική και ποιος θα τη χορεύει;

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More