Αυτή είναι η ιστορία της περίφημης βρετανικής εταιρείας Bell Pottinger
Η εταιρεία Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας με την πιο αμφιλεγόμενη
λίστα πελατών στη βιομηχανία των δημοσίων σχέσεων, που «ξέπλενε» το
όνομα δικτατόρων, ολιγαρχών, αλλά και διασήμων που διέπραξαν εγκλήματα
(όπως η περίπτωση του Όσκαρ Πιστόριους) και μεταξύ άλλων, είχε
προσληφθεί από το αμερικανικό Πεντάγωνο για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων
και βίντεο προπαγάνδας (μέχρι και σενάριο σαπουνόπερας στα αραβικά) στον
πόλεμο του Ιράκ, στάθηκε ανίκανη να «ξεπλύνει» τον ίδιο της το όνομα.
Αυτή είναι η ιστορία της περίφημης βρετανικής εταιρείας
Bell Pottinger,
με έδρα το Λονδίνο (ο Guardian είχε χαρακτηρίσει το Λονδίνο ως την
«παγκόσμια πρωτεύουσα ‘ξεπλύματος’ φήμης»), που τον Σεπτέμβριο του 2017,
κατέρρευσε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση μετά τη
«βρόμικη καμπάνια» της στη
Νότια Αφρική.
Η καμπάνια πυροδότησε τις μεγαλύτερες φυλετικές εντάσεις από
την εποχή του απαρτχάιντ για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων
επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων.
Στις 14 Ιανουαρίου 2016, τέσσερις συνεργάτες της Bell Pottinger, μίας
από τις κορυφαίες εταιρίες δημοσίων σχέσεων του Λονδίνου, έφτασαν στο
Γιοχάνεσμπουργκ για μία συνάντηση με έναν υποψήφιο μεγάλο πελάτη, την
Oakbay Investments, εταιρεία που ελέγχεται από τους
Atul, Ajay και Tony Gupta, τρεις από τους πιο ισχυρούς επιχειρηματίες της Νοτίου Αφρικής.
Οι αδελφοί Guptas, ο όμιλος επιχειρήσεων των οποίων περιλαμβάνει
εταιρείες που ασχολούνται από την εξόρυξη ουρανίου έως τον Τύπο,
διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τον
Jacob Zuma, πρόεδρο
της Νότιας Αφρικής. Η σχέση αυτή, που εξασφάλιζε τεράστια κέρδη και
επιρροή, ήταν γνωστή τοις πάσι. Εκτός των άλλων, τρία μέλη της
οικογένειας Zuma εργάζονταν στις επιχειρήσεις της οικογένειας Gupta.
Εξού και ο Τύπος αναφερόταν σε αυτή την ιδιότυπη σχέση ως «καθεστώς
Zupta» (από τον συγκερασμό των ονομάτων Zuma και Guptas).
Το 2015, χιλιάδες Νοτιοαφρικανοί κατέκλυσαν τους δρόμους της
πρωτεύουσας διαμαρτυρόμενοι σε μεγάλης κλίμακας διαδηλώσεις εναντίον του
προέδρου Ζούμα και της κυβέρνησής του την οποία κατήγγειλαν ως
«ανίκανη» και «διεφθαρμένη», κατηγορώντας επιπροσθέτως τους (γεννημένους
στην Ινδία) Guptas ότι επί της ουσίας αποτελούν μία «
σκιώδη κυβέρνηση»
που διορίζει υπουργούς ανάλογα με τα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Τον
περασμένο Δεκέμβριο, σύμβουλος της BNP Paribas Securities South Africa
δήλωνε στο Bloomberg News ότι η σχέση μεταξύ Zuma και Guptas ήταν
«εξαιρετικά ανησυχητική», σημειώνοντας: «Πρόκειται για μία κατάσταση που
υπερβαίνει την κατάχρηση επιρροής».
Ο Tony Gupta ήταν παρών στη συνάντηση του Γιοχάνεσμπουργκ, όπως και ο
Tim Bell, εκ των ιδρυτών της Bell Pottinger. Ο λόρδος Μπελ, ίσως η πιο
γνωστή φιγούρα στον τομέα των δημοσίων σχέσεων στη Βρετανία, εργαζόταν
στη Νότιο Αφρική επί δεκαετίες -μεταξύ άλλων είχε χρηματίσει και
σύμβουλος του προέδρου
Φεντερίκ Ντε Κλερκ, του τελευταίου προέδρου του απαρτχάιντ.
Σύμφωνα με το
New Yorker,
ο Bell θυμάται τον Tony Gupta να φλυαρεί επί μιάμιση ώρα για το πόσο
υπέροχα ένιωθε «για τα πολλά χρήματα που είχε βγάλει, για το γεγονός ότι
δεν χρειαζόταν να βγάλει περισσότερα και για το ότι ήταν απλά ένας
καλός άνθρωπος που είχε πολύ στενούς δεσμούς με την κυβέρνηση και
γνώριζε τον Ζούμα πολύ καλά».
Ο Gupta ζήτησε βοήθεια από την Bell Pottinger για μία καμπάνια που
είχε στόχο -κατά τα λεγόμενά του- την ανάδειξη της οικονομικής
ανισότητας στη Νότια Αφρική. Σκοπός ήταν να πειστούν οι έγχρωμοι
Νοτιοαφρικανοί ότι ήταν πολύ πιο φτωχοί από ό,τι θα έπρεπε, κυρίως
εξαιτίας της τεράστιας δύναμης των μεγάλων εταιρειών που κατέχουν
λευκοί. Η καμπάνια, είπε ο Gupta, όχι μόνο θα ήταν επωφελής για τη
χώρα, αλλά επιπλέον, θα ενίσχυε την οικονομική θέση της οικογένειάς του,
παρουσιάζοντας τους αδελφούς όχι ως παντοδύναμους ολιγάρχες, αλλά ως
outsiders που είναι «αντιστάθμισμα» στη λευκή υπεροχή.
Στις 18 Ιανουαρίου, ο Bell έστειλε μέιλ στον CEO της Bell Pottinger,
James Henderson, περιγράφοντας το πλαίσιο της καμπάνιας ως ένα θέμα
«οικονομικής χειραφέτησης» και γράφοντας ότι «το ταξίδι στέφθηκε με
μεγάλη επιτυχία». Παρά τον ανταγωνισμό, η Bell Pottinger πήρε το
συμβόλαιο και η Oakbay συμφώνησε σε μία μηνιαία αμοιβή 130.000 δολαρίων
συν τα έξοδα, για μία τρίμηνη δοκιμαστική περίοδο. Πέρα από την έναρξη
της καμπάνιας, η Bell Pottinger θα παρείχε υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων
στην Oakbay -συμπεριλαμβανομένων θεμάτων επικοινωνίας σε «καταστάσεις
κρίσης».
Η δουλειά της Bell Pottinger στη Νότια Αφρική περιελάμβανε τη
δημοσίευση -πάντα μυστικά και συγκαλυμμένα- άρθρων, αναρτήσεων και
tweets που υπονοούσαν ότι οι αντίπαλοι των Guptas ήταν υποστηρικτές
ενός «ρατσιστικού συστήματος».
Η καμπάνια ξεκίνησε το 2016. Μεταξύ άλλων,
δημιουργήθηκαν πάνω από 100 ψεύτικοι λογαριασμοί στο Twitter, οι οποίοι έκαναν αναπαραγωγή περιεχομένου από άλλους λογαριασμούς Twitter με ονόματα όπως
@economycapture.
Τα δημοφιλή hashtags περιελάμβαναν τα #WhiteMonopolyCapital και
#RespectGuptas. Η εκστρατεία περιελάμβανε περίπου 220.000 tweets.
Οι τακτικές της Bell Pottinger αποκαλύφθηκαν όταν ήρθε στο φως ο σκοτεινός ρόλος των αδελφών στην κυβέρνηση Zuma. Η
καμπάνια εκφοβισμού της
Bell Pottinger σήμανε το τέλος της εταιρείας, που παρά το γεγονός ότι
δούλευε για να κρατάει καθαρή τη φήμη των πελατών της, δεν μπόρεσε να
διασώσει τη δική της φήμη. Σημειώνεται ότι, η αξία της Bell Pottinger το
2012 υπολογιζόταν σε 40 εκατ. δολάρια.
Με τη «λύκαινα» Θάτσερ
Η Bell Pottinger ιδρύθηκε από τον Bell και τον επί μακρόν συνεργάτη
του, Piers Pottinger. Ο Bell ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στη διαφήμιση
τη δεκαετία του ‘60 και εντάχθηκε στο δυναμικό της εταιρείας Saatchi
& Saatchi το 1970. Εννέα χρόνια αργότερα ανέλαβε τη συντηρητική
Μάργκαρετ Θάτσερ,
«τη λύκαινα» (She-wolf), όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά, την οποία
βοήθησε να κερδίσει τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Στις δημόσιες σχέσεις
μπήκε τη δεκαετία του 1980, αναλαμβάνοντας πολιτικούς, βασιλείς,
διασημότητες και κυβερνήσεις. Όπως λέει ο ίδιος στον New Yorker «αυτό
που κάναμε τότε ήταν να μετατοπίσουμε το κέντρο βάρους έτσι ώστε οι
σύμβουλοι δημοσίων σχέσεων να μην περιορίζονται στην αποστολή δελτίων
Τύπου, αλλά να χαράσσουν στρατηγική αξιώσεων».
«
Η ηθική είναι δουλειά των παπάδων»
Ο Bell δεν δίστασε μπροστά σε τίποτα και κανέναν. Το 1989, στη Χιλή, ανέλαβε την προεκλογική εκστρατεία του
Hernán Büchi, πρώην υπουργού Οικονομικών του δικτάτορα στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ.
(Ο Μπούτσι έχασε τις εκλογές.) Ο Bell ανέλαβε και το Ίδρυμα Pinochet,
το οποίο, το 1998, επιχείρησε να μπλοκάρει την έκδοση του Πινοσέτ στην
Ισπανία, η οποία είχε εκδώσει διεθνές ένταλμα σύλληψης εις βάρος του με
κατηγορίες για μαζικές δολοφονίες και βασανιστήρια των πολιτικών του
αντιπάλων.
Μεταξύ των περιβόητων πελατών του ήταν ο
Αλεξάντερ Λουκασένκο, «ισόβιος πρόεδρος» της Λευκορωσίας, η
Άσμα αλ Άσαντ, σύζυγος του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. και εκπρόσωποι της κυβέρνησης του
Μπαχρέιν. Όπως γράφουν οι New York Times, ο 77χρονος πλέον Bell είχε πει σε πρόσφατη συνέντευξή του: «
Η ηθική είναι δουλειά των παπάδων.
Όχι των συμβούλων δημοσίων σχέσεων». Ο «βασικός μισθός» του Bell ήταν
1,5 εκατ. δολάρια τον χρόνο, συν παροχές, συν έξτρα μετρητά για πάσης
φύσεως έξοδα. Όμως, μετά πολλών ενδιάμεσων επεισοδίων, η σχέση των Bell
και Henderson, όταν στις αρχές του 2016 έγινε η συνάντηση στη Νότια
Αφρική, ήταν σε οριακό σημείο.
Η αντίστροφη μέτρηση
Οι εσωτερικές αντιπαλότητες στην εταιρεία είχαν σε τέτοιο βαθμό
απορροφήσει τα κορυφαία στελέχη της Bell Pottinger, ώστε ουδείς
αναμείχθηκε στην απόφαση εκπροσώπησης των αδελφών Guptas όσον αφορά την
αξιολόγηση ρίσκου και μάλιστα σύμφωνα με τον Henderson, τουλάχιστον τους
τρεις πρώτους μήνες δεν είχε ενημέρωση για τη φήμη του νέου αυτού
πελάτη. Παρά ταύτα, την περίοδο εκείνοι, οι αδελφοί Gupta απασχολούσαν
τον Τύπο σε καθημερινή βάση. Σύμφωνα δε, με δύο πρώην συνεργάτης της
εταιρείας, ο Tony Gupta είχε θέσει έναν όρο, ότι δεν ήθελε ποτέ ξανά να
συναντηθεί με τον Bell, επειδή τον θεωρούσε αντιπαθητικό. Έτσι, ο Bell
επέβλεπε τη «δουλειά» από το Λονδίνο. Σύμφωνα με εσωτερικά έγγραφα της
εταιρείας, οι Guptas ζήτησαν ανάμεσα σε άλλα από τη Bell Pottinger να
πλασάρει τον γιο του προέδρου Ζούμα, Duduzane Zuma ως επιχειρηματία, ενώ
παράλληλα, η εταιρεία άρχισε να «περνάει» δημοσιεύματα που μιλούσαν για
«οικονομικό απαρτχάιντ». Ένα από τα πρόσωπα που μπήκαν στο στόχαστρο
της καμπάνιας ήταν και ο Νοτιοαφρικανός πρόεδρος του οίκου ειδών
πολυτελείας Richemont, Γιόχαν Ρούπερτ.
Αλλά, η αντίστροφή μέτρηση είχε ήδη αρχίσει.
Τον Μάρτιο του 2017, η ιστοσελίδα του Κομουνιστικού Κόμματος της
Νότιας Αφρικής δημοσίευσε μία ανυπόγραφη «μυστηριώδη έκθεση» 21 σελίδων
για την δουλειά της Bell Pottinger για τους Guptas, επισημαίνοντας ότι
πρόκειται για την επιχείρηση πίσω από hashtags, όπως #HandsofftheGuptas
και μια σειρά από ψεύτικων λογαριασμών στα κοινωνικά δίκτυα. Ο
Henderson εξέδωσε ένα δελτίο Τύπου στο οποίο έγραφε ότι η έκθεση
περιείχε δηλώσεις που ήταν «εντελώς αναληθείς».
Τον Μάιο του 2017, περισσότερα από 100.000 emails σχετικά με τους
Γκούπτα διέρρευσαν στα μέσα ενημέρωσης. Μεταξύ αυτών ήταν μηνύματα που
περιέγραφαν τη δουλειά της Bell Pottinger για την Oakbay. Τα ηλεκτρονικά
μηνύματα φαίνεται ότι προέρχονταν από ένα διακομιστή της Sahara
Computers, μιας από τις εταιρείες των Guptas. Το hashtag
#bellpottingermustfall έγινε δημοφιλές στο Twitter, και οι υπάλληλοι της
Bell Pottinger άρχισαν να λαμβάνουν μηνύματα μίσους.
Τον Ιούλιο του 2017 όταν όλα είχαν βγει ήδη στο φως, η Bell Pottinger
έγινε σύμβολο μίσους για τους Νοτιοαφρικανούς, αλλά στη Βρετανία το
σκάνδαλο δεν είχε ανέβει ψηλά στις ειδήσεις, μέχρι που έγινε καταγγελία
στην Ένωση «Public Relations and Communications Association», η οποία
στις 4 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε ότι η εταιρεία παραβίασε τον κώδικα
δεοντολογίας και η Bell Pottinger τιμωρήθηκε με διαγραφή πέντε ετών. Ο
Henderson, ο οποίος γνώριζε εκ των προτέρων την ετυμηγορία, παραιτήθηκε
μία ημέρα πριν από την ανακοίνωση.
Στα μέσα του περασμένου Φεβρουαρίου, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για
τον Ajay Gupta με την κατηγορία της διαφθοράς. Ήταν αργά: Αυτός και οι
αδελφοί του είχαν ήδη διαφύγει στο εξωτερικό. Επιπλέον, σύμφωνα με τους
Financial Times το FBI ανακοίνωσε ότι διερευνά τις παράνομες επιχειρηματικές δραστηριότητες τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις 14 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, Jacob Zuma
παραιτήθηκε, υπονοώντας στην ομιλία του ότι υπήρξε θύμα συνωμοσίας.
Μετά το τεράστιο σκάνδαλο, ο Henderson ίδρυσε νέα εταιρεία PR.
Κατάφερε να κλείσει κάποιους πελάτες, αλλά ακόμη και οι πρώην σύμμαχοι
του, ήξεραν ότι, επαγγελματικά είχε τελειώσει. «
Μια εταιρεία δημοσίων σχέσεων που δεν μπορεί να διαχειριστεί τη δική της φήμη δεν αξίζει και πολλά στην αγορά» είχε δηλώσει ένας από αυτούς.
tvxs.gr