Ο Βόλφγκανγκ
Αμαντέους Μότσαρτ (γερμ.: Wolfgang Amadeus Mozart, βαφτίστηκε Johannes
Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart) (Σάλτσμπουργκ, 27 Ιανουαρίου 1756 –
Βιέννη, 5 Δεκεμβρίου 1791) είναι ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες
κλασικής μουσικής.
Μαζί με τον
Γιόζεφ Χάυντν , τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν και τον Φραντς Σούμπερτ αποτελούν
τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λεγόμενου βιεννέζικου κλασικισμού , του
κλασικισμού και τη λεγόμενη «Πρώτη Σχολή της Βιέννης» . Συνέθεσε περισσότερα
από 600 έργα, μουσική δωματίου, συμφωνική και εκκλησιαστική μουσική, καθώς και
μικρότερες συνθέσεις: παραλλαγές, φαντασίες, σονάτες, άριες κ.α.
Ο Βόλφγκανγκ
Αμαντέους Μότσαρτ ήταν γιος του Γιόχαν Γκέοργκ Λέοπολντ Μότσαρτ (Johann Georg
Leopold Mozart) και της Άννα Μαρία Βαλμπούργκα Περτλ (Anna Maria Walburga
Pertl), γεννημένος στην οδό Getreidegasse, στον αριθμό 9, στο Σάλτσμπουργκ, την
πρωτεύουσα της Αρχιεπισκοπής του Σάλτσμπουργκ στη σημερινή Αυστρία, τότε Αγία
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το μόνο από τα αδέλφια του που επέζησε της παιδικής του
ηλικίας ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του, Μαρία Άννα (1751-1829), η οποία είχε το
ψευδώνυμο «Ναννέρλ». Υπήρξε και εκείνη μουσικός, ενώ βέβαιη θεωρείται η συμβολή
της στο να εμπνεύσει στον αδελφό της το ενδιαφέρον για τη μουσική.
Ο Μότσαρτ βαπτίστηκε
την επόμενη ημέρα της γέννησής του στον Καθεδρικό του Αγίου Ρούπερτ. Η πράξη
της βάπτισης δίνει το όνομα του στα Λατινικά Joannes Chrysostomus Wolfgangus
Theophilus Mozart. Τα δύο πρώτα ονόματα μαρτυρούν πως η ημέρα γέννησής του
συνέπεσε με τη γιορτή του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, ακολουθώντας έτσι την
παράδοση της καθολικής εκκλησίας. Βόλφγκανγκ ήταν το όνομα του παππού του, από
την πλευρά της μητέρας του, ενώ Θεόφιλος ονομαζόταν ο νονός του, Joannes
Theophilus Pergmayr, έμπορος στο επάγγελμα. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ενίοτε το
γερμανικό όνομα Gottlieb αντί του Theophilus, πιο συχνά όμως τα ιταλικά ονόματα
Αμαντέο ή Αμαντέ.
Ο πατέρας
του (1719-1787) ήταν από το Άουγκσμπουργκ. Ήταν αναπληρωτής διευθυντής της
ορχήστρας στην αυλή του Αρχιεπισκόπου του Σάλτσμπουργκ, μέτριος συνθέτης και
έμπειρος δάσκαλος. Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Μότσαρτ, ο πατέρας του εξέδωσε ένα
εγχειρίδιο για βιολί υπό τον τίτλο «Versuch einer gründlichen Violinschule», το
οποίο γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία.
Σε αντίθεση με τις συνθέσεις του, το
εγχειρίδιο είχε διεθνή απήχηση και μεταφράστηκε στη γαλλική και ολλανδική
γλώσσα.
Όταν η
Ναννέρλ ήταν επτά ετών, ξεκίνησε μαθήματα αρμονίου με τον πατέρα της ενώ ο
τρίχρονος αδελφός της τους παρακολουθούσε. Χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του
αδελφού της, είχε πει:
“Περνούσε
συχνά πολύ χρόνο στο πιάνο χτυπώντας πλήκτρα και η ευχαρίστησή του έδειχνε πότε
κάτι του ακουγόταν καλό. [...] Όταν ήταν τεσσάρων χρονών ο πατέρας άρχισε να
του διδάσκει κάποια μινουέτα και κομμάτια στο πιάνο, σαν παιχνίδι. [...]
Μπορούσε να τα παίζει άψογα και με τη μεγαλύτερη λεπτότητα, κρατώντας πάντα
τέλεια το μέτρο”.
Στην ηλικία
των πέντε ετών, συνέθετε ήδη μικρά κομμάτια, τα οποία έπαιζε στον πατέρα του, ο
οποίος τα κατέγραφε. Αυτά τα πρώτα κομμάτια, κατάγραφηκαν στο μουσικό βιβλίο
Nannerl Notenbuch.
Οι
δεξιότητες του νεαρού Μότσαρτ υπήρξαν μοναδικές. Εκτός από την εξαιρετική
τεχνική του στο πιάνο, στο όργανο και στο βιολί, είχε την ικανότητα να
αποστηθίζει πληθώρα συνθέσεων με φαινομενική ευκολία, ενώ αξιοσημείωτη ήταν
επίσης η ικανότητά του να αυτοσχεδιάζει πάνω σε ένα μουσικό θέμα χωρίς
προετοιμασία.
Ο βιογράφος
Μέηναρντ Σόλομον σημειώνει ότι, ενώ ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ένας αφοσιωμένος
δάσκαλος για τα παιδιά του, ενδεχομένως σε υπερβολικό βαθμό, υπάρχουν
αποδείξεις ότι ο Μότσαρτ συνήθιζε προχωράει παραπέρα από ό,τι του δίδασκε ο
πατέρας του. Η πρώτη σύνθεση, γεμάτη μουντζούρες από μελάνι, και οι πρώτες του
προσπάθειες με το βιολί αποτέλεσαν δική του πρωτοβουλία και εξέπληξαν τον
πατέρα του.
Ήδη σε
ηλικία έξι ετών, κατέγραφε ο ίδιος τις συνθέσεις του. Ο πατέρας του εγκατέλειψε
τελικά τη σύνθεση όταν έγιναν εμφανή τα μουσικά ταλέντα του γιου του. Στα πρώτα
του χρόνια, ο πατέρας του Μότσαρτ ήταν ο μοναδικός του δάσκαλος. Εκτός από
μουσική δίδασκε στα παιδιά του ξένες γλώσσες και άλλα μαθήματα.
Παρουσιάστηκε
στο κοινό, μαζί με την αδελφή του Μαρία Άννα, σαν ένα «παιδί θαύμα», για πρώτη
φορά το Σεπτέμβριο του 1761 στο πανεπιστήμιο του Σάλτσμπουργκ.
Το πρώτο
ταξίδι για συναυλίες του νεαρού Μότσαρτ τον οδήγησε τον Ιανουάριο 1762 στο
Μόναχο, ένα νεώτερο από το Σεπτέμβριο μέχρι το Δεκέμβριο του 1762 μέσω Πάσαου
και Λιντς στη Βιέννη. Εκεί έπαιξε μπροστά στην αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία,
ανακοινώνοντας μάλιστα πως θα παντρευόταν την αρχιδούκισσα Μαρία Αντουανέτα,
μετέπειτα βασίλισσα της Γαλλίας. Η αυτοκράτειρα του χάρισε ένα παιδικό
κοστούμι.
Ταξιδεύοντας
για το Παρίσι, επισκέφτηκε για συναυλίες τη Φρανκφούρτη, το Μάιντζ, το Άαχεν
και άλλες πόλεις ως προσκεκλημένος Γερμανών ηγεμόνων, φθάνοντας τελικά στη
γαλλική πρωτεύουσα στις 18 Νοεμβρίου 1763. Από την αλληλογραφία του Λέοπολντ
Μότσαρτ πληροφορούμαστε για την επιτυχία του ταξιδιού στο Παρίσι, την εγκάρδια
υποδοχή της βασίλισσας και τη γνωριμία με τους συνθέτες Γιόχαν Σόμπερτ (Johann
Schobert) και Γιόχαν Γκότφριντ Έκαρντ (Johann Gottfried Eckard).
Επόμενος
σταθμός υπήρξε το Λονδίνο, όπου έφτασε στις 23 Απριλίου 1764 και παρέμεινε για
δεκαπέντε μήνες. Εκεί, υποδέχτηκε τα δύο «παιδιά θαύματα» ο Γεώργιος Γ΄
πληρώνοντας για την επίσκεψή τους το ποσό των 24 γουινέων. Αυτά τα ταξίδια
έδωσαν την ευκαιρία να συναντηθεί ο Μότσαρτ με σημαντικούς μουσικούς της εποχής
του. Ο σπουδαιότερος από αυτούς ήταν στο Λονδίνο ο Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ένας
από τους γιους του μεγάλου Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος και επηρέασε
σημαντικά τον Μότσαρτ στη σταδιοδρομία του. Στο Παρίσι τυπώθηκαν τα πρώτα έργα
(σονάτες) του Μότσαρτ ενώ κατά την αναχώρησή του από το Λονδίνο τον Ιούλιο του
1765, παρουσίασε το χειρόγραφο ενός χορωδιακού κομματιού σε τέσσερα μέρη στο
Βρετανικό Μουσείο.
Ακολούθησαν
συναυλίες στη Χάγη το Σεπτέμβριο του 1765, ξανά στο Παρίσι το Μάιο του 1766
όπου παρέμεινε για δύο μήνες και αργότερα στη Λυόν, τη Γενεύη καταλήγοντας εν
τέλει στο Μόναχο.
Ο Μότσαρτ
είχε εντατικοποιήσει ήδη κατά το τελευταίο ταξίδι συναυλιών τις εργασίες του
στη σύνθεση και προσπάθησε να παρέμβει και στη μουσική ζωή της γενέτειράς του:
συνέθεσε την όπερα Apollo und Hyacinthus που παίχτηκε στο θέατρο του
πανεπιστημίου της πόλης και την πρώτη πράξη του ορατορίου Die Schuldigkeit des
ersten Gebots (σε συνεργασία με τον Μίχαελ Χάυντν και τον Αντόν Αντλγκάσερ).
Κατά τη
διάρκεια της δεύτερης μεγάλης επίσκεψής του στη Βιέννη (Σεπτέμβριος 1767 –
Ιανουάριος 1769) διηύθυνε μεν ο Μότσαρτ με επιτυχία μία Λειτουργία για το
Ορφανοτροφείο (Waisenhausmesse) και παρουσίασε την όπερα Bastien und Bastienne
στη βίλα του γιατρού F. A. Mesmer, δεν βρήκε όμως ανταπόκριση στην
Αυτοκρατορική Αυλή.
Συνέθεσε
επίσης την κωμική όπερα με τίτλο La finta semplice, κατόπιν παραγγελίας του
αρχιεπισκόπου. Αν και αρχικά υποστηρίχτηκε από τον Κ. Β. Γκλουκ, ο τελευταίος
στη συνέχεια εξέφρασε αντιρρήσεις για το εγχείρημα και η όπερα απορρίφθηκε από
τον θεατρικό διευθυντή Giuseppe d’Affligio. Παρουσιάστηκε τελικά την 1η Μαΐου
1769 στο Σάλτσμπουργκ.
Μετά από
σχεδόν ετήσια παραμονή στο Σάλτσμπουργκ, ξεκίνησαν πατέρας και γιος Μότσαρτ για
την Ιταλία. Ο νεαρός Μότσαρτ ήταν ήδη από τον Οκτώβριο 1769 διευθυντής
συναυλίας στην ορχήστρα του αρχιεπισκόπου στο Σάλτσμπουργκ. Δεν επρόκειτο
βέβαια πια για περιοδεία ενός εντυπωσιακού παιδιού αλλά για υλοποίηση μιας
συνήθειας των μουσικών της εποχής: Σε κάθε μεγάλη πόλη δίνονταν συναυλίες, μετά
από πρόσκληση ευγενών, με την ελπίδα να εισπραχθούν δώρα και αναθέσεις ειδικών
συνθέσεων, έναντι αμοιβής. Ο Μότσαρτ συνάντησε σ’ αυτό το ταξίδι τους γνωστούς
μουσικούς της εποχής N. Piccini, G.B. Sammartini και τον πατέρα G.B. Martini
(στον οποίο έδωσε κατά την επιστροφή του εξετάσεις) και τους διάσημους
καστράτους C. Farinelli και G. Manzuoli. Στη Ρώμη απονεμήθηκε στο νεαρό συνθέτη
από τον Πάπα ένα παράσημο και έγινε δεκτός σε τάγμα ιπποτών (στον Γκλουκ
απονεμήθηκε το ίδιο παράσημο, αλλά έγινε δεκτός στο τάγμα με ένα βαθμό
χαμηλότερα).
Στις 26
Δεκεμβρίου του 1770 παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στο Teatro Regio Ducale
του Μιλάνου η όπερα Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου (21 επαναλήψεις). Το Μάρτιο
του 1771 ολοκληρώθηκε το πρώτο ταξίδι στην Ιταλία. Στον Μότσαρτ είχαν δοθεί στη
διάρκεια αυτού του ταξιδιού μερικές παραγγελίες για συνθέσεις (για την Πάδοβα,
το Μιλάνο και τη Βενετία) και έτσι υπήρχε λόγος να ετοιμαστεί το δεύτερο ταξίδι
του. Περίπου 5 μήνες αργότερα ξεκίνησε πάλι από το Σάλτσμπουργκ για την Ιταλία,
όπου έμεινε μέχρι το Δεκέμβριο του 1771.
Αυτή την
εποχή δημιουργήθηκαν το ορατόριο La betulia liberata, κατά παραγγελία του
πρίγκιπα της Αραγονίας Δον Τζουζέπε Χιμένες, και η σερενάτα Ascanio in Alba για
το Μιλάνο, με αφορμή το γάμο του αρχιδούκα Φερδινάνδου και της πριγκίπισσας
Μαρίας Βεατρίκης της Μοντένα.
Το ορατόριο,
σε λιμπρέτο του Πιέτρο Μεταστάζιο, τελικά δεν παρουσιάστηκε ποτέ δημόσια. Από
τον Οκτώβριο 1772 μέχρι το Μάρτιο 1773 πραγματοποιήθηκε το τρίτο ταξίδι του
Μότσαρτ στην Ιταλία. Κατά τη διάρκειά του παρουσιάστηκε η όπερα Lucio Silla στο
Μιλάνο, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία σε 26 παραστάσεις.
Λίγο μετά
την επιστροφή πατέρα και γιου από το δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία πέθανε ο
επίσκοπος- πρίγκιπας του Σάλτσμπουργκ , Sigismund von Schrattenbach.
Ο νέος
εργοδότης της οικογένειας Μότσαρτ, Hieronymus Graf Colloredo, για του οποίου
την ενθρόνιση ο νεαρός συνθέτης έγραψε το έργο “Il sogno di Scipione”, δεν ήταν
ένας πρίγκιπας με νοοτροπία του μπαρόκ, όπως ο Schrattenbach, αλλά εκπρόσωπος
του διαφωτισμού, με κλίση προς τις ανανεωτικές ιδέες του γιοζεφινισμού (από το
όνομα του αυτοκράτορα Josef (Ιωσήφ)).
Η επόμενη
παραμονή του Μότσαρτ στο Σάλτσμπουργκ διακόπηκε μόνο από ταξίδια στη Βιέννη και
στο Μόναχο. Αυτή την εποχή ανέπτυξε ο συνθέτης ακόμα περισσότερο την συνθετική
τεχνική του, πράγμα που ενισχύθηκε από τη συνάντηση και γνωριμία του με τον
Ιωσήφ Χάυδν στη Βιέννη. Αυτή η γνωριμία έμελλε να μετουσιωθεί μουσικά σε έργα
που απετέλεσαν την πρώιμη περίοδο του βιεννέζικου κλασικισμού. Αυτή την εποχή
απέκτησε η ενόργανη μουσική του Μότσαρτ (συμφωνίες, κοντσέρτα, σερενάτες)
μεγαλύτερη σημασία, δίπλα στην εκκλησιαστική μουσική του που προέκυπτε από την
υπαλληλική σχέση του στην αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ.
Ένα νεώτερο
ταξίδι του Μότσαρτ στο Παρίσι (Σεπτ. 1777 μέχρι Ιαν. 1779), το τελευταίο μεγάλο
ταξίδι συναυλιών του συνθέτη, αφενός σκιάστηκε από το θάνατο της μητέρας του
στις 3 Ιουλίου 1778, η οποία τον συνόδευε, αφετέρου δεν απετέλεσε μία
καλλιτεχνική επιτυχία, η οποία θα συνοδευόταν από τον περιπόθητο διορισμό σε
κάποια Αυλή. Αντίθετα, έχασε και τη θέση του στο Σάλτσμπουργκ, μετά από
αντιδικία με τον αρχιεπίσκοπο. Ο συνθέτης επαναπροσλήφθηκε μεν μετά από παρέμβαση
του πατέρα του, αλλά η επόμενη σύγκρουση ήταν θέμα χρόνου. O Μότσαρτ δεν είχε
σκοπό να υποταγεί στο πρωτόκολλο της Αυλής, το οποίο βέβαια δεν προέβλεπε
ρυθμίσεις για μία μουσική ιδιοφυΐα.
Λίγο πριν
από την αναχώρηση για τη Βιέννη ολοκληρώθηκε η όπερα “Idomeneo” (1780-81) που
προοριζόταν για το Μόναχο. Από τον Μάρτιο 1781 βρισκόταν ο Μότσαρτ στη Βιέννη,
όπου κορυφώθηκε η σύγκρουσή του με τον αρχιεπίσκοπο, κατάληξη της οποίας ήταν
στις αρχές Ιουνίου η παραίτηση/απόλυσή του.
Το ξεκίνημα
του Μότσαρτ στη Βιέννη ήταν ελπιδοφόρο. Σ’ ένα από τα πολλά γράμματα στον
πατέρα του έγραφε ότι εδώ είναι το σωστό πεδίο δράσης γι’ αυτόν και μπορεί να
βρει όσους μαθητές ήθελε για διδασκαλία. Ο Μότσαρτ άρχισε να συνθέτει μανιωδώς
– περίπου τα μισά από τα έργα του γράφτηκαν στα 10 χρόνια της παραμονής του στη
Βιέννη. Σύντομα παρουσιάστηκε σαν διοργανωτής συναυλιών, σαν βιρτουόζος
πιανίστας αλλά και σαν μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες) σαν
μαέστρος σαν σημαντικός συνθέτης.
Ένα
σημαντικό βήμα του Μότσαρτ για την αποδοχή του από την αυτοκρατορική Αυλή
απoτέλεσε η επιτυχία του με την όπερα “Η απαγωγή από το σεράι” τον Ιούλιο του
1782.
Το ίδιο έτος
παντρεύτηκε με την Konstanze Weber, νεώτερη αδελφή της νεανικής αγάπης του
Αλοΰσια. Αυτός ο γάμος δεν βελτίωσε τη σχέση με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν
πικραμένος από την εποχή της σύγκρουσης του γιου του με τον αρχιεπίσκοπο. Μέχρι
το 1785 ο Μότσαρτ συνέθετε κυρίως έργα για πιάνο και μουσική δωματίου (μεταξύ
άλλων τα 6 κουαρτέτα εγχόρδων που αφιέρωσε στον Ιωσήφ Χάυδν). Ιδιαίτερα τα
κοντσέρτα για πιάνο του Μότσαρτ βρήκαν σημαντική ανταπόκριση στο βιεννέζικο
κοινό και αποτελούν μέχρι σήμερα κορυφαίες δημιουργίες, τόσο του ίδιου του
συνθέτη, όσο και του μουσικού αυτού είδους γενικότερα.
Η συνεργασία
του Μότσαρτ με τον Λορέντσο ντα Πόντε, περίπου από το 1784-85, μετατοπίζει το
κέντρο βάρους των συνθετικών δραστηριοτήτων του μεγάλου συνθέτη προς όφελος του
δραματικού μουσικού είδους. Αυτή η μεταστροφή ήταν πολύ παρακινδυνευμένη για
την καριέρα του Μότσαρτ, δεδομένου ότι ο ντα Πόντε, όταν ρωτήθηκε πόσα σενάρια
για όπερες είχε γράψει μέχρι τότε, απάντησε αποστομωτικά στον αυτοκράτορα
Ιωσήφ: “Κανένα, Μεγαλειότατε!”.
Το 1785/86
ανέβηκε η όπερα “Οι γάμοι του Φίγκαρο”, το 1787 ο “Ντον Τζιοβάννι”.
Το δεύτερο
έργο ανέβηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στην Πράγα. Το 1787 διορίστηκε
επιτέλους ο Μότσαρτ ως αυλικός συνθέτης από τον Ιωσήφ, αλλά οι εποχές είχαν
αλλάξει λόγω του πολέμου με τους Τούρκους και η μουσική ζωή της Βιέννης
βρισκόταν σε παρακμή. Την ίδια περίπου εποχή με τις όπερες του da Ponte
δημιουργήθηκαν μερικές από τις γνωστές συμφωνίες, διάφορα έργα για πιάνο
(κοντσέρτα και σονάτες), καθώς και έργα για μουσική δωματίου.
Και τα τρία
τελευταία χρόνια της ζωής του Μότσαρτ (1789-91) ήταν καλλιτεχνικά και
οικονομικά επιτυχημένα. Το γεγονός ότι συσσωρεύονταν χρέη οφείλονται κατά
κάποιο μέρος στην κακή διαχείριση του συνθέτη, στις συνεχείς ασθένειες της
γυναίκας του, αλλά και σε κάποια ροπή για συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια.
Μετά από ένα ταξίδι του Μότσαρτ ως συνοδός του πρίγκιπα Lichnowsky,
παρουσιάστηκε η τελευταία από τις 3 όπερες του ντα Πόντε, Cosi fan tutte (Έτσι
κάνουν όλες).
Με την
τιμητική ανάθεση της πανηγυρικής όπερας, λόγω της στέψης στην Πράγα του
Λεοπόλδου του Β’, βρήκε ευκαιρία να συνδέσει ο Μότσαρτ την παραδοσιακή όπερα
του μπαρόκ με τα σύγχρονα ρεύματα – μία προσπάθεια που δεν αναγνωρίστηκε από
την αυτοκρατορική Αυλή. Αντίθετα, η όπερα Ο Μαγικός Αυλός (Die Zauberflöte),
που ανέβηκε περίπου παράλληλα, υπήρξε μεγάλη επιτυχία.
Ο Μότσαρτ
ήταν ασθενής ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 1791, αλλά στις αρχές
Δεκεμβρίου προέκυψε μία δραματική επιδείνωση, η οποία και τον οδήγησε στο
θάνατο.
Το Ρέκβιεμ
(Requiem), μία παραγγελία του κόμητα Φ. Βάλζεγκ-Στούπαχ, έμεινε ημιτελές. Με
εντολή της χήρας Κονστάντσε ανέλαβαν να το ολοκληρώσουν αρχικά ο J. Eybler και
στη συνέχεια ο Φ. Συσμάιερ (F. X. Suessmayer). Αυτή η μορφή του έργου
εκτελείται, συνήθως, μέχρι σήμερα.
Ο Μότσαρτ
άφησε, εκτός από τη χήρα του, δύο παιδιά: τον Καρλ (1784-1858), ο οποίος όρισε
το Mozarteum του Σάλτσμπουργκ ως γενικό κληρονόμο του, και τον Βόλφγκανγκ
(1791-1844), συνθέτη, πιανίστα και μαέστρο περιορισμένου βεληνεκούς. Ο μεγάλος
συνθέτης Β. Α. Μότσαρτ κηδεύτηκε φτωχικά (με έξοδα του Δήμου) και ετάφη σε
μαζικό τάφο στο νεκροταφείο του Άγιου Marx. Ο τάφος του δεν εντοπίστηκε ποτέ με
ακρίβεια, γι’ αυτό ο επίσημος τάφος στην πτέρυγα τιμωμένων του κεντρικού
νεκροταφείου της Βιέννης (Zentralfriedhof) είναι κενοτάφιο.
Ήδη από την
παιδική του ηλικία ο Μότσαρτ έδειξε ότι διέθετε σημαντικές μουσικές ικανότητες,
οι οποίες υποστηρίχθηκαν συστηματικά από τον πατέρα του, έναν από τους
καλύτερους μουσικούς παιδαγωγούς της εποχής του. Ιδιαίτερα τα ταξίδια σε χώρους
με υψηλή μουσική καλλιέργεια έδωσαν σημαντική ώθηση στη συνθετική δραστηριότητα
του μεγάλου συνθέτη και βοήθησαν στη δημιουργία ενός χαρακτηριστικού προσωπικού
στιλ. Αντίθετα, αμελήθηκε σημαντικά η εκμάθηση διαφόρων τεχνικών της συνθέσεως,
με αποτέλεσμα ο Μότσαρτ να έχει διαρκώς ορισμένα προβλήματα, π.χ. με την
αντίστιξη. Μόνο στα χρόνια της Βιέννης κατάφερε, μέσω της επαφής του με τον
Ιωσήφ Χάυδν και τον φιλόμουσο ευγενή G. van Swieten, αλλά κυρίως λόγω της
ενασχολήσεώς του με τα ορατόρια του Χαίντελ, να διορθώσει τις παιδικές
παραλείψεις. Όπως και πολλοί άλλοι συνθέτες εκείνης της εποχής, ο Μότσαρτ
συνέθετε τα έργα του σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η φήμη, όμως, ότι συνέγραφε
τις συμφωνίες χωρίς προετοιμασία, “από το μυαλό”, αποτελεί μάλλον καλοπροαίρετη
υπερβολή.
Έργα:
Δείτε
σημαντικά έργα του μεγάλου σύνθετη εδώ: