Η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα – Η προετοιμασία…
Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, που ιδρύθηκε από τον τελευταίο στις 20 Ιούλη του 1890, ενώ από τις 3 Ιούνη του ιδίου έτους ο Καλλέργης εξέδωσε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής»3. Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος ήταν βεβαίως μια οργάνωση ουτοπικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού, πράγμα καθόλου παράξενο για εκείνη την εποχή, αφού και το ελληνικό εργατικό κίνημα ήταν σε νηπιακή μορφή και η διάδοση του μαρξισμού απελπιστικά περιορισμένη. «Ο Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος4 - ήταν, σα να πούμε η κεντρική διοίκηση των ομίλων και των τμημάτων. Πολλά από τα τμήματα και τους ομίλους είχαν διάφορες ονομασίες. Στην Αθήνα ο σοσιαλιστικός όμιλος λεγόταν ΚΟΣΜΟΣ. Αλλού τα τμήματα είχαν τον τίτλο της Λέσχης και της Αδελφότητας». Την Πρωτομαγιά του 1891 ο Καλλέργης και 12 Σοσιαλιστές φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί και μ’ αυτή τη συμβολική χειρονομία θέλησαν να δείξουν τη συμμετοχή και την αλληλεγγύη τους στην παγκόσμια ημέρα των εργατών. Ενα χρόνο αργότερα, ο Καλλέργης και μια ομάδα συντρόφων του συγκεντρώθηκαν στο χώρο του Σταδίου και διαμαρτυρήθηκαν κατά του «πλουτοκρατικού Αθλίου συστήματος»5. Το 1893, όμως, ο γιορτασμός της Πρωτομαγιάς και μαζικός ήταν – αν λάβουμε υπόψη το μέγεθος και το βαθμό ωριμότητας του ελληνικού προλεταριάτου – και αισθητός έγινε. Φυσικά, υπήρξε κατάλληλη προετοιμασία και η σοσιαλιστική κίνηση είχε αναπτυχθεί αρκετά σε σχέση με το παρελθόν.Η προετοιμασία για τον πρωτομαγιάτικο γιορτασμό δεν περιοριζόταν στην κινητοποίηση των σοσιαλιστών της πρωτεύουσας και του Πειραιά, αλλά και άλλων πόλεων, όπου υπήρχαν σχετικές οργανώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να πάρουν ανάλογες πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο. Για το λόγο αυτό, από τον Καλλέργη και τον Κεντρικό Σοσιαλιστικό Σύλλογο στάλθηκαν επιστολές – με οδηγίες – όπως αυτή που ακολουθεί9: «Συνάδελφε Δημητρακόπουλε, την 1η Μαΐου, σκοπόν έχομεν όπως οι ενταύθα σοσιαλισταί συνέλθομεν εις το Στάδιον, όπισθεν του Ζαππείου, και εορτάσωμεν όσον το δυνατόν πανηγυρικώτερον, την επέτειον εορτήν του παγκοσμίου σοσιαλισμού. Καλόν επομένως θεωρώ, όπως προς επίδειξιν, καθ’ όσον ουδέν μέσον πρέπει να παρορώμεν, όπερ τείνει εις την εξάπλωσιν των αρχών ημών και εις την ευόδωσιν του επιδιωκομένου σκοπού, συνέλθετε και υμείς αυτόθι, την ημέραν εκείνην όσοι ασπάζεσθε τας αρχάς του σοσιαλισμού και εορτάσετε είτε διασκεδάζοντες, είτε φωτογραφούμενοι, είτε δι’ οιουδήποτε άλλου τρόπου και μετά ταύτα συντάξητε τηλεγράφημα απευθυνόμενον εις το καθ’ ημάς κεντρικόν συμβούλιον όπου θα αγγέλετε ότι εορτάσατε την σοσιαλιστικήν 1η Μαΐου και έχον περίπου ως εξής: Σοσιαλιστικόν Συμβούλιον Αθήνας, Πανηγυρικώτατα εορτάσαμεν σοσιαλιστικήν Πρωτομαγιά. Αν τις κωλύεται να θέση την υπογραφήν του ας θέσει ψευδώνυμον. Το τηλεγράφημα τούτο, καταχωρηθήσεται εν τω ημετέρω φύλλω ο Σοσιαλιστής. Μην σας εμποδίσει ο μικρός αριθμός του να πράξετε και δύο πρέπει να εορτάσετε οπωσδήποτε. Διότι το τοιούτον, όπως και αν έχει πράγμα, ωφέλειαν θα παράσχει και ουχί βλάβην».
…και ο εορτασμός
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν’ απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του “Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου” να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.
Οι παραδεχόμενοι το ψήφισμα ας υπογράψουσιν αυτό. Δεν πιστεύω δε να υπάρχη τις ενταύθα ο οποίος να μη παραδέχεται τας σοσιαλιστικάς ιδέας και το ψήφισμα. Η συνάθροισίς μας ενταύθα σήμερον έχει παγκόσμιον χαρακτήρα…». Ο Καλλέργης αναφέρθηκε ακόμη στο ζήτημα της ιστορίας του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα και διεθνώς, σημείωσε την πρόοδο που είχε κάνει το σοσιαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και υπογράμμισε ως άμεσους στόχους πάλης του κινήματος τη βελτίωση της θέσης των εργατών και τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών. Υστερα από την ομιλία του Καλλέργη – πάντα κατά το ρεπορτάζ του «Σοσιαλιστή» – συγκεντρώθηκαν μέσα σε μισή ώρα 500 υπογραφές κάτω από το ψήφισμα14.
Η Πρωτομαγιά του 1894
Μετά τον επιτυχή γιορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 και τα όσα επακολούθησαν με την επίδοση του ψηφίσματος, τη σύλληψη και την καταδίκη του Καλλέργη, κυριάρχησε ενωτικό πνεύμα στις τάξεις των σοσιαλιστικών ομάδων της εποχής. Είτε από πολιτικό υπολογισμό, είτε γιατί ήταν πλέον φανερό πως ο αντίπαλος ήταν κοινός, οι ομάδες αυτές κινήθηκαν στην κατεύθυνση ενός ενωτικού γιορτασμού της παγκόσμιας μέρας της εργατικής τάξης, κάτι που – παρά τις διαφορές τους – κατάφεραν να φέρουν σε πέρας στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις του 1894. «Η κίνηση που έγινε από τους σοσιαλιστικούς ομίλους για το γιορτασμό της Πρωτομαγιάς – γράφει ο Γιάννης Κορδάτος16 - έβαλε την αστυνομία και την εισαγγελία σε τρεχάματα». Οντως έτσι είχαν τα πράγματα κι αυτό φάνηκε ιδιαίτερα τη μέρα του γιορτασμού, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις βρέθηκαν σε κινητοποίηση.Στη συγκέντρωση μίλησε ο Πλάτωνας Δρακούλης πάνω στο ιστορικό της Εργατικής Πρωτομαγιάς. Στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Στ. Καλλέργης, του οποίου η ομιλία ήταν σε πολεμικό τόνο και γεμάτη «μίσος κατά της πλουτοκρατίας»19 και, τέλος, το λόγο έλαβαν ο φοιτητής νομικής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός.
Στο τέλος η συγκέντρωση κατέληξε στο παρακάτω ψήφισμα20:
«Οι διεθνείς σοσιαλισταί και οι εργάται Αθηνών – Πειραιώς
Προς την κυβέρνησιν της Ελλάδος
Συνελθόντες σήμερον την 1η Μαΐου του 1894 έτους, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. πάντες οι διεθνείς Σοσιαλισταί και εν γένει πάντες οι υπό μισθόν ευρισκόμενοι και πάσχοντες εργάται Αθηνών – Πειραιώς, αποφασίζομεν και ψηφίζομεν τα εξής:
α) Την Κυριακήν να κλείωνται τα καταστήματα καθ’ όλην την ημέραν και οι εργάται ν’ αναπαύωνται.
β) Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν’ απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.
γ) Να απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανίκανους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
δ) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις.
ε) Ανατίθεται εις τους διευθυντάς των σοσιαλιστικών εφημερίδων η επίδοσις του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν, επί τη βάσει του οποίου παρακαλείται αύτη να συντάξη νομοσχέδιο και υποβάλη τούτο εις την Βουλήν προς ψήφισιν κατά την αμέσως συγκληθησομένην αυτής σύνοδον.
Αθήναι, 1η Μαΐου 1894».
Το πέρασμα στην ωριμότητα
Μετά το 1894 – και για αρκετό χρονικό διάστημα – δε φαίνεται να υπήρξαν γιορτασμοί της Εργατικής Πρωτομαγιάς με συγκεντρώσεις. Τα πολιτικά γεγονότα και ιδιαίτερα το γεγονός ότι η χώρα παράδερνε στη δίνη μιας οξύτατης κοινωνικοπολιτικής κρίσης (ο ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και η κρίση του αστικοτσιφλικάδικου καθεστώτος, η ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού και ο αστικός εθνικισμός με το Μακεδονικό, το κίνημα στο Γουδί και όσα επακολούθησαν), σε συνδυασμό με την καθυστέρηση του εργατικού κινήματος, που και στα πιο πρωτοπόρα τμήματά του έμενε πολύ πίσω από το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, μακριά από τον επιστημονικό σοσιαλισμό και χωρίς να είναι σε θέση να ξεφύγει από το πλαίσιο του ουτοπικού σοσιαλισμού, εξηγούν το φαινόμενο.Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το ελληνικό εργατικό κίνημα οργανώνεται σε καλύτερη βάση με την υποχώρηση των μικρών ομίλων και την εμφάνιση μεγάλων εργατικών οργανώσεων. Τα Εργατικά Κέντρα του Βόλου, της Λάρισας και της Αθήνας εμφανίζονται προς το τέλος αυτής της δεκαετίας, ενώ το 1908 ο Πλ. Δρακούλης ιδρύει το «Σύνδεσμο των Εργατικών Τάξεων Ελλάδος» και το 1909 το «Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα». Την ίδια χρονιά (1909) με πρωταγωνιστές τους Α. Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά ιδρύεται στη Θεσσαλονίκη η σημαντικότερη σοσιαλιστική πολιτική οργάνωση, η σοσιαλιστική «Φεντερασιόν», που θα σφραγίσει τις εξελίξεις στο ελληνικό εργατικό κίνημα εκείνη την περίοδο. Μέσα στην ίδια δεκαετία, ιδρύθηκε (1907) και η «Κίνηση των Κοινωνιολόγων» που βοήθησε σημαντικά στη διάδοση των προοδευτικών ιδεών. Παράλληλα, στην αυγή του νέου αιώνα, ανάπτυξη γνωρίζει το κίνημα των δημοτικιστών, αλλά και το αγροτικό κίνημα, το οποίο φτάνει σε μετωπικές συγκρούσεις με το καθεστώς με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ (1910).
Η δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα σφραγίζεται από μεγάλες ανακατατάξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή και στο διεθνές εργατικό κίνημα με κορυφαίες εκδηλώσεις: τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα, τη χρεοκοπία της Β` Διεθνούς, τη διάσπαση στα εργατικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο με τη διακριτή εμφάνιση της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής πτέρυγας και, φυσικά, τη νίκη της μεγάλης Σοσιαλιστικής Οχτωβριανής Επανάστασης. Σ’ αυτήν τη δεκαετία, το ελληνικό εργατικό κίνημα ωριμάζει με μεγάλες ταχύτητες. Το 1911 ιδρύεται με πρωτοβουλία του Ν. Γιαννιού το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθήνας, ενώ γρήγορα αναπτύσσονται οι τοπικοί σοσιαλιστικοί όμιλοι στη χώρα και ισχυροποιούνται οι ήδη υπάρχουσες εργατικές και σοσιαλιστικές οργανώσεις. Ετσι εκ των πραγμάτων τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής και συνδικαλιστικής ενοποίησης της εργατικής τάξης.
Η πρώτη προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενοποίησης καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1911 και στόχο έχει την ίδρυση Πανελλήνιας Εργατικής Ομοσπονδίας, όταν το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας ανέλαβε την πρωτοβουλία για συνένωση όλων των εργατικών οργανώσεων της χώρας σε μια κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση. Η προσπάθεια εκείνη, όπως μας πληροφορεί ο Κορδάτος21, έμεινε στα χαρτιά, αλλά η ιδέα της πανελλαδικής εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης δεν εγκαταλείφθηκε. Η υλοποίησή της, μάλιστα, απέκτησε επιτακτικό χαρακτήρα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, από τους οποίους νέες περιοχές προστέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, φέρνοντας μαζί τους πλούσια εργατική κίνηση, όπως αυτή της Θεσσαλονίκης όπου δρούσε η «Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία», η «Φεντερασιόν», στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν.
Μια νέα προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας για Πανελλαδική Εργατική Ομοσπονδία έγινε στα 1914 με πρωτοβουλία των καπνεργατών που οργάνωσαν συνδικαλιστική συνδιάσκεψη στην Αθήνα, όπου και ελήφθησαν οι σχετικές αποφάσεις αλλά δεν έμελλε να υλοποιηθούν. Την ίδια τύχη είχε και μια τρίτη απόπειρα, στα 1916, με πρωτοβουλία αυτή τη φορά του Εργατικού Κέντρου Πειραιά22.
Ολες αυτές οι προσπάθειες, όπως και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια, για ενοποίηση του εργατικού κινήματος σε συνδικαλιστικό επίπεδο, είχαν το χαρακτηριστικό ότι συνοδεύονταν, συνδυάζονταν ή αποτελούσαν μέρος μιας έντονης κινητικότητας για ενοποίηση και των πολιτικών εργατικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο εργατικό κόμμα. Τις προσπάθειες αυτές, στο σύνολό τους, και στο συνδικαλιστικό και στο πολιτικό επίπεδο, σφράγισε η Ρωσική Επανάσταση, τόσο η αστικοδημοκρατική του Φλεβάρη, αλλά πολύ περισσότερο η Σοσιαλιστική του Οκτώβρη 1917.
Από το καλοκαίρι του 1917, δόθηκε νέα ώθηση στην προσπάθεια ενοποίησης των ελληνικών εργατικών οργανώσεων, δεδομένου ότι είχε συγκροτηθεί μια οργανωτική επιτροπή για τη διοργάνωση Πανελλαδικού Σοσιαλιστικού Συνεδρίου. Το συνέδριο αυτό ορίστηκε για τις 4 Αυγούστου του ίδιου έτους, αλλά δεν έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί. Στις αρχές όμως του 1918 – και υπό την επίδραση της νίκης των μπολσεβίκων στη Ρωσία – το ζήτημα της ενοποίησης των εργατικών οργανώσεων, πολιτικών και συνδικαλιστικών, μπήκε στην τελική ευθεία. Το Φλεβάρη αυτού του έτους, με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής οργάνωσης «Φεντερασιόν», συγκλήθηκε μυστικά στη Θεσσαλονίκη η Β` Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη, όπου συμμετείχαν, εκτός της «Φεντερασιόν», σοσιαλιστικές οργανώσεις της Αθήνας, του Πειραιά, του Βόλου και της Κέρκυρας. Η Συνδιάσκεψη εκείνη αποφάσισε τη διοργάνωση νέας Συνδιάσκεψης για τον Ιούλη του 1918. Ετσι, στα τέλη Ιουλίου η Γ` Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη κατέληξε να συγκληθεί τον Οκτώβρη του 1918 Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο για την ίδρυση κόμματος της εργατικής τάξης. Παράλληλα, εργατική συνδικαλιστική συνδιάσκεψη – που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο με τη συμμετοχή αντιπροσώπων από τα Εργατικά Κέντρα Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Πειραιά και το συνδικάτο «Η Πρόοδος» – αποφασίζει τη σύγκληση Πανελλαδικού Εργατικού Συνεδρίου για τη συνένωση των συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Και οι δύο συνδιασκέψεις όρισαν από μία επιτροπή για την προετοιμασία του καθενός από τα δύο συνέδρια23. Το ιδρυτικό συνέδριο της ΓΣΕΕ πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από τις 21 έως τις 28 Οκτώβρη (3-10 Νοέμβρη) του 1918 και το ιδρυτικό συνέδριο του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας στο διάστημα από 4 έως 10 (17 έως 23) Νοέμβρη του ίδιου έτους.
Η εργατική τάξη της Ελλάδας είχε ξεκινήσει πλέον την περίοδο της ωριμότητας και της αυτοσυνείδησης του ιστορικού της ρόλου και η Πρωτομαγιά του 1919 γιορτάστηκε σε ολόκληρη τη χώρα, στις μεγάλες πόλεις, παρά τις αντιδράσεις του καθεστώτος και της κυβέρνησης Βενιζέλου. Σ’ εκείνο το γιορτασμό του ’19 σημειώθηκε και η πρώτη διάσπαση της ΓΣΕΕ. Τα 5 από τα 11 μέλη της διοίκησής της πρόσκεινταν στο ΣΕΚΕ, ενώ τα υπόλοιπα 6 ήταν με το κυβερνητικό κόμμα του Βενιζέλου. Η σύγκρουση των δύο πλευρών ξεκίνησε με το περιεχόμενο του γιορτασμού της Πρωτομαγιάς: Η τάση του ΣΕΚΕ σε αντίθεση με την πλειοψηφία ήθελε να προσδώσει στο γιορτασμό αντικυβερνητικό περιεχόμενο, ενώ αντίθετα οι κυβερνητικοί συνδικαλιστές επιδίωκαν την πρόσδεση του εργατικού κινήματος στο άρμα της κυρίαρχης πολιτικής και τον ταξικό συμβιβασμό. Στη συνέχεια, η σύγκρουση επεκτάθηκε και τον Ιούνιο του 1919 η κυβερνητική πλειοψηφία στη Γενική Συνομοσπονδία καθαίρεσε αυθαίρετα τους 5 της μειοψηφίας, ενώ στη συνέχεια η κυβέρνηση του Βενιζέλου τους έστειλε εξορία στη Φολέγανδρο. Ενα χρόνο αργότερα, το Εθνικό Συμβούλιο της ΓΣΕΕ καθαίρεσε τους ρεφορμιστές και ανέθεσε τη διοίκηση στους συνδικαλιστές του ΣΕΚΕ24. Η πάλη για τον προσανατολισμό του εργατικού κινήματος προς την κατεύθυνση της ταξικής πάλης ή την κατεύθυνση του ταξικού συμβιβασμού είχε ήδη αρχίσει.
1. Φίλιπ Φόνερ: «Εργατική Πρωτομαγιά 1886-1986», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 55, Ουίλιαμ Φόστερ: «Η Ιστορία των τριών Διεθνών», Αθήνα 1975, σελ. 175 και αλλού.
2. Ουίλ. Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Συνδικαλιστικού Κινήματος», τόμος Α`, σελ. 144-145, Φ. Φόνερ, στο ίδιο σελ. 37-52 και Γ. Κορδάτου: «Η Κόκκινη Πρωτομαγιά», περιοδικό «ΝΕΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ», Απρίλης 1932.
3. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 96, 104, 150.
4. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 64.
5. Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις «ΠΛΕΘΡΟΝ», σελ. 141.
6. Αρχείο Σταύρου Καλλέργη, βλέπε: Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 155.
7. Στο ίδιο, σελ. 159.
8. Στο ίδιο, σελ. 159-160.
9. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 203.
10. Γιάννη Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις «Μπουκουμάνη», σελ. 65.
11. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161.
12. «Εφημερίς», 3/5/1893 και Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 143.
13. Στάθη Δρομάζου: «Θητεία», Εκδόσεις «Δίφρος», 1966, σελ. 205.
14. «Σοσιαλιστής», αρ. φύλου 24 και Λυκούργου Καλλέργη: «Σταύρος Καλλέργης», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 161-162.
15. Σταύρος Καλλέργης: «Ανέκδοτα κείμενα», έκδοση της ΓΣΕΕ, Μάης 1982, σελ. 28-29.
16. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 65.
17. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 66.
18. «Εφημερίς» 2/5/1894, Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 66-67.
19. Γιάννη Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 67.
20. Δημήτρη Λιβιεράτου: «Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα (1890-1999), εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 29, Μιχάλης Δημητρίου: «Το ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα – Από τους ουτοπιστές στους μαρξιστές», εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, σελ. 152 κ.α.
21. Γ. Κορδάτου: «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», εκδόσεις «20ός Αιώνας», τόμος XIII, σελ. 503.
22. Γ. Κορδάτου, στο ίδιο, σελ. 503.
23. Κ. Μοσκώφ: «Εισαγωγή στην Ιστορία του κινήματος της Εργατικής τάξης», εκδόσεις «Καστανιώτη», σελ. 397-398, ΚΜΕ Θεσσαλονίκης: «Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 234-235, Γ. Κορδάτου: «Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος», σελ. 294, 299 κ.α.
24. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», τόμος Α` (1918-1949), σελ. 97-98.
του Γιώργου ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου