Πάμε
Ποτάμι;
Εγώ πήγα! Με πλάνταξε το φλερτ της κυρίας
Τζάκρη με τον ΣΥΡΙΖΑ κι αποφάσισα να
πάω Ποτάμι. Τόσοι άλλοι πήγαν Ποτάμι αναζητώντας το νέο σε μια μακρόχρονη πορεία
από κόμμα σε κόμμα - ο κ.
Μαρκουλάκης, για παράδειγμα, καθώς και ο παλιός μου φίλος ο
Αντώνης Καφετζόπουλος σαράντα κόμματα αλλάξαμε
σαράντα κύματα μας πήρανε και μας έφεραν στο Ποτάμι! Γιούργια κι είπα να ενθαρρύνω τον Σταύρο:
«δεν θα σώσει την Ελλάδα ο Σταύρος», δήλωσε για τον εαυτόν του ο κ.
Θεοδωράκης, μη γίνεσαι ηττοπαθής, Σταύρο!
μπορεί να τη σώσει ο Στάθης, σου είπα και ήρθα.
«Εμείς δεν πάμε για καρέκλες», με προειδοποίησε ο
Επικεφαλής μου (κορώνα μου και στέμμα μου),
«πάμε για καλάμια» αντέλεξα περιχαρής -και μην πάει ο νους σας στο κακό, δεν εννοούσα
καλάμια ιππασίας, αλλά
καλάμια ψαρέματος- σε ποτάμι βρισκόμαστε, να μην πιάσουμε και κάνα ψαράκι; εκτός κι αν δεν είναι
πολιτικώς ορθόν να συνδυάζει κανείς το
τερπνόν μετά του ωφελίμου-
θα
ρωτήσω τον Σταύρο και θα σας πω. Διότι και ο Σταύρος με ρώτησε κι εμένα και του είπα. Για όλα τα
κρίσιμα θέματα που βασανίζουν τον τόπο, από την
ανεργία έως τις
αυτοκτονίες και από τις
περικοπές μισθών έως τους
θανάτους (λόγω περικοπής θεραπειών)
των καρκινοπαθών.
Επ’ αυτών,
ο Σταύρος μού έθεσε ένα ερωτηματολόγιο από έξι ερωτήσεις, μου ευχήθηκε
να μην κοπώ στις απαντήσεις και να αποφανθώ περί το πρακτέον με το
αμερικανικό σύστημα που απαντά κανείς στα τεστ και στα γκάλοπ:
«μάλλον συμφωνώ», «μάλλον διαφωνώ»,
«δεν γνωρίζω, δεν απαντώ». Αντιπαρήλθα την αμερικανιά και ενθουσιάστηκα,
παφλάζει το ποτάμι,
καλπάζει, σκέφθηκα κι άρχισα να απαντώ στα έξι
κρίσιμα ερωτήματα:
«Να επιτρέπεται
να λειτουργήσουν μη κρατικά (sic) πανεπιστήμια από μη κερδοσκοπικούς (sic) οργανισμούς;». Μη κρατικά λέμε μάλλον τα ιδιωτικά, σκέφθηκα· πώς λέμε
μη καμπούρη τον ευθυτενή; –
αυτό! Αλλά γιατί (ξανασκέφθηκα, με κίνδυνο να λιποθυμήσω απ’ την προσπάθεια)
να ανοίξει κάποιος ένα μαγαζί, αν είναι να μη βγάζει φράγκα; Για την ψυχή της μάνας του θα δουλέψει ο εν λόγω μη κερδοσκοπικός οργανισμός;
Δυσκολευόμουν να απαντήσω κι έτσι αντέγραψα απ’ τα άλλα παιδάκια:
«Μάλλον συμφωνώ» έγραψε το
92%!!
Μπράβο ποσοστό! πολύ σταλινικό για νεοφιλελέδες! πάλι ενθουσιάστηκα! Η επόμενη ερώτηση όμως με ερωτούσε σκληρά κι αδίστακτα:
«Είναι σωστό οι καταδικασμένοι για σοβαρά εγκλήματα να κρατούνται σε φυλακές υψηλής ασφαλείας “ειδικού τύπου”;». Ναι, ναι, ναι, συμφωνούσαν κατά ποσοστό
92%(!!) τα άλλα παιδάκια.
Με ζώσανε τα φίδια ή μάλλον
τα νερόφιδα. Λες αυτό να εννοεί ο Σταύρος όταν λέει ότι «κλέβει ιδέες και απ’ τη δεξιά και απ’ την αριστερά»; Και
Γκουαντάναμο και
γκουλάγκ;! Τέτοιο νταμπλ;!
Σφίχτηκα λιγάκι και κάπως μουδιασμένος προσπάθησα να αντιμετωπίσω την επόμενη ερώτηση:
«Να υπάρχουν βαθμίδες στους δασκάλους και καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης μετά από αξιολόγηση;» – καπάκι κι άνευ δισταγμού
«Μάλλον συμφωνώ» το
95%!! Αρχισα
να ανησυχώ, τέτοια ομοφωνία τού
«μάλλον συμφωνώ» αρχίζει να με τρομάζει – φαντάσου να μην υπήρχε και το
«μάλλον». Και να ’ταν το
γιαβόλ σκέτο! Αρχισα να ιδρώνω, θα πάθω τρακ και θα με κόψουνε, σκέφτηκα κι έσπευσα στην επομένη ερώτηση. Και στάνιαρα!
«Η χρήση κάνναβης πρέπει να αποποινικοποιηθεί;». Εξαρτάται απ’ τη
μαστούρα, ρε παίδες! Αν είναι χαρχαλάτη και σε κάνει να ξεχνάς την
ανεργία σου, αν σε παρηγορεί
που πεινάνε τα παιδιά σου, γιατί να μην αποποινικοποιηθεί; Δυστυχώς, επ’ αυτού συμφώνησε μαζί μου μόνον το
72% απ’ τα άλλα παιδάκια.
Η επόμενη ερώτηση (δεν την παραθέτω όλη, διότι η διατύπωσή της ήταν σχοινοτενής) αφορούσε τα ωράρια και με δυο λόγια ρωτούσε:
«να ανοίγει κανείς το μαγαζί του όποτε του καπνίσει;». Γιατί όχι;
όποτε μπαίνει πελάτης θα βγάζει λευκό καπνό και όποτε το καίει η
ελεύθερη αγορά, η εφορία ή η τράπεζα, μαύρον! Καθαρές δουλειές, παρ’ ότι
και επ’αυτού μόνον το
72% απ’ τα άλλα παιδάκια
«μάλλον συμφωνήσανε».
Στο σημείο αυτό, η πρόταση
Τσακυράκη, να φέρουμε ο
καθένας έναν Γερμανό να μας
υπαγορεύει τις
σωστές απαντήσεις, απορρίφθηκε.
Απόρησα γιατί,
αλλά είχα μόλις ολίγα δευτερόλεπτα για να απαντήσω στην τελευταία
ερώτηση πριν να τελειώσει ο χρόνος και να μου πάρει ο Σταύρος την κόλλα.
Η Ελλάδα να
επιδιώξει moratorium πτήσεων με την Τουρκία πάνω απ’ το Αιγαίο;». Πτήσεων, βεβαίως! Ως γνωστόν, το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του και τα ψάρια
δεν πετάνε. Πετάνε όμως οι
Τούρκοι στρατηγοί – γαϊδουριά τους! αλλά, επίσης ως γνωστόν, τα
γαϊδούρια πετάνε! Οπότε,
πρόβλημα! Και για αυτό μάλλον τα υπόλοιπα παιδάκια «μάλλον συμφώνησαν» πάλι κατά
72% μόνον. Διακρίνω τα πρώτα ρήγματα μιας κατά τα άλλα αρραγούς ενότητας
νεοφιλελεύθερων και κεντροαριστερών (
δεξιότερα της κυρίας Τζάκρη). Η οποία,
σε μια εξιλεωτική τελετουργία για τις απολύσεις που έχει υπογράψει και τα Μνημόνια που έχει καταπιεί, μοιράζει στους φτωχούς τις γόβες της (εκ των οποίων οι
3.000 αφόρετες) και στους λιμοκτονούντες τις τσάντες της –
500 ευρώ η φθηνότερη, απ’ αυτές για τα πικ-νικ,
ανεκτιμήτου η ακριβότερη, απ’ αυτές τις
τρε σικ με σφυροδρεπανάκια από αμέθυστους.
Στο σημείο αυτό
μια μεγάλη βοή με συντάραξε και με ξανάφερε στην πραγματικότητα –
νόμισα ότι βρισκόμουν στην Απέλλα της Σπάρτης, αλλά ούτε χάλκινο θώρακα
φορούσα, ούτε τσίτσιδος κυκλοφορούσα ο υπόλοιπος, ούτε βαρβατίλα μύριζα.
Απλώς
ο επικεφαλής μου εκλεγόταν διά βοής Επικεφαλής μου!
Εθαύμασα!
Και
συγκινήθηκα!
Ομως και
ανησύχησα!
Πρόσεχε, Σταύρο, λέω στον
Σταύρο, πολλοί αρχηγοί
που εξελέγησαν διά βοής απεπέμφθησαν διά γιούχας!
Για ένα αργόσυρτο πλάνο αμερικαίν που κατέληξε σε γκρο πλαν, ο Σταύρος με κοιτούσε, ενώ στο σάουντρακ ο κ.
Καμίνης είχε βουτήξει το μικρόφωνο και σκλήριζε στους «εθελοντές» του Ποταμιού: «
Ποθούμε(!) ένα Ποτάμι
αλλαγών! Εχετε
τεράστια δύναμη! (σ.σ.: εδώ, 362 εθελοντές έκοψαν έντρομοι τις φλέβες τους). Εχετε αναλάβει μια
μεγάλη υποχρέωση για τη χώρα!» – εδώ
άρχισε η γη να τρέμει! κάτι καινούριο γεννιόταν! Κάτι έκανε άλμα μέσα στον χωροχρόνο και διακτινιζόταν απ’ τη
Φουλβία Γέφυρα στο
Λαύριο! Οσοι τολμηροί ύψωσαν το βλέμμα στους ουρανούς είδαν σημείο ολόφωτο και περίλαμπρο, ο
Ψαριανός εν είδει -εν τούτω νίκα- σήματος της
Παραμάουντ (ή της
Κολούμπια – οι γνώμες διίστανται) τραγουδούσε αντάρτικα κι εμβατήρια του Κόκκινου Στρατού –
δάκρυσα και διέκοψα για διαφημίσεις.
Στις διαφημίσεις η
Ελλάδα ζει σε έναν άλλο, θαυμαστό κόσμο, έχει φιλεύσπλαχνες τράπεζες,
σπίτια καλύτερα απ’ τα σπίτια στα τούρκικα σίριαλ, ατέλειωτες ώρες
ομιλίας στα κινητά, υγιεινά μεταλλαγμένα, άθραυστα καλσόν κι ό,τι άλλο
τραβά η ψυχή του ανθρώπου,
ακόμα και την κυρία
Τζάκρη δίπλα στη
Ρόζα Λούξεμπουργκ, χειμώνας του
1918, Μόναχο, και το χιόνι να πέφτει απαλά πάνω στους Χαλυβδόκρανους με τα σκοτεινά μάτια…