«Δε θέλω παρά να εκφράσω την αγάπη και τον ενθουσιασμό μου προς τη ζωή», έλεγε η ίδια. «Κάθε στιγμή που μου ανήκει, δεν θα ήθελα να είναι παρά ένας χαιρετισμός προς αυτήν. Να εκφράσω την αγάπη μου προς τον άνθρωπο και τη δικιά του ζωή, με τις χαρές, τα βάσανα και το μόχθο της. Προσπαθώ να εκφραστώ με τον πιο σαφή τρόπο. Αυτό το κάνω γιατί έτσι νιώθω. Με ενδιαφέρει να ‘ρθω σε όσο γίνεται πληρέστερη επικοινωνία με τους ανθρώπους, να μιλήσω με τη γλώσσα τους. Αυτό είναι η πιο μεγάλη καταξίωση ενός καλλιτέχνη. Δε διαλέγω ορισμένα θέματα, μα βιώματα. Και αυτά μπορεί να έρχονται είτε από τη χώρα που ζεις είτε απ’ έξω, φτάνει να είναι ανθρώπινα».
«Η Βάσω, γεννημένη και ζυμωμένη ως το κόκκαλο με το λαό, νανουρισμένη από τους μυθικούς και τους ανθρώπινους καημούς της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού, είχε φορτίσει την οπτική και συγκινησιακή της πείρα με μνήμες, όπου ο απλός, ο καθαρός και ευθύγραμμος στην αγωνία του για το “άγιον ήμαρ” λαός κυριαρχούσε. Και τούτος ο λαός του μόχθου, της μικρής μα άγιας θλίψης, της πείνας, της αρρώστιας, της ασφυξίας της χαμοζωής, μα και της ασύνορης λεβεντιάς του την κάλεσε κοντά του να τον τραγουδήσει με επικούς, ελεγειακούς και λυρικούς ρυθμούς», σημειώνει η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα (εδώ).
Η Βάσω Κατράκη αυτοβιογραφείται:
«Γεννήθηκα στο Αιτωλικό του Μεσολογγίου. Το Αιτωλικό είναι ένα μικρό νησάκι, που το συνδέουνε με τη στεριά δυο μακριά πέτρινα γεφύρια με πολλές μικρές τοξωτές καμάρες. Το σπίτι μας ήτανε σχεδόν όλο μέσα στη θάλασσα και στη γειτονιά καθότανε όλο ψαράδες. Ένα ξυπόλυτο μελισσολόι τριγύριζε ολοήμερα, με τις γυναίκες τους συνέχεια γκαστρωμένες και τα παιδιά τους, μπακανιασμένα από την ελονοσία.
Ο πατέρας μου λεγότανε Γιώργης Λεονάρδος κι ήτανε κτηματίας, μα περισσότερο τραγουδούσε κι έψελνε στην εκκλησία με μια σπάνια ωραία, ζεστή φωνή. Όταν τραγουδούσε μαζευότανε κόσμος και κοσμάκης σπίτι μας για να τον ακούσει.
Η μανούλα μου ύφαινε ολοκέντητα λεπτά μεταξωτά και μπαμπακερά και πολύχρωμα μάλλινα κιλίμια. Είχε πάρει κι ένα χρυσό βραβείο σε μια Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι.
Τα δυο μου αδέρφια, ήτανε μεγαλύτερα από μας τα κορίτσια. Ο μεγάλος, φοιτητής τότε της φιλολογίας, μας έφερνε από την Αθήνα ένα μαγικό για μας κόσμο. Παλιά βιβλία με χρωματιστές χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, χρωματιστές εικόνες και χαλκομανίες, μπογιές και πινέλα και δεν άφηνε παλιατζίδικο της Αθήνας αγύριστο. Ο μικρότερος, ό,τι έβλεπε το μάτι του τόκαναν τα χέρια του, και μαζί με όλα, ζωγραφίζανε κιόλας και οι δυο τους.
Γύρω-γύρω από τη μικρή μας θάλασσα ήτανε η εξοχή, γεμάτη ελιές, χωράφια καρπερά, μποστάνια, καπνοτόπια, σιτηρά. Μια ζωή στη στεριά και στη θάλασσα, γεμάτη ιδρώτα και μόχθο. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον μεγάλωσα. Διάβαζα βιβλία και βιβλία πούχε ο αδερφός μου κι οι φίλοι μας. Μ’ άρεσε πολύ το διάβασμα και πιο πολύ η ποίηση. Κοντά στ’ αδέρφια μου ζωγράφιζα κι εγώ.
Κρυφά, ονειρευόμουνα να γίνω ζωγράφος, μα μου φαινότανε τόσο άπιαστα μεγάλο που δεν μπορούσε λογικά να χωρέσει στο μυαλό μου. Ό,τι έβλεπα, έλεγα: «Εγώ αυτό μπορώ να το κάνω». Και πολλές φορές έβαζα τον εαυτό μου σε δοκιμασία. Δεν ήξερα ακόμα ότι άλλο πράμα είναι η Τέχνη.
Και μια μέρα, σφηνώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ένα ερώτημα. Κι’ αν γίνω ζωγράφος; Πώς έτσι άξαφνα αυτό, δεν το κατάλαβα. Χίλιες καμπάνες χτυπήσανε μέσα μου, κι έχασα τον κόσμο. Από τότε, δεν είχα τίποτε άλλο στο μυαλό μου νύχτα και μέρα. Μα, χίλιες δυο αναποδιές ξεφυτρώσανε, και ξαφνικά, ο πατέρας μου αρρώστησεπολύ βαριά κι έπεσε πολύ πίκρα και θλίψη στο σπίτι μας, πού κράτησε εφτά ολόκληρα χρόνια. Και κάποια μέρα, αφού πέθανε ο πατέρας μου, ξεκίνησα για την Αθήνα μην ξέροντας ακριβώς τι θα κάνω.
Πήγα στη Σχολή Καλών Τεχνών, κι έμαθα πώς σε λίγες μέρες θ’ αρχίζανε οι εξετάσεις. Αμέσως έτρεξα και γράφτηκα στη Σχολή. Έδωσα εξετάσεις. Στη Σχολή Καλών Τεχνών είχα Καθηγητές τον Παρθένη στη Ζωγραφική και τον Κεφαλληνό στη Χαρακτική. Πήρα Δίπλωμα το 1940 με μια τρίμηνη υποτροφία στη Ζωγραφική για τα νησιά και ένα βραβείο και δύο επαίνους στη Χαρακτική. Μετά αμέσως πόλεμος, κατοχή, πείνα, αντίσταση, και μετά πάλι εμφύλιος πόλεμος, πάλι σκοτωμοί άδικοι κι ακατονόμαστοι, εξορίες, φυλακές, όλα τα δεινά της πατρίδας περάσανε από της δικής μου γενιάς τις πλάτες.
Έκανα πολλά ταξίδια σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, είδα πολλά μουσεία και πινακοθήκες. Το 1955 έκαμα την πρώτη μου έκθεση».
Η Βάσω Κατράκη ήταν μαχήτρια στους κοινωνικούς αγώνες με τόλμη και αποφασιστικότητα. Μετέφερε στην πέτρα όλα τα θεμελιώδη θέματα, το ιδεώδες της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς μας. Σπαράγματα μνήμης, θρήνοι και ελεγεία γι’ αυτούς που θυσιάστηκαν. Έργα κοινωνική μαρτυρία. Υπηρέτησε την Ελληνική Χαρακτική με αφοσίωση και γνώση. Ήθος και αξιοπρέπεια.
Πλούσια η θεματολογία της. Ο Πόλεμος, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος. Η αγωνιστική συνείδηση, η ένταξη και η δράση της. Οι περιπέτειες, οι διώξεις και η εξορία. Σπουδαία και τα έργα της, που καταγγέλλουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της πολιτικής και ιδεολογικής βίας Νταχάου, Αουσβιτς, Μακρόνησο, Γυάρο, Αϊ-Στράτη κι άλλα παρόμοια της σημερινής πολιτικής και οικονομικής βίας. Σε κάθε χάραξή της βρίσκεται ένα πνευματικό πάθος, απ’ όπου πηγάζει και κάθε ανθρώπινο μήνυμά της.
Η ίδια έλεγε: «Διερευνώντας τους παραδοσιακούς τρόπους χάραξης πάνω στα καθιερωμένα υλικά, όπως στο όρθιο και στο πλάγιο ξύλο, στο χαλκό κλπ., ένιωσα σιγά σιγά να εξαντλούνται οι εκφραστικοί τρόποι που ταίριαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Στην περιπλάνηση των αναζητήσεών μου για το υλικό που θα εκπλήρωνε τις εκφραστικές μου ανάγκες, στάθηκα στον ψαμμίτη λίθο, που με την αδρή του επιφάνεια και την αδιερεύνητη περιοχή του, μου άνοιξε το δρόμο για τα μεγάλα σχήματα και στη βαθιά κι ελεύθερη χειρονομία. Η επαφή μου με την τραχιά αυτή κρητική πέτρα με οδήγησε και στην αναζήτηση καινούριων εργαλείων. Ο μαστρακάς και τα καλέμια των γλυπτών με βοήθησαν σ’ αυτό. Με βαθιές εγκοπές, με σκληρά γδαρσίματα, με απότομα ή ελαφρά περάσματα από τα μαύρα στ’ άσπρα κι αντίθετα, προσπάθησα να κατακτήσω την άγνωστη γλώσσα του καινούριου αυτού υλικού και να του αποσπάσω τα μυστικά, που θα βοηθούσαν στην έκφραση των αναγκών μου».
Το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη» στο Αιτωλικό έχει χαρακτηριστεί ως μοναδικό μουσείο αμιγώς Χαρακτικής Τέχνης στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Φιλοξενεί τη 15χρονη δουλειά της Β. Κατράκη στο παραδοσιακό ξύλο και την 35χρονη χαρακτική της στην πέτρα και περιλαμβάνει μια συλλογή από τετρακόσια περίπου έργα, πολλά χαρακτικά ανάτυπα και μεγάλο μέρος από τις μήτρες (ξύλα και πέτρες) πάνω στα οποία χάραξε τα έργα της. Εκτίθενται, επίσης, μεγάλα και μικρά σε μέγεθος μαυρόασπρα και χρωματιστά σχέδια, καθώς και σχέδια προετοιμασίας για την παραγωγή του χαρακτικού ανατύπου. Τη συλλογή ενισχύουν τα αντικείμενα τέχνης, καλλιτεχνικές αφίσες και ζωγραφικά έργα. Ακόμη, φιλοξενούνται το εργαστήριο, η βιβλιοθήκη, τα αρχεία της και πολλές φωτογραφίες.
Ο χαράκτης Απόστολος Κούστας, μαθητής της Βάσως Κατράκη, μας ξεναγεί στο μουσείο:
Στόχος της δωρεάς των έργων της στην πατρίδα της το Αιτωλικό ήταν το “Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών και Μουσείο Βάσως Κατράκη”, που εγκαινιάστηκε το 2006, να μην είναι ένας “νεκρός” μουσειακός χώρος αλλά να έχει μία δυναμική που να συμβάλει στην ανάπτυξη και εξέλιξη της χαρακτικής τέχνης στην Ελλάδα. Στο ισόγειο, οι τέσσερις αίθουσες, περίπου 400 τ.μ., προορίζονταν για εργαστήρια χαρακτικής. Τα εργαστήρια χαρακτικής ήταν στόχος να αποτελέσουν τόπο δοκιμών, πειραματισμών και δημιουργίας των χαρακτών, ενώ η ευρύτερη περιοχή του μουσείου να αποτελεί χώρο έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και σημείο αναφοράς για γενικότερες πολιτιστικές δραστηριότητες (εικαστικά συμπόσια, πολιτιστικές βραδιές, περιοδικές εκθέσεις κ.ά).
“Οι γενικότεροι στόχοι του μουσείου όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ αλλά, αυτήν τη στιγμή, ένα μεγάλο μέρος του έργου της σπουδαίας χαράκτριας έχει υποστεί σοβαρότατες φθορές από τη σκόνη, τα έντομα και την υγρασία, ενώ καμία μέριμνα δεν υπάρχει για τη συντήρηση, την αποκατάσταση και την εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών φύλαξης και έκθεσής τους”, σημειώνεται στο Ριζοσπάστη (19/7/2014).