Poutanique τεχνη, εσυ τα φταις ολα!

Να είναι τέχνη; Επάγγελμα ή μήπως ματαιοδοξία;

Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!

Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....

Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!

αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....

Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;

Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....

Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.

Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...

Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...

Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

6 Μαΐ 2021

Το πάθος για το «νουάρ»

 

Η ανάγνωση γενικά, και ειδικότερα της λογοτεχνίας, την οποία ανταγωνίζονται άμεσα τα ηλεκτρονικά μέσα ψυχαγωγίας, υποχωρεί κυρίως στις μεγάλες δυτικές χώρες. Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο άρθρο είναι ήδη 15 ετών παλαιά και δυστυχώς η κατάσταση έχει χειροτερεύσει. Υπήρχε και υπάρχει, όμως, μία εξαίρεση: οι πωλήσεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων αυξάνονται σταθερά, ακόμα και κατά τη διάρκεια της καραντίνας1

Από το Αρχείο μας, Αύγουστος 2005

Πριν από πάνω από τριάντα χρόνια, η αμερικανική ομοσπονδιακή υπηρεσία για τον πολιτισμό (National Endowment for the Arts – ΝΕΑ) ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα για τις πολιτιστικές πρακτικές στις ΗΠΑ. Περισσότερα από 17.000 άτομα ερωτήθηκαν, σε διαφορετικές περιόδους, το 1982, το 1985, το 1992 και το 2002, και τα αποτελέσματα συγκεντρώθηκαν από τον ομοσπονδιακό οργανισμό στατιστικής, το «US Census Bureau». Το μέρος της έρευνας που αφορά την ανάγνωση δημοσιεύτηκε με τον ανησυχητικό τίτλο «Η ανάγνωση απειλείται: έρευνα της λογοτεχνικής ανάγνωσης στις ΗΠΑ2».

Το πιο εντυπωσιακό συμπέρασμα ήταν η εντεινόμενη υποχώρηση της λογοτεχνικής ανάγνωσης: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση, θέατρο. Το 1982, το 56,9 % των Αμερικανών πάνω από 18 ετών, είχαν διαβάσει τουλάχιστον ένα λογοτεχνικό βιβλίο στη διάρκεια της χρονιάς. Το 1992, το ποσοστό ήταν 54 %. Το 2002, έπεσε στο 46,7 %. Και η αργή διάβρωση του πλήθους των αναγνωστών επιταχύνθηκε, στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων (μείον 13,5 %, ανάμεσα στο 1992 και το 2002).

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η μεγαλύτερη μείωση διαπιστώνεται στις μικρότερες ηλικίες: μείον 21,9 % σε είκοσι χρόνια για τους 35-44 ετών, μείον 23,2 % για τους 25-34 ετών, μείον 28,4 % για τους 18-24 ετών. Με αυτόν τον ρυθμό, στο τέλος της δεκαετίας, μόνο ένας νέος στους τρεις Αμερικανούς θα διαβάζει, ακόμα, ένα λογοτεχνικό βιβλίο τον χρόνο. Για τους άντρες, κάθε κοινωνικής προέλευσης και εθνικότητας, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων έχει ήδη πέσει κάτω από το 35%.

«Η επιτάχυνση της μείωσης της λογοτεχνικής ανάγνωσης στο σύνολο των δημογραφικών ομάδων του ενήλικου πληθυσμού στις ΗΠΑ είναι ενδεικτική της πολιτιστικής κρίσης που βρίσκεται προ των πυλών», εκτιμούν οι συντάκτες της έκθεσης, η οποία δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο στα μέσα ενημέρωσης, ούτε καν στον τύπο, που απειλείται άμεσα από την ελάττωση της ανάγνωσης… Παρ’ όλο που παραμένουν προσεκτικοί στην ανάλυση των αιτίων της ταχείας μείωσης, οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν δύο διαπιστώσεις για την ίδια περίοδο: Η πρώτη είναι η σημαντική αύξηση των οικογενειακών εξόδων για τους τομείς του οπτικοακουστικού εξοπλισμού και των ηλεκτρονικών μίντια. Η δεύτερη είναι η επικέντρωση των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων γύρω από το σπίτι και τις ατομικές πρακτικές, εις βάρος των συλλογικών δράσεων (εθελοντισμός, σύλλογοι, επισκέψεις σε μουσεία, αθλητικοί αγώνες, θεατρικές παραστάσεις, χορωδίες κ.λπ.). Η υποχώρηση του μυθιστορήματος είναι πιθανόν να συνοδεύει την αυξανόμενη επιφυλακτικότητα απέναντι στον έξω κόσμο, την πολυπλοκότητα του οποίου φέρνει στο φως η λογοτεχνία.

Στη Γαλλία, η τελευταία έρευνα για τις πολιτιστικές πρακτικές χρονολογείται από το 1997, και εφόσον δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ανάγνωση και τους αναγνώστες, οι ετήσιες στατιστικές που δημοσιεύονται από το Εθνικό Συνδικάτο Εκδόσεων και τη βάση δεδομένων Electre Biblio φέρνουν στο φως τις κύριες τάσεις της παραγωγής των εκδοτών. Παρατηρούμε ότι παρ’ όλο που η παραγωγή βρίσκεται σε συνεχή ανάπτυξη, ο αριθμός των βιβλίων στον τομέα της λογοτεχνίας αντιπροσωπεύει -και στις καλές και στις κακές χρονιές- το ένα τρίτο των τίτλων που εκδίδονται.

Το 2004, εκδόθηκαν περίπου 18.000 τίτλοι -νέοι και επανεκδόσεις τσέπης-, δηλαδή 2.200 περισσότεροι από του προηγούμενου χρόνου. Υπό τον γενικό τίτλο «λογοτεχνία» -που περιέχει, επίσης, κόμικς και βιβλία για παιδιά- το μυθιστόρημα καθαυτό αντιπροσωπεύεται από 6.660 τίτλους. Ακόμα και αν πολλοί βιβλιοπώλες παραπονούνται για τον πληθωρισμό τίτλων, ο οποίος διορθώνει και κρύβει τη μείωση του μέσου τιράζ, η μυθιστορηματική λογοτεχνία παραμένει ένα από τα δυνατά σημεία της εκδοτικής παραγωγής.

Ανάμεσα στους τίτλους των εκδόσεων, η όλο και πιο σημαντική θέση που καταλαμβάνει το αστυνομικό μυθιστόρημα τραβά την προσοχή: Το 2003, εκδόθηκαν 1.800 τίτλοι «αστυνομικών» και πουλήθηκαν 18 εκατομμύρια βιβλία3. Μέχρι τη δεκαετία του ’60, το αστυνομικό ήταν ένα είδος που είχε την ετικέτα «λαϊκή λογοτεχνία» και πουλούσε κυρίως σε σταθμούς και αεροδρόμια. Από εκείνη την περίοδο κληρονομήσαμε τα μυθιστορήματα του Ζεράρ ντε Βιλιέ, τα οποία αναμασούν διαρκώς τη διεθνή επικαιρότητα (τρομοκρατικά δίκτυα), σαδιστικές περιγραφές και ερωτικές σκηνές4.

Όλοι οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι, πέρα από το Gallimard και την παλιά και διάσημη «Serie noire» (Μαύρη Σειρά), έχουν πλέον τουλάχιστον μία συλλογή αστυνομικών και οι συγγραφείς τους βρίσκονται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων. Η Μέρι Χίγκινς Κλαρκ, η Πατρίτσια Κόρνουελ, η Φρεντ Βαργκάς, ο Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ, ο Χένινγκ Μάνκελ, ο Μάικλ Κόνελι, όχι μόνο πουλάνε δεκάδες μέχρι και εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία, αλλά κάποιοι από αυτούς, όπως ο Ισπανός Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν, είναι αναγνωρισμένοι συγγραφείς που διάλεξαν το αστυνομικό για να πλέξουν το μυθιστορηματικό περιβάλλον τους.

Το 2003, η μεταβολή του κοινωνικού και αισθητικού στάτους του αστυνομικού μυθιστορήματος συμβολίζεται με την έκδοση των έργων του Ζορζ Σιμενόν από τη βιβλιοθήκη της «La Pléiade»5, ανάμεσα στους κλασικούς θησαυρούς της διεθνούς λογοτεχνίας. Το επιβλητικό έργο του Σιμενόν ήταν ιδανικό για να λειτουργήσει ως γέφυρα ανάμεσα στις λαϊκές ρίζες της παραγωγής και της κατανάλωσης του αστυνομικού και τη νέα λογοτεχνική υποδοχή του. Ο λόγος είναι ότι ο Σιμενόν έχει διαβαστεί από εκατομμύρια αναγνώστες, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει αποτελέσει αστείρευτη πηγή κινηματογραφικών και τηλεοπτικών μεταφορών. Άλλη μία μαρτυρία της εισόδου του «αστυνομικού» στη λογοτεχνία αποτελεί ο πολλαπλασιασμός των εκδηλώσεων, των βραβείων, των φεστιβάλ (21 το 2004), των εξειδικευμένων περιοδικών, καθώς και η θέση του στα μέσα ενημέρωσης, τη στιγμή, μάλιστα, που τέτοιου είδους εκδηλώσεις έχουν την τάση να μειώνονται. Το αστυνομικό μυθιστόρημα γνωρίζει, επίσης, εντυπωσιακή εξέλιξη στον τομέα των παιδικών βιβλίων, όπου οι συγγραφείς πρέπει να συμφιλιώσουν τον κόσμο του εγκλήματος με την παιδική και εφηβική ευαισθησία.

Η προτίμηση προς το αστυνομικό μυθιστόρημα θέτει ζητήματα στην παραδοσιακή λογοτεχνία. Έπειτα από έρευνα που ξεκίνησε το 2002, δύο κοινωνιολόγοι, η Ανί Κολοβάλντ (Πανεπιστήμιο Παρίσι 10) και ο Ερίκ Νεβέ (Πανεπιστήμιο Ρεν Ι), υποστηρίζουν ότι το αστυνομικό, το νουάρ μυθιστόρημα είναι λιγότερο φορτωμένο με πολιτιστικές απαγορεύσεις από όσο τα άλλα είδη, χάρη στις ρίζες και την ιστορία του6. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η ανάγνωσή του είναι πιο εύκολη, ότι δεν απαιτείται εξειδικευμένη γνώση, ότι υπόκειται σε καθαρούς και σταθερούς κανόνες διήγησης και, τέλος, ότι επιτρέπει να αποκτήσει, κανείς, μια κάποια αυθεντία σ’ έναν τομέα, όπου οι αναγνώστες είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους.

Η έρευνα παρουσιάζει, επίσης, την προτίμηση των αναγνωστών σε διηγήσεις που αφορούν την «πραγματική» καθημερινή ζωή στη Γαλλία και αλλού, διηγήσεις που αντικατοπτρίζουν τη σύγχρονη κοινωνική ζωή και την εγκατάλειψη του «λευκού» μυθιστορήματος, που είναι ελιτίστικο, παρισινό, ομφαλοσκοπικό, προνομιακή έκφραση των χαμηλότερων στρωμάτων της μπουρζουαζίας της διανόησης.

Είναι αλήθεια ότι το μυθιστόρημα νουάρ στη Γαλλία, με τη λογοτεχνική ώθηση του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ7, απαλλάχθηκε από το διασκεδαστικό παιχνίδι των μυθιστορημάτων όπου ο ήρωας λύνει αινίγματα, για να ζωγραφίσει το φόντο της διήγησης με την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική πραγματικότητα της γαλλικής κοινωνίας. Συγγραφείς, όπως ο Ντιντιέ Ντενέξ και ο Ζαν-Μπερτράν Πουί, είναι μάρτυρες της στρατευμένης, αυτής, αισθητικής. Πρόκειται, όμως, για φάρους που σηματοδοτούν την ύπαρξη της νέας εποχής. Πράγματι, η προτίμηση που εκφράζεται προς το αστυνομικό είναι άρρηκτα δεμένη με την ομοιογενοποίηση των θεμάτων του και του τρόπου γραφής του. Στον κατάλογο των 326 «καλών και πολύ καλών αστυνομικών» που επιλέχθηκαν από το Bilipo, από τον Αύγουστο του 2002 μέχρι τον Αύγουστο το 2003, παρατηρούμε τη σημαντική υπεροχή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Αυτή κυριαρχεί στην αγορά, τόσο μέσα από τον αριθμό των τίτλων, όσο και μέσα από τον αριθμό των βιβλίων που πωλούνται. Οι Γάλλοι αναγνώστες είναι καλύτερα πληροφορημένοι για το βρετανικό δικαστικό σύστημα ή για τις αμφισβητούμενες πρακτικές διαχείρισης των μεγάλων πολυεθνικών, παρά για την εξάπλωση της βίας στις αστικές περιοχές της Γαλλίας.

Παρ’ όλο που η κλασική αστυνομική έρευνα, με ή χωρίς ντετέκτιβ, αντιπροσωπεύεται επάξια (239 τίτλοι), πρέπει να σημειώσουμε το όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του ιστορικού αστυνομικού μυθιστορήματος που ξετυλίγει τον μίτο των εγκλημάτων από την εποχή των φαραώ, στην Αρχαία Αίγυπτο, μέχρι τους «χαμένους στρατιώτες» του πολέμου της Αλγερίας. Κι εκεί ακόμα, δεν υπάρχει περίπτωση να αναφερθεί ο συγγραφέας σε κάτι σύγχρονο, όπως και στα «ψυχολογικά» αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία κάνουν τους Άγγλους συγγραφείς και τους εκδότες τους ευτυχισμένους, ή, όπως στα μυθιστορήματα του τύπου «ο Κώδικας Ντα Βίντσι», το διάσημο βιβλίο, όπου το αστυνομικό αίνιγμα χάνεται μέσα στην παρανοϊκή άποψη για έναν κόσμο τον οποίο κυβερνά η λογική της συνωμοσίας.

Σε όλα αυτά τα είδη, η εξερεύνηση της κοινωνικής ζωής έχει μικρή θέση, είτε γιατί ασχολούνται με το τοπικό φολκλόρ, το μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στο Μπερί ή στο Περιγκόρ προς χρήση των τουριστών, είτε γιατί, ακόμα, περιορίζονται σε δημαγωγικές και ασήμαντες γενικεύσεις για τη φτώχεια των συνοικιών του Παρισιού. Το σύγχρονο αστυνομικό ψάχνει έναν Ουίλιαμ Μπέρνετ, έναν Ντάσιελ Χάμετ, έναν Χόρας ΜακΚόι.

Παραμένει, όμως, η περίφημη «άνεση της ανάγνωσης» του αστυνομικού, την οποία εξυμνούν οι αναγνώστες, και είναι, ίσως, η σφραγίδα των «σχολών γραφής» και άλλων θεσμών, που έχουν στόχο την αισθητική ομογενοποίηση της λογοτεχνικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η γαλλική μόδα του αστυνομικού μάλλον δείχνει ότι οι πιο ευαίσθητοι αναγνώστες παραχωρούν στον εαυτό τους ένα τελευταίο μυθιστορηματικό στάδιο. Ίσως, πριν από την τελική έξοδο.

  1. Βλ. «Crime fiction boom as book sales rocket past 2019 levels», «The Guardian», 7 Ιουλίου 2020.
  2. «Reading at risk: a Survey of literary reading in America» National Endowment for the Arts.
  3. «Les crimes de l’ année, n°13», εκδόσεις «Bilipo» (Βιβλιοθήκη αστυνομικής λογοτεχνίας), ομάδα ανάγνωσης «αστυνομικά μυθιστορήματα», των βιβλιοθηκάριων του δήμου του Παρισιού.
  4. (Σ.τ.Ε.): Η χώρα μας δεν γλίτωσε από αυτό, με το «Ο νονός της 17ης Νοέμβρη» («Αστάρτη»). Τα περισσότερα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά.
  5. (Σ.τ.Ε.): Πολυτελής σειρά δερματόδετων βιβλίων που περιλαμβάνει μόνο κλασικούς συγγραφείς.
  6. Annie Collovald και Erik Neveu : «Lecteurs et lectures du policier». Bibliothèque publique d’ information/ Direction du Livre au ministère de la culture et de la communication, Παρίσι, 2004.
  7. (Σ.τ.Ε.): Ο Jean-Patrick Manchette χρησιμοποίησε το νουάρ μυθιστόρημα για να ασκήσει κριτική στην γαλλική κοινωνία και κουλτούρα, δημιουργώντας έτσι ένα νέο είδος το «Neo-Polar» .

  • Κριτικός βιβλίου και συγγραφέας

5 Μαΐ 2021

Η οικονομία της προσοχής κατακτά τη λογοτεχνία

 

Συγκεκριμένα είναι πια τα συστατικά για μια γρήγορη εκδοτική επιτυχία. Έτσι, ο συγγραφέας μυθιστορημάτων πρέπει να προσελκύσει το ενδιαφέρον στο πρόσωπό του, τόσο με την παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα μέσα ενημέρωσης όσο και με την εξιστόρηση των καημών και των βιωμάτων του. Πρόκειται για ένα πολύ καλά χορογραφημένο θέαμα, που συχνά στέφεται με ένα λογοτεχνικό βραβείο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γαλλικών βραβείων του 2019, της τελευταίας «κανονικής» λογοτεχνικής σεζόν πριν από την πανδημία.

Τι θα γινόταν εάν η γαλλική λογοτεχνική σεζόν, με τα μυθιστορήματα νέας εσοδείας και τις καθιερωμένες εικασίες για τα φαβορί, σε ανταγωνισμό για ολοένα περισσότερα βραβεία που το επόμενο φθινόπωρο στοιβάζονται σαν τα ξερά φύλλα, δεν ξεκινούσε όπως είθισται στα τέλη Αυγούστου; Και τι θα γινόταν εάν είχε ήδη ξεκινήσει από τον Ιούλιο, με ένα συνέδριο αφιερωμένο στον Στεφάν Μαλλαρμέ στο διεθνές πολιτιστικό κέντρο του Σεριζύ-λα-Σαλ, διοργανωμένο από τον φιλόλογο Μπερτράντ Μαρσάλ και δύο εκ των συνεργατών του; Η υπόθεση στερείται σοβαρότητας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως δεν θα υπήρχαν πια λογοτεχνικές σεζόν. Παρ’ όλα αυτά, φαντάζει ωραίο σαν σενάριο.

O Μαρσάλ ήταν ο υπεύθυνος της τελευταίας έκδοσης του Μαλλαρμέ στην εκλεκτή λογοτεχνική σειρά της Πλειάδας (La Pléiade) και πιο πρόσφατα, της νέας έκδοσης της αλληλογραφίας του1. Κατέχει από μνήμης όχι μόνο τους δύο τόμους με τα άπαντα του Μαλλαρμέ στην Πλειάδα αλλά και, χωρίς αμφιβολία, σχεδόν το 80% της αλληλογραφίας του. Αφιέρωσε τη ζωή του στο έργο του Μαλλαρμέ. Επέλεξε να προσφέρει όλον του τον χρόνο σε εκείνους που είναι  ολοκληρωτικά αφοσιωμένοι στην ποίηση, στους μελλοντικούς αναγνώστες, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ισχνά άπαντα του ποιητή. Αυτό το επίπονο πνευματικό έργο διαρκεί εδώ και μισό αιώνα –και ωστόσο δεν αρκεί για να ολοκληρώσουμε με τον Μαλλαρμέ.

Τον Οκτώβριο, η γαλλική Ταινιοθήκη, και στη συνέχεια η Ταινιοθήκη της Τουλούζης, πραγματοποίησαν προβολές της φιλμογραφίας του Γκυ Ντεμπόρ. Στο Παρίσι, αναγκάστηκαν να αρνηθούν την είσοδο σε πολύ κόσμο. Αυτό είναι που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι θέλουν να δουν (και να κατανοήσουν) μια ταινία δώδεκα και καμιά φορά είκοσι φορές, χωρίς ποτέ το νόημά της να εξαντλείται –όπως ακριβώς συμβαίνει και με ένα ποίημα του Μαλλαρμέ. Πρόκειται για ένα γεγονός που, επιεικώς μιλώντας, δεν προσέλκυσε μεγάλη προσοχή. Ένα γεγονός που δεν μετράει, όπως ένα συνέδριο για τον Μαλλαρμέ σε έναν πύργο στο Σεριζύ-λα-Σαλ της Νορμανδίας. Σε κάθε περίπτωση, δεν είδαμε τον Μαρσάλ ούτε στις εκπομπές του Λωράν Ρουκιέρ ούτε του Τιερί Αρντισσόν ούτε καν του Φρανσουά Μπουσνέλ (Σ.τ.Ε.: διάσημοι τηλεοπτικοί παρουσιαστές). Αλλά και ο Ντεμπόρ και ο Μαλλαρμέ ξεφεύγουν από μια τέτοιου είδους προβολή: ήταν πολύ απασχολημένοι με την προσπάθειά τους να δοθούν στην ανάγνωση, να δώσουν μαθήματα ζωής, διαύγειας, απόστασης και σκιάς σε εκείνους που δεν υπολογίζουν τον χρόνο που τους αφιερώνουν. Ναι, να δώσουν.

Θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει στο Σεριζύ ή στην Ταινιοθήκη, όμως έπρεπε να επιστρέψουμε, καθώς είχε έρθει η ώρα της νέας γαλλικής λογοτεχνικής σεζόν: εκείνης που δεν δίνει τίποτα, που δεν είναι φτιαγμένη για να δίνει, αλλά για να δίνουμε εμείς την προσοχή μας σε εκείνη, όπως ακριβώς σε έναν αθλητικό αγώνα, από τον οποίο δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτα, καθώς είναι καταδικασμένη να εξαφανιστεί μετά την επόμενη. Της δίνουμε προσοχή, την οποία μπορούμε να αποσύρουμε αργά ή γρήγορα για να την επικεντρώσουμε σε κάτι άλλο. Στην αγγλική γλώσσα είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο: λέμε to pay attention –πληρώνουμε με την προσοχή μας. Η αγγλική ψυχή έχει το εμπόριο αν όχι στο αίμα της, τουλάχιστον στη γλώσσα της. Δίνουμε προσοχή, πληρώνουμε με προσοχή, αναμένουμε μια απόδοση από την επένδυσή μας –και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο σήμερα μιλάμε για μια οικονομία της προσοχής. Με την έναρξη της λογοτεχνικής σεζόν, βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς συναλλαγών, όπου η προσοχή είναι το νέο νόμισμα. Ο συγγραφέας πρέπει να πληρώσει με την έκθεση του εαυτού του προκειμένου να του δώσω προσοχή. Εάν δεν πληρώσει, η προσοχή μου στρέφεται αλλού. Και, σε κάθε περίπτωση, η προσοχή μου μετράει για τον συγγραφέα, καθώς ο ανταγωνισμός μεταξύ εκείνων που θέλουν να τους την δώσω είναι άγριος και δεν έχω μονάχα αυτό να κάνω.

Φυσικά, ο ανταγωνισμός και τα βραβεία πάντοτε υπήρχαν στη λογοτεχνία. Όμως, με την επικράτηση της οικονομίας της προσοχής, ένα καινούργιο φαινόμενο έκανε την εμφάνισή του. Η λογοτεχνία δεν προσδιορίζεται πλέον εκ των έσω, σύμφωνα με κανόνες που έχει θεσπίσει ο κλάδος, όπως εξηγούσε ο Πιερ Μπουρντιέ, αλλά με τρόπο ετερόνομο, με όρους προσοχής που της έχουν επιβληθεί εξωτερικά. Ο Μαλλαρμέ στο Σεριζύ από τη μια πλευρά και η νέα λογοτεχνική σοδειά από την άλλη: ιδού δύο κόσμοι απλά ασύμβατοι, χωρίς κοινή μονάδα μέτρησης. Ναι, απλά, δηλαδή χωρίς δεύτερες σκέψεις περί παρακμής της λογοτεχνίας, που πάντοτε υπαινίσσονται πως ό,τι χάθηκε θα μπορούσε να ανακτηθεί, λες και η ιστορία καταλήγει στην επιστροφή σε παλαιότερες καταστάσεις, λες και με την κατάληψη της λογοτεχνίας από την οικονομία της προσοχής δεν αλλάζει θεμελιωδώς η φύση της.

Είναι απλά αδιανόητο να φανταστούμε τον Μαλλαρμέ και τον Ντεμπόρ να κάνουν εκείνα που τόσοι συγγραφείς είναι αναγκασμένοι να κάνουν σήμερα προκειμένου να τους δώσουμε την προσοχή μας. Για παράδειγμα, να εμφανίζονται χωρίς σταματημό παντού, πολύ περιποιημένοι, πολύ ευπαρουσίαστοι, αφού η διαρκής κατάληψη των τηλεοπτικών πλατό, η προβολή της δημοσιότητάς τους στο YouTube ή στο Instagram και η αλληλεπίδραση με το αναγνωστικό κοινό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μέρος των υποχρεώσεων τους –ο συγγραφέας οφείλει να είναι κοντά στον αναγνώστη, είναι ο γενναιόδωρος πλησίον μας. Ή να συμμορφώνονται με τους κανόνες της βιομηχανίας της προσοχής, εκθέτοντας τις μύχιες σκέψεις, τις τραυματικές εμπειρίες και τα βάσανα, τα δικά τους, εκείνα των οικείων και των λιγότερο οικείων τους, ή ακόμα τις κακοποιήσεις και τις αδικίες που έχουν υποστεί, αφήνοντας τη λογοτεχνία να τις αποκαταστήσει μέσα από την έκθεσή τους. Η λογοτεχνία μοιάζει πλέον να έχει ως πρωταρχική λειτουργία την κινητοποίηση της ενσυναίσθησής μας, η οποία προσφέρει τους τίτλους ευγενείας της στην οικονομία της προσοχής, που αφ’ εαυτής θα κινδύνευε να φανεί μάλλον χυδαία. Και, προκειμένου να κινητοποιήσει την ενσυναίσθηση, πρέπει οι ίδιοι οι συγγραφείς να κάνουν το πρώτο βήμα, βάζοντας ένα κομμάτι της δικής τους. Στη λογοτεχνική σεζόν του 2019 λόγου χάρη, φάνηκε πως η ενσυναίσθηση για ακόμη μία φορά στράφηκε προς το οικογενειακό παρελθόν, με τα μυθιστορήματα του Ζαν-Λυκ Κοαταλέμ (La Part du fils) και του Σαντιάγο Αμιγκορένα (Le Ghetto Intérieur)2, και τα δύο υποψήφια για τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία Γκονκούρ και Ρενοντό. Είναι αφιερωμένα, και το ένα και το άλλο, στο τραγικό πεπρωμένο των παππούδων τους, με τον πρώτο να συντρίβεται από τη ναζιστική μηχανή θανάτου και τον δεύτερο να βυθίζεται στη σιωπή μετά τον χαμό της μητέρας του, μεταξύ του γκέτο της Βαρσοβίας και του στρατοπέδου εξόντωσης της Τρεμπλίνκα. Η τρομακτική σιωπή μεταδίδεται στον αναγνώστη.

Είναι απλά αδιανόητο να φανταστούμε τον Μαλλαρμέ και τον Ντεμπόρ να ανησυχούν αν τους νιώθουμε ή αν τους συμπαθούμε: δεν επιθυμούν την προσοχή μας, αδιαφορούν πλήρως για τους κατοπτρικούς νευρώνες μας. Δεν βρίσκονται στη σφαίρα της οικονομίας, βρίσκονται στη σφαίρα του δώρου (του ποιήματος, όπως θα έλεγε ο Μαλλαρμέ), του πότλατς3. Αντιστρόφως, όλα δείχνουν πως ελάχιστοι αναγνώστες των συγγραφέων που συνωστίζονται στις υποψηφιότητες για τα λογοτεχνικά βραβεία είναι έτοιμοι να τους αφιερώσουν πενήντα χρόνια της ζωής τους –και ακόμη λιγότεροι να απομνημονεύσουν τα μυθιστορήματά τους. Εξάλλου, ούτε ο Κοαταλέμ ούτε οι υπόλοιποι θα ήξεραν τι να κάνουν με αναγνώστες που θα τους αφιέρωναν τη ζωή τους. Μπορεί ενδεχομένως να είναι έτοιμοι να επικοινωνήσουν μαζί τους στα κοινωνικά δίκτυα, όμως δεν γράφουν με σκοπό να μην σταματήσουμε ποτέ να ασχολούμαστε με τα βιβλία, τα ποιήματα, τις φράσεις τους. Αντιθέτως, βάζουν τα δυνατά τους ώστε κατά κάποιον τρόπο να έχουν διαβαστεί προκαταβολικά –πρόκειται αναμφίβολα για την απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στη σφαίρα του λογοτεχνικού γεγονότος. Πρέπει, εν ολίγοις, η ανάγνωση να έχει τελειώσει προτού καν ξεκινήσει. Οι μάνατζερ της προσοχής γνωρίζουν πως η ποσότητα της προσοχής που είμαστε έτοιμοι να επενδύσουμε σε ένα αντικείμενο είναι αντιστρόφως ανάλογη της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλουμε για να την επικεντρώσουμε σε κάτι. Γι’ αυτόν τον λόγο έχει επιβληθεί το να γράφεις ώστε ο αναγνώστης να μην έχει τίποτα να ξαναδιαβάσει (τίποτα να επιθυμήσει): πρέπει να περάσεις από εκεί προκειμένου να έχεις επιδόσεις σε αυτή τη μικρή περιοχή της οικονομίας της προσοχής που συνεχίζουμε να αποκαλούμε λογοτεχνία. Την οποία μπορούμε επίσης να ορίσουμε ως τη λογοτεχνία στο θεαματικό της στάδιο, μετρήσιμη (όπως οφείλει) με δείκτες, βασισμένους στα βραβεία που απονέμονται.

Είναι σημαντικό λοιπόν να επενδύεις τον χρόνο σου σε εκδηλώσεις δημοσιότητας, αυτό το παραχάιδεμα που συνιστά τον ανυπέρβλητο ορίζοντα του πολιτισμού του θεάματος. Τα βραβεία συμβάλλουν στη μετατροπή της λογοτεχνίας σε δρώμενο δημοσιότητας και, γενικότερα, κάθε λογοτεχνική σεζόν αξιολογείται με βάση την περιεκτικότητά της σε εκδηλώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, η σοδειά του 2019 μάλλον δεν ήταν ιδιαιτέρως αξιόλογη, όπως διαβάσαμε προτού φυσικά ανακοινωθούν τα βραβεία (μετά, είναι πλέον αργά: όλα τα βιβλία που βραβεύονται είναι εξ ορισμού αριστουργήματα). Υπήρξε βεβαίως ο Γιαν Μουά, ο οποίος με το Orléans αναμενόταν να λειτουργήσει ως ατμομηχανή –είναι εξάλλου ένας πραγματικός επαγγελματίας αυτής της οικονομίας. Όμως υπέστη μια ηχηρή αποτυχία (πράγματι, αυτό είναι το βασικό δίδαγμα και σχεδόν το μοναδικό γεγονός της λογοτεχνικής σεζόν του 2019: μια ατμομηχανή μπορεί να εκραγεί και να γίνει χίλια κομμάτια). Κι όμως, είχε πουλήσει πολύ δραστήρια τον εαυτό του, χωρίς να μας απαλλάξει από την παραμικρή λεπτομέρεια για τα μαρτυρικά παιδικά χρόνια του –πολύ σύντομα όμως, αρχίσαμε να μην καταλαβαίνουμε τι από αυτά ήταν «ψαχνό» και τι «γαρνιτούρα», τι ήταν αλήθεια και τι ψέμα. Προσπάθησε να επανορθώσει με μια θεαματική τηλεοπτική εμφάνιση, όπου προχώρησε σε όχι και τόσο πλήρεις ομολογίες σχετικά με «τα σφάλματα της νεότητάς του»4 –με τον πρώην εργοδότη του να έχει αναλάβει την παραγωγή της εκπομπής. Ιδού λοιπόν ένα ενδιαφέρον θεαματικό συμβάν, αν και σε κάπως μεταγενέστερο, λανθασμένο χρόνο: o Μουά με λίγα λόγια εφηύρε το μεθύστερο5 θεαματικό συμβάν, το γεγονός μετά το γεγονός, σαν κατά κάποιο τρόπο να σκηνοθετούσε την επερχόμενη δυσμένεια.

Ως εκ τούτου, στην κατηγορία εκείνων, ανδρών και γυναικών, που όντως πληρώνουν με την έκθεση του εαυτού τους, που οι ίδιοι γίνονται το «γεγονός», που συντονίζονται με τις θυσιαστικές επιταγές της οικονομίας της προσοχής, ανήκει η Έμμα Μπέκερ: με το La Maison, υποψήφιο για βραβείο Ρενοντό, έμοιαζε να προηγείται στην κούρσα. Μια νέα γυναίκα των γραμμάτων, πτυχιούχος της Σορβόννης, που καταβυθίζεται επί δυόμισι χρόνια σε έναν οίκο ανοχής στο Βερολίνο για να γράψει ένα αληθινό μυθιστόρημα για την πορνεία, ένα είδος αντί-Νανά ή αντί-Μωπασσάν, όπως έλεγαν (όπως έλεγε). Ιδού η αυθεντικότητα: εδώ έχουμε πραγματικό «ψαχνό» και άρα πρόκειται για το σχεδόν ιδανικό αντικείμενο της θεαματικής λογοτεχνίας. Ή μήπως είναι υπερβολικά ιδανικό, υπερβολικά ωραίο για να είναι αληθινό; Η Μπέκερ δεν κατόρθωσε να προχωρήσει πέρα από τα ημιτελικά, αναμφίβολα επειδή θα έπρεπε να είχε τηρήσει τους τύπους, να είχε κάπως «γαρνίρει» το «ψαχνό». Όχι επειδή ένα μυθιστόρημα για την πορνεία γραμμένο από ένα άτομο που επιδόθηκε σε αυτήν θα θεωρούνταν απρεπές ή ταμπού –το αντίθετο. Το τέχνασμα είναι απόλυτα συντονισμένο με τον σύγχρονο πολιτισμό του θεάματος. Δεν παραλείπει να προκαλεί το ρίγος για το οποίο ξετρελαίνεται το θέαμα και που πάντοτε αποτελεί ένδειξη της θυσιαστικής διάστασής του («Είναι ριψοκίνδυνη, τόλμησε να το κάνει, έκανε το μεγάλο βήμα, ξεπέρασε τα όρια»).

Η Μπέκερ λοιπόν αξίζει επαίνους –θα μπορούσαμε όμως ποτέ να φανταστούμε την κριτική επιτροπή των βραβείων Ρενοντό (εννέα άντρες, μία γυναίκα) να διακηρύσσει σχεδόν επίσημα πως αρκεί να εκπορνεύεσαι επί περίπου δυόμιση χρόνια για να γράψεις το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς; Η κριτική επιτροπή ήταν άραγε έτοιμη να παραδεχτεί, όπως η Μπέκερ ισχυρίζεται σε κάποια βίντεο στο YouTube, ότι η εκπόρνευση και η συγγραφή είναι λίγο-πολύ το ίδιο πράγμα αφού, όπως ακριβώς σε ένα μπορντέλο, έτσι και στη λογοτεχνία, υποδυόμαστε ρόλους; Εκτός κι αν φανταζόμαστε (και είναι δύσκολο με ένα μυθιστόρημα που ουσιαστικά αποτελεί μια συνηγορία υπέρ της κανονικοποίησης της πορνείας) πως τα πορνεία είναι χώροι όπου ευνοείται το πότλατς, το δώρο και η αγάπη, όλα αυτά θα μας οδηγούσαν να παραδεχθούμε πως, στην εποχή της οικονομίας της προσοχής, η λογοτεχνία πράγματι εμπίπτει στην ίδια κανονικοποίηση, πρόκειται δηλαδή για μια απλή συναλλαγή, για ένα είδος πορνείας με μόλις και μετά βίας μεταφορική έννοια. Σε μια τέτοια περίπτωση, η λογοτεχνία δεν θα είχε άλλη περιοχή δικαιοδοσίας παρά μόνο αυτό το «πληρώνω με την έκθεση του εαυτού μου», που μου επιτρέπει να αποκτήσω ένα κεφάλαιο προσοχής ή προβολής, το οποίο στις μέρες μας αντικαθιστά ωφελιμιστικά το συμβολικό κεφάλαιο, αυτή την τόσο αγαπητή στον Μπουρντιέ έννοια. Όμως, η κριτική επιτροπή των Ρενοντό αποφάσισε ότι, ακόμα και αν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν θα πρέπει να το πολυλέμε: πρέπει να συνεχίσουμε να προσποιούμαστε ότι η λογοτεχνία συνεχίζει να υπάρχει, με συγγραφείς που μοιάζουν με πραγματικούς συγγραφείς. Εξάλλου, βρισκόμαστε στη Γαλλία, τη χώρα της λογοτεχνίας. Έτσι, ο Συλβαίν Τεσσόν, ο συγγραφέας-ταξιδιώτης, λάτρης της ελεύθερης πτώσης και των χαμηλών θερμοκρασιών, ήταν εκείνος που πήρε το βραβείο.

Τα ξερά φύλλα και τα βραβεία σταμάτησαν να στοιβάζονται. Στα ξεχασμένα δάση, όταν περάσει ο σκοτεινός χειμώνας, μας απομένει μονάχα εκείνο που δεν τελειώνει ποτέ.

  1. Stéphane Mallarmé, Αλληλογραφία, 1854-1898, Εκδόσεις Gallimard, συλλογή «Blanche», Παρίσι, 2019. (Σ.τ.Μ): Οι εκδόσεις της Πλειάδας (La Pléiade) ιδρύθηκαν στο Παρίσι από τον εβραϊκής καταγωγής Ζακ Σιφρίν το 1923. Το 1931 ίδρυσε τη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδας», με εναρκτήριο τόμο το ολοκληρωμένο έργο του Μπωντλαίρ. Τις εκδόσεις αγόρασε το 1933 και κατέχει έως σήμερα ο εκδοτικός οίκος Γκαλιμάρ (Gallimard), όταν ο Ζαν Σιφρίν αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική εξαιτίας της ναζιστικής απειλής. Θεωρείται κορυφαία τιμή για κάποιον συγγραφέα να δημοσιευτεί το έργο του στη συγκεκριμένη συλλογή.
  2. Jean-Luc Coatalem, La Part du fils, Stock, συλλογή «La bleue», Παρίσι, 2019˙ Santiago Amigorena, Le Ghetto intérieur, P.O.L, Παρίσι, 2019.
  3. (Σ.τ.Μ.): Πότλατς: Τελετουργικό έθιμο των λαών της βορειοδυτικής Αμερικής που χαρακτηρίζεται από την απονομή δώρων από τον οικοδεσπότη ή ενίοτε και την καταστροφή υλικών αγαθών με σκοπό την επίδειξη πλούτου και γενναιοδωρίας, με την προσδοκία μιας ανταπόδοσης.
  4. Αντισημιτικά κείμενα και σχέδια που δημοσιεύτηκαν σε μια φοιτητική εφημερίδα.
  5. (Σ.τ.Μ.): Μεθύστερο, après-coup: Στην ψυχανάλυση, ο όρος après-coup δηλώνει τη διαδικασία με την οποία ορισμένα τραυματικά γεγονότα εκδηλώνονται μεταγενέστερα και σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, που τους δίνει νέο νόημα.
  • Καθηγητής Λογοτεχνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο του Σεν Γκαλ (Ελβετία). Συγγραφέας του Dernières nouvelles du spectacle (Ce que les médias font à la littérature), Εκδόσεις Seuil, Παρίσι, 2017.

4 Μαΐ 2021

Στα όρια της φτώχειας εργαζόμενοι στη Γερμανία

 

Ενας στους πέντε εργαζόμενους αμείβεται με τον κατώτατο μισθό στην ηγέτιδα οικονομική δύναμη της Ευρώπης, την ευημερούσα Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι ένας στους πέντε εργαζόμενους βρίσκεται στα όρια της φτώχειας, σύμφωνα με τις δηλώσεις στη Βουλή της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης της Γερμανίας.

Ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία, ιδιαίτερα σε χειρονακτικά επαγγέλματα χωρίς ακαδημαϊκές σπουδές ή υψηλή επαγγελματική εξειδίκευση βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το όριο της φτώχειας όπως υπολογίζεται στη Γερμανία συνυπολογίζοντας το πολύ υψηλό κόστος ζωής.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη γερμανική στατιστική υπηρεσία, ένας εργένης, χωρίς παιδιά, εργαζόμενος με πλήρες ωράριο, μετά τις κρατήσεις, μένει με ένα εισόδημα 1.110,50 ευρώ τον μήνα. Το εισόδημα αυτό για τα δεδομένα  της Γερμανίας, απέχει μόλις κατά 14,50 ευρώ από το όριο της φτώχειας.

Ιδιαίτερα οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουν οι κομμωτές και οι κομμώτριες. Στον συγκεκριμένο κλάδο δραστηριοποιούνται περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι, εκ των οποίων το 92% αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Το μέσο μηνιαίο εισόδημα μίας κομμώτριας δεν ξεπερνά τα 1.680 ευρώ μεικτά. Για πολλούς το ποσό αυτό μπορεί να ακούγεται ικανοποιητικό, αλλά αν λάβουμε υπόψη τις κρατήσεις και το υψηλό κόστος ζωής στη Γερμανία, ιδιαίτερα στα ενοίκια, δύσκολα επαρκεί για να καλύψει κάτι παραπάνω από βασικές ανάγκες. Το ίδιο συμβαίνει με το 78% των εργαζομένων στον κλάδο της προσωπικής φροντίδας και περιποίησης, το 78% των οδηγών ταξί, καθώς και το 85% των εργαζομένων σε ανθοπωλεία.

Χαμηλές αποδοχές στην πρώην Ανατολική Γερμανία

Στη Γερμανία η στατιστική καταχωρεί όλους αυτούς τους εργαζόμενους στην κατηγορία των «χαμηλά αμειβόμενων» (Niedriglohnempfänger). Σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια στην κατηγορία αυτή εμπίπτει όποιος εργάζεται με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και πληρωμένα ένσημα, αλλά το εισόδημά του δεν ξεπερνά τα 2/3 του μέσου όρου στον συγκεκριμένο κλάδο. Συνολικά στη Γερμανία το ποσοστό των χαμηλά αμειβόμενων ανέρχεται στο 18,8%. Μάλιστα στην πρώην Ανατολική Γερμανία το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο, καθώς σχεδόν ο ένας στους τρεις αμείβεται με τον κατώτατο μισθό. Στα δυτικά κρατίδια της Γερμανίας το ποσοστό φτάνει το 16,5%, ενώ στο σύνολο της ΕΕ κυμαίνεται γύρω στο 17%.

7,3 εκατομμύρια εργάζονται
για λιγότερα από 400 ευρώ μηνιαίως

Αίσθηση προκάλεσε στη Γερμανία η θεαματική άνοδος του αριθμού των ατόμων που απασχολούνται με καθεστώς χαμηλά αμειβόμενης εργασίας.

Στην Γερμανία υπάρχει και μια άλλοι κατηγορία εξαθλιωμένων εργαζόμενων που υποαπασχολούνται και προσφέρουν ανασφάλιστη εργασία, με βάση τα προγράμματα που αποσκοπούν στην επανένταξη ανέργων στην κανονική αγορά εργασίας. Μέτρα που έχουν πλήρως αποτύχει. Στα 7,3 εκατομμύρια εργαζόμενοι υπολογίζεται ότι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, οι οποίοι αμείβονται με λιγότερα από 400 ευρώ μηνιαίως.

Σε διάστημα επτά ετών η κατηγορία αυτή των εργαζομένων αυξήθηκε κατά 1,6 εκατομμύρια σε σχέση με το 2003.

Ελάχιστοι από τα 7,3 εκατομμύρια των ανθρώπων που αμείβονται με λιγότερο από 400 ευρώ τον μήνα καταφέρνουν να επανέλθουν στην αγορά εργασίας. Και παρά ταύτα δεν θεωρούνται άνεργοι. Στην σχετική στατιστική καταγράφονται ως απασχολούμενοι, αφού υπερβαίνουν τις 15 ώρες εργασίας την εβδομάδα!

 Στην σχετική στατιστική δεν καταγράφονται επίσης όσοι μετέχουν σε σεμινάρια μετεκπαίδευσης ή επιμόρφωσης και φυσικά όσοι ψάχνουν δουλειά χωρίς τη διαμεσολάβηση των γραφείων εύρεσης εργασίας.

Αρνητικές είναι οι προοπτικές για τους αλλοδαπούς και τους ηλικιωμένους, άνω των 50 ετών, οι οποίοι, εάν χάσουν τη δουλειά τους, αντιμετωπίζουν σοβαρότατες δυσκολίες επανένταξης στην αγορά εργασίας. Ανεργοι μετανάστες και ηλικιωμένοι ανήκουν στις κατηγορίες που κατά κύριο λόγο δημιουργούν τη στρατιά των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων, που παραμένουν ανασφάλιστοι και υποαπασχολούνται, αλλά δεν θεωρούνται άνεργοι…

Διαβάστε online ή κατεβάστε το αριστούργημα του Δάντη Αλιγκέρι «Θεία Κωμωδία»

 

Θεία Κωμωδία, La Divina Commedia, Δάντη Αλιγκέρι 

Η Θεία Κωμωδία (ιταλικά: La Divina Commedia, αρχικός τίτλος Commedia) είναι επικό, αφηγηματικό ποίημα του Δάντη. Γράφτηκε στο διάστημα 1308-1321 και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έχοντας χαρακτηριστεί ως η επιτομή του μεσαιωνικού κόσμου. Το ποίημα χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος και αφηγείται το φανταστικό ταξίδι του Δάντη στον Άδη, με οδηγούς τον Βιργίλιο και τη Βεατρίκη. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Κωμωδία. Ο όρος Θεία προστέθηκε μεταγενέστερα από τον Βοκάκιο. Μέχρι σήμερα, έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένης κριτικής ανάλυσης και ερμηνειών.

Η Θεία Κωμωδία διαιρείται σε τρία μέρη: Κόλαση, Καθαρτήριο και Παράδεισος, το καθένα αποτελούμενο από 33 ωδές ή τραγούδια (canti)


….Η Κόλαση περιέχει επιπλέον μια εισαγωγική ωδή. Ο αριθμός τρία είναι κυρίαρχος σε όλο το ποίημα και η χρήση του δεν θεωρείται τυχαία. Οι ωδές είναι επίσης γραμμένες σε ενδεκασύλλαβο στίχο και η ρίμα ακολουθεί τη δομή ΑΒΑ ΒΓΒ ΓΔΓ . . . ΨΩΨ Ω, δηλαδή δομή τριών στίχων (terza rima). Η Θεία Κωμωδία υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό ποίημα στην οποία έγινε χρήση αυτής της ρίμας, αν και μία παρόμοια μορφή χρησιμοποιήθηκε προγενέστερα από τους τροβαδούρους.

Ο Δάντης, σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει ένα φανταστικό ταξίδι του στον Άδη, το οποίο ξεκινά – κατά την πιθανότερη εκδοχή – την Μεγάλη Παρασκευή του 1300, στις 8 Απριλίου και ενώ ο Δάντης είναι τριάντα πέντε ετών.

Το ταξίδι παρουσιάζεται ως αληθινό, κυρίως μέσω της χρήσης πλήθους στοιχείων που παραθέτει ο Δάντης σχετικά με αυτό και των λεπτομερειών που δίνονται με πολύ μεγάλη ακρίβεια. Οι ώρες, οι τοποθεσίες και το δρομολόγιο του αφηγητή καταγράφονται με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια.

Κατά το πέρασμά του από την Κόλαση και το Καθαρτήριο, ο ποιητής συνοδεύεται από τον δάσκαλό του Βιργίλιο, ενώ η πορεία του στον Παράδεισο γίνεται με την παρουσία της Βεατρίκης, ο χαρακτήρας που αντιπροσωπεύει το γυναικείο πρότυπο κατά τον Δάντη και βασίζεται πιθανότατα στη Βεατρίκη Πορτινάρι, υπαρκτό πρόσωπο στη ζωή του Δάντη. O Δάντης έκανε επίσης αναφορά στη Βεατρίκη, στο έργο La Vita Nuova, ωστόσο στη Θεία Κωμωδία θεωρείται πως εκφράζεται με ιδανικό τρόπο ο έρωτάς του προς το πρόσωπό της.

Μία από τις λεπτομέρειες της Θείας Κωμωδίας είναι πως κάθε ένα από τα τρία μέρη της κλείνει με τη λέξη άστρα.

Ο Δάντης θεωρείται πως επηρεάστηκε από τις ζωντανές και εντυπωσιακές περιγραφές της κόλασης που υπήρχαν στο έργο της χριστιανής μύστριας Μεχτίλδης του Μαγδεβούργου. Σύμφωνα με την περιγραφή του, ο Άδης έχει σχήμα αναποδογυρισμένου κώνου με το πλατύ στόμιό του να βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, κάτω από την Ιερουσαλήμ και την άλλη αιχμηρή άκρη του στο κέντρο της Γης. Αποτελείται συνολικά από εννέα κύκλους, οι οποίοι στενεύουν διαδοχικά καθώς κινείται κανείς κατηφορικά. Κάθε κύκλος του Άδη αντιστοιχεί σε συγκεκριμένες αμαρτίες — ολοένα βαρύτερες για βαθύτερους κύκλους — καθώς και τις αντίστοιχες τιμωρίες που επιβάλλονται. Ο Δάντης, σύμφωνα με την Αριστοτέλεια φιλοσοφία περί ηθικής και αρετής, κατατάσσει τις αμαρτίες σε πράξεις ακράτειας, όπως είναι φιληδονία, η λαιμαργία και η φιλαργυρία, και σε πράξεις κακίας ή βίας.

 Με πληροφορίες από Wlkipedia
«Θεία Κωμωδία» Συγγραφέας: Δάντης Αλιγκέρι (Dante Alighieri, 1265-1321)  Μετάφραση: Γεώργιος Εμμ. Αντωνιάδης (1833-1895)  Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση. Έτος έκδοσης: 1881

Πηγές: Με πληροφορίες από Wikipedia


Καβαδάς: «Να γιατί η Αθήνα είναι άσχημη»

 

Μιλάει στο «ΦΩΣ» ο Νίκος Καβαδάς, ένας σπουδαίος αρχιτέκτονας με βαθιά γνώση και 20.000 φωτογραφίες στο προσωπικό του αρχείο. 

Καβαδάς: «Να γιατί η Αθήνα είναι άσχημη»

Είναι σπουδαίος αρχιτέκτονας, με τεράστιες γνώσεις για την Αθήνα. Έχει συμμετάσχει στην κατασκευή του αεροδρομίου στα Σπάτα, του μετρό, έχει βγάλει 20.000 φωτογραφίες, γυρνούσε τις γειτονιές με περιπάτους έχοντας πλήθος κόσμου πίσω του. Το πρόβλημά μου σε τέτοιες συνεντεύξεις είναι τι να αφήσω έξω και σε ποια σειρά να τα βάλω. Το μυστικό είναι η διάταξη και η οικονομία στην ύλη. Θα μπορούσα να γράψω τα τριπλάσια. Αν όμως κουράσεις τον αναγνώστη, το έχασες το παιχνίδι. Διαβάστε τον Νίκο Καβαδά, είπε πράγματα που δεν γνώριζα.

Πώς πήρατε μέρος στο αεροδρόμιο και στο μετρό;

Ήμουν για πολλά χρόνια στην πολιτική αεροπορία και έχω ασχοληθεί με το αεροδρόμιο των Σπάτων από το 1974! Όταν ήρθε η κυβέρνηση Καραμανλή, κάναμε επιλογή θέσης για το αεροδρόμιο. Ήμουν σε όλες τις διαδικασίες από το 1974 ως το 2001! Ήμουν προϊστάμενος μελετών για το νέο αεροδρόμιο. Και για τα άλλα αεροδρόμια που ιδιωτικοποιήθηκαν, τα 14 αεροδρόμια. Ξέρετε πόσα εκατομμύρια τουρίστες είχαμε στόχο όταν ξεκινήσαμε;

Πείτε μου.

Έξι εκατομμύρια τουρίστες! Προ πανδημίας επισκέφθηκαν τη χώρα μας σε έναν χρόνο 34 εκατομμύρια τουρίστες! Ήμουν και διοικητής του αεροδρομίου στο Ελληνικό το 1989-90. Και γενικός διευθυντής αερομεταφορών.

Γυρίζατε με τους «ΑTENISTAS» τους δρόμους της Αθήνας. Τι κάνατε εκεί;

Οι «ATENISTAS» είναι ένα εθελοντικό γκρουπ που ενδιαφέρεται για την Αθήνα. Είχαν δράση προ πανδημίας, μπορούσαν να φτιάξουν με προσωπική εργασία μια παιδική χαρά, έκαναν πολιτιστικές εκδηλώσεις που είχαν σχέση με την Αθήνα. Κάναμε αρχιτεκτονικούς περιπάτους σε διάφορες περιοχές, Κυψέλη, πλατεία Αμερικής, Κουκάκι. Και επειδή έχω ασχοληθεί με την αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου, τους έδειχνα κτίρια και τις ιστορίες πίσω από κάθε κτίριο. Μιλάμε για εκατοντάδες άτομα που ακολουθούσαν, με μεγάφωνα και ηχεία! Ξεκίνησα αυτή τη δουλειά από την Κυψέλη. Έμενα παλιά στη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί είχε επίσης η γυναίκα μου το ιατρείο της, με πελάτες γνωστούς καλλιτέχνες. Έβγαζα φωτογραφίες τα κτίρια, ανέβασα σελίδα στο facebook για να ενημερώνω τους Κυψελιώτες για πολλά πράγματα που ήταν απαρατήρητα και μου ζήτησαν να κάνουμε ξενάγηση στην Κυψέλη. Ξεκινήσαμε με την ομάδα του Νίκου Βατόπουλου «Κάθε Σάββατο στην Αθήνα».

Πείτε μου για την Κυψέλη και τη Φωκίωνος Νέγρη. Εκεί σύχναζε ο Νίκος Γουλανδρής και άνθρωποι του ποδοσφαίρου.

Η Κυψέλη έχει φτιαχτεί βασικά στον Μεσοπόλεμο. Έχει όμορφα κτίρια και πλούσια ιστορία. Η Φωκίωνος Νέγρη γνώρισε την κορύφωση τη δεκαετία του ’60, εγώ έμενα στου Κυπριάδη στα Πατήσια, ένας συνοικισμός που έγινε με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκεί φτιάχτηκαν πολύ ωραίες μονοκατοικίες που θύμιζαν Κεντρική Ευρώπη. Μαζεύτηκαν όλοι οι καθηγητές πανεπιστημίου και πήγαν να αγοράσουν σπίτια εκεί. Γνώρισε μεγάλη πνευματική άνθηση. Η γιαγιά μου δίδασκε γερμανικά και έτσι αγόρασε ο παππούς μου το 1928 το σπίτι, το οποίο υπάρχει ακόμα. Το συμβόλαιο είναι του 1928. Στη Φωκίωνος Νέγρη πήγαινα ως φοιτητής. Είχε ωραία σφαιριστήρια, ωραία καφενεία, ήταν πολύ ζωντανή περιοχή.

Ποιοι καλλιτέχνες πήγαιναν εκεί;

Ο Κωνσταντάρας, ο Σταυρίδης, πολλοί, γιατί ήταν κοντά τα θέατρα. Η Φωκίωνος Νέγρη ήταν ένα ρέμα που κατέβαινε από τα Τουρκοβούνια! Το ρέμα Λεβίδη. Καλύφθηκε το ρέμα από τον δήμο Αθηναίων το 1937 σε μελέτη του Βασίλη Τσαγρή, μεγάλου αρχιτέκτονα του Μεσοπολέμου. Την ίδια εποχή έχτισαν και τη δημοτική αγορά της Κυψέλης. Εγκαινιάστηκε το 1937 από τον Ιωάννη Μεταξά, τον δικτάτορα, στις 4 Αυγούστου! Δηλαδή έναν χρόνο μετά τη δικτατορία. Αυτός έμενε στην αρχή της Φωκίωνος Νέγρη!

Γιατί είναι άσχημη πόλη η Αθήνα, ενώ η Πράγα είναι όμορφη, η Βιέννη είναι όμορφη, το Παρίσι, το Άμστερνταμ, η Ζυρίχη, οι ιταλικές πόλεις, αλλά και οι γερμανικές παρ’ ότι βομβαρδίστηκαν;

Μεγάλη ερώτηση αυτή. Η Τουρκοκρατία ευθύνεται για πολλά. Η Αθήνα χτίστηκε πολύ βιαστικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και πριν από τον πόλεμο! Ήδη από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου, το 1929, έγινε η σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας και ο νέος οικοδομικός κανονισμός. Και ξεκίνησε η αντιπαροχή το 1930. Τότε φτιάχτηκαν οι πρώτες πολυκατοικίες, τότε άρχισαν μαζικά και γκρέμιζαν νεοκλασικά. Δεν ήταν διατηρητέα, όπως είναι σήμερα. Τις πρώτες πολυκατοικίες τις αγόραζαν κυρίως Έλληνες ομογενείς της διασποράς, είχαν ωραία λουτρά, ασανσέρ, κεντρική θέρμανση και καταφύγια υπόγεια! Και έφεραν το όνομα του κάθε ιδιοκτήτη. Στο Κολωνάκι ακόμα υπάρχουν πολυκατοικίες παλιές που έχουν το όνομα του ιδιοκτήτη. Τότε κυριάρχησε το μπετόν αρμέ.

Το 1930 δηλαδή επί Βενιζέλου ξεκινάει η καταστροφή.

Γκρεμίσανε τότε όλη τη Βασιλίσσης Σοφίας! Μαζικά γκρεμίζονταν νεοκλασικά και διώροφα. Καταπληκτικά κτίρια στο κέντρο. Σε όλες τις πόλεις το κέντρο είναι το πιο ακριβό, το πιο όμορφο. Mόνο στην Αθήνα έχει απαξιωθεί το κέντρο. Aυτό δεν συμβαίνει πουθενά αλλού! Και ό,τι απέμεινε από τον Μεσοπόλεμο γκρεμίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο! Γιατί ήταν συμφέρον να χτίζουν πολλά διαμερίσματα σε ένα οικόπεδο αντί να έχουν ένα σπίτι. Δεν υπήρχε προστασία από τους κανονισμούς.

Γιατί δεν συνέβη αυτή η καταστροφή στις ευρωπαϊκές πόλεις;

Εκεί υπήρχαν πολιτιστικές διαφορές. Όταν εκείνοι είχαν πανεπιστήμια και αρχιτεκτονικές σχολές, εδώ δεν υπήρχε τίποτα. Να φανταστείτε, εδώ άρχισε αρχιτεκτονική σχολή το 1917! Και οι πρώτοι νέοι αρχιτέκτονες βγήκαν τη δεκαετία του 1920! Η Αθήνα ήταν μια κωμόπολη 10.000 περίπου κατοίκων! Ρημαγμένη, κατεστραμμένη. Δεν είχε δρόμους. Η Σταδίου ήταν ρέμα με δύο γεφυράκια! Χτίστηκε η πόλη εκ του μηδενός. Οι άλλοι στην Ευρώπη τότε είχαν παράδοση αιώνων. Στον Μεσοπόλεμο η Αθήνα είχε 200.000 κατοίκους και με τους πρόσφυγες μετά έφτασε τις 400.000. Όταν έφυγαν οι Τούρκοι από την Αθήνα, ξέρετε τι έγινε;

Πείτε μου τι έγινε.

Πήραν τις περιουσίες για ένα κομμάτι ψωμί διάφοροι Έλληνες! Διότι η Αθήνα δεν κατακτήθηκε με πόλεμο αλλά με συνθήκη. Όπως και η Θεσσαλία, όπου επίσης διάφοροι αγόρασαν για ένα κομμάτι ψωμί τεράστιες εκτάσεις και έγιναν τσιφλικάδες. Φεύγοντας οι Τούρκοι από την Αθήνα πούλαγαν τις περιουσίες τους κοψοχρονιά. Μέρος των εκτάσεων στην Αθήνα είχε αγοράσει ο στρατηγός Μακρυγιάννης το 1828-29 και μετά ζήτησε να του παραχωρήσει και το κράτος γαίες στην Αττική για τη συνεισφορά του στην Επανάσταση (έξοδα μισθών στρατιωτικού σώματος που διατηρούσε και λοιπά). Κατείχε εκτάσεις από την οδό Πειραιώς ως και το Ζάππειο!

Θέλω κι άλλα, ξετυλίγουμε το κουβάρι.

Το 1840 φτιάχτηκε το κτίριο που είναι δίπλα από το Μουσείο της Ακρόπολης και ήταν στρατιωτικό νοσοκομείο αρχικά. Επί Όθωνος. Κτίριο Βάιλερ. Από τα παλαιότερα κτίρια της Αθήνας. Εκεί έγινε η μεγάλη μάχη του Μακρυγιάννη με τον ΕΛΑΣ και τη Χωροφυλακή, έφαγε βομβαρδισμούς το κτίριο, αλλά παραμένει. Είναι κτίριο 180 χρόνων! Φεύγοντας οι Τούρκοι, το κράτος δεν είχε τίποτα σε πολλές περιοχές της χώρας. Τα είχαν αγοράσει ιδιώτες και επίσης τα κατείχαν η Εκκλησία και οι μονές. Μέχρι και τη λίμνη Κωπαΐδα είχαν πάρει!

Το Νέο Φάληρο όπου μένω έχει πολλά νεοκλασικά.

Αγαπούσε το Νέο Φάληρο ο Τσαρούχης και αγαπούσε τα νεοκλασικά. Ευτυχώς δεν μπορούν να γκρεμιστούν πλέον.

Ποια πόλη στην Ευρώπη σάς αρέσει περισσότερο;

Μακράν το Παρίσι.

Γιατί το Παρίσι έχει τόσο μεγάλους δρόμους και όταν είσαι ψηλά στον Πύργο του Άιφελ βλέπεις τεράστιες ευθείες με μεγάλο πλάτος;

Ο Ναπολέων Γ’, μακρινός απόγονος του μεγάλου Ναπολέοντα, επειδή είχε γίνει η Κομμούνα του Παρισιού, αποφάσισε για λόγους όχι μόνο αρχιτεκτονικούς αλλά και πολιτικούς να γίνουν τεράστιοι δρόμοι ώστε να μπορεί να μετακινείται γρήγορα και συντεταγμένα ο στρατός! Υπήρχε ένας μεγάλος αρχιτέκτονας εκεί, ο Οσμάν, πολεοδόμος. Στο τέλος του 19ου αιώνα γκρέμισε το μισό Παρίσι που ήταν πυκνοκατοικημένο και είχε στενούς δρόμους! Και μπορούσε πλέον να περνάει εύκολα ο στρατός να καταπνίγει επαναστάσεις και οδοφράγματα. Μετά τη διακήρυξη του Μαρξ έγιναν αυτά! Τα κτίρια στο Παρίσι είναι περίπου 150 ετών.

Αντέχουν τα παλιά κτίρια; Μας φοβίζουν οι μηχανικοί ότι έχουν ημερομηνία λήξης... Σε δουλειά να βρίσκονται ενδεχομένως...

Αντέχουν τα κτίρια, είτε είναι με μπετόν αρμέ είτε όχι, αρκεί να τα συντηρείς σωστά. Στο Λονδίνο υπάρχουν πολλά κτίρια που είναι 200 χρονών. Και στην Αθήνα τα πρώτα κτίρια με μπετόν αρμέ φτιάχτηκαν το 1910! Και υπάρχουν ακόμα! Κτίρια 110 χρόνων. Μπορείς να τα συντηρήσεις και να τα ενισχύσεις όπου χρειάζεται. Υπάρχουν τεχνικές.

Και στην Κέρκυρα, που την αγαπώ, τα κτίρια είναι αιώνων.

Βενετσιάνικη ιστορία. Έδωσαν εκεί οι Ενετοί το χρώμα τους. Και η Ρόδος, από την οποία πέρασαν επίσης οι Ιταλοί.

Άλλες πόλεις που σας αρέσουν στην Ευρώπη;

Εξαιρετική είναι η Ρώμη και η Βιέννη. Ακόμα πιο κομψή είναι η Πράγα. Και η Βουδαπέστη. Κοσμήματα! Το Άμστερνταμ. Εμένα μου αρέσει και το Λονδίνο. Προσεγμένες πόλεις.

Μία άλλη ερώτηση τώρα. Για το χρώμα. Εντάξει οι Κυκλάδες, αλλά τι κατάρα είναι αυτή με το λευκό στην Αθήνα;

Εγώ παραδέχομαι τους Ιταλούς. Οι Ιταλοί λόγω της Αναγέννησης ήταν οι πρώτοι διδάξαντες. Και οι Γάλλοι που έχουν εξαιρετική αρχιτεκτονική επίσης. Αλλά οι Ιταλοί είναι μακράν πρώτοι. Αυτοί λοιπόν χρησιμοποιούν πολύ τις ώχρες! Από τη γη. Όχι το λευκό!

Δεν υπάρχει κτίριο λευκό στην Κέρκυρα!

Αυτό σου λέω. Στην Ελλάδα υστερούμε πολύ στη μελέτη του χρώματος. Βλέπεις τώρα πολλές ανακαινίσεις στην Αθήνα με χρώμα γκρι! Απαράδεκτο. Αν δεις στην Τοσκάνη τι χρώματα χρησιμοποιούν οι Ιταλοί... Τα πιο ωραία.

Τι άλλο θα θέλατε να πούμε;

Έχω βγάλει 20.000 φωτογραφίες από κτίρια της Αθήνας. Είμαι σε μια μη κυβερνητική οργάνωση, μη κερδοσκοπική εταιρεία, η οποία λέγεται «Monumenta». Κάναμε μία καταγραφή των κτιρίων του Μεσοπολέμου -και πιο πριν- τα οποία υπάρχουν ακόμα στα επτά διαμερίσματα της Αθήνας. Είναι 11.200 κτίρια! Το κράτος μπορεί να αποφασίσει και να βοηθήσει ποια πρέπει να κρατηθούν, διότι τέτοια δεν ξαναφτιάχνονται. Κάποια πρέπει να κρατηθούν ως μνήμη της πόλης, είτε μεμονωμένα είτε κατά ομάδες κτιρίων! Υπάρχουν οδοί που έχουν πολλά τέτοια κτίρια προπολεμικά στη σειρά, βλέπεις 7-8 κτίρια το ένα μετά το άλλο. Αυτή είναι πολιτιστική κληρονομιά, είναι η ιστορία της πόλης. Βλέπεις, λόγου χάρη, κτίρια με τις αυλές από μέσα, χωρίς πρασιά μπροστά, με εσωτερικούς κήπους. Γιατί τότε ήταν άλλου είδους κοινωνία, δεν ήθελαν να τους βλέπουν... Μας ενδιαφέρει να κρατήσουμε ζωντανή την ιστορία της πόλης. Να τη γνωρίσουν και να την αγαπήσουν οι κάτοικοι της Αθήνας, οι οποίοι ήρθαν στη μεγάλη πλειοψηφία τους από την επαρχία. Αν δεν γνωρίζεις κάτι, πώς να το αγαπάς;

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More