Αν
και πολλοί ανησυχούν για το, όλο και πιο συχνό, τρέμουλο της
καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, η οποία βρίσκεται στο τιμόνι
της χώρας για τέταρτη τετραετία και πιθανώς έχει προσβληθεί από την
κόπωση των «πολιτικών μαραθωνοδρόμων», εντούτοις λίγοι, αλλά ειδικοί και
αναλυτές, ανησυχούν ακόμη περισσότερο για τα «τρέμουλα» της γερμανικής οικονομίας, αλλά και του «γερμανικού θαύματος» γενικότερα, που φαίνεται να έχει φθάσει στα όρια του και δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει με την ίδια δυναμική.
Η γερμανική ατμομηχανή αγκομαχά
Καταρχάς
η γερμανική οικονομική “ατμομηχανή”, η οποία ρυμουλκεί σε μεγάλο βαθμό
και την ευρωπαϊκή οικονομία, δεν επιδεικνύει πλέον τις ίδιες στιβαρές
επιδόσεις, όπως στο παρελθόν. Ασθμαίνει, παρουσιάζοντας εμφανή σημάδια
κόπωσης και επιβράδυνσης. Τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Η γερμανική
οικονομία επιβραδύνθηκε με ύφεση -0,2% το 3ο τρίμηνο του 2018 κι από
τότε, παρά τη σχετική ανάκαμψή της, δεν μπόρεσε να ανακτήσει τους
προηγούμενους ρυθμούς της.
Για φέτος μόλις και μετά βίας ίσως πιάσει το 0,5-0,7% ανάπτυξη, από 1,4% που έκλεισε για το 2018.
Ως αιτίες αυτής της επιβράδυνσης οι σχετικές εκθέσεις επισημαίνουν την
εξάρτηση της Γερμανίας από τις εξαγωγές και τα εμπορικά πλεονάσματα, που
αναμένεται να πληγούν από τα μέτρα προστατευτισμού στο παγκόσμιο
εμπόριο και τους εμπορικούς πολέμους του Τραμπ, από την επιβράδυνση της
κινεζικής οικονομίας και από το ενδεχόμενο ενός σκληρού ή άτακτου
Brexit.
Μάλιστα, σχετική έκθεση της Bundesbank αναφέρει
πως η γερμανική οικονομία πιθανόν να χάσει μέρος της δυναμικής της το
δεύτερο τρίμηνο του 2019, κι αυτό έπειτα από το υφεσιακό 3ο τρίμηνο του
2018. Βέβαια η γερμανική οικονομία είχε επιστρέψει σε αναιμική
ανάπτυξη το 1ο τρίμηνο του 2019 καθώς οι Γερμανοί καταναλωτές ξόδεψαν με
μεγαλύτερη ελευθερία, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε χάρη στον
ήπιο χειμώνα, ενώ η ανεργία έπεσε για πρώτη φορά από το 1981 κάτω του
5%. Ωστόσο οι προοπτικές συνεχίζουν να σκιάζονται από τις διαμάχες στο
διεθνές εμπόριο. Έτσι οι επενδυτές έχουν χαμηλώσει πλέον τις προσδοκίες
τους σχετικά με την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας, που θα
παρουσιάζει πλέον “χαμηλές πτήσεις” καθώς επιβαρύνεται από τις τεταμένες
διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Ο δείκτης οικονομικών προσδοκιών του
γερμανικού ινστιτούτου ZEW πλησιάζει το χαμηλότερο επίπεδο των
τελευταίων επτά ετών, με τους περισσότερους επενδυτές να προβλέπουν ότι η
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα επιβραδυνθεί στο επόμενο εξάμηνο
του 2019.
Ύφεση μέσα στο 2019;
Ειδικά
στον τομέα της μεταποίησης και της βιομηχανίας, όπου η Γερμανία είναι
πρωταθλήτρια, η επιβράδυνση διαρκεί ήδη έναν ολόκληρο χρόνο (από το
καλοκαίρι του 2018) και δεν προβλέπεται πως θα ανακάμψει σύντομα. Αν και
η Bundesbank προβλέπει πως το δεύτερο εξάμηνο του 2019 ο ρυθμός
ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί, κάποιοι άλλοι αναλυτές και επενδυτές
προβλέπουν ακόμη και ύφεση, καθώς η γερμανική οικονομία εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο και είναι ευάλωτη στη μείωση της
διεθνούς ζήτησης που ήδη παρατηρείται κυρίως λόγω των εμπορικών πολέμων.
Πιο
αναλυτικά η Bundesbank επισημαίνει πως η γερμανική
αυτοκινητοβιομηχανία, που ακόμη δεν έχει συνέλθει από τα σκάνδαλα με τις
εκπομπές ρύπων των ντιζελοκίνητων οχημάτων της, τις μαζικές ανακλήσεις
μοντέλων και τα πρόστιμα-μαμούθ που της επέβαλε η κυβέρνηση των ΗΠΑ,
αντιμετωπίζει ασθενέστερη ζήτηση από το εξωτερικό και ότι οι παγκόσμιες
πωλήσεις αυτοκινήτου αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω το 2019 ύστερα από
την περυσινή τους πτώση και μάλιστα για πρώτη φορά μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Η εξωστρεφής γερμανική οικονομία
παρουσιάζει αυξανόμενα ρίσκα στις εξωτερικές συναλλαγές της. Από τη μία η
στασιμότητα της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και οι
εμπορικές διαμάχες στη διεθνή σκηνή και από την άλλη οι τις τάσεις
προστατευτισμού στις ΗΠΑ αλλά και αβεβαιότητα για τις συνέπειες που θα
είχε ένα σκληρό Βrexit, συνθέτουν ένα δυσοίωνο σκηνικό για τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας.
Deutsche Bank: η γερμανική “Lehman Brothers”;
Δεν
είναι όμως μόνο τα δυσοίωνα μηνύματα, που εκπέμπει η γερμανική
οικονομία το τελευταίο έτος, τα οποία προβληματίζουν. Είναι και μια
σειρά άλλοι δείκτες και παράγοντες, που συνηγορούν πως το περίφημο
“γερμανικό θαύμα” πλησιάζει προς το τέλος του ή, στην καλύτερη
περίπτωση, δε θα είναι και τόσο πετυχημένο και ελκυστικό όσο μέχρι
πρόσφατα. Από τη μία είναι η “απασφαλισμένη βόμβα” της Deutsche Bank, της γερμανικής “Lehman Brothers”. Το φάντασμα της Lehman Brothers στοιχειώνει την Deutsche Bank.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης πρότεινε
στην Deutsche Bank να πληρώσει 14 δισ.. δολάρια για να διευθετήσει τις
κατηγορίες σχετικά με τα τιτλοποιημένα στεγαστικά δάνεια που έδινε στην
αμερικανική αγορά. Την ώρα που η μετοχή της Deutsche Bank γνωρίζει
πρωτόγνωρα ιστορικά χαμηλά από την επανένωση της Γερμανίας πληθαίνουν οι
φωνές που παρομοιάζουν τη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα με τη Lehman
Brothers. Το μόνο που αναρωτιούνται είναι το “πότε θα σκάσει” και ποιες
συνέπειες θα έχει.
Ηλεκτροκίνηση: η “Αχίλλειος Πτέρνα” της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας
Από
την άλλη είναι η εμβληματική αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας που είναι
συνώνυμη του γερμανικού οικονομικού θαύματος. Αν και απασχολεί πάνω από
800.000 εργαζομένους και συνεισφέρει έως και 5% στο ΑΕΠ της Γερμανίας,
κατακλύζοντας με τα προϊόντα της την ευρωπαϊκής και αμερικανική αγορά, η
γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή.
Το σκάνδαλο των εκπομπών ρύπων με τη τεράστια δυσφήμιση και τα πρόστιμα-μαμούθ -σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών JATO Dynamics, συνολικά οι αυτοκινητοβιομηχανίες μπορεί να αντιμετωπίσουν στο εγγύς μέλλον πρόστιμα ύψους έως και 34 δισεκατομμυρίων ευρώ!-
επέφερε στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία σοβαρά πλήγματα, ενώ
αγωνίζεται για να προσαρμοστεί στους νέους κανόνες της Ε.Ε. για τη
μείωση των εκπομπών, κάτι που συνεπάγεται μεγάλο κόστος προσαρμογής.
Παράλληλα έχει εγκλωβιστεί στη δίνη του εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ και
πλέον οι τιμές των μετοχών γερμανικών κολοσσών (BMW, Daimler και
Volskwagen) ανεβοκατεβαίνουν σαν ασανσέρ.
Ωστόσο η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η
γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι άλλη από τη στροφή της
παγκόσμιας οικονομίας στα ηλεκτροκίνητα, και μελλοντικά και αυτόματης
οδήγησης, αυτοκίνητα. Σε αυτό τον τομέα η Αμερική, η Ιαπωνία, η
Νότιος Κορέα, και ειδικά η Κίνα, βρίσκονται πιο μπροστά από τη
Γερμανία. Αυτή η αλλαγή αποτελεί μονόδρομο για την επιβίωση του κλάδου,
αλλά δεν είναι απλή υπόθεση η προσαρμογή της στιβαρής γερμανικής
αυτοκινητοβιομηχανίας στις νέες προκλήσεις. Ως εκ τούτου δεν
αποκλείεται, σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, να εξαφανιστούν ολόκληρες
βιομηχανίες εξειδικευμένων τεχνολογιών που την εξοπλίζουν και αποτελούν
αναπόσπαστο τμήμα της στη Γερμανία. Αυτό θα ήταν πολύ σοβαρό πλήγμα στην
γερμανική οικονομία, αλλά και στην απασχόληση.
Τεχνολογική καθυστέρηση σε κρίσιμους τομείς
Η
Γερμανία παρουσιάζει ένα είδος «τεχνολογικής κόπωσης» και αρχίζει να
μένει πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις, ακόμη και στους τομείς που ήταν
στην πρωτοπορία. Βασίζεται κυρίως σε παλιά βιομηχανική τεχνολογία, που
παράγει κυρίως αυτοκίνητα, μηχανήματα, εργαλεία και ανταλλακτικά, ενώ
δεν είναι ανταγωνιστική στον τομέα των ηλεκτρονικών συσκευών και
προϊόντων υψηλής τεχνολογίας. Βασίζεται κυρίως σε ένα γηρασμένο εργατικό δυναμικό με μέση ηλικία γύρω στα 50 έτη,
που δυσκολεύεται να επανεκπαιδευτεί και να παρακολουθεί τις
τεχνολογικές εξελίξεις, ενώ της λείπουν οι εξειδικευμένοι στις νέες
τεχνολογίες, επιστήμονες και τεχνολόγοι.
Κατά γενική παραδοχή η
Γερμανία έχει μείνει αξιοσημείωτα πίσω στη ρομποτική π.χ. σε σχέση με
την Ιαπωνία, στις εφαρμογές της ψηφιακής τεχνολογίας και της Τεχνητής
Νοημοσύνης (A.I.) αλλά και στα ασύρματα δίκτυα 5ης γενιάς (5G), όπου η Κίνα βρίσκεται στην πρωτοπορία.
Για να εγκαταστήσει τα δίκτυα 5G στο έδαφος της, θα πρέπει να
συνεργαστεί αναγκαστικά με κινεζικές εταιρείες και να επενδύσει
τουλάχιστον 100 δισ. Ευρώ γι' αυτό το σκοπό. Σ' αυτό τον τομέα η
Γερμανία παρακολουθεί για την ώρα αμήχανη τρώγοντας απλώς την
“τεχνολογική σκόνη” των άλλων πρωτοπόρων της τεχνολογίας.
Συνεχίζει
να είναι ωστόσο στην πρωτοπορία στη χημική και φαρμακευτική βιομηχανία,
αλλά δεν είναι σίγουρο αν θα συνεχίσει να βρίσκεται στην ίδια θέση σε
μια δεκαετία από τώρα. Επίσης, κι αυτό είναι ενθαρρυντικό, η Γερμανία
έχει πάρει τη στρατηγική απόφαση να εγκαταλείψει την πυρηνική βιομηχανία και ενέργεια μέχρι το 2023
και αναζητά λύσεις για την ενεργειακό εφοδιασμό της μέσα από νέες
τεχνολογίες και εναλλακτικές πηγές ενέργειας κι αυτό είναι κάτι που θα
της προσφέρει νέες ευκαιρίες ανανέωσης, εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης,
ειδικά αν το κόμμα των Πρασίνων ενισχυθεί κι άλλο.
Η «δημογραφική βόμβα» της Γερμανίας
Η
Γερμανία αντιμετωπίζει επίσης κι ένα πολύ σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα,
παρά τη συνεχή ενίσχυση που δέχεται από μετανάστες. Με δείκτη
γεννητικότητας 1,48 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας (το 2018),
η Γερμανία δεν μπορεί να ανανεώσει τον όλο και πιο γερασμένο πληθυσμό
της. Το 50% των 83 εκατομμυρίων κατοίκων της σημερινής Γερμανίας είναι ήδη άνω το 48 ετών, που είναι και η μέση ηλικία του πληθυσμού. Αυτός ο δείκτης θα επιδεινωθεί κι άλλο ώστε το 2050 το 1/3 των Γερμανών θα είναι άνω των 67 ετών.
Τις
τελευταίες δεκαετίες η υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων στη
Γερμανία κυμαίνεται κάθε χρόνο μεταξύ 150.000-200.000, κι αυτό παρά τη
συνεισφορά των μεταναστών στις γεννήσεις. Η χώρα είναι αναγκασμένη να
δέχεται περί τις 300.000 νέους μετανάστες το χρόνο, μόνο και μόνο για να
διατηρήσει τον πληθυσμό της σταθερό (διαφορετικά θα μειωθεί στα 70 εκατομμύρια μέχρι το έτος 2060, όταν η Γαλλία θα έχει φτάσει αισίως στα 75 εκατομμύρια).
Αν θέλει μάλιστα να ανανεώσει επαρκώς και το εργατικό της δυναμικό,
τότε θα πρέπει να δέχεται περίπου μισό εκατομμύριο νέους μετανάστες το
χρόνο, όπως είναι και η πρόταση των Γερμανών βιομηχάνων. Αυτή τη στιγμή
το 20% του πληθυσμού της χώρας, δηλαδή περίπου 18 εκατομμύρια, είναι
απόγονοι μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς ή ένας από τους γονείς
ήταν μετανάστης.
Αναζητώντας νέες «δεξαμενές» μεταναστών
Το
πρόβλημα με τη Γερμανία είναι ότι έχει «στραγγίσει» όλες σχεδόν τις
ευρωπαϊκές δεξαμενές ανθρώπινου δυναμικού, αντλώντας κάθε χρόνο
εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη,
ειδικά κατά την κρίση του 2010 - 2014. Ωστόσο αυτές οι «δεξαμενές» έχουν
πλέον αδειάσει και δεν μπορούν να στέλνουν πλέον τους ίδιους αριθμούς
μεταναστών, όπως στο παρελθόν, ειδικά αφού οι οικονομίες τους έχουν
ανακάμψει. Μάλιστα, αν η γερμανική οικονομία επιβραδυνθεί, πιθανότατα να παρατηρηθεί και παλιννόστηση προς τη Νότια Ευρώπη,
όπως έγινε και κατά την περίοδο 1975 - 1985. Έτσι ο μόνος τρόπος για να
τροφοδοτηθεί με νέους μετανάστες η Γερμανία είναι να ανοίξει τις πόρτες
της σε ανθρώπους από τη Μέση Ανατολή, όπως έγινε το 2015 με το ένα
εκατομμύριο Σύριους πρόσφυγες, και τη νότιο Ασία (Ινδία, Πακιστάν,
Μπαγκλαντές) και μελλοντικά κι από την υποσαχάριο Αφρική. Οι μετανάστες
αυτοί όμως, επειδή προέρχονται από τελείως διαφορετικό πολιτισμικό και
θρησκευτικό υπόβαθρο, θα είναι πολύ πιο δύσκολο να ενσωματωθούν στη
γερμανική κοινωνία, αυξάνοντας πιθανότατα έτσι τη δυναμική της
ακροδεξιάς.
Κι άλλοι γερμανικοί πονοκέφαλοι
Πρέπει
να σημειωθεί επίσης και το κοινωνικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει η
Γερμανία με τα όλο και πιο ακριβά ενοίκια που πληρώνουν οι Γερμανοί σε
κερδοσκοπικές εταιρείες εκμετάλλευσης ακινήτων, καθώς μόνο το 45% των Γερμανών έχουν ιδιοκατοίκηση.
Είναι ένα πρόβλημα που δεν πρέπει να υποτιμάται, διότι μπορεί να
προκαλέσει εκτεταμένες κοινωνικές αναταραχές και ανακατατάξεις στο
πολιτικό σκηνικό.
Τέλος η Γερμανία ανησυχεί ιδιαίτερα για τις επιπτώσεις ενός σκληρού ή άτακτου Brexit, όπως και για το πολιτικό χάσμα που παρατηρείται στην Ε.Ε. μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης, το οποίο υπονομεύει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Το Βερολίνο δεν υποτιμά και τους γεωπολιτικούς κίνδυνους που μπορούν να προκύψουν στην Ανατολική Ευρώπη (π.χ. Ουκρανία) και ειδικά τις σχέσεις με τη Ρωσία, που θεωρεί καθοριστικές για την ασφάλεια και σταθερότητα της Ευρώπης.
Αλλά πλουσιότεροι παρά ποτέ...
Υπάρχουν
ωστόσο και ευχάριστα νέα. Οι Γερμανοί, παρά όλα τα προηγούμενα, είναι
σήμερα πλουσιότεροι από ποτέ. Η συνολική αξία μόνο της χρηματικής
περιουσίας (μετρητά, τραπεζικές καταθέσεις όψεως ή προθεσμίας, αξιόγραφα
και αξιώσεις απέναντι σε ασφαλιστικές εταιρίες) στη Γερμανία ανήλθε το πρώτο τρίμηνο του 2019 στα 6.170 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της Bundesbank. Σύμφωνα με την στατιστική κάθε
Γερμανός πολίτης κατέχει χρηματική περιουσία άνω των 200.000 ευρώ
(χωρίς να υπολογιστεί και η αξία της ακίνητης περιουσίας του), η οποία δεν κατανέμεται φυσικά ομοιόμορφα καθώς το 1/4 του πληθυσμού διαθέτει πολύ λιγότερα.
Οπότε,
ακόμη κι η γερμανική οικονομία βυθιστεί σε μια ελαφριά ύφεση, οι
Γερμανοί θα έχουν αρκετά χρήματα στα βιβλιάρια τους ώστε να μην
στερηθούν τίποτε, αν φυσικά ξεπεράσουν το «τευτονικό σύνδρομο» τους να
αποταμιεύουν πάντα περισσότερα από όσα πρέπει και να καταναλώνουν
λιγότερα. Η αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στη Γερμανία είναι ένα από
τα κλειδιά για την ανάκαμψη της οικονομίας της. Η εικόνα της
μελλοντικής Γερμανίας θα είναι άραγε αυτή μιας κοινωνίας ηλικιωμένων που
θα καταναλώνουν, διότι δεν θα έχουν παιδιά για να τους κληρονομήσουν;
Ίδωμεν.
* Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος