Όπως έχει δείξει η ιστορική εμπειρία, σε κάθε οικονομική και πολιτική
κρίση τίθεται το ερώτημα: «χρειαζόμαστε λιγότερη ή περισσότερη
δημοκρατία για να εξέλθουμε από την κρίση;». Ιστορικά, έχουν δοθεί
απαντήσεις και στις δυο κατευθύνσεις.
Τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, ειδικά η μελέτη της κρίσης του
1929 έδειξε ότι ο περιορισμός της δημοκρατίας μέχρι και η εξάλειψή της
υπήρξε μια προσφιλής διέξοδος για τις κυρίαρχες τάξεις. Η βίαιη
αναδιανομή του πλούτου σε βάρος των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων και
στρωμάτων δεν μπορούσε να υλοποιηθεί απρόσκοπτα παρά μόνο αν α. υπήρχε
ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της εξουσίας στην εκτελεστική και σε
εξωθεσμικά κέντρα, β. εκτεταμένα φαινόμενα παραβιάσεων του Συντάγματος
γ. επέκταση των περιπτώσεων ανενέργειας του νόμου, ειδικά όσων
κατοχυρώνουν δικαιώματα δ. νομοθετικός περιορισμός των ελευθεριών και
δικαιωμάτων.
Όταν αυτό δεν αρκούσε οι κυρίαρχες τάξεις ευνοούσαν ή κατέφευγαν στην
κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας τουλάχιστον
για όσο διάστημα ήταν αναγκαία η «σιδερένια φτέρνα» (κατά τον αμερικανό
συγγραφέα Τζακ Λόντον).
Στις μέσου επιπέδου ανάπτυξης χώρες και, ακόμη περισσότερο, στις
λιγότερο αναπτυγμένες, η κρίση και ο δραστικός περιορισμός της
δημοκρατίας συνοδεύεται από δύο ακόμη φαινόμενα που πλήττουν τον πυρήνα
της λαϊκής κυριαρχίας: α. την περαιτέρω συρρίκνωση της εθνικής
κυριαρχίας, με τρόπο είτε συνταγματικό είτε κατά παραβίαση του
Συντάγματος, β. την επιβολή αλλοδαπών δικαικών προτύπων.
Η ανάγκη σύγκλησης Συντακτικής Συνέλευσης
Θεωρώ ότι η υπέρβαση της κρίσης δεν μπορεί να γίνει ερήμην του λαού
ή, ακόμη χειρότερα, σε αντίθεση με τις προσδοκίες του. Η λήψη κρίσιμων
αποφάσεων που επηρεάζουν δραματικά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων
επιτάσσει την ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Επιβάλλει πραγματική
δημοκρατική συζήτηση και, μάλιστα, με όρους, όσο το δυνατό καλύτερους
ώστε η συζήτηση να διεξάγεται στο έδαφος των πραγματικών δεδομένων, με
ουσιαστική πληροφόρηση και κριτήριο τις ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας
του πληθυσμού.
H οικονομική κρίση και η υπέρβασή της σε όφελος, και όχι σε βάρος των
συμφερόντων, του βιοτικού επιπέδου και των κατακτήσεων της συντριπτικής
πλειοψηφίας της κοινωνίας θέτει το θεμελιώδες ερώτημα του δρόμου της
κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Ο λαός πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο
των αποφάσεων έτσι ώστε ο ίδιος να αποφασίσει για τα μέτρα εκείνα που
χρειάζεται να ληφθούν, για την κατεύθυνση της ανάπτυξης που θα επιλέξει.
Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη και εμβάθυνση της δημοκρατίας και των
ελευθεριών και όχι το αντίθετο. Σημαίνει αντίστοιχες αλλαγές στο δίκαιο
και πρώτιστα στο θεμελιώδη νόμο της χώρας, στο Σύνταγμα.
Μια βαθιά τομή θα μπορούσε να γίνει με την υιοθέτηση ενός νέου
Συντάγματος και όχι απλά αναθεωρώντας το υπάρχον. Η υιοθέτηση ενός νέου
Συντάγματος προϋποθέτει μεταβολή στην κοινωνική συνείδηση, ριζική αλλαγή
του συσχετισμού των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτό μπορεί να
είναι έργο μιας ριζοσπαστικής δημοκρατικής διαδικασίας που θα
χαρακτηρίζεται από την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και αφύπνιση και θα
μορφοποιείται στη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης.
Ιστορικά έχει φανεί ότι επαναστατικές αλλαγές ή έστω ριζικές
πολιτικές μεταβολές αποτυπώθηκαν στη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης.
Αλλά και αντίστροφα, το αίτημα για Συντακτική Συνέλευση και ριζική
κοινωνικοπολιτική αλλαγή ευνόησε την ανάπτυξη ριζοσπαστικών πολιτικών
διεργασιών
[2].
Έχει βέβαια ιδιαίτερη σημασία η διαδικασία σύγκλησής της να είναι
πραγματικά προϊόν της λαϊκής πρωτοβουλίας και αυτενέργειας, να έχει
βαθιά και ουσιαστικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά, να μην είναι
πρωτοβουλία της κυρίαρχης τάξης.
Μια Συντακτική Συνέλευση θα μπορούσε να υιοθετήσει νέο, καινοτόμο
δημοκρατικό Σύνταγμα και να αναμορφώσει αντίστοιχα το νομικό και
πολιτικό πλαίσιο. Το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια αλλά μπορεί να
αποτελέσει μορφή «εγκοίτωσης», όπως έγραφε ο Σβώλος για το Σύνταγμα του
1911
[3], της αγωνίας και των διεκδικήσεων της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Η τέτοια συνταγματική αλλαγή θα πρέπει να περιλαμβάνει τρεις
θεμελιώδεις πλευρές ως προς τη διεύρυνση της δημοκρατίας και των
ελευθεριών:
α. με την εισαγωγή θεσμών άμεσης δημοκρατίας όπως η λαϊκή νομοθετική
πρωτοβουλία, το δημοψήφισμα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο με πρωτοβουλία
των πολιτών και δεσμευτική ισχύ
[4], το δικαίωμα των μαζικών φορέων των εργαζομένων να υποβάλλουν προτάσεις νόμων
[5],
η δυνατότητα των πολιτών να συζητούν, να αποδέχονται ή να απορρίπτουν
σχέδια νόμων αλλά και ψηφισμένους νόμους, να προκαλούν αναθεώρηση του
Συντάγματος ή να αποφασίζουν τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης
[6],
β. με την αναβάθμιση του ρόλου του εκλογικού σώματος και της Βουλής,
πρώτα απ’ όλα με την υιοθέτηση του εκλογικού συστήματος της απλής
αναλογικής, με το δραστικό περιορισμό του θεσμού των νομοθετικών
εξουσιοδοτήσεων
[7]
και με την εισαγωγή της δυνατότητας των εκλογέων να ανακαλούν τους
αντιπροσώπους τους κατά το πρότυπο των Συνταγμάτων της Βενεζουέλας, της
Βολιβίας και του Εκουαδόρ
[8].
γ. με την εισαγωγή συνταγματικών διατάξεων που θα προσανατολίζουν στη
ριζική τροποποίηση λειτουργίας και δράσης των ενόπλων δυνάμεων και των
σωμάτων ασφαλείας με στόχο τον ολόπλευρο εκδημοκρατισμό τους και την
απαλλαγή τους από φασιστικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία.
Κατοχύρωση εθνικής ανεξαρτησίας
Πρωτίστως, όμως, με βάση τις σύγχρονες εξελίξεις και, ιδίως, τον
οικονομικό έλεγχο του ασκούν στη χώρα μας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το δημοκρατικό πρόβλημα που πρέπει να
αντιμετωπιστεί είναι η επαναρρύθμιση των σχέσεων της Ελλάδας με τέτοιου
είδους οργανισμούς. Επείγει η διεκδίκηση της οικονομικής και πολιτικής
ανεξαρτησίας της χώρας.
Το ζήτημα αυτό δεν είναι πρώτιστα συνταγματικό – νομικό, είναι όμως
και τέτοιο. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα κατέχει δευτερεύοντα, σχετικά
ασθενή και πάντως συμπληρωματικό ρόλο στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια
οικονομία και ήταν λίγο πολύ πάντοτε εξαρτημένη από τις μεγάλες
δυνάμεις.
Το δεδομένο αυτό αποτυπώνεται διαχρονικά στο δίκαιο. Από την επιβολή
της μοναρχίας – σύμβολο και συμπύκνωση της ξενοκρατίας- σε όλα τα
Συντάγματα πριν το 1975 (με την εξαίρεση εκείνου του 1927) μέχρι το
άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952 που κατοχύρωνε προνόμια για το ξένο
κεφάλαιο και επαναλαμβανόταν αυτούσιο τόσο στα χουντικά «Συντάγματα» του
1968 και 1973 όσο και στο άρθρο 9 της Συντακτικής Πράξης της 1.8.1974
και στο μετέπειτα άρθρο 107 του Συντάγματος του 1975.
Η συνταγματική αποτύπωση της ανισότιμης θέσης της χώρας συνεχίστηκε
με το σημερινό άρθρο 28, συγκεκριμένα με τις παραγράφους 2 και 3. Η
κατάσταση επιδεινώθηκε με την προσθήκη της ερμηνευτικής δήλωσης στα
άρθρα 28 και 80 κατά τη συναινετική αναθεώρηση του 2001, που υποτάσσει
ουσιαστικά άνευ όρων το νομικό μας σύστημα στις επιλογές της Ευρωπαϊκής
Ένωσης
[9].
Η λογική των διατάξεων αυτών μέχρι την εκδήλωση της κρίσης και την
υπαγωγή της χώρας μας σε καθεστώς επιτροπείας, δεν αμφισβητούνταν ή
τουλάχιστον οι όποιες αμφισβητήσεις αποτελούσαν εξαίρεση. Οι τρέχουσες
οδυνηρές εμπειρίες επιτρέπουν να ανοίξει και πάλι ο διάλογος για τα
θέματα αυτά.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1975 το
πολιτικό κλίμα και η συνταγματικές αναζητήσεις ήταν διαφορετικές. Η τότε
αντιπολίτευση αντιτάχθηκε με τον ένα ή άλλο τρόπο στις δυνατότητες
παραχώρησης εθνικής κυριαρχίας των άρθρων 27 και 28. Ως έσχατο μέτρο
διαφύλαξης της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή των βάσεων της δημοκρατίας και
της λαϊκής κυριαρχίας, προτάθηκε η υιοθέτηση ιδιαίτερα αυξημένης
πλειοψηφίας 2/3 προκειμένου να μπορεί η Βουλή να προβεί σε περιορισμούς
της εθνικής κυριαρχίας είτε για την παραμονή ή διέλευση ξένων
στρατευμάτων από την επικράτεια
[10].
Υπάρχουν σύγχρονες συνταγματικές και πολιτικές εμπειρίες που πρέπει
να αξιολογηθούν και, γιατί όχι, να αξιοποιηθούν. Οι εμπειρίες αυτές
προτάσσουν την ισότιμη συμμετοχή των χωρών στο διεθνές γίγνεσθαι και, σε
συνάφεια με αυτό, τη διαφύλαξη των ζωτικών πόρων και πλουτοπαραγωγικών
πηγών τους.
Το μπολιβαριανό Σύνταγμα της Βενεζουέλας του 1999 α. με το άρθρο 12
διακήρυξε ότι τα πετρελαϊκά κοιτάσματα και ο ορυκτός πλούτος που
βρίσκεται στον εθνικό χώρο και στην ΑΟΖ αποτελούν δημόσια περιουσία, β.
με τα άρθρα 302-303 δόθηκε η δυνατότητα εθνικοποίησης της πετρελαϊκής
βιομηχανίας, γ. με βάση το άρθρο 302 εθνικοποιήθηκαν μερικές ακόμη
πολυεθνικές. Αντίστοιχες διατάξεις, όχι πάντοτε τόσο
ριζοσπαστικές, συναντάμε στα Συντάγματα της Βολιβίας και του Εκουαδόρ.
Η Βραζιλία επίσης με τα άρθρα 171, 176, 178 και 190 του Συντάγματός
της επιφυλάσσει ρητά προνομιακή μεταχείριση των βραζιλιάνικων
συμφερόντων εταιρειών, σε σχέση με τις ξένες εταιρείες, σε μια σειρά
κομβικής σημασίας τομείς της οικονομίας
[11].
Το Σύνταγμα της Πορτογαλίας που υιοθετήθηκε το 1976 μετά την ανατροπή
της δικτατορίας, έχοντας υπόψη την ασυδοσία των πολυεθνικών εταιρειών
κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, περιελάμβανε επίσης μια ενδιαφέρουσα
διάταξη. Στο άρθρο 86 όριζε ότι «
Ο νόμος επιβάλλει πειθαρχία στην
οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις των ξένων φυσικών ή νομικών
προσώπων για να εξασφαλίζει τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της χώρας,
σύμφωνα με το Πρόγραμμα, και να προασπίζει την εθνική ανεξαρτησία και τα
συμφέροντα των εργαζομένων».
Πιο προωθημένο από τα προηγούμενα, το ισχύον Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κούβας στο άρθρο 11 ορίζει στην παρ. 2 ότι «
Η
Δημοκρατία της Κούβας αποκηρύσσει και θεωρεί παράνομες και άκυρες τις
συνθήκες, συμβάσεις ή παραχωρήσεις, που συνήφθησαν σε συνθήκες
ανισότητας ή οι οποίες ακυρώνουν ή μειώνουν την εθνική κυριαρχία της και
την εδαφική της ακεραιότητα» και στην παρ. 3: «
Οι οικονομικές,
διπλωματικές και πολιτικές σχέσεις με οποιοδήποτε άλλο Κράτος δε θα
μπορούν ποτέ να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης υπό καθεστώς
επίθεσης, απειλής ή εξαναγκασμού από ξένη δύναμη».
Οι συνταγματικές αυτές πρόνοιες δεν εμποδίζουν τις χώρες αυτές να
συμμετέχουν σε διαδικασίες οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας. Τόσο η
Βενεζουέλα, όσο και η Βραζιλία είναι εξαιρετικά δραστήριες στο χώρο
αυτό διαφυλάσσοντας τα εθνικά συμφέροντα. Η Βραζιλία μάλιστα στο άρθρο 4
του Συντάγματός της διακηρύσσει τη βούλησή της να συμμετέχει στις
διαδικασίες της λατινοαμερικανικής ενοποίησης.
Αντίστοιχα η Κούβα συμμετέχει δραστήρια και ισότιμα στην ΑLΒΑ
υλοποιώντας τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 12 εδ. γ του Συντάγματός
της που ορίζει ότι η Κούβας «
επιβεβαιώνει τη θέλησή της για
ενοποίηση και συνεργασία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της
Καραϊβικής, των οποίων η κοινή ταυτότητα, καθώς και η ιστορική
αναγκαιότητα να προχωρήσουμε μαζί προς την οικονομική και πολιτική
ενοποίηση για την επίτευξη της πραγματικής ανεξαρτησίας, θα μας επέτρεπε
να καταλάβουμε τη θέση που μας αντιστοιχεί στον κόσμο».
Ακόμη και χώρες μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει πιο προσεκτική στάση σε
σχέση με την Ελλάδα. Η Γαλλία για παράδειγμα, με τις προσεκτικές
διατυπώσεις του άρθρου 88 του Συντάγματός της διατηρεί μια σχετική
απόσταση από τις εξελίξεις στην ΕΕ διαφυλάσσοντας την εθνική της
κυριαρχία
[12].
Υποστηρίζω λοιπόν ότι η εκχώρηση κυριαρχίας, όπως προβλέπεται στις
παρ. 2 και 3 του άρθρου 28 είναι αναχρονιστική και επικίνδυνη. Θα πρέπει
επί της αρχής να αποκλείεται από το Σύνταγμα. Οι διεθνείς σχέσεις της
χώρας μπορούν να αναπτυχθούν ολόπλευρα και πολύπλευρα σε ισότιμη βάση.
Είναι δυνατό, όταν ο συσχετισμός των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων το
επιτρέψει να αξιοποιηθούν οι προαναφερθείσες συνταγματικές εμπειρίες
άλλων χωρών.
Το οικονομικό Σύνταγμα
Η πολιτική και ιδίως η οικονομική ανεξαρτησία είναι ημιτελείς αν δεν
συνοδεύονται από αλλαγές που προωθούν την αναδιανομή του κοινωνικού
πλούτου σε όφελος των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων. Απαιτούνται
αλλαγές στο οικονομικό Σύνταγμα που θα διευκολύνουν α. τον έλεγχο των
στρατηγικών τομέων της οικονομίας από το κράτος, β. τον εθνικό
δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας με τη συμμετοχή των εργαζομένων.
Υπάρχουν αντίστοιχα εμπειρίες που μπορούν αξιοποιηθούν. Δεν αναφέρομαι
σε σοσιαλιστικά Συντάγματα αλλά σε Συντάγματα που εξέφρασαν
εναλλακτικές, μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας, λύσεις και που
ξεκινούσαν από παρόμοιες συνθήκες κρίσης.
Σε σχέση με το πρώτο, χρειάζεται οπωσδήποτε μια συνταγματική βάση πιο
ευλύγιστη που θα επιτρέπει την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της
οικονομίας. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει συνταγματικές λύσεις που
αφορούσαν, για παράδειγμα, την απαλλοτρίωση της μεγάλης γαιοκτησίας
χωρίς αποζημίωση. Θυμίζω την ερμηνευτική δήλωση επί του άρθρου 17 του
Ελληνικού Συντάγματος του 1911
[13] αλλά και την πληθώρα συνταγματικών προσεγγίσεων στη Λατινική Αμερική τις δεκαετίες του 1960 και 1970
[14].
Με παρόμοιο τρόπο, το Κουβανικό Σύνταγμα του 1940, όταν επανήλθε σε
ισχύ μετά την επαναστατική ανατροπή της δικτατορίας του Μπατίστα το
1959, τροποποιήθηκε ώστε να είναι δυνατή η εθνικοποίηση των μεγάλων
επιχειρήσεων ξένης ιδιοκτησίας χωρίς αποζημίωση. Παρόμοια λύση αναζήτησε
η κυβέρνηση Αλιέντε στη Χιλή το 1971 με την αναθεώρηση του άρθρου 10
του Συντάγματος ώστε στον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης να
συνυπολογίζονται τα υπερκέρδη που άντλησαν επί δεκαετίες οι εταιρείες
που εκμεταλλεύονταν τον ορυκτό πλούτο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το άρθρο 82 του Πορτογαλικού Συντάγματος του 1976
[15]: «
Παρέμβαση,
εθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση.- 1. Ο νόμος υποδεικνύει τα μέσα και
τους τύπους της παρεμβάσεως, εθνικοποιήσεως και κοινωνικοποιήσεως των
μέσων παραγωγής, καθώς και τα κριτήρια καθορισμού των αντίστοιχων
αποζημιώσεων. 2. Ο νόμος δύναται ν’ αποφασίσει ότι οι απαλλοτριώσεις σε
βάρος των γαιοκτημόνων, μεγαλοϊδιοκτητών, επιχειρηματιών ή μετόχων δεν
δημιουργούν κάν προϋποθέσεις αποζημιώσεως».
Υπενθυμίζω τέλος το προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος του 1946 που όριζε ότι «
Κάθε
αγαθό, κάθε επιχείρηση, των οποίων η εκμετάλλευση έχει ή αποκτά
χαρακτήρα εθνικής δημόσιας υπηρεσίας ή εν τοις πράγμασι μονοπωλίου,
πρέπει να γίνει ιδιοκτησία του συνόλου»
[16].
Σε σχέση με τη δεύτερη πλευρά, την προώθηση εθνικού δημοκρατικού
σχεδιασμού της οικονομίας, πέρα από πολλές άλλες συνταγματικές λύσεις
[17], αναφέρω το σχετικό άρθρο άρθρο 81 του Συντάγματος της Πορτογαλίας του 1976: «
Προτεραιότητα
των κρατικών υποχρεώσεων.- Το Κράτος έχει κατά προτεραιότητα καθήκον:
Δ) Να μειώνει, όσο είναι ανάγκη, τις ανισότητες στον πλούτο και στο
εισόδημα… Ια)Να δημιουργήσει τις αναγκαίες νομικές και τεχνικές
προϋποθέσεις για την επιβολή ενός συστήματος δημοκρατικού
προγραμματισμού της οικονομίας…Ιδ) Να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των
εργαζόμενων τάξεων και των οργανώσεών τους στον καθορισμό, τον έλεγχο
και την επεξεργασία όλων των μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών μέτρων».
Σε παρόμοιο πνεύμα κινούνταν το σχέδιο Συντάγματος που είχε ετοιμάσει η κυβέρνηση Αλιέντε το 1973
[18].
Όλα τα παραπάνω βέβαια προϋποθέτουν τη μεταβολή του συσχετισμού των
κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Θα αναρωτηθείτε, και ίσως βάσιμα,
συνταγματικές ασκήσεις επί χάρτου; Όχι, μελέτη της ιστορικής εμπειρίας
και των σύγχρονων εναλλακτικών προσεγγίσεων και διατύπωση προτάσεων για
την υποβοήθηση της αφύπνισης των λαϊκών δυνάμεων και για να πάψει η
λαϊκή κυριαρχία να αποτελεί πλάσμα όπως ορθά είχε επισημάνει και ο
κορυφαίος των συνταγματολόγων μας Αλ. Σβώλος
[19]. Η επιστήμη οφείλει να λάβει ξεκάθαρη θέση.
[1] Εισήγηση
στο συνέδριο «Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην Ελλάδα: επιστημονικές και
πολιτικές προβληματικές», Πάντειο Πανεπιστήμιο 17-19 Ιανουαρίου 2014
[2] Βλ. για παράδειγμα Δ. Καλτσώνης,
Το δίλημμα της μπολιβαριανής Δημοκρατίας (Κράτος και δίκαιο στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 47 επ. και F. Zunica Urbina, “Nueva Constitución y operación constituyente”,
Estudios Constitucionales, año 11, no 1, 2013, 511-540.
[3] Βλ. Ν. Αλιβιζάτος,
Εισαγωγή στην ελληνική συνταγματική ιστορία, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1981, σελ. 99.
[4] Βλ. Η. Νικολόπουλος,
Ο θεσμός της λαϊκής νομοθετικής και συνταγματικής πρωτοβουλίας,
Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 1997 και C. Emeri – C. Bidegaray,
La Constitution en France (de 1789 a nos jours) Paris, ed. Armand Colin,
1997, σελ. 82 επ. και P. Pactet,
Institutions politiques – Droit constitutionnel, Paris, Armand Colin, 2003, σελ. 89 επ.
[5] Βλ. Η. Ηλιού, «Για ένα λαϊκοδημοκρατικό Σύνταγμα»,
Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τευχ. 10/1946, σελ. 572 επ., 11/1946, σελ. 627 επ., 12/1946, σελ. 665 επ., 3/1947, σελ. 118 επ.
[6]
Βλ. τις σχετικές ρυθμίσεις στο σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα Φεραίου αλλά
και τις πρακτικές την περίοδο της αντίστασης ενάντια στη ναζιστική
κατοχή στο Δ. Καλτσώνης,
Ελληνική Συνταγματική ιστορία, τ. Ι: 1821-1940, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2009, σελ. 11 επ. και Δ. Καλτσώνης,
Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ: 1941-2001, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 29 επ., 174 επ.
[7] Βλ. Δημ. Καλτσώνης (επιμ.),
Η
συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ’άρθρο κυβερνητικά σχέδια και
τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 11 επ.
[8] Βλ. J. Gonzalez Quevedo, “Empoderamiento, democracia directa y Nuevo constitucionalismo en America Latina”,
Temas, n. 70, 2012, σελ. 30 επ. και G. Quezada Calderón, «Participación y parlamentos obreros en Cuba. Apuntes para Ecuador»,
Temas, n. 74, abril-junio de 2013, σελ. 105 επ. και D. Valadés, “la Constitución y el poder”,
Pensamiento Constitutional, Año VII, no 7, σελ. 59 επ.
[9] Βλ. Δ. Καλτσώνης,
Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, τ. ΙΙ: 1941-2001, Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2010, σελ. 85 επ., 143 επ.
[10] Βλ. Δημ. Καλτσώνης (επιμ.),
Η
συνταγματική αναθεώρηση του 1975: κατ’άρθρο κυβερνητικά σχέδια και
τροπολογίες κομμάτων και βουλευτών (τα Ελληνικά Συντάγματα τ. ΙΙ), Αθήνα, εκδ. Ξιφαράς, 2011, σελ. 175 επ.
[11] Βλ. P. Manili, « El derecho constitucional ante el tercer milenio »,
Pensamiento Constitucional, Año VI, no 6, σελ. 489 κε., 499-500.
[12] Βλ. V. Constantinesco – St. Pierré-Caps,
Droit constitutionnel, Paris, PUF, 2006, σελ. 260.
[13] Βλ. Τ. Βουρνάς,
Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τ. 2, Αθήνα, εκδ. Τολίδη, 1977, σελ. 55-72.
[14]
Βλ. P. Moral-Lopez, “Problemes constitutionnels de la réforme agraire:
la réforme de la Constitution du Chili en matiere de droit de propriété,
dans une perspective de droit comparé”,
Revue Internationale de droit comparé, vol. 21, no 3, Juillet-septembre 1969, σελ. 545-564.
[15] Βλ. γενικότερα M. Rodrigues Canotilho, «El sistema constitucional de Portugal »,
ReDCE, Año 7, Núm. 14, julio-diciembre/2010, σελ. 117 επ.
[16] Βλ. A. Hauriou – L. Sfez,
Institutions politiques et droit constitutionnel, Paris, ed. Montchrestien, 1972, σελ. 97 επ. και M. Duverger,
Le systeme politique francais, Paris, PUF, 1985, σελ. 143 επ. και C. Emeri – Chr. Bidegaray,
La Constitution en France (de 1789 a nos jours), Paris, Armand Colin, 1997, σελ. 122 επ. και P. Pactet,
Institutions politiques – Droit constitutionnel, Paris, Armand Colin, 2003, σελ. 308 επ.
[17] Βλ. για παράδειγμα K. Katzarov, “La planification comme probleme juridique”,
Revue Internationale de Droit Comparé, 1958, v. 10, No 2, σελ. 298 επ.
[18] Βλ. S. Allende,
Un Estado democratico y soberano: mi propuesta a pos chilenos, ed. Centro de Estudios Politicos Simon Bolivar y de la Fundacion Presidente Allende (Espana), σελ. 25-26.
[19] Βλ. Α. Σβώλος,
Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήνα, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σελ. 83-87.
Εργατικός Αγώνας