Όταν τα ρόπαλα του ολοκληρωτισμού δεν σφυροκοπούν στα κεφάλια μας, επικίνδυνες σκέψεις αναβλύζουν μέσα μας. Μια από αυτές τις σκέψεις είναι ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς τον έλεγχο, χωρίς τεχνητές απαγορεύσεις και χωρίς να είμαστε αναγκασμένοι να υποτασσόμαστε στην εκάστοτε εξουσία. Πρόκειται όντως για «επικίνδυνες» σκέψεις, όχι όμως για μας, αλλά για την ελίτ που διαχειρίζεται την εξουσία. Η δύναμη της είναι η δική μας απάθεια, παθητικότητα και υποταγή. Γι’ αυτήν θα είμαστε πάντα η «κοιμισμένη μάζα», που είναι ανίκανη να σκεφτεί και να αποφασίσει «για το καλό της». Ένα «κοπάδι που τα ‘χει χαμένα» (Γουόλτερ Λίπμαν) και που πρέπει να τιθασευτεί, γιατί διαφορετικά μπορεί να αφηνιάσει και να καταστρέψει τα πάντα...
Προπαγάνδα: propagare σημαίνει στα λατινικά διαδίδω
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι πιο ειλικρινή με τον εαυτό τους. Υποταγμένα στο άμετρο της δύναμής τους επιλέγουν αδίστακτα την ωμή βία ως μέσο πειθαναγκασμού, προκειμένου να ελέγξουν και να οδηγήσουν τις μάζες σε συντεταγμένη πορεία. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις όμως, επειδή δεν νομιμοποιούνται να χρησιμοποιούν απροκάλυπτη βία σε βάρος των πολιτών τους, καταφεύγουν σε πιο “ύπουλες” μεθόδους και στη χρήση πιο εκλεπτυσμένων τεχνικών ελέγχου και χειραγώγησης των μαζών, δηλαδή στην προπαγάνδα. Ο όρος προπαγάνδα (propagare σημαίνει στα λατινικά διαδίδω) αντανακλά την πολιτική χρήση των μέσων μαζικής επικοινωνίας ως όργανα της κυβερνητικής πολιτικής, και όχι ως οχήματα της αλήθειας. Η προπαγάνδα έχει ως στόχο να κατευθύνει τις σκέψεις του κόσμου και να τις καταστήσει ευνοϊκές απέναντι στις όποιες κυβερνητικές επιλογές και πολιτικές.
Στις δημοκρατικές χώρες διεξάγεται μια πολυεπίπεδη επιχείρηση ελέγχου της συμπεριφοράς του κοινού, η οποία κατευθύνεται από μια ειδικευμένη τάξη πολιτικών, επιστημόνων, επιχειρηματιών, διαφημιστών και διανοούμενων: όλοι μαζί σε μια ανίερη συμμαχία για την υποταγή του κοινού στην κυριαρχία του κράτους, της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων.
Η δύναμη της προπαγάνδας: Από τους Ναζί στον αντικομουνισμό του Μακάρθι
Οι συμβατικές τεχνικές κινητοποίησης των μαζών ξεκίνησαν από τα πατριωτικά συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης, όταν για πρώτη φορά κινητοποιήθηκαν και επιστρατεύτηκαν σε τέτοιο βαθμό οι πολίτες μιας βιομηχανικής χώρας. Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το βρετανικό υπουργείο Προπαγάνδας προσπάθησε να κατεύθυνε τις σκέψεις των μαζών και στις ΗΠΑ η περιβόητη Επιτροπή Κριλ κατόρθωσε μέσα σε λίγους μήνες να αφηνιάσει τους απαθείς Αμερικανούς κατά των «Ούννων» Γερμανών.
Πραγματικός μαέστρος της προπαγάνδας αναδείχθηκε ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος αξιοποίησε από την αρχή την δύναμη του ραδιοφώνου ως μέσου διάδοσης της ιδεολογίας του σε μαζικού επίπεδο. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως η δύναμη της προπαγάνδας τον βοήθησε καθοριστικά για να αναρριχηθεί στην εξουσία: «Χάρη στην προπαγάνδα πήραμε την εξουσία. Αυτή μας επέτρεψε να τη διατηρήσουμε. Και αυτή θα μας δώσει τη δυνατότητα να κατακτήσουμε τον κόσμο. Η προπαγάνδα είναι το τρομερότερο πολεμικό όπλο στα χέρια εκείνου που ξέρει να τη χρησιμοποιεί». Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνταν και ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, ο Υπουργός Προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας: «Αν θέλουμε να κάνουμε μια ιδέα να διεισδύσει στις μάζες, πρέπει να την επαναλαμβάνουμε συνεχώς και πάντα. Η προπαγάνδα δεν γνωρίζει περιορισμούς στην ικανότητα προσαρμογής της». Με τη βοήθεια της προπαγάνδας ο Γκαίμπελς, κατασκεύαζε εσωτερικούς εχθρούς (π.χ. αξιοποίησε στο έπακρο κατά των Εβραίων τα κατασκευασμένα από την τσαρική Οχράνα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών) και κρατούσε μονίμως τις μάζες της Γερμανίας σε κατάσταση αποπληροφόρηρησης και σύγχυσης.
Ενώ στη Σοβιετική Ρωσία ο λαός είχε υποστεί μια κανονική «πλύση εγκεφάλου» –ονομαζόταν από τους κομισάριους «ιδεολογική κατήχηση»– προκειμένου να εργαστεί για την επίτευξη της «σοσιαλιστικής ουτοπίας», στις ΗΠΑ, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί εργάζονταν συστηματικά για τη δαιμονοποίηση της «κόκκινης απειλής» και για την ανάληψη από τη χώρα μιας σταυροφορίας για να σωθεί ο ελεύθερος κόσμος από τη επελαύνουσα λαίλαπα του κομμουνισμού!
Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν τότε είχαν τέτοια επιτυχία, ώστε διέγειραν έναν υστερικό «κόκκινο φόβο», οδήγησαν στο μακαρθικό «κυνήγι των μαγισσών» κι έκαναν τους Αμερικανούς να αντιδρούν παβλοφιανά στο άκουσμα και μόνο της λέξης κομμουνισμός καθώς και να χάσουν τον ύπνο τους στη σκέψη και μόνον ότι μπορούσαν να ξυπνήσουν κάτω από τη σκιά ενός «κομμουνιστικού φεγγαριού»! Αφού σημείωσε μια τέτοια απρόσμενη επιτυχία, διεγείροντας στις μάζες μια αντικομουνιστική υστερία, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός των ΗΠΑ στράφηκε στη συνέχεια σε πιο «ήπιους» στόχους, όπως η «κατασκευή συναίνεσης», η διαμόρφωση της κοινής γνώμης, η ενστάλαξη σ’ αυτήν «σωστών» αξιών και η διαχείριση των μαζικών φοβιών.
Το «υπερόπλο» που λέγεται τηλεόραση
Οι Αμερικανοί διαφημιστές, αρκετοί εκ των οποίων υπήρξαν πρώην έμμισθοι κρατικοί προπαγανδιστές, αξιοποίησαν και μετεξέλιξαν τις τεχνικές της προπαγάνδας για την προώθηση μιας σειράς καταναλωτικών προϊόντων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που είχε εθιστεί στην τηλεόραση. Άλλωστε και ο κινηματογράφος, με τη μαγική δύναμη της εικόνας, είχε προ πολλού δημιουργήσει το κατάλληλο έδαφος: «Τι υπέροχο εργαλείο προπαγάνδας για την πώληση προϊόντων κάθε είδους!», είχε αποφανθεί για την δύναμη του κινηματογράφου ο Ζορζ Μελιές, ήδη από το μακρινό 1898.
Σε αντίθεση πάντως με τον κινηματογράφο, που ήταν μια κοινωνική συνήθεια, η τηλεόραση εισχωρούσε στα άδυτα της ιδιωτικότητας, μέσα στον ίδιο τον σπίτι του τηλεθεατή-καταναλωτή και τον «εκτελούσε εκ του συστάδην». Όπως γράφει και ο Νόαμ Τσόμσκι: «Ο καθένας μόνος του μπροστά στην τηλεόραση και να του τρυπούν το μυαλό με το μήνυμα που λέει πως η μόνη αξία στη ζωή είναι να έχει όλο και περισσότερα εμπορεύματα ή να ζει όπως η πλούσια οικογένεια της μεσαίας τάξης που βλέπει στην τηλεόραση και να έχει τέτοιες ‘’ευγενικές αξίες’’, όπως η αρμονία και ο αμερικανισμός. Όλα αυτά είναι η ζωή;»
Όταν το 1947 οι τηλεοπτικές διαφημίσεις εισχώρησαν για πρώτη φορά στην νεότευκτη αμερικανική τηλεόραση, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει την εκρηκτική εξέλιξη που θα ακολουθούσε. Λίγοι μπορούσαν να φανταστούν την καταπληκτική ευκαιρία, η οποία ανοίγονταν στους διαφημιστές και στις επιχειρήσεις που εκπροσωπούσαν, για να διαμορφώσουν και να υποτάξουν τις καταναλωτικές συνήθειες του πλουσιότερου λαού στον κόσμο. Ενός λαού που απέκτησε στη συνέχεια τη βδελυρή ικανοποίηση ενός γουρουνιού που κυλιέται μέσα στα τηλεοπτικά μικροαστικά κατακάθια μιας κοινωνίας παραδομένης άνευ όρων στην κατανάλωση. Αιχμαλωτίζοντας την προσοχή του κοινού η τηλεόραση ομογενοποίησε τις δομές και τις αισθητικές μορφές που χρησιμοποιούσε η αμερικανική κοινωνία, προσαρμόζοντας τες στις κυρίαρχες επιθυμίες των επιχειρήσεων, οι οποίες στόχευαν αποκλειστικά στην μεγέθυνση των κερδών μέσω των μαζικών πωλήσεων.
Ως εργαλείο προώθησης της κυρίαρχης τάσης η τηλεόραση υπέταξε τους δημιουργούς και, αποκλείοντας τους πιο «ευαίσθητους» από αυτούς, καταπολέμησε την ιδιαιτερότητα προωθώντας ομοιογενή και μαζικά καταναλωτικά πρότυπα. Το αποτέλεσμα ήταν η διαμόρφωση ενός ομοιογενούς κοπαδιού καταναλωτών, μια μάζα φρενιασμένων καταναλωτών, που κατευθύνονται από εφήμερες μόδες και τάσεις που προωθούνται από τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Έτσι, οι Αμερικανοί, και στη συνέχεια όλοι οι πλούσιοι λαοί της Δύσης, υποβιβάστηκαν από ανθρώπινα όντα με ζωή σε καταναλωτές με Life Style. Υποβιβάστηκαν σε «κατατεμαχισμένες υπάρξεις», καθώς η υπεραφθονία των αγαθών αποσπά την προσοχή, σπαταλά την ενέργεια και εξασθενεί την ικανότητα να ελέγχει κανείς της ζωή του.
Παρασυνειδησιακές εικόνες- «νοητικά παράσιτα»
Ο μέσος Αμερικανός σφυροκοπείται ανελέητα από τηλεοπτικές διαφημίσεις σε σημείο ώστε το φαντασιακό του να κυριαρχείται από ήρωες τηλεοπτικών σποτ και το μυαλό του να έχει πλημμυρίσει από «νοητικά παράσιτα», τα οποία του προκαλούν εθισμό στην κατανάλωση. Υπολογίζεται πως μέχρι την ηλικία των 18 ετών ένας κάτοικος της Νέας Υόρκης στις αρχές του 21ου αιώνα είχε παρακολουθήσει στην τηλεόραση 350.000 διαφημιστικά σποτ, τα οποία και του έχουν δημιουργήσει μια ψυχαναγκαστική παρόρμηση να καταναλώνει ένα πλήθος άχρηστων πραγμάτων.
Οι τηλεοπτικές σειρές στην Αμερική, παθαίνουν συχνά ένα είδος «αφηγηματικού λόξυγκα», προκειμένου ν’ αφήσουν περιθώριο για ομοβροντίες διαφημίσεων κατά των θεατών. Τα τηλεοπτικά σποτ, που απευθύνονται στα παιδιά, είναι κίνηση «Σαχ-Ματ» εκ μέρους των διαφημιστικών εταιριών, καθώς τα παιδιά δεν διαθέτουν κανενός είδους άμυνας απέναντι στα διαφημιστικά μηνύματα. Συνήθως αντιλαμβάνονται τις διαφημίσεις ως αληθινές και όχι ως σκηνοθετημένες. Επίσης, στον παρθενικό εγκέφαλό των παιδιών τα διαφημιστικά μηνύματα εντυπώνονται για πάντα.
Οι διαφημιστικές τεχνικές έχουν ως στόχο τον εγκλωβισμό της προσοχής του υποψήφιου καταναλωτή. Με μια «αιχμαλωτισμένη προσοχή» ο καταναλωτής έχει τη μνήμη του εκτεθειμένη στην εγγραφή του διαφημιστικού μηνύματος. Υπάρχουν βεβαίως και οι αόρατες, ασυνείδητες διαφημίσεις που είναι και οι πιο ύπουλες. Οι διαφημίσεις αυτές μπορεί να γίνουν με εικόνες-«νοητικά παράσιτα» που παρεμβάλλονται ταχύτατα στην προβολή μιας ταινίας, έτσι ώστε το μάτι να μην μπορεί ν’ αντιληφθεί την ύπαρξη τους, τη στιγμή που ο εγκέφαλος λαμβάνει ασυνείδητα την πληροφορία.
Advertising Virus: διαφημιστικοί «ιοί»
Εκτός από τις εικόνες-παράσιτα οι διαφημιστικές επιχειρήσεις προχώρησαν ένα βήμα πιο πέρα κατασκευάζοντας κι εξαπολύοντας τους λεγόμενους «διαφημιστικούς ιούς» (Advertising Virus). Οι «διαφημιστικοί ιοί» είναι εξειδικευμένα πακέτα πληροφορίας που στοχεύουν σε κομβικά άτομα μιας ομάδας π.χ. στα πιο δημοφιλή άτομα-πρότυπα μιας παρέας, τα οποία και καθιστούν «φορείς» μετάδοσης των καταναλωτικών συνηθειών που επιδιώκει η βιομηχανία της κατανάλωσης.
Στο μανιφεστιακό της βιβλίο No Logo, η συγγραφέας Ναόμι Κλάιν περιέγραψε τη μονοπωλιακή μέθοδο των πολυεθνικών εταιρειών: «Ό,τι μετρά πραγματικά είναι μόνον η πολιτιστική ταυτότητα της μάρκας, η οποία αναπτύσσει μια ληστρική σχέση με τους καταναλωτές μέχρι να τους κάνει εξαρτημένους από αυτή. Για να πουλήσουν ακόμη περισσότερο, οι πολυεθνικές σφετερίζονται τις ιδέες μας και τις επαναπροωθούν μέσα από τις διαφημίσεις».
Οι διαφημιστές προτιμούν να πουλούν και όνειρα μαζί με επώνυμα προϊόντα (brands). Έτσι η Coca Cola είναι «στιγμές ζωής» και ο Nescafe «ατέλειωτη ευχαρίστηση». Οι διαφημιστές –αυτοί οι «καλλιτέχνες» που συντονίζονται με τις διαθέσεις του εγκεφάλου του κοινού τους– εκμεταλλεύονται τις ενδόμυχες επιθυμίες, τη ματαιοδοξία, την απληστία και τα τρελά όνειρα του μέσου ανθρώπου, προκειμένου να τον εξαπατήσουν, να τον παραπλανήσουν και να του πουλήσουν οτιδήποτε άχρηστο καταναλωτικό προϊόν είναι σε θέση να αγοράσει. Όλα αυτά βέβαια με πολύ έξυπνες, μελετημένες, προσεκτικές και μινιμαλιστικές διαφημίσεις. Έτσι οι διαφημίσεις καταλήγουν μικρά «έργα τέχνης» –εξού και η μανία με τις «Νύχτες των Διαφημιστοφάγων»– με το απαραίτητο «happy end: την ανακάλυψη του θαυματουργού προϊόντος το οποίο μας οδηγεί στην ευτυχία» (Ιγνάσιο Ραμονέ).
Αυτό που επιδιώκουν οι διαφημιστές είναι η αποτύπωση των προϊόντων που προωθούν σ’ ένα μικρό τμήμα του εγκεφάλου των υποψήφιων καταναλωτών. Η μάρκα του προϊόντος πρέπει να εντυπωθεί στη μνήμη του καταναλωτή, ώστε αυτός να λειτουργήσει παβλοφιανά όταν δει το προϊόν αυτό στο ράφι του σούπερ μάρκετ. Κι αυτό επιτυγχάνεται με τη συχνότητα επανάληψης και έντασης διαφημιστικού μηνύματος. Όπως έλεγε και ο Άλντους Χάξλεϊ: «Εξήντα χιλιάδες επαναλήψεις κάνουν την αλήθεια».
Memes και Μιμητική
Εκτός από τους «διαφημιστικούς ιούς» οι προπαγανδιστικοί και διαφημιστικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούν και τη νέα επιστήμη της Μιμητικής (memetics), ως εργαλείο ερμηνείας της διασποράς της λαϊκής κουλτούρας και διαμόρφωσης του μελλοντικού μάρκετινγκ. Αν στο μυαλό σας έχει αποτυπωθεί οποιοδήποτε διαφημιστικό σποτ ή αν ακολουθείτε άθελα σας τα ρεύματα της μόδας, τότε ίσως έχετε έρθει σε απροσδόκητη επαφή μ’ ένα μιμ (meme). Επινοημένο από τον ζωολόγο Richard Dawkins, συγγραφέα του αμφιλεγόμενου βιβλίο Το Εγωιστικό Γονίδιο (1976) το μιμ (κάτι ανάλογο με το γονίδιο) είναι μια πολιτιστική μονάδα πληροφορίας, μια «νοητική οντότητα», που έχει την ιδιότητα να αυτοαναπαράγεται χρησιμοποιώντας τον ανθρώπινο εγκέφαλο ως ξενιστή.
Ο Richard Dawkins επινόησε τη λέξη μιμ συνδυάζοντας δύο ελληνικές λέξεις: τη λέξη μνήμη (memory) και τη λέξη μίμηση (mimesis). Ο Dawkins ορίζει το μιμ ως εξής: «Μίμ είναι ένα μεταδοτικό ‘’σχήμα’’ πληροφορίας που αναπαραγάγεται με παρασιτική ‘’μόλυνση’’ των ανθρώπινων εγκεφάλων και αλλάζει τις συμπεριφορές τους, κάνοντας τους να ‘’εκπέμψουν’’ κι αυτοί το ίδιο σχήμα πληροφορίας. Τα σλόγκαν, οι ‘’έξυπνες εκφράσεις’’, οι μελωδίες, οι εικόνες, οι εφευρέσεις και οι μόδες είναι τυπικά μιμς. Μια ιδέα ή ένα σχήμα δεν είναι μιμ μέχρι να αναγκάσει κάποιον να την αναπαράγει με οποιοδήποτε τρόπο, να την επαναλάβει και να μολύνει έτσι κάποιον άλλον εγκέφαλο. Κάθε μεταδιδόμενη γνώση είναι μιμητική».
Τα μιμς μεταπηδούν από μυαλό σε μυαλό μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζουμε μίμηση (memesis). Σύμφωνα με τον δρ. Don Beck «τα μιμ είναι κρυφά σχήματα εντός της ροής και του αναβρασμού της κουλτούρας μας». Στη δεκαετία του 1980, με την ανάπτυξη και της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Intelligence), δημιουργήθηκε κι ο νέος επιστημονικός κλάδος της Μιμητικής. Η μιμητική μηχανική, χάρη στους σχεδιαστές των «πολιτιστικών ιών», εφαρμόζεται ήδη στη διάδοση της κουλτούρας αλλά και της θρησκείας, όπως κατέδειξε και ο Richard Brodie στο βιβλίο του Virus of the Mind (1996). Ο συγγραφέας, πρώην ανώτερο στέλεχος της Microsoft, υποστηρίζει πως έγραψε το βιβλίο του για να «εξηγήσει στο ανυποψίαστο κοινό πως λειτουργεί ήδη η μιμητική μηχανική».
Σκλάβοι της διαφήμισης και της προπαγάνδας;
Η θεωρία της Μιμητικής εξηγεί πως κυριαρχεί σε μαζικό επίπεδο ένα κοινωνικο-πολιτικό ρεύμα (π.χ. η υστερία του τέλους της χιλιετίας) και ταυτόχρονα μια πολιτιστική σημειολογία, η οποία επιτρέπει τους μαρκετίστες να στοχεύσουν το κατάλληλο αγοραστικό κοινό τους. Ο Neil Stephenson, στην κυβερνοπάνκ σάτιρα του Snowcrash (1995), διακωμωδεί πολλές τάσεις του μάρκετινγκ στη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία, διαγράφοντας ένα μέλλον όπου το μυαλό θα καταλήξει πεδίο μάχης μιας παγκόσμιας αλυσίδας εμπορίου: «Οι ειδικοί των αγορών μπορούν πλέον να εξαπολύσουν σε πλήρη έκταση σχεδιασμένους ‘’εγκεφαλικούς ιούς’’ προκειμένου να προωθήσουν τις διαφημίσεις τους. Το αποτέλεσμα είναι τρομακτικό και απρόβλεπτο: οι άνθρωποι μπορούν κυριολεκτικά να σκλαβωθούν στις διαφημιστικές εταιρείες... Οι πληροφοριακοί ξενιστές, όπως τα ταμπλόιντ μήντια, η καλωδιακή τηλεόραση και το Ίντερνετ είναι ιδανικά μέσα για τη διάδοση τους πάνω σε ανυποψίαστους πληθυσμούς».
Meme-«Δούρειος Ίππος»
Μια από τις πιο συνηθισμένες διαφημιστικές τεχνικές είναι η χρησιμοποίηση ενός μιμ-«Δούρειου Ίππου», το οποίο είναι πακεταρισμένο μέσα άλλα σε λιγότερο ελκυστικά μιμς. Χρησιμοποιώντας την επανάληψη καταφέρνουν να εμφυτεύσουν το βασικό μιμ στο μυαλό σας μέχρι να σας γίνει οικείο και τμήμα του «προγραμματισμού» σας. Κατόπιν αυτό απελευθερώνεται και αναπαράγεται, κατευθύνοντας τελικά την καταναλωτική σας συμπεριφορά.
Είναι γνωστό πως τα διαφημιζόμενα προϊόντα μπορεί να στοιχίζουν ακόμη και διπλά απ’ ότι τα υπόλοιπα, αλλά στο τέλος οι καταναλωτές θα τα αγοράσουν. Η πραγματική αξία ενός διαφημιζόμενου προϊόντος είναι η μισή από αυτή με την οποία πωλείται στην αγορά. Τα επιπλέον χρήματα πηγαίνουν στις διαφημιστικές εταιρείες, στους “γενίτσαρους-επιστήμονες” που εργάζονται γι' αυτές, και στα τηλεοπτικά σποτ που διασπείρουν όλο και πιο διεισδυτικά τους «νοητικούς ιούς», οι οποίοι κυριολεκτικά αναλαμβάνουν τον έλεγχο του μυαλού μας και μας ωθούν να παραφουσκώσουμε με χρέη τις πιστωτικές μας κάρτες.
Η μάχη για το μυαλό μας
Το μυαλό του μέσου ανθρώπου είναι ένα «στραγγισμένο σφουγγάρι», που ρουφά άκριτα κατασκευασμένες πληροφορίες και νοητικά παράσιτα, τα οποία και το καθιστούν ανίκανο να ελέγξει τη ζωή του, άρα εύκολο στη χειραγώγηση. Είναι ένα νέο πεδίο μάχης στο οποίο διεξάγεται ήδη ένας αόρατος πόλεμος για το έλεγχο του μέλλοντος. Πρόκειται για τον πρώτο αναίμακτο παγκόσμιο πόλεμο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Έναν πόλεμο που διεξάγεται όχι στα παραδοσιακά πεδία των μαχών, αλλά ταυτόχρονα μέσα στα ηλεκτρονικά δίκτυα, στις κονσόλες των υπολογιστών, στις ενοποιημένες χρηματαγορές, στα ΜΜΕ, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μέσα στο σώμα μας και, κυρίως, μέσα στο μυαλό μας. Χρησιμοποιούνται επιδέξια κομβικοί άνθρωποι, «δεξαμενές σκέψης», πληροφορίες και fake news που δρουν ως “Σιωπηλά Όπλα”, «νοητικοί ιοί» και σκόπιμα διοχετευμένες ροές πληροφοριών, για να προκληθεί διανοητική σύγχυση και υπνωτική ευχαρίστηση στις στοχευόμενες μάζες, ώστε να ξεχάσουν την επερχόμενη βελούδινη σκλαβιά τους.
Αμείλικτο συμπέρασμα: ο εγκέφαλος μας είναι το επόμενο πεδίο μάχης. Αντικείμενο διεκδίκησης είναι η διάθεσή μας. Πρέπει να μεταστραφεί, ώστε γίνει ευνοϊκή προς προϊόντα, πολιτικές και ιδέες, που σε τελική ανάλυση στρέφονται εναντίον του ίδιου μας του εαυτού. Πρέπει να συμφιλιωθεί με την ιδέα της υποταγής χωρίς αντίρρηση -πάντα για το “δικό μας καλό”, υποτίθεται. Υπάρχει πάντως ελπίδα: «Αφού η Σπάρτη και η Ρώμη έπεσαν, ποιο κράτος ελπίζει να διαρκέσει για πάντα;» (Ζαν Ζακ Ρουσό).
*Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος