Τι είναι όμως αυτό που αναγκάζει κάποιον
να φοβάται τον γείτονα, να σκέφτεται και να πράττει αγεληδόν, και να
μην είναι ευχαριστημένος με τον ίδιο του τον εαυτό; Η ντροπαλοσύνη,
ίσως, για λίγους και σπάνιους. Για τους περισσότερους, όμως, είναι η
νωθρότητα, η φυγοπονία, δηλαδή εκείνη η ροπή στην οκνηρία, για την οποία
μίλησε ο ταξιδιώτης.
Έχει δίκιο: οι άνθρωποι είναι
περισσότερο οκνηροί απ’ ό,τι δειλοί και φοβούνται περισσότερο τους
κόπους που θα τους επέβαλε μια απόλυτη εντιμότητα και γύμνια. Μόνο οι
καλλιτέχνες μισούν αυτή την αμέριμνη πορεία, με τα δανεικά φερσίματα και
τις αταίριαστες γνώμες, και φανερώνουν το μυστικό, την κακή συνείδηση
του καθενός, την πρόταση πως κάθε άνθρωπος είναι ένα μοναδικό θαύμα.
Τολμούν να μας δείξουν τον άνθρωπο ·
πως αυτός, ως και στην κάθε κίνηση των μυών, είναι μόνος του · ακόμα
περισσότερο πως αυτός, με την αυστηρή συνέπεια της μοναδικότητάς του,
είναι όμορφος και αξιοθαύμαστος, καινοφανής και απίστευτος, όπως κάθε
έργο της φύσης, και βέβαια καθόλου βαρετός.
Όταν ένας μεγάλος στοχαστής
περιφρονεί τους ανθρώπους, περιφρονεί την οκνηρία τους · διότι εξαιτίας
της οι άνθρωποι εμφανίζονται ως βιομηχανικά προϊόντα, ως αδιάφοροι,
ανάξιοι για συναναστροφή και νουθεσία. Ο άνθρωπος που δε θέλει να ανήκει
στη μάζα χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι στον εαυτό
του και θα πρέπει να ακολουθεί τη συνείδησή του, η οποία του φωνάζει:
«να είσαι ο εαυτός σου! Όλα αυτά δεν είσαι εσύ, αυτά που τώρα κάνεις,
σκέφτεσαι, λαχταράς».
Κάθε νεανική ψυχή ακούει αυτή τη
φωνή μέρα νύχτα και τρέμει · γιατί νιώθει αιωνίως σίγουρη την επιτυχία,
όταν συλλογίζεται την πραγματική της απελευθέρωση · για τούτη την
ευτυχία, όμως, όσο καιρό βρίσκεται στις αλυσίδες των γνωμών και του
φόβου, κανείς και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Και δίχως
την απελευθέρωση εκείνη, πόσο απελπισμένη και παράλογη μπορεί να γίνει η
ζωή!
Δεν υπάρχει στη φύση πιο βαρετό και
αντιπαθητικό πλάσμα από τον άνθρωπο που παραμερίζει το πνεύμα του και
τώρα κοιτάζει δεξιά και αριστερά, πίσω και παντού. Σε έναν τέτοιο
άνθρωπο δεν πρέπει τελικά να εναντιωνόμαστε, γιατί είναι φλοιός δίχως
πυρήνα, ένα σάπιο, ζωγραφιστό, διογκωμένο ένδυμα, ένα καλλωπισμένο
φάντασμα το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο, ούτε ασφαλώς συμπόνια.
Και αν δικαίως λέμε πως ο τεμπέλης
σκοτώνει τον χρόνο, τότε πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά μήπως μια εποχή που
στηρίζει την ευτυχία της στις κοινές γνώμες, δηλαδή στις ατομικές
νωθρότητες, σκοτωθεί στ’ αλήθεια: εννοώ ότι θα σβηστεί από την ιστορία
της πραγματικής απελευθέρωσης της ζωής. Πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η
απέχθεια κατοπινών γενεών που θα ασχολούνται με την κληρονομιά εκείνης
της εποχής, στην οποία βασίλευαν όχι οι ζωντανοί άνθρωποι αλλά
ανθρωποειδή της κοινής γνώμης.
Γι’ αυτό τον λόγο η εποχή μας, για
κάποιους μακρινούς απογόνους, μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή και πιο
άγνωστη, καθότι η πιο απάνθρωπη, περίοδος της ιστορίας. Διασχίζω τις
καινούριες οδούς των πόλεών μας και σκέφτομαι πως από όλα τα φρικτά
σπίτια, που έχτισε για λογαριασμό της η γενιά της κοινής γνώμης, δε θα
υπάρχει τίποτα σε μια εκατονταετία και πως επίσης, τότε, οι γνώμες αυτών
των οικοδόμων πιθανώς θα έχουν διαλυθεί.
Πόσο γεμάτοι ελπίδα πρέπει
απεναντίας να είναι όλοι εκείνοι που δε νιώθουν πολίτες εκείνης της
εποχής. Γιατί, αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε θα συνεργάζονταν για να
σκοτώσουν την εποχή τους και μαζί με την εποχή τους να βουλιάξουν – ενώ
αυτοί, μάλλον, θέλουν να χαρίσουν στην εποχή τους ζωή για να
εξακολουθήσουν, οι ίδιοι, να ζουν σε αυτή τη ζωή.
Αλλά ακόμα κι αν το μέλλον δε μας
επιτρέπει να ελπίζουμε τίποτα, η αλλόκοτη ύπαρξή μας ακριβώς σε αυτό το
Τώρα μας ενθαρρύνει πειστικότατα να ζήσουμε σύμφωνα με έναν ιδιαίτερο
νόμο και μέτρο: είναι αυτό το ανεξήγητο, το ότι ζούμε ακριβώς σήμερα,
ενώ είχαμε άπειρο χρόνο για να υπάρξουμε, το ότι δεν κατέχουμε τίποτε
άλλο από μια σπιθαμή σήμερα και πρέπει να δείξουμε γιατί και προς τι
γεννηθήκαμε τώρα ακριβώς.
Έχουμε να δώσουμε λόγο για την
ύπαρξή μας ενώπιον του ίδιου μας του εαυτού · συνεπώς θέλουμε επίσης να
αποκαλύψουμε τους πραγματικούς πηδαλιούχους αυτής της ύπαρξης και να μην
επιτρέψουμε η ύπαρξή μας να μοιάζει με μια αστόχαστη σύμπτωση. Πρέπει
να την αντιμετωπίσουμε τολμηρά και ριψοκίνδυνα αφού μάλιστα, στη
χειρότερη όπως και στην καλύτερη περίπτωση, πάντα θα τη χάνουμε.
Γιατί να κρεμόμαστε από αυτό τον
σβώλο γης, από αυτό το επάγγελμα, γιατί να ακούμε προσεκτικά τι λέει ο
γείτονας; Είναι τόσο επαρχιώτικο να υποχρεώνεσαι σε γνώμες στις οποίες,
διακόσια μίλια πιο πέρα, δε θα υποχρεωνόσουν πια. Ανατολή και Δύση
είναι γραμμές με κιμωλία, που κάποιος μας τις ζωγράφισε μπρος στα μάτια
μας για να περιπαίξει τη δειλία μας.
«Θέλω να προσπαθήσω να φτάσω στην
ελευθερία» μονολογεί η νεανική ψυχή · και σε αυτό έμελλε να την
εμποδίσει το γεγονός ότι, τυχαία, δύο έθνη μισούνται και πολεμούν το ένα
το άλλο, ή το ότι μια θάλασσα βρίσκεται ανάμεσα σε δυο κομμάτια γης, ή
το ότι τριγύρω της θα διαδοθεί μια θρησκεία η οποία δεν υπήρχε βέβαια
πριν από δύο χιλιάδες χρόνια.
«Όλα αυτά δεν είσαι εσύ» λέει στον εαυτό της.
«Κανείς δεν μπορεί για χάρη σου να
χτίσει τη γέφυρα, που πάνω της πρέπει να βαδίσεις, πάνω από το ποτάμι
της ζωής, κανείς, εκτός από σένα και μόνο. Ναι μεν υπάρχουν αναρίθμητα
μονοπάτια και γέφυρες και ημίθεοι, που θέλουν να σε περάσουν από το
ποτάμι, όμως μόνο με τίμημα τον εαυτό σου · θα έβαζες ενέχυρο τον εαυτό
σου και θα τον έχανες. Στον κόσμο υπάρχει μόνο ένας δρόμος, που άλλος
δεν μπορεί να τον διαβεί, εκτός από σένα: πού οδηγεί; Μη ρωτάς,
προχώρησε».
Ποιος ήταν αυτός που ξεστόμισε τη
φράση «ποτέ ένας άνθρωπος δε σηκώνεται ψηλότερα, όσο όταν δεν ξέρει προς
τα πού μπορεί ο δρόμος του ακόμα να τον πάει»;
Πώς όμως να ανακαλύψουμε τον εαυτό
μας; Πώς ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του; Είναι ένα σκοτεινό
και κρυμμένο πράγμα · και όπως ο λαγός έχει εφτά δέρματα, έτσι και ο
άνθρωπος τραβάει το δικό του εβδομήντα εφτά φορές, χωρίς να μπορέσει να
πει: «αυτό είσαι λοιπόν πραγματικά, αυτό δεν είναι πια δέρμα».
Επιπλέον, το να σκάβει στον εαυτό
του με αυτό τον τρόπο, και βίαια, στον επόμενο δρόμο, να κατεβαίνει στη
στοά της ύπαρξής του, είναι ένα βασανιστικό και επικίνδυνο ξεκίνημα.
Τραυματίζεται τόσο ελαφρά ώστε
κανένας γιατρός δεν μπορεί να τον θεραπεύσει. Και εκτός αυτού: γιατί να
ήταν κάτι τέτοιο απαραίτητο, αν βέβαια όλα μπορούν να σταθούν ως
μαρτυρίες για την ύπαρξή μας: οι φιλίες και οι έχθρες μας, το βλέμμα και
η χειραψία μας, οι αναμνήσεις μας και ό,τι ξεχνάμε, τα βιβλία και τα
χαρακτηριστικά της πένας μας. [...]
Η νεανική ψυχή κοιτάζει πίσω τη ζωή
με την απορία: τι αγάπησες μέχρι τώρα αληθινά, τι τράβηξε την ψυχή σου
προς τα πάνω, τι την κυρίεψε και συγχρόνως τι την έκανε ευτυχισμένη;
Παράθεσε εμπρός σου τη σειρά των
αγαπημένων αυτών αντικειμένων και ίσως σου δώσουν, μέσω της ύπαρξης και
της σειράς τους, έναν νόμο, τον θεμελιώδη νόμο του ίδιου σου του εαυτού.
Σύγκρινε αυτά τα αντικείμενα, κοίτα πώς το ένα συμπληρώνει το άλλο, πώς
το προεκτείνει, το υπερβαίνει, το μεταμορφώνει, το αποσαφηνίζει, πώς
σχηματίζουν μια κλίμακα πάνω στην οποία εσύ, ως τώρα, αναρριχήθηκες προς
τον εαυτό σου · γιατί η αληθινή ύπαρξή σου δε βρίσκεται βαθιά κρυμμένη
μέσα σου, αλλά σε απροσμέτρητο ύψος πάνω από σένα ή, τουλάχιστον, πάνω
από αυτό που συνήθως ονομάζεις εγώ σου.
(«Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός», 1874)*
Συνοψίζει όσα γράφει ορίζοντας την εκπαίδευση:
Ο παιδαγωγός σου δεν μπορεί να είναι
άλλο από ελευθερωτής σου. Όμως απελευθέρωση σημαίνει απαλλαγή από κάθε
ζιζάνιο, σκουπίδι, σκουλήκι, που θέλει να αγγίξει το τρυφερό φύτρο του
φυτού, ανάβλυσμα φωτός και θερμότητας, γεμάτος αγάπη βόμβος νυχτερινής
βροχής.
(«Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός», 1874) [ελλ. μτφρ., ό.π., σ. 2