Ένας λαμπρός ιστορικός, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Σπυρίδων Σφέτας, ανοίγει ξανά το κεφάλαιο «Κύπρος» διερευνώντας τα
γιουγκοσλαβικά αρχεία και προσεγγίζοντας τα ταραγμένα χρόνια από τη
ματιά των «Αδεσμεύτων».
Οι «Αδέσμευτοι», ήταν μια ομάδα χωρών, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν η
Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Αίγυπτος του Νάσερ, η Ινδία του Νεχρού, η
Ινδονησία του Σουχάρ. Περιλαμβάνονταν και αρκετές άλλες χώρες και όλες
μαζί, προσπαθούσαν να ακολουθήσουν μια εξισορροπητική πολιτική μεταξύ
των δύο ψυχροπολεμικών πόλων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.
Μέσα από τα σχόλια και τα έγγραφα που παρουσιάζει ο κ. Σφέτας,
επιβεβαιώνεται η διαπίστωση ότι ο Μακάριος ήταν ένας ρεαλιστής πολιτικός
ο οποίος προσπαθούσε να ελιχθεί στο πολύ περιορισμένο πεδίο που του
επέτρεπαν οι δύο δυνάμεις του ψυχρού πολέμου. Η αποκορύφωση της
αντιπαράθεσής τους, με την κρίση των πυραύλων της Κούβας, και οι
γεωπολιτικές επιδιώξεις τους στη Μέση Ανατολή, στένεψαν ακόμη
περισσότερο το περιορισμένο αυτό πλαίσιο.
Ο Μακάριος, δεν εντάχθηκε στους «Αδέσμευτους» λόγω αντιδυτικών
φρονημάτων ή, διότι ήθελε να κάνει την Κύπρο «Κούβα της Μεσογείου» και
να αναδείξει τον εαυτό του ως Κάστρο, όπως τον κατηγορούσαν οι πολιτικοί
του αντίπαλοι. Το έκανε για να έχει την υποστήριξη των «Αδεσμεύτων»
χωρών, στην προσπάθειά του να αλλάξει το Σύνταγμα της άρτι γεννηθείσης,
δυστυχώς με καισαρική τομή, κυπριακής δημοκρατίας και να διασφαλίσει
την ανεξαρτησία της χώρας του.
Ο Μακάριος και η πολιτική του παρουσία δεν μπορεί διερευνηθούν
δίχως να προσεγγισθεί η θρησκευτική πίστη και οι φιλοσοφικές του
θεωρήσεις. Επιχείρησε να διασφαλίσει την ανεξαρτησία, ελευθερία και το
αυτεξούσιον του κυπριακού λαού. Ήθελε να οδηγήσει την αποικιοκρατούμενη
πατρίδα του στην εθνική της ολοκλήρωση. Ποτέ δεν αποκήρυξε αυτόν το
στόχο και όσοι τον γνώρισαν υποστηρίζουν πως η σχετική συκοφαντία τον
ενοχλούσε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.
Τον Ιούνιο του 1962 επισκέφθηκε επισήμως τις Ηνωμένες Πολιτείες και
έτυχε θερμής υποδοχής στο Λευκό Οίκο από τον πρόεδρο Κένεντυ.
Αναγνωρίσθηκε ο ρόλος της Κύπρου ως μετριοπαθούς χώρας στο Κίνημα των
Αδεσμεύτων.
Καθ’ οδόν προς τις ΗΠΑ επισκέφθηκε τη Δυτική Γερμανία και το
Βερολίνο, όπου καταδίκασε απερίφραστα το διαμελισμό τόσο της χώρας όσο
και της πρώην πρωτεύουσάς της.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου είχαν ένα γεωπολιτικό παρασκήνιο το
οποίο τις επηρέασε και καθόρισε τη μοίρα του κυπριακού από τότε μέχρι
σήμερα. Λονδίνο και Άγκυρα είχαν παρασκηνιακές συνομιλίες που οδήγησαν
στο διχοτομικό σχέδιο Μακ Μίλλαν, το 1958.
Η μεγάλη ρευστότητα στη Μέση Ανατολή, με το αντιδυτικό πραξικόπημα
στο Ιράκ, το βρετανικό φιάσκο στο Σουέζ και άλλες εξελίξεις, οδήγησαν σε
αναθεώρηση της βρετανικής πολιτικής παγκοσμίως και αναβάθμισαν, στην
περιοχή, το ρόλο της Τουρκίας. Με το δόγμα Αϊζενχάουερ εκδηλώθηκε και το
αμερικανικό ενδιαφέρον για τη Μέση Ανατολή.
Αντιθέτως, ο ρόλος της Ελλάδας ήταν γεωπολιτικά εκμηδενισμένος. Το
μόνο που ενδιέφερε τις δυνάμεις σε σχέση με την Ελλάδα, ήταν η πολιτική
εξουσία της εποχής να ελέγξει τη ροπή του λαού προς την αριστερά.
Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου διαπνέονται από αυτή τη γεωπολιτική ανισορροπία.
Με την αναθεώρηση του συντάγματος που ανακίνησε (τα γνωστά 13
σημεία) και με τις επισκέψεις που πραγματοποίησε σε διάφορες χώρες, ο
Μακάριος θέλησε να εδραιώσει τη διεθνή υπόσταση του κυπριακού κράτους
και να διαφυλάξει την ανεξαρτησία του.
Η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ως Προέδρου,
ήταν στην Αίγυπτο, τον Ιούνιο του 1961 (μια δεύτερη ακολούθησε το 1966).
Τον Σεπτέμβρη του ιδίου έτους συμμετείχε στην πρώτη Διάσκεψη των
Αδεσμεύτων στην Γιουγκοσλαβία και ακολούθησαν οι Ινδίες τον Οκτώβριο.
Τη στρατηγική του αυτή δεν την ανέτρεψαν ούτε η Τουρκία, ούτε οι
μηχανορραφίες της Δύσης. Αλλά, το προδοτικό πραξικόπημα της χούντας και
των ενεργουμένων της στην Κύπρο.
Στα πρώτα χρόνια της ένταξής του στους «Αδέσμευτους» τάχτηκε με την
δεξιά πτέρυγα, των χωρών, δηλαδή, που έβλεπαν θετικότερα τη Δύση και
τις ΗΠΑ, από ότι τη Σοβιετική Ένωση.
Η πορεία των πραγμάτων, όμως, και η απόκλιση της πολιτικής των ΗΠΑ
προς την Τουρκία, ανάγκασαν τον Μακάριο να αναζητήσει υποστήριξη από τη
Μόσχα.
Τόσο η υποστήριξη των «Αδεσμεύτων» όσο και της Σοβιετικής Ένωσης
ήταν, ουσιαστικά, μόνον ηθική. Από τους «Αδέσμευτους», ο Μακάριος δεν
περίμενε και περισσότερα πράγματα. Γνώριζε τι ήθελε και μέχρι που
έφταναν τα όριά τους. Από τη Σοβιετική Ένωση, όμως, την κρίσιμη στιγμή,
ίσως να περίμενε κάτι διαφορετικό. Οι Σοβιετικοί δεν του το έδωσαν.
Από την ανάγνωση του βιβλίου του κ. Σφέτα, φαίνεται μια ουσιαστική
διαφορά απόχρωσης στην πολιτική της ΕΣΣΔ επι εποχής Χρουτσώφ, από την
εποχή Μπρέζνιεφ.
Ο Χρουτσώφ, εμφανίζεται πιο σθεναρός υποστηρικτής της κυπριακής
υπόθεσης σε σχέση με τον Μπρέζνιεφ και τον Γκρομύκο (Γενικό Γραμματέα
του ΚΚΣΕ και υπουργό εξωτερικών αντίστοιχα). Οι δύο τελευταίοι, που
ανέλαβαν μετά την καθαίρεση του Χρουτσώφ τα ηνία της ΕΣΣΔ, θέλησαν να
ακολουθήσουν μια πιο εξισορροπητική πολιτική μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας.
Δεν εγκατέλειψαν την Κύπρο και το Μακάριο, δεν μπορούσαν να το κάνουν,
άλλωστε, διότι τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα επέβαλαν ανάμιξη στις
κυπριακές εξελίξεις, αλλά λάμβαναν υπόψη και τις αντιδράσεις και τα
συμφέροντα της Τουρκίας.
Η εικόνα που παρουσιάζεται κατά την ανάγνωση του βιβλίου, είναι πως
ο Μακάριος, από ένα σημείο και πέρα αγωνιζόταν μόνος, με την υποστήριξη
εσωτερικών κυπριακών δυνάμεων, για να προωθήσει την πολιτική του. Θα
έλεγα πως ακροβατούσε σε τεντωμένο σκοινί. Είχε απέναντί του εσωτερικές
κυπριακές δυνάμεις που δεν συμφωνούσαν με την πολιτική του (ΕΟΚΑ Β!),
τον ελλαδικό παράγοντα με τον οποίο βρισκόταν σε μόνιμη, σχεδόν,
αντιπαράθεση, την καχυποψία των ΗΠΑ και της Αγγλίας και τις απειλές της
Τουρκίας, η οποία καθοδηγούσε πολιτικά και σε επίπεδο τακτικής, και
παρείχε οικονομική υποστήριξη στους τουρκοκυπρίους. Είναι δύσκολο να
υποστηρίξει κανείς πως υπάρχει δυνατότητα και τότε- αλλά και σήμερα-
αυτόνομης τουρκοκυπριακής πολιτικής στο κυπριακό πρόβλημα.
Ο Μακάριος επεδίωξε επιμόνως την Γιουγκοσλαβική πολιτική και ηθική
υποστήριξη – και προσωπικά του Τίτο τον οποίο θαύμαζε για τον δυνατό
χαρακτήρα του και το κουράγιο του να αντιπαρατεθεί στον Στάλιν. Η
Γιουγκοσλαβία παρείχε αυτήν την υποστήριξη, ήταν, άλλωστε, στο πλαίσιο
των ιδεολογικών της αρχών. Επιγραμματικά, η υποστήριξη του Βελιγραδίου
διατυπωνόταν στις αρχές της αυτοδιάθεσης, ανεξαρτησίας και εδαφικής
ακεραιότητας της Κύπρου με παροχή δικαιωμάτων στην τουρκοκυπριακή
κοινότητα.
Η Γιουγκοσλαβία αυτοπροβαλλόμενη ως χώρα που είχε επιλύσει τα
εθνικά και μειονοτικά της προβλήματα, καλούσε το Μακάριο να προβεί σε
παραχωρήσεις προς τους Τουρκοκύπριους, αλλά δεν θεωρούσε πως το δικό της
ομοσπονδιακό σύνταγμα ήταν εφαρμόσιμο στην Κύπρο.
Κυρίως, όμως, αντιτασσόταν στις επεμβάσεις της Ελλάδας στη
μεγαλόνησο και στην υπόθαλψη αντιμακαριακού (τρομοκρατικού) κινήματος
υπό το σύνθημα της Ένωσης διότι αυτό προκαλούσε τους Τουρκοκύπριους με
αποτέλεσμα οι τελευταίοι να θέτουν απαράδεκτα αιτήματα.
Η θέση αυτή ικανοποιούσε το Μακάριο. Ο Αρχιεπίσκοπος, από ένα
σημείο και πέρα εγκατέλειψε- δημοσίως- τη άποψη της Ένωσης της Κύπρου με
την Ελλάδα και διαμόρφωσε μια πολιτική ανεξαρτησίας του νησιού με
παροχή ειδικών μειονοτικών δικαιωμάτων στους τουρκοκυπρίους.
Στα κατά καιρούς σχέδια που προτάθηκαν, δεν διαφωνούσε με την
παροχή ανταλλαγμάτων στην Τουρκία, εκτός Κύπρου, (Καστελόριζο, κατά το
δεύτερο σχέδιο Άτσεσον), αλλά δεν υπέγραφε τίποτε που θα παραχωρούσε
κυριαρχικά δικαιώματα στην Τουρκία, εντός της νήσου.
Επισημαίνεται η παραπάνω διάσταση, διότι η σταθερή ελλαδική θέση,
που έβρισκε υποστηρικτές και εντός της μεγαλονήσου, ήταν Ένωση της
Κύπρου με την Ελλάδα, με την παροχή μιας νατοϊκής βάσης στην Τουρκία.
Κατά καιρούς η θέση αυτή μεταβαλλόταν και η βάση παρεχωρείτο είτε με
50ετές ενοίκιο στην Τουρκία, είτε μόνιμα αλλά με την προϋπόθεση ότι ο
χαρακτήρας της θα ήταν νατοϊκός.
|
Η Αμμόχωστος πριν την τουρκική εισβολή
|
Ο Μακάριος δεν εγκατέλειψε -κατά βάθος- τη θέση της Ένωσης με την
Ελλάδα. Ελισσόταν για λόγους τακτικής. Αυτή η διάσταση έκανε, κατά
καιρούς, επιφυλακτική τη Γιουγκοσλαβία απέναντί του και απέναντι στην
Κύπρο.
Αξιοσημείωτη διάσταση της εξιστόρησης είναι ότι σε κάποια στιγμή,
όταν το Βελιγράδι αντιλήφθηκε σε πόσο κρίσιμη θέση περιήλθαν Αθήνα και
Λευκωσία, έθεσε, υπο την πίεση της ηγεσίας των Σκοπίων, θέμα
«μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα.
Η ιστορία του κυπριακού είναι η μοιραία αποτύπωση της ελληνικής συνέχειας. Ηρωϊσμός, ίντριγκες, διχόνοια, λάθη.
Άρχισε με τον αγώνα της ΕΟΚΑ για την αποτίναξη των αποικιακών
δεσμών και την Ένωση με την Ελλάδα, συνεχίσθηκε με έναν συμβιβασμό που
επιβλήθηκε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (1959 και οι δύο).
Ακολούθησε η λανθασμένη-όπως αποδείχτηκε- ανακίνηση από το Μακάριο της
αναθεώρησης του Συντάγματος, λανθασμένη από την άποψη της χρονικής
συγκυρίας και της εκτίμησης των διεθνών ισορροπιών. Κατά τη διάρκεια
αυτής της προσπάθειας αντί να συσπειρωθούν οι ελληνικές δυνάμεις και να
αναζητήσουν τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης μιας δύσκολης υπόθεσης, όχι
μόνο διασπάστηκαν αλλά, οδηγήθηκαν σε μια προδοσία της κυπριακής
υπόθεσης.
Ένας άνθρωπος τον οποίο έπνιγε το αντικομμουνιστικό του μίσος και
με μειωμένες αντιληπτικές ικανότητες, ο Ιωαννίδης, ήλεγξε τις ελληνικές
δυνάμεις στην Κύπρο και τις οδήγησε σε ένα πραξικόπημα κατά του
Μακαρίου. Το πραξικόπημα, από μόνο του ήταν προδοτικό, διότι άνοιγε την
πύλη της τουρκικής εισόδου στο νησί. Ο τότε αμερικανός ΥΠΕΞ Χένρυ
Κίσσιγκερ, ενεργοποίησε τις αμερικανικές δυνάμεις για να αποφευχθεί -και
μόνο- ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος και αυτό οδήγησε σε παρέμβαση προς
την ελληνική πλευρά. Δόθηκαν διαταγές με σαφές το στοιχείο της
προδοσίας, αλλά, ο σχετικός φάκελος παραμένει ακόμη κλειστός.
Από την ανάγνωση του βιβλίου διαμορφώνεται η εικόνα μιας αμερικανικής πολιτικής μη ενιαίας στα διάφορα κέντρα της.
Όταν στο State Department, επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες για τα
σχέδια του Ιωαννίδη, μέσω έκθεσης της CIA, ο υφυπουργός Εξωτερικών
Τζόζεφ Σίσκο, στις 29 Ιουνίου, προέτρεψε τον αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα
Χένρυ Τάσκα, να επισκεφθεί τον δικτάτορα και να τον αποτρέψει από την
καταφυγή στη βία στην Κύπρο. Το ίδιο πρότεινε και ο υπεύθυνος τουρκικών
υποθέσεων στο State Department Ρόμπερτ Ντήλον. Το Υπουργείο Εξωτερικών
των ΗΠΑ απέρριψε την πρόταση. Ο Τάσκα, υπο το πρόσχημα ότι ο
ακριβοθώρητος Ιωαννίδης δεν εκπροσωπούσε την κυβέρνηση δεν τον αναζήτησε
και αναχώρησε για διακοπές. Η πολιτική σύμβουλος της Αμερικανικής
πρεσβείας Ελίζαμπεθ Μπράουν μετέφερε υποτονικά το μήνυμα στον
πρωθυπουργό Ανδρουτσόπουλο και στον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, φίλο του
Ιωαννίδη. Ηχηρό μήνυμα στον Ιωαννίδη για τις συνέπειες της πολιτικής του
δεν δόθηκε. Η στάση του Κίσσιγκερ και του Τάσκα είναι αινιγματική.
Ο Ιωαννίδης «μπλοφάρει», διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα επέμβει στην
Κύπρο, αλλά την επομένη, πράττει ακριβώς το αντίθετο. Η σχέση του με τον
ελληνοαμερικανό πράκτορα της CIA Γκάστ Αβράκωτος είναι πολυσυζητημένη.
Το ίδιο και η παρασκηνιακή ανάμιξη του Κίσσινγκερ στο πραξικόπημα και
την τουρκική εισβολή.
Μέσα από την ανάγνωση των γιουγκοσλαβικών αρχείων αποτυπώνονται οι
εξελίξεις της κρίσιμης περιόδου από την ένταση της κρίσης Μακαρίου και
ελλαδιτών δικτατόρων. Ο χρόνος που πέρασε και τα στοιχεία που είδαν το
φως της δημοσιότητας, επιβεβαιώνουν τις γιουγκοσλαβικές εκτιμήσεις.
Την κρίσιμη στιγμή και ο Μακάριος ως ηγέτης και ο ελληνισμός
(κυπριακός και ελλαδικός) έμειναν χωρίς διεθνή υποστήριξη. Είτε από τη
Δύση είτε από την Ανατολή. Η στάση της Ρωσίας υπήρξε και αυτή
αινιγματική. Λίγους μήνες πριν το πραξικόπημα και την εισβολή Κίσσιγκερ
και Γκρομίκο συναντήθηκαν στη Λευκωσία και το μήνυμα που εξέπεμψαν ήταν η
αμερικανική επικυριαρχία στο νησί.
Στην Κύπρο επιβλήθηκε μια κατάσταση που εξυπηρετούσε τα
αμερικανικά γεωπολιτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή με την ικανοποίηση
των τουρκικών βλέψεων. Ο πόλεμος του Γιόμ Κιπούρ που ακολούθησε,
ερμηνεύει τη στάση και την πολιτική συμπεριφορά του Κίσσιγκερ, ο οποίος
επεδίωκε να διαμορφώσει έναν άξονα Αιγύπτου, Ισραήλ, Τουρκίας.
Χρόνια μετά, διαπιστώνουμε πως και οι τρείς χώρες, Ελλάδα, Τουρκία,
ΗΠΑ, γνώριζαν τη σημασία του Καστελόριζου για την ενότητα του
γεωπολιτικού χώρου Ελλάδας- Κύπρου, αν και η διάσκεψη για το Δίκαιο της
Θάλασσας, κατέληξε στα συμπεράσματά της το 1982. Γνώριζαν, επίσης, τη
μεγάλη γεωπολιτική σημασία που θα προσέδιδε στην Ελλάδα η παρουσία της,
μέσω μιας ευνοϊκής λύσης του κυπριακού, στην Ανατολική Μεσόγειο. Η
Τουρκία φρόντισε, γι’ αυτό, να διαμορφώσει ανάλογα τη θέση της. Επεδίωξε
διχοτόμηση του νησιού αλλά, όχι Ένωση, έστω και διπλή. Μια τέτοια λύση
ικανοποιούσε το πρόβλημα ασφαλείας το οποίο ήγειρε, και κρατούσε μακριά
την Ελλάδα από την περιοχή. Αυτήν τη λύση επιδιώκει και σήμερα, έστω και
αν δεν έχει άμεσα διχοτομικά χαρακτηριστικά. Επιδιώκει μια χαλαρή
ομοσπονδία, στην ουσία συνομοσπονδία, με μεγάλες και ισχυρές
αρμοδιότητες στα δύο μέρη τα οποία θα αποτελέσουν τα συστατικά, ιδρυτικά
στοιχεία ενός νέου κράτους.
Η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι ελάχιστη και οι τουρκοκύπριοι
ηγέτες πολύ αδύναμοι για να έρθουν σε αντιπαράθεση με τη βούληση της
«μητέρας- πατρίδας».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η όποια λύση επιδιωχθεί θα έχει τη
σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας. Αυτό το επιθυμεί και η ελληνοκυπριακή πλευρά
διότι θα προσδώσει σταθερότητα στις εξελίξεις.
Ολόκληρη η περιοχή της Μέσης Ανατολής, στην οποία σημαντικό
γεωπολιτικό ρόλο διαδραματίζει η Κύπρος βρίσκεται σε αναταραχή. Νέες
ισορροπίες διαμορφώνονται και νέες κρατικές οντότητες αναδύονται. Στα
συριακά παράλια φαίνεται να εξελίσσεται σε μόνιμη η ναυτική και
αεροπορική παρουσία της Ρωσίας, κάτι που δεν αφήνει ανεπηρέαστες τις
ΗΠΑ. Η Συρία διαλύεται ως ενιαία οντότητα που γνωρίζαμε και ένα κουρδικό
κρατικό μόρφωμα βρίσκεται υπο εξέλιξην. Η μεγάλη διακύβευση είναι αυτό
το κουρδικό μόρφωμα να βρει διέξοδο προς τη θάλασσα.
Οι εξελίξεις ανησυχούν την Άγκυρα η οποία θα επιδιώξει την ικανοποίηση των μέγιστων δυνατών στόχων της στην Κύπρο.
Υπάρχει ένα μεγάλο κεφάλαιο εμπειρίας στο κυπριακό που η σημερινή πολιτική ηγεσία μπορεί να αξιοποιήσει.
Τα λάθη της πρόσφατης ιστορίας θα μπορέσουν να γίνουν μαθήματα;
Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας αποτελεί μια καλή προβολή της
κυπριακής ιστορίας μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης- Λονδίνου. Επανεξετάζει
τις κρίσιμες στιγμές της υπο το φως των γιουγκοσλαβικών αρχείων.
Αποτελεί μια μεγάλη συμβολή στη μελέτη του κυπριακού.
*Πρόλογος στο βιβλίο του κ. Σπυρίδωνα Σφέτα