Το αναπάντητο(;) ερώτημα της ανθρώπινης επιθετικότητας έχει
απασχολήσει σχεδόν το σύνολο των επιστημών καθώς και των κοσμοθεωριών.
Έχουν
διατυπωθεί βιολογικές θεωρίες, που ερμηνεύουν την επιθετικότητα ως
ένστικτο και προδιαγεγραμμένη συμπεριφορά και οι οποίες έχουν βοηθήσει
αρκετά, αλλά όχι επαρκώς στην πρόληψη και στον έλεγχο τέτοιων
συμπεριφορών, ενώ αγνοούν τους κοινωνικούς παράγοντες. Από την άλλη
μεριά, οι κοινωνικές θεωρίες αποδίδουν την επιθετικότητα σε ποικίλες
αιτίες, που περιλαμβάνουν την προηγούμενη εμπειρία, τη μάθηση και τους
εξωτερικούς παράγοντες του περιβάλλοντος των ατόμων. Ένας για παράδειγμα
ισχυρός κοινωνικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους
στην εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών είναι η ματαίωση. Σύμφωνα με την
υπόθεση της ματαίωσης, το άτομο διοχετεύει ψυχική ενέργεια προκειμένου
να πραγματοποιηθούν οι προσωπικοί στόχοι που έχει θέσει και η
επιθετικότητα εκδηλώνεται όταν κάποιος παράγοντας σταθεί εμπόδιο στην
υλοποίησή τους. Μια άλλη άποψη θεωρεί την επιθετικότητα ως μαθημένη
κοινωνική συμπεριφορά. Σύμφωνα με τον Albert Bandura για παράδειγμα, τα
άτομα μαθαίνουν να είναι επιθετικά είτε επειδή με τη συμπεριφορά τους
αυτή δέχονται τα ίδια κάποια ανταμοιβή, είτε επειδή παρατηρούν και
μιμούνται κάποιον άλλο που ανταμείβεται λόγω της επιθετικής του
συμπεριφοράς.
Από τη μία οι θεωρίες της κοινωνικής αλληλεπίδρασης,
οι οποίες εν πολλοίς υποστηρίζουν πως η κοινωνική δομή, ο τρόπος ζωής
και ο ψυχικός βιασμός που αυτή παράγει μάς ωθούν στα άκρα της αντοχής
μας και συχνά εκδηλώνουμε επιθετικότητα με την παραμικρή αφορμή κι από
την άλλη οι γενετικές ερμηνείες, οι οποίες επιχειρούν να αναλύσουν τη
βιολογία του ανθρώπινου κακού. Και βέβαια δεν είναι απαραίτητα
αντιπαραθετικές μεταξύ τους.
Με το μέγα αυτό φιλοσοφικό ερώτημα
καταπιάνεται στο νέο του βιβλίο «Behave: The Biology of Humans at Our
Best and Worst» (Συμπεριφέρομαι: Η βιολογία των ανθρώπων στο καλύτερο
και το χειρότερο μας) ο Ρόμπερτ Σαπόλσκυ (Robert Maurice Sapolsky)
Αμερικανός καθηγητής Βιολογικών Επιστημών, καθηγητής Νευρολογίας,
Νευρολογικών Επιστημών και Νευροχειρουργικής στο Πανεπιστήμιο του
Στάνφορντ και ερευνητικός συνεργάτης στο Εθνικό Μουσείο της Κένυας.
Μεταξύ
άλλων, ο Σαπόλσκυ έχει περάσει τα τελευταία 30 χρόνια μελετώντας τους
άγριους μπαμπουΐνους της Ανατολικής Αφρικής, γεγονός που όπως δηλώνει
τον έκανε να βλέπει και τους ανθρώπους διαφορετικά και τον βοήθησε να
προσεγγίσει το «ανθρώπινο κακό».
Τι μας μαθαίνουν τα ζώα για την κακή μας φύση;
Ο
Σαπόλσκυ πιστεύει λοιπόν ότι όλα τα είδη είναι μοναδικά αλλά οι
άνθρωποι είναι μοναδικότεροι, κι αυτό δεν έχει και πολύ να κάνει με τα
γονίδιά μας, αφού η μύγα και ο άνθρωπος έχουνε τα περισσότερα γονίδια
κοινά.
Αντιθέτως, η πρόκληση έγκειται απλώς στο να αναγνωρίσουμε
ότι δεν είμαστε και τίποτα σπουδαίο πέρα από ένα ακόμα προκάτ θηλαστικό.
Κάποιες όμως φορές οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα ίδια αυτά δομικά
στοιχεία, τα ίδια βασικά υδραυλικά, συμβαίνει να τα χρησιμοποιούμε και
με τρόπους εντελώς πρωτόγνωρους.
Ένα παράδειγμα. Έχουμε λοιπόν δυο
ανθρώπους σε ένα ανθρώπινο τελετουργικό, κάθονται σιωπηλοί σε ένα
τραπέζι, ούτε που κοιτιούνται, ακίνητοι, εκτός από μια φορά στο τόσο που
ένας από τους δυο σηκώνει το χέρι του για να σπρώξει ένα κομμάτι ξύλου.
Και αν είναι το σωστό κομμάτι και οι σωστοί γκραντ μάστερ εν μέσω ενός
πρωταθλήματος σκάκι, καίνε έξι με εφτά χιλιάδες θερμίδες τη μέρα με τη
σκέψη τους μόνο.
Ενεργοποιούν μια τεράστια σωματική αντίδραση
στρες μόνο με τη σκέψη, υποβάλλοντας το σώμα τους σε μια κατάσταση ίδια
με εκείνη ενός μπαμπουΐνου που μόλις ξέσκισε τα σπλάχνα του χειρότερου
εχθρού του.
Και όλο αυτό με τη σκέψη, με τη μνήμη, με το
συναίσθημα… έχουμε δηλαδή μια κατάσταση όπου πήραμε απλά μπουλόνια και
βίδες και φτιάξαμε κάτι εντελώς αγνώριστο.
Παραδείγματα από το βασίλειο της επιθετικότητας
Πολλά
είδη σκοτώνουν, σκοτώνουν άτομα του δικού τους είδους, σκοτώνουν από
θυμό, σκοτώνουν εν ψυχρώ και εκ προμελέτης, σκοτώνουν στρατηγικά, με
τρόπους που θα 'καναν τον Μακιαβέλι περήφανο, σκοτώνουν ο ένας τα βρέφη
του άλλου, ανταγωνιστικά, άπληστα -δεν είμαστε το μόνο είδος που
σκοτώνει.
Επιπλέον, δεν είμαστε το μόνο είδος που σκοτώνει
οργανωμένα. Τι διαφορετικό γίνεται λοιπόν με εμάς και την επιθετικότητά
μας; Πράγματι, κάποιες φορές μπορούμε ωραιότατα να τσακίζουμε κρανία
όπως κάθε «κακό» πρωτεύον θηλαστικό, κάποιες φορές όμως, κάνουμε
πράγματα εντελώς ανήκουστα. Τίποτα για παράδειγμα δεν μπορεί να
συγκριθεί με την επιθετικότητά μας όταν τραβάμε μια σκανδάλη, ή ρίχνουμε
μια βόμβα από τα 30.000 πόδια και αποστρέφουμε απλά το βλέμμα μας.
Ένα
συγκλονιστικό παράδειγμα τρόπου με τον οποίο άνθρωποι βλάπτουν
ανθρώπους και που δεν υπάρχει τίποτα όμοιό του στον κόσμο: Στην
Αεροπορική Βάση Nellis, οι άνθρωποι εκεί βγάζουν το μεροκάματό τους
κατευθύνοντας βομβαρδιστικά στην άλλη άκρη του κόσμου.
Και στο
τέλος τής μέρας, αφού τελειώσουν αυτό που κάνουν, σηκώνονται και φεύγουν
βιαστικοί γιατί πρέπει να προλάβουν την παράσταση μπαλέτου της κόρης
τους, και όταν την αγκαλιάζουν μετά, σου φαίνεται απίστευτο πόσο πολύ
μπορεί να αγαπάν κάποιον, και την επομένη, πάλι στο σκοτεινό δωμάτιο να
σκοτώνουν ανθρώπους στην άλλη άκρη του κόσμου.
Και
δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο των ζώων που μπορεί να συγκριθεί με αυτό.
Καθόλου περιέργως βέβαια, τα ποσοστά εμφάνισης ψυχιατρικών προβλημάτων
σε ανθρώπους που περνούν έτσι τις μέρες τους, είναι επίσης ασύγκριτα.
Υπάρχουν άραγε άλλα ζώα εκεί έξω που να χρησιμοποιούν το οφθαλμός-αντί-οφθαλμού όταν συνεργάζονται ή όταν ανταγωνίζονται;
Προκύπτει
ότι ούτε σε αυτό είμαστε τελικά μόνοι. Όπως αποδεικνύουν οι έρευνες στα
ζώα, δεν είμαστε και τόσο μόνοι στο να ζητάμε εκδίκηση. Αυτό όμως που
πράγματι και πάλι είναι μοναδικό με εμάς είναι η ικανότητά μας όχι να
κάνουμε στους άλλους ότι θα μάς έκαναν αυτοί, αλλά να αντιλαμβανόμαστε
ότι υπάρχει ανταμοιβή και κυρίως ότι η ανταμοιβή κάποιου άλλου μπορεί να
διαφέρει από τη δική μας.
Πως όμως αντιμετωπίζουμε την ανταμοιβή;
Αυτό θα χρειαστεί λίγη νευροβιολογία. Εδώ εμπλέκεται ένας
νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου που λέγεται ντοπαμίνη. Αν ξεμείνει ο
εγκέφαλός σου από ντοπαμίνη, θα πέσεις σε κατάθλιψη.
Η κοκαΐνη δρα
στο σύστημα υποδοχέων ντοπαμίνης, όπως όλες οι ευφορικές ουσίες. Η
ντοπαμίνη είναι για την ανταμοιβή. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε. Νομίζαμε
ότι λειτουργεί κάπως έτσι: Παίρνεις μια μαϊμού και την εκπαιδεύεις σε
κάποια καθήκοντα. Δίνεις ένα σήμα, ανάβεις ένα φως στο χώρο της, κι αυτό
σημαίνει «Αρχίζει δουλειά».
Μαθαίνεις λοιπόν τη μαϊμού ότι αν
κάνει τη δουλειά, ό,τι κι αν είναι, θα ανταμειφθεί λίγο αργότερα. Κι
αυτό που όλοι νόμιζαν για τη ντοπαμίνη ήταν ότι μόλις πάρεις την
ανταμοιβή, τα επίπεδα ντοπαμίνης ανεβαίνουν. Η ντοπαμίνη ήταν η
ευχαρίστηση, η αμοιβή, το τσουκάλι γεμάτο χρυσάφι στην άκρη του ουράνιου
τόξου, τέτοια πράγματα.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Αλλά
μάλλον κάπως έτσι: Εκπαιδεύεις μια μαϊμού σε κάποια μικροκαθήκοντα και
με το σήμα τής λες «Πάμε λοιπόν, ξεκινάει νέος γύρος». Και τότε
ανεβαίνει η ντοπαμίνη. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό δεν είναι ευχαρίστηση από
την ανταμοιβή, αυτό είναι «ξέρω πως πάει, όλα καλά, το ‘χω».
Κι
αυτό δεν έχει να κάνει με την ευχαρίστηση, έχει να κάνει με την προσμονή
τής ευχαρίστησης. Και πράγματι, αν μπλοκάρεις τους υποδοχείς
ντοπαμίνης, η δουλειά δεν γίνεται. Δεν είναι απλώς η προσμονή της
ανταμοιβής, είναι όλη αυτή η στοχευμένη συμπεριφορά που πυροδοτεί.
Φαίνεται
λοιπόν ότι η χημεία του εγκεφάλου μας λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο. Η ντοπαμίνη σχετίζεται με την προσμονή της ανταμοιβής, η
αβεβαιότητα την ενισχύει και μας ωθεί στη δουλειά που απαιτεί η
ανταμοιβή. Αλλά υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά με εμάς, κι αυτό είναι ο
χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ δουλειάς και ανταμοιβής.
Ο καιρός που
μπορούμε να περιμένουμε ωθούμενοι από τη ντοπαμίνη, προσηλωμένοι στο
όποιο καθήκον ώστε να ανταμειφθούμε κάποτε. Και το ξέρουμε όλοι καλά το
σενάριο, περνάμε από το νήπιο, μπαίνουμε σε ένα καλό δημοτικό, μετά ένα
καλό γυμνάσιο και λύκειο, μελετάς σκληρά, βγάζεις καλό μέσο όρο,
μπαίνεις σε μια καλή σχολή, πιάνεις μια καλή δουλειά και επιτέλους
διαλέγεις το γηροκομείο της αρεσκείας σου...
Έχουμε λοιπόν την
εκπληκτική ανθρώπινη δυνατότητα της προσμονής. Κι αυτό που είναι
πραγματικά αξεπέραστο με εμάς είναι η δυνατότητα, μέσω ιδεολογικών και
θρησκευτικών συστημάτων, να προσμένουμε ακόμα και στο επέκεινα.
Αντέχουμε
έναν κόσμο όπου η ανταμοιβή σου έρχεται σε μια άλλη ζωή, έναν κόσμο
όπου είσαι διατεθειμένος να ανεχτείς τις πιο φρικαλέες εκδοχές πόνου στο
όνομα τής προσμονής, έναν κόσμο όπου γενιές γενεών κληροδοτούν αμαρτίες
στα παιδιά τους, περιμένοντας… και δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο σε
κανένα άλλο είδος εκεί έξω.
Ο
πολιτισμός μας διαφοροποιεί; Μας ωθεί ή μας απωθεί από την κακή μας
φύση; Μα δεν είμαστε και το μόνο είδος με πολιτισμό. Οι χιμπαντζήδες
μεταδίδουν τρόπους κατασκευής εργαλείων, υπάρχουν 27 παραλλαγές
περιφερειακής συμπεριφοράς μεταξύ
διαφόρων πληθυσμών χιμπαντζήδων
που μεταδίδονται ως πολιτισμός. Δεν είμαστε οι μόνοι με πολιτισμικά
εργαλεία και μικροκύματα, ούτε είμαστε οι μόνοι που μεταδίδουν ολόκληρα
κοινωνικά περιβάλλοντα.
Είμαστε όμως μοναδικοί, στη δαιδαλώδη και
μεγαλοπρεπή πολυπλοκότητα του πολιτισμού μας και όσα κάνουμε με αυτόν,
άλλα είδη θα μαράζωναν από ζήλια βλέποντας τι φοβερά πράγματα κάνουμε.
Αυτό
λοιπόν που φαίνεται ότι μας ενώνει ως ανθρώπινο είδος είναι κάτι ηθικό
και είναι πλέον ξεκάθαρο πως είναι η ενσυναίσθηση. Μπορεί να μην είμαστε
μόνοι κι εδώ, είναι όμως εκπληκτικά τα άκρα στα οποία μπορούμε να
φτάσουμε την ενσυναίσθηση.
Ένα παράδειγμα. Κοιτάζουμε έναν σκύλο
που το πόδι του έχει πιαστεί σε παγίδα και κρέμεται νεκρωμένο. Είναι
φρικτό, αμέσως μας πιάνει ένα σφίξιμο. Το κοιτάμε και συναισθανόμαστε
τον σκύλο. Νιώθουμε πόσο οδυνηρό είναι όλο αυτό για το σκύλο. Νιώθουμε
ενσυναίσθηση για ένα άλλο είδος. Δεν ξανακούστηκε!
Αλλά μπορούμε
να το πάμε και πιο πέρα. Στην Γκερνίκα. Μια εικόνα σύμβολο του 20ου
αιώνα κι όλης τής αθλιότητας στην οποία υποβάλλαμε τους εαυτούς μας. Το
κοιτάμε και σκεφτόμαστε τα άλογα της Γκερνίκα και τον τρόμο στους
φλεγόμενους στάβλους, καθώς πέφτουν οι φασιστικές βόμβες. Νιώθουμε πόνο
και ενσυναίσθηση για τα άλογα. Φτάνουμε λοιπόν την ενσυναίσθηση σε
επίπεδα αφάνταστα για τα υπόλοιπα είδη. Ούτε εδώ λοιπόν είμαστε και τόσο
συνηθισμένοι.
Ωραία.
Έχουμε λοιπόν όλα αυτά τα παραδείγματα όπου έχουμε μεν κοινές
θεμελιώδεις κατηγορίες, επιθετικότητα, εκδίκηση, πολιτισμό,
ενσυναίσθηση, που όμως εμείς ωθούμε σε αξεπέραστα επίπεδα.
Πάμε όμως και στον τελευταίο τομέα, όπου κάνουμε πράγματα δίχως όμοιο στο ζωικό βασίλειο.
Είναι
μια καθολική μοναχή, η αδερφή Helen Prejean, που έχει αφιερώσει τη ζωή
της στην πνευματική φροντίδα θανατοπονιτών στις φυλακές υψίστης
ασφαλείας της Λουϊζιάνας, των πιο φοβερών κι εφιαλτικών ανθρώπων που
πάτησαν ποτέ στη γη. Οπότε φυσικά τη ρωτούν: «Πώς μπορείς να δίνεις το
χρόνο σου σε τέτοιους ανθρώπους;» Και έχει πάντα αυτή την τόσο απλή
απάντηση: «Όσο πιο ασυγχώρητη η πράξη, τόσο περισσότερο πρέπει να
συγχωρεθεί. Όσο πιο μισητό το πρόσωπο, τόσο πιο σημαντικό να το
αγαπήσεις».
Αυτό είναι το πιο παράλογα μεγαλειώδες κατόρθωμα για
το οποίο είμαστε ικανοί ως είδος. Δεν είμαστε απλώς το μοναδικότερο
είδος γι' αυτή μας την ιδιότητα, είμαστε το μοναδικοτερότατο χάρη και
μόνο σε αυτήν.
Και αυτό δεν είναι εύκολο. Ως ένα βαθμό, όσο
δυσκολότερη είναι η αντίφαση να δεχτείς την απιθανότητα ενός γεγονότος
ως απόδειξη ότι μπορεί και πρέπει να γίνει ηθική επιταγή σου, όσο πιο
δύσκολο λοιπόν αυτό, τόσο και σημαντικότερο.
Ένα συμπέρασμα, στο
οποίο κάποτε πρέπει να φτάσεις, είναι αυτό: είναι πραγματικά αδύνατο
ένας άνθρωπος να κάνει τη διαφορά. Κι όσο πιο καθαρά, απόλυτα,
αμετάκλητα κι απαράλλαχτα προφανές είναι ότι είναι αδύνατο να κάνεις τη
διαφορά που θα κάνει αυτόν τον κόσμο καλύτερο, τόσο περισσότερο πρέπει.
Δεν
υπάρχει κανείς εκεί έξω που να μπορεί καλύτερα από εσάς, από εμάς, από
τον καθένα να υποστηρίξει μια τέτοια αντίφαση στη ζωή του και να την
έχει ως ηθική επιταγή.
Ας το κάνουμε λοιπόν. Και ας απολαύσουμε τη διαδικασία.
Πάντως,
αν και οι μπαμπουίνοι μπορούν - όπως αποδεικνύουν οι έρευνες και οι
μελέτες - να αλλάξουν τη δομή συμπεριφοράς των κοινωνιών τους, τότε
μπορούμε να ευελπιστούμε και για την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.