Όταν συγκεντρώθηκαν στην Όπερα του Σαν Φρανσίσκο, τον Απρίλιο του
1945, οι αντιπρόσωποι περισσότερων από πενήντα χωρών, δεσμεύτηκαν να
απαλλάξουν τις μελλοντικές γενιές από τη μάστιγα του πολέμου. Τα Ηνωμένα
Έθνη επρόκειτο να στηριχθούν στην αρχή της «
».
Ο Αμερικανός πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ επέμενε να φιλοξενήσουν τη
διάσκεψη οι Ηνωμένες Πολιτείες. Επρόκειτο, άραγε, για γενναιοδωρία ;
Ήθελε επίσης να επιτρέψει στους πράκτορές του να κατασκοπεύσουν τους
αντιπροσώπους και να παρακολουθήσουν τα μηνύματα που αντάλλασσαν με τις
πρωτεύουσές τους. Τα κρυπτογραφημένα τηλεγραφήματά τους, αφού
συγκεντρώθηκαν από τις τηλεγραφικές εταιρείες, αποκωδικοποιήθηκαν από
αξιωματούχους που δούλευαν 24 ώρες το 24ωρο και μετά δόθηκαν στους
Αμερικανούς διαπραγματευτές. Υπήρξε πλήρης επιτυχία…
Οι δυνατότητες συλλογής ηλεκτρονικών πληροφοριών των
ΗΠΑ, οι οποίες αναπτύχθηκαν ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα -και κατόπιν
ενάντια στη Σοβιετική Ένωση- έμελλαν να συγκεντρωθούν στο πλαίσιο της
Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας (NSA). Για την υπηρεσία αυτή αγνοούσαμε τα
πάντα μέχρι τη δημοσίευση, το 1982, του βιβλίου The Puzzle Palace,
στο οποίο ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζέιμς Μπάμφορντ περιέγραφε τη
λειτουργία της (1). Στο νέο έργο του Body of Secrets (2) αποκαλύπτει νέα
κεφάλαια της μυστικής ιστορίας. Η NSA, όπως εξηγεί, διαθέτει έναν
ετήσιο προϋπολογισμό πάνω από επτά δισεκ. δολάρια, χωρίς να λογαριάσουμε
τα ποσά τα οποία δαπανώνται για τους κατασκοπευτικούς δορυφόρους. Η
υπηρεσία απασχολεί πάνω από 60.000 άτομα – περισσότερους από όσους η CIA
και το FBI μαζί.
Επειδή οι παγκόσμιες υποθέσεις διεξάγονται όλο και
περισσότερο μέσω των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (με τις ραδιοεπικοινωνίες
και μετά με το διαδίκτυο), η παρακολούθηση των ανταλλαγών είναι
καθοριστική. Η NSA είναι επιφορτισμένη με τις « πληροφορίες των
σημάτων » (SigInt, σε αντίθεση με την HumInt, τις ανθρώπινες
πληροφορίες) σε στενή συνεργασία με τις ομόλογες -και υποκείμενες-
υπηρεσίες, δηλαδή τη βρετανική, την καναδική, την αυστραλιανή και τη
νεοζηλανδική, που συγκροτούν τη συμμαχία « Ukusa ». Ο Ουίλιαμ Στάντμαν,
πρώην διευθυντής της υπηρεσίας, συνόψιζε με τα παρακάτω λόγια το ρόλο
της : η υποστήριξη στις στρατιωτικές επιχειρήσεις « είναι
θεμελιώδης και η ανάγκη μιας αυξημένης παγκόσμιας πρόσβασης (στις
ηλεκτρονικές επικοινωνίες) γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή. Σε αυτές
τις δύο κατευθύνσεις πρέπει να στηριχθεί σταθερά η Υπηρεσία Εθνικής
Ασφαλείας » (3).
Επιχειρήσεις με μεταβλητή γεωμετρία
Τα συστήματα παρακολούθησης της NSA, μολονότι
υπερσύγχρονα και ισχυρά, έδειξαν τα όριά τους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001.
Όπως ένα σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε
ενάντια σε επιθέσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια αεροπλάνων της
γραμμής, τα συστήματα προχωρημένης παρακολούθησης αποδείχθηκαν ελάχιστα
αποτελεσματικά ενάντια στα μέσα στοιχειώδους επικοινωνίας (ανώνυμα
« γραμματοκιβώτια », ασφαλείς ενδιάμεσοι κ.λπ.) που χρησιμοποιήθηκαν από
έναν καλά οργανωμένο πυρήνα. « Η Υπηρεσία Εθνικής
Ασφαλείας ακούει τακτικά τις μη κρυπτογραφημένες επικοινωνίες που κάνει ο
υποτιθέμενος τρομοκράτης Οσάμα Μπιν Λάντεν (μέσω του δορυφορικού
δικτύου Immarsat) », υπογραμμίζει ο Μπάμφορντ. « Για
να εντυπωσιάσει τους επισκέπτες της, τους δίνει μερικές φορές τις
συνομιλίες ανάμεσα στον Μπιν Λάντεν και τη μητέρα του (…) Αυτός ξέρει
ότι οι ΗΠΑ ακούν τις διεθνείς συνδιαλέξεις του, αλλά φαίνεται ότι δεν
τον απασχολεί » (4).
Ο Τζέιμς Μπάμφορντ, ανατρέχοντας στην ιστορία αυτής της
πλανητικής ηλεκτρονικής παρακολούθησης, μας πείθει ότι η εγκατάστασή της
δεν είχε ως πρώτο στόχο να προστατεύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια
σε εξωτερικές απειλές, αλλά συνήθως να συγκεντρώσει πληροφορίες που
χρησιμεύουν στην προώθηση του πολέμου ως πολιτικού εργαλείου και να
υπονομεύσει τα « θεμελιώδη δικαιώματα » των άλλων χωρών.
Αμέσως μετά τον πόλεμο, στην έδρα του ΟΗΕ -που ήταν
γεμάτη από συσκευές παρακολούθησης- συζητούσαν για το διαμελισμό της
Παλαιστίνης, ένα μέτρο που μεταμόρφωσε από τότε την περιοχή σε μια από
τις σημαντικότερες εστίες αστάθειας και πολιτικής βίας στον κόσμο. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες άσκησαν ακραία πίεση για να ψηφιστεί ο διαμελισμός
και έριξαν κυριολεκτικά όλο το βάρος τους σε τρεις μικρές χώρες – τη
Λιβερία, την Αϊτή και τις Φιλιππίνες – τις οποίες υποχρέωσαν να αλλάξουν
στάση την παραμονή της τελικής απόφασης. Ο Τζέιμς Φόρεσταλ, τότε
υπουργός Αμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών, έγραψε την εποχή εκείνη στο
προσωπικό του ημερολόγιο, ότι « τα μέσα καταναγκασμού που ασκήθηκαν πάνω σε αυτές τις χώρες άγγιζαν το σκάνδαλο ».
Από το 1945, οι αμερικανοί και οι βρετανοί πράκτορες
ξεκίνησαν αγώνα ταχύτητας με τους σοβιετικούς ομολόγους τους για να
αποκρυπτογραφήσουν τους κώδικες του γερμανικού στρατού. Οι Ηνωμένες
Πολιτείες προηγούνταν σημαντικά της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά το
πλεονέκτημα κράτησε για μικρό χρονικό διάστημα. Στη διάρκεια της
δεκαετίας του ’50, κατασκοπευτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τη
Σοβιετική Ένωση, όπως αυτά που πετούσαν, τον Απρίλιο του 2001, πάνω από
τη νήσο Χαϊνάν στην Κίνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, η NSA είχε
περικυκλώσει τη Σοβ. Ενωση με σταθμούς παρακολούθησης, αεροπλάνα, πλοία
και υποβρύχια.
Μετά την αποτυχία της αντικαστρικής εισβολής στον Κόλπο
των Χοίρων, τον Απρίλιο του 1961, οι επικεφαλής του αμερικανικού γενικού
επιτελείου επινόησαν ένα παράξενο σχέδιο. Η στρατηγική τους, η οποία
αποκαλύφθηκε από τον Μπάμφορντ, συνίστατο στο να εξαπολύσουν μια « εκστρατεία τρόμου »
εναντίον των αμερικανών πολιτών και να την αποδώσουν στην Κούβα ώστε να
δικαιολογήσουν μια εισβολή στο νησί. Μια μυστική έκθεση τόνιζε ότι « η
δημοσιοποίηση του καταλόγου των θυμάτων στις αμερικανικές εφημερίδες θα
προκαλούσε στη χώρα ένα κύμα οργής το οποίο θα μπορούσε να χειραγωγηθεί ».
Το σχέδιο αυτό, το οποίο βαφτίστηκε « Northwood Operation » πρόβλεπε
αεροπειρατείες και επιθέσεις με βόμβες στο Μαϊάμι και την Ουάσιγκτον. Τα
προπαρασκευαστικά κείμενα τόνιζαν ότι χρειάζεται « να
δοθεί στον κόσμο η εικόνα μιας κουβανικής κυβέρνησης η οποία
αντιπροσωπεύει (…) μια σοβαρή και απρόβλεπτη απειλή για την ειρήνη στο
δυτικό ημισφαίριο » (5).
Η κυβέρνηση Κένεντι δεν ενέκρινε την επιχείρηση
Northwood, αλλά δύο χρόνια αργότερα, ένα παρόμοιο « επεισόδιο » στον
Κόλπο του Τονκίνο ξεκινούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Πράκτορες των
υπηρεσιών πληροφοριών της Βρετανίας, της Αυστραλίας και της Νέας
Ζηλανδίας συνεργάστηκαν σε μια τεράστια επιχείρηση των αμερικανικών
μυστικών υπηρεσιών στο Βιετνάμ, βοηθώντας τις κυρίως να εντοπίσουν
στόχους ώστε να συμπληρωθούν οι καθημερινοί αριθμοί επιχειρήσεων
βομβαρδισμού με τα αεροπλάνα Β-52.
Η ιστορία της υπηρεσίας αυτής εμφανίζει μια μεγάλη
ποικιλία στη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ένα εύγλωττο παράδειγμα γι’
αυτό είναι η επίθεση από το Ισραήλ κατά του κατασκοπευτικού πλοίου
« Liberty » της NSA κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών. Στις 8
Ιουνίου 1967, ο ισραηλινός στρατός, αφού παρακολουθούσε στενά, επί έξι
ώρες, το πλοίο « Liberty », το οποίο περιπολούσε στα ανοιχτά, εξαπέλυσε
επιθέσεις εναντίον του από τον αέρα και από τορπιλάκατο μέχρις ότου τα
περισσότερα μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν (34 άνδρες) ή τραυματίστηκαν
(171 άνδρες) και το σκάφος σχεδόν καταστράφηκε. Οι σωσίβιες λέμβοι
βυθίζονταν μόλις άγγιζαν τη θάλασσα. Το Ισραήλ ισχυρίστηκε αργότερα ότι
επρόκειτο για λάθος. Ενώ η NSA διέθετε αποδείξεις για το αντίθετο, η
αμερικανική κυβέρνηση δέχθηκε την εξήγηση και δεν ξεκίνησε ποτέ έρευνα.
Ο Μπάμφορντ δείχνει κατά τρόπο πειστικό ότι οι
ισραηλινοί στρατιωτικοί ήξεραν ακριβώς ότι επιτίθενται σε ένα
αμερικανικό κατασκοπευτικό πλοίο. Γράφει ότι στόχος της επίθεσης ήταν να
εμποδιστεί η συλλογή πληροφοριών για τις στρατιωτικές ωμότητες που
διαπράχθηκαν σε απόσταση μόλις είκοσι χιλιομέτρων από εκεί, στην
αιγυπτιακή πόλη Ελ Αρίς, όπου ισραηλινοί στρατιώτες τουφέκιζαν
εκατοντάδες πολίτες και αιχμαλώτους. Το Πεντάγωνο διέταξε πλήρη
συσκότιση για τα μέσα ενημέρωσης και τα μέλη του πληρώματος απειλήθηκαν
με ποινές φυλάκισης εάν μιλούσαν για την επίθεση. Ο Αμερικανός πρόεδρος
Λίντον Τζόνσον διακήρυξε ότι « ελάχιστα τον ενδιέφερε αν το πλοίο βούλιαξε, εκείνος δεν θα προκαλούσε προβλήματα στους συμμάχους του » (6).
Στη Νέα Ζηλανδία, όπως και σε άλλες χώρες, ο πόλεμος του
Βιετνάμ έστρεψε την κοινή γνώμη ενάντια στην εξωτερική πολιτική της
Ουάσιγκτον. Στην περιοχή, ο πόλεμος αύξησε τη γενική απογοήτευση που
προκάλεσε η αμερικανική υποστήριξη στα καθεστώτα του Σουχάρτο στην
Ινδονησία και του Μάρκος στις Φιλιππίνες καθώς και η μυστική υποστήριξη
της εισβολής της Ινδονησίας στο Ανατολικό Τιμόρ το 1975. Η προσφυγή στον
πόλεμο και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των άλλων χωρών με βάση τη λογική
της μεταβλητής γεωμετρίας, πρόσβαλαν αυτούς που έβλεπαν τον κόσμο με το
βλέμμα μιας « μικρής χώρας ». Όμως, μολονότι η κοινή γνώμη της Νέας
Ζηλανδίας επιθυμούσε μια πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, οι υπηρεσίες
πληροφοριών της χώρας συνέχισαν να χρησιμεύουν ως προκεχωρημένο φυλάκιο
για το αμερικανικό σύστημα. Έτσι, ενώ η πλειοψηφία των Νεοζηλανδών
υποστήριζε την ανεξαρτησία του Ανατολικού Τιμόρ, οι υπηρεσίες
πληροφοριών της χώρας τους συμμετείχαν μαζί με την Αυστραλία στην
παρακολούθηση του πληθυσμού του νησιού, για λογαριασμό της αμερικανικής
και της βρετανικής κυβέρνησης – σε μια εποχή όπου αυτές συνεργάζονταν με
τις μυστικές υπηρεσίες της Ινδονησίας.
Η ανισότητα των σχέσεων μέσα στη συμμαχία Ukusa δεν
χρειάζεται να αποδειχθεί. Οι μυστικές υπηρεσίες της Νέας Ζηλανδίας
προσφέρουν τις πληροφορίες που τους ζητά η NSA, χωρίς να επιμένουν πολύ
σε αυτό που θέλουν ως αντάλλαγμα – ακόμη και αν αυτό στρέφεται ενάντια
στο εθνικό συμφέρον ή στην πολιτική της ίδιας της χώρας τους. Άλλωστε,
θεωρούν ότι το να κατασκοπεύεις τους φίλους, τους γείτονες και τους
εμπορικούς εταίρους σου ισοδυναμεί με το να πληρώνεις ένα αρκετά μικρό
τίμημα για να διατηρήσεις μια προνομιούχα σχέση – μια στάση που εκφράζει
ένα βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. Αναμφίβολα, οι βρετανικές μυστικές
υπηρεσίες βλέπουν τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο (7).
Κατά τη διάρκεια μιας έρευνας για το δίκτυο Echelon (8)
ρώτησα μέλη των υπηρεσιών πληροφοριών της Νέας Ζηλανδίας που χειρίζονται
τις χιλιάδες των εκθέσεων που φθάνουν κάθε βδομάδα από την NSA. Οι
στόχοι που καθορίζονται αντανακλούν τις προτεραιότητες και τις ανησυχίες
της αμερικανικής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80
όσοι παρακολουθούσαν τις επικοινωνίες πρόσφεραν έτσι μια χιονοστιβάδα
από επικοινωνίες τις οποίες είχαν παγιδεύσει στο Αφγανιστάν, και οι
οποίες συγκεντρώθηκαν με σκοπό να βοηθήσουν τους « μαχητές της
ελευθερίας » – ανάμεσά τους ο Οσάμα Μπιν Λάντεν- στον αγώνα τους ενάντια
στους Σοβιετικούς.
Ορισμένοι από αυτούς τους αξιωματικούς συγκέντρωναν
πληροφορίες στη ζώνη του Ειρηνικού με βάση τα αιτήματα της NSA. Όχι, δεν
κυνηγούσαν τρομοκράτες. Στόχευαν αντίθετα όλες τις πλευρές της
πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής ζωής της περιοχής – υπουργικά
γραφεία, αστυνομία, στρατό, κόμματα της αντιπολίτευσης και μη
κυβερνητικές οργανώσεις – σε κάθε χώρα, κατά τρόπο μεθοδικό και συνεχή.
Όλοι οι περιφερειακοί οργανισμοί, όλες οι εμπορικές διασκέψεις και όλες
οι υπηρεσίες των Ηνωμένων Εθνών της ζώνης αυτής βρίσκονταν επίσης υπό
στενή παρακολούθηση.
Ένας από αυτούς τους αναλυτές ανέφερε την περίπτωση μιας
επιχείρησης παρακολούθησης ενάντια στο νησιωτικό κράτος του Κιριμπάτι. Η
αλιεία αποτελεί την κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας με
εύθραυστη οικονομία. Η κυβέρνηση του Κιριμπάτι, αφού υπέστη για πολλά
χρόνια την παράνομη αλιεία των αμερικανικών σκαφών αλιείας του τόνου,
βρήκε μια σοβιετική επιχείρηση η οποία ήταν διατεθειμένη να πληρώσει
δικαιώματα για να έχει πρόσβαση στην αλιεία. Μολονότι ο ψυχρός πόλεμος
πλησίαζε τότε στο τέλος του, ο αντικομουνιστικός συναγερμός ήχησε στις
υπηρεσίες πληροφοριών. Οι νεοζηλανδοί αξιωματούχοι παρακολουθούσαν κάθε
επικοινωνία που δεχόταν ή που έστελνε το Κιριμπάτι, την οποία
μεταβίβαζαν στη συνέχεια στις ΗΠΑ, οι οποίες την χρησιμοποιούσαν στο
πλαίσιο μιας διπλωματικής εκστρατείας που κατάφερε να ακυρώσει το
σχέδιο. Το γεγονός δεν άλλαξε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, αλλά
είχε μια πολύ αρνητική επίδραση σε αυτό το μικροκράτος.
Διαπραγματευτές σε παρακολούθηση
Oι νεοζηλανδοί αξιωματούχοι αναφέρουν μια άλλη καταιγίδα
επικοινωνιών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Γενική
Συμφωνία για τους τελωνειακούς δασμούς και το εμπόριο (GATT), στις
οποίες αμερικανοί και ευρωπαίοι αξιωματούχοι συγκρούονταν κατά τις
δεκαετίες του ’80 και του ’90. Ο Μπάμφορντ τονίζει ότι μια ομάδα της
Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας στάλθηκε στη Γενεύη το 1995 για να
κατασκοπεύσει τους Γιαπωνέζους που ήταν στελέχη της Τογιότα και της
Νισάν κατά τη διάρκεια των ιαπωνο-αμερικανικών διαπραγματεύσεων για τους
τελωνειακούς δασμούς που επιβάλλονται στο αυτοκίνητο. Η Τζέιν Σόρτεν,
πρώην πράκτορας των υπηρεσιών πληροφοριών του Καναδά, αποκάλυψε εξάλλου
ότι παρακολουθούνταν οι μεξικανοί αντιπρόσωποι κατά τις διαπραγματεύσεις
για τη Συμφωνία ελευθέρου εμπορίου της Β. Αμερικής (NAFTA) το 1992.
Η κατασκοπία μετά τον πόλεμο θα μπορούσε να τεθεί στην
υπηρεσία των ελπίδων που γέννησαν οι ιδρυτές των Ηνωμένων Εθνών : να
εγγυηθούν την ισότητα των δικαιωμάτων των χωρών και να γλιτώσει ο κόσμος
από τη μάστιγα του πολέμου. Όμως η ιστορία δείχνει κυρίως το αντίθετο.
Οι επιχειρήσεις αυτές χρησιμεύουν στο να οξύνουν τις ανισότητες της
εξουσίας. Η NSA και οι σύμμαχοί της αρέσκονται στην εικόνα τους ως ηρώων
που πολεμούν τους τυράννους και τους τρομοκράτες. Μερικές φορές, η
εικόνα αυτή είναι σωστή. Οι περισσότεροι από τους στόχους τους, ωστόσο,
δεν αντιπροσωπεύουν καμία απειλή. Ορισμένες επιχειρήσεις πληροφοριών
προορίζονται στην ουσία να υποστηρίξουν τυράννους, ενώ άλλες δημιουργούν
ένα κλίμα κατάλληλο για την ανάπτυξη της τρομοκρατίας. Οι κυβερνήσεις
που βασίστηκαν κατά τρόπο μαζικό στην κατασκοπία των σημάτων έχουν
αποκομίσει από αυτή ένα απατηλό αίσθημα ασφάλειας. Είναι ελάχιστα πιθανό
το πρόβλημα να μπορέσει να λυθεί με την παροχή πρόσθετων πόρων στην
Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA).