Poutanique τεχνη, εσυ τα φταις ολα!

Να είναι τέχνη; Επάγγελμα ή μήπως ματαιοδοξία;

Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!

Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....

Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!

αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....

Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;

Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....

Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.

Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...

Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...

Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

25 Μαΐ 2021

Ιταλία, ένα ευρωπαϊκό πολιτικό εργαστήριο

 L'ITALIE, LABORATOIRE DU PROCHAIN DÉSASTRE EUROPÉEN - STEFANO PALOMBARINI -  YouTube

Η κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, του πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χαίρει ευρύτατης κοινοβουλευτικής στήριξης, παρ’ ότι ευαγγελίζεται νέο κύκλο «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και λιτότητας, με τις γνωστές συνταγές της Κομισιόν. Σε αυτήν συμμετέχει μέχρι και η (ακροδεξιά) Λέγκα, μέχρι πρότινος εξοργισμένη με τις Βρυξέλλες. Πώς εξηγείται μια τέτοια ανατροπή;

Δέκα χρόνια μετά τον Μάριο Μόντι και την κυβέρνηση τεχνοκρατών του, ένα άλλο πρώην στέλεχος της Goldman Sachs εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο Παλάτσο Τσίτζι, την επίσημη κατοικία των Ιταλών πρωθυπουργών. Όπως ο προκάτοχός του, όπως και ο Εμμανουέλ Μακρόν κατά την προεκλογική εκστρατεία για τη γαλλική προεδρία το 2017, ο Μάριο Ντράγκι ισχυρίζεται ότι υπερπηδά το χάσμα μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς, θέτοντας τον εαυτό του υπεράνω κομμάτων και φέρνοντας μαζί του το φωτισμένο όραμα του ειδήμονα, παραμένοντας ταυτόχρονα προσηλωμένος ευλαβικά στους κανόνες που έχουν θέσει οι Βρυξέλλες: δημοσιονομική ορθοδοξία και νεοφιλελευθερισμό. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατάφερε να συνενώσει όλους τους σχηματισμούς της Ιταλίας, από την Αριστερά ώς την άκρα Δεξιά, όπως κι εκείνους που είχαν αναπτυχθεί αντιτιθέμενοι σε αυτό το πρόγραμμα. Έλαβε πράγματι την κοινή υποστήριξη του Κινήματος 5 Αστέρων (Κ5Α) και της Λέγκας, δύο κομμάτων που, τρία χρόνια νωρίτερα, είχαν κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές υποσχόμενα να έρθουν σε ρήξη με τη λιτότητα και να αντιταχθούν στις ευρωπαϊκές προσταγές.

Το γεγονός ότι υπάρχουν ακροδεξιοί υπουργοί στην κυβέρνηση του Ντράγκι δεν έχει συγκινήσει πολύ κόσμο, ούτε στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες ούτε στα μέσα ενημέρωσης, όπου αυτός ο εθνικός συνασπισμός παρουσιάζεται ως υπόδειγμα κοινής λογικής. Και ούτε κανείς δυσαρεστείται πλέον από την τόσο ιδιαίτερη ιταλική δημοκρατία, στην οποία οι ψηφοφόροι μπορούν να καταψηφίσουν κατά πλειοψηφία, τον Μάρτιο του 2018, τις επιβληθείσες από τις Βρυξέλλες πολιτικές λιτότητας και κατόπιν, χωρίς καν να ζητηθεί εκ νέου η γνώμη τους, να βρεθούν, τον Φεβρουάριο του 2021, με μια κυβέρνηση που υπερασπίζεται τις ίδιες πολιτικές. Η ιστορία αυτής της μεταστροφής αποτελεί ένα πολιτικό δράμα σε τρεις πράξεις.

Πράξη 1η, Αύγουστος 2011. Άρτι διορισθείς πρόεδρος της ΕΚΤ, ο Ντράγκι απευθύνει μια επιστολή στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τον επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης. Του παραθέτει μια σειρά μέτρων που είναι απαραίτητα προκειμένου να λάβει τη βοήθεια της θεσμικής τράπεζας: περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και στις συντάξεις, φιλελευθεροποίηση στον τομέα των υπηρεσιών, αναθεώρηση των κανόνων στις απολύσεις, μείωση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων. Ο Ιταλός πρωθυπουργός δεν έχει τρόπους να εναντιωθεί σε αυτά, καθώς, χωρίς τη βοήθεια της ΕΚΤ, τα επιτόκια του χρέους θα αυξάνονταν και η κατάσταση γρήγορα θα γινόταν μη βιώσιμη. Ωστόσο, η πλειοψηφία της Δεξιάς παραείναι διχασμένη για να αφοσιωθεί σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Τρεις μήνες μετά την επιστολή, ο προϋπολογισμός που προτείνει ο Μπερλουσκόνι απορρίπτεται στο Κοινοβούλιο και εκείνος που παίρνει τη σκυτάλη είναι ο Μόντι, ένας «ειδήμων» χωρίς πολιτική ταμπέλα.

Ξεκινά τότε μια περίοδος διαρκείας επτά ετών, κατά την οποία θα υπάρξει η διαδοχή τεσσάρων πρωθυπουργών: μετά τον Μόντι θα έρθουν οι Ενρίκο Λέτα, Ματέο Ρέντσι και Πάολο Τζεντιλόνι. Η δράση αυτών των κυβερνήσεων, αφιερωμένη εξ ολοκλήρου σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, στηρίζεται στη συμφωνία μεταξύ του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και της Δεξιάς του Μπερλουσκόνι. Η υποστήριξη προέρχεται από τις εύπορες τάξεις και από ένα σημαντικό τμήμα των μεσαίων τάξεων, σε μια πρωτοφανή υπερπήδηση των πολιτικών εντάξεων που έχουν θεμελιωθεί στη διαχωριστική γραμμήμεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς: είναι το «αστικό μπλοκ»1, ένας κοινωνικός συνασπισμός παρόμοιος με εκείνον που θα σχηματιστεί λίγα χρόνια αργότερα από τον Εμμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία.

Πράξη 2η: Τα κόμματα που είχαν ακολουθήσει τον οδικό χάρτη της ΕΚΤ τιμωρούνται αυστηρότατα. Το αστικό μπλοκ καταρρέει εξαιτίας της ανικανότητας να αυξήσει τα ποσοστά του σε σημαντική μερίδα των λαϊκών τάξεων, την ίδια στιγμή που οι μεσαίες τάξεις απομακρύνονται από αυτό. Το Forza Italia, το κόμμα του Μπερλουσκόνι, και το Δημοκρατικό Κόμμα, τα οποία πριν από δέκα χρόνια συγκέντρωναν το 70% των ψήφων, δεν αντιπροσωπεύουν πλέον παρά το 32%. Παράλληλα, όσοι βρίσκονταν σταθερά στην αντιπολίτευση πετυχαίνουν ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Η Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι επιβάλλεται, γεγονός πρωτοφανές, ως η κύρια δύναμη στη Δεξιά και στην Ακροδεξιά, ενώ το Κ5Α γίνεται το πρώτο κόμμα της χώρας, αγγίζοντας το ένα τρίτο των ψήφων.

Πράξη 3η, Φεβρουάριος 2021. Παρ’ ότι οι ισορροπίες στο Κοινοβούλιο δεν έχουν αλλάξει από τις εκλογές του Μαρτίου του 2018, χρειάζεται να οριστεί μια τρίτη κυβέρνηση. Οι δύο προηγούμενες (η συμμαχία ανάμεσα στη Λέγκα και το Κ5Α, και κατόπιν εκείνη μεταξύ Κ5Α και Δημοκρατικού Κόμματος) «ξεφούσκωσαν», με την καθεμιά να έχει διαρκέσει μόλις και μετά βίας πάνω από έναν χρόνο. Τότε ο Ντράγκι, ο ίδιος που είχε υπογράψει την επιστολή η οποία χρησίμευσε ως ευαγγέλιο στο αστικό μπλοκ, αναλαμβάνει τον σχηματισμό κυβέρνησης. Κατά μάλλον παράδοξο τρόπο, ο πρώην τραπεζίτης καλωσορίζεται ως θεόσταλτος άνθρωπος, όχι μόνο από τα κόμματα που, εφαρμόζοντας το πρόγραμμά του, κατατροπώθηκαν στις κάλπες, αλλά κι από εκείνα που, εναντιωμένα σε αυτό, επικράτησαν στο πολιτικό προσκήνιο2.

Τίποτα για τα πτωχευμένα νοικοκυριά

Ο Ντράγκι πολλαπλασίασε τα μηνύματα που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τη βούλησή του να επιστρέψει στην οδό της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης. Έτσι, επέλεξε ως οικονομικό σύμβουλο τον Φραντσέσκο Τζαβάτζι, ο οποίος συμπεριλαμβανόταν ήδη μεταξύ των «ειδημόνων» που είχαν επιφορτιστεί από την κυβέρνηση Μόντι να εντοπίσουν τις δημόσιες δαπάνες προς περικοπή3. Κατά τη διάρκεια της πρώτης ομιλίας του ενώπιον της Γερουσίας, στις 17 Φεβρουαρίου, δήλωσε ότι σύντομα θα ανακοινωθούν νέες μεταρρυθμίσεις: θα πρέπει να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, να «απλοποιηθεί» το φορολογικό σύστημα, να μειωθούν οι εισφορές, να γίνει πιο αποτελεσματικό το δημόσιο και να ευνοηθεί η ανάδειξη πόλων αριστείας στην έρευνα. Κυρίως όμως, γνωστοποίησε ότι η χρήση της ευρωπαϊκής βοήθειας που προβλέπεται από το σχέδιο ανάκαμψης «Επόμενη Γενιά ΕΕ» («Next Generation EU»), που τέθηκε σε εφαρμογή στο πλαίσιο της πανδημίας Covid-19, θα είναι επιλεκτική και θα διατεθεί κατά τη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησής του.

Η βοήθεια αυτή δεν θα μοιάζει διόλου με τη βροχή χρήματος που προαναγγέλλουν τα μέσα ενημέρωσης, κάνοντας λόγο για ποσά μεγαλύτερα των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο σκόπιμα ψευδής αυτός αριθμός προκύπτει από την πρόσθεση –χωρίς κανένα οικονομικό νόημα– της επιχορήγησης που προέρχεται από ένα ταμείο, το οποίο η Ιταλία θα πρέπει να τροφοδοτεί με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης, και από δάνεια που η Κομισιόν θα μπορεί να λάβει στο όνομα της Ιταλίας, επιτρέποντας στη χώρα να πληρώνει μικρότερους τόκους απ’ ό,τι εάν λάμβανε απευθείας δάνειο. Στην πραγματικότητα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, η βοήθεια θα είναι 66 δισεκατομμύρια ευρώ, κατανεμημένη σε έξι χρόνια4: 11 δισεκατομμύρια ετησίως, δηλαδή μικρότερη από το 0,7% ενός ΑΕΠ που το 2020 βυθίστηκε σχεδόν κατά 9%.

Πρόκειται λοιπόν για μια μέτρια βοήθεια, που δεν έχει σχέση με το εύρος της οικονομικής ύφεσης και δεν θα επιτρέψει καμία ανάκαμψη της δραστηριότητας. Η χρήση της επιχορήγησης και των όποιων δανείων θα υπόκειται αυστηρά σε ένα σχέδιο για το οποίο θα πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Στην ομιλία του στη Γερουσία, ο νέος πρωθυπουργός άφησε να εννοηθεί ότι η διαπραγμάτευση δεν θα είναι περίπλοκη: η αντίληψή του για μια «αποτελεσματική» χρήση της βοήθειας συμπίπτει σε όλα τα σημεία με εκείνη της Κομισιόν.

Καταρχάς, τα χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έχουν προορισμό τις επιχειρήσεις. Για τα νοικοκυριά που έχουν οδηγηθεί στη φτώχεια λόγω της ιστορικής πτώσης της παραγωγής, ο Ντράγκι περιορίστηκε να επικαλεστεί τη συνήθη νεοφιλελεύθερη άποψη περί «ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση», που θα συνίστανται στην «ενίσχυση της κατάρτισης των εργαζομένων και των ανέργων». Ωστόσο, φρόντισε επίσης να αποσαφηνίσει ότι η κυβέρνησή του θα αναλάβει να ξεχωρίσει, μέσα στη μάζα των επιχειρήσεων στις οποίες η πτώση της δραστηριότητας δημιούργησε δυσκολίες, εκείνες που ούτως ή άλλως θα χρεοκοπούσαν από εκείνες που διατηρούν ικανότητες ανταγωνισμού και καινοτομίας: μόνο οι τελευταίες θα μπορέσουν να επωφεληθούν από το σχέδιο ανάκαμψης. Έτσι, με πρόσχημα την προώθηση της ψηφιακής και της οικολογικής μετάβασης, η κυβέρνηση προετοιμάζει μια βαθιά μεταρρύθμιση του ιταλικού καπιταλισμού. Μια μεταρρύθμιση που δεν θα περάσει από κανένα νομοσχέδιο και θα συνίσταται στην απαλλαγή της παραγωγικής δομής από επιχειρήσεις με εργατικό δυναμικό χαμηλών προσόντων, υπερβολικά προσανατολισμένες προς την εσωτερική αγορά ή αναγκασμένες να συμβιβάζονται με συνδικάτα που θεωρείται πως έχουν υπερβολικά συγκρουσιακό χαρακτήρα.

Αυτός είναι λοιπόν ο (προσωρινός) επίλογος αυτού του δράματος σε τρεις πράξεις: η στρατηγική που είχε καθοδηγήσει την ιταλική πολιτική μεταξύ 2011 με 2018 και αποδοκιμάστηκε ευρέως στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές επιστρέφει μέσω τυμπανοκρουσιών, με τη σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη του Κοινοβουλίου και χωρίς να περάσει μέσα από νέες εκλογές. Προκειμένου να εξηγηθεί η εξωφρενική αυτή κατάληξη, επιβάλλεται να κάνουμε ένα άλμα τριάντα χρόνων προς τα πίσω.

Τέλος στη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς-Αριστεράς

Στην αρχή της δεκαετίας του 1990, η Ιταλία παύει να είναι το ξεχωριστό παράδειγμα της πλήρους πολιτικής σταθερότητας μεταξύ των δημοκρατικών χωρών. Η Χριστιανική Δημοκρατία, ένας κεντρώος σχηματισμός που υπήρξε στυλοβάτης όλων ανεξαιρέτως των κυβερνήσεων από το 1948, καταρρέει και εξαφανίζεται, όπως και τα κόμματα-σύμμαχοί της. Είναι η συνέπεια, κατά την επικρατούσα άποψη της εποχής, των ερευνών για τη διαφθορά, οι οποίες υποτίθεται ότι θα οδηγούσαν σε μια ευεργετική ανανέωση της πολιτικής τάξης.

Η συνέχεια έδειξε ότι η κρίση ήταν πολύ βαθύτερη. Απηχούσε τη διάρρηξη ενός ιδιαίτερου κοινωνικού συμβιβασμού, που είχε θεμελιωθεί τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 πάνω στην αύξηση του δημόσιου χρέους και την υποβάθμιση των μισθωτών5. Την ίδια περίοδο, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και πάντα από τη θέση της αντιπολίτευσης,  αποτελούσε τον κυριότερο κομμουνιστικό σχηματισμό της Δυτικής Ευρώπης, εισέρχεται σε μια φάση δογματικής αναθεώρησης. Το αποτέλεσμά της θα είναι μια σειρά αλλαγών ονόματος και η προοδευτική προσήλωση στο σύνολο των αναφορών του «τρίτου δρόμου», που διατυπώθηκε θεωρητικά από τον κοινωνιολόγο Άντονι Γκίντενς6 και εκφράστηκε πολιτικά από τον Τόνι Μπλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ.

Η ιστορία που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι εκείνη της απόπειρας να οικοδομηθεί μια δημοκρατία με εναλλαγή δύο πόλων στην εξουσία –και είναι η ιστορία μιας αποτυχίας. Ο κοινωνικός συνασπισμός που υποστηρίζει τις δεξιές δυνάμεις είναι εξαρχής διχασμένος: από τη μια πλευρά βρίσκονται οι κοινωνικές κατηγορίες που συνδέονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του Βορρά, υπέρ των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και συνταγμένες με τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Από την άλλη, βρίσκονται οι λαϊκές και επισφαλείς τάξεις, με μεγαλύτερη παρουσία στο κέντρο και στον Νότο της χώρας, οι οποίες υποφέρουν από τη λιτότητα που έχει επιβληθεί από τις ευρωπαϊκές συνθήκες.

Η ύπαρξη ενός κοινωνικού μπλοκ ικανού να στηρίξει την κεντροαριστερά είναι εξίσου υποθετική. Ο «τρίτος δρόμος» δίνει προτεραιότητα στην ισότητα των ευκαιριών έναντι των συνθηκών ζωής και στηρίζεται σε μια τυφλή πίστη στα οφέλη της ελεύθερης αγοράς: η βούληση ανανέωσης της Αριστεράς σύμφωνα με τις συγκεκριμένες αρχές έχει ως κύριο αποτέλεσμα την απομάκρυνση των λαϊκών τάξεων των μισθωτών. Οι αντιφάσεις που υπονομεύουν τους δύο κοινωνικούς συνασπισμούς μεταφράζονται στην ήττα όλων των κυβερνήσεων που διαδέχονται η μία την άλλη από το 1994 έως το 2011, συχνά αποδυναμωμένες από εσωτερικές διαφωνίες και συστηματικά νικημένες στις κάλπες μετά το τέλος της θητείας τους. Έως την τέταρτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, που χάνει τη στήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της τον Νοέμβριο του 2011.

Εκείνη την περίοδο, είναι διάχυτη η συναίσθηση της δυσκολίας να διατηρηθεί στη ζωή ένα διπολικό πολιτικό σύστημα. Στο Δημοκρατικό Κόμμα, η γραμμή Μπλερ είναι ευρέως πλειοψηφική: οι προσδοκίες των εργατών θεωρούνται εμπόδιο στον δρόμο του εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Η σύγκλιση με το νεοφιλελεύθερο τμήμα της Δεξιάς καθίσταται γεγονός και ανοίγει ο δρόμος για το πείραμα του αστικού μπλοκ.

Έτσι, το αστικό μπλοκ δεν ανταποκρίνεται μόνο σε μια στρατηγική που αποβλέπει στον σχηματισμό μιας ειδικής κοινωνικής συμμαχίας, όπου οι μεσαίες και οι ανώτερες τάξεις, διαιρεμένες μέχρι πρότινος λόγω της διαχωριστικής γραμμής Αριστεράς-Δεξιάς, συσπειρώνονται προκειμένου να στηρίξουν τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις: είναι εξίσου ένα πολιτιστικό και ιδεολογικό σχέδιο που έχει ως στόχο την πλήρη αναδιάρθρωση του πολιτικού χώρου. Ένα σχέδιο που βλέπουμε στην πράξη σε πολλά κράτη, και του οποίου η επιτυχία στην Ιταλία ήταν πλήρης. Στη χώρα αυτή, η τοποθέτηση των πολιτικών παραγόντων και οι προσδοκίες των ψηφοφόρων δεν οργανώνονται πια γύρω από τους πόλους της Δεξιάς και της Αριστεράς, αλλά σε έναν χώρο που ορίζεται από τις αντιθέσεις μεταξύ ευρωπαϊστών και εθνικιστών, μεταξύ κηρύκων του κοσμοπολιτισμού και υπερμάχων της εθνικής ταυτότητας, μεταξύ οπαδών της ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης και προασπιστών της εθνικής κυριαρχίας. Μια μιντιακή εκστρατεία έχει αναλάβει να διαχωρίζει διαρκώς τα «υπεύθυνα» πολιτικά προγράμματα (που συμμορφώνονται δηλαδή με τη νεοφιλελεύθερη μετάβαση) από τις «λαϊκίστικες» θέσεις (χαρακτηρισμός που προορίζεται για όλους εκείνους που της αντιτίθενται).

Μια ανομοιογενής κοινωνική πλειοψηφία

Με νικητές το Κ5Α και τη Λέγκα, οι βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2018 σφράγισαν ταυτόχρονα τόσο την εκλογική αποτυχία του αστικού μπλοκ όσο και την παγίωση της ηγεμονίας του, που μεταφράζεται στην ικανότητα να κατευθύνει τη στρατηγική των αντιπάλων του. Εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης, η Λέγκα προέβαλε την (πλαστή) εικόνα ενός κόμματος εθνικιστικού και εναντίον του ευρώ, ενώ το Κ5Α αντιτίθετο στην «κάστα» των πολιτικών και στις προνομιούχες «ελίτ»: τα δύο κινήματα ισχυρίζονταν ότι τοποθετούνταν στον πολιτικό χώρο πέρα από τη Δεξιά και την Αριστερά, όπως ακριβώς είχε οριστεί από το αστικό μπλοκ. Στον έναν από τους πόλους που συνθέτουν τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκεται μια σχετικά ομοιογενής συμμαχία, η οποία θεωρεί εαυτήν ανοικτή, ευρωπαϊστική, προοδευτική και που έχει την τάση να αποκρύπτει τον κατά τ’ άλλα κεντρικό ρόλο της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης στο πολιτικό σχέδιό της. Όμως, η συγκεκριμένη συμμαχία, το αστικό μπλοκ, είναι κοινωνικά μειοψηφική. Στον αντίθετο πόλο, υπάρχει μια ετερόκλητη κοινωνική πλειοψηφία που συσπειρώνεται με ρευστό τρόπο γύρω από θέματα όπως η απόρριψη της πολιτικής κάστας, η εχθρότητα απέναντι στο ευρώ ή ακόμα και γύρω από έναν εθνικιστικό ζήλο ανάμεικτο με ξενοφοβία.

Η πρώτη κυβέρνηση του Τζουζέπε Κόντε, στηριγμένη στη συμμαχία μεταξύ των δύο νικητών του 2018, έδειξε πόσο δύσκολο είναι να προσδιοριστεί μια στρατηγική διαμεσολάβησης ικανή να μετατρέψει την κοινωνική πλειοψηφία σε συμπαγές μπλοκ. Όμως, η διόλου πιο ένδοξη μοίρα της δεύτερης κυβέρνησης Κόντε (Κ5Α–Δημοκρατικό Κόμμα) αποδεικνύει ότι, όταν υπάρχουν σχέσεις με ηγεμονικές δυνάμεις που οδηγούν στην άρνηση της ουσιαστικότητας του διαχωρισμού μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, οι πιθανότητες να ανοικοδομηθεί η Αριστερά, έστω και σε μια πολύ ξεθωριασμένη ροζ εκδοχή, είναι σχεδόν μηδενικές.

Έτσι, μέσα στον χώρο ο οποίος οργανώνεται από την ιδεολογία του αστικού μπλοκ, η μόνη συνεκτική πολιτική στρατηγική είναι εκείνη… του αστικού μπλοκ. Τούτο εξηγεί την απροσδόκητη κατάληξη του ιταλικού τρίπρακτου δράματος, με την εθνική ενότητα να οικοδομείται γύρω από ένα κοινωνικά μειοψηφικό φιλελεύθερο και ευρωπαϊστικό πρόγραμμα. Η κατάληξη αυτή, ωστόσο, είναι πρόσκαιρη. Θα ακολουθήσουν κι άλλες πράξεις, και οι τάξεις οι θυσιασμένες στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις –τις προηγούμενες και τις επερχόμενες– θα είναι οι πρωταγωνιστές. Με ποιον ρόλο και υπό ποιες μορφές; Είναι πάρα πολύ νωρίς να το πούμε, όπως είναι πάρα πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε εάν αυτές οι τάξεις θα αναζητήσουν μια νέα δημοκρατική οδό μετά τη διάψευση των ελπίδων από ένα εκλογικό αποτέλεσμα που εξέλαβαν, το 2018, ως μεγάλη νίκη, αλλά κατέληξε να φέρει στα πράγματα τον Μάριο Ντράγκι.

Η συνέχεια της ιστορίας θα εξαρτηθεί κατά μεγάλο μέρος από την ικανότητα των παραγόντων που αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις να ξαναφέρουν στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης τις πρακτικές συνέπειες της εφαρμογής τους, όσον αφορά την επισφαλειοποίηση της σχέσης μισθωτής εργασίας, την έκρηξη των ανισοτήτων, τη μείωση της κοινωνικής προστασίας, την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Η αμφισβήτηση της ηγεμονίας του αστικού μπλοκ από εκεί περνά –όπως επίσης και η πραγματική ήττα του.

  1. Πρβλ. Bruno Amable, Elvire Guillaud et Stefano Palombarini, L’Économie politique du néolibéralisme. Le cas de la France et de l’Italie, Éditions rue d’Ulm, Παρίσι, 2012.
  2. Σχετικά με τις στρατηγικές των ιταλικών κομμάτων, πρβλ. «Avec le gouvernement Draghi, le retour paradoxal du bloc bourgeois», Contretemps, 21 Φεβρουαρίου 2021.
  3. Πρβλ. το διαφωτιστικό πορτρέτο του Ιταλού οικονομολόγου: Lorenzo Zamponi, «Il governo dei Giavazzi», Jacobin Italia, 25 Φεβρουαρίου 2021.
  4. Η Ιταλία θα λάβει μεταξύ 2021 και 2026 μια επιχορήγηση 82 δισεκατομμυρίων ευρώ από ένα ταμείο στο οποίο οφείλει να συνεισφέρει 40 δισεκατομμύρια: άρα η καθαρή επιχορήγηση θα είναι 42 δισεκατομμύρια. Για τα ενδεχόμενα δάνεια (127 δισ.), η βοήθεια θα αντιστοιχεί στην εξοικονόμηση των επιτοκίων, που εξαρτώνται από την εξέλιξη της απόκλισης μεταξύ των επιτοκίων της Ιταλίας και εκείνων με τα οποία θα δανείζεται η Κομισιόν. Σε όλα τα υποθετικά σενάρια, αυτή η εξοικονόμηση δεν ξεπερνά τα 24 δισ. ευρώ. Οι υπολογισμοί αυτοί παρουσιάζονται στο Emiliano Brancaccio και Riccardo Realfonzo, «Draghi’s plan needs less Keynes, more Schumpeter», «Financial Times», Λονδίνο, 12 Φεβρουαρίου 2021.
  5. Πρβλ. La Rupture du compromis social italien. Un essai de macroéconomie politique, CNRS Éditions, Παρίσι, 2001.
  6. Anthony Giddens, Beyond Left and Right: The Future of Radical Politics, Stanford University Press, 1994.

24 Μαΐ 2021

Η τοξική κληρονομιά του Φρανσουά Μιτεράν

 François Mitterrand:ο μεγάλος άνδρας της ευρωπαϊκής πολιτικής με τις  μεγάλες ιδέες και τα μεγάλα μυστικά! Αφιέρωμα | eirinika.gr

Ήταν 10 Μαΐου του 1981, πριν από 50 χρόνια, όταν ο Φρανσουά Μιτεράν εκλέχθηκε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας με το σύνθημα «αλλαγή». Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Μιτεράν συνεχίζει να προκαλεί ανάμικτα συναισθήματα. Στην Αριστερά, η νοσταλγία εξασθενίζει και η μνήμη του δεν εμπνέει πλέον ιδιαίτερο πάθος –τόσο πολύ έχει στιγματιστεί η προεδρία του από κωλοτούμπες. Μάλιστα, ο πρώην υπουργός του, Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν, τον περιγράφει στο τελευταίο βιβλίο του ως έναν από τους κύριους αρχιτέκτονες της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.

Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν ήδη ανέλυε την ιστορία της γαλλικής Αριστεράς και τη δική του εμπειρία στην κυβέρνηση, στις πιο διαφορετικές υπουργικές θέσεις: Βιομηχανίας, Παιδείας, Άμυνας, Εσωτερικών1. Από τότε δεν έγινε ξανά υπουργός ούτε έβαλε υποψηφιότητα για την προεδρία, αλλά το πρώτο του βιβλίο απομνημονευμάτων προφανώς δεν εξάντλησε το θέμα. Το έργο που εμφανίζεται σήμερα, κάπως λιγότερο επίσημο και γραμμένο σε πιο αφηγηματικό ύφος, συμπληρώνει χρήσιμα το προηγούμενο2.

Η προσωπικότητα του Φρανσουά Μιτεράν κατέχει κεντρική θέση στο βιβλίο. Είναι κατανοητό: ο άνθρωπος πέρασε δεκατέσσερα χρόνια στο προεδρικό μέγαρο και ήταν ταυτόχρονα εκείνος που απομάκρυνε τους Σοσιαλιστές από τις συμμαχίες τους με το κέντρο, επιτρέποντάς τους έτσι να έρθουν στην εξουσία, αλλά και εκείνος που τους έκανε πρώτα ξαδέλφια με τους ευρωπαϊστές φιλελεύθερους, που ενσαρκώνονταν από τον Ζισκάρ ντ’ Εστέν, τον οποίο ο Μιτεράν είχε εμποδίσει να πραγματοποιήσει δεύτερη προεδρική θητεία. Ο Σεβενεμάν αναλύει λαμπρά αυτήν την αλλαγή πολιτικής πλεύσης –και, σε κάποια σημεία, ισχυρίζεται ότι δεν του προκάλεσε έκπληξη. Όταν περιγράφει πώς ξεκίνησε το 1967 η συμμαχία μεταξύ της μικρής ομάδας φίλων του και του Μιτεράν, επισημαίνει την έλλειψη ενθουσιασμού με την οποία τον αντιμετώπιζαν τότε: «Στα μάτια μας, είχε κάποια κενά: δεν γνώριζε πολλά για τον σοσιαλισμό (…). Όσον αφορά την Αριστερά, η ρητορική του είχε μείνει στον Λαμαρτίνο. (…) Η οικονομική παιδεία του ήταν δυστυχώς μηδενική». Ωστόσο, ο Σεβενεμάν ανέλαβε το στοίχημα να βοηθήσει τον νέο του σύμμαχο «να καλύψει ή τουλάχιστον να αποκρύψει τα κενά του». Σήμερα παραδέχεται ότι είχε υποπέσει στο αμάρτημα της αλαζονείας: «Στην πολιτική, έπρεπε να μάθω εξαρχής τα πάντα –και έμαθα πολλά από τον Φρανσουά Μιτεράν».

Έμαθε πράγματι πολλά, αλλά με ποια αποτελέσματα, όταν το «υπέροχο δώρο» του Μιτεράν στο κόμμα του (η πολιτική εναλλαγή) αποδείχθηκε «τοξικό»; Ο Σεβενεμάν συνοψίζει: «Ο σοσιαλ-φιλελευθερισμός ήταν το τίμημα της μακροζωίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, αλλά και η βαθιά πηγή της οριστικής απόρριψής του το 2017». Άλλωστε, δύο χρόνια πριν κερδίσει τις εκλογές, ο Μιτεράν είχε παραδεχθεί τις πολύ μέτριες συλλογικές φιλοδοξίες του: «Βασικά, Ζαν-Πιερ, πιστεύω ότι η Γαλλία, στην εποχή μας, δεν μπορεί –δυστυχώς– να κάνει κάτι διαφορετικό, παρά μόνο ίσα-ίσα να αποφύγει την καταστροφή».

Ωστόσο, οι αλλεπάλληλες παραιτήσεις του Σεβενεμάν από την κυβέρνηση, λόγω ουσιωδών διαφωνιών σχετικά με την οικονομική πολιτική (1983), με τον πόλεμο του Κόλπου (1991) ή με την παραχώρηση νομοθετικής εξουσίας στην Κορσική (2000), μας υποχρεώνει να αναρωτηθούμε για το κίνητρο πίσω από τις διαρκείς επιστροφές του. Όταν ξεκίνησε η «στροφή στη λιτότητα» το 1983, η οποία, όπως καταδεικνύει ο συγγραφέας, τελικά διευκόλυνε τον «θρίαμβο του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στην ευρωπαϊκή ήπειρο», όταν εγκρίθηκε η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη το 1986, «ομόφωνα και χωρίς συζήτηση» από το Συμβούλιο Υπουργών (στο οποίο συμμετείχε…), όταν ένα άλλο Συμβούλιο Υπουργών τρία χρόνια αργότερα αποδέχθηκε μια ευρωπαϊκή οδηγία «για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, πριν από την εναρμόνιση του φόρου επί των αποταμιεύσεων» (τότε ο Σεβενεμάν εξέφρασε την αντίθεσή του, αλλά παρέμεινε υπουργός Άμυνας), πώς μπορούσε ακόμα να πείθει τον εαυτό του ότι ήταν αρκετό να «καταπιεί το πικρό ποτήρι, με την ελπίδα ότι θα ήταν κάποτε δυνατόν να απαλλαχθεί από αυτό»;

Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν ένα από τα πικρά ποτήρια που δεν καταπινόταν με τίποτα. Και, σε αυτήν την υπόθεση, η διπροσωπία του Μιτεράν έπιασε ταβάνι. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1991, ο πρόεδρος έκανε τον υπουργό Άμυνάς του να πιστεύει ότι αναζητούσε λύση μέσω διαπραγματεύσεων με τον Σαντάμ Χουσεΐν. Ωστόσο, ήδη από τον Αύγουστο του 1990, είχε υποσχεθεί στον Αμερικανό ομόλογό του Τζορτζ Μπους τον πρεσβύτερο ότι θα δέσμευε στρατιωτικά τη Γαλλία στο πλευρό του… «“Φυσικά, οι αραβικές κυβερνήσεις σήμερα διαμαρτύρονται”»,εξήγησε μια μέρα στον Σεβενεμάν, «“αλλά να είστε σίγουρος ότι αύριο όλοι εδώ θα είναι για να ζητούν επιδοτήσεις, εδώ, από την παλάμη του χεριού μας”. Και έκανε τη χειρονομία…».

Δύο περίεργοι επισκέπτες στο υπουργείο Εσωτερικών

Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στα προβλήματά του με τη «Le Monde». Υποστηρίζοντας τον πόλεμο του Κόλπου, όπως ο Μιτεράν, η εφημερίδα απέδιδε κακόβουλα τις επικρίσεις του υπουργού Άμυνας σε ένα «“φορτίο μπαχαρικών” από τη Βαγδάτη»3. Η εφημερίδα συνέχισε ακόμη πιο μετωπικά την επίθεση όταν έγινε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν. Ο συγγραφέας διηγείται ότι, στις 11 Φεβρουαρίου 1999, οι διευθυντές της «Monde» Ζαν-Μαρί Κολομπανί και Εντουί Πλενέλ τον επισκέφθηκαν στο υπουργείο για να του υποδείξουν τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση εάν ήθελε να βασίζεται στην υποστήριξη της εφημερίδας τους. Ο Πλενέλ τού εξήγησε τότε: «Ο Λιονέλ Ζοσπέν έδωσε έμφαση στο κράτος και στο έθνος. Ωστόσο, η “Monde” είναι ευρω-φιλική, ευρω-κοινωνική, ευρω-πολιτική κ.λπ. Οι επικεφαλής της εκτιμούν ότι δεν θα πρέπει να εστιάζουμε στο έθνος-κράτος, αλλά στους τρόπους και στα μέσα που επιτρέπουν στη Γαλλία να εκπληρώσει τον ρόλο της στην ευρωπαϊκή ανάπτυξη». Ο συγγραφέας υποψιάζεται ότι στη συνέχεια η «Le Monde» άσκησε πίεση στον Ζοσπέν προκειμένου να υιοθετήσει, όσον αφορά την Κορσική, μια θέση που θα ανάγκαζε σε παραίτηση τον Σεβενεμάν. Σε αντάλλαγμα, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός θα είχε την υποστήριξη της εφημερίδας στη μελλοντική προεδρική υποψηφιότητά του…

Δεν περιμένουμε να βρούμε στο τελευταίο βιβλίο του Ζοσπέν4 την ανάλυση του καταστροφικού γι’ αυτόν αποτελέσματος των εκλογών του 2002. Με μια σειρά από γενικολογίες σχετικά με τη γαλλική πολιτική, τη δημοκρατία, τη μετανάστευση, την οικολογία, ένα τέτοιο σύγγραμμα ίσα που θα έπαιρνε τη βάση στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Όχι όμως και πολύ πάνω από αυτήν, καθώς ένας σωστός βαθμολογητής θα έκρινε ότι ο πρώην πρωθυπουργός είναι υπερβολικά επιεικής με τον εαυτό του.

Ίσως όπως και ο Σεβενεμάν με τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Ο συγγραφέας πράγματι εξομολογείται ότι η «εκ των προτέρων θετική» άποψή του για τον Μακρόν θα τον είχε σχεδόν σπρώξει να ψηφίσει υπέρ του από τον πρώτο κιόλας γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017, αν δεν φοβόταν τότε να βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο «με τους Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, Αλέν Μανκ και Ζακ Αταλί». Κάτι που, όπως παραδέχεται, «θα έβλαπτε τη συνοχή της ιδεολογικής και πολιτικής τοποθέτησής μου». Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί καλύτερα… Θα πρέπει συνεπώς να αποδεχτούμε ότι, ακόμη και στην περίπτωση των πιο συγκροτημένων πολιτικών, οι αναμνήσεις και οι προσωπικές φιλίες δημιουργούν δαιδαλώδεις διαδρομές που η απλή λογική δεν είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει; Έτσι, ακριβώς όπως ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να διακηρύξει την πίστη του στον Μιτεράν, αρχιτέκτονα της φιλελεύθερης Ευρώπης την οποία αντιμάχεται, ο Σεβενεμάν λέει ότι δεν καταλαβαίνει τη «βαθιά απόρριψη» που προκαλεί ο σημερινός πρόεδρος. Ώς το σημείο άραγε που εύχεται στον «Εμμανουέλ», όπως τον αποκαλεί, μια νέα πενταετή θητεία στο προεδρικό μέγαρο;

  1. Jean-Pierre Chevènement, «Défis républicains», Fayard, Παρίσι, 2004.
  2. Jean-Pierre Chevènement, «Qui veut risquer sa vie la sauvera. Mémoires», Robert Laffont, Παρίσι, 2020.
  3. Εκείνη την εποχή, υπήρχαν υποψίες ότι το Ιράκ χρηματοδοτούσε κρυφά πολλούς γαλλικούς πολιτικά σχήματα. (Σ.τ.Μ.) Ο Σεβενεμάν είχε αποχωρήσει από το Σοσιαλιστικό Κόμμα από το 1993 και ηγείτο του κόμματος Mouvement des citoyens.
  4. Lionel Jospin, «Un temps troublé», Seuil, Paris, 2020.

23 Μαΐ 2021

Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Κομμούνα του Παρισιού

 

Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ουγκώ δεν ήταν Κομμουνάρος, αλλά μας είναι γνωστή και η ζωή και το έργο του και σε ποια ύψη ουμανισμού και πολιτικής γενναιότητας έφτασε, καθώς ανάλαβε την υπεράσπιση (μετά την ήττα της Κομμούνας) ανθρώπων που ούτε τις κοινωνικές ούτε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αποδεχόταν.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ και η Κομμούνα του Παρισιού

«Η υπόθεση της Κομμούνας είναι υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης, υπόθεση της ολοκληρωτικής πολιτικής και οικονομικής απελευθέρωσης των εργαζομένων, είναι υπόθεση του παγκόσμιου προλεταριάτου. Και με την έννοια αυτή το έργο της Κομμούνας είναι αθάνατο», υπογράμμιζε ο Β.Ι. Λένιν σε άρθρο του με αφορμή τα  40 χρόνια της Παρισινής Κομμούνας.

Από τότε κύλησε κάμποσο ακόμα νερό στο μύλο της Ιστορίας, και τα παραπάνω λόγια παραμένουν επίκαιρα όσο και η διαχρονική ανάγκη των καταπιεσμένων μαζών για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια από την Κομμούνα του Παρισιού (ή Παρισινή Κομμούνα), την πρώτη προλεταριακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά, τότε, οι εργάτες του Παρισιού ανέτρεψαν την αστική κυβέρνηση και άρχισαν  να οικοδομούν το δικό τους κράτος, διακηρύσσοντας την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Η Κομμούνα είχε σύντομη ζωή, δέκα βδομάδες ή 72 μέρες (18 Μάρτη – 28 Μάη 1871), ήταν όμως αρκετή  για να σφραγίσει ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή. Στις 28 του Μάη 1871 η Παρισινή Κομμούνα πνίγεται στο αίμα, με την αγριότητα των νικητών να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Σχεδόν 100.000 Παριζιάνοι καταλήγουν στη φυλακή ή εξόριστοι, εκτοπίζονται, εκτελούνται.

Ποια στάση κράτησε ο μεγάλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ (26 του Φλεβάρη 1802 – 22 του Μάη 1885) σχετικά με την Κομμούνα του Παρισιού; Ποια η σχέση του συγγραφέα των αριστουργηματικών «Αθλίων», που υπήρξε υμνητής της Γαλλικής Επανάστασης, με τους φλογερούς επαναστάτες του Παρισιού που άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας για 72 μέρες, συνταράσσοντας συθέμελα την «κανονικότητα» της εποχής τους;

Απαντήσεις μάς δίνουν οι Αλεξάντρ Πέσεφ και Λουντμίλα Στεφάνοβα στην εξαιρετικά διαφωτιστική εργασία τους που εκδόθηκε στα πλαίσια του 11ου Φεστιβάλ ΚΝΕ – Οδηγητή, το 1985, με τον τίτλο «Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας». Από την έκδοση αυτή αντιγράφουμε το απόσπασμα που ακολουθεί:

Όταν μιλάμε για την Παρισινή Κομμούνα δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και στη σχέση του Βίκτωρα Ουγκώ μ’ αυτήν, με το έργο της και τους ανθρώπους που το ανάλαβαν.

Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Ουγκώ δεν ήταν Κομμουνάρος, αλλά μας είναι γνωστή και η ζωή και το έργο του και σε ποια ύψη ουμανισμού και πολιτικής γενναιότητας έφτασε, καθώς ανάλαβε την υπεράσπιση (μετά την ήττα της Κομμούνας) ανθρώπων που ούτε τις κοινωνικές ούτε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις αποδεχόταν.

Για να μπορέσουμε να ξεκαθαρίσουμε ως ένα σημείο αυτή την αντίθεση, ας αρχίσουμε από παλιότερα. Την επόμενη μέρα μετά το πραξικόπημα του Δεκέμβρη το ’51 φεύγει σαν πολιτικός πρόσφυγας απ’ τη χώρα του κι ανακοινώνει πως δεν θα γυρίσει, όσο διάστημα θα ’ναι στην εξουσία ο σφετεριστής.

Και κράτησε το λόγο του – γύρισε στο Παρίσι στις 5 Σεπτέμβρη του 1870, την άλλη μέρα της ανακήρυξης της Δημοκρατίας. Η Γαλλία όπως ήδη διαπιστώσαμε ζούσε φοβερές μέρες. Πιστεύοντας προς στιγμή ότι ο πόλεμος δεν ήταν ενάντια στη Γαλλία, αλλά στον αυτοκράτορα, ο ίδιος ο Ουγκώ κάνει έκκληση «στους Γερμανούς» να σταματήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στη Δημοκρατία. Οι Γερμανικές εφημερίδες απαντούν «κρεμάστε τον ποιητή σε φαναρόστυλο». Μην πιστεύοντας στους στρατηγούς ο Ουγκώ εναποθέτει τις ελπίδες του στο λαό, καλώντας τον σε παλλαϊκό αμείλικτο πόλεμο κατά του ξένου κατακτητή. Αν κι ο λαός έκανε ηρωική αντίσταση ο πόλεμος οδηγούσε σε πλήρη στρατιωτική ήττα.

Ο Ουγκώ ελπίζει ότι και πάλι μπορεί ίσως να επιτευχθεί μια αξιοπρεπής συμφωνία ειρήνης. Με μια τέτοια ελπίδα βάζει υποψηφιότητα για βουλευτής σ’ ένα απ’ τα διαμερίσματα του Παρισιού. Οι ελπίδες του όμως δεν δικαιώνονται. Η πλειοψηφία της Εθνικής συνέλευσης που συνεδριάζει στο «Μπορντό» και που αποτελούνταν από αντιδραστικούς, φοβάται πολύ περισσότερο απ’ το λαό, πολύ περισσότερο απ’ τους Πρώσους. Αυτές τις μέρες παραιτείται κι ο Ουγκώ απ’ την Εθνική συνέλευση κι εγκαθίσταται στο Παρίσι.

Έρχεται η Κομμούνα. Την πρώτη μέρα στις 18 Μάρτη, συμβαίνει το εξής: στην πλατεία της Βαστίλης προς το μεσημέρι μια συνοδεία κηδείας προχωρεί προς το νεκροταφείο! Μετά το φέρετρο ακολουθεί ένας ασπρισμένος γεράκος. Οι άνδρες της Εθνοφυλακής γνωρίζουν ότι αυτή η συντριμμένη απ’ τον πόνο φυσιογνωμία είναι ο πολίτης Βίκτωρ Ουγκώ που στέλνει στο Πιερ-Λασαίζ το λείψανο του γιου του Σαρλ. Σ’ όλο το δρόμο ανεμίζουν σημαίες. Αυτή τη μεγάλη στιγμή της ζωής του περιέγραψε στο ποίημα «Ενταφιασμός» που τυπώθηκε στη συλλογή «Η φοβερή χρονιά».

Στο στίχο «Η μάνα που υπερασπίζεται το γιο της» (Απρίλης ’71) παρουσιάζει την Κομμούνα σαν σκληρή και τρυφερή μάνα που υπερασπίζεται το παιδί της, που ονομάζεται «μέλλον».

Τέτοιο είναι το Παρίσι, η πόλη όπου η Ευρώπη συναντιέται
με το δίκιο, τη δόξα και την τέχνη, την τριπλή τροφό
που θηλάζει αυτό το λαμπρό παιδί. Το Μέλλον.

Τον Μάρτη και τις πρώτες μέρες του Απρίλη, ο Ουγκώ δημιουργεί ποιητικά έργα, γεμάτα από αγάπη, περηφάνεια, θαυμασμό και σεβασμό για το Παρίσι επόμενα και για την Κομμούνα. Έτσι κι αλλιώς δεν μπόρεσε να κατανοήσει την βαθιά ιστορική σημασία της Κομμούνας. Πιο συγκεκριμένα, δεν μπόρεσε να κατανοήσει τον μεγαλειώδη πόλεμο μεταξύ Κομμούνας και Βερσαλιών, ότι ήταν αγώνας για ζωή ή για θάνατο, της αστικής ή της εργατικής τάξης, αγώνας μεταξύ του παλιού κόσμου και του νέου που ήθελε να χτίσει η Κομμούνα.

Πάλι θα είμαστε άδικοι αν πούμε, ότι στα ποιήματα που έγραψε τον Μάη έβριζε την Κομμούνα, έστω κι αν την ενοχοποίησε για κάποιες παρεκτροπές. Σ’ αυτές τις κατηγορίες όμως έκανε λάθος! Έκανε λάθος όταν έβαλε κάτω απ’ το ίδιο πρίσμα την Κομμούνα και τις Βερσαλίες, για κείνη την ματωμένη τραγωδία που έζησε η Γαλλία μπροστά στα μάτια του ξένου εχθρού.

Ο κάθε εμφύλιος πόλεμος είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τον λαό. Ο ποιητής δεν μπόρεσε να κατανοήσει ότι ο ένοχος του αδελφοκτόνου πόλεμου δεν ήταν η Κομμούνα, αλλά οι Βερσαλίες, ότι ήταν επιλογή της προδοτικής μπουρζουαζίας. Δεν προκάλεσε η Κομμούνα τον εμφύλιο πόλεμο, αυτή αμύνθηκε. Σε κάθε τέτοιο πόλεμο φτάνει κανείς στις ακρότητες. Πράγματι οι Κομμουνάροι κατάστρεψαν το μνημείο Βαντόμ, αλλά είχαν δίκιο, ήταν μνημείο του μιλιταρισμού και της χρεωκοπημένης μοναρχίας. Είχαν πρόθεση να φτιάξουν στη θέση του, μνημείο της ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών. Συγχρόνως όμως, με τους άγριους βομβαρδισμούς τους οι Βερσαλιώτες κατάστρεψαν πολλά κτίρια και ιστορικά μνημεία, μεταξύ των οποίων και την αψίδα του θριάμβου.

Στο ποίημα του «Δυο λάφυρα» (16 Μάη 1871) ο ποιητής δοκιμάζει να συγκρίνει το ένα με το άλλο, βάζοντας στο ίδιο καζάνι την Κομμούνα και τις Βερσαλίες.

Προς τιμή του πρέπει να πούμε ότι οι κατηγορίες για τους Κομμουνάρους δεν ήταν αποτέλεσμα μίσους ή κακής θέλησης, αλλά αποτέλεσμα λανθασμένης κατανόησης. Από εκεί ξεκινά κι ο διχασμός στη συνείδησή του.

«Κατ’ αρχάς είμαι υπέρ της Κομμούνας και κατά της πρακτικής της» ή «η Κομμούνα είναι κάτι ωραίο αλλά κακά πραγματοποιημένο».

Έπρεπε ν’ ακολουθήσει η ήττα της Κομμούνας και η λεγόμενη «λευκή τρομοκρατία» που επακολούθησε για να δούμε του Ουγκώ κάτω από άλλο πρίσμα.

Στο τέλος του Μάη για οικογενειακούς λόγους βρίσκεται στις Βρυξέλλες. Τότε η Βελγική κυβέρνηση ανακοινώνει ότι κλείνει τα σύνορά της στους πρόσφυγες Κομμουνάρους. Την άλλη μέρα ο Ουγκώ δημοσιεύσει σ’ εφημερίδα ότι παραχωρεί καταφύγιο σ’ όλους τους Κομμουνάρους στο σπίτι του. Τη νύχτα, γιοι αντιδραστικών αστών, η λεγάμενη «χρυσή νεολαία», επιτίθεται στο σπίτι του φωνάζοντας «θάνατος στον Γιάννη Αγιάννη».

Η ίδια η κυβέρνηση αντί να τιμωρήσει αυτή την ενέργεια τον διώχνει απ’ το Βέλγιο. Καταφεύγει στο Λουξεμβούργο κι εκεί μαθαίνει μ’ ευχαρίστηση ότι οι βελγικές αρχές ανακαλέσανε την απόφασή τους και δέχονται τους πρόσφυγες Κομμουνάρους.

Τον Ιούνη στο έργο του «Γιορτή στις Βερσαλίες» δείχνει την περιφρόνησή του σ’ εκείνες τις «θελκτικές» κυρίες, που με την άκρη της ομπρέλας τους άνοιγαν τις πληγές μιας αιχμάλωτης (πραγματικό γεγονός). Τις παρομοιάζει με σκύλες που ξεσηκώνουν τρόμο. Το «Άμοιρος σύντροφος» (Ιούνης 1871) είναι μια φωνή καταδίκης κι αποτροπιασμού που βγαίνει μέσ’ από την πληγωμένη του ψυχή μπροστά σε πραγματικά γεγονότα.

«Καθώς σκέφτομαι ότι σκότωσαν έγγυες γυναίκες
και πως μέσ’ απ’ τους λάκους υψώνονται τα χέρια
Όχι, χίλιες φορές όχι».

Όταν ο Θιέρσος ανακοινώνει ότι «Στο Παρίσι βασιλεύει η τάξη», ο Ουγκώ απαντά: «Τι κυνισμός! Όχι! Οι Κομμουνάροι έκαναν παρεκτροπές, αλλά από αγραμματοσύνη τις έκαναν (έτσι πίστευε ο ίδιος). Αλλά η Κομμούνα ποτέ δεν έκανε αυτό που αυτοί κάνουν τώρα κι αυτοθαυμάζονται σαν “άνθρωποι της τάξης και του νόμου”».

Έτσι τώρα κάτω απ’ την επίδραση των αποτρόπαιων εγκλημάτων της «Ματωμένης βδομάδας» ο ποιητής θέτει τον εαυτό του πίσω απ’ το οδόφραγμα της Κομμούνας. Όχι ότι εναγκαλίστηκε τα ιδανικά της για μια νέα κοινωνία – αυτός παραμένει στις θέσεις της Γαλλικής Επανάστασης 1789-1893 – αλλά τώρα η Κομμούνα γι’ αυτόν είναι το πιο ανθρώπινο, το πιο όμορφο, το πιο ευγενικό σύμβολο της ζωής.

Μέσ’ απ’ αυτή την ηθικο-αισθητική άποψη – όχι ταξικοινωνική – αισθάνεται ότι η Κομμούνα είναι συνεχιστής της πρώτης επανάστασης.

Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο ποίημα «Στο οδόφραγμα» (27 Ιούνη 1871) και να μην προσέξουμε πώς τραγουδάει τον ηρωισμό και τη στωικότητα των Κομμουνάρων στο πρόσωπο ενός παιδιού.

Στο οδόφραγμα, ανάμεσα σε σωρούς ποτισμένους από κάθε ένοχο ή αθώο αίμα μαζί με
τους άντρες κι ένα αγόρι συλλαμβάνεται:
– Και συ μ’ αυτούς;

– Ναι, μαζί τους είμαι!
– Τότε εδώ περίμενε τη σειρά σου.
Ομοβροντίες, αστραπές και θόρυβοι.
Αυτό βλέπει!
Στην άκρη στον τοίχο, οι σύντροφοί του χάνονται.
Πάει στον αξιωματικό.
– Μπορώ μέχρι το σπίτι να περάσω, αυτό εδώ το ρολόι στη μάνα μου να δώσω;
– Θέλεις να ξεφύγεις;
– Όχι, θα γυρίσω.
– Φοβιτσιάρη, να ζήσεις θέλεις!
– Να εκεί μένουμε κοντά στη βρύση.
– Πήγαινε, πονηρέ, πήγαινε, καλά ξέρεις το ψέμα.
Το παιδί τρέχει – αχ πως τρέχει απ’ το φόβο το παιδί. Χαμογελάει ο αρχηγός, και τ’ άγριο πολεμικό βλέμμα με του θανάτου μοιάζει.
Αλλά στη στιγμή το γέλιο παγώνει, γιατί τ’ αγόρι εκεί, χλωμό εμφανίζεται πάλι, και περήφανα στέκει μπροστά του.
Γύρισε ήρεμα την πλάτη στο ματωμένο τοίχο.
– Ήλθα δεν φοβάμαι!!

Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Ουγκώ δεν σταματά ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεται για την αμνηστία όλων των Κομμουνάρων που βρίσκονταν στην προσφυγιά, στην εξορία, στα κάτεργα.

Όταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοί του με την πένα τους προτείνουν:

«Ο πολίτης Γουσταύος Κουρμπέ, να κλειστεί σε σιδερένιο κιγκλίδωμα και να τοποθετηθεί στο υπόβαθρο του Βαντόμ» και κάποιος άλλος: «Όλοι οι Κομμουνάροι, αυτά τα λυσσασμένα σκυλιά, να τα τυλίξουμε στις αλυσίδες, και κάτω απ’ το καμτσίκι να τα σύρουμε στους δρόμους να καθαρίσουν τα ερείπια του Παρισιού».

Δυο κόσμοι, δυο αντίποδες, δύο άκρα και δυο δρόμοι. Ο ένας, οδηγούσε στο αίσχος, ο άλλος στην αθανασία.

Για την γελοιότητα της Eurovision

 

Τι είδους καραγκιοζιλίκι είναι η Eurovision, κρατικά και μιντιακά επιδοτούμενο είναι γνωστό. Δεν θα ασχολούμασταν με αυτή τη γελοιότητα αν η αγοραία «φιλοσοφία» δεν ερχόταν να υποστηρίξει ότι: «Μα τι πρόβλημα έχετε, δεν βλέπετε πόσο τηλεθέαση έχει η eurovision;». 

Σημειώνουμε – όχι προς αυτά τα ανόητα ανθρωπάκια, αυτά έτσι κι αλλιώς δεν θα καταλάβουν – ότι αν η αξία ενός προϊόντος, πολύ περισσότερο πνευματικού, μετριέται μονοσήμαντα με βάση τις πωλήσεις και τις τηλεθεάσεις, τότε ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών, με τις περισσότερες πωλήσεις, θα είχε μεγαλύτερη λογοτεχνική αξία από τα Ομηρικά Έπη, με τις λιγότερες πωλήσεις. Επιπλέον οι πωλητές σανού, βλακείας και υποκουλτούρας, γνωρίζουν εξίσου καλά με εμάς, ότι αν τον άνθρωπο τον κατευθύνεις να του αρέσει να βλέπει λιοντάρια να τρώνε ανθρώπους ή ανθρώπους να δολοφονούν και να σκοτώνουν ανθρώπους, τότε θα τρέχει στα Κολοσσαία.   

Το άρθρο που ακολουθεί [Ηλίας Μιχαλαρέας: Eurovision – τέχνη – ιδεολογία – πολιτική, (23/05/2016)] που γράφτηκε με αφορμή την τότε (και) αντικομμουνιστική αξιοποίηση της Eurovision, παραμένει επικαίρο:

Eurovision – τέχνη – ιδεολογία – πολιτική

Το τι είναι η Eurovision και το πώς λειτουργεί είναι γνωστό. Το πώς λειτούργησε φέτος, κάνοντας δεκτό το τραγούδι με τίτλο «1944» από την Ουκρανία επίσης. Το πώς το τραγούδι βγήκε δεύτερο και στη συνέχεια πρώτο είναι χυδαίο. (www.enikos.gr/mpogiopoulos/388757TofasistoplynthriothsEurovisiontokagkelo.html).

Τι όμως εξυπηρετεί η Eurovision ως οργανισμός, στο χώρο του πολιτισμού και της τέχνης; Γιατί φτιάχτηκε; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει πρώτα να δούμε τι είναι η τέχνη και ο πολιτισμός και πως μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον καπιταλισμό, για τον οποίο η πνευματική υποδούλωση είναι αναγκαία και βασική προϋπόθεση για την οικονομική και πολιτική υποδούλωση των λαών.

Δεκαετίες τώρα ο καπιταλισμός, εντείνει τις προσπάθειες διάβρωσης των συνειδήσεων με πολιτικές όπως αυτές τις πολιτιστικής εξάρτησης, της ισοπέδωσης της πολιτιστικής ζωής, της αλλοίωσης της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών, που μαζί με την εξάπλωση της μαζικής κουλτούρας, καλλιεργούν τον ατομικισμό, την παθητικότητα, την απαισιοδοξία, την υποταγή, τον ανταγωνισμό, τη βία, το έγκλημα, …

Η τέχνη, που σαν κοινωνικό φαινόμενο αντανακλά τις ταξικές αντιθέσεις, γίνεται έτσι πεδίο ταξικών, ιδεολογικών συγκρούσεων της συντήρησης με την πρόοδο. Ταυτόχρονα όμως, ο πολιτισμός γενικότερα και η τέχνη ειδικότερα, αντεπιδρούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι και γίνονται όπλο, που ανάλογα με τη χρήση του συμβάλλει στη διατήρηση ή στην ανατροπή του κοινωνικού κατεστημένου. Για αυτό το λόγο, οι αντιδραστικές δυνάμεις, διεξάγουν ένα ανελέητο πόλεμο ενάντια σε κάθε έννοια προοδευτικότητας στην τέχνη, ενάντια σε κάθε προοδευτικό δημιουργό.

Η τέχνη μαζί με τη επιστήμη αποτελούν τις υψηλότερες, τις ανώτερες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Η τέχνη, είναι η πλέον πολύπλευρη έκφραση των αισθητικών σχέσεων του ανθρώπου με την πραγματικότητα. Τους νόμους αυτών των σχέσεων, καθώς επίσης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας τους μελετάει η αισθητική, που παίρνει επιστημονικό χαρακτήρα με τον Μαρξισμό.

Όμως «δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το Είναι τους, αλλά το κοινωνικό τους Είναι που καθορίζει τη συνείδησή τους. » 1

Η αντανάκλαση του κοινωνικού Είναι και της σχέσης κοινωνίας και φύσης είναι η ιδεολογία. Αυτή η αντανάκλαση, όχι μόνο δεν είναι ουδέτερη ή αταξική, αλλά εκδηλώνεται πάντα μέσα στο πλαίσιο των συμφερόντων μιας δεδομένης τάξης.

Ένα βασικό ζήτημα για την Αισθητική είναι η εργασία. Για τον Ένγκελς

«η εργασία είναι ο πρώτος βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που με μια ορισμένη έννοια πρέπει να πούμε : αυτή δημιούργησε τον άνθρωπο».

Στην πραγματικότητα, είμαστε ριζωμένοι μέσα στον τρόπο που εκτελούμε την εργασία μας. Στον καπιταλισμό η εργασία χάνει το ουσιαστικό της περιεχόμενο και από γνώση της φύσης μετατρέπεται σε κέρδος για αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και σε αλλοτρίωση για το λαό.

Έτσι, η κοινωνική συνείδηση χωρίζεται και αυτή σε ταξική συνείδηση των συγκρουόμενων τάξεων. Επομένως, η τέχνη που αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίζεται και αυτή και γίνεται τέχνη της άρχουσας τάξης και τέχνη του λαού, τέχνη προοδευτική. 2

Η μαζική κουλτούρα του ιμπεριαλισμού, δεν έχει καμιά σχέση με την λαϊκότητα ενός έργου τέχνης, που εκφράζει προοδευτικές ταξικές θέσεις. Χαρακτηριστικά της μαζικής κουλτούρας είναι ο ατομικισμός, το χρήμα φετίχ και το κυνήγι του κέρδους, η κατάκτηση της προσωπικής επιτυχίας σε βάρος όλων των αρχών, μέσα από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Στόχος της μαζικής κουλτούρας του ιμπεριαλισμού είναι η υποβάθμιση του πολιτιστικού, πνευματικού επιπέδου των λαών, η δημιουργία μιας παθητικής μάζας απέναντι στις κοινωνικές εξελίξεις, ο αποπροσανατολισμός, η υποταγή στη «μοίρα» που επιτάσσει το κοινωνικό σύστημα.

Η τέχνη στο σύνολό της, είναι αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας με καλλιτεχνικά μέσα και με εικόνες και παίρνει μέρος στον ταξικό αγώνα σαν μέσο και σαν όπλο της κάθε τάξης στην πάλη της.

Κατά συνέπεια, η ταξικότητα διέπει το έργο του κάθε καλλιτέχνη στον ένα ή στον άλλο βαθμό, γιατί το καλλιτεχνικό έργο δεν εξαρτάται μόνο από την θέληση και τις επιθυμίες του δημιουργού του, αλλά και από τα αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα που προσωποποιούνται στις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η τέχνη, εκφράζει πάντα μια συγκεκριμένη κοινωνικο- ψυχολογική στάση, συμπυκνώνοντας ανθρώπινες εμπειρίες. Είναι προϊόν και φορέας ιδεολογίας.

Ο Μπ. Μπρεχτ, κάνοντας κριτική στους καλλιτέχνες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απομακρύνονται από την αντικειμενική πραγματικότητα της ταξικής πάλης, σημείωνε : «Αποδίδετε την καμπυλωτή γραμμή μιας καρέκλας, όχι την ίδια την καρέκλα. Αποδίδετε το φλογάτο κόκκινο του ουρανού. Όχι το σπίτι που φλέγεται. Σαν ζωγράφοι της άρχουσας τάξης, δεν θα χρειαζόσασταν να προκαλέσετε κανένα συγκεκριμένο αίσθημα, όπως την οργή για συγκεκριμένες αδικίες ή τον πόθο για συγκεκριμένα πράγματα, τα οποία κατακρατούνται από τους κρατούντες, κανένα από τα αισθήματα τα δεμένα με τη γνώση που αλλάζουν τον κόσμο με συγκεκριμένο τρόπο. Θα δημιουργούσατε μονάχα ολότελα γενικά συγκεχυμένα, αόριστα συναισθήματα, που έχουν την ικανότητα να δοκιμάζουν όλοι, οι κλέφτες και τα θύματα της κλοπής, οι καταπιεσμένοι και οι καταπιεστές» 3

Προοδευτική τέχνη είναι η τέχνη που εκφράζει τα συμφέροντα των ανερχόμενων τάξεων. Ο Λένιν σημείωνε : « Σε κάθε πολιτισμό υπάρχουν έστω μη αναπτυγμένα στοιχεία δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, γιατί σε κάθε έθνος υπάρχει εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα , που οι συνθήκες της ζωής τους γεννούν αναπόφευκτα την δημοκρατική και σοσιαλιστική ιδεολογία. Για αυτό «εθνικός πολιτισμός» γενικά είναι ο πολιτισμός των τσιφλικάδων, των παπάδων, της αστικής τάξης».4

Η αποδοχή ενός ενιαίου πολιτισμού οδηγεί στην αποδοχή του κυρίαρχου πολιτισμού, τα χαρακτηριστικά του οποίου διαμορφώνονται από τους «πολιτιστικούς» ή καλύτερα κοσμοπολίτικους στόχους των πιο ισχυρών τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου : ατομικισμός, ρατσισμός, ηθική κάλυψη της απληστίας, του φασισμού ( βλ. το τραγούδι με τίτλο «1944» της Eurovision), απανθρωπιά, βία, κ.λ.π. Η Eurovision αυτούς τους σκοπούς εξυπηρετεί.

Η αποξένωση όμως της εργατικής τάξης από τα μέσα παραγωγής σε συνδυασμό με την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, διαμορφώνει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία συνείδησης της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αυτή λοιπόν η συνείδηση δημιουργεί μια άλλη κλίμακα αξιών για την εργατική τάξη για το λαό. Έτσι οι θεμελιώδης αξίες των δύο τάξεων είναι θεμελιωδώς αντίθετες.

Συνεπώς, η πρόσληψη αξιών μέσω της τέχνης είναι οπωσδήποτε ζήτημα παιδείας. Πρωτίστως όμως είναι ζήτημα ταξικό. Αφορά τις αξίες που αντανακλά.

Γνωρίζοντας οι δυνάμεις της συντήρησης ότι η ανάπτυξη του προοδευτικού πολιτιστικού κινήματος, των λαϊκών πολιτιστικών δραστηριοτήτων, ο χαρακτήρας και η κατεύθυνση των καλλιτεχνικών αναζητήσεων είναι ζήτημα μείζονος σημασίας για την πορεία και την έκβαση των πολιτικών και ιδεολογικών αγώνων, προσπαθούν λοιπόν να επιβάλλουν στους λαούς μια «ρευστή αισθητική» που θα άμβλυνε στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη δυνατότητα προοδευτικής ιδεολογικής επίδρασης. Αυτή η «ρευστή αισθητική» είναι το κύριο στοιχείο της προσπάθειας «πολιτιστικής ομογενοποίησης» σε παγκόσμιο επίπεδο. 5

Μία γλώσσα, ένας ήχος, μια γεύση, μια άποψη, ένας κοινός κώδικας έκφρασης και δημιουργίας, μια αντίληψη, ένα σύστημα αξιών, ένας κυρίαρχος πολιτισμός, ο πολιτισμός της κυρίαρχης τάξης, ο πολιτισμός του ιμπεριαλισμού, σε μια κυρίαρχη πολιτιστική αγορά που θα ικανοποιεί τις ίδιες ανάγκες και τις ίδιες αξίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτιστική διαφορετικότητα, ο παγκόσμιος πλούτος των διαφορετικών πολιτισμών είναι ένα τεράστιο εμπόδιο. Η πολιτιστική διαφορετικότητα εμποδίζει την «πολιτιστική ομογενοποίηση» και ευνοεί τον προοδευτικό πολιτισμό.

Η Eurovision, είναι ένας οργανισμός που δημιουργήθηκε για αυτό τον σκοπό. Η «ρευστή αισθητική» κυριαρχεί σε όλες τις δραστηριότητες αυτού του οργανισμού. Κυριαρχεί στη φόρμα και στο περιεχόμενο της μουσικής, των χορογραφιών, της τεχνικής υποστήριξης, στο φύλο και μάλιστα στα βιολογικά χαρακτηριστικά με τρόπους που σοκάρουν, στον τρόπο επικοινωνίας και προβολής ιδιαίτερα από τα Μ.Μ.Ε. , στον τρόπο που διεξάγεται η ψηφοφορία για την ανάδειξη του νικητή, στην εμπορευματοποίηση του «πολιτιστικού» προϊόντος και στην κατανάλωσή του.

Το απολίτικο στίγμα αυτής της «ρευστής αισθητικής» είναι ένα μεγάλο ψέμα.

Αυτή ακριβώς η αισθητική είναι η κυρίαρχη πολιτική της Ε.Ε. στον τομέα του πολιτισμού. Το τραγούδι που αναδείχθηκε πρώτο στη φετινή διοργάνωση, είναι στρατευμένο στην προσπάθεια να διαστρεβλώσει την ιστορική αλήθεια σχετικά με την υπόθεση των Τατάρων, αλλά και να στιγματίσει τον κομμουνισμό και την Σοβ. Ένωση. Ετσι, επιβεβαίωσε μια νομοτελειακή θέση της Μαρξιστικής αισθητικής : η τέχνη μπορεί να είναι στρατευμένη και η αισθητική μπορεί να είναι πολιτική. Το τραγούδι της Eurovision με τίτλο «1944» είναι στρατευμένο στο φασισμό. « Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί στα αριστουργήματα που έχει δώσει η στράτευση χιλιάδων καλλιτεχνών στις διάφορες θρησκείες, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, για να πείσει ότι δεν είναι η στράτευση σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία εκείνη που αντιμάχονται οι αντίπαλοι της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, αλλά η στράτευση στα ιδανικά του σοσιαλισμού. Γιατί κανείς δε βγήκε ποτέ να κατηγορήσει τη στράτευση των καλλιτεχνών στη θρησκεία και την εκκλησία. Εκπληκτικά αριστουργήματα της Αναγέννησης, του Μανιερισμού, του Μπαρόκ και άλλων καλλιτεχνικών εποχών, δημιουργήθηκαν όχι μόνο σαν αποτέλεσμα της στράτευσης καλλιτεχνών στη χριστιανική θρησκεία, αλλά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τη χρηματοδότηση του Πάπα και άλλων θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών». 6

Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι χαρακτηριστικό ολοσέλιδο δημοσίευμα της Αγγλικής εφημερίδας “Independent” για τη δράση και τον ρόλο της CIA στον χώρο της τέχνης. Σύμφωνα με το άρθρο, κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η μυστική υπηρεσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού αφού επιχείρησε και πέτυχε να ελέγξει τη μοντέρνα και ιδιαίτερα τη σουρεαλιστική τέχνη (γκαλερί, καλλιτέχνες, ΜΜΕ, κ.λ.π.) διέθεσε στη συνέχεια για την ενίσχυσή της πολλές εκατοντάδες εκατομμυρίων δολαρίων. Ο στόχος αυτής της προσπάθειας ήταν διπλός , ενώ δηλαδή επιχειρείτο να περάσει η άποψη που θέλει την τέχνη να είναι «δομικά ανοργάνωτη» , προσπάθησε ταυτόχρονα να επιβληθεί «μια ρευστή αισθητική» που θα στρέβλωνε το αποτέλεσμα της αντανάκλασης των κοινωνικών διεργασιών, έτσι ώστε η αντίδραση των λαών απέναντι στην πολύμορφη καπιταλιστική κρίση να απέκλινε όσο το δυνατό περισσότερο από την μαρξιστική λενινιστική κοσμοαντίληψη.

Σε αυτό τον ιδεολογικό πόλεμο, σημαντικό ρόλο παίζει και η Εurovision. Η δε σχέση της με τις μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού είναι προφανής.

Βιβλιογραφία

Κ.Μαρξ, Εισαγωγή της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, «Κριτική της πολιτικής οικονομίας»

Η.Μιχαλαρέας, «Η έννοια της προοδευτικότητας στην τέχνη», ΚΟΜΕΠ τεύχος 3, 1995

3 Μ. Μπρεχτ : «Για την τέχνη και την πολιτική»

4 Λένιν, Άπαντα

5 Η. Μιχαλαρέας, «Ζητήματα Μαρξιστικής- Λενινιστικής αισθητικής» ΚΟΜΕΠ, τεύχος 4, 1996

6 Α. Δημητρίου, «Η στρατευμένη τέχνη σήμερα, το παράδειγμα του Πικάσο», Ριζοσπάστης, 3/1/1993

*O Ηλίας Μιχαλαρέας είναι Δρ. Ψυχολογίας- Δρ. Γεωγραφίας. Επιστημονικά Υπεύθυνος Μονάδας Απεξάρτησης «Διάπλους» της Ψυχιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Κέρκυρας.

Γάζα: «Το πρόβλημα είναι η ισραηλινή κατοχή»

Φταίνε και οι δύο πλευρές; Είναι καταδικαστέες οι επιθέσεις της Χαμάς; Η επικεφαλής της παλαιστινιακής διπλωματικής αντιπροσωπείας στο Βερολίνο μιλά στη DW και δίνει τη δική της εκδοχή.

Η επίσημη πολιτική στη Γερμανία -και όχι μόνο- αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτοάμυνας του Ισραήλ απέναντι στους πυραύλους που εξαπολύει η ριζοσπαστική ισλαμιστική οργάνωση Χαμάς. Ποια είναι όμως η επίσημη θέση των Παλαιστινίων για όλα αυτά που συνέβησαν και συμβαίνουν στη Γάζα; Η επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας της Παλαιστίνης στο Βερολίνο, Κουλούντ Νταϊμπές, μίλησε στη Γερμανική Ραδιοφωνία (DLF), εξηγώντας αναλυτικά της θέσεις της παλαιστινιακής πλευράς, ενώ αντιμετώπισε και πολλά ερωτήματα με ιδιαίτερα κριτική διάθεση.

Στο σύνηθες ερώτημα, εάν φέρουν ευθύνη και οι δύο πλευρές για τα γεγονότα στη Γάζα η κυρία Νταϊμπές απαντά: «Θα ήθελα να θυμίσω ότι δεν πρόκειται για την πρώτη ένοπλη σύρραξη στη Γάζα, είναι ο τέταρτος πόλεμος από το 2008. Ένα κορίτσι 13 ετών που μεγαλώνει εκεί έχει ζήσει τέσσερις πολέμους, η μόνη ζωή που γνωρίζει είναι ο εγκλωβισμός στη Γάζα. Όλα τα παιδιά έχουν ψυχικά τραύματα. Η πρώτη μας προτεραιότητα είναι να τερματίσουμε τον φαύλο κύκλο της βίας. Αλλά δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ασυμμετρία σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Δεν έχουμε σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κυρίαρχα κράτη, αυτό φαίνεται και από τις απώλειες που καταγράφουν οι δύο πλευρές, τόσο σε ανθρώπινες ζωές, όσο και σε υλικές ζημιές σε κρίσιμες υποδομές. Eπίσης δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γενικότερο πλαίσιο. Το κύριο πρόβλημα είναι η κατοχή. Είναι η έλλειψη υποστήριξης για μία πολιτική λύση. Είναι ότι μετά από κάθε πόλεμο επιστρέφουμε στην καθημερινότητα, χωρίς να εξετάζουμε τις πραγματικές ρίζες του προβλήματος».

«Στηριζόμαστε στο διεθνές δίκαιο»

Η συνέντευξη δόθηκε στη Γερμανική Ραδιοφωνία λίγο πριν από την ανακοίνωση της εκεχειρίας στη Γάζα. Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι συνηθίζουν να στηλιτεύουν τα όποια λάθη της ισραηλινής πλευράς, αυτή τη φορά ο γερμανός δημοσιογράφος ρωτάει την Κουλούντ Νταϊμπές, μήπως έχει κάνει κάποια λάθη και η παλαιστινική πλευρά. «Η παλαιστινιακή πλευρά -και σημειωτέον ότι εκπροσωπώ την πολιτική ηγεσία της- πάντοτε ζητούσε μία διπλωματική λύση, που θα εδράζεται στο διεθνές δίκαιο και στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, μεταξύ άλλων στο ψήφισμα 2334 του 2016 μετά τον τελευταίο πόλεμο της Γάζας το 2014, όπου επισημαίνεται με σαφήνεια ότι, για παράδειγμα, η επέκταση των εβραϊκών οικισμών παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, ότι το στάτους κβο στην Ιερουσαλήμ πρέπει να διατηρηθεί. Τι συνέβη από το 2014; Ο εποικισμός συνεχίστηκε. Τι συνέβη στο τελευταίο Ραμαζάνι; Αναγκαστικές εξώσεις, αλλαγές στην οικονομική, πολιτιστική και ιστορική σύνθεση της Ιερουσαλήμ».

Στη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Χαμάς, η οποία κατά γενική ομολογία έχει τον πλήρη έλεγχο στη Λωρίδα της Γάζας, αντιμετωπίζεται ως «τρομοκρατική οργάνωση». Το επόμενο -και ιδιαίτερα επίμονο- ερώτημα που καλείται να αντιμετωπίσει η επικεφαλής της παλαιστινιακής αντιπροσωπείας είναι, εάν «αποστασιοποιείται» από τις συνεχείς εκτοξεύσεις πυραύλων της Χαμάς με στόχο το Ισραήλ. Μετά την …πέμπτη φορά που τίθεται το ερώτημα, η πρεσβευτής της Παλαιστίνης επισημαίνει: «Δεν θα ήθελα να περιοριστεί η συνέντευξη σε αυτό το ερώτημα. Θα σας πω το εξής: Αποστασιοποιείται η ισραηλινή κυβέρνηση από τις επιθέσεις στη Γάζα; Ο Νετανιάχου υπερηφανεύεται γι’ αυτές και δεν ακούει κανέναν, ούτε καν τους Αμερικανούς. Παίρνει το πράσινο φως για να συνεχίσει να σκοτώνει, χάνουν τη ζωή τους μικρά παιδιά, νομίζω ότι και γι’ αυτά τα θέματα πρέπει να μιλήσουμε…»

«Είμαστε αντίθετοι στον αντισημιτισμό»

Τις τελευταίες ημέρες στη Γερμανία πληθαίνουν οι διαδηλώσεις υπέρ, αλλά και κατά του Ισραήλ. Κάθε τόσο βγαίνουν στους δρόμους και οι Παλαιστίνιοι. Πρόκειται για «αντι-ισραηλινές» εκδηλώσεις; «Σας λέω ότι είμαστε αντίθετοι με κάθε είδος αντισημιτισμού και ρατσισμού» απαντά η επικεφαλής της παλαιστινιακής διπλωματικής αντιπροσωπείας στο Βερολίνο. «Αλλά αρνούμαι να χρησιμοποιήσω τον όρο ‘αντι-ισραηλινές εκδηλώσεις’. Πρόκειται για μία δύναμη κατοχής, η οποία έχει υποτάξει με τη βία έναν άλλο λαό και επί δεκαετίες καταφεύγει σε πράξεις που αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο. Αυτό είναι που προκαλεί τις διαμαρτυρίες του κόσμου. Εάν τυχόν ακουστούν αντι-ισραηλινά συνθήματα, εμείς δηλώνουμε την αντίθεσή μας και εξηγούμε στους νέους ανθρώπους ότι πρέπει να κάνουν μία διαφοροποίηση, ότι η οργή τους και τα συνθήματά τους δεν πρέπει να στρέφονται κατά των Εβραίων, αλλά κατά της ισραηλινής πολιτικής, κατά της πολιτικής που ακολουθεί η δύναμη κατοχής».

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More