By
Didier Billion and
Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)
Η Άγκυρα αντιμετωπίζει μια ανοιχτή κρίση με τις Ηνωμένες
Πολιτείες μετά την αγορά ρωσικών πυραύλων και την προσέγγιση με τη
Μόσχα. Όμως, παρ’ όλες τις εντάσεις, είναι ελάχιστα πιθανή η αποχώρηση
της Τουρκίας από την Ατλαντική Συμμαχία. Κάτι που επιβεβαιώθηκε αμέσως
μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, με την τουρκική εισβολή στα
κουρδικά εδάφη της Συρίας.
Στις 12 Ιουλίου, η Τουρκία παρέλαβε την πρώτη παρτίδα εξοπλισμού που
προορίζονται για το ρωσικής κατασκευής αντιπυραυλικό σύστημα S-400.
Αποτελώντας συνέχεια της συμφωνίας του Απριλίου 2017 μεταξύ Άγκυρας και
Μόσχας, η παραλαβή, που συμπληρώθηκε από άλλες τον Αύγουστο και τον
Σεπτέμβριο, προκάλεσε σημαντικές εντάσεις στις τουρκοαμερικανικές
διπλωματικές σχέσεις. Για την Ουάσιγκτον, το σύστημα S-400 θεωρείται μη
συμβατό με τα οπλικά συστήματα του ΝΑΤΟ, στο οποίο η Τουρκία είναι μέλος
από το 1952. Για να ασκήσει πιέσεις στην Άγκυρα, η κυβέρνηση Τραμπ
έσπευσε να επισείσει την απειλή της αναστολής της πώλησης μαχητικών F-35
στον τουρκικό στρατό. Δεν χρειάζονταν περισσότερα για να αναζωπυρωθούν
οι φόβοι ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποσυρθεί από το ΝΑΤΟ και ότι θα
επιδεινωθούν οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν ήδη κλονιστεί
από τις αποκλίνουσες στρατηγικές τους στη Συρία.
Προκειμένου να κατανοήσει κάποιος τις δυναμικές της τουρκικής
διπλωματίας, θα πρέπει προηγουμένως να λάβει υπόψη μία από τις σταθερές
της, η οποία συχνά συνοψίζεται στη φράση «σύνδρομο των Σεβρών», από την
ομώνυμη συνθήκη που υπέγραψε στις 10 Αυγούστου 1920 η Τουρκία κάτω από
την πίεση των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η οποία σήμανε τη
διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αυτήν την έκφραση κρύβονται όλα
τα εθνικά υπαρξιακά άγχη της χώρας. Πράγματι, στις κυριότερες
κινητήριες δυνάμεις που κατευθύνουν την τουρκική εξωτερική πολιτική
συγκαταλέγεται ένας καχύποπτος και ευερέθιστος εθνικισμός. Σε
περιφερειακό επίπεδο, στη διπλωματία της Άγκυρας εξακολουθεί να
κυριαρχεί το κουρδικό ζήτημα και η έμμονη ιδέα να εμποδιστεί οποιαδήποτε
μορφή οργάνωσης των Κούρδων υπό μορφή κράτους ή αυτόνομης οντότητας,
Αυτό ακριβώς όμως φιλοδοξούν να επιτύχουν πολλοί Κούρδοι εθνικιστές,
παρά τις μεταξύ τους διαφορές.
«Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες»
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, επιχειρήθηκε μια υπέρβαση αυτών
των μοντέλων από τον Αχμέτ Νταβούτογλου, μελλοντικό υπουργό Εξωτερικών
και γνωστό για το δόγμα «Μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» (1). Αν
και η πρωτοβουλία του μπορεί να προκαλούσε κάποια χαμόγελα, δεδομένων
των ταραγμένων σχέσεων που ανέκαθεν διατηρούσε η Τουρκία με τις
γειτονικές της χώρες, δεν έπαυε να σηματοδοτεί τη βούληση για ρήξη με
μια άλλη θεμελιακή αρχή της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας, κυρίαρχης
επί πολλές δεκαετίες: «Ο μόνος φίλος του Τούρκου είναι ο Τούρκος». Πολύ
γρήγορα ωστόσο, το ταραγμένο γεωπολιτικό περιβάλλον της περιοχής, και
κυρίως οι ανατροπές του εμφυλίου πολέμου στη Συρία, ακύρωσαν την
προσπάθεια και σηματοδότησαν την επιστροφή της τουρκικής εξωτερικής
πολιτικής στις βασικές αξίες της.
Η Τουρκία, στενά συνδεδεμένη με τις δυτικές δυνάμεις από τα τέλη του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν υπήρξε πάντα εύκολος σύμμαχος. Με τις ΗΠΑ,
εμφανίστηκαν κατ’ επανάληψη αποκλίσεις. Έτσι, μετά την εισβολή του
τουρκικού στρατού στη Βόρεια Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, οι Αμερικανοί
επέβαλαν εμπάργκο στις παραδόσεις στρατιωτικού υλικού που διάρκεσε
αρκετούς μήνες. Επίσης, οι διμερείς σχέσεις γνώρισαν σημαντικές
αναταράξεις το 2003, μετά την άρνηση του τουρκικού Κοινοβουλίου να
δεχθεί την πρόταση του προέδρου Τζορτζ Μπους να διέλθουν από το τουρκικό
έδαφος 62.000 Αμερικανοί στρατιώτες, έτοιμοι για επίθεση στο Ιράκ του
Σαντάμ Χουσεΐν.
Ωστόσο, η –συνεχής από τη δεκαετία του 1960– προσπάθεια της Τουρκίας
να αναθεωρήσει τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο δεν συνοδεύτηκε
ποτέ από την εγκατάλειψη των παραδοσιακών συμμαχιών της. Τρία πρόσφατα
γεγονότα το αποδεικνύουν: α) η συμφωνία της να εγκατασταθούν στο
τουρκικό έδαφος τα ραντάρ προσυναγερμού της αντιπυραυλικής ασπίδας του
ΝΑΤΟ, η οποία ανακοινώθηκε στη διάσκεψη κορυφής της Λισαβόνας τον
Νοέμβριο του 2010 και επιβεβαιώθηκε τον Νοέμβριο του 2011, β) η ανάπτυξη
από το ΝΑΤΟ, κατόπιν τουρκικού αιτήματος, πυραύλων Πάτριοτ
(αμερικανικής κατασκευής) στα τουρκοσυριακά σύνορα τον Ιανουάριο του
2013, γ) η σύνοδος του ΝΑΤΟ σε επίπεδο πρέσβεων την οποία αιτήθηκε η
Άγκυρα –και συγκλήθηκε αμέσως– μερικά λεπτά μετά την κατάρριψη ενός
ρωσικού μαχητικού από την τουρκική πολεμική αεροπορία στις 24 Νοεμβρίου
του 2015.
Παρά το γεγονός ότι ο τουρκικός εθνικισμός εργαλειοποιεί τις
διαφωνίες με τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα μερικές φορές να οξύνονται οι
εντάσεις, η Τουρκία δεν σκοπεύει να κόψει τις γέφυρες: αντίθετα, έχοντας
πλήρη συνείδηση των δυνατοτήτων της, προωθεί δυναμικά τα συμφέροντά
της. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι διατηρεί τον δεύτερο μεγαλύτερο
στρατό του ΝΑΤΟ όσον αφορά τον αριθμό των ανδρών, ότι έχει θέσει στη
διάθεση των συμμάχων της τη στρατιωτική βάση του Ιντσιρλίκ όπου είναι
αποθηκευμένα πυρηνικά όπλα, ότι εξακολουθεί να ελέγχει τα στενά των
Δαρδανελλίων, καθώς και ότι είναι το μόνο μέλος της Ατλαντικής Συμμαχίας
με μουσουλμανική κουλτούρα. Με λίγα λόγια, εξακολουθεί να αποτελεί έναν
ευρασιατικό κόμβο που είναι αδύνατο να παρακαμφθεί από την αμερικανική
περιφερειακή πολιτική.
Σύμφωνα με την οπτική των Δυτικών, θα πρέπει οπωσδήποτε να
διαφυλαχθεί ο κομβικός ρόλος που διαδραματίζει εκ των πραγμάτων η
Άγκυρα. Αναμφίβολα, όσο κι αν η αμοιβαία εμπιστοσύνη τραυματίστηκε από
την τουρκική απόφαση για απόκτηση των S-400, η σύγκλιση συμφερόντων
εξακολουθεί να είναι σημαντική. Γι’ αυτόν τον λόγο, η Τουρκία θα
παραμείνει στο ΝΑΤΟ παρά το γεγονός ότι μερικές φορές συμπεριφέρεται ως
ταραχοποιός, όπως και ο στρατηγός Ντε Γκολ στην εποχή του.
Είναι αλήθεια ότι οι S-400 είναι ασύμβατοι με τους νατοϊκούς κανόνες,
καθώς θα μπορούσαν, κατά την Ουάσιγκτον, να διασυνδεθούν με τα δυτικά
οπλικά συστήματα που διαθέτει η Τουρκία, καθιστώντας τα ευάλωτα. Από την
άλλη πλευρά, η Τουρκία έχει πλήρη συνείδηση ότι καμία χώρα ή ομάδα
χωρών δεν είναι σε θέση να της παράσχει εγγυήσεις για την ασφάλειά της
συγκρίσιμες με εκείνες που της προσφέρει το ΝΑΤΟ. Το πλήθος των
συμβολαίων αγοράς οπλικών συστημάτων που προγραμματίζονται ή βρίσκονται
υπό διαπραγμάτευση με δυτικές δυνάμεις μαρτυρούν αφενός τη ποικιλότητα
των αξόνων της τουρκικής διπλωματίας και, αφετέρου, την απόφασή της να
ενισχύσει τις δικές της αμυντικές ικανότητες. Πράγματι, οι μονάδες των
πυραύλων Πάτριοτ που εξακολουθούν να είναι ενεργές στη βάση του
Ιντσιρλίκ δεν αρκούν για την κάλυψη των ανατολικών και των νότιων
συνόρων της χώρας.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ ελαχιστοποίησε την ευθύνη των Τούρκων στην
υπόθεση της αγοράς των S-400. Κατά τη γνώμη του, την ευθύνη φέρει ο
Μπάρακ Ομπάμα, τον οποίο και κατηγορεί ότι είχε εμποδίσει την Άγκυρα να
προμηθευτεί Πάτριοτ. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε, αμέσως μόλις
παραδόθηκαν τα πρώτα εξαρτήματα των S-400, να επιβάλλει αντίποινα στην
Τουρκία, αποκλείοντάς την από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35: αποβολή
από την αλυσίδα παραγωγής τους, εκδίωξη από τις ΗΠΑ των Τούρκων πιλότων
που παρακολουθούσαν σχετικό πρόγραμμα εκπαίδευσης, απαγόρευση πώλησης
αεροσκαφών στην Τουρκία. Στον αντίποδα αυτής της θέσης, ο γενικός
γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, κατά την εναρκτήρια εκδήλωση του
Aspen Security Forum που οργανώθηκε στις 17 Ιουλίου 2019 στο Κολοράντο,
συνηγόρησε υπέρ της Τουρκίας: «Ο ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ υπερβαίνει κατά πολύ τα F-35 ή τους S-400» (2).
Διαρκείς εντάσεις με τη Ρωσία
Σε ποιο σημείο βρίσκονται σήμερα οι σχέσεις Άγκυρας και Μόσχας; Όσο
κι αν τώρα μοιάζουν αρμονικές, τα γεγονότα των τελευταίων ετών απέδειξαν
ότι συνεχώς ακροβατούν πάνω σε τεντωμένο σκοινί. Στην πραγματικότητα,
μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας δεν είναι δυνατό να υπάρξει ούτε πραγματική
στρατηγική συμμαχία ούτε και πραγματική ρήξη.
Ο φόβος που εκφράζεται συχνά για μια τουρκορωσική συμμαχία που θα
στρεφόταν κατά της Δύσης στηρίζεται σε μια λανθασμένη αντίληψη για τη
θέση και τους στόχους αυτών των δύο χωρών στη διεθνή σκηνή. Βέβαια,
πολλά δεδομένα μοιάζουν να τις οδηγούν σε σύγκλιση: το γεγονός ότι τις
κατατάσσουν συχνά στην ομάδα των αναδυόμενων χωρών, η τάση για αυταρχική
και προσωποκεντρική άσκηση της εξουσίας, οι ταραχώδεις σχέσεις με την
Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, μια νοσταλγική σύνδεση με το ένδοξο παρελθόν τους και,
τέλος, η επιθυμία να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε διεθνές
επίπεδο. Ωστόσο, πρόκειται για δύο παίκτες που ανήκουν σε εντελώς
διαφορετικές κατηγορίες.
Ενώ η Ρωσία έχει αρχίσει να ξανακερδίζει τη χαμένη θέση της στην
παγκόσμια σκηνή, η Τουρκία δεν την έχει βρει ποτέ και εξακολουθεί να την
αναζητεί. Η διαρκής αυτή ασυμμετρία οδηγεί σε συνεχείς εντάσεις ανάμεσα
στις δύο χώρες, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξαλείψουν τα κοινά
πολιτικά και οικονομικά συμφέροντά τους. Η επιστροφή της Ρωσίας στο
κλαμπ των μεγάλων δυνάμεων πραγματοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια εις
βάρος των φιλοδοξιών της Τουρκίας που επιθυμούσε να αναδειχθεί σε
περιφερειακή ηγετική δύναμη. Η Μόσχα, κυρίως μέσω της εμπλοκής της στη
συριακή κρίση, διατηρεί σχέσεις με όλους τους παράγοντες που δρουν σε
αυτή τη ζώνη και διαδραματίζει τελικά τον κομβικό ρόλο που η Τουρκία
επιθυμούσε για τον εαυτό της, επηρεασμένη από τις απόψεις του
Νταβούτογλου. Εξάλλου, η παρορμητικότητα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και η
ανικανότητά του να καταστρώσει μια ξεκάθαρη προοπτική εξηγούν, μαζί με
πολλούς άλλους λόγους, το γεγονός ότι η Τουρκία δεν εμφανίζεται να
κατέχει θέση ισχύος στις διαπραγματεύσεις για το συριακό ζήτημα, παρά το
γεγονός ότι καμία λύση δεν φαίνεται να είναι εφικτή χωρίς αυτήν.
Γενικότερα, η ίδια η έννοια της συμμαχίας ή της συνεργασίας, η οποία
συνεπάγεται ορισμένα πολιτικά καθήκοντα και περιορισμούς για καθεμία από
τις δύο πλευρές, δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την κατά κύριο λόγο
πραγματιστική φύση των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Δεν πρέπει να συγχέουμε
την ιδεολογική, πολιτική και οικονομική συνεργασία, που κατέστη αναγκαία
από τη γεωπολιτική συγκυρία, με μια στρατηγική σύγκλιση στη λογική του
«συμμαχικού μπλοκ» –ούτε και να ξεχνάμε την αδιάκοπη επαναξιολόγηση των
συμφερόντων της στην οποία προβαίνει καθεμία από τις δύο χώρες. Αν κάτι
είναι βέβαιο, είναι το γεγονός ότι η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει την Ρωσία
ως εχθρό ή ως απειλή, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση των
δυτικών συμμάχων της.
Συνεπώς, δεν υφίσταται στρατηγική συμμαχία, ταυτόχρονα όμως το
αμοιβαίο συμφέρον από τη συνεργασία των δύο πλευρών καθιστά εξίσου
απίθανο το σενάριο μιας πλήρους ρήξης. Όσο κι αν κάποιος μπορεί να
φανταστεί μελλοντικές εντάσεις, ακόμα και άμεσες αντιπαραθέσεις, η
Τουρκία αποτελεί έναν αναγκαίο εταίρο του Βλαντιμίρ Πούτιν, αν αυτός
θέλει να επιτύχει τους στόχους του στη Συρία και να υλοποιήσει τις
διεθνείς φιλοδοξίες του. Το Κρεμλίνο μοιάζει να το έχει συνειδητοποιήσει
και αφήνει στην Άγκυρα κάποια περιθώρια ελιγμών στη Νοτιοανατολική
Συρία απέναντι στους Κούρδους του Κόμματος της Δημοκρατικής Ένωσης (PYD)
ή στην περιοχή του Ιντλίμπ, όπου η Τουρκία διατηρεί κάποια επιρροή πάνω
στις ομάδες των αντικαθεστωτικών. Από την πλευρά του, ο Ερντογάν βλέπει
στη συνεργασία με τη Ρωσία ένα μέσο για να έχει λόγο στο κουρδικό
ζήτημα, το οποίο θεωρεί ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της χώρας του.
Αν και δεν αποκλείονται ορισμένες ανατροπές σε ζητήματα τακτικής, για
την Άγκυρα είναι προφανές ότι η πολιτική της Μόσχας στην περιοχή είναι
πολύ λιγότερο αποσταθεροποιητική για τα τουρκικά συμφέροντα συγκριτικά
με εκείνη της Ουάσιγκτον.
Βραχυπρόθεσμα, οι ρωσοτουρκικές σχέσεις θα καθοριστούν σε μεγάλο
βαθμό από τις εξελίξεις που θα σημειωθούν στη συριακή σύρραξη και από
τις διαπραγματεύσεις που θα διεξαχθούν εν όψει της επίλυσής της. Θα
πρέπει επίσης να ειδωθούν υπό το πρίσμα των σχέσεων που καθεμία από τις
δύο αυτές χώρες διατηρεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με τις Ηνωμένες
Πολιτείες.
Σε τελική ανάλυση, οι εξελίξεις στην τουρκική εξωτερική πολιτική
απορρέουν τόσο από τη μακρά αναζήτηση ταυτότητας της χώρας, ιδιαίτερα
αισθητή εδώ και πέντε δεκαετίες, όσο και από την πρόσφατη επιθυμία της
Τουρκίας να λάβει υπόψη τα νέα μοντέλα πάνω στα οποία δομούνται οι
διεθνείς σχέσεις. Οι αξίες που οι δυτικές χώρες εξακολουθούν να θεωρούν
–λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρα– ως οικουμενικές δεν κατορθώνουν πλέον
να επιβληθούν, ούτε στρατιωτικά ούτε πολιτικά ούτε πολιτισμικά.
Ανεξαρτήτως της διαφορετικότητάς τους, οι λεγόμενες αναδυόμενες χώρες
κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους στην παγκόσμια σκηνή και ανατρέπουν
τις παλαιότερες ισορροπίες. Η Τουρκία αποτελεί ένα παράδειγμα αυτών των
παγκόσμιων ανατροπών και ο πρόεδρος Ερντογάν εκφράζει συχνά την άρνησή
του να αποδεχθεί μια διεθνή τάξη πραγμάτων διοικούμενη από τα πέντε μέλη
του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στις 21 Ιανουαρίου 2016, κατά το
κλείσιμο της 62ης Κοινοβουλευτικής Συνόδου του ΝΑΤΟ που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη, δήλωνε: «Δεν
παύω να το επαναλαμβάνω: το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ οφείλει να
μεταρρυθμιστεί, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύει καλύτερα τον σημερινό κόσμο.
Αυτό ακριβώς εννοώ όταν εξηγώ ότι ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από τους
πέντε» (3).
Συνεπώς, οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Τουρκίας θα πρέπει να μάθουν να
διαχωρίζουν όσα εμπίπτουν στον τομέα της συγκυριακής στάσης –συχνά
υπαγορευόμενης από σκοπιμότητες της εσωτερικής πολιτικής– από όσα
ενδέχεται να μετατραπούν κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών σε δομικά
ζητήματα.
- Το δόγμα αυτό εξηγείται στο έργο του «Stratejik Derinlik»
(«Στρατηγικό Βάθος», εκδ. Ποιότητα, 2010), το οποίο εκδόθηκε στην
Τουρκία το 2001.
- Jens Stoltenberg, «L’OTAN : un atout pour l’Europe, un atout pour l’Amérique», 17 Ιουλίου 2019, nato.int
- Πρακτορείο Anadolu, Κωνσταντινούπολη, 21 Νοεμβρίου 2016.