Στο βιβλίο του «Του ανταποκριτή μας στην Ιερουσαλήμ. Η δημοσιογραφία ως ταυτότητα», ο Σαρλ Εντερλέν, επί πολλά χρόνια ανταποκριτής του γαλλικού τηλεοπτικού σταθμού France 2 στο Ισραήλ, μεταξύ άλλων εξετάζει και την άνοδο του Λικούντ. Το δεξιό συντηρητικό κόμμα, επί χρόνια μειοψηφικό, κατάφερε να καθιερωθεί ως η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στο Ισραήλ, με όλους τους ηγέτες του να συμβάλλουν στην εντατικοποίηση του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών. Ακολουθούν αποσπάσματα από το βιβλίο που αφορούν τρεις ιστορικές προσωπικότητες του Λικούντ: τον Μεναχέμ Μπέγκιν, τον Γιτζάκ Σαμίρ και τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Η πρώτη νίκη του Λικούντ
Στις 17 Μαΐου 1977, το Εργατικό Κόμμα χάνει τις εκλογές και, για πρώτη φορά μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, η εξουσία περνά στη δεξιά αντιπολίτευση. Το Λικούντ έρχεται στα πράγματα. Επιθυμία του νέου πρωθυπουργού Μεναχέμ Μπέγκιν είναι η προσάρτηση των παλαιστινιακών εδαφών. Πρόκειται άλλωστε για έναν ένθερμο υποστηρικτή της σιωνιστικής θρησκευτικής οργάνωσης Γκους Εμουνίμ («Συνασπισμός της Πίστης»), η οποία έχει ως στόχο την επέκταση του εποικισμού της Δυτικής Όχθης. Για τον ραδιοφωνικό σταθμό Kol Israel («Η Φωνή του Ισραήλ»)1, αυτό σημαίνει αλλαγή λεξιλογίου. Δεν πρέπει πλέον να λέμε «Δυτική Όχθη» αλλά «Ιουδαία-Σαμάρεια», ενώ ο όρος «αποικίες» είναι κατ’ αρχήν απαγορευμένος. Στο μέτρο του δυνατού, δεν πρέπει να μιλάμε για «εποικισμούς» αλλά για εβραϊκές «κοινότητες». Όλα αυτά είναι ακόμη προαιρετικά και έτσι δεν χρησιμοποιώ πάντα το «προτεινόμενο» λεξιλόγιο που, για μένα, δεν αποκρύπτει την πραγματικότητα της κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα σχόλια και τα ρεπορτάζ μου δεν έχουν πάντα την τύχη να αρέσουν σε μεγάλο αριθμό Ισραηλινών γαλλικής καταγωγής. Ιδίως στον καθηγητή Αντρέ Νέχερ. Εξέχουσα προσωπικότητα του γαλλικού ιουδαϊσμού, προσφάτως μετεγκατασταθείς στην Ιερουσαλήμ, τα βρίσκει απαράδεκτα. Πολύ αργότερα θα ανακάλυπτα τις προειδοποιήσεις που είχε απευθύνει, μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του Ιουνίου 1967, προς «τους θεωρητικούς μιας καθαρόαιμης Αριστεράς [και προς] πολλούς Εβραίους διανοούμενους της Διασποράς, που διεκδικούν το δικαίωμα να ασκούν κριτική στο Ισραήλ, δίχως να αντιλαμβάνονται τον θανατηφόρα επικίνδυνο μηχανισμό στον οποίο δέχονται να ενταχθούν. (…) Αν είσαι ενάντια στο Ισραήλ, όσο λεπτή κι αν είναι η απόχρωση που το κάνεις, σημαίνει, τούτη ακριβώς τη στιγμή, ότι είσαι πραγματικά και ολέθρια ενάντια στο Ισραήλ. Σημαίνει ότι συνεισφέρεις στο κατηγορητήριο εναντίον του Ισραήλ, μια συνεισφορά με επικίνδυνα απρόβλεπτες επιπτώσεις στο σύνολο. Άρα, με όρους καθαρής λογικής, οι “κριτικές” αυτές είναι επιζήμιες»2.
Ήδη, κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, δεν του άρεσαν τα ρεπορτάζ του ισραηλινού Τύπου σχετικά με την καταστολή της αντίστασης στα κατεχόμενα εδάφη και την έναρξη του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών. Για εκείνους που σχημάτιζαν πλέον μια εβραϊκή Δεξιά, τα μέσα ενημέρωσης έπρεπε να αυτολογοκρίνονται, να μην αποκαλύπτουν όσα συνέβαιναν στο πεδίο. Μετά την εκλογική νίκη του 1977, ο Νέχερ και οι φίλοι του πολεμούσαν κάθε κριτική κατά του εποικισμού που προωθούσαν ο Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Αριέλ Σαρόν.
Ο Μπέγκιν και η ειρήνη με την Αίγυπτο
Μερικούς μήνες αργότερα, ένα μείζον γεγονός θα συγκλονίσει τη Μέση Ανατολή και θα ανατρέψει μια αντίληψη βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση των Ισραηλινών: ότι η ειρήνη με τον αραβικό κόσμο είναι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ένα απραγματοποίητο όνειρο. Στις 9 Νοεμβρίου 1977, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Αλ Σαντάτ ανακοινώνει, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Κοινοβούλιο της χώρας του, ότι είναι έτοιμος να μεταβεί στην Κνεσέτ [σ.σ.: το Κοινοβούλιο του Ισραήλ], στην Ιερουσαλήμ, «εάν κάτι τέτοιο είναι σε θέση να αποτρέψει τον θάνατο έστω και ενός Αιγύπτιου στρατιώτη ή αξιωματικού». Στους δημοσιογράφους του Kol Israel κάτι τέτοιο μοιάζει εντελώς παράλογο. Ο «ραΐσης» της Αιγύπτου στην Ιερουσαλήμ; O Μπέγκιν τού απαντά το ίδιο βράδυ ότι είναι έτοιμος να τον υποδεχτεί. Η προσέγγιση μεταξύ των ηγετών των δύο εχθρικών κρατών συνεχίζεται επί αρκετές ημέρες. Μέσα στην αίθουσα σύνταξης την αναλύουν, στην καλύτερη περίπτωση, ως μια μεγαλοπρεπή επιχείρηση δημοσίων σχέσεων, και ένα αστείο προκαλεί τη γενική ευθυμία: «Ο Σαντάτ θα επισκεφτεί το Γιαντ Βασσέμ!»3. Ήταν αδιανόητο. Μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ο Σαντάτ είχε δηλώσει πως ήταν έτοιμος να θυσιάσει ένα εκατομμύριο στρατιώτες προκειμένου να ανακτήσει το έδαφός του, τη χερσόνησο του Σινά. Την Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 1977, αργά το πρωί, βρίσκομαι στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν για να καλύψω την άφιξη της προπαρασκευαστικής αντιπροσωπείας από το Κάιρο. Για πρώτη φορά στην ιστορία, ένα αεροπλάνο της αιγυπτιακής κυβέρνησης προσγειώνεται στο Ισραήλ. H επίσκεψη λοιπόν σίγουρα θα πραγματοποιούνταν. (…) Δύο ημέρες αργότερα, από το βήμα της Κνεσέτ, ο Σαντάτ διακηρύττει: «Η ειρήνη δεν θα γίνει πραγματικότητα παρά μόνο όταν βασιστεί στη δικαιοσύνη και όχι στην κατοχή της γης των άλλων». Επιμένει στην «ανάγκη για ολική αποχώρηση από τα αραβικά εδάφη, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ» και τη δημιουργία ενός «παλαιστινιακού κράτους».
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1978, υπό την αιγίδα του Αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ, ο Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Ανουάρ Αλ Σαντάτ υπογράφουν με τον πλέον επίσημο τρόπο τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ. Η Αίγυπτος θα ανακτήσει το σύνολο της χερσονήσου του Σινά4 και θα προχωρήσει στη σύναψη συνθήκης ειρήνης με το Ισραήλ κατά τους επιβεβλημένους τύπους. Θα πρέπει όμως να επιστρέψουμε σε αυτά τα κείμενα με τίτλο «Συμφωνία-πλαίσιο για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή». Μία φράση σήμανε συναγερμό στην ισραηλινή Δεξιά, η οποία για καιρό θα μεμφόταν τον Μπέγκιν γι’ αυτήν: «Οι Παλαιστίνιοι θα συμμετέχουν στον καθορισμό του μέλλοντός τους». Πώς; Αρχικά, μέσω μιας μεταβατικής περιόδου πέντε ετών, με την έναρξη της οποίας «οι κάτοικοι της Δυτικής Όχθης της Ιορδανίας και της Λωρίδας της Γάζας θα εκλέξουν μια αυτόνομη αρχή που θα τους κυβερνά και θα συγκροτήσει μια ισχυρή τοπική αστυνομική δύναμη, η οποία θα συνεισφέρει στην εγγύηση της ασφάλειας του Ισραήλ και των γειτόνων του». Τρία χρόνια μετά την έναρξη αυτής της μεταβατικής περιόδου, θα πρέπει να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του οριστικού νομικού καθεστώτος της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, καθώς και για την ολοκλήρωση της συνθήκης ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και της Ιορδανίας, των οποίων οι εκπρόσωποι θα συμμετέχουν στο σύνολο της διαδικασίας. Και ακολουθεί μια ακόμη μικρή πρόταση που, ξανά, προκαλεί αντιδράσεις στην ισραηλινή Δεξιά: «Κάθε λύση που θα προκύψει από τις διαπραγματεύσεις οφείλει επίσης να αναγνωρίζει τα νόμιμα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού και τις δίκαιες ανάγκες του». Αυτός ο ορισμός της παλαιστινιακής αυτονομίας θα βρεθεί, σχεδόν αυτολεξεί, στις συμφωνίες του Όσλο, δεκαπέντε χρόνια αργότερα…
Με την Αίγυπτο να μην διακινδυνεύει πλέον να εμπλακεί στην παρεμπόδιση των σχεδίων του Μπέγκιν και του υπουργού του Αριέλ Σαρόν, οι τελευταίοι προχωρούν στον εποικισμό της Δυτικής Όχθης. Ο αριθμός των εποίκων θα φτάσει από, μετά βίας, 20.000 το 1977 σε πάνω από 70.000 δέκα χρόνια αργότερα. Τον Οκτώβριο του 1979, ο Μοσέ Νταγιάν, που είχε εγκαταλείψει το Εργατικό Κόμμα για να γίνει υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Μπέγκιν, παραιτείται. Συνειδητοποίησε ότι για το Λικούντ στην πραγματικότητα δεν τίθεται ζήτημα συνέχισης της ειρηνευτικής διαδικασίας με τους Παλαιστίνιους… Για τους ίδιους λόγους ο Εζέρ Βάιζμαν, υπουργός Άμυνας, θα παραιτηθεί με τη σειρά του μερικούς μήνες αργότερα.
Το μυστήριο Γιτζάκ Σαμίρ
Το 1988 αποφάσισα να γράψω τη βιογραφία του Γιτζάκ Σαμίρ5. Γνωρίζαμε ελάχιστες πληροφορίες για το παρελθόν του: επικεφαλής της [σ.σ.: παραστρατιωτικής σιωνιστικής] οργάνωσης Στερν (Μαχητές για την Ελευθερία του Ισραήλ) τη δεκαετία του 1940, πράκτορας της Μοσάντ, πρόεδρος της Κνεσέτ κατά την ιστορική επίσκεψη του Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ, υπουργός Εξωτερικών κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Λίβανο το 1982, διάδοχος του Μπέγκιν στην ηγεσία του Λικούντ και δύο φορές πρωθυπουργός6. Πολλοί Ισραηλινοί διανοούμενοι μου έλεγαν: «Ο Σαμίρ! Χωρίς κανένα ενδιαφέρον! Βλέπει τα πράγματα όπως θα τα ’βλεπε ένα αγκωνάρι». Με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχει τίποτα να γράψω για εκείνον! Όταν, πολύ αργότερα, θα έστρεφα την προσοχή μου στο μεσσιανικό κίνημα και στον Μπενιαμίν Νετανιάχου, θα συναντούσα και πάλι αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος –και κατανόησης– των διανοουμένων της ισραηλινής Αριστεράς για την ιδεολογία της κυβερνώσας Δεξιάς.
Πράγματι, ο Σαμίρ δεν είχε δημοσιεύσει κανένα βιβλίο ούτε είχε παραχωρήσει στα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης μακροσκελείς συνεντεύξεις σχετικά με τη ζωή και την προέλευσή του. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. Έπρεπε να σκάψω, να ξετρυπώσω μάρτυρες που ήταν ακόμα ζωντανοί. Η ιστορία αυτού του ανθρώπου μού φαινόταν αρκετά συναρπαστική. Ένας πολιτικός επιστήμονας τον χαρακτήριζε «εθνικο-μπολσεβίκο». Οφείλω να αναγνωρίσω ότι δεν κατάφερα να ρίξω φως σε όλες τις σκοτεινές πτυχές του παρελθόντος του. Οι γονείς του ήταν μέλη ενός κομμουνιστικού πυρήνα στο Ροζνόι, το χωριό της Ανατολικής Πολωνίας όπου γεννήθηκε. Μετά την κατάληψη της περιοχής από τον Κόκκινο Στρατό το 1939, η σοβιετική ιεραρχία απέδωσε στον πατέρα του, Σλόμο Ιζερνίτσκι, τη σημαντική θέση του κομισάριου για το εμπόριο δερμάτων και γουναρικών, πόρων στρατηγικής σημασίας.
Δύο παιδικοί φίλοι του Σαμίρ, τους οποίους συνάντησα στο Ισραήλ, μου είπαν πως είχε εντρυφήσει πολύ περισσότερο στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς παρά σε εκείνα του Βλαντιμίρ Ζεέβ Γιαμποτίνσκι, ιδρυτή του αναθεωρητικού σιωνισμού, ενός αντικομμουνιστικού και αντισοσιαλιστικού κινήματος, αντιτιθέμενου στους θεσμούς του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού και υπέρμαχου της δημιουργίας ενός εβραϊκού κράτους και στις δύο πλευρές του ποταμού Ιορδάνη. Για όλους τους υπόλοιπους μάρτυρες, ήταν αναμφίβολο ότι ο Σαμίρ είχε ενταχθεί πολύ νέος στο Μπετάρ, το κίνημα νεολαίας του αναθεωρητικού σιωνισμού. Να έφτασε άραγε στην Παλαιστίνη το 1935 με την έγκριση των Σοβιετικών, από τους οποίους εξαρτιόταν ο πατέρας του; (…)Πού βρισκόταν η αλήθεια; Η οργάνωση Στερν, της οποίας ανέλαβε την επιχειρησιακή ηγεσία από το 1944, διατηρούσε προνομιακούς δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Παλαιστίνη, την Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία. Η απάντηση ίσως να βρίσκεται στα αρχεία της NKVD7 στη Μόσχα.(…)
Ξαναδιαβάζοντας τις δημοσιευμένες αυτοβιογραφίες των πρώην μελών του Στερν, διαπιστώνω ότι, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, κάποια από τα μέλη καυχιούνταν για τη στράτευσή τους στην τρομοκρατία. Ο όρος αυτός εξαφανίστηκε στις επόμενες εκδόσεις, με τους συγγραφείς τους να παρουσιάζονται περισσότερο ως «μαχητές για την ελευθερία». Η αίσθησή μου ότι βρίσκομαι μπροστά σε ένα ξαναγράψιμο της ιστορίας θα ενισχυθεί κατά το διάστημα που πέρασα στα αρχεία του μουσείου του Στερν στο Τελ-Αβίβ. Έβλεπα ηλικιωμένους, άντρες και μερικές γυναίκες, να περνούν πολλές ώρες καταγράφοντας τις μαρτυρίες τους. Ζητώ εξηγήσεις: «Μετά από τόσα και τόσα χρόνια, τώρα έρχονται να καταθέσουν;». Απάντηση: «Καθόλου! Ξανακαταγράφουν τις μαρτυρίες τους. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν σήμερα!»
Κατάφερα παρ’ όλα αυτά να εντοπίσω μια αναφορά στον Σαμίρ σε ένα βιβλίο του Τζέρολντ Φρανκ με τίτλο «The Deed». Ένα βράδυ του 1942 συζητά με τον Ελιαχού Μπέιτ Τσουρί, τον οποίο είχε μόλις στρατολογήσει. Αποσπάσματα από τη συνομιλία τους:
-Σαμίρ: «Ποιος είναι ο σκοπός μας; Να απελευθερώσουμε τον λαό μας από τον ξένο κατακτητή. Είναι ο πόλεμός μας εναντίον της Αγγλίας [σ.σ.: τότε εντολοδόχος δύναμη στην Παλαιστίνη]. (…) Δεν είμαστε παρά μια μικρή ομάδα. Λίγοι εναντίον πολλών. Θα είμαστε μόνοι στον πόλεμό μας. Ο κόσμος θα μας καταδιώκει έως ότου καταφέρουμε να τον επιμορφώσουμε. (…) Θα κάνουμε ανταρτοπόλεμο. Είναι το μόνο όπλο των αδύναμων απέναντι στους δυνατούς. Ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί ισορροπία δυνάμεων…»
-Μπέιτ Τσουρί: «Τι είδους επιχειρήσεις μπορούμε να πραγματοποιήσουμε;»
-Σαμίρ: «Ατομική τρομοκρατία. Τρομοκρατικές ενέργειες με ατομική δράση και στόχο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της κατοχικής διοίκησης (…).»
Υπό τις εντολές του Σαμίρ, ο Μπέιτ Τσουρί και ο Ελιαχού Χακίμ θα δολοφονήσουν στο Κάιρο τον λόρδο Μόιν, τον Βρετανό υπουργό αποικιών, στις 6 Νοεμβρίου 1944. Θα συλληφθούν, θα καταδικαστούν σε θάνατο και θα απαγχονιστούν.
Η επιστροφή του Νετανιάχου
Οι βουλευτικές εκλογές διεξάγονται στο Ισραήλ στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Το κόμμα Καντίμα, με επικεφαλής την Τζίπι Λίβνι, αναδεικνύεται πρώτο με είκοσι οκτώ έδρες. Η Λίβνι, πρώην βουλεύτρια του Λικούντ, έχει κάνει μια ιδεολογική στροφή 180 μοιρών αποδεχόμενη, με αντάλλαγμα την ειρήνη, την αρχή του διαμοιρασμού των εδαφών του Ισραήλ με τους Παλαιστίνιους. Η στάση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άκρως δεξιά διαπαιδαγώγηση που έλαβε από τους γονείς της. Ο πατέρας της, Εϊτάν Λίβνι, υπήρξε επικεφαλής των επιχειρήσεων της Ιργκούν, της παράνομης οργάνωσης υπό την ηγεσία του Μπέγκιν που πολέμησε τους Βρετανούς έως την ανεξαρτησία του Ισραήλ το 1948. Ο Πρόεδρος του Κράτους τής δίνει την εντολή σχηματισμού του νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Διαπραγματεύεται ανεπιτυχώς με τον Εχούντ Μπαράκ, το Εργατικό Κόμμα του οποίου έχει καταποντιστεί και διαθέτει μόλις δώδεκα έδρες. Οι δύο υπερορθόδοξοι σχηματισμοί απορρίπτουν τις προτάσεις της, όπως και το κόμμα Σας, των υπερορθόδοξων Εβραίων της Ανατολής. Στην πραγματικότητα, ούτε ο Μπαράκ ούτε το Σας την θέλουν στο τιμόνι της χώρας. Συνάπτουν μυστική συμφωνία με τον πρώην πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος και καταφέρνει να σχηματίσει έναν κοινοβουλευτικό συνασπισμό 74 βουλευτών με τη συμμετοχή του Λικούντ, των θρησκευόμενων σιωνιστών, των υπερορθόδοξων, του Σας και των Εργατικών. Ο Μπαράκ διατηρεί το υπουργείο Άμυνας.
Ο Νετανιάχου επιστρέφει λοιπόν στην εξουσία. Ξαναδιαβάζω το βιβλίο του «A Place Among the Nations» («Μια θέση ανάμεσα στα έθνη») και στις δύο εκδόσεις, στα εβραϊκά και στα αγγλικά. Την περίοδο εκείνη, σύμφωνα με τις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για το χρίσμα του Λικούντ, δεν έχει αλλάξει την οπτική του, όπως την είχε ορίσει στο βιβλίο του, και δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει έστω και την παραμικρή παραχώρηση στους Παλαιστίνιους: «H καθημερινή ζωή των Αράβων μπορεί να κατανοηθεί με διαφορετικό τρόπο όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα επί του εδάφους.(…) Όταν μερικοί Άραβες κατοικούν σε έναν απομονωμένο λόφο, δεν υπάρχει κανένας λόγος να κηρυχθεί αυτόνομος ολόκληρος ο λόφος. (…) Μόνο τα αστικά κέντρα μπορούν να είναι αυτόνομα. Τα υπόλοιπα εδάφη, αραιοκατοικημένα καθώς είναι, θα εξαιρούνται από αυτή τη διευθέτηση».
Για τον (σ.σ.: τέως, από τις 13 Ιουνίου 2021) πρωθυπουργό, η Αριστερά παραμένει πάντα ο εσωτερικός εχθρός, αφού αποδέχεται την ιδέα ότι ο παλαιστινιακός λαός έχει δικαιώματα. Είναι, όπως γράφει, το σύμπτωμα της ασθένειας που μεταδόθηκε στην Ανατολική Ευρώπη, στις αρχές του αιώνα: ο ιός του μαρξισμού, που διαπότισε όλα τα σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά και αριστερά εβραϊκά κινήματα από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το στρατόπεδο της ειρήνης κατανοεί άραγε την ιδεολογία που καθοδηγεί την πολιτική του Νετανιάχου; Δεν νομίζω. Το επιβεβαίωσα κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης στο σπίτι του ιστορικού και πανεπιστημιακού Ζεέβ Στέρνχελ στην Ιερουσαλήμ. Επίτιμος καλεσμένος ήταν ο Γιρμιγιάχου Γιοβέλ, επ’ ευκαιρία της κυκλοφορίας της «Κριτικής του Καθαρού Λόγου» του Ιμάνουελ Καντ σε δική του μετάφραση στα εβραϊκά. Εκεί βρίσκονταν καμιά εικοσαριά και βάλε ομότιμοι καθηγητές, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, φιλόσοφοι, η πλειονότητα των ιδρυτών του κινήματος «Ειρήνη Τώρα» της δεκαετίας του 1970. Κανείς δεν είχε διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο του Νετανιάχου.
Το 2012, ο Στέρνχελ θα παραδεχτεί: «Στην Αριστερά δεν είχαμε καταλάβει ότι όλα αυτά θα ήταν το λογικό επακόλουθο. Ο Μπαρούχ Γκολντστάιν [υπεύθυνος για τη σφαγή είκοσι εννέα Παλαιστίνιων στη Χεβρώνα το 1994] και ο Γιγκάλ Αμίρ [δολοφόνος του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν το 1995], και οι δυο τους, εκπροσωπούσαν ένα σημαντικό ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα, πολύ ισχυρό, έναν πραγματικό χείμαρρο που η Αριστερά αρνούνταν να δει από δειλία. Ήταν πιο βολικό να θρηνούμε σοκαρισμένοι. Ήταν πιο εύκολο να λέμε ότι είχαμε κολλήσει γρίπη από το να παραδεχθούμε πως πάσχαμε από καρκίνο, αφού καρκίνος μάς είχε προσβάλει. Και αυτή ήταν η μεγάλη, η καταστροφική ήττα της ηγεσίας της ισραηλινής Αριστεράς»8.
- Σ.σ.: Σε αυτόν τον πολύγλωσσο, εθνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος δημόσιο ραδιοφωνικό σταθμό του Ισραήλ ο συντάκτης ξεκίνησε τη δημοσιογραφική καριέρα του το 1971, στο γαλλόφωνο τμήμα.
- Ένατη διάσκεψη Εβραίων διανοούμενων της γαλλικής γλώσσας, 29 Ιανουαρίου 1968. Αναφέρεται στο «Israël dans la conscience juive. Données et débats», Εκδόσεις Presses universitaires de France, Παρίσι, 1971.
- Σ.σ.: Μνημείο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ.
- Σ.σ.: Καταλήφθηκε από το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών, το 1967.
- «Shamir. Une biographie», εκδ. Olivier Orban, Παρίσι, 1991.
- Σ.σ.: Από το 1983 έως το 1984 και στη συνέχεια από το 1986 έως το 1992.
- Σ.σ.: NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων), η σοβιετική πολιτική αστυνομία.
- Συνέντευξη με τον Ζεέβ Στέρχνελ, στο «Au nom du Temple. Israël et l’irrésistible ascension du messianisme juif (1967-2013)», Εκδόσεις Seuil, Παρίσι, 2013, όπως επίσης και στο ομώνυμο ντοκιμαντέρ (2015) .