Η Γενοκτονία των Αρμενίων θεωρείται η πρώτη μαζική εθνοτική σφαγή, με
ανάλογα χαρακτηριστικά, του 20ού αιώνα και, ως τέτοια, εκλαμβάνεται από
τους ιστορικούς ως ένα είδος αιματηρού «προοίμιου» του Ολοκαυτώματος
των Εβραίων και των άλλων ναζιστικών εθνοτικών εγκλημάτων των ναζί, όπως
εκείνα εναντίον των Σλάβων και των Ρομά. Πολύ περισσότερο που η
Γενοκτονία των Αρμενίων έχει, όπως θα τεκμηριωθεί στην συνέχεια, μια
ιδιαίτερα μακρά γερμανική πτυχή.
Ο ματωμένος πρόλογος
Οι
Αρμένιοι Χριστιανοί ήταν μία από τις σημαντικότερες εθνοτικές και
θρησκευτικές μειονότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα
καλλιεργημένος λαός, με εμπορική δεινότητα και πλούσιες παραδόσεις, οι
Αρμένιοι διακρίνονταν, επιπλέον και από ανυπότακτο πνεύμα. Αυτό τους
στοίχισε πολλές χιλιάδες νεκρούς πριν την αυγή ακόμα του 20ού αιώνα.
Στα
τέλη της 10ετίας του 1880, η αρμένικη πνευματική και πολιτική
πρωτοπορία οργανώθηκε, διεκδικώντας αυτονομία, γεγονός που αύξησε τις
αμφιβολίες των οθωμανικών αρχών για την αφοσίωση ευρέων στρωμάτων του
αρμενικού πληθυσμού που ζούσαν στην αυτοκρατορία.
Στις 17 Οκτωβρίου του 1895, Αρμένιοι επαναστάτες κατέλαβαν την Εθνική
Τράπεζα στην Κωνσταντινούπολη, έπιασαν ομήρους και απαίτησαν ευρεία
γεωγραφική και πολιτική αυτονομία του αρμένικου πληθυσμού. Αν και με την
μεσολάβηση της Γαλλίας το συμβάν αυτό τέλειωσε αναίμακτα και ειρηνικά,
ωστόσο, οι Οθωμανοί προχώρησαν σε σειρά πογκρόμ εναντίον των Αρμενίων.
Υπολογίζεται ότι μέχρι και το 1896, είχαν δολοφονηθεί όχι λιγότεροι από
80.000 Αρμένιοι.
Η Γενοκτονία
Συμβολική
μέρα της Γενοκτονίας των Αρμενίων θεωρείται η 24η Απριλίου του 1915,
όταν ξεκίνησε πογκρόμ εναντίον της Αρμένικης κοινότητας της
Κωνσταντινούπολης από τους Νεότουρκους, στο οποίο λιντσαρίστηκαν
εκατοντάδες άνθρωποι.
Το
κίνημα των Νεότουρκων, το οποίο είχε αρχικά χαρακτηριστικά προοδευτικής
επανάστασης, ξεσπά το 1908, στα γεωπολιτικά και ιστορικά σπαράγματα
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ξεκίνησε ως κινηματική έκφραση αστικού
εκσυγχρονισμού, προβάλλοντας μια σειρά αιτημάτων για μεταρρυθμίσεις και
περιορισμό της απολυταρχίας, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει μεγάλα
τμήματα της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών. Αλλά το πραγματικό
πρόσωπο του νέου καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν δεν άργησε να φανεί. Ως
είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, ξεκίνησαν με την άγρια καταστολή των
εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων που διεκδίκησαν την επέκταση των
κοινωνικών αλλαγών και προς τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Μετά ήρθε η
σειρά των εθνικών μειονοτήτων. «Ζυμώνοντας» τον «παντουρκισμό» ως
κυρίαρχο μοτίβο της πολιτικής τους, οι Νεότουρκοι έδωσαν ειδικό βάρος
στην καλλιέργεια και έμφαση μιας τουρκικής εθνικής ταυτότητας,
κηρύσσοντας μεν επισήμως την τυπική ισότητα για όλους - ανεξαρτήτως
εθνότητας - μπροστά στο νόμο, στην ουσία όμως αρνούμενοι πως υπάρχει
εθνικό ζήτημα στην Τουρκία, επιδιώκοντας σε μια πορεία να αφομοιώσουν με
τη βία τις μειονότητες. Ουσιαστικά, η τουρκική αστική τάξη διεκδικούσε
το έθνος - κράτος της.
Και το διεκδικούσε με αίμα.
Ο βίαιος
εκτουρκισμός των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων της καταρρέουσας
Οθωμανικής Αυτοκρατίας κλιμακώθηκε με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου, σε μια προσπάθεια των Νεότουρκων να «τσιμεντάρουν» την εξουσία
τους. ‘Ετσι, αν και η απόφαση για εκτοπισμό των Αρμενίων από την
ανατολική Τουρκία (σσ. ή δυτική Αρμενία όπως θεωρείται σήμερα από το
Ερεβάν) λήφθηκε ήδη από το 1911, ωστόσο, οι Νεότουρκοι χρησιμοποίησαν ως
αφορμή τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως βολική δικαιολογία για την εφαρμογή
της.
Υπολογίζεται
ότι κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ζούσαν στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Αρμένιοι. Από αυτούς,
δυτικές και αρμενικές πηγές υποστηρίζουν ότι σφαγιάστηκε το 1,5
εκατομμύριο. Τουρκικές πηγές κάνουν λόγο για 600.000 έως 800.000
νεκρούς.
Με εντολές της κεντρικής κυβέρνησης στην
Κωνσταντινούπολη, οι περιφερειακές αρχές, με την συνενοχή και συμμετοχή
παρακρατικών ένοπλων ομάδων, αλλά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, του
τοπικού πληθυσμού, οι οθωμανικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί
πραγματοποίησαν μαζικές εκτελέσεις και απελάσεις. Οι ένοπλοι των
στρατιωτικών σωμάτων και των υπηρεσιών ασφαλείας, καθώς και οι
υποστηρικτές τους, εξόντωσαν την πλειοψηφία των Αρμένιων ανδρών σε
ηλικία εργασίας, καθώς και χιλιάδες γυναίκες και παιδιά.
Κατά τη
διάρκεια του εκτοπισμού των επιζώντων μέσα από την έρημο, δίχως τροφή
και νερό, ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά έγιναν στόχοι επιθέσεων και
λιντσαρίσματος από τις τοπικές αρχές, από συμμορίες νομάδων, αλλά και
από ομάδες κατά τα άλλα «ευυπόληπτων πολιτών». Κατά τη διάρκεια αυτών
των επιθέσεων και ληστειών των λιγοστών υπαρχόντων των εκτοπισμένων,
έλαβαν χώρα και εξευτελισμοί, όπως για παράδειγμα το ξεγύμνωμα των
θυμάτων, αδιακρίτως φύλου και η «εξέταση» των σωματικών κοιλοτήτων,
βιασμοί, απαγωγή νέων γυναικών και των κοριτσιών, εκβιασμοί,
βασανιστήρια και δολοφονίες.
Εκατοντάδες
χιλιάδες Αρμένιοι πέθαναν χωρίς να φτάσουν ποτέ στα νεοτουρκικά
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκτός από τις δολοφονίες και τις απαγωγές,
κάποιοι αυτοκτόνησαν, ενώ ένας τεράστιος αριθμός πέθαναν από την πείνα,
την αφυδάτωση, την έκθεση στις σκληρές καιρικές συνθήκες και τις
ασθένειες. Ελάχιστοι ήταν οι Τούρκοι από τον απλό λαό που τόλμησαν να
αψηφήσουν τις διαταγές και να βοηθήσουν όπως μπορούσαν τα θύματα.
Ανεξάρτητα,
πάντως, από τους αριθμούς - αν και κρίνοντας από αυτά που συνέβησαν η
πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της τουρκικής
ιστοριογραφίας - το βέβαιο είναι, πως, η σφαγή αυτή πληροί κάθε λέξη του
ορισμού της Γενοκτονίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης
για την Πρόληψη και Καταστολή Εγκλημάτων Γενοκτονίας: «Οποιαδήποτε από
τις παρακάτω πράξεις με στόχο τον μερικό ή ολικό αφανισμό μιας
φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής ομάδας, όπως:
- Θανάτωση των μελών της ομάδας
- Πρόκληση σοβαρής σωματικής ή ψυχικής βλάβης σε μέλη της ομάδας
- Σκόπιμη επιβολή συνθηκών ζωής με στόχο το φυσικό αφανισμό, ολικό ή μερικό, μελών της ομάδας
- Επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην παρεμπόδιση γεννήσεων εντός της ομάδας
- Δια της βίας μεταφορά ανήλικων μελών της ομάδας σε κάποια άλλη».
Η μετ' εμποδίων αναγνώριση
Το
θέμα είναι ότι υπάρχει ένα «παραθυράκι», πίσω από ο οποίο κρύβεται η
σύγχρονη Τουρκία για να εξακολουθεί να αρνείται την Γενοκτονία των
Αρμενίων, κουνώντας μάλιστα και το δάχτυλο(!) στις χώρες που την
αναγνωρίζουν επίσημα. Το «παραθυράκι» αυτό είναι ότι όρος «Γενοκτονία»
χρησιμοποιείται μόνο όταν οι παραπάνω πράξεις αποτελούν πρωταρχικό στόχο
και πυρήνα λήψης της πολιτικής απόφασης. Όταν ο πρωταρχικός στόχος
είναι διαφορετικός τα παραπάνω προκύπτουν σαν αποτέλεσμα άσκησης
πολιτικής και τότε ο όρος «Γενοκτονία» αμφισβητείται.
Μέχρι
στιγμής, οι χώρες που έχουν αναγνωρίσει επίσημα την γενοκτονία των
Αρμενίων είναι: Αργεντινή, Βέλγιο, Καναδάς, Χιλή, Κύπρος, Ελλάδα,
Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Λιθουανία, Λίβανος, Ολλανδία (μαζί με των
Ελλήνων και των Ασσυρίων), Πολωνία, Ρωσία, Σλοβακία, Σουηδία (μαζί με
των Ελλήνων και των Ασσυρίων), Ελβετία, Ουρουγουάη, Βατικανό,
Βενεζουέλα, Αρμενία, Αυστρία (μαζί με των Ελλήνων και των Ασσυρίων),
Βολιβία, Τσεχία, Συρία, Ιράν.
Τη Γενοκτονία των Αρμενίων έχουν
αναγνωρίσει, επίσης, οι 48 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ, τέσσερις
περιοχές της Ισπανίας (Βασκωνία, Καταλονία, Βαλεαρίδες Νήσοι, Ναβάρα), η
Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρειος Ιρλανδία από τη Μεγάλη Βρετανία και δύο
Πολιτείες της Αυστραλίας (Νέα Νότιος Ουαλία και Νότια Αυστραλία.
Η γερμανική πτυχή
‘Οπως
αναφέρθηκε εισαγωγικά, η Γενοκτονία των Αρμενίων έχει μια ιδιαίτερα
μακρά και ενδιαφέρουσα γερμανική πτυχή. Ήδη, τον Ιανουάριο του 1916, η
ημερήσια διάταξη του γερμανικού κοινοβουλίου περιείχε μια ερώτηση
σχετικά με τη Γενοκτονία των Αρμενίων.
Ένα μήνα νωρίτερα, ο
σοσιαλιστής βουλευτής - και μετέπειτα ιδρυτής του γερμανικού
Κομμουνιστικού Κόμματος και εκ των ηγετών της Γερμανικής Επανάστασης των
Σπαρτακιστών του 1919 μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ - Καρλ Λίμπκνεχτ,
υπέβαλε γραπτή ερώτηση προς τον Γερμανό καγκελάριο, στην οποία ανέφερε
ότι οι Αρμένιοι είχαν «σφαγιασθεί κατά εκατοντάδες χιλιάδες»: Θα έκανε η
Γερμανία κάτι για τους επιζώντες Αρμένιους τώρα;
Η ερώτηση του
Λίμπκνεχτ ήταν η πρώτη πολιτική τοποθέτηση υπέρ των Αρμενίων σε
κοινοβούλιο στην ιστορία. Παρόμοιο αίτημα είχε φτάσει στα χέρια του
καγκελάριου από τις Καθολικές και Προτεσταντικές Εκκλησίες της Γερμανίας
λίγες μέρες νωρίτερα. Ο καγκελάριος απάντησε ότι η Γερμανία «θα
εξασφαλίσει ότι κανείς δεν θα υποστεί διώξεις για θρησκευτικούς λόγους».
Φυσικά, τόσο η τότε πολιτική σκηνή της Γερμανίας, όσο οι Εκκλησίες και ο
Λίμπκνεχτ γνώριζαν ότι αυτή η απάντηση ήταν μια επίφαση και μια απόλυτη
απόρριψη του αιτήματος.
Όταν η ερώτηση του Λίμπκνεχτ τελικά
απαντήθηκε στο κοινοβούλιο, μετατράπηκε σε μια μάλλον ντροπιαστική
παράσταση των Γερμανών βουλευτών. Έχοντας λάβει ακόμη μια αόριστη
απάντηση, ο Λίμπκνεχτ επέμεινε ότι οι μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα
συνηγορούν στο ότι πρόκειται για «εξόντωση των Αρμενίων», εισπράττοντας
ειρωνικά γέλια και χλευασμούς.
Και όμως, πίσω από τις κλειστές
πόρτες, το κυρίαρχο γερμανικό πολιτικό σύστημα γνώριζε ότι ο Λίμπκνεχτ
είχε δίκιο. Από το Μάϊο του 1915 οι Γερμανοί διπλωμάτες στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία βομβάρδισαν την Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και το
Βερολίνο με αναφορές για γενοκτονία σε εξέλιξη. Πολλοί από αυτούς τους
διπλωμάτες ζήτησαν από τους προϊσταμένους τους να παρέμβουν υπέρ των
Αρμενίων για να σταματήσει η γενοκτονία. Μάταια.
Μετά το τέλος του
Α 'Παγκοσμίου Πολέμου, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε ένα
μέρος αυτής της διπλωματικής αλληλογραφίας σχετικά με τους Αρμένιους
για να το χρησιμοποιήσει υπέρ της ηττημένης Γερμανίας κατά τη διάρκεια
των διαπραγματεύσεων για την ειρηνευτική συνθήκη του Παρισιού. Αυτή η
απόπειρα απέτυχε, επειδή ακριβώς η ίδια η Γερμανία τεκμηρίωσε ότι ήξερε
τι συνέβαινε αλλά δεν έκανε τίποτα για να το αποτρέψει, αντίθετα
επέτρεψε στην οθωμανική ηγεσία να πραγματοποιήσει την Γενοκτονία.
Αν
και η δημοσιοποίηση αυτής της αλληλογραφίας δεν βοήθησε την γερμανική
επιχειρηματολογία, ωστόσο προκάλεσε μια έντονη συζήτηση στην γερμανική
κοινωνία κατά τον μεσοπόλεμο περί του μαζικού φόνου ενός έθνους, με τους
ναζί να δικαιολογούν απολύτως την σφαγή των Αρμενίων.
Όταν
λοιπόν περίπου εκατό χρόνια αργότερα, το 2016, η Γερμανία αναγνώρισε
την Γενοκτονία των Αρμενίων, ουσιαστικά, το γερμανικό κοινοβούλιο όχι
μόνο συζήτησε και πήρε θέση για την ιστορία μιας άλλης χώρας, αλλά έκανε
και μια δήλωση σχετικά με τη δική του «αρμενική» ιστορία.