Το Κυπριακό εισέρχεται το 2017 σε μια νέα φάση, ίσως την πιο
κρίσιμη σε ό,τι αφορά τις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος με την
Συνάντηση της Γενεύης στις 12 Ιανουαρίου. Το Κυπριακό Πρακτορείο
Ειδήσεων (ΚΥΠΕ) επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στις διακοινοτικές
συνομιλίες, στην χαρτογράφηση των εδαφών της κάθε συνιστώσας, καθώς και
μια σύντομη αναφορά στην προ της τουρκικής εισβολής περίοδο της
Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η επίσημη ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε στις 16 Αυγούστου 1960, αφού είχε προηγηθεί ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ 1955-59
και η Διάσκεψη στο Λονδίνο στις 19 Φεβρουαρίου, με παρόντες
αντιπροσώπους από την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Βρετανία και τις δύο
κοινότητες της Κύπρου.
Στις
15.2.1959 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος
μετέβη στο Λονδίνο επικεφαλής ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας για να
παραστεί σε πενταμερή Διάσκεψη, στην οποία θα συμμετείχαν επίσης
τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Φαζίλ Κουτσιούκ, τουρκική υπό τον
Υπουργό Εξωτερικών Φατίν Ζορλού, ελληνική υπό τον Υπουργό Εξωτερικών
Ευάγγελο Αβέρωφ και αγγλική με επικεφαλής τον Υπουργό Εξωτερικών
Σέλγουιν Λόιντ.
|
Η υπογραφή των τελικών κειμένων των συμφωνιών για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. |
Οι συμφωνίες Ζυρίχης
Ο Μακάριος υπέγραψε στο Λονδίνο τις Συμφωνίες της Ζυρίχης για δύο λόγους, όπως ο ίδιος δήλωσε: α)
Επειδή ύστερα από μακρούς αιώνες δουλείας η Κύπρος θα αποκτούσε αμέσως
την ελευθερία της. β) Επειδή, αν δεν υπέγραφε, η Κύπρος θα διέτρεχε τον
κίνδυνο να διχοτομηθεί.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την ημέρα της υπογραφής των
Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου (19.2.1959) έως τις 16.8.1960, την ευθύνη
της διακυβέρνησης διατήρησε ο Άγγλος Κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ.
Σχηματίστηκε όμως και μια μεταβατική κυβέρνηση με Πρόεδρο τον
Aρχιεπίσκοπο Μακάριο και Αντιπρόεδρο τον γιατρό Φαζίλ Κουτσιούκ. Στις
13.12.1959 έγιναν οι πρώτες προεδρικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο
Μακάριος με 66,85% έναντι 33,15% του ανθυποψηφίου του Ιωάννη Κληρίδη.
Αντιπρόεδρος αναδείχτηκε ο Φαζίλ Κουτσιούκ χωρίς ανθυποψήφιο.
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της νεοσυσταθείσας ΚΔ, Πρόεδρος της
Δημοκρατίας θα ήταν Ελληνοκύπριος και Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, ενώ
από τους 10 Υπουργούς οι 7 θα ήταν Ε/κ και οι 3 Τ/κ. Φορείς της
νομοθετικής εξουσίας θα ήταν η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Ελληνική
Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου και η Τουρκική Κοινοτική Συνέλευση Κύπρου. Η
Βουλή των Αντιπροσώπων θα ήταν ενιαία με 70% Ελληνοκύπριους και 30%
Τουρκοκύπριους βουλευτές. Οι κοινοτικές συνελεύσεις θα είχαν αρμοδιότητα
για καθαρώς κοινοτικά θέματα, όπως εκπαίδευση, θρησκεία, πολιτιστικά
θέματα, συνεργατικά ιδρύματα κ.ά..
Οι Συμφωνίες της Ζυρίχης περιλάμβαναν και πρόνοιες όπως παρουσία
στο κυπριακό έδαφος στρατιωτικών αποσπασμάτων της Τουρκίας και της
Ελλάδας από 650 και 950 άνδρες, αντίστοιχα, πρόνοια στη Συνθήκη
Εγγυήσεως με την οποία παρεχόταν δικαίωμα στην Τουρκία καθώς και στην
Ελλάδα και τη Βρετανία να επεμβαίνουν μονομερώς στην Κύπρο, το δικαίωμα
του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας να ασκούν βέτο σε
θέματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και εσωτερικής ασφάλειας καθώς και
πρόνοια ότι καμιά φορολογία δεν θα μπορούσε να επιβληθεί, αν ο σχετικός
νόμος δεν εγκρινόταν με απλή πλειοψηφία ξεχωριστά από τα Ε/κ και Τ/κ
μέλη της Βουλής. Υπήρχε επίσης πρόνοια ότι, οι Τ/κ θα είχαν το δικαίωμα
να κατέχουν το 30% των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία και το 40% στην
αστυνομία και το στρατό. Επίσης πρόνοια για ξεχωριστούς ε/κ και τ/κ
δήμους στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διατύπωσε προβληματισμούς για τα κείμενα των συμφωνιών, τους οποίους εξέφρασε στον Καραμανλή.
Του ζήτησε αν μπορούσε να διαπραγματευτεί και να προσπαθήσει να
βελτιώσει ορισμένα σημεία κατά τη διάρκεια της Πενταμερούς Διάσκεψης,
την οποίαν είχε συγκαλέσει στο Λονδίνο για τις 17 Φεβρουαρίου ο Βρετανός
Πρωθυπουργός. Ο Καραμανλής εξήγησε στον Αρχιεπίσκοπο ότι αυτό δεν
μπορούσε να γίνει, επειδή ο Μακμίλαν είχε διαμηνύσει ότι κατά τη
διάρκεια της Διάσκεψης δεν θα δεχόταν καμιά συζήτηση πάνω σε θέματα για
τα οποία είχε επέλθει συμφωνία στη Ζυρίχη. Υπέδειξε στον Μακάριο ότι το
μόνο που μπορούσε να κάμει ήταν να συζητήσει κάποια θέματα με την
τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία στο περιθώριο της Διάσκεψης.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ανεξαρτησία της η Κύπρος
έγινε μέλος σημαντικών διεθνών οργανισμών. Η Κύπρος έγινε μέλος του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (1960) και όλων σχεδόν των εξειδικευμένων
Σωμάτων και Οργάνων του, του Συμβουλίου της Ευρώπης (1961), της
Κοινοπολιτείας (1961), της Παγκόσμιας Τράπεζας (1961), του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου (1961). Το Μάιο 2004 έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Όπως διαφάνηκε στην πορεία, η εφαρμογή ορισμένων προνοιών του
Συντάγματος παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα. Η ψήφιση νόμου για τη
λειτουργία ξεχωριστών Δήμων στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου δεν
προχωρούσε. Οι Τ/κ απαιτούσαν εντός των δικών τους δημοτικών ορίων, τα
οποία ήθελαν να καθοριστούν με ακρίβεια, να περιληφθούν και περιοχές
στις οποίες κατοικούσαν και Ε/κ όπου υπήρχαν και σημαντικές περιουσίες
Ελληνοκυπρίων. Παρ’ όλο που οι Συμφωνίες δεν το προνοούσαν, οι
Τουρκοκύπριοι απαιτούσαν να δημιουργηθούν δύο διαφορετικά τμήματα, ένα
ελληνικό και ένα τουρκικό που να έχουν διαφορετικά στρατόπεδα και
διαφορετικές διοικήσεις. Τρίτο σημείο σοβαρής τριβής ήταν η απαίτηση των
Τουρκοκυπρίων για άμεση εφαρμογή της πρόνοιας για συμμετοχή τους στη
δημόσια υπηρεσία σε ποσοστό 30%. Το 1962 το ποσοστό της συμμετοχής τους
είχε ανέλθει στο 25%, αλλά άμεση ικανοποίηση της αξίωσής τους στο
ακέραιο αφενός θα δημιουργούσε υπεράριθμο προσωπικό και αφετέρου θα
επηρέαζε την απόδοση της δημόσιας υπηρεσίας, επειδή δεν υπήρχαν ακόμη
αρκετοί προσοντούχοι Τουρκοκύπριοι.
Η ύπαρξη συνταγματικών διατάξεων που δυσχέραιναν την ομαλή
λειτουργία του κυπριακού κράτους οδήγησε τον Μακάριο στην απόφαση να
ζητήσει την τροποποίησή τους. Στις 30.11.1963 ο Πρόεδρος Μακάριος
επέδωσε στον Αντιπρόεδρο Κουτσιούκ έγγραφο, με το οποίο καλούσε την
τουρκοκυπριακή ηγεσία σε διαπραγματεύσεις για την τροποποίηση 13 σημείων
του Συντάγματος. Το ίδιο έγγραφο δόθηκε και στους πρέσβεις των
τριών Εγγυητριών Δυνάμεων στη Λευκωσία. Οι σπουδαιότερες από τις
προτεινόμενες τροποποιήσεις απέβλεπαν στην κατάργηση του δικαιώματος
βέτο του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των Βουλευτών καθώς και της
πρόνοιας για χωριστούς Δήμους στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις της Κύπρου.
Απέβλεπαν επίσης στην συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στη Βουλή, τη δημόσια
υπηρεσία, την αστυνομία και το στρατό σε ποσοστό 20% αντί 30% και 40%.
Ενώ η πρόταση για διαπραγματεύσεις απευθυνόταν στον Φαζίλ Κουτσιούκ, η
Τουρκία υποκαθιστώντας τον Τουρκοκύπριο Αντιπρόεδρο απέρριψε επισήμως
τις προτάσεις Μακαρίου στις 6.12.1963.
Στις 21.12.1963 με αφορμή επεισόδιο κοντά στην εκκλησία της
Χρυσαλινιώτισσας στη Λευκωσία κατά το οποίο σκοτώθηκαν δύο
Τουρκοκύπριοι, ξέσπασαν ένοπλες διακοινοτικές συγκρούσεις στην Λευκωσία
που επεκτάθηκαν και σε άλλα μέρη της Κύπρου. Οι Τουρκοκύπριοι περιχαρακώθηκαν σε θύλακες, ενώ χαράχθηκε «πράσινη γραμμή»
στη Λευκωσία. Σκοπός της ήταν να αποτρέψει κλιμάκωση της έντασης μεταξύ
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Ονομάστηκε «Πράσινη Γραμμή» επειδή ο
τότε Διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στην Κύπρο στρατηγός Γιανγκ τη
χάραξε με πράσινο μολύβι πάνω στο χάρτη.
Οι Τουρκοκύπριοι υπουργοί και βουλευτές αποχώρησαν βάσει σχεδίου
από την Κυβέρνηση και τη Βουλή και απετέλεσαν για την κοινότητά τους
ξεχωριστά όργανα εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Οι Τουρκοκύπριοι
αστυνομικοί και δημόσιοι υπάλληλοι αποχώρησαν επίσης από τις θέσεις
τους.
Η βρετανική κυβέρνηση συγκάλεσε διάσκεψη στο Λονδίνο για να
ασχοληθεί με το πρόβλημα, στην οποία εκπροσωπήθηκαν οι κυβερνήσεις των
τριών Εγγυητριών Δυνάμεων και οι δύο κοινότητες στην Κύπρο.
Το Μάρτιο του 1964, με το ψήφισμα του ΣΑ 186, στάλθηκε στο νησί
ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών για να βοηθήσει στην αποκατάσταση
της ειρήνης και της ομαλότητας.
Τον Ιούνιο του 1968, ύστερα από συστάσεις του ΓΓ του ΟΗΕ, άρχισαν
συνομιλίες μεταξύ των Ε/κ και Τ/κ για την επίτευξη λύσης στο Κυπριακό,
αλλά καμία πρόοδος δεν επιτεύχθηκε.
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων
Η έναρξη των συνομιλιών έγινε εφικτή ένεκα κυρίως των μονομερών
μέτρων για επαναφορά στο νησί συνθηκών ομαλότητας που πάρθηκαν από την
κυπριακή κυβέρνηση το 1968. Στόχος ήταν οι δύο πλευρές να βρουν μια
διευθέτηση βασισμένη σε ένα ενιαίο, ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος.
Με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 η
κατάσταση κατέστη ακόμη πιο περίπλοκη. Οι σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου
μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 στην Αθήνα
χειροτέρευαν διαρκώς. Το 1967 ανακλήθηκε από την Κύπρο, με εντολή της
δικτατορίας των Αθηνών, η ελληνική μεραρχία που είχε σταλεί στο νησί ενώ
οι συνταγματάρχες παρενέβαιναν απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της
Κύπρου.
Στις 2 Ιουλίου του 1974, ο Μακάριος σε επιστολή του στον
στρατηγό Φ. Γκιζίκη κατήγγειλε την ηγεσία της δικτατορίας στην Αθήνα για
ανάμειξη στις εναντίον του συνωμοσίες και αξίωνε την ανάκληση των από
την Ελλάδα υπηρετούντων αξιωματικών της Κυπριακής Εθνοφρουράς.
Στις 8:20 π.μ. της 15ης Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε στην Κύπρο στρατιωτικό πραξικόπημα το οποίο είχε οργανωθεί από τη Χούντα με στόχο την ανατροπή του Μακαρίου.
Ο Μακάριος κατάφερε και διέφυγε, στην αρχή στην Πάφο και αργότερα
στη βρετανική βάση Ακρωτηρίου και από εκεί στο εξωτερικό. Στις 19 Ιουλίου
ο Μακάριος εκφώνησε ομιλία ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,
όπου χαρακτήρισε το πραξικόπημα ως εισβολή της Χούντας στην Κύπρο και
κατάλυση της ανεξαρτησίας της, ενώ ταυτόχρονα κάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να παρέμβει με όλα τα πρόσφορα μέσα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Μία μέρα μετά η Τουρκία, με το πρόσχημα που επιζητούσε από πολύ καιρό, εισέβαλε στις 20 Ιουλίου 1974 στο νησί. Η «κυβέρνηση» των πραξικοπηματιών του Νίκου Σαμψών παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων στις 23 Ιουλίου 1974.
Στη Γενεύη άρχισαν πυρετώδεις διαβουλεύσεις για την εξεύρεση
ειρηνικής λύσης υπό την αιγίδα του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Τζον
Κάλαχαν. Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη,
αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών
Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού.
Ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Τουράν Γκιουνές αντιπρότεινε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο η Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος
πολλών καντονιών, στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι θα έλεγχαν το 34% περίπου
του νησιού. Ο Κληρίδης ζήτησε αναβολή 36 ή 48 ωρών, για να συμβουλευτεί
το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι Τούρκοι απέρριψαν το αίτημά του.
Ενόσω διαρκούσαν οι διπλωματικές ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη
Γενεύη δεν φαινόταν να επιτυγχάνεται αίσια έκβαση και η Τουρκία, αφού
πρώτα στις 3:30 τα ξημερώματα της 14 Αυγούστου του 1974 απέσυρε
την αντιπροσωπεία της, σε λιγότερο από 1 1/2 ώρα μετά (4:35 π.μ. της
ίδιας ημέρας) προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής υπό την κωδική
ονομασία «Αττίλας 2» με την κατάληψη της Αμμοχώστου και της Καρπασίας.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1974.
Το Φεβρουάριο 1975 η ε/κ πλευρά υπέβαλε στην τ/κ προτάσεις για
διευθέτηση του Κυπριακού, βασισμένες στα ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ωστόσο η
απάντηση ήταν η εγκαθίδρυση του “Τουρκικού Ομόσπονδου Κράτους της
Κύπρου” στα κατεχόμενα με τον Ραούφ Ντενκτάς ηγέτη.
Τον Φεβρουάριο του 1977 επιτεύχθηκε η πρώτη Συμφωνία Υψηλού
Επιπέδου μεταξύ του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας
Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Η
συμφωνία αυτή, που έγινε στην παρουσία του τότε Γενικού Γραμματέα των
Ηνωμένων Εθνών Κουρτ Βάλντχαϊμ, προέβλεπε την εγκαθίδρυση μιας διζωνικής
δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Τον Αύγουστο του 1977 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεβίωσε. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέλαβε ο Σπύρος Κυπριανού.
Τον Μάιο του 1979 έγινε και δεύτερη Συμφωνία Υψηλού
Επιπέδου, η οποία προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι έπρεπε να δοθεί
προτεραιότητα στο θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου στους νόμιμους
κατοίκους της, ανεξαρτήτως της κατάληξης των διακοινοτικών συνομιλιών
για συνολική διευθέτηση του προβλήματος.
Ωστόσο, ύστερα από πολλούς γύρους συνομιλιών από το 1977 υπό την
αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η
τουρκική πλευρά συνέχισε την πολιτική της άρνησης συμμόρφωσης με τα
ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών.
Στις 15 Νοεμβρίου 1983, με σκοπό να εδραιώσει τον έλεγχό της
στην κατεχόμενη περιοχή, η τουρκοκυπριακή ηγεσία ανακήρυξε μονομερώς
την περιοχή αυτή σε «ανεξάρτητο κράτος», με την ονομασία «Τουρκική
Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Παρά το γεγονός ότι τα Ηνωμένα Έθνη
έχουν καταδικάσει την ενέργεια αυτή και καμιά άλλη χώρα εκτός από την
Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει αυτή την παράνομη αποσχιστική οντότητα, η
κατάσταση συνεχίζεται.
Συνεχίστηκαν οι προσπάθειες της κυβέρνησης της Κύπρου για λύση με
τον Πρόεδρο Κυπριανού να παρουσιάζει τον Ιανουάριο 1984 πλαίσιο
συνολικής λύσης του Κυπριακού για απάμβλυνση των ανησυχιών των
Τουρκοκυπρίων. Η νέα προσπάθεια απορρίφθηκε από την τουρκική πλευρά. Το
Σεπτέμβριο του 1984 ο ΓΓ του ΟΗΕ Πέρεζ Ντε Κουεγιάρ κάλεσε τον Πρόεδρο
Κυπριανού και τον Ραούφ Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη, για να λάβουν μέρος σε
εκ του σύνεγγυς συνομιλίες. Παρ` όλη την συγκρατημένη αισιοδοξία και
τη συνάντηση κορυφής τον Ιανουάριο 1985, ο Ρ. Ντενκτάς προχώρησε σε
“δημοψήφισμα” για έγκριση του “νέου συντάγματος” για το ψευδοκράτος. Η
τουρκική πλευρά απέρριψε την ιδέα για διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό
τον Ιανουάριο του 1986 και προχώρησε στην εισαγωγή και άλλων εποίκων ενώ τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής έφθασαν τις 35 χιλιάδες.
Το περίγραμμα προτάσεων για λύση του Κυπριακού
Το 1989, ο νέος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γιώργος
Βασιλείου άρχισε νέο γύρο συνομιλιών υπό την αιγίδα του νέου ΓΓ του ΟΗΕ
Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι. Υπέβαλε «Περίγραμμα Προτάσεων για την
Εγκαθίδρυση μιας Ομόσπονδης Δημοκρατίας και τη Λύση του Κυπριακού
Προβλήματος», που ήταν σύμφωνο με τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και
τις δύο Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου. Ο κ. Γκάλι υπέβαλε “Δέσμη Ιδεών”
ως “τροφή για σκέψη” με στόχο τον καταρτισμό ενός σχεδίου συνολικής
συμφωνίας μέχρι το Σεπτέμβριο του 1989. Όρισε συνάντηση με τους δύο
ηγέτες αλλά ο Ντενκτάς έθεσε όρους που δεν ήταν μόνο αντίθετοι προς τη
συμφωνημένη βάση των διαπραγματεύσεων αλλά και ασυμβίβαστοι με τα
σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Το 1990 και 1991 η αδιάλλακτη στάση της τουρκικής πλευράς
συνεχίστηκε και επιδεινώθηκε περαιτέρω με πράξεις προώθησης του
ψευδοκράτους. Παράλληλα, η Κυπριακή Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση για πλήρη ένταξη στην ΕΕ, εκπροσωπώντας τον πληθυσμό ολόκληρου του νησιού.
Η Δέσμη Ιδεών του Γενικού Γραμματέα αποτέλεσε αντικείμενο των
διακοινοτικών συνομιλιών εκ του σύνεγγυς και υπό την προεδρία του
Γενικού Γραμματέα που με διάφορες φάσεις και συναντήσεις παρατάθηκαν
μέχρι τις 11 Νοεμβρίου 1992. Η «Δέσμη Ιδεών», ενώ έγινε δεκτή από τον
Πρόεδρο Γιώργο Βασιλείου ως βάση για διαπραγματεύσεις, απορρίφθηκε από
τον Ρ. Ντενκτάς.
Από την αρχή της διαμόρφωσής της μέχρι την οριστική της μορφή τον
Αύγουστο του 1992 υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με δύο
ψηφίσματα το 750 της 10ης Απριλίου 1992 και το 774 λίγους μήνες αργότερα
τον Αύγουστο του 1992. Η πλειοψηφία των ελληνοκυπριακών κομμάτων σε
έκτακτη συνεδρία της Βουλής στις 27.1.1993 τάχθηκε εναντίον της Δέσμης
Ιδεών Γκάλι.
Με τον Γλαύκο Κληρίδη το 1993 νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η
κυπριακή κυβέρνηση πρότεινε στις 17 Δεκεμβρίου 1993 προτάσεις σύμφωνα
με τις οποίες η Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να διαλύσει την Εθνική
Φρουρά και να παραδώσει τον οπλισμό της στη φύλαξη της Ειρηνευτικής
Δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο.
Τον Ιανουάριο 1994, ο Ντενκτάς συμφώνησε τελικά να αποδεχθεί
κατ`αρχήν το πακέτο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και έτσι
άρχισαν εκ του σύνεγγυς συνομιλίες στις 17 Φεβρουαρίου με στόχο την
εφαρμογή τους.
Η διπλωματία του πήγαινε-έλα των Ηνωμένων Εθνών (Αναπληρωτή
Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο Γκουστάβ Φεϊσέλ)
συνεχίστηκε αλλά καμία πρόοδος δεν συμφωνήθηκε, με το Συμβούλιο
Ασφαλείας να βρίσκεται εκ νέου αντιμέτωπο με το γνωστό σενάριο της
απουσίας συμφωνίας λόγω ουσιαστικά έλλειψης πολιτικής βούλησης εκ μέρους
της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Το 1994 στη Συνάντηση Κορυφής της ΕΕ στην Κέρκυρα αποφασίζεται ότι η
επόμενη φάση της διεύρυνσης της ΕΕ θα περιλαμβάνει την Κύπρο και τη
Μάλτα.
Κατά τη διάρκεια του Αυγούστου 1996 υπήρξε αύξηση της έντασης
στην Κύπρο μετά τις δολοφονίες δύο Ε/κ στη νεκρή ζώνη από τις τουρκικές
κατοχικές δυνάμεις, υποβοηθούμενες από εξτρεμιστικά σοβινιστικά
στοιχεία. Το Συμβούλιο Ασφαλείας σε ψήφισμά του 1092 για ανανέωση
της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, εκφράζει βαθιά ανησυχία για την επιδείνωση της
κατάστασης στην Κύπρο.
Οι συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στο Τράουτμπεκ τον Ιούλιο του
1997 αν και δεν είχαν νέες εξελίξεις, εντούτοις δημιούργησαν καλό κλίμα,
είχε δηλώσει ο Κληρίδης. Ο δεύτερος γύρος των απευθείας συνομιλιών στο
Μοντρέ της Ελβετίας τον Αύγουστο του 1997 ωστόσο δεν έφερε αποτέλεσμα
αφού ούτε διεξήχθηκαν διαπραγματεύσεις.
Ταυτόχρονα, αποφασίστηκε η ενταξιακή διαδικασία για την Κύπρο να
αρχίσει στις 30 Μαρτίου 1998. Ο Πρόεδρος Κληρίδης πρότεινε τη συμμετοχή
των Τουρκοκυπρίων στην ενταξιακή ομάδα υπό τον Γιώργο Βασιλείου, αλλά ο
Ραούφ Ντενκτάς ήταν αρνητικός, δηλώνοντας “ότι αν η ΕΕ θέλει τη
συμμετοχή μας, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσει το κράτος μας”.
Ο Πρόεδρος Κληρίδης επανεξελέγη Πρόεδρος για μια δεύτερη θητεία τον Φεβρουάριο 1998. Αποφάσισε
τη μεταφορά των S-300 στην Κρήτη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τη ρωσική
πλευρά και στο πλαίσιο του ενιαίου αμυντικού δόγματος με την Ελλάδα.
Επανήρχισαν το Δεκέμβριο 1999 εκ του σύνεγγυς συνομιλίες για προετοιμασία του εδάφους για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις και τον Ιανουάριο 2000 νέος γύρος συνομιλιών
με τον ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν και τον ειδικό του Σύμβουλο Άλβαρο ντε
Σότο. Ο Κόφι Ανάν υπέβαλε Σχέδιο για συνολική επίλυση του Κυπριακού. Η
αρχική του μορφή (το αποκαλούμενο σήμερα σχέδιο Ανάν Ι) παρουσιάστηκε
για πρώτη φορά στις 11 Νοεμβρίου 2002. Παρουσιάστηκε δεύτερο
αναθεωρημένο σχέδιο στις 10 Δεκεμβρίου 2002.
Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ
Σε μια άλλη εξέλιξη, το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ στην Κοπεγχάγη
κάλεσε την Κύπρο για ένταξη στην ΕΕ τον Ιούνιο του 2004. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα την έντονη διαμαρτυρία των Τ/κ καλώντας τον Ντενκτάς να
παραιτηθεί ή να αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν.
Με την εκλογή του στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Τάσσος Παπαδόπουλος βρήκε μπροστά του το Σχέδιο Ανάν. Ο
ΓΓ του ΟΗΕ ήρθε στην Κύπρο στις 28 Φεβρουαρίου και υπέβαλε αναθεωρημένο
σχέδιο Ανάν, το 3. Τον Μάρτιο του 2003, στις συνομιλίες της Χάγης υπό
το ΓΓ του ΟΗΕ, ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος αποδέχτηκε, υπό κάποιες τεχνικές
προϋποθέσεις, να παραπέμψει το σχέδιο Ανάν 3 ως είχε σε δημοψήφισμα,
υπογράφοντας τη «θεμελιώδη συμφωνία». Ο Ντενκτάς όμως απέρριψε το Ανάν 3
και οι συνομιλίες κατέρρευσαν.
Σε συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη τον Φεβρουάριο 2004, ο Τ.
Παπαδόπουλος και Ρ. Ντενκτάς αποφάσισαν μια νέα διαδικασία που στόχο
είχε, όπως το Σχέδιο Ανάν τεθεί σε ταυτόχρονα δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες
πριν από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004. Μεταξύ 27 –
31 Μαρτίου 2004, ο Τάσσος Παπαδόπουλος μαζί με το Εθνικό Συμβούλιο
μετέβησαν στο Μπούργκενστοκ για την τελική διαπραγμάτευση και εκεί ο ΓΓ
του ΟΗΕ κατέθεσε το Ανάν 4.
Κατά την επιστροφή του, σε τηλεοπτικό διάγγελμά του προς τους
Ελληνοκυπρίους, ο Τάσσος Παπαδόπουλος πήρε σαφή θέση υπέρ του ΟΧΙ στο
δημοψήφισμα, σημειώνοντας ότι παρέλαβε κράτος και δεν θα παραδώσει
κοινότητα.
Στις 24 Απριλίου 2004, το 76% των Ελληνοκυπρίων ψήφισε ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν,
ενώ αντίθετα το 62% των Τουρκοκυπρίων ψήφισε ΝΑΙ. Ο Τ. Παπαδόπουλος
άρχισε διεθνή εκστρατεία για να εξηγήσει τους λόγους του ΟΧΙ.
Την 1 Μαϊου 2004, στη Σύνοδο Κορυφής του Δουβλίνου, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε αποδεκτή ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Την 1η Ιανουαρίου 2008, η Κύπρος εισήλθε στη ζώνη του ευρώ.
Τον Φεβρουάριο 2008, νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέχθηκε ο
Δημήτρης Χριστόφιας. Μαζί με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, αρχηγό του
Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, που διατηρεί στενές σχέσεις με το
ΑΚΕΛ, νέο ηγέτη των Τουρκοκυπρίων, διαφάνηκε μια ευνοϊκή ευκαιρία για
διαπραγματεύσεις ηγετών που βρίσκονταν κάτω από την ίδια ιδεολογική
στέγη.
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων των δύο ηγετών από τον Σεπτέμβριο
2008 μέχρι Απρίλιο 2010, Χριστόφιας και Ταλάτ έφθασαν σε συγκλίσεις.
Σύμφωνα με τον Τουμάζο Τσιελεπή, διεθνολόγο, επικεφαλής
διαπραγματευτικής ομάδας επί Χριστόφια και μέλος του Π.Γ. του ΑΚΕΛ,
επιτεύχθηκε σημαντική πρόοδος στα κεφάλαια της διακυβέρνησης και
κατανομής εξουσιών, το κεφάλαιο της οικονομίας και το κεφάλαιο που είχε
σχέση με τα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα υπόλοιπα τρία κεφάλαια του
Κυπριακού που ήταν το περιουσιακό, το εδαφικό και το κεφάλαιο της
ασφάλειας και των εγγυήσεων δεν είχε επιτευχθεί πρόοδος.
Οι έρευνες της ΚΔ για υδρογονάνθρακες
Τον Αλί Ταλάτ διαδέχθηκε ο Ντερβίς Ερογλου, με τον οποίο ο Δ.
Χριστόφιας είχε 77 συναντήσεις. Κορύφωση των συναντήσεων ήταν στο
Greentree του Long Island στη Νέα Υόρκη μεταξύ 21-24 Ιανουαρίου 2012. Ο
Πρόεδρος Χριστόφιας δήλωσε μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών ότι δεν
δικαιολογείτο η πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, καθώς δεν
σημειώθηκε πρόοδος στο διάστημα των 2,5 μηνών μεταξύ των δύο συναντήσεων
στο Greentree. Ο Ντ. Ερογλου συνέχισε με την επιμονή του πάνω σε
διάφορα ζητήματα που δεν μπορούσε η ε/κ πλευρά να αποδεχθεί.
Το Σεπτέμβριο 2011 άρχισαν οι έρευνες της Κυπριακής Δημοκρατίας για υδρογονάνθρακες
στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, με την Τουρκία να χαρακτηρίζει
την εξέλιξη παράνομη και να απειλεί να στείλει πλοία του τουρκικού
πολεμικού στόλου στην περιοχή.
Το Φεβρουάριο 2013 εκλέγεται στην Προεδρία της Δημοκρατίας ο Νίκος
Αναστασιάδης. Το Κυπριακό μπήκε σε δεύτερη μοίρα αφού ο Ν. Αναστασιάδης
άρχισε σχεδόν αμέσως τη διαπραγμάτευση για τριετές πρόγραμμα οικονομικής
προσαρμογής, που έληξε επίσημα στις 31 Μαρτίου 2016.
Το 2014 ξεκίνησε με καλούς οιωνούς αφού οι δύο ηγέτες συμφώνησαν σε
κοινή διακήρυξη στις 11 Φεβρουαρίου. Η δήλωση αναφέρεται στη διζωνική
δικοινοτική ομοσπονδία, στη σημασία των ΜΟΕ, αλλά και μέτρων «για
μελλοντική αναζωογόνηση της περιοχής της Αμμοχώστου όταν συμφωνηθεί από
τις δύο κοινότητες», ενώ επαναβεβαιώνεται η υποστήριξη των ΗΠΑ «στην
άσκηση των κυριάρχων δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας για
εξερεύνηση και ανάπτυξη των πόρων στις υπεράκτιες ζώνες της».
Το 2014 σημαδεύεται από την εντατικοποιημένη εμπλοκή του αμερικανικού παράγοντα στη διαδικασία
με την επίσκεψη του Αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, την αντικατάσταση του
Ειδικού Συμβούλου του ΓΓ του ΟΗΕ Αλεξάντερ Ντάουνερ από το Νορβηγό πρώην
Υπουργό Εξωτερικών Έσπεν Μπαρθ Έιντε και την αναστολή των συνομιλιών
εξαιτίας των τουρκικών προκλήσεων με την έκδοση οδηγίας προς
ναυτιλομένους (NAVTEX) και της έναρξης ερευνών από το σεισμογραφικό
σκάφος «Μπαρμπαρός».
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης απέστειλε επιστολή στον ΓΓ του ΟΗΕ, με την
ομόφωνη στήριξη των μελών του Εθνικού Συμβουλίου, αναστέλλοντας τη
συμμετοχή του στις συνομιλίες.
Η εκλογή του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων το
2015 έδωσε νέα πνοή στις διαπραγματεύσεις με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη να
επιστρέφει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι διαπραγματεύσεις
συνεχίστηκαν με εντατικό ρυθμό το 2016 με αποκορύφωμα την απόφαση να
συναντηθούν στο θέρετρο Mont Pelerin στην Ελβετία. Ύστερα από δύο γύρους
Αναστασιάδης και Ακιντζί δεν μπόρεσαν να επιτύχουν στις απαραίτητες
περαιτέρω συγκλίσεις στα κριτήρια για εδαφικές προσαρμογές που θα
άνοιγαν το δρόμο για την τελευταία πράξη των συνομιλιών.
Σύμφωνα με τον Ειδικό Σύμβουλο του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Έσπεν
Μπαρθ Έιντε, οι δυο πλευρές αποφάσισαν «να επιστρέψουν στην Κύπρο και να
εξετάσουν την πορεία προς τα μπρος…».
Σε δείπνο στη Λευκωσία την 1η Δεκεμβρίου 2016, αποφάσισαν να
συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις στη Λευκωσία και να συναντηθούν στη
Γενεύη. Στις 11 Ιανουαρίου 2017 θα παρουσιάσουν τους χάρτες τους. Από
την 12η Ιανουαρίου 2017 θα συγκληθεί Διάσκεψη για την Κύπρο με την
πρόσθετη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων και θα προσκληθούν όσα άλλα
αρμόδια μέρη απαιτείται.
Η χαρτογράφηση του Κυπριακού απο το 1977 μέχρι το 2004
Η εδαφική πτυχή του Κυπριακού και η αποτύπωση των εδαφών της
κάθε συνιστώσας πολιτείας σε χάρτη είναι ένα από τα κρίσιμα θέματα που
πρέπει να διευθετηθούν στο πλαίσιο μιας λύσης και αποτελεί
αντικείμενο και της παρούσας φάσης των συνομιλιών μεταξύ του Προέδρου
της Δημοκρατίας Νίκου Αναστασιάδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά
Ακιντζί, που συνεχίζονται αυτό τον μήνα στη Γενεύη, στο πλαίσιο των
οποίων είναι προγραμματισμένο στις 11 Ιανουαρίου οι δυο πλευρές να
παρουσιάσουν τους χάρτες τους.
Πηγή της ελληνοκυπριακής πλευράς ανέφερε στο ΚΥΠΕ πως το γεγονός
ότι την ίδια στιγμή θα κατατεθούν χάρτες από τις δυο πλευρές για τις
εδαφικές αναπροσαρμογές είναι μια σημαντική εξέλιξη, προσθέτοντας πως
αυτό που αναμένεται είναι ότι στους χάρτες θα αποτυπώνεται το κριτήριο
του ποσοστού εδάφους της κάθε συνιστώσας πολιτείας επί του οποίου υπήρξε
στο Μοντ Πελεράν κατ `αρχήν συμφωνία σε ό,τι αφορά την έκταση της
τουρκοκυπριακής συνιστώσας πολιτείας, μεταξύ 28,2%-29,2%.
Πρόσθεσε πως η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έχει στις αποσκευές της
παραλλαγές χαρτών και πως αναμένει ότι στη Γενεύη οι δυο πλευρές θα
συνεχίσουν και τη συζήτηση επί των κριτηρίων για το εδαφικό πριν την
παρουσίαση των χαρτών τους, υπενθυμίζοντας πως δεν υπήρξε συμφωνία επί
των άλλων δυο κριτηρίων που αφορούν τον αριθμό των προσφύγων που θα
επιστρέψουν υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και το ποσοστό της ακτογραμμής
της κάθε πλευράς.
Η ίδια πηγή είπε ακόμα πως σε μεγάλο βαθμό η σύγκλιση ή η απόκλιση
που θα υπάρχει στους χάρτες που θα κατατεθούν θα επηρεάσει το κλίμα κατά
τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τις Εγγυήσεις. Ερωτηθείσα κατά πόσο
έχουν ληφθεί υπόψη κατά την προετοιμασία της ελληνοκυπριακής πλευράς,
χάρτες και προτάσεις για εδαφικές αναπροσαρμογές που είχαν γίνει στο
παρελθόν, η ίδια πηγή ανέφερε πως «φυσικά λαμβάνονται υπόψη»,
προσθέτοντας πως «υπάρχουν κάποιες ευαισθησίες».
Πρόσθεσε πως για παράδειγμα για την ελληνοκυπριακή πλευρά εκείνο
που έχει σημασία είναι να επιστραφούν περιοχές που ήταν
πυκνοκατοικημένες πριν την τουρκική εισβολή.
Στο παρελθόν τόσο οι δυο πλευρές όσο και τα Ηνωμένα Έθνη είχαν
ετοιμάσει χάρτες και έκαναν εισηγήσεις για εδαφικές αναπροσαρμογές,
χωρίς ωστόσο να γίνει κατορθωτή η επίτευξη συμφωνίας. Η “χαρτογράφηση”
της λύσης του Κυπριακού άρχισε από νωρίς στο πλαίσιο των δικοινοτικών
συνομιλιών μετά την τουρκική εισβολή του 1974.
Αφετηρία: Το 1977 και όλες οι εδαφικές αναπροσαρμογές
Το 1977, κατά τον έκτο γύρο των συνομιλιών, η ελληνοκυπριακή πλευρά
προσήλθε με προτάσεις τόσο για το Συνταγματικό όσο και για το Εδαφικό.
Στο πλαίσιο αυτό η ελληνοκυπριακή πλευρά ετοίμασε χάρτη (31/3/1977) που
προέβλεπε ποσοστό εδάφους 80,3% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 19,7%
για την τουρκοκυπριακή. Η ελληνοκυπριακή πλευρά λάμβανε ποσοστό 75,3%
της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή 24,7%. Ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων
που θα επέστρεφαν ήταν 109.515. Η πρόταση αυτή επανήλθε και στις 8
Οκτωβρίου 1980.
Στις 13 Απριλίου 1978 κατέθεσε προτάσεις η τουρκοκυπριακή πλευρά. Η
νεκρή ζώνη θα τίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση ενώ σε ό,τι αφορά τα
υπόλοιπα εδάφη υπήρχε απλώς ευθυγράμμιση με αποτέλεσμα να επιστρέφεται
μόλις το 1,2% των εδαφών. Έτσι ποσοστό 64,8% θα ανήκε στην
ελληνοκυπριακή συνιστώσα πολιτεία, η οποία θα είχε τον έλεγχο του 44,5%
της ακτογραμμής. Το 35,2% του εδάφους θα ανήκε στην τουρκοκυπριακή
συνιστώσα πολιτεία, η οποία θα είχε τον έλεγχο του 55,5% της
ακτογραμμής. Συνολικά θα επέστρεφαν 4.124 Ελληνοκύπριοι.
Στις 5 Αυγούστου 1981 η τ/κ πλευρά προχώρησε στην υποβολή νέων
προτάσεων επί αριθμού θεμάτων, περιλαμβανομένου και του Εδαφικού. Ο
χάρτης της προέβλεπε ποσοστό εδάφους 33,4% για την ίδια και 66,6% υπό
ελληνοκυπριακή διοίκηση. Η τουρκοκυπριακή πλευρά θα είχε το 53,4% της
ακτογραμμής και η ελληνοκυπριακή το 46,6% ενώ θα επέστρεφαν 13.818
Ελληνοκύπριοι.
Ακολούθησε την ίδια χρονιά ο πρώτος χάρτης του Ειδικού Αντιπροσώπου
των Ηνωμένων Εθνών Χούγκο Γκόμπι με τον οποίο ποσοστό εδάφους 72,6%
τίθετο υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,4% υπό τουρκοκυπριακή. Σε ό,τι
αφορά την ακτογραμμή ποσοστό 49,8% θα ανήκε στην ελληνοκυπριακή πλευρά
και 50,2% στην τουρκοκυπριακή. Θα επέστρεφαν 78.025 Ελληνοκύπριοι.
Ο δεύτερος χάρτης Γκόμπι επίσης του 1981 έδινε 0,2% περισσότερο
ποσοστό εδάφους στην ελληνοκυπριακή πλευρά (72,8%) και το 27,2% στην
τουρκοκυπριακή. Τα ποσοστά της ακτογραμμής για την κάθε πλευρά παρέμεναν
τα ίδια ενώ θα επέστρεφαν 79.720 Ελληνοκύπριοι.
Τον Αύγουστο του 1992 υποβάλλεται ο χάρτης του τότε ΓΓ των Ηνωμένων
Εθνών Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι με τις εδαφικές αναπροσαρμογές ο οποίος
ήταν ενσωματωμένος στη “Δέσμη Ιδεών” Γκάλι για ένα πλαίσιο συνολικής
συμφωνίας για το Κυπριακό. Ο χάρτης προέβλεπε ποσοστό εδαφών 72,1% υπό
ελληνοκυπριακή διοίκηση και 27,9% υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση. Με βάση
το χάρτη η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κατείχε το 49,9% της ακτογραμμής και
η τουρκοκυπριακή το 50,1%. Θα επέστρεφαν 78.912 Ελληνοκύπριοι.
Το Δεκέμβριο του 1999 υπήρξαν δυο χάρτες από την ελληνοκυπριακή
πλευρά στο πλαίσιο των προτάσεών της για το Εδαφικό. Και στις δυο
περιπτώσεις τα ποσοστά εδάφους και ακτογραμμής παρέμεναν τα ίδια, άλλαζε
μόνο ο αριθμός των Ελληνοκυπρίων που θα επέστρεφαν. Το ελληνοκυπριακό
συνιστών κρατίδιο θα είχε το 76% του εδάφους και το τουρκοκυπριακό το
24%, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά θα έλεγχε το 65% της ακτογραμμής και η
τουρκοκυπριακή το 35%. Με βάση τον πρώτο χάρτη θα επέστρεφαν 107.778
Ελληνοκύπριοι και με βάση το δεύτερο 99.916.
Οι αναπροσαρμογές του Σχεδίου Ανάν
Οι επόμενες προτάσεις εδαφικών αναπροσαρμογών έγιναν στα πλαίσια των συζητήσεων για τις διάφορες εκδοχές του Σχεδίου Ανάν.
Με βάση την πρόταση του πρώτου Σχεδίου το Νοέμβριο του 2002, το
ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 71,4% του εδάφους και το
τουρκοκυπριακό το 28,6%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε το 45,5% της
ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 54,5%, ενώ θα επέστρεφαν 82.170
Ελληνοκύπριοι.
Ακολούθησε δεύτερη πρόταση από τα Ηνωμένα Έθνη τον ίδιο μήνα, με
βάση την οποία το ελληνοκυπριακό συνιστών κρατίδιο θα είχε το 71,5% του
εδάφους και το τουρκοκυπριακό το 28,5%. Η ελληνοκυπριακή πλευρά θα είχε
το 58,3% της ακτογραμμής και η τουρκοκυπριακή το 41,7%, ενώ θα
επέστρεφαν 79.947 Ελληνοκύπριοι.
Το Δεκέμβριο του 2002 υπήρξε πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς
για 73,1% του εδάφους για την ίδια και 26,9% για την τουρκοκυπριακή
πλευρά. Η ακτογραμμή της κάθε πλευράς θα ήταν 60,3% και 39,7%,
αντίστοιχα. Θα επέστρεφαν συνολικά 100.311 Ελληνοκύπριοι.
Η πρόταση που περιλαμβανόταν στο Σχέδιο Ανάν 2 το Δεκέμβριο του
2002 προνοούσε ποσοστό εδάφους 71,5% υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και
28,5% υπό τουρκοκυπριακή ενώ σε ό,τι αφορά την ακτογραμμή το 59% θα ήταν
υπό ελληνοκυπριακή διοίκηση και το 41% υπό τουρκοκυπριακή. Θα
επέστρεφαν 79.947 Ελληνοκύπριοι.
Ακολούθησαν οι προτάσεις επί του Εδαφικού στο Σχέδιο Ανάν 3 το
Φεβρουάριο του 2003, στις 29 Μαρτίου 2004 (Σχέδιο Ανάν 4) και στις 31
Μαρτίου 2004 (Σχέδιο Ανάν 5 το οποίο τέθηκε σε δημοψήφισμα). Και οι
τρεις προτάσεις προνοούσαν ποσοστό εδάφους 71,3% υπό ελληνοκυπριακή
διοίκηση και 28,7% υπό τουρκοκυπριακή και επιστροφή 86.366
Ελληνοκυπρίων.
Σε ό,τι αφορά τα ποσοστά της ακτογραμμής στην πρόταση του 2003 αυτά
ήταν 49% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και 51% για την τουρκοκυπριακή
και στις δυο επόμενες προτάσεις 45,7% για την ελληνοκυπριακή πλευρά και
54,3% για την τουρκοκυπριακή.
Πηγή: ΚΥΠΕ