Poutanique τεχνη, εσυ τα φταις ολα!

Να είναι τέχνη; Επάγγελμα ή μήπως ματαιοδοξία;

Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!

Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....

Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!

αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....

Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;

Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....

Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.

Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...

Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...

Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας

5 Νοε 2021

Ο Δρόμος (La Strada) του Φεντερίκο Φελίνι!

 Ο Δρόμος (La Strada)

Το La Strada του Φεντερίκο Φελίνι είναι μία, πλέον κλασική ταινία του κινηματογράφου και ήταν το πρώτο βήμα προς την εύρεση της σκηνοθετικής του «ταυτότητας». Η ταινία έχει στοιχεία του τότε νεορεαλιστικού ιταλικού κινηματογράφου, αλλά και τις «πινελιές» του Φελίνι, εξαιτίας των οποίων την έκανε να αμφισβητηθεί στην Ιταλία εκείνη την εποχή. Ο σκηνοθέτης Μάρτιν Σκορτσέζε έχει δηλώσει ότι ήταν από τις ταινίες που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το σινεμά.

Υπόθεση:

Η καλόκαρδη Τζελσομίνα, πουλημένη από τη μάνα της στον περιπλανώμενο τσιρκολάνο Ζαμπανό, περνά άσχημα στα χέρια του, αλλά κάνει υπομονή. Μέχρι που συναντά έναν σχοινοβάτη, ο οποίος την ενθαρρύνει να ανεξαρτητοποιηθεί.

Συντελεστές:

Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι

Ηθοποιοί: Τζουλιέτα Μασίνα, Άντονι Κουίν, Ρίτσαρντ Μπέιζχαρτ

Έτος: 1954

Διάρκεια: 108'

 

Τα δύο πρόσωπα της τζιχάντ


 

Η δράση των οπλισμένων πολιτοφυλακών στο Σαχέλ και η νίκη των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν αποτελούν φαινόμενα διαφορετικής τάξης από τις τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ-Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, οι οποίες ευαγγελίζονται έναν παγκοσμιοποιημένο ιερό πόλεμο. Τα πιο πρόσφατα νικηφόρα μέτωπα του τζιχαντισμού υπακούν σε μια δική τους, τοποκεντρική λογική. Συνεπώς, δεν εξαλείφονται με τη χρήση βίας και μόνο.

Κάθε γεγονός που συνδέεται με τον μουσουλμανικό κόσμο μετριέται πλέον με γνώμονα την έννοια της «τρομοκρατίας». Μετά την πτώση της Καμπούλ τον Αύγουστο του 2021, τα μέσα ενημέρωσης και πολλοί δυτικοί παρατηρητές δεν έχουν πάψει να αναρωτιούνται εάν η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναβίωση των ισλαμιστικών επιθέσεων στον κόσμο. Ουδόλως όμως προβληματίζονται σχετικά με δύο άλλα σημεία: γιατί οι Ταλιμπάν κατάφεραν να κυριεύσουν την αφγανική πρωτεύουσα χωρίς να ρίξουν σχεδόν ούτε έναν πυροβολισμό; Ενεπλάκησαν άραγε ποτέ άμεσα σε κάποια πράξη βίας εκτός Αφγανιστάν; Ομολογουμένως παρείχαν άσυλο στον Οσάμα Μπιν Λάντεν μεταξύ 1996 και 2001, και πλήρωσαν το τίμημα γι’ αυτό εκδιωκόμενοι από την εξουσία στο τέλος ενός πολέμου μερικών εβδομάδων. Ποτέ όμως δεν κατηγορήθηκαν από τους Αμερικανούς ότι ήταν ενήμεροι για την προετοιμασία των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσινγκτον.

Αυτή η εστίαση στην ένοπλη βία εμποδίζει την κατανόηση των φαινομένων της ριζοσπαστικοποίησης και του περάσματος στην πράξη. Προϋποθέτει μάλιστα μια συνέχεια μεταξύ της θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης, της αναγγελίας της τζιχάντ και της διεθνούς τρομοκρατίας, σαν να υπάρχει μια αναγκαστική μετάβαση από το πρώτο στάδιο στο τρίτο και σαν, αντιστρόφως, η διεθνής τρομοκρατία να δημιουργεί τον τοπικό τζιχαντισμό. Η συλλογιστική αυτή οδηγεί στην ερμηνεία κάθε αναφοράς στη σαρία και κάθε καλέσματος σε ιερό πόλεμο ως προπομπό επιθέσεων σε παγκόσμια κλίμακα.

Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, η πολιτική της Δύσης απέναντι στα ισλαμιστικά κινήματα καθορίζεται με μοναδικό κριτήριο την υποτιθέμενη εγγύτητά τους με την τρομοκρατία. Η εγγύτητα αυτή έχει οριστεί τόσο με βάση μια «κλίμακα έντασης» των θρησκευτικών αναφορών, όσο και εξίσου –αν όχι περισσότερο– από την πραγματική πρακτική της προσφυγής στη βία: σε γενικές γραμμές, όσο περισσότερο οι ισλαμιστικές ομάδες μιλούν για σαρία, όσο περισσότερο αμφισβητούν την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, τόσο περισσότερο συνιστούν τρομοκρατική απειλή. Εξ ου και το δόγμα του προληπτικού πολέμου: τους κάνουμε επίθεση προτού περάσουν εκείνοι στην πράξη.

Ωστόσο, μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των τζιχαντιστικών κινημάτων δείχνει ότι αυτή η υποτιθέμενη αδιάσπαστη συνέχεια όχι μόνο δεν έχει νόημα, αλλά οδηγεί στην κινούμενη άμμο των εδαφικών πολέμων, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση δεν χρησιμεύουν σε τίποτα και στη χειρότερη ενισχύουν τη διεθνοποίηση τοπικών συγκρούσεων και επομένως τη σύνδεσή τους με τον παγκόσμιο τζιχαντισμό.

Αυτό το πλαίσιο ανάλυσης αποκλείει κάθε πολιτική προσέγγιση που θα επέτρεπε την αποτροπή του αδιεξόδου της τρομοκρατίας και την επανένταξη των ένοπλων ομάδων στο παιχνίδι της νομιμότητας. Φυσικά, μπορούμε να αναρωτηθούμε γιατί επιβάλλεται μια τέτοια επανένταξη. Η απάντηση είναι απλή: όταν αυτά τα κινήματα διαθέτουν κοινωνική βάση και ικανότητα κινητοποίησης, η αντιτρομοκρατική και η στρατιωτική δράση δεν αρκούν από μόνες τους να τις περιορίσουν. Το Αφγανιστάν και το Μάλι δείχνουν ότι η θεμελίωση της πολιτικής για την καταστολή της εξέγερσης αποκλειστικά στο μοντέλο της προσφυγής στην ένοπλη βία δεν λειτουργεί. Το ίδιο ισχύει και για την αντιμετώπιση που συνίσταται στη διατήρηση των ριζοσπαστών σε απόσταση κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης ενός κράτους δικαίου σταθερού, δημοκρατικού και πιστού στους κανόνες της καλής διακυβέρνησης. Όλες οι απόπειρες προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν αποτύχει. Δεν αναρωτιόμαστε για τους λόγους αυτών των αποτυχιών, παρά μόνο προωθούνται επιχειρήματα πολιτισμικού τύπου: το κράτος δικαίου παρουσιάζεται ως ένα δυτικό μοντέλο που δεν προσαρμόζεται στις μουσουλμανικές κοινωνίες. Δεν βλέπουμε ότι πολλές από αυτές τις κοινωνίες έχουν όντως δική τους κρατική παράδοση, ικανή να οδηγήσει σε κράτος δικαίου, αρχίζοντας από το Αφγανιστάν.

Προφανώς η τρομοκρατία είναι υπαρκτή. Η Αλ-Κάιντα την έχει κάνει αποκλειστική πρακτική της και το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ ή ISIS) την έχει συνδέσει συστηματικά με την τζιχάντ. Ωστόσο η τελευταία δεν είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τρομοκρατία, ούτε στο θεολογικό επίπεδο (υπάρχει μια νομική παράδοση που ελέγχει τη βία) ούτε στο πολιτικό (οι Αφγανοί μουτζαχεντίν ποτέ δεν μπήκαν στον χορό της διεθνούς τρομοκρατίας εναντίον σοβιετικών στόχων). Χωρίς να είναι λανθασμένη, η ιδέα ότι η τρομοκρατία αποτελεί μια αντίδραση απέναντι στον στρατιωτικό παρεμβατισμό της Δύσης στη Μέση Ανατολή (αυτό ήταν πάντα το επιχείρημα της Αλ-Κάιντα) παραμένει ελλιπής. Δεν εξηγεί τη διαφορετική απήχηση ορισμένων πολέμων: γιατί άραγε η Τσετσενία, όπου η Δύση δεν είχε εμπλακεί, και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, όπου το ΝΑΤΟ πολεμούσε στο πλευρό των μουσουλμάνων, προκάλεσαν μεγαλύτερη αλληλεγγύη ανάμεσα στους ριζοσπαστικοποιημένους μουσουλμάνους νέους της Ευρώπης απ’ ό,τι η υποσαχάρια ζώνη του Σαχέλ, όπου ο γαλλικός στρατός παρεμβαίνει από το 2013;

Οφείλουμε συνεπώς να εξετάσουμε πολύ πιο προσεκτικά το θέμα. Δεν υπάρχει συστηματική σύνδεση μεταξύ τοπικής τζιχάντ και διεθνούς τρομοκρατίας. Έχουμε ήδη αναφερθεί στους Ταλιμπάν: ποτέ δεν εξήγαγαν τη βία εκτός Αφγανιστάν και η ευθύνη για την πλειονότητα των τυφλών επιθέσεων κατά πολιτών ή σιιτών στην Καμπούλ κατά τη διάρκεια των είκοσι χρόνων της αμερικανικής παρουσίας αναλήφθηκε από τζιχαντιστικές ομάδες, μεταξύ των οποίων, πρόσφατα, ήταν και το τοπικό παρακλάδι του ΙΚ.

Η περίπτωση του Μάλι μοιάζει ακόμα πιο παράδοξη. Ενώ η Γαλλία μάχεται στην πρώτη γραμμή εναντίον των ομάδων του Σαχέλ, ενώ ο στρατός επιδεικνύει τα κατορθώματά του κατά των τρομοκρατών –όπως έπραξε πρόσφατα μετά την εξουδετέρωση του Αντνάν Αμπού Ουαλίντ Αλ-Σαχράουι, του εμίρη του Ισλαμικού Κράτους της Μεγάλης Σαχάρας (ISGS)– ενώ το κράτος του Μάλι διατηρείται όρθιο με νύχια και με δόντια από το Παρίσι και ενώ υπάρχει ένα αναγνωρισμένο αποικιοκρατικό παρελθόν, πώς είναι δυνατό κανένας τρομοκράτης να μην έχει υποκινηθεί από τη γαλλική παρουσία εκεί; Όλοι τους, ή σχεδόν όλοι, ανέφεραν είτε τη Συρία και το Ιράκ (όπως ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ κατά τις πρώτες ημέρες της δίκης για τις επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι) είτε την υποστήριξη των γαλλικών αρχών στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Charlie Hebdo» αφότου δημοσίευσε τις γελοιογραφίες με τον προφήτη Μωάμεθ. Ασφαλώς, οι Μαλιανοί μετανάστες στη Γαλλία δεν αποτελούν πλειοψηφία και προέρχονται από εθνοτικές ομάδες που δεν συμμετέχουν στην τζιχάντ. Αλλά και εκείνοι που έχουν έρθει από τη Φαλούτζα ή τη Μοσούλη δεν υπερτερούν κατά πολύ σε αριθμό. Γιατί άραγε τόσοι δεύτερης γενιάς Βορειοαφρικανοί νέοι κινητοποιούνται για τη Συρία και το Ιράκ, αλλά όχι για το Σαχέλ το οποίο, μολαταύτα, είναι γεωγραφικά εγγύτερο στη χώρα καταγωγής των γονέων τους; Γιατί ένας προσήλυτος στο Ισλάμ από τη Νορμανδία, τη Βρετάνη ή τη Ρεϋνιόν δεν αναφέρει ποτέ το Μάλι, αλλά πάντοτε το Ιράκ ή τη Συρία, όπου οι γαλλικές δυνάμεις έπαιξαν δευτερεύοντα ρόλο; Όπως και να έχει το πράγμα, έως σήμερα, περισσότερα από οκτώ χρόνια πολέμου της Γαλλίας στο Μάλι δεν προκάλεσαν τρομοκρατικές δράσεις στο γαλλικό εθνικό έδαφος.

Άνοδος «αποπολιτισμένων» γενεών

Προκειμένου να επιλύσουμε αυτόν τον γρίφο, είναι απαραίτητο να κάνουμε διάκριση μεταξύ των τοπικών και της παγκόσμιας τζιχάντ, παρ’ ότι οι δυο τους ενδέχεται να διασταυρώνονται. Τοπική τζιχάντ θεωρείται η βούληση μιας ομάδας να εγκαθιδρύσει ένα ισλαμικό εμιράτο κυβερνώμενο σύμφωνα με τη σαρία σε έναν δεδομένο γεωγραφικό χώρο, με επικεφαλής έναν εμίρη (μόνο το ΙΚ έχει ορίσει χαλίφη, δηλαδή έναν ηγέτη που έχει ως αποστολή να διοικήσει το σύνολο της ούμμα, συγκεντρώνοντας τους πιστούς όλου του κόσμου)1. Αυτές οι τοπικές οντότητες αναπτύσσονται κυρίως σε ζώνες επικράτησης μιας φυλής με την ευρεία έννοια2. Προκύπτουν από τοπικές εντάσεις και μεταλλαγές: εκδίκηση μικρότερων φατριών απέναντι στην αριστοκρατία της φυλής, διενέξεις για θέματα νερού και γης, ανικανότητα του κράτους απέναντι στη διαφθορά και στη βία και άνοδος πιο «αποπολιτισμένων» νέων γενεών, δηλαδή γενεών που έχουν αποστασιοποιηθεί από τους κώδικες της παράδοσης και από τα έθιμα. Χωρίς να ξεχνάμε την επίκληση του Ισλάμ προκειμένου να απονομιμοποιηθεί το κράτος, αλλά και άλλοι θεσμοί (τοπικές ηγεμονίες, φυλές, θρησκευτικές αδελφότητες). Από το Μάλι έως τη Μοζαμβίκη, περνώντας από τη Νιγηρία, το Τσαντ και το Σουδάν, από τις επικράτειες των φυλών του Αφγανιστάν και του Πακιστάν έως την Υεμένη, περνώντας από τη Βορειοανατολική Συρία και το αιγυπτιακό Σινά, η εμφάνιση τζιχαντιστικών ομάδων είναι πάντοτε ριζωμένη στην πολιτική ανθρωπολογία των τοπικών κοινωνιών.

Η ανάπτυξη τοπικών τζιχάντ προηγείται ή συνοδεύει την άνοδο δύο παγκόσμιων οργανώσεων, της Αλ-Κάιντα και του ΙΚ. Αμφότερες εκκινούν από το ίδιο σκεπτικό: η νίκη δεν μπορεί ποτέ να είναι τοπική, καθώς είτε τα απελευθερωμένα εδάφη σύντομα θα κυριευθούν και πάλι είτε το νέο κράτος θα αποκηρύξει την παγκόσμια τζιχάντ προκειμένου να αναγνωριστεί από τις μεγάλες δυνάμεις. Συνεπώς, πρώτα πρέπει να «γονατίσει» η Δύση ώστε να είναι εφικτή η ελπίδα ένωσης των διαφορετικών εμιράτων σε ένα ενιαίο σύνολο. Οι τοπικοί τζιχαντιστές, μπροστά σε αυτή την πρόταση να παγκοσμιοποιηθεί ο δικός τους ιερός πόλεμος, βρίσκονται μπροστά σε μια επιλογή: να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους (όπως κάνουν οι Ταλιμπάν) ή να αυτοανακηρυχθούν δικαιοδόχοι μίας εκ των δύο οργανώσεων, ορκιζόμενοι πίστη στον εμίρη της Αλ-Κάιντα ή στον χαλίφη του ΙΚ, όπως έκαναν η Αλ-Κάιντα του Ισλαμικού Μαγκρέμπ (AQIM) ή η εξτρεμιστική ισλαμιστική οργάνωση Άνσαρ Μπέιτ Αλ-Μάκντις στο Σινά. Η στρατηγική αυτή προσφέρει ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα. Η διεθνοποίηση τούς προσφέρει ευρύτερη νομιμοποίηση σε σχέση με ενδεχόμενους τοπικούς ανταγωνιστές, παρέχοντας παράλληλα τη δυνατότητα υποδοχής αλλοδαπών εθελοντών, κάτι που ενισχύει την επίδραση του φόβου στον υπόλοιπο πληθυσμό. Ενέχει όμως και τον κίνδυνο μιας έξωθεν στρατιωτικής επέμβασης.

Ασφαλώς η επιλογή μεταξύ Αλ-Κάιντα και ΙΚ μπορεί να αιτιολογηθεί από προσωπικές διασυνδέσεις (για παράδειγμα τη συμμετοχή τοπικών ηγετών σε προηγούμενους πολέμους), εντούτοις στηρίζεται κυρίως σε διαφορετικές θεωρήσεις της σχέσης μεταξύ Ισλάμ και εδαφικής επικράτειας. Η Αλ-Κάιντα πάντα αρνούνταν την εδαφική επιλογή και έβλεπε τα εμιράτα απλώς ως έναν χώρο όπου θα έβρισκε καταφύγιο: ο Μπιν Λάντεν δήλωσε υποταγή στον εμίρη των Ταλιμπάν, τον μουλά Ομάρ, και όχι το αντίστροφο. Η οργάνωσή του δεν επενέβη στη διαχείριση του πολιτικού καθεστώτος τους –τέθηκε μάλιστα στην υπηρεσία τους στο εσωτερικό της χώρας, δολοφονώντας τον κύριο αντίπαλό τους, τον διοικητή Μασούντ (στις 9 Σεπτεμβρίου 2001), προκειμένου να έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στο πρόγραμμά της για διεθνή τρομοκρατία. Για τον Μπιν Λάντεν, η παγκόσμια τζιχάντ υπερτερούσε έναντι της δράσης τοπικού χαρακτήρα. Ο διάδοχός του Αϊμάν Αλ-Ζαουάχρι κατήγγειλε, τον Ιούνιο του 2013, τον σχηματισμό του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε από τον Αμπού Μπακρ Αλ-Μπαγκντάντι. Οι αρχηγοί της Αλ-Κάιντα θεωρούσαν πως η κατοχή εδαφικής επικράτειας ήταν μια παγίδα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική επίθεση από επαγγελματικούς στρατούς με απόλυτη εναέρια κυριαρχία. Η συνέχεια τούς δικαίωσε.

Όσο για το ΙΚ, παραμένει η μοναδική οργάνωση που συνδύασε εδαφική επικράτεια και παγκοσμιοποίηση, βασιζόμενη ταυτόχρονα στην παράδοση των τοπικών εμιράτων και στην κληρονομιά της Αλ-Κάιντα, και προσφεύγοντας σε τρομοκρατικές επιθέσεις αυτοκτονίας. Έτσι, το χαλιφάτο που ανακηρύχθηκε το 2014 εμφανίζει μια πρωτόγνωρη σύνθεση: ενόσω κατακτούσε συνεχώς νέα εδάφη, εξαπέλυσε τρομοκρατικές εκστρατείες στη Δύση προκειμένου να πιέσει την κοινή γνώμη να εναντιωθεί στις στρατιωτικές επεμβάσεις εναντίον του. Διεξήγαγε επίσης έναν πόλεμο-αστραπή στη Μέση Ανατολή, με την ελπίδα ότι τα καθεστώτα θα κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι. Όμως, η στρατηγική αυτή δεν ήταν βιώσιμη: η οργάνωση, διευρύνοντας συνεχώς την επικράτειά της, αγνοώντας τα σύνορα, εφαρμόζοντας ιδεολογικές εκκαθαρίσεις και καταλήγοντας να στραφεί εναντίον των φυλών, που θα μπορούσαν να την είχαν δεχθεί ευνοϊκά στην αρχή, επέσπευσε την ήττα της. Εξάλλου, οι μακροπρόθεσμοι υπολογισμοί της είχαν ένα λάθος: ο αμερικανικός στρατός δεν βρέθηκε σε τέλμα, όπως στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. Μόλις ηττήθηκε το χαλιφάτο, παρέδωσε τα κλειδιά στις σιιτικές πολιτοφυλακές και στις κουρδικές δυνάμεις και αποχώρησε.

Πλέον, ακόμη και εάν ο κίνδυνος επιθέσεων στη Δύση παραμένει υψηλός, η διεθνής τρομοκρατία φαίνεται να παρουσιάζει κάμψη, αφού πρώτα κυριάρχησε στη σκηνή για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Από το 1995 έως το 2015, υπάρχει μια απρόσκοπτη συνέχεια στα χαρακτηριστικά των τρομοκρατών που δρουν στη Δύση: από τον Χαλέντ Κελκάλ –εμπλεκόμενο στo κύμα επιθέσεων που διαπράχθηκαν στη Γαλλία το 1995– έως τον Σαλάχ Αμπντεσλάμ, συναντούμε μουσουλμάνους δεύτερης γενιάς και προσηλυτισμένους3. Από το 2016, τα προφίλ τους γίνονται πιο ετερόκλητα, οι επιθέσεις πιο μεμονωμένες και πιο αυτοσχέδιες, τα κίνητρα πιο ασαφή και αποσυνδεδεμένα από τα μεγάλα στρατηγικά διακυβεύματα. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι η παγκόσμια τζιχάντ δεν είχε ποτέ βαθιά κοινωνική αγκύρωση. Οι «τρομοκράτες» δεν έχουν επαρκείς εφεδρείες στη γαλλική κοινωνία: συνεπώς ηττήθηκαν αρκετά εύκολα λόγω της αυτοκτονικής στάσης τους και λόγω της βελτίωσης της αστυνομικής συνεργασίας και των τεχνολογιών ασφαλείας.

Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια παρακμή της παγκόσμιας τζιχάντ. Όχι όμως και των τοπικών τζιχάντ, όπως καταδεικνύει η νίκη των Ταλιμπάν και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Γαλλία στο Μάλι. Αυτές οι εδαφικές συγκρούσεις δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται απλά παρακλάδια ενός παγκοσμιοποιημένου ιερού πολέμου αλλά, αντιθέτως, αναταραχές με βαθιές ρίζες μέσα στις κοινωνίες όπου εκδηλώνονται. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητη λίγη πολιτική ανθρωπολογία: όλες οι τοπικές τζιχάντ που αντέχουν δεν περιορίζονται στις δολοφονίες ή στην επιβολή του τρόμου. Οι Ταλιμπάν οφείλουν την επιρροή τους κυρίως στην ικανότητα που έχουν να διαχειρίζονται μικροδιενέξεις (για θέματα γης ή νερού, βεντέτες κ.λπ.)4. Οι μετακινούμενοι τζιχαντιστές στο Σαχέλ δεν μπορούν να κατανοηθούν παρά μόνο μέσα από τη σύνδεσή τους με ήδη υπάρχουσες διενέξεις τις οποίες τα κράτη αποδεικνύονται ανίκανα να διευθετήσουν (γη, νερό, βοσκότοποι, εθνοτικές και κοινωνικές εντάσεις). Αυτές οι τοπικές αντιπαραθέσεις μικρή έλξη προκαλούν στους ξένους εθελοντές και δεν οδηγούν σε εκείνο που ήταν κάποτε η κύρια δύναμη της Αλ-Κάιντα και του ΙΚ: την κατασκευή ενός μεγάλου εσχατολογικού αφηγήματος που μεταμορφώνει νεαρούς διεθνιστές ριζοσπάστες δυσαρεστημένους με την κοινωνία σε ήρωες ενός νέου κόσμου. Η ιστορία των Ταλιμπάν, όπως κι εκείνη του αποσχισθέντος παρακλαδιού της Αλ-Κάιντα στη Συρία (της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση του Λεβάντε), αποδεικνύει ότι οι τοπικές τζιχάντ υπόκεινται σε πολιτικούς περιορισμούς που ενδέχεται να τις οδηγήσουν σε διαπραγματεύσεις και σε έλεγχο μιας εδαφικής επικράτειας, εντός ενός πλαισίου αποδεκτού από τη «διεθνή κοινότητα» (σεβασμός των συνόρων, απόρριψη της παγκόσμιας τρομοκρατίας). Αυτό έκαναν οι Ταλιμπάν, δίνοντας έτσι ένα μάθημα στους τζιχαντιστές κάθε απόχρωσης, όπως και στους αντιπάλους τους: δεν υπάρχει στρατιωτική νίκη, υπάρχουν μόνο πολιτικές νίκες.


  1. (Σ.τ.Μ.) Ούμμα ονομάζεται η κοινότητα των πιστών.
  2. Έχουμε αναλύσει το φαινόμενο των τοπικών εμιράτων, με βάση την παρατήρηση ενός αυτοανακηρυχθέντος «Ισλαμικού Κράτους του Αφγανιστάν», που ιδρύθηκε το 1985 στο Νουριστάν, στα ανατολικά της χώρας. Πρβλ. Virginie Collombier και Olivier Roy (επιμ.), «Tribes and Global Jihadism», Oxford University Press, 2018.
  3. Πρβλ. Olivier Roy, «Le Djihad et la Mort», Seuil, συλλογή «Essais», Παρίσι, 2016.
  4. Βλ. Adam Baczko και Gilles Dorronsoro, «Πώς νίκησαν οι Ταλιμπάν», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 9 Σεπτεμβρίου 2021, https://monde-diplomatique.gr/pos-nikisan-oi-taliban/

  • Πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του «Η τζιχάντ και ο θάνατος», «Η Ευρώπη είναι χριστιανική;» από τις εκδόσεις Πόλις.

Γαλλία: Υγειονομικό διαβατήριο και περιορισμοί των ελευθεριών

Η διαμάχη για το «υγειονομικό διαβατήριο» τέμνει τη γαλλική πολιτική σκηνή

Με αφορμή τις έκτακτες υγειονομικές συνθήκες και την ανάγκη καταπολέμησης της πανδημίας, στη Γαλλία πολλαπλασιάζονται οι νόμοι που ροκανίζουν τις ατομικές ελευθερίες –συνεχίζοντας μια εικοσαετή παράδοση νομοθετημάτων που επικαλούνται κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να επιβάλουν περιορισμούς δικαιωμάτων χωρίς ημερομηνία λήξης.

Ποια είναι η στιγμή όπου γίνεται ολοφάνερη η αντίφαση ανάμεσα στα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση της πανδημίας COVID-19 και στον σεβασμό των στοιχειωδών ελευθεριών; Με την καθιέρωση του υγειονομικού διαβατηρίου, ίσως να πλησιάζουμε το σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Έχει φθάσει πλέον η στιγμή όπου καθένας από εμάς θα οφείλει να παρουσιάζει τον περιβόητο «κωδικό QR» που θα βεβαιώνει τον εμβολιασμό του ατόμου ή την ύπαρξη αντισωμάτων, στοιχεία απαραίτητα για την άσκηση πολλών δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής: έξοδος σε εστιατόριο ή σε καφέ, ταξίδι με τραίνο, ταινία στον κινηματογράφο, ψώνια σε μεγάλο εμπορικό κέντρο, επίσκεψη σε κάποιον οικείο μας στο νοσοκομείο, παρακολούθηση μιας συναυλίας ή ενός θεάματος σε κάποια μικρή αίθουσα… Από εκείνη τη στιγμή, τα άτομα που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των υγειονομικών διαβατηρίων (από τον ιδιοκτήτη του μπαρ έως τον υπάλληλο του κινηματογράφου) μπορούν να γνωρίζουν την ταυτότητα, καθώς επίσης και την ημερομηνία γέννησης όλων όσων παρουσιάζονται στον χώρο τους. Μπορεί να μοιάζει ακίνδυνο, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί άλλη μια μαχαιριά στον ήδη κουρελιασμένο ιστό της ανωνυμίας. Τα τεχνολογικής φύσης μέτρα, τα οποία έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια χωρίς να τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, διευκολύνουν αυτήν την επέκταση της επιτήρησης. Ποιος θα μπορούσε να δηλώσει με σιγουριά ότι τα δεδομένα που αφορούν το υγειονομικό διαβατήριο δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο εκμετάλλευσης από τις αστυνομικές υπηρεσίες;

Αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι ροκανίζονται –ή ακόμα και στραγγαλίζονται– οι ελευθερίες τους είναι εκείνη που ένωσε, πέρα από τις διαφορές τους, τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές οι οποίοι, από τις 17 Ιουλίου 2021, αμφισβητούν την επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου που προβλέπεται από τον νόμο της 5ης Αυγούστου1. Ο θυμός τους οφείλεται σε μια θεαματική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης. Η συγκεκριμένη διάταξη εντάχθηκε στον νόμο σχεδόν στα κρυφά, μέσω μιας τροπολογίας που κατέθεσε η κυβέρνηση στις 3 Μαΐου 2021, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου «για τη διαχείριση της εξόδου από την υγειονομική κρίση» που είχε παρουσιάσει στη Βουλή μερικές ημέρες νωρίτερα ο πρωθυπουργός Ζαν Καστέξ. Η αιτιολόγηση που προτάθηκε είναι εξαιρετικά πρωτότυπη: η χρήση του υγειονομικού διαβατηρίου «μπορεί να ενταχθεί σε ένα πολιτικό εγχείρημα ενίσχυσης των δυνατοτήτων και της ενδυνάμωσης (empowerment) των ατόμων απέναντι στην επιδημία»2. Όμως, ο νόμος περιορίζει τη χρήση του στις «μεγάλες συναθροίσεις ατόμων»3 και η κυβέρνηση τότε υπόσχεται ότι «δεν θα μπορεί να επεκταθεί στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, όπως τα ψώνια, η μετάβαση στην εργασία ή ακόμα –για να αναφέρω μόνο αυτά τα παραδείγματα– η εξυπηρέτηση από μια δημόσια υπηρεσία»4. Δεν χρειάστηκαν στην κυβέρνηση ούτε δύο μήνες για να κάνει στροφή 180 μοιρών.

H έννοια του empowerment υπονοεί ότι αυτή η νέα νομική και τεχνολογική επινόηση θα προσφέρει επιπλέον ισχύ στους πολίτες. Η ανάλυση της κυβερνητικής αντίδρασης στην υγειονομική κρίση μετά τον Μάρτιο του 2020 αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: από τους πολίτες έχουν αφαιρεθεί ελευθερίες. Εξάλλου, το Συνταγματικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι το υγειονομικό διαβατήριο (όπως προηγουμένως και η βεβαίωση για την κατ’ εξαίρεση μετακίνηση που ίσχυε σε καθεμιά από τις περιόδους περιοριστικών μέτρων και απαγόρευσης κυκλοφορίας που γνώρισε η χώρα κατά τη διάρκεια του περασμένου δεκαοκτάμηνου) αποτελεί προσβολή της ελευθερίας των μετακινήσεων. Ωστόσο, οι «σοφοί» που το αποτελούν έκριναν αυτές τις προσβολές δικαιολογημένες5 και συνεπώς σύμφωνες με το Σύνταγμα. Προστίθενται λοιπόν στον μακρύ κατάλογο των λεγόμενων «έκτακτων μέτρων» που, εδώ και είκοσι χρόνια, επεκτείνουν τις εξουσίες της αστυνομίας και υφαίνουν γύρω από τους πληθυσμούς έναν χιτώνα διαρκούς ελέγχου και αδιάκοπης επιτήρησης.

Με την υγειονομική κρίση, η Γαλλία εισήλθε σε μια πρωτοφανή περίοδο, κατά την οποία η αστυνομία μπορούσε να ελέγξει την ταυτότητα των πολιτών χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί την παραμικρή αιτιολογία. Δεν έχει υπογραμμιστεί αρκετά ο ριζικός χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης. Πράγματι, για να ελεγχθεί η ταυτότητα ενός ατόμου, ένας αστυνομικός ή ένας χωροφύλακας οφείλει να επικαλεστεί ύποπτη συμπεριφορά, που δημιουργεί την υπόνοια ότι το εν λόγω άτομο έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα6. Ναι μεν οι νόμοι Πασκουά7 του 1993 επέτρεψαν στις δυνάμεις της τάξης σε ορισμένες περιπτώσεις να πραγματοποιούν, μετά από εισαγγελική έγκριση, αναιτιολόγητους ελέγχους ταυτότητας, είχαν όμως περιορισμούς όσον αφορά τον χρόνο και τον χώρο διεξαγωγής τους. Συγκριτικά με εκείνο το νομικό πλαίσιο –παρ’ όλα αυτά ελάχιστα περιοριστικό όσον αφορά την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα οι αλλοδαποί και οι νέοι των λαϊκών προαστίων καθημερινά να γίνονται θύματά του– τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από τον Μάρτιο του 2020 κατά τη διάρκεια των διαδοχικών περιοριστικών μέτρων και των απαγορεύσεων κυκλοφορίας βρίσκονται εκτός νομικής κανονικότητας και, με την αυστηρή έννοια του όρου, είναι αυθαίρετα.

Ο πληθυσμός θεωρείται εχθρικός και ύποπτος

Πράγματι, από τη στιγμή που απαγορεύεται να βγεις από το σπίτι σου, εκτός κι αν συντρέχει κάποιος βάσιμος λόγος που προβλέπεται από ιδιαίτερα ασαφή κείμενα, η αστυνομία έχει το δικαίωμα να ελέγχει όποιο άτομο βρίσκεται στον δημόσιο χώρο, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να επικαλεστεί οποιαδήποτε αιτία. Διαφεύγει από κάθε αποτελεσματικό έλεγχο εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Καθώς την περίοδο Μαρτίου 2020 – Απριλίου 2021 στη Γαλλία επιβλήθηκαν 2,2 εκατομμύρια πρόστιμα για μη τήρηση των υγειονομικών μέτρων, το ευρύ κοινό μπόρεσε να μοιραστεί μαζί με τους κατοίκους των λαϊκών προαστίων τη χαρά των αστυνομικών ελέγχων –με μειωμένη τη βία και τη χυδαιότητα.

Αυτή η επέκταση των εξουσιών της αστυνομίας εντάσσεται στη νομική ανατροπή που επήλθε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο της Ουάσιγκτον, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να τροποποιήσει τους νομικούς μηχανισμούς της προκειμένου να καταπολεμήσει την τρομοκρατία, ιδίως επιτρέποντας στους αστυνομικούς να ελέγχουν τους πολίτες, να ψάχνουν τις τσάντες και τα οχήματά τους. «Υπάρχουν δυσάρεστα μέτρα που πρέπει να ληφθούν επειγόντως», εξηγούσε ο σοσιαλιστής γερουσιαστής Μισέλ Ντρεϋφούς-Σμιτ μετά την ψηφοφορία για τον νόμο περί καθημερινής ασφάλειας, «ελπίζω όμως ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στη δημοκρατική νομιμότητα πριν το τέλος του 2003». Έκτοτε, οι περισσότερες αλλοιώσεις των ελευθεριών παραμένουν και διαιωνίζονται. «Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν αποτελεί προσβολή των ελευθεριών», είχε δηλώσει τότε ο σοσιαλιστής υπουργός Εσωτερικών (και Δημόσιας Τάξης) Ντανιέλ Βαγιάν8.

Μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο κέντρο του Παρισιού, ακούμε ξανά τέτοιου τύπου δικαιολογίες από τα χείλη και άλλων ηγετικών στελεχών του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η προσφυγή στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που αποφάσισε ο Φρανσουά Ολάντ παραχωρούσε και πάλι κατ’ εξαίρεση εξουσίες στην αστυνομία, επιτρέποντάς της –μεταξύ άλλων– να πραγματοποιεί κατ’ οίκον έρευνες ακόμα και όταν υπάρχουν απλές υπόνοιες. Το γεγονός ότι μια πανδημία πυροδότησε στους πολιτικούς που υπηρετούν την έννοια του κράτους δικαίου την ίδια αντίδραση με εκείνη απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις –περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών και αύξηση των εξουσιών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και των οργάνων του– υποδηλώνει ότι έχει αρχίσει να γενικεύεται ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης: μπροστά σε οποιαδήποτε απειλή, το κράτος θεωρεί ότι ο πληθυσμός αποτελεί μια εχθρική και ύποπτη οντότητα.

Η απαγόρευση της κυκλοφορίας πρόσφερε επίσης στις αρχές ένα πεδίο πειραματισμού πάνω στη χρήση πρωτοφανών τεχνολογιών επιτήρησης: στη Νίκαια και στο Παρίσι, οι αστυνομικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν δρόνους για να επιβλέψουν την τήρηση της απαγόρευσης κυκλοφορίας και για να δίνουν οδηγίες μέσω μεγαφώνου σε άτομα που βρίσκονταν σε δημόσιους χώρους. Ένας εντελώς άχρηστος μηχανισμός: το ιπτάμενο ρομπότ δεν μπορούσε να ελέγξει εάν υπήρχε άδεια μετακίνησης. Επρόκειτο λοιπόν κυρίως για την πρόθεση να αισθανθούν οι πολίτες ότι το «μάτι του κράτους» είναι πανταχού παρόν. Οι οργανώσεις Quadrature du Net («Τετραγωνισμός του Διαδικτύου») και Ligue des droits de l’homme («Σύνδεσμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα») προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και πέτυχαν, στις 18 Μαΐου του 2020, να διαταχθεί ο αστυνομικός διευθυντής του Παρισιού να προβεί στην παύση αυτών των πτήσεων που δεν προβλέπονται από κανέναν νόμο. Η αστυνομική διεύθυνση αγνόησε τη δικαστική απόφαση και το Συμβούλιο της Επικρατείας, στις 22 Δεκεμβρίου 2020, διαπίστωσε εκ νέου τον παράνομο χαρακτήρα αυτής της πρακτικής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο για τη χρήση των δρόνων μέσω του αποκαλούμενου «νόμου για τη συνολική ασφάλεια», όμως και πάλι το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τα σχετικά άρθρα. Ωστόσο, η λογική αυτή εδραιώνεται: διαιωνίζεται μια πραξικοπηματική πρακτική της αστυνομίας, που καθιερώνει τη χρήση μιας τεχνολογίας επιτήρησης. Πράγματι, το νιοστό νομοσχέδιο για την ασφάλεια που κατατέθηκε στις 20 Ιουλίου έχει στόχο να επιτραπεί η προσφυγή σε δρόνους κάτω από αυστηρότερες προϋποθέσεις.

Ένα διάταγμα χωρίς νομική βάση

Κατά τον ίδιο τρόπο, η κυβέρνηση παίζει με τους κανόνες. Το πλέον εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η πρώτη επέκταση, εν κρυπτώ, του υγειονομικού διαβατηρίου. Στις 19 Ιουλίου 2021, ένα απλό πρωθυπουργικό διάταγμα επέκτεινε τη χρήση του σε χώρους αναψυχής που φιλοξενούν περισσότερα από 50 άτομα9. Έτσι, ενώ δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ ο νόμος της 5ης Αυγούστου που προέβλεπε την άμετρη επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου και ο προηγούμενος νόμος της 31ης Μαΐου περιόριζε την εφαρμογή του στις μεγάλες συναθροίσεις (άνω των 1.000 ατόμων), ένα απλό διάταγμα –που εκδόθηκε χωρίς την παραμικρή νομική εξουσιοδότηση– μείωνε αυθαίρετα αυτό το όριο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγε μεταξύ άλλων ο καθηγητής δικαίου Πολ Κασιά10, αναγνώρισε την εγκυρότητα του διατάγματος, παρά το γεγονός ότι στερούνταν οποιασδήποτε νομικής βάσης, προβάλλοντας το επιχείρημα των «έκτακτων περιστάσεων»11.

Αυτές οι δύο λέξεις συνοψίζουν από μόνες τους την αιτιολόγηση που προβάλλει το κράτος προκειμένου να παρακάμψει τους ίδιους του τους κανόνες. Η υγειονομική κρίση έχει επιτρέψει τα πάντα: αχαλίνωτη επιτήρηση, αστυνομική αυθαιρεσία, νομικές παρεκτροπές. Προκειμένου να ψηφίσει με συνοπτικές διαδικασίες την επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου, η κυβέρνηση θεώρησε καλό να αγνοήσει τις κριτικές που προέρχονταν όχι μόνο από μεγάλο αριθμό πολιτών (οι οποίοι εντέχνως παρουσιάστηκαν ως οπισθοδρομικοί ακροδεξιοί εξτρεμιστές), αλλά και από θεσμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας όπως η Συνήγορος του Πολίτη. «Αυτά τα περιοριστικά μέτρα επηρεάζουν ολόκληρους τομείς της καθημερινής ζωής και περιορίζουν την πρόσβαση εκατομμυρίων ατόμων στον δημόσιο χώρο», είχε ωστόσο προειδοποιήσει η Συνήγορος Κλαιρ Εντόν, ανησυχώντας για τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε «ο έλεγχος ενός τμήματος του πληθυσμού από ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού»12. Από την πλευρά του, ο γεωγράφος Σεμπαστιέν Λερού υπογράμμισε την «κοινωνική ένδεια» που επιβάλλεται σε πληθυσμούς με δυσκολία πρόσβασης στον εμβολιασμό, κάτι που αυξάνει τις ανισότητες13.

Αν και το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν βρήκε τίποτε να αντιτάξει στο υγειονομικό διαβατήριο, εντούτοις απέρριψε μια συμβολική διάταξη του κυβερνητικού σχεδίου: την αυτόματη απομόνωση –υπό περιορισμό– όλων των ατόμων που έχουν διαγνωστεί θετικά στον κορωνοϊό. Από τη σκοπιά του δικαίου, επρόκειτο για μια στέρηση ελευθερίας που δυνητικά θα επιβαλλόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα. Όπως συνηθίζουν, οι «σοφοί» απέρριψαν την πλέον εξωφρενική διάταξη προκειμένου να εγκρίνουν το υπόλοιπο κείμενο του νόμου. Ωστόσο, η αυτόματη στέρηση της ελευθερίας εξακολουθεί να ισχύει, μονάχα όμως για τους αλλοδαπούς: ο νέος νόμος πράγματι δημιουργεί ένα αδίκημα που τιμωρείται με τριετή φυλάκιση και δεκαετή απαγόρευση παραμονής στη γαλλική επικράτεια για τους υπό απέλαση αλλοδαπούς που θα αρνούνται να υποβληθούν σε διαγνωστικό τεστ…


  1. Νόμος 2021-1040 της 5ης Αυγούστου 2021 για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης.
  2. Τροπολογία υπ’ αριθμό CL153, κατατεθειμένη στις 3 Μαΐου 2021.
  3. Νόμος 2021-689 της 31ης Μαΐου 2021 για τη διαχείριση της εξόδου από την υγειονομική κρίση.
  4. Τροπολογία υπ’ αριθμό CL153, κατατεθειμένη στις 3 Μαΐου 2021.
  5. Απόφαση υπ’ αριθμό 2020-800 DC, Συμβούλιο Επικρατείας, Παρίσι, 11 Μαΐου 2020 (περιοριστικά μέτρα) και απόφαση υπ’ αριθμό 2021-824 DC, 5 Αυγούστου 2021 (επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου).
  6. Άρθρο 78-2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
  7. (Σ.τ.Μ.) Charles Pasqua (1927-2015), Γάλλος πολιτικός. Αντιστασιακός σε εφηβική ηλικία, γκωλικός, υποδιευθυντής της γκωλικής παρακρατικής οργάνωσης SAC, προσωπικότητα της «λαϊκής Δεξιάς». Ως υπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης (1986-1988) ξεχώρισε για τους νόμους που έκαναν τη ζωή δύσκολη στους μετανάστες, την προσήλωσή του στα κατασταλτικά μέτρα και στο τσάκισμα των διαδηλώσεων, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός διαδηλωτή.
  8. Αναφέρεται από τον Franck Johannès, «Les députés se prononcent sur le dispositif antiterroriste du gouvernement», «Le Monde», 1η Νοεμβρίου 2001.
  9. Διάταγμα υπ’ αριθμό 2021-955 της 19ης Ιουλίου 2021, το οποίο τροποποιεί το Διάταγμα υπ’ αριθμό 2021-699 της 1ης Ιουνίου 2021 που περιγράφει τα απαραίτητα γενικά μέτρα για τη διαχείριση της εξόδου από την υγειονομική κρίση.
  10. «De l’État de droit à l’État de Covid», Το ιστολόγιο του Paul Cassia, 9 Αυγούστου 2021, https://blogs.mediapart.fr/paul-cassia/blog/
  11. Αποφάσεις υπ’ αριθμούς 454754, 454792, 454818, Συμβούλιο Επικρατείας, Παρίσι, 26 Ιουλίου 2021.
  12. Γνωμοδότηση της Συνηγόρου του Πολίτη υπ’ αριθμό 21-11, Παρίσι, 20 Ιουλίου 2021.
  13. Sébastien Leroux, «Face au passe sanitaire obligatoire, nous ne partons pas tous égaux», «LeMonde», 21 Ιουλίου 2021.

Η αυτοκρατορία δεν καταθέτει τα όπλα

 ΜΠΑΙΝΤΕΝ

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ποτέ δεν μένουν για πολύ ταπεινωμένες. Έναν μήνα μετά την ήττα τους στο Αφγανιστάν, η αυτοκρατορική τάξη αποκαταστάθηκε. Το μαρτυρά το ράπισμα που δέχτηκε το Παρίσι από την Ουάσιγκτον.

Έναν μήνα; Ούτε καν. Δεν είχαν προλάβει οι Ταλιμπάν να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Καμπούλ όταν οι νεοσυντηρητικοί ξανάβγαιναν από το λαγούμι τους. Η Δύση «έχασε το Αφγανιστάν»; Θα πρέπει τότε να κάνει αισθητή παντού αλλού την παρουσία της ώστε οι στρατηγικοί της αντίπαλοι, ιδίως η Κίνα και η Ρωσία, να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει μπροστά στην επόμενη μάχη. «Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει», συνόψισε ο γερουσιαστής Μιτ Ρόμνεϊ, παλαιός υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για το προεδρικό αξίωμα. «Βρισκόμαστε σε μεγαλύτερο κίνδυνο σε σχέση με πριν. Και θα πρέπει να επενδύσουμε περαιτέρω προκειμένου να εγγυηθούμε την ασφάλειά μας»1. Αφού έσπειραν το χάος στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ στρέφουν τώρα το βλέμμα τους προς τον Ειρηνικό και κατευθύνουν τον στόλο τους εναντίον της Κίνας. Θα είναι, όπως όλοι μαντεύουμε, μια πολύ μικρή υπόθεση… 

Σε κάθε περίπτωση, εκεί βρίσκεται το κύριο διακύβευμα της σημερινής διπλωματικής κρίσης ανάμεσα στη Γαλλία και τις ΗΠΑ και όχι στον θυμό της Γαλλίας επειδή της στέρησαν ένα παχυλό συμβόλαιο ναυτικού εξοπλισμού. Σε αυτή την υπόθεση, πραγματική σημασία έχει να δούμε πώς πρέπει να αντιδράσει η Ευρώπη στην αντικινεζική στρατιωτική συμμαχία που ανακοίνωσε η Ουάσιγκτον μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία. Όσο για τα υπόλοιπα –την απίθανη δημόσια ταπείνωση, την απιστία των «συμμάχων», την απουσία διαβούλευσης για μια μείζονα γεωπολιτική απόφαση– το γαλλικό προεδρικό μέγαρο έχει συνηθίσει τις αμερικανικές προσβολές εδώ και μια δεκαπενταετία. Είτε πρόκειται για την παρακολούθηση των προέδρων της Δημοκρατίας που αποκάλυψαν τα WikiLeaks, είτε για τον διαμελισμό και την αφομοίωση της Alstom από την General Electric (χάρη σε δικαστικές μηχανορραφίες που θυμίζουν τη μεγάλη ληστεία του τρένου) ή για τα κολοσσιαία πρόστιμα που επιβλήθηκαν εκβιαστικά σε γαλλικές εταιρείες και τράπεζες οι οποίες δεν εφάρμοσαν τις –αντίθετες με το διεθνές δίκαιο– κυρώσεις των ΗΠΑ στην Κούβα και το Ιράν2. Για να απαντήσει στην αυστραλο-αμερικανική σφαλιάρα διαφορετικά από τη φαιδρή ανάκληση των Γάλλων πρεσβευτών στην Καμπέρα και την Ουάσιγκτον, ο Εμμανουέλ Μακρόν καλύτερα να είχε την έμπνευση να δώσει άμεσα πολιτικό άσυλο στον Τζούλιαν Ασάνζ και τον Έντουαρντ Σνόουντεν που έφεραν στο φως τα άπλυτα της αυτοκρατορίας. Ολόκληρος ο κόσμος θα είχε δώσει προσοχή σε ένα τέτοιο ξέσπασμα αξιοπρέπειας.

Ενόσω οι πρόεδροί της φλυαρούν, η Γαλλία υποβιβάζεται. Ενσωματώθηκε και πάλι στη στρατιωτική διοίκηση ενός ΝΑΤΟ κατευθυνόμενου από την Ουάσιγκτον, εγκαταλείπει όλο και περισσότερο τη διπλωματική αυτονομία της σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση όπου αφθονούν οι υποτελείς των ΗΠΑ, διατηρεί απέναντι στη Ρωσία μια σειρά από κυρώσεις που απαγορεύουν κάθε συνεννόηση «από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια», τη μόνη προοπτική που θα μπορούσε να κάνει τη Γηραιά Ήπειρο να ξεφύγει από την ασφυκτική λαβή της Αμερικής ή της Κίνας. Προκειμένου να μην βυθιστεί στην ασημαντότητα, η Γαλλία θα πρέπει επειγόντως να κάνει σαφές στην Ουάσινγκτον, αλλά και στο Πεκίνο, τη Μόσχα, το Τόκιο, το Ανόι, τη Σεούλ, το Νέο Δελχί, την Τζακάρτα ότι δεν θα συμφωνήσει ποτέ με τον πόλεμο του Ειρηνικού που ετοιμάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες3.


  1. CNN, 29 Αυγούστου 2021.
  2. Βλ. Jean-Michel Quatrepoint, «Au nom de la loi… américaine», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2017.
  3. Βλ. Martine Bulard, «L’Alliance atlantique bat la campagne en Asie», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2021.

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More