«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα
πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα και
δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη» – Χρονολόγιο της ζωής του επαναστάτη
ποιητή Κώστα Βάρναλη.
«Της ζωής μου τα δυο μεγάλα σφάλματα τα
πλέρωνα εβδομήντα χρόνια. Πρώτο: ζητούσα την αλήθεια σ’ ό,τι μάθαινα και
δεύτερο: την έλεγα στα πλήθη».
Έτσι έγραψε σ’ ένα από τα τελευταία ποιήματά του («Ακροτελεύτιον»)
και έτσι έπραξε ο επαναστάτης ποιητής Κώστας Βάρναλης, που σαν σήμερα,
στις 16 του Δεκέμβρη 1974, έφυγε από τη ζωή.
Ο
Κώστας Βάρναλης
ταίριαξε τα γραπτά του, το λόγο του με τη μεγάλη αλήθεια της εποχής
μας: η εργατική τάξη, η τάξη που παράγει τον πλούτο, έχει ιστορική
αποστολή να συντρίψει τα δεσμά της της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και
να οικοδομήσει το δικό της «βασίλειο της ελευθερίας» τη σοσιαλιστική –
κομμουνιστική κοινωνία.
Παραθέτουμε το «χρονολόγιο» της ζωής του μεγάλου μας ποιητή, όπως
δημοσιεύτηκε τον Απρίλη του 2011 στο όργανο του ΚΣ της ΚΝΕ, τον
«Οδηγητή», ο οποίος από το ομώνυμο ποίημα του Βάρναλη πήρε το όνομα του.
1883 Ο Κώστας Βάρναλης, πέμπτο παιδί της οικογένειας
του τσαγκάρη Γιαννακού και της Αλίσαβα (Ελισάβετ), γεννιέται στον Πύργο
(Μπουργκάς) της Βουλγαρίας.
1898 Τελειώνει την έβδομη τάξη της «Αστικής Σχολής
Πύργου». Παρά την τότε θέλησή του να μάθει τέχνη και να γίνει… ράφτης,
μετά από πίεση του μεγάλου αδελφού του, δίνει εξετάσεις και εισάγεται
στα «Ζαρίφεια Διδασκαλεία» της Φιλιππούπολης. Σπουδάζει εκεί για 4
χρόνια και διακρίνεται ως άριστος μαθητής.
1902 Με την ολοκλήρωση των σπουδών του, διορίζεται
δάσκαλος σε σχολείο του Πύργου. Πριν προφτάσει όμως να ασκήσει καθήκοντα
δασκάλου, έλαβε υποτροφία απ’ την κοινότητα της Βάρνας για σπουδές
φιλολογίας ή θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
1903 Έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στη Φιλοσοφική
σχολή. Στη διαπάλη για το γλωσσικό ζήτημα, με τα γεγονότα των
«ορεστειακών» που προκλήθηκαν απ’ τη μετάφραση της «Ορέστειας» του
Αισχύλου στη δημοτική, ο Βάρναλης τίθεται με τους δημοτικιστές. Η στάση
του αυτή, θα προκαλέσει το μηδενισμό του στις εξετάσεις απ’ τον
αντιδραστικό καθηγητή Γ. Μιστριώτη.
1904 Δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα «Καταρράκτης»,
«Μόνο», «Αγάπη, Τρισαγάπη μου» στο περιοδικό «Ακρίτας» και δέκα
ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο «Σε μια μέρα της ζωής μου» στο «Νουμά».
Στέλνει στον Παλαμά, τη συλλογή «Πυθμένες», χωρίς να κρατήσει αντίγραφο.
1905 Εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Κηρήθρες».
1907 Μαζί με άλλους λογοτέχνες εκδίδουν το βραχύβιο
περιοδικό «Ηγησώ», στο οποίο δημοσιεύονται μόνο ποιήματα. Στην «Ηγησώ»
δημοσιεύει κυρίως σύντομα ποιήματα.
1908 Αποφοιτά απ’ τη Φιλοσοφική και διορίζεται
ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα. Αυτή την περίοδο, έστειλε στα «Γράμματα»
της Αλεξάνδρειας το ποίημα «Θυσία» που είχε γράψει όταν ήταν φοιτητής.
Το ποίημα προκάλεσε αντιδράσεις με την «τολμηρότητά» του.
1910 Μεταφράζει «Βάκχες» και ως το 1916 τον «Ηρακλή
μαινόμενο» και τους «Ηρακλείδες» του Ευριπίδη, τον «Αίαντα» του Σοφοκλή,
τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα και τον «Πειρασμό του Αγίου
Αντωνίου» του Φλομπέρ.
1911 Προάγεται σε σχολάρχη και διορίζεται στο
σχολείο της Αργαλαστής Πηλίου. Εμπλέκεται στα «Αθεϊκά» του Βόλου,
παραπέμπεται σε δίκη και αθωώνεται με βούλευμα. Μετατίθεται το Σεπτέμβρη
της ίδιας χρονιάς στα Μέγαρα.
1911-1918 Δημοσιεύει τα ποιήματα «Πως εθρήνησαν τη
Σαπφώ τα κορίτσια της όταν αγάπησε τον Αλκαίο» (1911) , «Διονυσιακός
Ύμνος» (1913), «Ορέστης» (1914), «Στο πέρασμα σου» (1914) στο περιοδικό
«Γράμματα». Στο περιοδικό «Νέα Ζωή» δημοσιεύει τα ποιήματα «Το τραγούδι
των νέων», «Ο καημός των ποδιών» και «Ο χορός του Πανός και της Οπώρας»
(1915). Στο περιοδικό «Λόγος» δημοσιεύονται τα ποιήματά του,
«Πιερροτίνα», «Σερενάτα», «Φαντασία», «Κένταυροι» (1917) και στο «Βωμό»
το «Στη νέα καλλιτέχνισσα» (1918).
1912-13 Επιστρατεύεται. Τοποθετείται στο Γ΄ Λόχο του
Α΄ Τάγματος του Α΄ Συντάγματος, για να καταλήξει γραφιάς σε ανακριτικό
γραφείο, μουλαράς στο Κέντρο Εφοδιασμού και διαγγελέας στο Α΄ Σύνταγμα.
Τελικά τον στέλνουν στη Λήμνο, από όπου απολύεται το Μάρτη του 1914.
1914 Επιστρέφει στα Μέγαρα. Την ίδια χρονιά φοιτά στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης, που διηύθυνε ο Δημήτρης Γληνός.
1915 Διορίζεται σχολάρχης στην Κερατέα της Αττικής. Επιστρατεύεται ξανά στη Λήμνο μέχρι τον Ιούλη του 1916.
1917 Η χρονιά που η ανθρωπότητα συγκλονίζεται απ’ τη
Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, βρίσκει το Βάρναλη καθηγητή
στο Α’ Γυμνάσιο του Πειραιά. Δίνει διάλεξη για το Γ. Βιζυηνό στον
φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός».
1918 Γράφει το ποίημα «Στυλίτης», χωρίς να το
δημοσιεύσει. Πρόκειται, για το «προανάκρουσμα» της επαναστατικής ποίησης
του Βάρναλη, την πρώτη ένδειξη της μεταστροφής του ποιητή.
1919 Με κρατική υποτροφία, συνεχίζει τις σπουδές του
στη Γαλλία. Απ’ το Παρίσι, στέλνει στο περιοδικό «Μαύρος Γάτος» το
ποίημα «Προσκυνητής» με το οποίο επιστρέφει στον ιδεαλισμό. Το ποίημα
που αφιερώνει στο Ν. Πολίτη θα ήταν το «πρώτο άσμα» και θα ακολουθούσε η
συνέχειά του. Η επαφή του ποιητή, όμως, με τις επαναστατικές ιδέες, το
μαρξισμό – λενινισμό, κάτω απ’ την παγκόσμια ακτινοβολία της Οχτωβριανής
Επανάστασης, τον αλλάζει ολότελα. Η συνέχεια του «Προσκυνητή»
ματαιώνεται.
1920 Η υποτροφία του ανακαλείται. Επιστρέφει στην Ελλάδα και διορίζεται στο Γ’ Γυμνάσιο του Πειραιά.
1921 Στον «Εκπαιδευτικό Όμιλο» του Γληνού δίνει
τρεις διαλέξεις με θέμα «Δημοτικισμός και Σοσιαλισμός». Γράφει στην
Αίγινα το αριστουργηματικό «Φως που καίει», το πρώτο έργο του βασισμένο
στον ιστορικό υλισμό. Στο έργο αυτό, που ο ίδιος ο Βάρναλης χαρακτήρισε
ως την «πρώτη επαναστατική κραυγή ενάντια στο τεράστιο έγκλημα του
παγκόσμιου μακελειού» στην Ελλάδα, περιλαμβάνεται ο «Οδηγητής».
1922 Με το ψευδώνυμο «Δήμος Τανάλιας» που επέλεξε
αντί του… «Σφύρος Δρεπάνης», δημοσιεύει στην Αλεξάνδρεια το «Φως που
καίει». Στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία» δημοσιεύει το ποίημα «Μοιραίοι»
και στο περιοδικό «Μούσα» τη «Λευτεριά» που απαντά στις
αντικομμουνιστικές νύξεις του Κ. Παλαμά στο ποίημά του «Το τραγούδι των
προσφύγων».
1923 Εκδίδει ξανά ως Δήμος Τανάλιας στην Αλεξάνδρεια το «Λαό των μουνούχων.. Ξαναπαίρνει υποτροφία για το Παρίσι.
1924 Επιστρέφει στην Ελλάδα και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία που διευθύνει ο Γληνός.
1925 Δημοσιεύει τη μελέτη «Το πρόβλημα της τέχνης
για την επιστημονική αισθητική», στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος», καθώς
και άλλα θεωρητικά άρθρα. Εκδίδει τη μελέτη «Ο Σολωμός χωρίς
μεταφυσική» με την οποία απαντά στις θέσεις του Αποστολάκη, στο βιβλίο
του «Η ποίηση στη ζωή μας». Αρχίζει ο κύκλος διώξεων του ποιητή. Ενώ
εργάζεται στην Παιδαγωγική Ακαδημία, τιμωρείται με εξάμηνη παύση για
τους στίχους του στα έργα του «Το φως που καίει» και «Ο λαός των
μουνούχων».
1926 Η συμμετοχή του στα «μαρασλειακά» φέρνει νέες
διώξεις. Τιμωρείται με δυσμενή μετάθεση στα Χανιά και επειδή αντιδρά,
απολύεται οριστικά από δάσκαλος. «Από τότε άλλαξε εντελώς η πνευματική
μου πορεία και η κοινωνική μου τοποθέτηση. Τα βιβλία εκείνα (σ.σ.εννοεί
τα έργα του “Το φως που καίει” και “Ο λαός των μουνούχων”) μου κόστισαν
την απόλυσή μου από τη θέση μου του καθηγητή. Και να ήταν μόνον η
απόλυση: εξορία, φυλακές, ξύλο», θα γράψει ο ίδιος ο ποιητής. Η απόλυσή
του απ’ την εκπαίδευση, τον οδηγεί σε μια νέα επαγγελματική «ενασχόληση»
προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην, τη δημοσιογραφία. Η νέα του
«σταδιοδρομία» ξεκινά το 1926 απ’ το Παρίσι απ’ όπου στέλνει
ανταποκρίσεις στην εφημερίδα «Πρόοδος».
1927 Επιστρέφει στην Αθήνα και εκδίδει την ποιητική
σύνθεση «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», έργο που είχε σκοπό το «κήρυγμα της
κοινωνικής επανάστασης». Την ίδια χρονιά δημοσιεύει τα ποιήματα «Ο καλός
πολίτης», «Ο ιδεαλιστής» και «Εξαγνισμός», ενώ γράφει θεωρητικά κείμενα
στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δ. Γληνού.
1928 Δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» τη μελέτη «Η αξία
του Σολωμικού έργου» και μεταφράζει το ποίημα «Τραγούδι ενός φαντάρου»
του Βιτράκ που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Καινούργια Ζωή».
1929 Παντρεύεται με τη Δώρα Μοάτσου. Ξεκινά να γράφει λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες.
1930-31 Συνεργάζεται με το περιοδικό «Πρωτοπόροι».
1931-32 Συμμετέχει στην Συντακτική Επιτροπή του περιοδικού Νέοι Πρωτοπόροι.
1932 Εκδίδεται το βιβλίο «Η αληθινή απολογία του
Σωκράτη». Υπογράφει μαζί με άλλους 29 διανοούμενους Αντιπολεμικό
Μανιφέστο ενάντια στο σχεδιαζόμενο απ’ τους ιμπεριαλιστές Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, που είχε ως πρώτο στόχο τη Σοβιετική Ένωση: «Πόλεμος ενάντια
στον πόλεμο! Όλοι ολόψυχα θα υπερασπιστούμε τη σοσιαλιστική πατρίδα και
τη ζωή των συνανθρώπων μας και τον καινούργιο, τον αληθινά ανθρώπινο
πολιτισμό. Είμαστε αλληλέγγυοι με τους πρωτοπόρους του νέου πολιτισμού,
είμαστε αλληλέγγυοι με το σοβιετικό και παγκόσμιο προλεταριάτο», έγραφε
μεταξύ άλλων στο Μανιφέστο.
1933 Επανεκδίδεται, ξαναδουλευμένο –με πολλές αλλαγές–, το «Φως που καίει».
1934 Συμμετέχει, ύστερα από πρόσκληση, μαζί με το
Δημήτρη Γληνό στο Α’ Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων. Με την
επιστροφή του, δημοσιεύει τις εντυπώσεις του απ’ το προλεταριακό κράτος
υπό τον τίτλο «Τι είδα στην χώρα των Σοβιέτ» στην εφημερίδα «Ελεύθερος
άνθρωπος».
1935 Αρχίζει να δημοσιεύει την αυτοβιογραφία του
στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος», ενώ συνεργάζεται και με τον «Ριζοσπάστη».
Οι διώξεις συνεχίζονται. Αυτή τη φορά εξορίζεται στον Άι- Στράτη και τη
Μυτιλήνη για δυο μήνες.
1936 Επιστρέφοντας απ’ την εξορία, γράφει για όσα
έζησε στον «Ανεξάρτητο». Διακόπτει όμως την συνεργασία του με την
εφημερίδα, όταν αυτή δημοσιεύει σειρά άρθρων ενάντια στο ΚΚΕ. Η εργατική
τάξη χαιρετίζει θερμά την ενέργεια του ποιητή. Συνεργάζεται μόνιμα με
το «Ριζοσπάστη» μέχρι την 4η Αυγούστου ’36. Η δικτατορία απαγορεύει την
κυκλοφορία της εφημερίδας και τα βιβλία του Βάρναλη. Αναγκάζεται να
υπογράφει με το ψευδώνυμο «Τ. κ. Ζ.», καθώς, δεν του επιτρέπεται να
δημοσιογραφεί.
1937-39 Δημοσιογραφεί στην «Πρωία».1939 Εκδίδεται το βιβλίο «Ζωντανοί Άνθρωποι».
1940 Συλλαμβάνεται απ’ την ασφάλεια. Ο Μανιαδάκης τον απειλεί πως θα εξοριστεί αν συνεχίζει να γράφει κατά του φασισμού.
1942-44 Συμμετέχει στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο,
στο κάλεσμα αντίστασης που σάλπισε το ΚΚΕ ενάντια στον ξένο κατακτητή
και τα ντόπια όργανά του.1944-47 Γράφει στο «Ριζοσπάστη», το «Ρίζο της
Δευτέρας» και την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση».
1946 Δημοσιεύεται στο «Ριζοσπάστη» το «Το ημερολόγιο
της Πηνελόπης» έπειτα από εξάμηνη άδεια μετ’ αποδοχών, που του
χορηγείται μετά από απόφαση του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, Νίκου
Ζαχαριάδη.
1950 Δημοσιεύεται η πρώτη σκηνή του μοναδικού
θεατρικού που έγραψε ο Βάρναλης, το «Άτταλος ο Γ’». Το έργο ολοκληρωμένο
δημοσιεύεται το 1972.
1953 Στην εφημερίδα «Αλλαγή» δημοσιεύεται σε
συνέχειες η μονογραφία «Ηρώδης ο μέγας». Συνεργάζεται σταθερά, μέχρι το
’58, με την εφημερίδα της ΕΔΑ, την «Αυγή».
1955 Υπογράφει την ιδρυτική διακήρυξη της Ελληνικής
Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και την Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ). Εκδίδονται τα
«Ποιήματα», μια επιλογή του ως τότε ποιητικού έργου του.
1956 Εκλέγεται στο Γενικό Συμβούλιο της ΕΔΑ.
Εκδίδονται τα «Ποιητικά» και οι «Διχτάτορες». Γιορτάζονται τα
«λογοτεχνικά» 50χρονά του. Ο Γιάννης Ρίτσος του αφιερώνει: «Ποιητή, σ’
είδαμε πάντα στο πλευρό του λαού μας με σκέψη και με πράξη. Ο λόγος σου
σπαθί, νυστέρι και φωτιά που φωτάει, και φως που καίει».
1957-58 Εκδίδονται τα έργα «Αισθητικά-Κριτικά» και «Σολωμικά».
1959 Τιμάται με το Βραβείο Λένιν.
1963-65 Εκδίδονται οι «Διχτάτορες» και η τελευταία
του ποιητική συλλογή «Ελεύθερος Κόσμος», με ποιήματα γραμμένα στα
1935–1964. Σε αυτήν περιλαμβάνονται τα ποιήματα «Πρωτομαγιά ΄44», «Στους
Μπελογιάννηδες», «Στον ήρωα Λαμπράκη».
1970 Δημοσιεύεται στη σοβιετική εφημερίδα «Ισβέστια»
και στην αντιδικτατορική εφημερίδα «Ελεύθερη Πατρίδα» που έβγαινε στο
Λονδίνο, χαιρετισμός του ποιητή για τα 100 χρόνια απ’ τη γέννηση του
Β.Ι. Λένιν.
1974 Στις 16 Δεκέμβρη, φεύγει απ’ τη ζωή αφήνοντας
πίσω του πολύτιμη παρακαταθήκη το έργο του και το παράδειγμα της
στράτευσής του στον αγώνα της εργατικής τάξης. Η κηδεία του μετατρέπεται
απ’ το λαό σε μεγάλη διαδήλωση.
1975 Εκδίδεται η συλλογή «Οργή Λαού» με αδημοσίευτα ποιήματα της περιόδου 1967–1974.
1978 Για πρώτη φορά, παίζεται από επαγγελματίες
ηθοποιούς το «Φως που καίει» σε εκδήλωση για τα 60χρονα του ΚΚΕ. Στο
θίασο συμμετέχουν και εργάτες, ερασιτέχνες ηθοποιοί.
1980 Εκδίδονται σε βιβλίο τα «Φιλολογικά
Απομνημονεύματα», όπου συγκεντρώνονται τα αυτοβιογραφικά άρθρα που
έγραψε στον «Ανεξάρτητο».
1985 Εκδίδεται η πρώτη του ποιητική συλλογή «Πυθμένες», μετά τον εντοπισμό της στο αρχείο του Κ. Παλαμά.