«Το Σκάνδαλο των Ριζοσπαστών», του Pier Paolo Pasolini, Νοέμβριος 1975
(ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ)
(Είναι η ομιλία που επρόκειτο να εκφέρει στο Συνέδριο των Ριζοσπαστών του 1975. Το διάβασε ο Marco Pannella, (1) , γιατί ο Πιερ Πάολο Παζολίνι είχε δολοφονηθεί δύο ημέρες πριν – 2 Νοεμβρίου 1975).
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να δικαιολογήσω την παρουσία
μου εδώ. Δεν είμαι εδώ ως ριζοσπαστικός. Δεν είμαι εδώ ως σοσιαλιστής.
Δεν είμαι εδώ ως προοδευτικός.
Είμαι εδώ ως μαρξιστής που ψηφίζει για το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα
(2),
και που ελπίζει πολύ στη νέα γενιά των κομμουνιστών. Ελπίζει στη νέα
γενιά κομμουνιστών τουλάχιστον όπως ελπίζει στους ριζοσπάστες. Δηλαδή,
με εκείνη την θέληση και τον παραλογισμό και μακάρι και τη βούληση, που
απροσανατολίζουν και φέρνουν σε δύσκολη θέση – με το ένα μάτι στραμμένο,
γιατί όχι, προς τον
Wittgenstein – την πραγματικότητα, για να συλλογιστούμε και να σκεφτούμε πιο ελεύθερα. Παραδείγματος χάριν: Το επίσημο
PCI(ΚΚΙ) δηλώνει
ότι αποδέχεται τώρα πια, και επ’ αόριστον, τη δημοκρατική διαδικασία.
Άρα λοιπόν δεν θα πρέπει να μου έχει μείνει καμία αμφιβολία: το
PCI δεν
αναφέρεται βέβαια στην κωδικοποιημένη και συμβιβαστικοποιημένη αυτή
δημοκρατική διαδικασία που μεσουρανεί αυτές τις τρεις τελευταίες
δεκαετίες. Αναφέρεται αναμφίβολα λοιπόν, σε εκείνη τη δημοκρατική
διαδικασία που αποσκοπεί στην αρχική καθαρότητα της μορφής της, ή, αν
θέλουμε, στην συμφωνική μορφή της.
Στη κοσμική θρησκεία της δημοκρατίας. Θα ήταν άραγε αυτουποβάθμιση (αυτοεξευτελισμός) να υποπτευθεί κανείς ότι το
PCI αναφέρεται
στη δημοκρατικότητα των Χριστιανοδημοκρατών, και ότι δεν μπορεί
επομένως να αναφέρεται στη δημοκρατικότητα, για παράδειγμα, των
Ριζοσπαστών.
Πρώτη παράγραφος
Α) Τα πιο αξιολάτρευτα άτομα είναι αυτά που δεν γνωρίζουν ότι έχουν δικαιώματα. Β) Είναι
αξιολάτρευτα επίσης και εκείνα τα άτομα που, παρότι γνωρίζουν ότι έχουν
δικαιώματα, δεν τα απαιτούν ή, ούτε λίγο ούτε πολύ, παραιτούνται από τη
διεκδίκησή τους. Γ) Είναι αρκετά συμπαθητικά επίσης
και εκείνα τα άτομα που αγωνίζονται για τα δικαιώματα των άλλων (ειδικά
για εκείνα που δεν ξέρουν ότι έχουν δικαιώματα) Δ) Υπάρχουν, στην κοινωνία μας, οι εκμεταλλευμένοι και οι εκμεταλλευτές. Λοιπόν, τόσο το χειρότερο για τους εκμεταλλευτές. Ε)
Υπάρχουν διανοούμενοι, οι μαχόμενοι εκείνοι διανοούμενοι, που θεωρούν
ότι είναι καθήκον τους, και όχι μόνο δικό τους αλλά και των άλλων, να
πληροφορήσουν εκείνα τα αξιολάτρευτα άτομα, που δεν το ξέρουν, ότι έχουν
δικαιώματα. Να παροτρύνουν αυτά τα αξιολάτρευτα άτομα, τα οποία
γνωρίζουν ότι έχουν δικαιώματα, αλλά δεν τα διεκδικούν, να μην
παραιτηθούν από τη διεκδίκησκη τους. Να ενθαρρύνουν όλους να αισθανθούν
την ιστορική παρόρμηση του να αγωνίζεσαι για τα δικαιώματα των άλλων,
και, τέλος, να μην ξεχνάμε ότι, αναμφίβολα και χωρίς καμία συζήτηση, το
γεγονός ότι, μεταξύ των εκμεταλλευμένων και των εκμεταλλευτών, οι
δυστυχείς είναι οι εκμεταλλευμένοι.
Μεταξύ αυτών των διανοουμένων που έχουν αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο,
για περισσότερο από έναν αιώνα τώρα, τα τελευταία χρόνια έχουν ξεχωρίσει
σαφώς ομάδες ιδιαίτερα μαχητικές και μανιώδεις να μετατρέψουν αυτόν τον
ρόλο σε έναν εξτρεμιστικό ρόλο. Αναφέρομαι, λοιπόν, σ’ αυτούς τους
εξτρεμιστές, τους νέους, και σε εκείνους τους ηλικιωμένους, που τους
κολακεύουν.
Αυτοί οι εξτρεμιστές (θα ασχοληθώ μόνο με τους
καλύτερους από αυτούς) έχουν θέσει σαν πρώτο και θεμελιώδη στόχο τους,
τη διάδοση μεταξύ των ανθρώπων, θα έλεγα σαν καινούργιοι απόστολοι, του
αισθήματος της συνείδησης των δικαιωμάτων τους. Το κάνουν με
αποφασιστικότητα, με θυμό, με απελπισία, με αισιόδοξη υπομονή ή με
δυναμιτική ανυπομονησία, ανάλογα με την κάθε περίπτωση (…)
Δεύτερη παράγραφος
Παρακούοντας
την διαστρεβλωμένη επιθυμία των ιστορικών και των εξ’ επαγγέλματος
πολιτικών, καθώς και εκείνη των φεμινιστριών της Ρώμης, – επιθυμία που
θα με ήθελε εξόριστο και υπό περιορισμό στον Ελικώνα, όπως ακριβώς οι
μαφιόζι στην Ustica – πήρα μέρος ένα βράδυ,
αυτό το καλοκαίρι, σε μια πολιτική συζήτηση σε μια πόλη του Βορρά. Όπως
συμβαίνει πάντοτε, μετά, μια ομάδα νέων θέλησε να συνεχίσει τη συζήτηση,
και ας ήταν και στη μέση του δρόμου, στη ζεστή εκείνη βραδιά, την
γεμάτη τραγούδια. Μεταξύ αυτών των νέων ήταν και ένας Έλληνας. Ο οποίος
και ήταν, μάλιστα κύριοι, ένας από εκείνους τους «συμπαθητικούς»
μαρξιστές εξτρεμιστές για τους οποίους μιλούσα προηγούμενα. Ωστόσο,
μέσα στο συμπαθητικό εκείνο έδαφος, είχαν μεταμοσχευθεί και ευημερούσαν
όλα εκείνα τα πιο εμφανή ελαττώματα της ρητορικής και της εξτρεμιστικής
υποκουλτούρας. Ήταν ένας «έφηβος» λίγο ατημέλητος στο ντύσιμό
του, ίσως ακόμη και λίγο αλητόβιος, αλλά, ταυτόχρονα, είχε και μια
γενειάδα ενός πραγματικού στοχαστή, κάτι ανάμεσα στον Μένιππο και τον
Άραμι. Αλλά τα μαλλιά του, μακριά μέχρι τους ώμους, μείωναν και
διόρθωναν την όποιαν τυχόν νοηματικό και πομπώδη ρόλο της γενειάδας,
προσθέτοντας έναν τόνο εξωτικό και παράλογο: ένας υπαινιγμός προς την
Βραχμανική φιλοσοφία, προς την αφελή υπεροψία των κουρού παραμπαμα. Ο
νεαρός αυτός Έλληνας ζούσε αυτή του τη ρητορική μέσα σε μια πλήρη
απουσία αυτοκριτικής: δεν ήξερε ότι τα είχε όλα εκείνα τα τόσο εμφανή
σημάδια, και γι’ αυτό ήταν ακριβώς το ίδιο αξιολάτρευτος με εκαίνους που
δεν γνωρίζουν ότι έχουν δικαιώματα … Μεταξύ των ελαττωμάτων
του, που τα ζούσε με αθωότητα και αφέλεια, το πιο σοβαρό ήταν σίγουρα η
αποστολή του να διαδώσει μεταξύ των ανθρώπων ( «κάθε φορά, και από
λίγο», έλεγε. Η ζωή γι ‘αυτόν ήταν μεγάλη, σχεδόν χωρίς τέλος) τη
συνείδηση του ότι είχαν δικαιώματα και τη θέληση να πολεμήσουν γι’ αυτά.
Και λοιπόν; Να η υπερβολή, όπως την κατάλαβα σε εκείνο τον Έλληνα
φοιτητή, ενσαρκωμένη ανεπίγνωστα και χωρίς αίσθηση, στο άτομό του. Μέσα
από τον μαρξισμό, το αποστολικό έργο αυτών των νεαρών εξτρεμιστών που
προέρχονται από τη μεσαία τάξη – η αποστολή αυτή υπέρ της
συνειδητοποίησης των δικαιωμάτων και της αφύπνισης της θέλησης για την
απόκτησή τους – δεν είναι τίποτε άλλο από την ασυνείδητη οργή του φτωχού
αστού εναντίον του πλούσιου αστού, του νέου αστού εναντίον του παλιού
αστού, του ανίσχυρου αστού εναντίον του ισχυρού αστού, του μικρού αστού
εναντίον του μεγάλου αστού. Είναι ένας μη συνειδητός, εμφύλιος πόλεμος –
κρυμμένος πίσω από τη μάσκα του ταξικού αγώνα – μέσα στην κόλαση της
αστικής συνείδησης. (Μη ξεχνάτε: μιλώ για εξτρεμιστές, όχι για
κομμουνιστές). Τα αξιολάτρευτα εκείνα πλάσματα που δεν γνωρίζουν ότι
έχουν δικαιώματα, ή εκείνα τα αξιολάτρευτα άτομα που το ξέρουν, αλλά
παραιτούνται από τη διεκδίκησή τους – σε αυτό το μασκαρεμένο εμφύλιο
πόλεμο – παίζουν έναν αρχαίο και πασίγνωστο ρόλο: είναι βορά των
κανονιών. Με μια μη συνειδητοποιημένη υποκρισία, χρησιμοποιούνται, κατά
πρώτο λόγο, ως αντικείμενα μιας μεταβίβασης που ελευθερώνει τη συνείδηση
από το βάρος του φθόνου και της οικονομικής μνησικακίας και, δεύτερον,
έχουν προωθηθεί από τους νέους αστούς, φτωχοί, αβέβαιοι και φανατικοί,
σαν ένας στρατός περιθωριακών «αγνών», σε έναν αγώνα ασυνείδητα βρόμικο,
ακριβώς ενάντια στους παλιούς, τους πλούσιους, σίγουρους για τον εαυτό
τους και φασίστες, αστούς.
Για να καταλαβαινόμαστε:
ο Ελληνας φοιτητής που πήρα ως
σύμβολο ήταν από κάθε άποψη (εκτός από την άγρια αλήθεια) ένας «αγνός»
και αυτός, όπως και οι φτωχοί που ανάφερα προηγούμενα. Και αυτή η
«αγνότητά» του οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στον «ριζοσπαστισμό» που
ήταν μέσα του.
Τρίτη παράγραφος
Επειδή ήρθε η ώρα να το πούμε: τα δικαιώματα στα οποία αναφέρομαι
εδώ, είναι τα «πολιτικά δικαιώματα» τα οποία, έξω από ένα πλαίσιο
αυστηρά δημοκρατικό, όπως θα μπορούσε να είναι μια ιδανική πουριτανική
δημοκρατία στην Αγγλία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες – ή μία Δημοκρατία του
Λαού, στη Γαλλία – έχουν λάβει έναν ταξικό χρωματισμό.
Αυτή η
σοσιαλιστική ιταλικοποίηση των «πολιτικών δικαιωμάτων» δεν θα μπορούσε,
μοιραία (ιστορικά), να κάνει τίποτε άλλο από το να χυδαιοποιηθεί.
Πράγματι: ο εξτρεμιστής που διδάσκει τους άλλους ότι έχουν δικαιώματα,
τι διδάσκει; Διδάσκει ότι όποιος υπηρετεί, έχει τα ίδια δικαιώματα με
εκείνον που διατάσσει. Ο εξτρεμιστής που διδάσκει τους άλλους να αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους, τι διδάσκει;
Διδάσκει
ότι πρέπει να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα των ιδιοκτητών. Ο
εξτρεμιστής που διδάσκει τους άλλους ότι τα θύματα των εκμεταλευτών
είναι άτομα δυστυχή, τι διδάσκει; Διδάσκει ότι πρέπει να απαιτήσουν να
απολαμβάνουν την ίδια ευτυχία των εκμεταλλευτών. Το αποτέλεσμα
είναι ότι με αυτό τον τρόπο, εκείνο που μπορεί πιθανά να επιτευχθεί,
είναι μία ταυτοποίηση. Δηλαδή, στην καλύτερη περίπτωση, μία
δημοκρατικοποίηση με την αστική έννοια του όρου.
Η τραγωδία των
εξτρεμιστών, επομένως συνίσταται στο ότι έκαναν να εξελιχθεί ένας
αγώνας, που οι ίδιοι με τα λόγια, καθορίζουν ως επαναστατικό
μαρξιστικό-λενινιστικό, σε μια εμφύλια διαμάχη παλιά τόσο όσο και η
αστική τάξη: ουσιαστικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της αστικής
τάξης. Η απόκτηση των ιδίων αυτών δικαιωμάτων δεν κάνει τίποτε άλλο παρά
να προβιβάσει εκείνον που τα απόκτησε στο βαθμό του αστού.
Τέταρτη παράγραφος
Με
ποια έννοια η ταξική συνείδηση δεν έχει καμία σχέση με τη συνείδηση των
μαρξιστικοποιημένων αστικών δικαιωμάτων; Με ποια έννοια το Ιταλικό
Κομμουνιστικό Κόμμα δεν έχει καμία σχέση με τους εξτρεμιστές (αν και
μερικές φορές, απόρροια της παλιάς γραφειοκρατικής διπλωματίας, τους
καλεί κοντά του: έτσι, τόσο που, για παράδειγμα, έχει ήδη κωδικοποιήσει
το κίνημα του ’68 περνώντας το στην έννοια της Αντίστασης); Είναι
πολύ απλό: ενώ οι εξτρεμιστές αγωνίζονται ουσιαστικά και συγκεκριμένα
για τα μαρξιστικοποιημένα πολιτικά δικαιώματα, στο όνομα, όπως είπα,
μιας τελικής ταυτοποίησης των εκμεταλλευμένων με τους εκμεταλλευτές, οι κομμουνιστές, αντίθετα, αγωνίζονται για τα πολιτικά δικαιώματα στο όνομα μιας ετερότητας.
Μιας ετερότητας (όχι σαν μια απλή εναλλακτική λύση), η οποία εξαιρεί,
από την ίδια της τη φύση, κάθε οποιαδήποτε πιθανή εξομοίωση των
εκμεταλλευμένων με τους εκμεταλλευτές. Ο ταξικός αγώνας ήταν
μέχρι στιγμής ένας αγώνας για την επικράτηση μιας άλλης μορφής ζωής (για
να αναφερθούμε ακόμα στον δυνητικό ανθρωπολόγο Wittgenstein), δηλαδή μιας άλλης κουλτούρας.
Τόσο πολύ, ώστε οι δύο αυτές μαχόμενες τάξεις ήταν επίσης – πώς να πω; –
διαφορετικές φυλετικά. Και πράγματι, στην ουσία, εξακολουθούν να είναι.
Στην ακμή της καταναλωτικής κοινωνίας.
- «Αντιφασίστριες» ή η «χειραφετημένη» φεμινίστρια
Πέμπτη παράγραφος
Όλοι γνωρίζουν ότι «εκμεταλλευτές» όταν
(μέσω των «εκμεταλλευμένων») παράγουν αγαθά, στην πραγματικότητα
παράγουν ανθρωπισμό (κοινωνικές σχέσεις). Οι «εκμεταλλευτές» της
δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης (αλλιώς καταναλωτισμού: δηλαδή μεγάλες
ποσότητες, περιττά και επουσιώδη αγαθά, ηδονιστική λειτουργία) παράγουν
νέα εμπορεύματα. Άρα παράγουν καινούργιο ανθρωπισμό (νέες κοινωνικές
σχέσεις). Τώρα, κατά τη διάρκεια των δύο
περίπου αιώνων της ιστορίας της, η πρώτη βιομηχανική επανάσταση παρήγαγε
πάντα τροποποιήσιμες κοινωνικές σχέσεις. Η απόδειξη; Η απόδειξη δίνεται
από την ουσιαστική βεβαιότητα της δυνατότητας τροποποίησης των
κοινωνικών σχέσεων σε εκείνους που αγωνίζονταν στο όνομα της
επαναστατικής ετερότητας. Ποτέ δεν αντέταξαν, στην οικονομία και στην κουλτούρα του καπιταλισμού μια εναλλακτική λύση, αλλά αντέταξαν μια ετερότητα. Η
ετερότητα που θα έπρεπε να τροποποιήσει ριζικά τις υπάρχουσες
κοινωνικές σχέσεις: ανθρωπολογικά δηλαδή, την υπάρχουσα κουλτούρα.
Βασικά, η «κοινωνική σχέση», η οποία διέπει τη σχέση μεταξύ των
δουλοπάροικων και του φεουδάρχη, δεν ήταν και πολύ διαφορετική από αυτή
που διέπει τη σχέση μεταξύ του εργάτη και του μεγαλοβιομήχανου: και,
όπως και να έχει, πρόκειται για «κοινωνικές σχέσεις» που αποδείχθηκαν
εξίσου μεταβλητές. Αλλά αν η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση –
μέσα από τις τεράστιες νέες δυνατότητες που καθόρισε – θα άρχιζε να
παράγει, από τώρα και στο εξής, άκαμπτες, μη τροποποιήσιμες «κοινωνικές
σχέσεις»; Αυτό είναι το μεγάλο και ίσως τραγικό ερώτημα που πρέπει να
τεθεί σήμερα. Και αυτή είναι τελικά η έννοια της ολικής αστικοποίησης
που διαδραμματίζεται σε όλες τις χώρες: οριστικά στις μεγάλες
καπιταλιστικές χώρες, δραματικά στην Ιταλία. Από αυτή την άποψη,
οι προοπτικές του Κεφαλαίου εμφανίζονται ρόδινες. Οι ανάγκες που
δημιούργησε ο παλιός καπιταλισμός ήταν ουσιαστικά πολύ παρόμοιες με τις
βασικές ανάγκες. Οι ανάγκες όμως που μπορεί να δημιουργήσει ο νέος
καπιταλισμός, είναι εντελώς και απόλυτα άχρηστες και τεχνητές.
- Να λοιπόν γιατί, μέσω αυτών, ο νέος
καπιταλισμός δεν θα αρκούταν μόνο στο να αλλάξει, ιστορικά, έναν τύπο
ανθρώπου: αλλά θα συνέχιζε αλλάζοντας την ίδια την ανθρωπότητα. Πρέπει
να προστεθεί ότι ο καταναλωτισμός μπορεί να δημιουργήσει αμετάβλητες
«κοινωνικές σχέσεις», είτε με τη δημιουργία, στη χειρότερη περίπτωση, στη
θέση του παλιού παπαδο-φασισμού, ένός νέου τεχνο-φασισμού (που θα
μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο με την προϋπόθεση ότι θα ονομαζόταν
αντι-φασισμός), και, όπως είναι τώρα πιο πιθανό, δημιουργώντας μέσα στο
πλαίσιο της ηδονιστικής του ιδεολογίας, ένα πλαίσιο ψευδούς
ανεκτικότητας, και ψευδούς λαϊκισμού: δηλαδή μιας ψευδούς
πραγματοποίησης των πολιτικών δικαιωμάτων. Και στις δύο τις
περιπτώσεις ο χώρος για μια πραγματική επαναστατική ετερότητα, θα
περιοριζόταν στην ουτοπία ή στις αναμνήσεις: μειώνοντας έτσι τη
λειτουργία των μαρξιστικών κομμάτων σε μία σοσιαλδημοκρατική λειτουργία,
αν και, από ιστορική άποψη, εντελώς νέα.
- Η γυναίκα ως σεξουαλικό αντικείμενο. Η νέα ηθική περνά από το βυζί, το μουνί (όταν κατουράει) και τον κώλο.
Έκτη παράγραφος
Αγαπητέ
Pannella, αγαπητέ
Spadaccia,
αγαπητοί φίλοι ριζοσπάστες, υπομονετικοί με όλους ως άγιοι και συνεπώς
και μαζί μου: η ετερότητα δεν υπάρχει μόνο στην ταξική συνείδηση και
στον επαναστατικό μαρξιστικό αγώνα. Η ετερότητα υπάρχει και στην ίδια
την καπιταλιστική εντροπία. Εδώ απολαμβάνει (ή μάλλον πάσχει, και συχνά,
υποφέρει φοβερά) την ουσιαστικότητά της, τον ρεαλισμό της. Αυτό που
βασικά είναι, και το άλλο που είναι μέσα σε αυτό, δύο πολιτιστικά
δεδομένα. Μεταξύ αυτών των δύο δεδομένων υπάρχει μια σχέση κατάχρησης
και ακμετάλλευσης της θέσης, συχνά, πράγματι, φρικτή.
Η
μετατροπή αυτής της σχέσης σε μια διαλεκτική σχέση είναι ακριβώς η
λειτουργία, μέχρι σήμερα, του μαρξισμού: διαλεκτική σχέση μεταξύ της
κουλτούρας της άρχουσας τάξης και της κουλτούρας της υπόδουλης τάξης.
Αυτή η διαλεκτική σχέση δεν θα ήταν πλέον δυνατό να υπάρξει εκεί που η
κουλτούρα της κυρίαρχης τάξης θα είχε εξαφανιστεί, εξαλειφθεί,
καταργηθεί, όπως λέτε. Επομένως, πρέπει να αγωνιστούμε για τη διατήρηση
όλων των μορφών, εναλλακτικών και υποδεέστερων, του πολιτισμού. Είναι
αυτό που κάνατε σε όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικά στα τελευταία. Και
καταφέρατε να βρείτε εναλλακτικές και υποδεέστερες μορφές πολιτισμού,
παντού: στο κέντρο της πόλης και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές, τις πιο
νεκρές, εκεί που δεν συχνάζει κανείς. Δεν είχατε κανέναν ανθρώπινο
σεβασμό, καμία ψευδή αξιοπρέπεια και δεν υποκύψατε σε κανέναν εκβιασμό.
Δεν φοβηθήκατε ούτε τις πόρνες ούτε τους τελώνες, αλλά ούτε – και αυτό
τα λέει όλα – και τους φασίστες.
- Οκ. Τη «γαμάμε την ηθική μας» και ζήτω η νέα ηθική: Πουλάμε
βομβαρδισμούς, ανθρωπισμό και ανθρώπους. «Απελευθερωμένη» Λιβύη σήμερα.
Έβδομη παράγραφος
Τα πολιτικά δικαιώματα είναι, ουσιαστικά, τα δικαιώματα των άλλων.
Τώρα, με τον όρο ετερότητα είναι σαν να διακηρύσσουμε μια σχεδόν
απεριόριστη έννοια. Από την γωνία της ηπιότητά σας και με την αδιαλλαξία
σας, δεν κάνατε διακρίσεις. Συμβιβαστήκατε στο έπακρο για κάθε άλλη
δυνατή ετερότητα. Αλλά πρέπει να γίνει μια παρατήρηση. Υπάρχει μια
ετερότητα που αφορά την πλειοψηφία και μια ετερότητα που αφορά τις
μειονότητες.
Το πρόβλημα που αφορά την καταστροφή της κουλτούρας
της κυρίαρχης τάξης, ως εξάλειψη μιας διαλεκτικής ετερότητας που είναι,
και κατά συνέπεια απειλητική, είναι ένα πρόβλημα που αφορά την
πλειοψηφία. Το πρόβλημα του διαζυγίου είναι ένα
πρόβλημα που αφορά την πλειοψηφία. Το πρόβλημα της έκτρωσης είναι ένα
πρόβλημα που αφορά την πλειοψηφία. Πράγματι, οι εργάτες και οι αγρότες,
οι σύζυγοι και οι σύζυγοι, οι πατέρες και οι μητέρες αποτελούν την
πλειοψηφία. Όσον αφορά τη γενική υπεράσπιση της ετερότητας, όσον αφορά
το διαζύγιο, όσον αφορά την έκτρωση, είχατε μεγάλες επιτυχίες. Αυτό –
και το γνωρίζετε πολύ καλά – αποτελεί ένα μεγάλο κίνδυνο. Για σας- και
εσείς γνωρίζετε πολύ καλά πώς να αντιδράτε – αλλά και για ολόκληρη τη
χώρα, που αντίθετα, ειδικά σε πολιτιστικά επίπεδα, που θα έπρεπε να ήταν
υψηλότερα, αντιδρά κατά κανόνα, άσχημα.
- Τι εννοώ με αυτό; Μέσω της
μαρξιστικοποιημένης υιοθέτησης των πολιτικών δικαιωμάτων από τους
εξτρεμιστές – για τους οποίους μίλησα στις πρώτες παραγράφους της
ομιλίας μου – τα αστικά δικαιώματα έγιναν μέρος όχι μόνο της συνείδησης
αλλά και της δυναμικής ολόκληρης εκείνης της ιταλικής άρχουσας τάξης που
έχει προοδευτικές ιδέες. Δεν μιλώ για τους υποστηρικτές και τους
οπάδούς σας … Δεν μιλώ για εκείνους που έχετε φτάσει στα πιο μακρινά και
διαφορετικά μέρη: γεγονός για το οποίο είστε δικαιολογημένα περήφανοι.
Μιλώ για τους διανοούμενους σοσιαλιστές, για τους διανοούμενους
κομμουνιστές, για τους διανοούμενους αριστερούς καθολικούς, για τους
διανοούμενους γενικά (…)
- Η νέα ηθική των «αντιφασιστών» της αριστεράς και του
νεοφιλελευθερισμού: Η καταστροφή σου – η ηδονή μου. Από τον Τσε στην
Coca Cola. Η χαρά του τραπεζίτη. Enjoy υπεύθυνα.
Όγδοη παράγραφος
Ξέρω ότι λέω πολύ σοβαρά πράγματα. Από την άλλη μεριά ήταν αναπόφευκτο. Αν όχι, τι ήρθα να κάνω εδώ; Σας παρουσιάζω προοπτικά – σε μια στιγμή δίκαιης ευφορίας της αριστεράς – αυτό
που, για μένα, είναι ο μεγαλύτερος και ο χειρότερος κίνδυνος που
περιμένει, ιδιαίτερα εμάς τους διανοούμενους, στο προσεχές μέλλον. Ένα νέο «trahison des clercs»
(προδοσία των κληρικών): μια νέα αποδοχή. μια νέα ένταξη μέλους, μια
νέα υποχώρηση μπροστά στο τετελεσμένο γεγονός, ένα νέο καθεστώς, έστω
και ακόμα μόνο ως μία καινούργια κουλτούρα και μία νέα ποιότητα ζωής.
Αναφέρομαι σε αυτό που είπα στο τέλος
της πέμπτης παραγράφου: ο καταναλωτισμός μπορεί να κάνει αμετάβλητες τις
νέες κοινωνικές σχέσεις που γενιώνται από το νέο τρόπο παραγωγής
«δημιουργώντας ως πλαίσιο αναφοράς για την ηδονιστική ιδεολογία του, ένα
πλαίσιο ψευδούς ανοχής και ψευδούς λαϊκισμού: μια ψεύτικη δημιουργία,
δηλαδή, των πολιτικών δικαιωμάτων «. Τώρα, η μάζα των διανοουμένων που
σας απομιμήθηκε υιοθετώντας, μέσα από μία ρεαλιστική μαρξικοποίηση
εξτρεμιστών, τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα, καθιστώντας τον δικό
τους προοδευτικό κώδικα, ή κομφορμισμό της αριστεράς, δεν κάνει τίποτε
άλλο, παρά το παιχνίδι της εξουσίας: όσο πιο πολύ, ένας προοδευτικός
διανοούμενος, είναι φανατικά πεπεισμένος για την θετικότητα της συμβολής
του στην υλοποίηση των πολιτικών δικαιωμάτων, τόσο και, κατ ‘ουσίαν,
αποδέχεται την σοσιαλδημοκρατική λειτουργία που η εξουσία του επιβάλλει
καταργώντας, μέσα από την πλαστή και ολοκληρωτική υλοποίηση των
πολιτικών δικαιωμάτων, οποιαδήποτε πραγματική ετερότητα.
- Έτσι αυτή η εξουσία προετοιμάζεται, εκ
των πραγμάτων, να προσλάβει τους προοδευτικούς διανοούμενους σαν δικούς
της κληρικούς. Και εκείνοι έχουν ήδη δώσει σε αυτή την αόρατη δύναμη
μία αόρατη ένταξη στις γραμμές της, βάζοντας στην τσέπη τους μια αόρατη
κάρτα. Ενάντια σε όλα αυτά, δεν χρειάζεται να κάνετε τίποτα άλλο
(πιστεύω) από το, απλά, να συνεχίσετε να είστε οι ίδιοι: πράγμα που
σημαίνει να είσαστε συνεχώς μη αναγνωρίσιμοι.
Ξεχάστε αμέσως τις μεγάλες επιτυχίες: και
συνεχίσετε απτόητοι, πεισματικά, αιώνια αντίθετοι, να απαιτείτε, να
θέλετε, να ταυτίζεστε με τον διαφορετικό, να σκανδαλίζετε, να
βλαστημάτε.»
- Τhis is the end . «Προνόμια» – «δικαιώματα», μόνο για όσους/όσες εκπορνεύονται . Τώρα πια, ο καταναλωτισμός θέλει πουτανιά.
(1) Marco Pannella: ο επικεφαλής του Ριζοσπαστικού κόμματος (Partito Radicale) τότε.
(2) Το πάλαι ποτέ «μεγαλύτερο Κομμουνιστικό
Κόμμα της Δύσης», βρίσκεται στο 1%, έχοντας μετατραπεί σε «ριζοσπαστικό»
στυλοβάτη των τραπεζιτών της Ε.Ε., δικαιώνοντας την πρόβλεψη της
έβδομης παραγράφου, για τους διανοούμενους.
Επιμέλεια μετάφρασης από Ιταλικά: Gianni
————–
(Στις ωραίες εικόνες, ο Δον ΨΥΧΩΤΗΣ. Στις άσχημες: η πραγματικότητα των αντιφασιστικών «δικαi.ιωμάτων» και του ιμπεριαλισμού )