Στη Γερμανία, τα σημαντικά εκλογικά ποσοστά της άκρας
Δεξιάς σε αρκετά ανατολικά κρατίδια και η δυσφορία του πληθυσμού
αναζωπυρώνουν τον προβληματισμό για τις αποτυχίες της ενοποίησης.
Τριάντα χρόνια μετά την ενοποίηση, οι περισσότεροι οικονομικοί,
δικαστικοί και πολιτιστικοί θεσμοί διευθύνονται από προσωπικότητες της
Δυτικής Γερμανίας.
Τον Σεπτέμβριο του 2018 εκδόθηκε στη Γερμανία ένα βιβλίο που
πυροδότησε πολλές συζητήσεις. Η Πέτρα Κέπινγκ, συγγραφέας του και
υπουργός Ισότητας και Κοινωνικής Ενσωμάτωσης του κρατιδίου της Σαξωνίας,
καταπιάνεται με το ζήτημα της έλλειψης αναγνώρισης των
Ανατολικογερμανών από την επανενωμένη Γερμανία, ενώ το βιβλίο φέρει τον
προκλητικό τίτλο «Αρχίστε λοιπόν να ενσωματώνετε κι εμάς!» (1). «Εμείς»
(υπονοούνται οι Ανατολικογερμανοί) εναντίον «εκείνων» (των προσφύγων που
υποδέχθηκε η Γερμανία στο έδαφός της μετά το καλοκαίρι του 2015 και
έκτοτε προσπαθεί να βρει μια θέση γι’ αυτούς στην κοινωνία). Αυτή η
κραυγή απόγνωσης δεν προέρχεται από την ίδια την υπουργό, η οποία δεν
ανήκει στις τάξεις της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD),
αλλά στους σοσιαλδημοκράτες του SPD. Προέρχεται από τα αναρίθμητα
αιτήματα τα οποία –λόγω της θέσης της– η Κέπινγκ δέχεται καθημερινά,
τόσο στο πολιτικό γραφείο της όσο και κατά τη διάρκεια των επισκέψεων
που πραγματοποιεί. Αυτά ακριβώς τα αιτήματα την ώθησαν να γράψει αυτό το
τόσο δηκτικό όσο και εξαιρετικά τεκμηριωμένο δοκίμιο.
Το βιβλίο, που εκδόθηκε ένα χρόνο πριν από τον εορτασμό της
τριακοστής επετείου της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, έχει υπότιτλο
«Μια συνηγορία υπέρ της Ανατολικής Γερμανίας» και είναι γραμμένο από μια
γυναίκα που κατάγεται από την πρώην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας
(ΛΔΓ), αποτελεί μια παραφωνία στην άψογη εικόνα που προβάλλεται για τη
γερμανική ενοποίηση. Πώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η διεκδίκηση
ορισμένων Ανατολικογερμανών για κοινωνική ένταξη; Και πώς φτάσαμε σε
αυτό το σημείο;
Ένα κομβικό στοιχείο της «ανατολικής δυσφορίας» συνίσταται στην
σχεδόν πλήρη απουσία ατόμων με καταγωγή από περιοχές της Ανατολικής
Γερμανίας στα υψηλότερα οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά αξιώματα
της χώρας. Η δυσαναλογία γίνεται εντυπωσιακή μόλις επιχειρήσουμε να την
μετρήσουμε. Πράγματι, στην κορυφή της πυραμίδας συναντάμε μονάχα μια
χούφτα ατόμων που γεννήθηκαν ή σπούδασαν στο ανατολικό τμήμα της
Γερμανίας. Βέβαια, η Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριος από το 2005 και ηγέτης
του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) από το 2000 ώς το 2018,
μεγάλωσε στη ΛΔΓ. Ωστόσο, για να ανέλθει σε αυτά τα δύο αξιώματα και για
να διατηρηθεί σε αυτά, αναγκάστηκε να υποβαθμίσει και να παραμερίσει
την καταγωγή της. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Άνγκελα Μέρκελ, ο
Βόλφγκανγκ Τίρζε (πρόεδρος του Κοινοβουλίου την περίοδο 1998-2005) ή ο
Γιοακίμ Γκάουκ (πρώην πάστορας και πρόεδρος της Ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας την περίοδο 2012-2017) ενσάρκωναν στα μάτια των συμπατριωτών
τους και των Ευρωπαίων την πολιτική επιτυχία των «Όσσις» («Ossis», των
Ανατολικογερμανών) στην ενοποιημένη Γερμανία. Ωστόσο, δίχως «μαθητές»,
προστατευόμενους ή διαδόχους από τις τάξεις των Ανατολικογερμανών,
αποτελούσαν απλώς το δέντρο που έκρυβε το δάσος, ένα δάσος το οποίο
σήμερα φαντάζει απογυμνωμένο.
Στα τέλη του 2017, όταν έπρεπε να σχηματίσει την κυβέρνησή της, η
Μέρκελ επέλεξε αρχικά μονάχα Δυτικογερμανούς υπουργούς. Το SPD –ο
εταίρος της CDU στον «μεγάλο συνασπισμό» που προέκυψε από τις εκλογές
της 24ης Σεπτεμβρίου 2017– ήταν εκείνο που παρενέβη την
τελευταία στιγμή, αναζητώντας ανάμεσα στα μέλη του μια γυναίκα με
καταγωγή από την Ανατολική Γερμανία, την σχεδόν άγνωστη Φραντσίσκα
Γκίφεϊ, την οποία και πρότεινε για υπουργό Οικογένειας. Ορισμένοι
σχολιαστές ειρωνεύτηκαν αυτήν τη νεοαποικιακού τύπου «Ost–quote», την «ποσόστωση Ανατολικογερμανών» (και γυναικών) που έφερε στην επικαιρότητα η νέα κυβέρνηση.
Ο κανόνας της γυάλινης οροφής
Σε επίπεδο πολιτικών σχηματισμών, η διαπίστωση γίνεται ακόμα πιο
οξεία. Τα κυβερνητικά κόμματα έχουν μονάχα Δυτικογερμανούς ηγέτες, είτε
πρόκειται για την CDU (με εξαίρεση τη Μέρκελ) είτε για το SPD είτε για
το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) είτε για τους Πράσινους. Ακόμα
και η AfD, με ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία στο ανατολικό τμήμα της χώρας,
διευθύνεται από «Βέσσις» («Wessis», Δυτικογερμανούς). Μόνο το αριστερό
κόμμα Die Linke διατηρεί λίγο-πολύ μια ισοτιμία μεταξύ των
Ανατολικογερμανών και των Δυτικογερμανών στην ηγετική ομάδα του, για
ιστορικούς λόγους: ιδρύθηκε πάνω στα ερείπια του παλαιού Κόμματος του
Δημοκρατικού Σοσιαλισμού της ΛΔΓ (PDS). Ωστόσο, μετά την αποχώρηση του
εμβληματικού ηγέτη του Γκρέγκορ Γκύζι και, στη συνέχεια, τον Μάρτιο του
2019, της Ζάρα Βάγκενκνεχτ, έχασε τις δύο σημαντικότερες
ανατολικογερμανικές προσωπικότητές του.
Όσον αφορά τα στελέχη της ομοσπονδιακής διοίκησης, οι πολίτες των
νέων κρατιδίων –των περιοχών της πρώην ΛΔΓ– κατέχουν το 5% των θέσεων,
τη στιγμή που αποτελούν το 17% του πληθυσμού. Μια μελέτη που
πραγματοποιήθηκε από το πανεπιστήμιο της Λειψίας το 2016 απέδειξε ότι οι
Ανατολικογερμανοί αποτελούν μονάχα το 1,7% των υψηλόβαθμων κρατικών
υπαλλήλων και των διευθυντικών στελεχών, δηλαδή το ένα δέκατο της
αναλογίας τους στον πληθυσμό (2). Από τους 120 τομεάρχες των
ομοσπονδιακών υπουργείων (των Abteilungsleiter, με
ιδιαίτερα εκτεταμένες εξουσίες), μονάχα 3 προέρχονται από το ανατολικό
τμήμα της χώρας. Εξάλλου, το 2016, από τους 60 υφυπουργούς, τρεις ήταν
και πάλι οι Ανατολικογερμανοί. Συνεπώς, στην περίπτωσή τους εφαρμόζεται
απόλυτα ο γνωστός κανόνας της γυάλινης οροφής: όσο περισσότερο
ανεβαίνουμε στα κλιμάκια της ιεραρχίας τόσο λιγότερους
Ανατολικογερμανούς συναντάμε.
Στο πεδίο της οικονομίας και των επιχειρήσεων, η απουσία τους από τις
θέσεις εξουσίας δημιουργεί ερωτηματικά. Σε αυτή την περίπτωση, οι
αριθμοί δεν είναι μόνον σκληροί, είναι συντριπτικοί. Στους διευθύνοντες
συμβούλους των 30 μεγαλυτέρων γερμανικών επιχειρήσεων που είναι
εισηγμένες στο χρηματιστήριο (DAX) δεν περιλαμβάνεται κανένας
Ανατολικογερμανός ενώ, σύμφωνα με το περιοδικό Der Spiegel
(Νοέμβριος 2018), από αυτήν κατάγονται μονάχα 5 από τα 200 μέλη των
διοικητικών συμβουλίων τους. Εξάλλου, κανένας από αυτούς τους ομίλους
δεν έχει την έδρα του στο ανατολικό τμήμα της χώρας, ούτε καν στο
Βερολίνο. Η κυριαρχία των «Βέσσις» παρατηρείται ακόμα και εντός των νέων
ομόσπονδων κρατιδίων: διευθύνουν τα τρία τέταρτα των 100 μεγαλύτερων
επιχειρήσεων που βρίσκονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας (3), ενώ
αποτελούν συνολικά το 77% των ανώτερων στελεχών. Τέλος το 92,7% των
Γερμανών εκατομμυριούχων κατοικούν στο δυτικό τμήμα της χώρας, έναντι
μονάχα 3,9% στο ανατολικό και 3,4% στο Βερολίνο (4).
Οι κλάδοι που θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι είναι περισσότερο
ανοιχτοί στην ανάμειξη των διαφορετικών καταγωγών δεν υστερούν σε
διακρίσεις. Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι πολιτιστικοί θεσμοί της χώρας έχουν
επικεφαλής Δυτικογερμανούς, ακόμα και… στο ανατολικό τμήμα της
Γερμανίας. Υπάρχουν βέβαια ορισμένες εξαιρέσεις όπως τα Berliner
Festspiele, ένα φεστιβάλ που διευθύνεται από τον Τόμας Ομπερέντερ, ο
οποίος διαπιστώνει με μια δόση πικρίας ότι «στις ελίτ των νέων κρατιδίων κυριαρχούν με εντυπωσιακό τρόπο οι Δυτικογερμανοί»
(5). Έτσι, όλοι οι πρόεδροι των δεκαπέντε πανεπιστημίων στο ανατολικό
τμήμα της χώρας προέρχονται από το δυτικό τμήμα της χώρας. Εντός τους,
τις περισσότερες έδρες κατέχουν Δυτικογερμανοί καθηγητές –έως και το 80%
στις κοινωνικές επιστήμες.
Η κατάσταση δεν αλλάζει ούτε και στον κόσμο των μέσων ενημέρωσης.
Όλοι οι μεγάλοι όμιλοι (Springer, Funke, Burda, Bertelsmann,
Gruner+Jahr…), οι κυριότερες ημερήσιες εφημερίδες εθνικής κυκλοφορίας (Frankfurter Allgemeine Zeitung, Süddeutsche Zeitung, Die Welt, Frankfurter Rundschau, Die Tageszeitung, Der Tagespiegel), όπως και τα μεγάλα εβδομαδιαία περιοδικά (Der Spiegel, Die Zeit, Stern, Focus) προέρχονται από την πρώην Δυτική Γερμανία. Με εξαίρεση τον τοπικό ημερήσιο Τύπο, έχουν απομείνει μονάχα η Berliner Zeitung και η Berliner Kurier,
απευθυνόμενες κυρίως σε ένα κοινό του Ανατολικού Βερολίνου που έχει
αρχίσει να γερνάει. Ακόμα και η –ξεκάθαρα αριστερών προσανατολισμών–
εβδομαδιαία εφημερίδα Der Freitag, η οποία
πρόθυμα φιλοξενεί τις θέσεις και τον προβληματισμό που αναπτύσσονται
στην Ανατολική Γερμανία, στο μόνιμο συντακτικό προσωπικό της διαθέτει
μόνο δύο δημοσιογράφους με καταγωγή από τα ανατολικά.
Οι πηγές της παρούσας κατάστασης βρίσκονται στις συνθήκες εκείνου που
τα μέσα ενημέρωσης και οι Δυτικοί πολιτικοί ηγέτες αποκάλεσαν
«επανένωση» την επαύριο της πτώσης του Τείχους το Βερολίνου. Η
διαδικασία βιώθηκε από τους Ανατολικογερμανούς ως μεγάλη αναταραχή και,
από ορισμένους, ως προσάρτηση (6). Μόλις διαλύθηκαν οι θεσμοί της ΛΔΓ,
στις 3 Οκτωβρίου 1990, άρχισε ένα κίνημα εκκαθαρίσεων που αποσκοπούσε
στην απαλλαγή της ανατολικογερμανικής ελίτ από τα μέλη του Ενοποιημένου
Σοσιαλιστικού Κόμματος (SED) και τους οπαδούς της έκπτωτης κυβέρνησης.
Στην δημόσια διοίκηση και στον οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό και
πανεπιστημιακό τομέα εγκαταστάθηκε μια νέα ιθύνουσα τάξη. Προερχόταν από
το δυτικό τμήμα της χώρας, μάλλον νεαρής ηλικίας, με υψηλό επίπεδο
σπουδών και ήταν ενθουσιασμένη που καταλάμβανε τόσο νωρίς σημαντικές
θέσεις στα ανατολικά ομόσπονδα κρατίδια τα οποία μόλις είχαν προσαρτηθεί
στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Έτσι, ένα εκατομμύριο δημόσιοι υπάλληλοι
έχασαν την θέση τους: μεταξύ αυτών, 70.000 καθηγητές της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης και το σύνολο των δικαστών των ποινικών δικαστηρίων και των
εισαγγελέων.
Οι μηχανισμοί της κοινωνικής αναπαραγωγής, των δικτύων επιρροής και
των γνωριμιών διαιώνισαν την κυριαρχία αυτής της ομάδας και στις
επόμενες γενιές. Αν και δεν υπήρξε ρητά εκπεφρασμένη βούληση για τον
παραμερισμό των Ανατολικογερμανών, δεν έγινε καμία προσπάθεια να βρεθεί
θέση και γι’ αυτούς. Το 2016, από τους 202 στρατηγούς και ναυάρχους,
μονάχα οι 2 κατάγονταν από το ανατολικό τμήμα. Αντίστοιχα, μονάχα 3 από
τους 336 δικαστές που στελεχώνουν τα ανώτατα ομοσπονδιακά δικαστήρια
κατάγονταν από εκεί, ενώ από τους δικαστές που είναι τοποθετημένοι στα
εδάφη της πρώην ΛΔΓ μονάχα το 13% είναι «ντόπιοι» (7).
Ο ελάχιστος αριθμός Ανατολικογερμανών σε θέσεις εξουσίας οφείλεται
και σε οικονομικούς λόγους. Μετά την ενοποίηση του 1990, υπέστησαν έναν
κοινωνικό σεισμό που τους απομάκρυνε για πολύ καιρό από οποιαδήποτε
φιλοδοξία για καριέρα –εξάλλου παρόμοιες τάσεις ελάχιστα ενθαρρύνονταν
από το σοσιαλιστικό καθεστώς. Όπως εξηγεί η Φράουκε Χίλντεμπραντ,
καθηγήτρια των επιστημών της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο του Πότσδαμ
και πρόεδρος της επιτροπής Ανατολικών Κρατιδίων του SPD στο
Βρανδεμβούργο (επιτροπή επιφορτισμένη με τα δομικά προβλήματα που
συναντώνται στην Ανατολική Γερμανία), όλες οι ανατολικογερμανικές
οικογένειες γνώρισαν την απότομη απώλεια μιας θέσης εργασίας, τη
μακροχρόνια ανεργία, το κλείσιμο των εργοστασίων, των κρατικών
επιχειρήσεων και των διοικητικών υπηρεσιών. Όλες οι οικογένειες ένιωσαν
τον ταξικό ξεπεσμό, τις δουλειές του ποδαριού και την εργασιακή
επισφάλεια, τη διάρρηξη των επαγγελματικών και των φιλικών δεσμών, αλλά
και τη διάλυση πολλών ζευγαριών λόγω της μετανάστευσης προς τη Δυτική
Γερμανία. Όλες βίωσαν την εμπειρία της κατάρρευσης ενός κόσμου που δεν
συνοψιζόταν μονάχα στη Στάζι, στο Τείχος του Βερολίνου και στο Κόμμα. Τη
δεκαετία του 1990, τη δεκαετία των μεγάλων κινδύνων, η προτεραιότητα
ήταν να σώσεις το τομάρι σου πριν καν διανοηθείς να κάνεις καριέρα.
Να θεσπιστούν ποσοστώσεις;
Πολλοί προσπάθησαν να κάνουν καριέρα μπαίνοντας στην περιπέτεια της
εγκατάστασης στη δυτική πλευρά, προκαλώντας έτσι το άλλο δράμα της πρώην
Ανατολικής Γερμανίας: τη δημογραφική αιμορραγία. Ήδη από το 1990,
εγκαταστάθηκαν στην πρώην Δυτική Γερμανία, δεκάδες –και στη συνέχεια
εκατοντάδες– χιλιάδες Ανατολικογερμανοί, νέοι και πτυχιούχοι, στην
πλειονότητά τους γυναίκες. Τα νέα ομόσπονδα κρατίδια δεν συνήλθαν ποτέ
από αυτή την απότομη αφαίμαξη κατοίκων –περίπου δύο εκατομμυρίων– καθώς
ένα τμήμα τους θα μπορούσε να είχε καταλάβει θέσεις ευθύνης στο
ανατολικό τμήμα.
Σήμερα, ένας διόλου αμελητέος αριθμός Γερμανών θεωρεί τον εαυτό του
πολίτη β΄ κατηγορίας, περιθωριοποιημένο εξαιτίας ενός νεοφιλελευθερισμού
που επιβλήθηκε από το εξωτερικό: μακροχρόνια άνεργοι, δικαιούχοι των
κατώτατων παροχών του κοινωνικού κράτους, επισφαλώς εργαζόμενοι ή
ημιαπασχολούμενοι, φτωχοί συνταξιούχοι ή ακόμα άτομα απλούστατα
απογοητευμένα από τις υπερβολικές υποσχέσεις ενός κόσμου ναι μεν
«ελεύθερου», αλλά στερούμενου νοήματος και σκοπού. Στο πολιτικό επίπεδο,
η μη ενσωμάτωσή τους μεταφράζεται σε αποχή ή σε ψήφο διαμαρτυρίας,
αρχικά υπέρ του PDS, το οποίο μετατράπηκε σε Die Linke στις αρχές της
δεκαετίας του 2000, ενώ στη συνέχεια, μετά το 2010, ολοένα και
περισσότερο υπέρ της AfD –δύο φαινόμενα είναι πολύ εντονότερα στο
ανατολικό τμήμα της χώρας απ’ όσο στο δυτικό (8). Με τον τρόπο του, το
πολιτικό ρήγμα ανάμεσα στα δύο τμήματα της Γερμανίας συνοψίζεται σε αυτή
την κραυγή που πηγάζει από τα βάθη της καρδιάς: «Πρώτα εμάς να ενσωματώσετε λοιπόν!».
Δύο συμπληρωματικές αναλύσεις περιγράφουν αυτήν την «απουσία». Η
πρώτη υιοθετεί την προβληματική της «γυάλινης οροφής». Πέρα από την
εύθραυστη οικονομική κατάσταση (παρά την αισθητή βελτίωσή της μετά το
1990), ο πληθυσμός με καταγωγή από την Ανατολική Γερμανία, εξαιτίας της
υποεκπροσώπησής του στους κόλπους των ελίτ, μάλλον αισθάνεται ότι δεν
ανήκει στο «επανενωμένο έθνος» (9) που τόσο θερμά είχε
αναγγελθεί μετά την πτώση του Τείχους. Ενώ οι μεν ποντάρουν στον χρόνο,
που θα μπορέσει να διαλύσει την πικρία και να καταστήσει δυνατή την
ολοκλήρωση της χώρας, άλλοι, συχνά καταγόμενοι από την Ανατολική
Γερμανία, ζητούν την καθιέρωση ποσοστώσεων στα διευθυντικά πόστα, κατά
την αναλογία των Ανατολικογερμανών στον συνολικό πληθυσμό της χώρας.
Όπως εξηγούν, ο χρόνος δεν θα αλλάξει τίποτα σε αυτό το ζήτημα, γιατί ο
θυμός, η παραίτηση και το αίσθημα ματαίωσης των Όσσις μεταβιβάζονται από
τη μια γενιά στην άλλη. Σε κάθε περίπτωση, η ιδέα των ποσοστώσεων –την
οποία, αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις, βρίσκει ελκυστική μονάχα το 48%
των Ανατολικογερμανών– πυροδοτεί πολλές συζητήσεις (10).
Μια άλλη ερμηνεία αναδεικνύει έναν παράγοντα με σαφέστερα δομικό
χαρακτήρα. Σβήνοντας την ιστορία της ΛΔΓ όπως αυτή βιώθηκε από όσους
γεννήθηκαν εκεί (11), γκρεμίζοντας τα συμβολικά μνημεία της –για
παράδειγμα το παλαιό Μέγαρο της Δημοκρατίας στο Βερολίνο– υποβιβάζοντας
τους κατοίκους της στον ρόλο είτε των θυμάτων μιας ολοκληρωτικής
δικτατορίας είτε των χαφιέδων της αστυνομίας και, τέλος, μονοπωλώντας
όλες τις θέσεις εξουσίας, οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου εξέθρεψαν στην
Ανατολική Γερμανία μια αίσθηση την οποία καμία ποσόστωση δεν θα μπορέσει
να καταπραΰνει: την αίσθηση ότι δεν ανήκεις στον ίδιο σου τον τόπο.
- Petra Köpping, «Integriert doch erst mal uns! Eine Streitschrift für den Osten», Ch. Links Verlag, Βερολίνο, 2018.
- Michael Bluhm και Olaf Jacobs, «Wer beherrscht den Osten?
Ostdeutsche Eliten ein Vierteljahrhundert nach der deutschen
Wiedervereinigung», Πανεπιστήμιο της Λειψίας, σε συνεργασία με το
τηλεοπτικό κανάλι Mitteldeutscher Rundfunk 2016.
- Ό.π.
- «Manager Magazin», Αμβούργο, φθινόπωρο 2018.
- Stefan Braun, «“Dieses Land wird vom Westen dominiert”», «Süddeutsche Zeitung», Μόναχο, 2 Μαρτίου 2018.
- Rachel Knaebel και Pierre Rimbert, «Allemagne de l’Est, histoire d’une annexion», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2019.
- Michael Bluhm και Olaf Jacobs, ό.π.
- Βλ. Béatrice von Hirschhausen και Boris Grésillon, «La permanence de
la partition allemande», Hérodote, στο τεύχος «Géopolitique de
l’Allemagne» που θα εκδοθεί σύντομα.
- Anne-Marie Le Gloannec, «La nation retrouvée. De la RDA à l’Allemagne», «Politique étrangère», Παρίσι, Ν° 55-1, 1990.
- «Verhilft sie Ostendeutschen zu mehr Chancengleischheit ?», «Die Zeit», Αμβούργο, 21 Μαρτίου 2019.
- Βλ. Sonia Combe, «D’Εst en Ouest, retour à l’archive», Editions de
la Sorbonne, Παρίσι, 2013, και Nicolas Offenstandt, «Le Pays disparu.
Sur les traces de la RDA», Stock, Παρίσι, 2018.