Ήταν αρχές Μαρτίου όταν οι δημοσιογράφοι και ρεπόρτερ που κάλυπταν την τρίτη δίκη της Monsanto στην Καλιφόρνια - με την κατηγορία ότι η βασική ουσία γλυφοσάτη του εντομοκτόνου Round Up προκαλεί καρκίνο - είδαν για πρώτη φορά την Συλβί Μπαράκ. 

 https://im1.7job.gr/sites/default/files/imagecache/1200x675/article/2019/38/300965-monsanto.jpg
Αυτοσυστήθηκε ως freelancer ρεπόρτερ για το BBC. Οι άλλοι την περιέγραψαν ως πολύ φιλική με όλους, υποστηρικτική και καλή ακροάτρια, που άκουγε με προσοχή όταν οι υπόλοιποι συζητούσαν για προσωπικά τους θέματα. Μοιραζόταν επίσης τις σκέψεις της για τη δίκη και είχε πει στους συναδέλφους της ότι συμπλήρωνε το εισόδημά της κάνοντας δημόσιες σχέσεις. Μια νύχτα κάλεσε κάποιες συναδέλφους της για ποτά και επέμενε να συναντήσουν έναν εκπρόσωπο από έναν από τους πελάτες της, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας. 
Η Κέλι Ράιερσον, μια blogger που κάλυψε τη δίκη δήλωσε στην HuffPost, ότι η Μπαράκ ήθελε πραγματικά να συναντήσουν οι άλλες δημοσιογράφοι τον πελάτη της. Εκείνο το βράδυ τραβήχτηκε μια φωτογραφία που δείχνει την Ράιερσον δίπλα στην Μπαράκ κι ακόμη δυο δημοσιογράφος που ζήτησαν να μην κατονομαστούν για να μην έχουν επαγγελματικά προβλήματα στο μέλλον. 
Μία από αυτές τις ρεπόρτερ δήλωσε: «Η Μπαράκ παρουσίαζε διάφορα συμπεράσματα για ενδιαφέροντα σημεία της δίκης. Συνέχισε να επισημαίνει διάφορες μαρτυρίες που πάντα ήταν εις βάρος των εναγόντων». Όπως σημειώνει η Μπαράκ φαινόταν να προσπαθεί να ψαρέψει τη γνώμη των υπόλοιπων δημοσιογράφων για τη δίκη. 
Αυτό που επίσης θορύβησε τους άλλους δημοσιογράφους ήταν ότι μια τακτική ρεπόρτερ του BBC κάλυπτε επίσης τη δίκη. Γιατί το κανάλι να στείλει και μία freelancer; Ψάχνοντας στο ίντερνετ οι δημοσιογράφοι ανακάλυψαν ότι ο λογαριασμός της Μπαράκ στο LinkedIn έγραφε ότι εργάστηκε στην FTI Consulting, μια παγκόσμια επιχειρηματική συμβουλευτική εταιρεία που συνεργαζόταν τόσο με τη Monsanto, όσο και με τη Bayer. Όταν ένας από τους δημοσιογράφους έστειλε ερωτήσεις στην Bayer για την Μπαράκ, ο λογαριασμός στο LinkedIn άλλαξε και έγραφε μόνο ότι είναι ελεύθερη επαγγελματίας. Ένας άλλος δημοσιογράφος ρώτησε το BBC για την Μπαράκ, για να πάρει την απάντηση ότι ποτέ δεν δούλεψε γι’ αυτούς. 
Το AFP, δημοσίευσε δυο μήνες μετά, ένα ρεπορτάζ για την περίεργη αυτή υπόθεση χωρίς όμως να κατονομάσει την Μπαράκ. Η αυτοαποκαλούμενη δημοσιογράφος από τότε διέγραψε ή κλείδωσε για τους περισσότερους χρήστες τους λογαριασμούς της στα social media, Twitter, LinkedIn και Instagram. Επιπλέον, δεν απάντησε σε καμία από τις πάρα πολλές ερωτήσεις που τις έγιναν για την υπόθεση αυτή. 
Σύμφωνα με την HuffPost, το προσωπικό της FTI έχει προσπαθήσει κι άλλες φορές στο παρελθόν να αποκτήσει πληροφορίες με το πρόσχημα της δημοσιογραφίας. Τον Ιανουάριο, δυο σύμβουλοι της FTI που εργάζονταν για το Western Wire, έναν ιστότοπο «ειδήσεων και αναλύσεων» τον οποίο υποστήριζε η εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου Western Energy Alliance, επιχείρησαν να αμφισβητήσουν έναν δικηγόρο που εκπροσωπεί κοινότητες που κατηγορούν την Exxon για την κλιματική αλλαγή. 
PR εταιρείες… κατασκοπείας
H Monsanto έχει πολλές φορές στο παρελθόν χρησιμοποιήσει σκιώδη δίκτυα συμβούλων και εταιρειών δημοσίων σχέσεων τόσο για να κατασκοπεύει, όσο και για να επηρεάζει δημοσιογράφους. Η εταιρεία χρησιμοποιούσε επίσης μια ποικιλία τακτικών για να εκφοβίσει και να δυσφημίσει ρεπόρτερ, οργανώσεις και γενικά όσους της ασκούσαν κριτική και να παραπλανήσει την κοινή γνώμη. 
Πίσω στην υπόθεση της Μπαράκ, η FTI υποστήριξε ότι η εν λόγω υπάλληλος παρακολούθησε τη δίκη για να κρατήσει σημειώσεις και ότι για τα υπόλοιπα «ξεκίνησε εσωτερική εξέταση και έγιναν οι απαραίτητες ενέργειες». Η δε Bayer - που πλέον έχει εξαγοράσει την Monsanto - υποστήριξε ότι δεν ζήτησε την συνεργασία της FTI για τη δίκη και δεν γνώριζε ότι κάποιος από τη συμβουλευτική ήταν εκεί. Επίσης υποστήριξε ότι «η συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπαλλήλου της FTI δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές μας». 
Μετά τα όσα προηγήθηκαν η Μπαράκ εξαφανίστηκε αλλά οι δημοσιογράφοι που κάλυψαν τη δίκη, υποστήριξαν σε όσους μίλησαν ότι ένιωσαν να τους καταλαμβάνει μια παράνοια σχετικά με τον ποιον μπορούν να εμπιστευτούν. Αυτό δεν είναι περίεργο αν λάβει κανείς υπόψη τα έργα και τις ημέρες της Monsanto. 
Αληθινοί κατάσκοποι
Στις αρχές Μαΐου, ένα έγγραφο 18 σελίδων που δημοσιεύτηκε στη δίκη της Καλιφόρνια αποκάλυψε ότι η Monsanto είχε προσλάβει την Hakluyt, μια βρετανική ιδιωτική ερευνητική εταιρεία που συγκροτήθηκε από δύο βετεράνους κατασκόπους της MI6 στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η εταιρεία αυτή διατηρεί χαμηλό προφίλ αλλά θεωρείται μία από τις κορυφαίες εταιρείες κατασκόπων στον κόσμο. Μεταξύ άλλων έχει δουλέψει για την Enron και την BP. Η τελευταία, το 2001 χρησιμοποίησε ένα κατάσκοπο που υποδύθηκε έναν παραγωγό ντοκιμαντέρ προκειμένου να παρακολουθήσει την Greenpeace καθώς η οργάνωση σχεδίαζε μια εκστρατεία ενάντια στην κλιματική αλλαγή. 
Σε μια ένορκη κατάθεση για τη δίκη, ο πρώην δικηγόρος του Monsanto Τοντ Ραντς κατέθεσε ότι οι πράκτορες της Hakluyt έκρυβαν σκόπιμα τη σύνδεσή τους με την εταιρεία καθώς συγκέντρωσαν πληροφορίες από υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους το 2018. Μεταξύ αυτών ήταν ένας σύμβουλος του Τραμπ στο Λευκό Οίκο και ανώτεροι υπάλληλοι του υπουργείου Γεωργίας και Προστασίας του Περιβάλλοντος. Εκπρόσωπος της Hakluyt ερωτηθείς για τις μεθόδους της εταιρείας απάντησε ότι δεν έχει κανένα σχόλιο να κάνει ούτε για το πως συλλέγει πληροφορίες, ούτε για τους πελάτες της. 
Φακέλωμα
Στην ίδια λογική η Monsanto, είχε προσλάβει την εταιρεία δημοσίων σχέσεων Ketchum που είχε αναλάβει να συλλέγει στοιχεία δημοσιογράφων και off the record σημειώσεις από συναντήσεις αλλά και να «φυτεύει» εργαζόμενους μέσα σε οργανισμούς για λογαριασμό της εταιρείας. Επίσης προσέλαβε την εταιρεία δημοσίων σχέσεων FleishmanHillard  για να προστατεύσει την εικόνα της και παράλληλα να δημιουργεί φακέλους για τους επικριτές της. 
Σύμφωνα με το France 2 και τη Le Monde, δημιουργήθηκαν 200 φάκελοι για δημόσια πρόσωπα - δημοσιογράφους, πολιτικούς και επιστήμονες - τα οποία κατατάχθηκαν σύμφωνα με τις απόψεις τους για τη Γλυφοσάτη, τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα, το επίπεδο υποστήριξής τους προς τη Monsanto και την αξιοπιστία τους στο κοινό. Φυσικά όλα αυτά τα φορτώθηκε η αγοράστρια εταιρεία Bayer, η οποία υποστήριξε ότι «αποφάσισε να αναστείλει τη συνεργασία με τους εμπλεκόμενους εξωτερικούς παρόχους υπηρεσιών προς το παρόν». 
Επιπλέον η Monsanto είχε στήσει ένα «Fusion Center», για να παρακολουθεί και να δυσφημεί τους δημοσιογράφους και ακτιβιστές που τολμούσαν να τα βάλουν μαζί της. Το «Fusion Center» είναι ένας όρος που χρησιμοποιούν το FBI και άλλες υπηρεσίες ασφαλείας για να περιγράψουν τα «κέντρα πληροφοριών» που λειτουργούν συλλέγοντας στοιχεία στους τομείς της επιτήρησης και της τρομοκρατίας. Η εταιρεία χρησιμοποιούσε λοιπόν, το δικό της «κέντρο πληροφοριών» για να υπερασπίζεται το διαβόητο ζιζανιοκτόνο της, Round Up που έχει κατηγορηθεί για την πρόκληση καρκίνου. 
Μεταξύ άλλων η Monsanto είχε στοχοποιήσει τη δημοσιογράφο Κάρι Γκίλαμ που έγραψε βιβλίο ασκώντας κριτική στην εταιρεία. Παρακολουθούσε επίσης τον τραγουδιστή Νιλ Γιανγκ και έγραψε ένα σημείωμα σχετικά με τη δραστηριότητα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης του και της μουσική του. Παρακολουθούσε επίσης έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό έρευνας για τα τρόφιμα.
Σε μια κατάθεση τον Ιανουάριο, ένας εκπρόσωπος της Monsanto είπε ότι το 2016 η εταιρεία δαπάνησε «περίπου 16 ή 17 εκατομμύρια δολάρια» για τις δραστηριότητες για την υπεράσπιση της Γλυφοσάτης. Η εταιρεία έχει κατηγορηθεί μεταξύ άλλων ότι πλήρωνε επιστημονικές έρευνες για να αποκρύπτουν ότι η Γλυφοσάτη ήταν καρκινογόνα. Κι αυτά είναι μόλις μερικά από τα… έργα της Monsanto.