Του Κώστα Λουλουδάκη
[…]δεν έχω καμία διάθεση να ανοίξω διάλογο με τους φασίστες και
τους ηλιθίους του ΚΚΕ.[…] το ΚΚΕ παραμένει ανελέητο όπως ήταν όταν
παρέσυρε τους Έλληνες σε μαξιμαλιστικά αιτήματα, σε αποχή από τις
εκλογές, σε εμφύλιο πόλεμο, σε πεισματική στάση ηρωισμού, σε κατασκευή
θυμάτων: επιτίθεται, με φονικά ένστικτα, σε οποιονδήποτε τολμάει να
αρθρώσει κάτι που δεν έχει εγκρίνει η σταλινική ηγεσία. […]οι
κομμουνιστές έχουν πολλά κοινά με τους φασίστες στο ήθος και στο
πολιτικό πρόγραμμα, αλλά επίσης γνώρισαν την καλύτερη στιγμή τους, το
ζενίθ της δημοτικότητάς τους, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου.
Σώτη Τριανταφύλλου: «Λογική του Κατήφορου είναι ο Πάτος» athensvoice 17.04.2017
Ήταν
20 τ’ Απρίλη του 1941 όταν ο αρχηγός της ελληνικής στρατιάς Ηπείρου
Μακεδονίας, στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου μαζί με τον
Παναγιώτη Δεμέστιχα και τον Γεώργιο Μπάκο, αφού πρώτα ξήλωσαν τον
διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ι. Πιτσίκα που διαφωνούσε, υπέγραψαν στον
φασίστα στρατηγό Josef «Sepp» Dietrich την παράδοση της Ελλάδας και την
διάλυση του τακτικού στρατού της.
Πάντως τα σχέδια παράδοσης της χώρας είχανε μπει σε ενέργεια από τις
16 Μαρτίου του 1941, δηλαδή σχεδόν 20 μέρες πριν η ναζιστική Γερμανία
εισβάλει στην Ελλάδα, και την στιγμή που ο Ιταλός επιδρομέας είχε
αναχαιτιστεί από τους εφέδρους του ελληνικού στρατού στα βάθη της
Αλβανίας.
Ο φασίστας Γεώργιος Μερκούρης, έμπιστος του βασιλιά Γεωργίου Β΄ και
του τραπεζίτη πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή, συναντήθηκε, την ημέρα
εκείνη, με τον στρατιωτικό ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας Clemm
Erbach. Αμέσως μετά την συνάντηση ο Erbach στέλνει στο Βερολίνο το
ακόλουθο αποκαλυπτικό τηλεγράφημα:
«Ο Μερκούρης συμφώνως προς
δηλώσεις του είχεν εν τω μεταξύ ομιλήσει δις με τον Πρωθυπουργών, είπεν
ότι η Ελληνική Κυβέρνησις δεν επιθυμεί τίποτα περισσότερων από μιαν
ταχείαν ειρήνην εις την Αλβανίαν , ειρήνην η οποία θα διαφύλασσεν την
Ελληνικήν τιμήν και η οποία θα καθιστά δυνατήν την αποχώρησιν των
Άγγλων[…](σ.σ Από τα ελληνικά εδάφη)
Άμεσα απάντησε ο φασίστας υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας Joachim von
Ribbentrop:
«η
ελληνική κυβέρνηση φαίνεται ότι τρέφει αυταπάτας εις ότι αφορά το
τίμημα το οποίον θα πρέπει να καταβάλη δι΄ ένα τοιούτον τερματισμόν».
Ωστόσο
μια εβδομάδα μετά την συνθηκολόγηση του Τσολάκογλου, όταν ο χιτλερικός
στρατός έμπαινε στην Αθήνα, επίλεκτα στελέχη του φασιστικού καθεστώτος
της 4ης Αυγούστου υπό τον στρατηγό Χρήστο Καβράκο, πολιτικοί άνδρες των
αστικών κομμάτων μα και πνευματικοί άρχοντες του τόπου, έσπευσαν με
τεμενάδες να υποδεχτούν τους ναζιστές. Ο Ν. Πλαστήρας, θαυμαστής των
καθεστώτων τόσο του Μουσολίνι όσο και του Χίτλερ αλλά πολιτικός
αντίπαλος του Μεταξά, από την ηλιόλουστη Νίκαια της Γαλλίας όπου
κατοικούσε, καλούσε το λαό με επιστολή του να συνεργαστεί με τους
κατακτητές:
«Είμαι της γνώμης ότι πρέπει να γίνει κυβέρνησις
φιλογερμανική, για να καταστήσωμεν ολιγώτερον οδυνηράν την ήτταν. Αυτό
πρέπει να γίνη και αν ακόμη θα ηξεύραμε ότι ο πόλεμος θα ετελείωνε και
μετά τινας μόνον μήνας με τελείαν ήτταν του άξονος (όπερ απίθανον)».
Να σημειωθεί, ότι αυτό το γράμμα στάλθηκε την 21 Απρίλη 1941, κι ενώ οι
Γερμανοί είχαν μόλις περάσει τη Λάρισα και κατέβαιναν προς την Αθήνα.
Λίγο μετά την είσοδο της φασιστικής μπότας στην Αθήνα ο δήμαρχος της, Αμβρόσιος Πλυτάς, αφού πρώτα προέτρεψε τους Αθηναίους
«όπως επιδείξωσι τάξιν, αξιοπρέπειαν και ευγένειαν» απέναντι στη φασιστική μπότα και
«Όπου υψούται ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούται και η Γερμανική», έστειλε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Χίτλερ, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη
«όλων των Αθηναίων προς τον ενδόξων Φύρερ του Γερμανικού λαού».
Η εφημερίδα «Εστία» στις 29-4-1941 έγραψε:
«Ο πόλεμος ετελείωσε διά την Ελλάδα. Θα νικήσει ο Άξων». Την
ίδια μέρα ο Τσολάκογλου διοριζόταν Πρωθυπουργός και την επαύριο,
30-4-1941, μόλις τρεις μέρες δηλαδή μετά την είσοδο των φασιστών στην
Αθήνα, ορκιζόταν πίστη στον Χίτλερ η κυβέρνηση των δωσίλογων, με
εξέχοντα μέλη τον κοσμήτορα της θεολογικής σχολής Λούβαρι,-(μεταπολεμικά
χρημάτισε πρόεδρος της “Εταιρείας Γερμανο-Ελληνικής Φιλίας”)- τους
στρατηγούς Σπηλιωτόπουλο, Μπάκο, Κατσιμήτρο, Μουτούση, Δεμέστιχα κ.α.
Ενώ, ο Γεώργιος Μερκούρης ιδρυτής του φασιστικού «Εθνοσοσιαλιστικού
Κόμματος» στην Ελλάδα διορίστηκε, από τους ναζιστές πάτρωνες του,
διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Μα να μην ξεχάσουμε κι εκείνη την
περίφημη προκήρυξη του κατοχικού νομάρχη Πέλλας Γεώργιου Θεμελή που
έγραφε το αμίμητο:
«Πας πολεμών τους Γερμανούς δεν είναι Έλλην»!
Διότι «Έλλην» ήταν αυτός και οι συν αυτώ. Επιβραβεύοντας τον, ο
«εθνάρχης» Κ. Καραμανλής, το 1958 τον διόρισε υφυπουργό Εθνικής Αμύνης!
Όλοι αυτοί ήταν στον εμφύλιο και μεταπολεμικά ηταν δεινοί
κομμουνιστοφάγοι .
Ας ανοίξουμε όμως μια παρένθεση: Όταν συνελήφθει ο χασάπης των
Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μάξ Μέρτεν κατονόμασε σε Γερμανικό δικαστήριο
ως συνεργάτες του στην σφαγή των Εβραίων, σύμφωνα με το περιοδικό «Ντερ
Σπίγκελ», τον υπουργό εσωτερικών της κυβέρνησης Καραμανλή Δημήτρη Μακρή,
την γυναίκα του Δοξούλα Λεοντίδου τον υπουργό Εθνικής Αμύνης Γιώργο
Θεμελή και τον ίδιο τον Καραμανλή παρουσιάζοντας φωτογραφίες που
αποδεικνύουν τα λεγόμενα του. Με ταχύτατες ενέργειες της Γερμανικής και
Ελληνικής διπλωματίας οι φωτογραφίες εξαφανίζονται η δίκη διακόπτεται
ταχύτατα και ο Μέρτεν απαλλάσσεται των κατηγοριών.
http://www.spiegel.de/spiegel/print/d-43066854.html.Κλείνει η παρένθεση.
Όμως ένα αναπάντεχο γεγονός-ίσως η πρώτη πράξη αντίστασης-προκάλεσε
μια αναταραχή στην ορκωμοσία. Ο βασιλόφρονας Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Χρύσανθος αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνηση των δωσίλογων. Ο ίδιος
έγραψε στο ημερολόγιο του
: […] 24 Απριλίου 1941. Έρχονται εις
επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ.
Πλυτάς κατ’ εντολήν τού Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, δια να μοι
είπουν ότι μετά των ανωτέρω δύο και τού Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού
Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις
το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Νομίζω,
μάλιστα, ότι και σεις οι άλλοι είσθε πολλοί, και ότι θα έφθανεν εις
κατώτερος αξιωματικός…».
Μα η κρίση αυτή ξεπεράστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Χρύσανθος
καθαιρέθηκε, η Ιερά Σύνοδος κρύφτηκε, και ο πρόθυμος Δαμασκηνός
αναδείχτηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Όρκισε την «κυβέρνηση» και έγραψε
σε μήνυμά του προς τον ελληνικό λαό:
«Ουδέν έχομεν να
ωφεληθώμεν εξ οιωνδήποτε αποπειρών και προκλήσεων εναντίον των Αρχών
κατοχής. Διά τούτο πάντες οφείλομεν, αφιερωμένοι εις την παραγωγικήν
εργασίαν, ν’ αναμείνουμε την ώρα της ειρήνης, εγκαρτερούντες και
πιστεύοντες εις τον δικαιοκρίτην Θεόν»
Αμέσως μετά την ορκωμοσία, πρώτη-πρώτη η «σεβαστή» σύγκλητος του
Πανεπιστημίου της Αθήνας έστελνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα στο οποίο
ανέφερε:
«Η Σύγκλητος του Εθνικού Πανεπιστημίου χαίρουσα επί τη
συγκροτήσει της Εθνικής Κυβερνήσεως υποβάλλει τα θερμά αυτής
συγχαρητήρια διά τήν είς τάς στιβαράς χείρας της Υμετέρας εξοχότητος ανάθεσιν την προεδρίας αυτής.» Και διαβεβαίωναν ότι εντασσόταν
«παρά το πλευρόν είς το εξόχως Μέγα Πατριωτικόν αυτής έργον».
Το «Ελεύθερον Βήμα» 2-5-1941 έκανε λόγο για
«κοινότητα συμφερόντων Ελλάδας και δυνάμεων του Άξονα» και ότι
« με τον τερματισμόν του πολέμου ήρθησαν πλέον οι φραγμοί οι οποίοι εχώριζαν τον Ελληνικόν λαόν με τους αντιπάλους του».
Στο ίδιο μήκος κύματος η γνωστή «Καθημερινή» συμπλήρωνε:
«Ο
αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα
βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα
τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων
της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος… Αι γερμανικαί αρχαί
εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού
πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να
γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις
πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
Στις 7-5-1941 ο Τσολάκογλου κάλεσε σε σύσκεψη όλους τους αρχηγούς των
αστικών κομμάτων. Στην σύσκεψη αυτή πήραν μέρος: ο Πάγκαλος, ο Γονατάς,
ο Οθωναίος, ο Μάξιμος, ο Τσαλδάρης, ο Παπανδρέου, ο Κανελλόπουλος, ο
Μερκούρης, ο Πεσματζόγλου, ο Ράλλης, ο Δηλιγιάννης, ο Βελέντζας κ.α.
Στην επίσημη ανακοίνωση που βρήκε μετά την σύσκεψη διαβάζουμε:
«Ο
κ. πρωθυπουργός ήκουσε μετά προσοχής τας γνώμας των ανδρών τούτων, αφού
εξέθεσε την κατάστασιν και τας ακολουθητέας κατευθύνσεις της
κυβερνήσεως Πάντες αναγνώρισαν ότι η Κυβέρνησις Ανάγκης είναι
επιβεβλημένον να υποστηριχθή εκ μέρους πάντων των Ελλήνων άνευ
επιφυλάξεων και ειλικρινώς»[…] και διεκήρυξαν
«το
χάσμα, το οποίον χωρίζει την Ελλάδα από την κυβέρνησιν των εν Κρήτη
εγκατασταθέντων φυγάδων. Πολλοί εξ αυτών εξεδήλωσαν τον ζωηρόν
αποτροπιασμόν των, διότι οι φυγάδες ούτοι δε συνεταύτισαν τας τύχας των
με τον ελληνικόν Λαόν, τον οποίον, εκτός της συμφοράς του πολέμου,
απεγύμνωσαν διά της αφαιρέσεως του Δημοσίου Χρήματος».
Δηλαδή,
οι παραπάνω πολιτικοί, αφού στήριξαν δημόσια τους δωσίλογους της
Γερμανόδουλης κυβέρνησης, έκαναν δήθεν και τον τιμητή στους υπόλοιπους
της αστικής τάξης, που έφυγαν απ’ τη χώρα κατακλέβοντας και το δημόσιο
ταμείο.
Η «Ακρόπολις» 15-5-1941 ονόμαζε
«το δεύτερον όχι», τον
πρώτο νόμο των δωσίλογων δηλαδή την τιμωρία με θάνατο όσων έκαναν ή θα
έκαναν αντίσταση στους Γερμανούς. Και η «Καθημερινή :
«Καλώς συνετάγη»
ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Έλληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε
πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών. Και τα «Καθημερινά Νέα» στον
τίτλο τους ονόμαζαν
«Αίσχος» την αντίσταση των πατριωτών της Κρήτης στις ορδές του Χίτλερ.
Συμπερασματικά,
το ουσιαστικό επιχείρημα, το άλλοθι του δωσιλογισμού δηλαδή, ήταν ότι
πρόσφερε συνεργασία στους φασίστες κατακτητές στο όνομα ακριβώς του
πατριωτισμού!
Ήταν επόμενο ένα μέρος του αστικού πολιτικού και επιστημονικού
κόσμου, καθώς και διάφορα κατακάθια της κοινωνίας, αλλά και
τεταρτοαυγουστιανοί, να αναλάβουν την επάνδρωση των τομέων του αστικού
κράτους για να διαχειριστεί και να υπερασπιστεί άμεσα – και κυρίως
μακροπρόθεσμα – την εξουσία της τάξης του.
Ο ίδιος ο Τσολάκογλου έγραψε
:«[…] τρανωτάτην απόδειξιν του
ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών
πολιτικών κομμάτων της Χώρας […] κληθέντες παρ’ εμού εις το
Πρωθυπουργικόν γραφείον […] Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της
πατριωτικής χειρονομίας που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν
έργον […]».
Αυτή
λοιπόν τη «πατριωτική χειρονομία» την αναγνώριζε ολόκληρος ο αστικός
πολιτικός κόσμος. Γι’ αυτό ακριβώς επικρότησε τη δημιουργία των
κατοχικών κυβερνήσεων ως εθνική ανάγκη. Γι’ αυτό ακριβώς και ο αστικός
τύπος τις στήριξε.
Ωστόσο, οι επιλογές της αστικής τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή
των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό και
νομοτελειακό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Μη
λησμονούμε ότι ο βασιλιάς είχε οργανικούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία. Και
η Μ. Βρετανία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Γερμανία.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β` κάλεσε τον Τσουδερό την 21 Απρίλη 1941 και τον
διόρισε πρωθυπουργό. Γιατί διόρισε τον Τσουδερό, που ήταν βενιζελικός,
και όχι κάποιον άλλον; Για τον απλούστατο λόγο, ότι ήταν έτοιμος να
φύγει για την Κρήτη και σε συνέχεια για το Κάιρο και χρειαζόταν να έχει η
κυβέρνησή του μια «δημοκρατική» βιτρίνα, μια βενιζελική πρόσοψη!
Διότι όλη η υπόλοιπη κυβέρνηση αποτελούνταν από τους στυλοβάτες του
φασιστικού καθεστώτος του Μεταξά, που και αυτό ο ίδιος ο βασιλιάς είχε
«διορίσει». Στη σύνθεσή της περιλήφθηκαν τα πιο εκτεθειμένα στοιχεία του
Μεταξά: Ο ναύαρχος Σακελλαρίου, ο Μανιαδάκης – υφυπουργός Ασφάλειας επί
Μεταξά (μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην Ελλάδα και εκλέχτηκε βουλευτής
με την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή), – ο Κοτζιάς, ο Νικολούδης, ο Δημητράτος!
Για την φυγή, ο υπουργός Ναυτικών και αντιπρόεδρος της βασιλικής
κυβέρνησης κυβέρνησης, ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου αναφέρει
«[…]άπαντες
οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος
και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας
οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας
αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό,
μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο
Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα
της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά
να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι
η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ
πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν
εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του «Βασίλισσα Ολγα», του προσωπικού
απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την
ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που
κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν
έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Ελληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που
μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς
άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν
έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από
το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι
δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς».
Το μέγα πρόβλημα, όμως, γι’ αυτήν την κυβέρνηση ήταν ότι δεν είχε
ούτε έδαφος, ούτε λαό, ούτε εξουσία. Είχε, όμως, την υποστήριξη του
Τσώρτσιλ και την ελέω θεού θεσμική «νομιμότητα» του βασιλιά,
προετοιμάζοντας ταυτόχρονα το έδαφος, προσβλέποντας στις μεταπολεμικές
εξελίξεις. Και αυτή η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι οι δυνατότητες της
ήταν περιορισμένες με τρόπο οδυνηρό, και μάλιστα στην διάρκεια της
βραχύβιας παρουσίας της στην Κρήτη, την ιδιαίτερη πατρίδα του Τσουδερού.
Στην
Κρήτη υπήρχε μεγάλη εχθρότητα απέναντι στον Γεώργιο και το φασιστικό
καθεστώς του Μεταξά. Εκεί, είχε ξεσπάσει η ένοπλη εξέγερση ενάντια στο
φασιστικό καθεστώς του Μεταξά στις 28 Ιουλίου 1938 που πνίγηκε στο αίμα.
Επιπρόσθετα, η Μεραρχία Κρήτης που πολέμησε στην Αλβανία και
αποτελούνταν από 11.000 στρατιώτες,μετά τη συνθηκολόγηση είχε
εγκαταλειφθεί από τους αξιωματικούς της στην Αθήνα και λιμοκτονούσε
στοιβαγμένη από τους Ιταλούς στον Εθνικό κήπο και το Ζάππειο. Όμως ο
διοικητής της Κρητικής Μεραρχίας υποστράτηγος Γεώργιος Παπαστεργίου,
αλώνιζε με ασφάλεια στην Κρήτη ως μέλος της ακολουθίας του βασιλιά.Τα
παραπάνω γεγονότα,έκαναν το κλίμα εκρηκτικό και εχθρικό, με αποτέλεσμα
την καθολική αποδοκιμασία της κυβέρνησης.
Ο Παπαστεργίου δολοφονήθηκε σε ενέδρα μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής
επιδοκιμασίας. Όμως και με αυτόν τον τρόπο, ο Παπαστεργίου έγινε ο
μοναδικός ανώτερος αξιωματικός που έπεσε νεκρός στην διάρκεια του
πολέμου.
Ο Τσουδερός, που έφερε ως ασπίδα την βενιζελικότητά του καθώς και την
Κρητική καταγωγή του, γλίτωσε αυτήν την κυβέρνηση από τα χειρότερα,
χωρίς όμως να πείσει, κάτι που έκανε τους Βρετανούς αργότερα να είναι
φειδωλοί, όσον αφορά στον εξοπλισμό που διέθεσαν σε στρατιωτικά σχήματα
μα και στις πολιτοφυλακές των κατοίκων για να αντιμετωπίσουν τη
χιτλερική εισβολή.
Εντούτοις,αυτή η βασιλική κυβέρνηση χωρίς έδαφος και λαό κατέληξε
στην Αίγυπτο. Και ο βαλλόμενος από την πείνα λαός, διαπίστωσε παρά την
ύπαρξη αυτών των δυο κυβερνήσεων, Τσολάκογλου- Τσουδερού, το πολιτικό
κενό και το συνεπακόλουθο κενό εξουσίας. Μα το κενό καλύφθηκε. Από το
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Το ΚΚΕ
Από το 1936 η Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα φασιστικό
πολιτικό καθεστώς, που αναζητούσε την ομοίωση με τα καθεστώτα του
ναζισμού και του φασισμού που κυριαρχούσαν στην κεντρική και ανατολική
Ευρώπη. Την «υγειονομική ζώνη» δηλαδή απέναντι στην ΕΣΣΔ σύμφωνα με τον
Τσώρτσιλ. Και μοιραζόταν το βασικό επιχείρημα των καθεστώτων αυτών του
μεσοπολέμου: Την αντιμετώπιση του κουμμουνιστικού κινδύνου.
Και μάλιστα, όταν επιβλήθηκε από το παλάτι ο φασισμός, τις ίδιες
ακριβώς μέρες ξεκινούσε στην Ισπανία ο εμφύλιος πόλεμος. Κάτι που
βοήθησε την κυβέρνηση Μεταξά να διακηρύξει ότι η Ελλάδα δεν έγινε
Ισπανία και ότι σε αυτόν οφείλεται η σωτηρία της χώρας από παρόμοια
δεινά. Η προπαγάνδα αυτή συνοδευόταν από καθημερινά άρθρα στις
εφημερίδες με πλούσιο φωτογραφικό ρεπορτάζ από την τραγωδία της
Ισπανίας.
Έτσι ξεκίνησαν σκληρές διώξεις εναντίων των κομμουνιστών, μα και όσων
ο Μανιαδάκης θεωρούσε ότι αλληθωρίζουν προς τα αριστερά, με σκοπό τον
εξοβελισμό όλων αυτών των δαιμονικών και αντιχριστιανικών δυνάμεων από
την πολιτική ζωή.
Ο Μανιαδάκης ήξερε ότι μόνο η φυσική εξόντωση των διωκόμενων δεν θα
ήταν αρκετή. Ήξερε δηλαδή, ότι οι δολοφονίες, οι εξορίες, το
ρετσινόλαδο, ο πάγος, το βγάλσιμο νυχιών, η φάλαγγα ήταν το ελάσσον. Το
μείζων ήταν αλλού. Με μεγαλοφυΐα εμπνεύστηκε την «ηθική» εξόντωση για να
εκμηδενίσει την πολιτική, την οργανωτική και την ιδεολογική παρουσία
των κομμουνιστών που έπεφταν στα χέρια του. Η «δήλωση» μετανοίας
αποτέλεσε το πιο ισχυρό όπλο του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού» μαζί με
τον θεσμοποιημένο χαφιεδισμό που προκάλεσε βαρύ πλήγμα στο ΚΚΕ.
Ο Μανιαδάκης στρατολόγησε χαφιέδες, φοιτητές, περιπτεράδες, κλητήρες,
θυρωρούς, δικηγόρους, εργάτες και τους φύτεψε σε κάθε σωματείο, κάθε
οργάνωση, σε κάθε υπηρεσία. Έθεσε στην υπηρεσία του δεκάδες δηλωσίες
«ανανήψαντες» ακόμα και από την Κ.Ε. του ΚΚΕ και άρχισε να εκδίδει
εφημερίδες, φυλλάδια, προκηρύξεις, ανακοινώσεις, σε βαθμό που κανείς δεν
γνώριζε αν ο Ριζοσπάστης που διαβάζει ήταν πραγματικός ή δημιούργημα
του Μανιαδάκη.
Ο κολοφώνας του ήταν η δημιουργία χαφιέδικης Κεντρικής Επιτροπής του
ΚΚΕ, μια και τα μέλη της πραγματικής ήταν όλοι στις φυλακές. Η Κεντρική
Επιτροπή του Μανιαδάκη έγινε πιστευτή καθώς ήταν στελεχωμένη από ηχηρά
ονόματα κομμουνιστών. Ανάμεσα τους ο Μιχάλης Τυρίμος, μέλος της ΚΕ του
ΚΚΕ, ο πρώην βουλευτής και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ Γιάννης
Μιχαηλίδης, και ο Μανώλης Μανωλέας, πρώην βουλευτής. Γίνεται
αντιληπτό, ότι το ΚΚΕ εκείνη την εποχή ουσιαστικά είχε διαλυθεί. Οι
οργανώσεις βάσης δεν υπήρχαν ή όπου υπήρχαν τραβούσαν ξεχωριστή και
ανεξάρτητη γραμμή.
Όμως, ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες όσοι κομμουνιστές δεν είχαν
συλληφθεί από το καθεστώς, δημιούργησαν μια τρίτη Κεντρική Επιτροπή
αποτελούμενη από τους Κτιστάκη, Παπαγιάννη, Κανάκη, Ελληνούδη, Σαντή και
την Σταματίνα Βιτσαρά.
Και έτσι ο Μανιαδάκης έχασε το παιχνίδι, όχι γιατί οι παραπάνω ήταν
θεριά και υπερφυσικοί ήρωες, μα γιατί τότε ο σοσιαλισμός δεν ήταν κάτι
αόριστο, ένα «φάντασμα πάνω από την Ευρώπη» ή μια ουτοπία. Ήταν μια
πραγματικότητα, ήταν μια εφαρμόσιμη ιδέα, ήταν μια πολιτική παράμετρος,
ήταν πέρα από το εθνικό. Ήταν παρών στο γενικό, στο Παγκόσμιο. Ήταν ο
αιώνας της μεγαλύτερης επανάστασης που γνώρισε ο Κόσμος. Γι΄ αυτό, όλα
τα καθεστώτα παντού στην Ευρώπη ακόμα και τα κοινοβουλευτικά, είχαν
επιδοθεί σε έναν παρόμοιο αγώνα με αυτό του Μεταξά εναντίον των
κομμουνιστών. Και ο φασισμός ή ο ναζισμός ήταν μέρος αυτής της
αντισοσιαλιστής εκστρατείας.
Έτσι, το γεγονός ότι το καθεστώς της Αθήνας παρέδωσε τους 1.600
πολιτικούς κρατουμένους στους ναζιστές από τους οποίους οι 1.300
αποτελούσαν τον σκληρό πυρήνα του ΚΚΕ, λίγη σημασία είχε.
Από τα κατώτατα στελέχη του ΚΚΕ, ήδη από το Μάη – Ιούνη του ’41,
είχαν δημιουργηθεί πλατιές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις: Στη
Μακεδονία η οργάνωση «Ελευθερία», στην Ήπειρο το «Πατριωτικό Μέτωπο»,
στην Καλαμάτα η «Νέα Φιλική Εταιρεία», στον Πύργο το «Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο». Επίσης, δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ – 16 Αυγούστου 1941). Η πρώτη, όμως,
πανελλαδική εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση ήταν η ΕΘΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, που
ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 28 του Μάη του 1941. Παράλληλα, τη νύχτα της
30ης προς 31η Μαΐου 1941, ο Μανόλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας κατέβασαν
την χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη.
Το ΕΑΜ
Στις 27 Σεπτέμβρη του 1941, σε ένα σπιτάκι στις ρίζες του Λυκαβηττού,
πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική σύσκεψη του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου
με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΚΕ), του
κόμματος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ) και του Αγροτικού Κόμματος
Ελλάδας (ΑΚΕ).
Την ιδρυτική διακήρυξη υπέγραψαν από το ΚΚΕ ο Λευτέρης Αποστόλου, ο
Χρίστος Χωμενίδης από το ΣΚΕ ο Τσιριμώκος από τη ΕΛΔ και ο Βογιατζής από
ΑΚΕ.
Η δράση του ΕΑΜ περιελάμβανε όλες τις μορφές πάλης: Απεργίες,
διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, διαβήματα, μα και ένοπλη οργάνωση. Την ένοπλη
οργάνωση, τον ΕΛΑΣ, που ψυχή και δημιουργός του ήταν ο Άρης
Βελουχιώτης.
Από αυτό το σημείο και μετά, το κεντρικό προσκήνιο της κοινωνικής
ζωής της αντίστασης μα και της άσκησης εξουσίας, περνά στα χέρια του
ΕΑΜ. Και η ιστορία της χώρας πορεύτηκε για πολλά χρόνια σε αντιστοιχία
και άρρηκτα συνδεδεμένη με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η Ελλάδα έζησε τα επόμενα χρόνια
την δική της επαναστατική εκδοχή.
Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
ΥΓ Όσο αφορά την κυρία Σώτη, εκείνο που προέχει δεν είναι να
καταδειχθεί η ανεπάρκεια τής ηθικο-μανιχαϊστικής προσέγγισης του
κομμουνισμού από συγκεκριμένους αναθεωρητές αλλά, σε κάθε περίπτωση
και ανεξάρτητα από τα πολιτικά κίνητρα στα οποία βασίζονται, κάθε θέση
πρέπει να εξετάζεται σύμφωνα με την τρέχουσα ιστορικότητα. Πέρα λοιπόν
τής «κατανοητής» επιθυμίας να ταυτίσουν τον κομμουνισμό με τον φασισμό
υπάρχει και η προσπάθεια να γίνει αντιληπτό πως η καπιταλιστική
ιδεολογία τα οικονομικά συμφέροντα και οι ανάγκες της οικονομικής
ολιγαρχίας μέσα σε ένα σύμπλεγμα άγριων ανταγωνισμών και συμφερόντων,
δεν παίζουν κανέναν πρωτεύοντα ρόλο στην σύγχρονη εγκληματική αχρειότητα
του καπιταλισμού που σκοπό έχει να υπάρχει συνέχεια στην κοινωνική,
την ταξική εκμετάλλευση. Όσο «πειστικότερα» λοιπόν εξισώνουν το
κομμουνισμό με το φασισμό τόσο ευκολότερα μπορούσαν να επιβληθούν και τα
απαιτούμενα μέτρα στην κατεύθυνση των αναγκών του κεφαλαίου. Ο
κομμουνισμός, λοιπόν, το φάντασμα που εξακολουθεί να πλανιέται είναι το
ζωτικό πρόβλημα των εξιδανικευμένων ελεύθερων αγορών και των τιμητών
τους!
Περισσότερα για το θέμα στο βιβλίο « Από το Τρίτο Ράιχ στην Ευρωπαϊκή
Ένωση» που θα κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις ΚΨΜ σε λίγες μέρες.
http://www.kapsimi.gr/apo-trito-raix-stin-eyropaiki-enosi
imerodromos.gr