αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....
Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....
Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης.
Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...
Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας
Πέτρος Αργυρίου
Οι όμορφες χώρες όμορφα καίγονται.
Εκ των πραγμάτων, ο καπνός του Eurogroup δεν θα μπορούσε να ναι λευκός αλλά πηχτά μαύρος.
«Να δούμε πως θα το εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους» έλεγε ορθώς ο Σόιμπλε για τους Συριζανέλ και τη συμφωνία του 2015.
Έκτοτε, οι συριζανέλ μας εξήγησαν το όνειρο.
Τι κερδίσαμε στο Eurogroup;
Τα προσυμφωνηθέντα μαζί με κάτι δημιουργικές ασάφειες με γαλλική προφορά για ρήτρες και τράπεζες ανάπτυξης.
Η αξιολόγηση ήταν μια τυπική διαδικασία που οι Συριζανέλ την
μετατρέψαν σε οδύσσεια για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης. Όπως το
περιγράφω από το Φεβρουάριο του 2015, αυτή είναι η πάγια
διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης: Να φουσκώνει τον λογαριασμό
αδιαφορώντας για το κόστος στον μέσο Έλληνα για να πουλάει τρέλα και να
σιγοβράζει τον βάτραχο.
Το περιέγραψε άλλωστε κι ο Σόιμπλε: η αξιολόγηση θα κλεινε τρεις
βδομάδες πριν αλλά ο Τσίπρας την καθυστέρησε για λόγους ευπεψίας. Από την θριαμβολογία στα πανηγύρια
Ποτέ πριν, μνημονιακή κυβέρνηση δεν ανήγαγε αξιολόγηση στον σημαντικότερο κάβο της διακυβέρνησης της.
Έχοντας αποτύχει σε όλα, κάπου έπρεπε κι οι Συριζανέλ να εκτονωθούν.
Καταπίνουν καμήλες, διυλίζουν το κουνούπι και σήμερα πανηγυρίζουν για
μια τυπική διαδικασία την οποία ήταν τόσο χουβαρντάδες που βάλαν τον
λαό να τον πληρώσει με 4,5 δις μέτρα για τώρα και με την κατάργηση του
αφορολόγητου για τους μικρομεσαίους και τον κατρουγκάλιο ακρωτηριασμό
του ότι είχε απομείνει από τις συντάξεις το 2019-20. Κι ο μνημονιακός
κόσμος πανηγυρίζει! Για τον πούτσο
Μετά την ανακοίνωση του Eurogroup, ο Καμμένος σήκωσε στο Twitter του γραβάτες με πουτσάκια που χαμογελούν δαιμονικά.
Ήθελε να μας δείξει πόσο γαμάει αυτός κι η κυβέρνηση του.
Ναι, Γαμάς.
Εμάς.
Μετά το πανελλήνιο κράξιμο την κατέβασε κι έγραψε «Πάλι χτύπημα από το παιδί στο λογαριασμό μου το κατεβάζω..»
Ποιο Πάνο; Το βρακί μας;
Ο Καμμένος μήνυσε τα «Παραπολιτικά» τον Ιανουάριο του 2017 για να προστατέψει τον 15 γιό του.
Χθες, χρησιμοποίησε το γιό του ως ασπίδα.
Είναι απολύτως ταιριαστό για έναν πολιτικό που έσκιζε μνημόνια για το
καλό της πατρίδας και τώρα βάζει φαρδιά πλατιά υπογραφές, πάλι για το
καλό της χώρας.
Ένας άντρας που χρησιμοποιεί τον ανήλικο γιό του ως ασπίδα, θα δίσταζε ποτέ να κάνει το ίδιο στην πατρίδα του;
Και η Ιστορία απάντησε, πως όχι, δεν δίστασε.
Μετά τους καπνούς του κι αυτού του Eurogroup, όποιος Έλληνας δεν έχει
καταλάβει τι καπνό φουμάρει ο πολιτικός κόσμος της χώρας, δεν αξίζει το
σάλιο μιας συζήτησης. Αξίζει κάθε άλλο είδος σάλιου.
Γιατί ασάλιωτα μας πηγαίνουν.
Παρότι επιμέναμε ότι οι επιπτώσεις των προγραμμάτων πάνε πολύ μετά το
2040, τώρα, με την ρητή αναφορά του Eurogroup για το 2060
συνειδητοποίησαν κάποιοι το χρονικό βάθος των επιπτώσεων.
Μια μέρα και μία αιωνιότητα.
Αντίο στον Κώστα Εφήμερο του Press Project. Όλα στη ζωή είναι εφήμερα- εκτός από τα μνημόνια.
Ο Κώστας έφυγε πολύ άγουρα. Μα έγραψε ιστορία.
Αντίο.
Οι εκδοχές για το φονικό «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά»
Τόσο ο Σακαφλιάς όσο και τα Τρίκαλα έγιναν πασίγνωστα στην Ελλάδα
από το βαρύ ζεϊμπέκικο του Βασίλη Τσιτσάνη που ηχογράφησε το 1938.
Μέσα στα χρόνια, ο Σακαφλιάς θα γινόταν θρύλος, καθώς ο μύθος του
έμοιαζε για άγνωστο λόγο ακαταμάχητος. Πιθανότατα για αυτόν τον στίχο
«Δυο μαχαιριές του δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε».
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναρωτιούνται ποιος ήταν ο Σακαφλιάς του
τραγουδιού και ποιος αυτός που τον σκότωσε. Όταν μάλιστα έγινε γνωστό
πως ο Σακαφλιάς δολοφονήθηκε πισώπλατα και πως ο δράστης του αυτοκτόνησε
αργότερα, ο τύπος μετατράπηκε σε σωστό λαϊκό φαινόμενο!
Οι Τρικαλινοί έφτασαν να αποκαλούνται στην αργκό «Σακαφλιάδες»,
αφήνοντας το υπαρκτό πρόσωπο στην αχλή του Μεσοπολέμου. Και τι κρίμα για
το αλάνι που σεργιανούσε άλλοτε στα κακόφημα σοκάκια των Αθηνών, πριν
τον φάνε μπαμπέσικα κάτι μαχαιροβγάλτες στις φυλακές των Τρικάλων, εκεί
στα «δυο στενά».
Πριν το άσμα του μεγάλου Τσιτσάνη στοιχειώσει τα Τρίκαλα και το
ρεμπέτικο λίγο-πολύ, ο Σακαφλιάς γοήτευε τα πλήθη με το ακατανόητο
μυστήριο που εξέπεμπε ο θρύλος του, παρά το γεγονός ότι δεν σερνόταν
ξοπίσω του τίποτα ηρωικό ή αγωνιστικό!
Κι όμως, σε πείσμα της ίδιας της Ιστορίας, ο Σακαφλιάς επιβίωσε ως
λαϊκός μύθος και ήταν μάλλον το αμφιλεγόμενο της ιστορικής του διάστασης
που τόνιζε το δυσδιάκριτο του χαρακτήρα του. Ο θρύλος επιβιώνει στα
κενά της Ιστορίας και πουθενά δεν είναι πιο ευδιάκριτο αυτό από τον τύπο
που φάγανε στα Τρίκαλα στα δυο στενά.
Έκτοτε ο Σακαφλιάς θα απασχολήσει ιδιαιτέρως τις τέχνες και τα
γράμματα, λες και ο πολιτισμός τον έψαχνε επιστρατεύοντας τη μουσική,
την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική
και τη φωτογραφία ακόμα για να ιχνογραφήσει την ιστορία του.
Τίποτα ωστόσο δεν θα διέγραφε λαμπρότερη πορεία από τον τσιτσανικό
«Σακαφλιά» (ή και «Σαρκαφλιά»), το τραγούδι που ακούμπησε τις καρδιές
των λαϊκών στρωμάτων: «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σαρκαφλιά /
Δυο μαχαιριές τον δώσανε και κάτω τον ξαπλώσανε / Τέτοιο δερβίσικο
παιδί τον κλαίμε όλοι μας μαζί / Δεν τον ξεχνούμε βρε παιδιά τον φίλο
μας το Σαρκαφλιά». Ένα άσμα που μιλούσε για ένα φονικό δηλαδή!
Πλέον τόσο η λαογραφία όσο και η ερευνητική μας παράδοση έχουν
αποτυπώσει διάφορες εκδοχές της βιογραφίας του και πιθανότατα ο
Σακαφλιάς έζησε και έδρασε στις αρχές του 20ού αιώνα, πριν χάσει τη ζωή
του στα Τρίκαλα. Κι εκεί εξαντλείται η συναίνεση των μελετητών, καθώς η
τεκμηρίωση είναι ελλιπής και συχνά δεν υπάρχει τίποτα το επιβεβαιωμένο
να πεις.
Ούτε για το όνομά του δεν συμφωνούν οι ερευνητές! Κι έτσι τον
συναντάμε φυσικότατα ως Σακαφλιά, Σαρκαφλιά, Σακαβλιά, Σακαβιά ή ακόμα
και Καβλιά. Στα Τρίκαλα δεν απαντάται εξάλλου καμιά φάρα Σακαφλιάδων,
κάτι που υποδεικνύει ότι ενδεχομένως ήταν ψευδώνυμο ή ο άντρας δεν ήταν
Τρικαλινός. Αν ήταν όντως παρατσούκλι, ο «Σαρκαφλιάς» θα ήταν «φίλος της
σάρκας», κάτι που ενδεχομένως αποκαλύπτει αρκετά για τις προτιμήσεις
και τη δράση του.
Οι αποσπασματικές βιογραφίες του δεν συμφωνούν σχεδόν σε τίποτα, ούτε
καν για τον τόπο του εγκλήματος. «Δυο στενά» αποκαλούσαν συνήθως τις
φυλακές των Τρικάλων, αλλά και την κακόφημη συνοικία της πόλης. Άλλοι
πάλι λέγανε πως τον σκότωσαν στα στενά του Βαρουσιού Τρικάλων ή ακόμα
και στο χωριό του, το Καλλιφώνι Καρδίτσας. Άλλοι πάλι πως δεν τον
σκοτώσανε καν, αλλά πως σκότωσε αυτός!
Όσο για το ποιοι τον φάγανε, εκεί να δεις! Άλλοι ορκίζονται ότι τον
σκότωσαν οι νταβατζήδες ή τα τσιράκια του υπόκοσμου, άλλοι ότι τον έφαγε
ένας συγκρατούμενός του στη φυλακή, άλλοι ότι τον έβγαλε από τη μέση
ένας βαρύμαγκας για λογαριασμό πλούσιου αντίζηλού του, άλλοι μιλούν για
συνεργούς ενός χωροφύλακα και άλλοι τέλος πως έπεσε θύμα ξεκαθαρίσματος
λογαριασμών.
Κι αυτά δεν είναι παρά η αρχή…
Ίχνη βιογραφίας
Μια διαδεδομένη άποψη για τον Σακαφλιά του δίνει και μικρό όνομα. Ο
Γιώργος Σακαφλιάς λοιπόν γεννιέται το 1899 στην Αθήνα και διαμένει στο
Θησείο. Το πραγματικό του όνομα είναι εδώ Χαρίλαος Χαραλάμπους και το
«Σακαφλιάς» δεν είναι παρά το παρατσούκλι του. Λέγανε πως ήταν άντρας
ωραίος σαν τα κρύα τα νερά και γνωστό κουτσαβάκι της περιοχής.
Ο Σακαφλιάς καταβυθίστηκε στο περιθώριο ως μαστροπός και
μικροκακοποιός. Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, καταδικάστηκε και
μεταφέρθηκε στις φυλακές Τρικάλων.
Όπως ξέρουμε από τη λαογραφία μας, οι φυλακές του Μεσοπολέμου είχαν
κι αυτές τον αρχηγό τους, τον «τσιρίμπαση», κάποιον εγκληματία περιωπής
δηλαδή που σέβονταν και φοβόνταν όλοι και λειτουργούσε ως γενικός
δερβέναγας στην μπουζού. Στα Τρίκαλα αυτός ήταν ο Αυλωνίτσης με το
όνομα, ο οποίος έπαιρνε το ποσοστό του από κάθε παρτίδα μπαρμπούτι που
παιζόταν στα κελιά.
Θες γιατί δεν ήξερε, θες γιατί διεκδικούσε τη θέση του στην ιεραρχία
της φυλακής, ο Σακαφλιάς αψήφησε μια μέρα τον ηλικιωμένο κακοποιό που
είχε πυροβολήσει άλλοτε έναν ενωμοτάρχη και του ’ριξε μια κλοτσιά. Κάτι
που δεν ξέχασε φυσικά ο τσιρίμπασης και μέσα σε λίγες μέρες είχε έτοιμη
την εκδίκησή του. Και το όνομα αυτής «τηγάνι με μαριδάκι»!
Κάλεσε τον Σακαφλιά δηλαδή στο πλυσταριό της φυλακής, εκεί στα «δυο
στενά», για να του τηγανίσει ψαράκι και να αφήσουν πίσω τις διαφορές
τους. Ο Αυλωνίτσης είχε πριονίσει ωστόσο το χερούλι του τηγανιού
μετατρέποντάς το σε φονικό όπλο. Μόλις εμφανίστηκε ο ανυποψίαστος
Σακαφλιάς, τον έφαγε πισώπλατα με απανωτές μαχαιριές, ξεψυχώντας
επιτόπου…
Σακαφλιάς και Τσιτσάνης
Όλα αυτά έγιναν το 1927, όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης
ήταν παιδί 12 χρονών ακόμα. Μεγάλωσε όμως με τη διήγηση στα αυτιά του,
αλλά και με την παράδοση των ρεμπετών να μετατρέπουν σε τραγούδια
ιστορίες κακοποιών. Κι έτσι είχε έτοιμο το υλικό της έμπνευσής του, το
στυγερό έγκλημα της φυλακής δηλαδή που είχε συγκλονίσει την τρικαλινή
κοινωνία της εποχής!
Ο Τσιτσάνης μετέτρεψε το θύμα του εγκλήματος σε λαϊκό ήρωα, καθώς
όλοι στην πόλη ήξεραν ότι τα «δυο στενά» ήταν οι δύο στενοί διάδρομοι
του προαυλίου της φυλακής Τρικάλων που κύκλωναν τους θαλάμους των
κρατουμένων. Γιατί όμως «φίλος» και «ντερβίσης» ο Σακαφλιάς; Πιθανότατα
γιατί ήταν νέος ακόμα, κι έτσι κέρδισε τη συμπάθεια του λαϊκού βάρδου,
μας λένε κάποιοι μελετητές του έργου του Τσιτσάνη.
Όσο για τον Αυλωνίτση, όταν αποφυλακίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο,
πήγε στην Πάτρα και έπιασε δουλειά πού αλλού, σε χαρτοπαιχτική λέσχη.
Όταν πέθανε ο ιδιοκτήτης της λέσχης, ήταν υπέργηρος πια και εξαθλιωμένος
και τώρα έκανε το μόνο που μπορούσε για να θρέψει την ύπαρξή του: να
ζητιανεύει.
Έγινε περίγελος της κοινωνίας και σαν παλιός μάγκας που ήταν, δεν
άντεξε μας λένε τον εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να δώσει τέλος στη ζωή
του πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.
Κι αυτή δεν είναι παρά η πρώτη εκδοχή της ιστορίας μας…
Σακαφλιάς και Πετρόπουλος
Ο σημαντικός μελετητής του ρεμπέτικου τραγουδιού Ηλίας Πετρόπουλος
έδωσε τη δική του εκδοχή για τον θρύλο του Σακαφλιά τον Μάρτιο του 2000
μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία». Ο Πετρόπουλος
αναζήτησε τον Σακαφλιά μέσα από το ποινικό του μητρώο, καθώς τον ήξερε
καλά από το βιβλίο του για τα «Ρεμπέτικα» και τα τόσα τραγούδια που
είχαν γραφτεί για πάρτη του. Και δεν βρήκε τίποτα!
«Δεν ξέρουμε ούτε καν το όνομα του Σακαφλιά, που άλλοι τον λένε
Σακαβλιά κι άλλοι Σαρκαφλιά», μας λέει ο Πετρόπουλος. Ο οποίος βρέθηκε
στις φυλακές των Τρικάλων το 1969 και συνομίλησε «με τον δις ισοβίτη
Σωτήρη Γκόγκο, που το 1924 ήτανε στην ίδια φυλακή και υπήρξε αυτόπτης
μάρτυρας της δολοφονίας του Σακαβλιά - έτσι τον έλεγε. Ο Γκόγκος μου
περιέγραψε τον Σακαφλιά σαν έναν ψηλό, καλοκαμωμένο, περήφανο μάγκα,
περίπου τριάντα χρονώ».
Ο Γκόγκος του εξομολογήθηκε πως πράγματι αιτία της δολοφονίας του
Σακαφλιά ήταν το «βιδάνιο» της φυλακής, το ποσοστό που έπαιρνε ο
τσιρίμπασης από την τράπουλα ή την μπαρμπουτιέρα. Ο Γκόγκος του είπε πως
ο Αντωνίτσης (και όχι Αυλωνίτσης) δεν ήταν τσιρίμπασης, αλλά «ένας
ηλικιωμένος αλανόμαγκας» που έστειλε το αφεντικό για να βγάλει από τη
μέση τον Σακαφλιά. Όσο για το φονικό, λαμβάνει εδώ χώρα το 1924.
«Ο Αντωνίτσης σκότωσε τον Σακαφλιά με μια ουρά τηγανιού. Η ουρά του
τηγανιού υπήρξε ένα τρομερό παραδοσιακό όπλο της φυλακής. Έπαιρναν ένα
τηγάνι, έκοβαν τα τρία πριτσίνια που στερέωναν την ουρά και μετά
ακόνιζαν την ουρά στις πλάκες της φυλακής», λέει ο Πετρόπουλος, μην
επιβεβαιώνοντας ωστόσο την εκδοχή του τραταρίσματος με τη μαρίδα.
Όσο για τα δυο στενά, ο μελετητής μάς λέει: «Έτσι λέγανε δύο στενούς
διαδρόμους ανάμεσα στο κυρίως κτίριο και τον ψηλό εξωτερικό τοίχο. Στα
Δυο Στενά γινόντουσαν οι εκβιασμοί και τα καθαρίσματα. Οι τραυματισμοί
και οι φόνοι έπαιρναν κι έδιναν. Εκείνη την εποχή, στις σκοπιές φυλάγανε
φαντάροι. Οι φύλακες δεν έμπαιναν ποτέ μες στη φυλακή. Μόνον ο
επιστάτης έμπαινε στους θαλάμους».
Ο Πετρόπουλος τελειώνει τη δική του διήγηση ως εξής: «Αργότερα
διάφοροι Πειραιώτες γεροντόμαγκες μου είπανε ότι ο Σακαφλιάς ήταν
ασίκης, φίλος του ξακουστού νταή Νίκου Σκριβάνου. Ο Αντωνίτσης, γέρος
πια, γύρισε στον Πειραιά, περιφρονούμενος από όλους. Αυτοκτόνησε, κάπου
ογδόντα χρονών, πηδώντας μπροστά σ' ένα τρένο των ΣΠΑΠ», επικαλούμενος
ανεξάρτητες μαρτυρίες και πηγές που ήξεραν πρόσωπα και καταστάσεις.
Σημειώνει πάντως πως «Κατ’ άλλη εκδοχή ο Σακαφλιάς λεγότανε Χαραλάμπους
και μαζί με τα δυο αδέρφια του (καπνεργάτες - κουτσαβάκια) έμενε στο
Θησείο».
Στο τέλος μας παρέχει κι ένα ακόμα τραγούδι που αναφέρεται στον
θρυλικό Σακαφλιά, ένα παλιό μουρμούρικο, μάλλον μικρασιάτικο: «Στα
Τρίκαλα μες στη στενή βαρέσανε έναν μπελαλή / βαρέσανε τον Σακαφλιά που
’χε ντερβίσικη καρδιά / Στην Προύσα ήταν ξακουστός στη Μενεμένη
διαλεχτός / ήταν στο τάγμα Τουμπεκί στη μεραρχία Μελανθή»…
Σακαφλιάς και Μπαγιαντέρας
Ο Δημήτρης Γκόγκος
ή «Μπαγιαντέρας» φαίνεται πως είχε κι αυτός μια δική του εκδοχή για τον
Σακαβλιά στα απομνημονεύματά του: «Το Σακαβλιά ή Σακαφλιά, όπως τον
έλεγαν οι άνθρωποι του υποκόσμου, ποτέ δεν τον γνώρισα, ούτε και είχα
άλλωστε την επιθυμία αυτή. Η λαϊκή μούσα του έχει αφιερώσει ένα από τα
καλύτερά της τραγούδια, μέσω του φίλου μου του Τσιτσάνη … Αν δεν ήταν ο
Τσιτσάνης με το τραγούδι του ο Σακαβλιάς δε θα είχε γίνει θρύλος και το
όνομά του δε θα είχε μεταφερθεί παντού», ξεκινά ο μεγάλος Μπαγιαντέρας.
Ο οποίος μας αποκαλύπτει πως όταν ο Τσιτσάνης ήταν παιδί ακόμα,
κυκλοφορούσαν μερικά αυτοσχέδια στιχάκια στο περιθώριο που έλεγαν
«Αντωνίτση κερατά, που σκότωσες το Σακαβλιά». Ο Μπαγιαντέρας μάς λέει
πώς γνώρισε τον Αντωνίτση: «Θυμάμαι ότι, όταν βρέθηκα εγώ στη φυλακή
-από μια προσωπική περιπέτεια που δεν είναι ανάγκη να αναφέρω εδώ- το
έγκλημα δεν είχε γίνει ακόμα. Πρέπει να έγινε στις αρχές του 1927,
λίγους μήνες ή το πολύ ένα χρόνο μετά από τη δική μου φυλάκιση, που
έγινε το 1926. Στις φυλακές Αιγίνης που ήμουν κρατούμενος, άκουσα για το
φόνο, από άλλους κατάδικους που είχαν θετικές πληροφορίες από
κρατούμενους άλλων φυλακών, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία».
Η δολοφονία του Σακαβλιά γίνεται θέμα συζήτησης σε όλες τις φυλακές,
εξομολογείται ο Γκόγκος, και οι κρατούμενοι σπεύδουν να τον
ηρωοποιήσουν. «Μέσα στο κελί μου είχα δυο συντρόφους, που γνώριζαν το
Σακαβλιά από την παιδική του ηλικία, και από αυτούς άκουσα ιστορίες για
τη ζωή του και το χαρακτήρα του. Ο Σακαβλιάς ήταν από την Αθήνα και εκεί
έκανε πιάτσα για τα πάρε-δώσε που είχε με τις γυναίκες της αμαρτίας,
από τις οποίες και τα έπαιρνε … Το επώνυμό του ήταν Σακαβλιάς και το
μικρό του όνομα είχα ακούσει, χωρίς να ’μαι γι’ αυτό βέβαιος, ότι ήτανε
Σωκράτης».
Φυλακή πήγε το 1926 «άλλοι είπαν από σωματεμπόριο και άλλοι από
κλοπή», όπου και δολοφονήθηκε από τον Αντωνίτση: «Από το Βόλο ήταν ο
Αντωνίτσης … και στα 50 του βρέθηκε πάλι στις φυλακές Τρικάλων, για ένα
έγκλημα που διέπραξε από λόγους που δεν πρόκειται να πω ποτέ, γιατί
έδωσα το λόγο μου. Με άσπρα μαλλιά πήγε στη φυλακή, και με ισόβια στην
πλάτη, και ελάχιστους μήνες πριν πάει στη φυλακή ο Σακαβλιάς».
Ο Μπαγιαντέρας επιβεβαιώνει την ιστορία του Πετρόπουλου, ότι ο
Σακαφλιάς ήθελε να του φάει τη θέση «στην κονόμα του γέροντα», και
αναφέρει την κλοτσιά που έριξε στον Αντωνίτση, την οποία συνόδευσε με
μια βρισιά: «Φύγε, ρε κολώγερα». Η φονική ενέδρα στήθηκε με πρόφαση το
τρατάρισμα των ψαριών, λέει και ο Γκόγκος: «Πλησίασε ο Σακαβλιάς για να
φάει μαρίδες, αλλά έφαγε τόσες μαχαιριές μέχρι που του ’βγαλε τ’ άντερα
έξω. Με το χέρι από το τηγάνι τον χτύπαγε ασταμάτητα. Τ’ άντερα βγήκαν
στο πάτωμα.
Εκεί στο μικρό καμαράκι που ήτανε το πλυσταριό, εκεί που τελειώνει ο
διάδρομος των κελιών, εκεί έγινε το φονικό που έμεινε στην ιστορία».
Τον Αντωνίτση τον γνώρισε ο Μπαγιαντέρας στις φυλακές της Παλιάς
Στρατώνας: «Παρά την πράξη του, που οπωσδήποτε την κατακρίνω, διότι
αφαίρεσε ανθρώπινη ζωή χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, ήταν καλός μάγκας,
σοβαρός, λιγομίλητος, μετρημένος σε όλα του, σωστός και καλός μόρτης»…
Άλλες εκδοχές
Στην εφημερίδα «Καθημερινή» με ημερομηνία 8 Σεπτεμβρίου 1930 υπάρχει
ένα δημοσίευμα για ένα φονικό που διέπραξε κάποιος Χαρίλαος Σακαβιάς ή
Καραμιχάλης ή Χαραλάμπους. Η ομοιότητα του ονόματος Σακαβιάς με το όνομα
Σακαβλιάς έκανε πολλούς ερευνητές να θεωρήσουν ότι πρόκειται για το
ίδιο πρόσωπο. Ο Σακαβιάς γεννήθηκε εξάλλου το 1895 και ήταν κοντά
ηλικιακά με τον Σακαφλιά του θρύλου.
Ο Σακαβιάς άρχισε από το 1915 να επιδίδεται σε διάφορες μικροκλοπές
και διαρρήξεις και έγινε σιγά σιγά γνωστός στον υπόκοσμο των Αθηνών. Τον
Απρίλιο του 1930, μας λέει η εφημερίδα, μαχαίρωσε τον Ιωάννη Μερτίκα
έξω από το πολιτικό νοσοκομείο για τα μάτια μιας πόρνης. Το 1920 τον
βρίσκουμε να εργάζεται σε μια καπνοβιομηχανία ως καπνεργάτης, τον έφαγαν
όμως οι μηχανές και βρέθηκε άνεργος. Ανοίγει τότε μια ταβέρνα στο
Θησείο, συνεργατικά με τον αδερφό του, και περνά τέσσερα χρόνια ως
ταβερνιάρης.
Ο αδελφός σκότωσε όμως το 1924 κάποιον Νίκο Τζιώτη σε μια ταβέρνα στο
Μετς και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλακή. Ο Σακαβιάς αναγκάζεται να
κλείσει το μαγαζί και πιάνει δουλειά στον δήμο ως επιστάτης οδοποιίας,
απολύεται όμως γρήγορα και πουλά τώρα φρούτα στη λαϊκή αγορά. Τότε
πεθαίνει ξαφνικά η γυναίκα του από φυματίωση και μένει μόνος με έξι
ορφανά και την ανήμπορη μάνα του.
Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, τον παρασύρει ένα αυτοκίνητο και τον
τραυματίζει σοβαρά. Και μιας και δεν μπορεί να εργαστεί, του κάνει έξωση
από το σπίτι του ο ανάλγητος ιδιοκτήτης, κάποιος Βασιλάκης (ή
Βασιλάκος). Ένα μεσημέρι, επιστρέφοντας στην οικία, βρίσκει τα παιδιά,
τη μάνα και τα υπάρχοντά του στο πεζοδρόμιο. Τους σπιτώνει σε μια
παράγκα στην Αγία Παρασκευή και επιστρέφει για να πάρει πίσω το βιος που
είχε κρατήσει ο ιδιοκτήτης ως αποζημίωση για τα νοίκια που του
χρωστούσε, το χωνί από το γραμμόφωνο, μια εταζιέρα, τέτοια πράγματα
δηλαδή.
Το ημερολόγιο γράφει 5 Σεπτεμβρίου 1930 όταν ο Σακαβιάς πάει στο
μαγαζί του Βασιλάκου για να του ζητήσει τον λόγο, όταν και δέχτηκε
επίθεση από τον τελευταίο με μαχαίρι. Στον καυγά, του παίρνει το μαχαίρι
και τον τραυματίζει θανάσιμα. «Ο Χ. Χαραλάμπους όστις εφόνευσε προχθές
εις το Θησείον τον τέως ιδιοκτήτην του Βασιλάκην απεστάλη χθές την
πρωΐαν εις την εισαγγελίαν», γράφει η «Καθημερινή», σπεύδοντας να
σημειώσει πως «Κατ’ ανακοίνωσιν της Αστυνομίας ο φονευθείς ήτο φιλήσυχος
άνθρωπος».
Η εφημερίδα αποκάλυψε μάλιστα πως πλάι στα νοίκια που χρωστούσε ο
δράστης δεν είχε πληρώσει «και τους φόρους Ούλεν και οδοστρωμάτων». Το
ίδιο περιστατικό επιβεβαιώνει και η εφημερίδα «Εμπρός» στις 8
Σεπτεμβρίου 1930.
Σύμφωνα με άλλη πηγή, ο Σακαφλιάς ήταν τριπολιτσιώτης μάγκας που
πουλούσε έρωτα σε ιερόδουλες και τα έφτιαξε με τη λεγάμενη χωροφύλακα
που υπηρετούσε στην Τρίπολη. Για να γλιτώσει μάλιστα από το κόρτε του
Σακαφλιά, ο χωροφύλακας ζητά μετάθεση στα Τρίκαλα, όπου μετακομίζει με
την καλή του, αν και δεν θα γλίτωναν από τον επίμονο αντίζηλο.
Η ιερόδουλη δεν τον ήθελε με τίποτα μάλιστα τον Σακαφλιά και
δημιουργήθηκε συμπλοκή στο κακόφημο σπίτι των Τρικάλων, όταν και
ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Η οποία μέχρι να φτάσει εκεί ο Σακαφλιάς ήταν
μαχαιρωμένος κατάχαμα στο πεζοδρόμιο, στα «δυο στενά» της κακόφημης
συνοικίας. Την ιστορία φέρεται να διηγείται πρωτοξάδελφος του Σακαφλιά
από την Τρίπολη.
Υπάρχει τέλος και η εκδοχή της ερευνήτριας Μαρούλας Κλιάφα, η οποία
δεν βρίσκει πουθενά τον φόνο του Σακαφλιά, ούτε στα μητρώα των φυλακών
Τρικάλων ούτε στις τοπικές εφημερίδες της εποχής! Τα δημοσιεύματα του
Τύπου μιλούν ωστόσο ξεκάθαρα για άλλα δύο εγκλήματα που έλαβαν χώρα
εντός των τειχών της φυλακής την ίδια εποχή και πιθανότατα δεν θα είχαν
κανέναν λόγο να κρύψουν το έγκλημα κατά του Σακαφλιά.
Στις αρχές Μαΐου του 1926, λαμβάνει χώρα άλλη μια σύρραξη μεταξύ των
φυλακισμένων στο κατάστημα των Τρικάλων: «Την πόλιν αναστάτωσαν πυκνοί
πυροβολισμοί ριπτόμενοι εις τας φυλακάς», μαρτυρεί η εφημερίδα «Θάρρος»
μιλώντας για ξεκαθάρισμα λογαριασμών των τροφίμων και πληροφορώντας μας
ότι ομάδα καταδίκων επιτέθηκε σε μια άλλη με ξιφολόγχες και μαχαίρια με
αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο ληστής Καραμπάς από τους ζωοκλέφτες Μούρτο
και Τσεκούρα, με το ανακριτικό πόρισμα να αποδίδει τη συμπλοκή και σε
φυλετικές διαφορές.
Η δεύτερη δολοφονία εντός των φυλακών των Τρικάλων συμβαίνει στις 29
Μαΐου 1932 με θύμα τον βαρυποινίτη Δημήτριο Μπελούλη από τον Βόλο και
θύτες τους συγκρατούμενούς του Χαράλαμπο Δεληγιάννη (ή Μπάμπο) και Γ.
Λαβίδα (εφημερίδες «Αναγέννησις» και «Θάρρος» στις 30 Μαρτίου 1932).
Για τον φόνο όμως που η λαϊκή μούσα απέδωσε ως «Στα Τρίκαλα στη
φυλακή σκοτώσαν έναν μπεσαλή / βρε Αντωνίτση κερατά που σκότωσες τον
Σακαφλιά» δεν υπάρχουν σχετικά δημοσιεύματα του Τύπου...
Παρά ταύτα, ο Σακαφλιάς απαθανατίστηκε σε πλήθος ρεμπέτικων και έγινε
τελικά ταινία το 1976 από τον Βασίλη Κονταξή με τους Σωτήρη Φούντα και
Χριστόφορο Ζήκα. Ο Απόστολος Καλδάρας έγραψε το 1964 την «Καρότσα», όπου
μας λέει η αξεπέραστη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση:
«Μια βραδιά θα ξεκινήσω με καρότσα της στεριάς / για τα Τρίκαλα να πάω
στην πατρίδα της μαγκιάς / Για το Σαρκαφλιά να μάθω ποιος ο λόγος δηλαδή
/ που απ’ τη ζωή του σβήσαν το καλύτερο παιδί / και στη μνήμη του θα
παίξω δυο τραγούδια ταπεινά / και στεφάνι με λουλούδια θα του ρίξω στα
στενά / Θα τα πάρω όλα σβάρνα τα κουτούκια στη σειρά / και στ’ απόκρυφα
λημέρια που γλεντούσε μια φορά».
Κι αυτό δεν είναι παρά ένα μόνο από τα καμιά δεκαριά ρεμπέτικα και ζεϊμπέκικα που απαθανάτισαν τη μαγκιά του Σακαφλιά…
Η 29χρονη blogger και φωτογράφος
Σάρα Μελότι βρέθηκε στο Μπαλί της Ινδονησίας μαζί με μια ομάδα
Instagrammers. Πρόκειται για ανθρώπους που είναι διάσημοι ή ζουν από την
εκμετάλλευση των φωτογραφιών που ανεβάζουν στο Instagram. Εκεί έγινε η
μεγάλη αποκάλυψη για την ίδια.
Σύμφωνα με τη Σάρα το Μπαλί «ήταν
αυτό που άλλαξε τα πάντα. Γιατί συνειδητοποίησα τα πάντα. Σκέφτηκα: Τι
κάνουμε; Τι κάνουμε με τη ζωή μας».
Όπως λέει ήταν οι υπόλοιποι
Instagrammers που την οδήγησαν στο να συνειδητοποιήσει τι πραγματικά
συμβαίνει. Έφτασαν σε ένα υπέροχο σημείο του νησιού - πολύ δημοφιλές για
τους τουρίστες και τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μόλις
τράβηξαν φωτογραφίες τα μέλη του γκρουπ ξεκίνησαν να φύγουν. «Έκαναν σαν
να έλεγαν και γιατί να κάτσουμε;», εξηγεί η Σάρα. «Είναι ένα όμορφο
μέρος, μόλις ήρθαμε εδώ, ας το απολαύσουμε», σκέφτηκε η ίδια και «αυτό
ήταν κάτι σαν το τράβηγμα μιας σκανδάλης».
Η
Σάρα μιλά με οργή και απογοήτευση για το Instagram. Μπορεί να μην
αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί από τους πιο διάσημους χρήστες
του δημιουργούν τις τέλειες φωτογραφίες χωρίς πραγματικά να
αλληλεπιδρούν με το τοπίο. Υπάρχουν μάλιστα πολλά σημεία σε όλο τον
κόσμο που αποτελούν πόλους έλξης.
Οι Instagrammers πηγαίνουν εκεί για να
τραβήξουν φωτογραφίες που αυτόματα θα μαζέψουν πολλά «likes». Αυτό που
ίσως αποτελεί έκπληξη είναι αυτό που η Σάρα αποκαλεί «μαφία του Instagram».
Πριν από περίπου ένα μήνα έκανε μια δημοσίευση στο blog της στην οποία
εκθέτει αυτή την πιο σκοτεινή πλευρά της λαμπερής εφαρμογής. Ο κακός... αλγόριθμος
«Έτσι
το αποκαλώ. Δεν είναι αυτός ο τεχνικός όρος», εξηγεί η Σάρα, η οποία
έμαθε για τη «μαφία» από έναν Instagrammer που δεν κατονομάζει.
Συναντήθηκε με τον άντρα αυτό στο Μπαλί, λίγες εβδομάδες μετά τη
δημιουργία ενός νέου λογαριασμού στο Instagram. «Είχε ήδη περίπου 20.000
οπαδούς και η φωτογραφία του είχε 9.000 like», λέει η Σάρα, η οποία
έχει σχεδόν 33.000 οπαδούς. «Οπότε τον ρώτησα αν αγοράζει τα likes και
τους οπαδούς του. Είπε ότι δεν το έκανε και τότε μου εξήγησε τα πάντα
γύρω από τη μαφία του Instagram».
Το 2016, ο αλγόριθμος του
Instagram άλλαξε. Προηγουμένως η εφαρμογή έδειχνε τις αναρτήσεις των
ατόμων που ακολουθούσα οι χρήστες με χρονολογική σειρά. Όμως προστέθηκε
ένα feed που λειτουργούσε με αλγόριθμο για να επιλέγει φωτογραφίες. Το
Instagram ισχυρίστηκε ότι η αρχική του σελίδα «θα έδειχνε τις στιγμές
για τις οποίες πιστεύουμε ότι ενδιαφέρεστε περισσότερο», αλλά οι
Instagrammers γρήγορα κατάλαβαν πως δουλεύει ο αλγόριθμος. Οι εικόνες
που έπαιρναν το πιο πολλά likes και σχόλια σε σύντομο διάστημα - περίπου
35 με 40 λεπτά - μετά τη δημοσίευσή τους ήταν αυτές που έβλεπαν
περισσότερο οι χρήστες.
Η Σάρα - και πολλοί άλλοι Instagrammers -
θεώρησαν ότι αυτό ήταν άδικο. Η αλλαγή αυτή σήμαινε ότι πολλές εικόνες
χανόντουσαν στο κενό και έδιναν πλεονέκτημα στους χρήστες που ήταν ήδη
δημοφιλείς στο μέσο. Οι Instagrammers είχαν και έχουν διάφορα τεχνάσματα
ώστε να παρατηρούν την εφαρμογή (δημοσιεύοντας σε συγκεκριμένες ώρες
της ημέρας, πηγαίνοντας σε συγκεκριμένα μέρη και επιλέγοντας
συγκεκριμένα θέματα για τις φωτογραφίες τους) αλλά η Σάρα λέει ότι μετά
την αλλαγή του αλγόριθμού τα πράγματα άρχισαν να γίνονται «βρωμικά».
«Είναι παράλογο για μένα ότι ένα άτομο ξοδεύει τη ζωή του σε μια
εφαρμογή προσπαθώντας να ξεγελάσει έναν αλγόριθμο», λέει. Κερδίζοντας τον αλγόριθμο
Σε
απάντηση στην αλλαγή του αλγόριθμου, οι Instagrammers απευθύνθηκαν στο
WhatsApp και το chat του Facebook για να σχηματίσουν τα λεγόμενα «κουτιά
σχολίων» (αυτό έγινε αρχικά στην υπηρεσία ανταλλαγής μηνυμάτων του
Instagram αλλά μετά οι χρήστες άρχισαν να φοβούνται ότι ο ιστότοπος θα
ασκήσει πιέσεις στις ομάδες). Μέσα σε ένα «κουτί σχολίων», εκατοντάδες
Instagrammers συμφωνούν να δημοσιεύουν τις φωτογραφίες τους ταυτόχρονα
την πιο δημοφιλή ώρα - για παράδειγμα όταν στη Νέα Υόρκη είναι 14:00 το
μεσημέρι. Όταν οι φωτογραφίες δημοσιευτούν, οι Instagrammers τις
συνδέουν με το «κουτί σχολίων» τα μέλη του οποίου κάνουν like και
σχολιάζουν τις φωτογραφίες των άλλων, συγκεντρώνοντας έτσι εκατοντάδες
χιλιάδες likes.
3.000 ευρώ για ένα post
Ωστόσο,
όπως εξηγεί η Σάρα, τα πράγματα δεν έχουν απλά να κάνουν με το «εγώ»
του χρήστη. Τα τελευταία χρόνια οι ισχυροί Instagrammers έχουν βγάλει
χιλιάδες ευρώ μέσω του Instagram. Πληρώνονται από εταιρίες/εμπορικά
σήματα για να διαφημίζουν τα προϊόντα τους μέσω των λογαριασμών τους και
τα χρήματα που παίρνουν εξαρτώνται από τον αριθμό των οπαδών, των likes
και των σχολίων. Σύμφωνα με τους πράκτορες ταλέντων, οι Instagrammers
με ένα εκατομμύριο οπαδούς μπορεί να βγάζουν περίπου 3.000 λίρες/ευρώ
για ένα μόνο post.
«Αν είστε διατεθειμένοι να διαφημίσετε το
οτιδήποτε τότε μπορεί να κερδίσετε πολλά λεφτά», λέει η Σάρα, η οποία
δηλώνει «επιλεκτική» και σημειώνει ότι διαφημίζει μόνο προϊόντα που της
αρέσουν πραγματικά στο λογαριασμό της. Η Σάρα αρχικά χρησιμοποίησε
επίσης τα «κουτιά των σχολίων. «Σε εκείνη τη φάση δεν μου φαινόταν
λάθος, αλλά ήταν χρονοβόρο», υποστηρίζει. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να
εξαντλείται από τις ώρες που περνούσε για να σχολιάζει τις φωτογραφίες
των άλλων και να κάνει like. «Έκανα σχόλια και σκεφτόμουν ότι αυτό
κλέβει χρόνο από τη ζωή που θέλω να ζήσω. Δεν είναι σωστό να το κάνουμε
αυτό».
Αγοράζοντας υπηρεσίες, likes και δημοσιεύσεις
Ένα
άλλο εργαλείο που χρησιμοποίησε η Σάρα, το Instagress, έκλεισε μετά από
«αίτημα» του Instagram. Το Instagress ήταν ένα bot site - υπάρχου πολλά
- επί πληρωμή που επέτρεπε στους Instagrammers να ακολουθούν αυτόματα
και να σχολιάζουν τα post των άλλων, χωρίς να χρειάζεται να το κάνουν
χειροκίνητα.
«Από την πρώτη ημέρα ένιωσα άσχημα που το κάνω αυτό
αλλά υπήρχε η υπόσχεση ότι όταν πια θα είχες έναν τόνο οπαδών τότε η ζωή
θα ήταν ευκολότερη», λέει η Σάρα, εξηγώντας ότι σκέφτηκε πως αυτό θα
την βοηθούσε να πάρει δουλειές τόσο για φωτογραφία, όσο και για
διαφήμιση. «Με αυτή την υπόσχεση σκέφτηκα ότι θα ήταν εντάξει να το κάνω
μέχρι να φτάσω αυτό τον αριθμό και μετά θα σταματήσω αλλά μετά αυτό
απλώς συνεχιζόταν και συνεχιζόταν».
Πηγή φωτό: Daily Mail
Επιπλέον
οι Instagrammers, πληρώνουν ιστοσελίδες που συγκεντρώνουν post από το
Instagram προκειμένου να προβάλλουν τις αναρτήσεις τους. Αρκετές σελίδες
άρχισαν να ζητούν χρήματα για να τους συμπεριλάβουν με τις τιμές να
φτάνουν ακόμη και τα 475 δολάρια ανά post. «Είναι απίστευτο το γεγονός
ότι αυτοί οι άνθρωποι, που χτίζουν τις επιχειρήσεις τους με ελεύθερο
περιεχόμενο που πήραν από εμάς, ζητούν τώρα από τους καλλιτέχνες να
πληρώσουν!», λέει η Σάρα.
Πηγή φωτό: Daily Mail
Όταν ρωτήθηκε γιατί εκθέτει τόσο τον εαυτό της, όσο και τους άλλους
Instagrammers, λέει ότι «έπρεπε να το κάνει». Κάποιοι δεν είναι
ευχαριστημένοι μαζί της - εκείνη λέει: «σίγουρα έχασα μερικούς φίλους» -
αλλά κάποιοι είναι ενθουσιασμένοι με το γεγονός ότι είπε την
αλήθεια. «Που πηγαίνουμε; Είμαστε τόσο περιτριγυρισμένοι από όλο αυτό το
ψέμα. Οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε δεν απεικονίζουν την
πραγματικότητα. Εμφανίζουν ένα όνειρο που στην πραγματικότητα δεν
υπάρχει. Οι φωτογραφίες πρέπει να θεωρούνται έργα ζωγραφικής, δεν είναι
πραγματική ζωή, είναι καλλιτεχνικές», λέει η Σάρα.
Όπως εξηγεί,
«τα τελευταία χρόνια το Instagram έχει γίνει απλώς ο νέος τρόπος για να
διαφημίσεις κάτι και ως αποτέλεσμα η υπόσχεση ότι θα βγάλεις χρήματα
έχει δημιουργήσει ένα τοξικό παιχνίδι αριθμών. Αυτό που κάποτε αφορούσε
το περιεχόμενο και την πρωτοτυπία, τώρα αφορά την άσκοπη δυναμική ενός
αλγορίθμου. Όποιος έχει το χρόνο και τα χρήματα για τον τον ξεγελάσει
κερδίζει το παιχνίδι». «Ξέρω ότι είμαι υποκρίτρια. Έπαιξα αυτό το
παιχνίδι τους τελευταίους έξω μήνες κι αυτό με έκανε δυστυχισμένη».
Διαδικασίες για την επιστροφή του εμβληματικού αγάλματος της Αφροδίτης της Μήλου ξεκινά ο δήμος του νησιού.
«Είναι
νομίζω η αρχή για να καταφέρουμε αυτό που χρωστάω και χρωστάμε και
στους προγόνους αλλά και στα παιδιά μας», σχολίασε στο euronews ο
δήμαρχος Μήλου Γεράσιμος Δαμουλάκης.
Η
αντιδήμαρχος του νησιού Ζαμπέτα Τουρλου προσθέτει: «Θεωρούμε ότι η
Αφροδίτη είναι ξενιτεμένη και ήρθε η ώρα να γυρίσει. Ζητάμε από όλο τον
κόσμο, στην Ελλάδα, Έλληνες του εξωτερικού σε κάθε γωνιά της Γης, να
δώσουν το δικό τους μήνυμα για την αναγκαιότητα της επιστροφής του
αγάλματος της Αφροδίτης πίσω στο νησί της».
Την Κυριακή βρέθηκε
στη Μήλο ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος. Κατά
την ομιλία του σε τελετή για την αναγόρευσή του σε επίτιμο δημότη
Μήλου, ο ΠτΔ εξήρε τη σημασία του αγάλματος της Αφροδίτης: «Είναι ένα
άγαλμα της Ελληνιστικής Εποχής, έκπαγλης ομορφιάς, το οποίο το θαυμάζουν
όλοι, το θαυμάζει ολόκληρη η ανθρωπότητα μπαίνοντας στο Λούβρο».
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι ένα από τα διασημότερα έργα της
αρχαιοελληνικής γλυπτικής. Βρέθηκε το 1820 στο νησί της Μήλου από έναν
αγρότη, αλλά κατέληξε στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.
Σαν σήμερα στις 15 Ιουνίου του 1994 έφυγε ο Μάνος Χατζηδάκις.
Ακούστε εδώ μια δήλωση του Μάνου Χατζηδάκι (έγινε το 1990) για την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση
«Πριν κάμποσο καιρό, πάνου στη Λιάκουρα, στο αετοχώρι το Δαδί, ρώτησα ένα παιδί ως οχτώ χρονώ:
– Τον ξέρεις τον Άρη; – Ναι, μου λέει. Τον ξέρω. – Τον είδες ποτέ σου; – Όχι. Μα τόνε ξέρω. – Πώς είναι; – Τρεις βολές πιο αψηλός απ’ τον
πατέρα μου. Κι έχει ένα μεγάλο-μεγάλο κόκκινο άλογο. Και πίσω τον
ακολουθάει πάντοτες ένας τρανός αητός με μια σημαία. Μιαν άλλη φορά, στα Τρίκαλα, ρώτησα
ένα “αετόπουλο” που πέρναγε τις γραμμές του οχτρού μεταφέροντας μαντάτα
στους αντάρτες μέσα στο κούφωμα ενός καλαμιού. – Γιωργή, τον ξέρεις τον Άρη; – Τόνε ξέρω. – Τον είδες ποτέ σου; – Τον είδα με τα μάτια μου. – Πώς είναι; – Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό
άστρο στο μαύρο σκούφο του. Κι άμα μιλάει -κι ας χιονίζει ακόμα-
γίνεται μονομιάς πολλή ζέστα. Κι όταν ακούνε το όνομά του οι Γερμανοί
κρύβουνται σα λαγοί μέσα στα δάσα. Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας
αητός με μια σημαία, ένα άστρο αληθινό, πολλή ζέστα -αυτός είναι ο Άρης
των παιδιών και των μεγάλων. Και γω που δυο φορές όλο-όλο τον αντάμωσα, έτσι σαν τα παιδιά και γω, έτσι τον βλέπω και τον τραγουδάω τον ΑΡΗ»
(Γιάννης Ρίτσος,Το υστερόγραφο της δόξας – Άρης Βελουχιώτης)
15 Ιούνη 1945. Σαν σήμερα, πριν από 72 χρόνια, ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Άρης Βελουχιώτης, θα φύγει από τη ζωή.
Ο Άρης, κυκλωμένος από
τους διώκτες του, έξω από τη Μεσούντα, θα ανοίξει ο ίδιος την πόρτα της
αιωνιότητας. Θα περάσει στην αθανασία της συλλογικής μνήμης και
συνείδησης, δίνοντας το τέλος με το ατομικό του περίστροφο. Μαζί του στο
θάνατο τον συντρόφεψε ο πιστός του αντάρτης, ο Τζαβέλας. Ακολούθησεο
κανιβαλισμός. Η θηριωδία του μεταβαρκιζιανού καθεστώτος. Οι δύο νεκροί
σύντροφοι θα αποκεφαλιστούν και τα κεφάλια τους θα κρεμαστούν από τις 18
έως τις 20 Ιούνη, σ’ ένα φανοστάτη στα Τρίκαλα.
Τι ήταν ο Άρης; Εκείνο
το «αμείλικτο τέρας» που περιγράφουν οι θιασώτες του πιο πρωτόγονου και
συνάμα βλακώδους αντικομμουνισμού; Ήταν από στρατιωτική άποψη ένας
«κατσαπλιάς», όπως διατείνονταν οι «ήρωες» του δοσιλογισμού; Κάποιος με
«θολή» πολιτική σκέψη, όπως λένε εκείνοι που όσα δεν φτάνουν τα κάνουν
κρεμαστάρια; Ας δώσουμε το λόγο στους – σοβαρούς – πολιτικούς αντιπάλους
του Άρη: Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αναφέρει: «Ο Άρης ήταν ένας αγνός ιδεολόγος» (Φίλιππος Φιλλίπου, «Βήμα», 3/2/2002), «ήταν έναςευφυής άνθρωπος» (εφημερίδα «Πρώτη», 24/9/1986)
«…ο Άρηςαπέδειξε ότι είχε ψυχοσύνθεση ηγέτου,χάρη σ’ αυτόν, το γόητρο του ΕΛΑΣ ανήλθε κατακορύφως», γράφει ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσαςστο βιβλίο του «Φωτιά και τσεκούρι». Ο ίδιος μιλώντας για την «θεαματικήεξέλιξη»του ΕΑΜ/ΕΛΑΣτονίζει ότι«ο Άρης ήταν ο κύριος παράγων της».Ο Αβέρωφ – και όχι κάποιος πολιτικός φίλος του Άρη – τον περιγράφει ως«ηγέτη», «γενναίο», «καλό οργανωτή»,ως άνθρωπο που«δεν του έλειπε ούτε η ευφυΐα ούτε κάποια παιδεία».Και προσθέτει ο Αβέρωφ: «Ένας
Ιταλός στρατηγός, που δεν είχε κανένα λόγο να τον συμπαθή, ο Ινφάντε,
είπε το 1945 στον γράφοντα τις σελίδες αυτές: «Από όλους τους αρχηγούς
του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ που γνώρισα, και γνώρισα πολλούς, μόνον ο Άρης μου έκαμε
εντύπωση.Ήταν δυνατός, στοχαστικός, είχε λεπτότητα»».
Πολύ πριν από την
αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα τα 4/5 της χώρας είχαν ήδη
απελευθερωθεί από τον ΕΛΑΣ. Ήδη από την Άνοιξη του ’44, το Γερμανικό
επιτελείο του οποίου ηγείτο ο Χέλμουτ Φέλμυ αναγκάστηκε να κηρύξει την
Πελοπόννησο ως εμπόλεμη ζώνη και τούτο λόγω της καθόδου του Άρη στην
Πελοπόννησο. Ο ίδιος ο Φέλμυ σημείωνε ότι χρειαζόταν τουλάχιστον 3
μεραρχίες επιπλέον, μόνο για την Πελοπόννησο, λόγω της ανάπτυξης στις
τάξεις του ΕΛΑΣ που είχε εμφυσήσει το οργανωτικό πνεύμα του Άρη και η
προσωπική του παρουσία στην περιοχή(«Από τη Βιέννη στα
Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία
και την Ελλάδα», Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Τέτοια αποτελέσματα μάλλον
δεν θα μπορούσαν να επιτυγχάνονται από «κατσαπλιάδες»…
Καταγεγραμμένες είναι οι απόψεις του Κρις Μοντάγκιου Γούντχαουζ, του Άγγλου Συνταγματάρχη, επικεφαλής της βρετανικής αποστολής στην Ελλάδα, για τον Άρη ως στρατιωτική μεγαλοφυΐα. «Χωρίς Ζέρβα δεν γινόταν, χωρίς Αρη δεν πετύχαινε», έλεγε ο Γούντχαουζ για την επιχείρηση της ανατίναξης του Γοργοποτάμου.Ο
Κρις Γουντχάουζ, σε επιστολή του προς την ηγεσία του ΕΑΜ, αμέσως μετά
την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ανάμεσα στα άλλα γράφει: «…θέλω να ευχαριστήσω εκ μέρους της Αγγλίας και την οργάνωσίν σαςκαι τον ικανώτατον στρατιωτικόν αρχηγόν σας»(Στρατηγού Ν. Ζέρβα: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Μέτρον»). Όσογια την
πολιτική διορατικότητα και οξυδέρκεια του Άρη, πέρα από τις διαπιστώσεις
του για τις συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και φυσικά της Βάρκιζας
ότι«παρέδιδαν το απελευθερωτικό κίνημα δεμένο χειροπόδαρα στους Άγγλους»
(«Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων», Δ.Χαριτόπουλου, εκδόσεις «Τόπος» –
RealNews) αρκεί η υπόμνηση των λόγων του στη σύσκεψη των καπετάνιων του
ΕΛΑΣ τον Νοέμβρη του ’44: «Αν ζήσει κανένας σας– τους έλεγε –να
θυμάται τα λόγια αυτά. Οι Εγγλέζοι θα σας σφάξουν όλους σαν αρνιά, εγώ
στα χέρια τους δε θα πέσω, γιατί τα βουνά με ξέρουν. Με την πέτρα
προσκέφαλο, την ψείρα συντροφιά, την κάπα σκέπασμα δε θα με ιδούνε
ζωντανό στα χέρια τους. Αυτό θέλω να το θυμάστε αν κανένας σας ζήσει».Επομένως, όπως έχει γράψει και ο συνάδελφος Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος:«Μπορεί να προσάψει κανείς ό,τι θέλει στονΒελουχιώτη, όχι όμως απουσία στρατηγικού, “γεωπολιτικού” ενστίκτου και βαθιάς ιστορικής γνώσης».
Ο Άρης Βελουχιώτης δεν
γεννήθηκε μέσα σε μια στιγμή, όπως η Αθηνά μέσα από το κεφάλι του Δία.
Δεν προέκυψε αστραπιαία. Για να φτάσει να διαμορφωθεί από τον Θανάση Κλάρα
(αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα) στον χιλιοτραγουδισμένο
πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, διένυσε μια πολυκύμαντη πορεία βασανιστικής
ωρίμανσης . Ο Άρης ήταν δημιούργημα και «γέννημα» της ανάτασης του ίδιου
του ελληνικού λαού. Ο μεγάλος ποιητής Κώστας Βάρναλης στο βιβλίο του Πάνου Λαγδά «Άρης Βελουχιώτης ο πρώτος του αγώνα», έγραψε: «Θρυλικός
ο Άρης Βελουχιώτης. Ο πρώτος που άρχισε την Αντίσταση του λαού στα
βουνά κι ο τελευταίος που την έκλεισε με τον τραγικό του θάνατο. Η πρώτη
ψυχή του Αγώνα, κι η τελευταία πνοή. Λίγοι το καταλάβανε όπως ο Άρης,
πως οι εχθροί της Ελλάδας (ξένοι και ντόπιοι) θα μετατρέπανε τη νίκη του
έθνους σε νίκη των εχθρών του. Τιμή και δόξα στο ασύγκριτο παλληκάρι.Τιμή και δόξα και στο λαό που τόνε γέννησε». Ο Άρης δεν υπήρξε, δεν
διαμορφώθηκε «τυχαία». Η διαδρομή από τον Θανάση Κλάρα μέχρι τον
κομμουνιστή Άρη Βελουχιώτη, είναι μια διαδρομή ταυτισμένη με το μήνυμα
που εκπέμπεται από τα ίδια τα νάματα της ποίησης του κομμουνισμού.
Πολλοί παριστάνουν τους «αρμόδιους» να μιλήσουν γι’ αυτή τη διαδρομή.
Όμως, αρμοδιότερος ήταν ο ίδιος ο Άρης. Και μίλησε: «…Αν στη ζωή μου
υπάρχει ένα σημείο που με συγκίνηση και με υπερηφάνεια αφάνταστη από
καιρού σε καιρό γυρίζω και βλέπω, είναι ακριβώς η εποχή που μπήκα στο
Κομμουνιστικό Κόμμα»,γράφει σε επιστολή στον «Ριζοσπάστη», στις 9/9/1931.«Έκτοτε– συνεχίζει –δεν
έχω στο ενεργητικό μου παρά φυλακίσεις για πάλη επαναστατική. Μιλάν τα
γεγονότα, μιλάει αυτή η αλήθεια. Ούτε ΜΙΑ ΚΗΛΙΔΑ. Είναι αυτό σε βάρος
μου; Είναι αυτό στοιχείο ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα;».Περίπου προφητικά στην ίδια επιστολή καταλήγει: «Στο
κόμμα αυτό έδωσα όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω να δίνω όσες δυνάμεις
μου απομείναν στον αγώνα του, για το ψωμί των εργαζομένων, κατά των
φόρων και των πολέμων, για την επανάσταση». Με αυτά τα εφόδια
έφερε σε πέρας ο Άρης την αποστολή που του ανατέθηκε, όταν ανέλαβε να
υλοποιήσει την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για την συγκρότηση αντάρτικου
απελευθερωτικού στρατού. Με αυτό το πνεύμα γράφτηκε από το χέρι του Άρη οόρκος του ΕΛΑΣ, ο όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας στη Ρούμελη που δόθηκε το 1942 στη ΓραμμένηΟξιά. «Εγώ παιδί του Ελληνικού Λαού,
ορκίζομαι να αγωνιστώ πιστά από τις τάξεις του ΕΛΑΣ, χύνοντας και την
τελευταία ρανίδα του αίματός μου, σαν γνήσιος πατριώτης για το διώξιμο
του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα
να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το
βιος του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά την ποινή του
θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του
Λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην
το παραδώσω αν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δε γίνει ο Λαός
νοικοκύρης στον τόπο του».
Αθάνατο πολιτικό κειμήλιο,
διαχρονικής αξίας – και δραματικής επικαιρότητας στη σημερινή Ελλάδα
των ξένων δανειστών και των εγχώριων «σωτήρων» – αποτελεί η ιστορική
ομιλία του Άρη που την εκφωνεί στις 29 Οκτώβρη του 1944 στην
απελευθερωμένη Λαμία εκ μέρους του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Ο Άρης
παρουσιάζει την πολιτική του ΕΑΜ και, ανάμεσα στα άλλα, λέει: «Θα δώσουμε στο λαό τα οικονομικά μέσα για να μπορεί να μη σκορπάει την οικογένειά του στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μας κατηγορούν ότι θέμε να
καταργήσουμε τα σύνορα και να διαλύσουμε το κράτος. Μα το κράτος εμείς
το φτιάχνουμε σήμερα, γιατί δεν υπήρξε, μια που αυτοί οι ίδιοι το είχανε
διαλύσει. Ποιος είναι λοιπόν πατριώτης; Αυτοί ή εμείς;Το
κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα
υπάρχουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την
ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς το μόνο που διαθέτουμε είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας.Αυτά, αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δεν μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του;Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; Όταν έξαφνα στα 1929-’31 το κράτος
ζήτησε, λόγω της οικονομικής κρίσης που μάστιζε τότε τη χώρα μας, να
κατεβάσουν οι ξένοι ομολογιούχοι το ποσοστό που πληρώναμε σε
τοκοχρεολύσια, οι Άγγλοι δέχτηκαν να το μειώσουν σε 35%, αλλά οι Έλληνες
ομολογιούχοι αρνήθηκαν. Να, λοιπόν, ποιος είναι ο πατριωτισμός τους! Αυτός φτάνει μέχρι το σημείο που δεν θίγονται τα οικονομικά τους συμφέροντα.
Αυτοί, λοιπόν, οι ίδιοι που μας κατηγορούν ότι επιδιώκουμε την κατάργηση των συνόρων και τη διάλυση του κράτους,αυτοί τα ξεπουλάνε αυτά στην πρώτη ευκαιρία(…).Με αυτά τα μέσα προσπαθούν να εξαπατήσουν το λαό για να συνεχίσουν το ξεζούμισμα και την εκμετάλλευσή του».
Ο Άρηςλατρεύτηκε
από τους συναγωνιστές του. Να τι περιγράφει ένας από τους αντάρτες του,
ο Καραδημήτρης, στον Σπύρο Μελετζή: «Τί να σου πω, Σπύρο, τόσο
σκληραγωγημένο άνθρωπο δε θα ξανακάνει ο κόσμος. Στις πορείες εμείς
παιδιά τώρα και κουραζόμαστε και κείνος άντεχε πιο πολύ απ’ όλους μας,
στην πείνα τα ίδια, στη δίψα και στην κακοπέραση.Πολλές φορές έμεινε εκείνος νηστικός για να δώσει σε μας. Κι ένα τσιγάρο ακόμα νά ‘χε θα τό ‘δινε σε μας.Ήταν
τόσο σκληρός με τον εαυτό του που πολλές φορές μας τρόμαζε. Ούτε
ασκητής, ούτε φακίρης δε θα μπορούσε ν’ αντέξει στη γεμάτη στερήσεις ζωή
που έκανε ο Άρης και μάλιστα τότε στις αρχές που ξεκινήσαμε.
Μαρτυρήσαμε όλοι μας, κι αν δεν ήταν ο Άρης να μας εμψυχώνει κάθε μέρα,
θα τά ‘χαμε παρατήσει. Τόσο δύσκολες μέρες περάσαμε τότε στις αρχές».
Από την σημερινή Ελλάδαδεν
λείπουν οι απόγονοι του δοσιλογισμού. Οι πολιτικοί και ιδεολογικοί
συνεχιστές των ταγματασφαλιτών. Οι φασίστες γκεμπελίσκοι που
ματαιοπονούν στην προσπάθεια τους να σπιλώσουν τον Άρη και να
παραχαράξουν την Ιστορία. Όπως συνηθίζεται στην περίπτωση των φασιστών, ο
«Καιάδας» της γελοιότητάς τους είναι τόσο βαθύς όσο η προστυχιά τους.
Και όσο πιο πρόστυχοι γίνονται τόσο περισσότερο θυμίζουν τον «ήρωα» ενός
επίσης«προφητικού» κειμένου που δημοσιεύτηκε στην
εφημερίδα «Αναγέννηση» στις 21 Ιούνη 1945. Ο Θεσσαλός δημοσιογράφος
Φαίδων Μακρής, έγραφε: «Σύμφωνα με τους μαθηματικούς
νόμους του εκκρεμούς, το καθημαγμένο κεφάλι του Αρη Βελουχιώτη,
ταλαντευόταν προχθές κρεμασμένο σ’ ένα φανοστάτη της πλατείας των
Τρικάλων. Αιωρείτο αργά. Δεξιά – αριστερά, δεξιά – αριστερά και κάθε
ταλάντευση σημείωνε και μια τραγική στιγμή των καιρών που διανύουμε.
Σιωπηλά τα πλήθη βλέπαν με κατάπληξη το μακάβριο θέαμα. Ενα «γιατί;» μεγάλο σαν το έργο του
Αρη, γεννιόταν μες στις ψυχές όλων χωρίς να φτάνει και στα χείλια. Η
ανταρσία του ενάντια στο κράτος τιμωρήθηκε με το θάνατο, η ανταρσία
ενάντια στο κόμμα του τιμωρήθηκε ακόμα πιο σκληρά για έναν κομμουνιστή,
με τη διαγραφή του. Ομως, η αισχρή, βάρβαρη και ανίερη διαπόμπευση της κεφαλής του ήρωα είναι μια ιστορική αδικία και μια εθνική ντροπή… «Χαράς ευαγγέλια» γαύγισε για το θάνατο τουήρωα
η εμπαθής ασημότης της Νομαρχίας Τρικάλων, χωρίς να σκεφτεί ότι όταν
αυτός θα εγκαταλείψει με «τας κεκανονισμένας τιμάς» τη ζωή, ύστερα από
λίγο δε θα τον θυμούνται ούτε οι στενότεροι συγγενείς του, ενώ τον Άρη
Βελουχιώτη δε θα τον ξεχάσουν ούτε οι φίλοι του ούτε οι εχθροί του.Γιατί αυτός και το έργο του έχουν πια καταγραφεί στην ιστορία του έθνους».
Αυτός ήταν ο Άρης.Ανέγγιχτος από κάθε επιχείρηση γκεμπελικού τύπου λασπολόγησης του ονόματός του. Και έτσι θα παραμείνει: Ολικά και αμετάκλητα αποκαταστημένοςστη συνείδηση του λαού. Γιατί, πολύ απλά, είναι βαθιά εγκαταστημένος στο νου και στην καρδιά του λαού, ως σύμβολο των αγώνων για τη λευτεριά και τη δημοκρατία του λαού.
Εϊναι αυτά τα παιδιά που συνήθως κάθονται στα τελευταία θρανία. Όχι
για να κρυφτούν από τον δάσκαλο, αλλά για να γλιτώσουν από τα
υποτιμητικά μάτια των μαθητών τους. Εϊναι αυτά που ποτέ δεν θα γίνουν η
«ψυχή της παρέας», που δεν λένε τα καλύτερα αστεία, που δεν κάνουν
αταξίες – όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά γιατί φοβούνται. Είναι τα πιο
λιγομίλητα, τα πιο εσωστρεφή, ζουν σε έναν δικό τους, μαγικό κόσμο
και όποτε έχουν προσπαθήσει να τον μοιραστούν με άλλους, έχουν πληγωθεί. Ο εσωτερικός τους ήλιος έχει συννεφιάσει και τα λουλούδια της καρδιάς τους έχουν τσαλαπατηθεί.
Από τότε έχουν υψώσει τείχη για να προστατευτούν και όχι να
απομονωθούν. Ωστόσο, έχουν πάθει, ό,τι παθαίνει κάποιος που υψώνει
τείχη. Μένει μόνος του πίσω από αυτά και κλειδώνει τους άλλους, που κατά
βάθος τους λαχταρά, απ’ έξω.
Ένα τέτοιο παιδί είναι και το δικό μου. Όπως κάθε γονέας μπορώ να βρω
χίλιους λόγους για να δικαιολογήσω αυτή την ατολμία του, την «δειλία»
του ή την έμφυτη ντροπαλότητά του. Αναφέρομαι σε λόγους για τους οποίους
σίγουρα ευθύνομαι εγώ και όχι μόνο η ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Θα
μπορούσα να πω ακόμα, ότι φταίνε οι άλλοι που δεν είναι τόσο ευαίσθητοι,
που δεν δίνουν μια ακόμα ευκαιρία στο παιδί μου, αλλά ούτε αυτό με
ικανοποιεί σαν δικαιολογία – άλλωστε ποτέ δεν πίστευα ότι για όλα τα
δεινά μου φταίνε πάντα οι άλλοι.
Έχω προσπαθήσει να τον ενθαρρύνω να κάνει παρέα με άλλα παιδιά, να
είναι πιο ανοικτός στους ανθρώπους ωθώντας τον σε δραστηριότητες,
αθλήματα, εκδρομές και δεν τα πάει άσχημα, ωστόσο έχει ακόμα δρόμο. Κι
εγώ μαζί του.
Πριν λίγες μέρες γύρισε απο το σχολείο με πληγωμένο βλέμμα. Έπιανες
στον αέρα ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Μεταξύ φαγητού και ανάλαφρων
συζητήσεων, χωρίς να τον πιέσω κατάφερα να εκμαιεύσω ότι κάποιος
συμμαθητής του έκανε πάρτι και ήταν ο μοναδικός που δεν κάλεσε από τα
αγόρια. Η θλίψη του, η απόρριψη που βίωσε ήταν κάτι που δεν
μπορώ να περιγράψω με λόγια, όμως γέμισα τα μάτια μου με δάκρυα γιατί
πραγματικά δεν ήξερα πώς να το χειριστώ.
Έβλεπα πως το παιδί μου, όσο συνεσταλμένο κι αν είναι, επιθυμούσε
διακαώς να πάει σε αυτο το πάρτι και αν μη τι άλλο αυτό το έβρισκα
γενναίο. Γενναίο γιατί δεν είναι λίγο να ρισκάρεις να εκτεθείς σε έναν κύκλο παιδιών που ξέρεις ότι σε έχουν απορρίψει.
Ήθελε όμως να ξαναπροσπαθήσει, να ενταχθεί στην παρέα σε ένα κοινωνικό
πλαίσιο εκτός σχολείου. Σε ένα σπίτι όπου η χαρούμενη μουσική, τα
λαχταριστά σνακ και η διάθεση για παιχνίδι που ξεχειλίζει θα αποτελούσαν
τις ιδανικές συνθήκες για να ξαναπροσπαθήσει. Η απόρριψη αυτή του έκοψε
τα φτερά. Γιατί αυτή η απόρριψη αποτελεί μια μορφή βίας, απλά δεν
μπορείς να κατηγορήσεις κανέναν γι’ αυτό.
Αν και πιστεύω ότι δεν πρέπει οι γονείς να μπλέκονται στα ζητήματα
των παιδιών μεταξύ τους, αποφάσισα να μιλήσω με τη μητέρα του αγοριού
που έκανε το πάρτι. Από ιδίαν πείρα ήξερα πως οι γονείς δεν γνωρίζουν
πάντα όλα τα παιδιά μιας τάξης – εγώ τουλάχιστον δεν τα ξέρω όλα με τα
ονόματά τους. Βρήκα διακριτικά το τηλέφωνό της από το σχολείο και
αποφάσισα να επικοινωνήσω μαζί της.
Όπως ήταν ανεμενόμενο, η συγκεκριμένη μητέρα δεν είχε ιδέα ότι το μόνο ακάλεστο παιδί ήταν ο γιος μου. Της μίλησα για την ιδιαιτερότητα του παιδιού μου, της εξήγησα πόσο πληγωμένος αισθανόταν και της ζήτησα να με βοηθήσει.
Δεν ξέρω τι ακριβώς είπε στο παιδί της και δεν ρώτησα να μάθω. Αυτό
που ξέρω είναι ότι την επόμενη μέρα ο 8χρονος γιος μου έλαβε μια
πρόσκληση για το περιβόητο πάρτυ. Αυτό που ξέρω ακόμα είναι πως στο
πάρτυ κέρδισε σε αυτοσχέδιο διαγωνισμό χορού και όλοι εντυπωσιάστηκαν με
τις χορευτικές κινήσεις του – που είχε ξεσηκώσει από το youtube και πως
έκανε καινούριους φίλους. Ή μάλλον έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του
και τους άλλους να ξαναγνωριστούν.
Και τέλος, αυτό που δεν ήξερα και έμαθα είναι ότι πρέπει να ζητάμε βοήθεια. Μην διστάζετε. Υπάρχουν γονείς εκεί έξω που «νιώθουν», που ακούν, που συμμερίζονται.
Αυτή η άγνωστη μητέρα έδωσε στο παιδί μου μια μοναδική ευκαιρία. Του
άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και το βοήθησε να «ανθίσει» μέσα σε ένα
απόγευμα. Και την ευχαριστώ.
Για την Ουρανία
Λητώ Αρώνη – αναγνώστρια του themamagers
«Είμαι από εκείνους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να για να υπερασπιστούν τις αλήθειες τους» (από γράμμα του Τσε Γκεβάρα στους γονείς του).
Σαν σήμερα, 14 Ιουνίου, το 1928 γεννήθηκε ο κομμουνιστής επαναστάτης Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, στο Ροσάριο της Αργεντινής. Η
φράση που μόλις διαβάσατε (ή κάποια παραλλαγή της) γράφεται κάθε χρόνο,
στις 14 Ιουνίου, αν και, όπως είναι γνωστό, υπάρχει μια ιστορία γύρω
από την ημερομηνία γέννησης του Τσε Γκεβάρα, η οποία τοποθετείται, με
βάση ορισμένες μαρτυρίες, ένα μήνα νωρίτερα.
Τα στοιχεία για τη ζωή του Τσε
δημοσιεύονται και διαβάζονται διαρκώς, όχι μόνο στην Κούβα, αλλά σε
ολόκληρο τον κόσμο. Το πρόσωπο του παραμένει σύμβολο σε διαδηλώσεις,
συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις, σπίτια σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Παράλληλα, η
γνωστή φωτογραφία του Τσε κι ό,τι αυτή συμβολίζει έχει γίνει
αντικείμενο εμπορευματοποίησης (καμπάνιες επιχειρήσεων κ.α), ακόμα και
σπίλευσης.
Πολιτικά πρόσωπα ή άλλα δημόσια
πρόσωπα, που καμία σχέση δεν έχουν με την ιδεολογική πορεία του Γκεβάρα,
επιδιώκουν απεγνωσμένα να πάρουν λίγο από τη λάμψη του, υποστηρίζοντας
πως πρόκειται για ένα επαναστάτη διαφορετικό από άλλους κομμουνιστές.
Όλα αυτά, βέβαια, μετά τον θάνατο του Τσε, διότι όταν ήταν ζωντανός οι
πολιτικοί πρόγονοι των σημερινών «θαυμαστών» του, «απλά» τον
δολοφόνησαν! Είχαν κι έχουν τον φόβο του οι (κάθε είδους) εκπρόσωποι της
κυρίαρχης τάξης, γιατί ο Γκεβάρα στη σύντομη του ζωή πάλεψε, πολέμησε,
ενέπνευσε κι εμπνέει.
Έχουμε, ειλικρινά, βαρεθεί τα
αφιερώματα για τον «άλλον» Τσε, δηλαδή τον Γκεβάρα χωρίς τα επαναστατικά
και κομμουνιστικά του χαρακτηριστικά. Γνωστή κι αυτή η τακτική:
Αφαιρούμε από ένα πρόσωπο, που πέρασε στην ιστορία, ό,τι δεν μας αρέσει
και διαμορφώνουμε μια άλλη όψη του. Αυτό εξυπηρετεί πλήρως την
παραχάραξη της Ιστορίας, μια «δραστηριότητα», η οποία, τουλάχιστον τις
δύο τελευταίες δεκαετίες, είναι το «χόμπι» πολλών διανοητών, με την
πρόφαση της «διαφορετικής ματιάς».
Αντί μιας αναφοράς σε βιογραφικά
στοιχεία και φράσεις του Τσε Γκεβάρα θα παρακινήσουμε για κάτι: Ας
αφιερώσουμε λίγο χρόνο για να διαβάσουμε ή να ξαναδιαβάσουμε ποιός ήταν ο
Κομαντάντε. Ας διαβάσουμε τα κείμενα του. Ας μην είναι φέτος ένα
«μνημόσυνο» για τη μέρα γέννησης του. Οι συνθήκες το «ευνοούν». Όπου και
να κοιτάξει κανείς γύρω του αντιλαμβάνεται πως, στις μέρες μας, οι
άθλιοι που ο Τσε πολέμησε, με τ’ όπλο ή και χωρίς αυτό, υπάρχουν ακόμα
και κυριαρχούν, σμπαραλιάζοντας ανθρώπινες ζωές.
Εάν διαβάσει κανείς τα κείμενα ή
ακούσει ομιλίες του Τσε Γκεβάρα θα αντιληφθεί πως ο επρόκειτο για έναν
ολοκληρωμένο επαναστάτη, που συνδύασε μυαλό, γνώση και συναίσθημα,
επιτυγχάνοντας ένα ξεχωριστό αποτέλεσμα. Συγκρούστηκε και αμφισβήτησε
μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του και απέδειξε το ακριβώς το
αντίθετο απ’ αυτό που θέλουν ορισμένοι: Ο Τσε δεν ήταν «υπεράνθρωπος»,
ήταν άνθρωπος, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που
χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Τον Γκεβάρα δεν μπορούμε να τον κοιτάμε
«από μακριά». Εάν ασχολήθει κανείς, έστω και λίγο, με τη ζωή του θα
καταλάβει πως κάτι τέτοιο το απεχθανόταν. Η ρεαλιστική προσέγγιση του θα
αναδείξει το μεγαλείο της ύπαρξης του ιστορικού (πια) προσώπου του Τσε.
Ο Γκεβάρα, από μικρή ηλικία, οργίστηκε με αυτά που συμβαίνουν στον
κόσμο, δεν άντεχε τη βαρβαρότητα. Με αυτό το «δόγμα» έζησε. Δεν έμεινε,
όμως, στα λόγια κι έκανε μια αδιαμφισβήτητη επιλογή: Να πολεμήσει τη
βαρβαρότητα ως κομμουνιστής. –
Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Τσε Γκεβάρα. Ο λόγος δικός του :
«Τώρα υπάρχουν βασιλιάδες
χωρίς στέμματα: είναι τα μονοπώλια, αληθινοί αφέντες ολόκληρων χωρών,
ακόμα και ηπείρων, σαν την περίπτωση της Αφρικής, ενός γερου τμήματος
της Ασίας και δυστυχώς επίσης της Αμερικής μας. Κατά καιρούς προσπάθησαν
να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Όπως ο Χίτλερ, ο εκπρόσωπος των μεγάλων
γερμανικών μονοπωλίων, που προσπάθησε να επιβάλει την ιδέα της
ανωτερότητας μιας φυλής στον κόσμο, με έναν πόλεμο που στοίχισε τη ζωή
40 εκατομμυρίων ανθρώπινων υπάρξεων.
Η σημασία των μεγάλων μονοπωλίων είναι τεραστία. Σε
σημείο που να εξουδετερώνει την πολιτική ισχύ σε πολλές από τις
δημοκρατίες μας. Πριν μερικά χρόνια διάβαζα ένα δοκίμιο του Παπινι, όπου
ο ήρωας του, ο Γκογκ, αγοράζει μια δημοκρατία και λέει πως σκέπτεται να
έχει πρόεδρο, βουλή, στρατο και αισθάνεται άρχοντας, ενώ στην
πραγματικότητα έχει αγοράσει το αρχοντιλικι. Αυτή η καρικατούρα είναι
απόλυτα ακριβής: υπάρχουν δημοκρατίες που έχουν όλα τα τυπικά στοιχεία
για να είναι τέτοιες και που στην πραγματικότητα εξαρτώνται από την
θέληση της πανταχού παρούσας Εταιρίας Φρούτων, από την Standard Oil ή
από ένα μονοπώλιο πετρελαίων κι άλλες πάλι από τον βασιλιά του
κασσίτερου ή από τους μεγαλέμπορους των καφέδων (και δεν δίνω ’δω παρά
αμερικανικά παραδείγματα, για να μη μιλήσουμε για την Αφρική ή την
Ασία). Με αλλά λόγια η πολιτική κυριαρχία είναι ένας όρος που δεν πρέπει
να προσπαθούμε να εξηγήσουμε με επιφανειακούς ορισμούς. Πρέπει να
εμβαθύνουμε περισσότερο και να ερευνούμε τις ρίζες. Όλες οι συνθήκες,
όλοι οι κώδικες των νομών επιβεβαιώνουν ότι η εθνική πολιτική κυριαρχία
είναι μια ιδέα αδιαχώριστη από την έννοια του κυρίαρχου Κράτους, του
μοντέρνου Κράτους.
Αν δεν συνέβαινε αυτό, ορισμένες δυνάμεις δεν θα
αισθάνονταν την υποχρέωση να αποκαλούν τις αποικίες τους ελευθέρα
συνεταιρικά Κράτη προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καμουφλάρουν την
αποικιοποιηση με άλλους όρους. Το εσωτερικό καθεστώς του κάθε λαού που
του επιτρέπει να εξασκεί την εξουσία του περισσότερο ή λιγότερο απόλυτα,
είναι ένα θέμα που πρέπει να ρυθμίζεται απ’ αυτόν τον ίδιο το λαό. Αλλά
εθνική κυριαρχία, κατ’ αρχήν, εξασφαλίζει σε μια χώρα το δικαίωμα να
αρνείται οποιαδήποτε επέμβαση που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη της, καθώς
και το δικαίωμα να διαλέγει τον τρόπο της διακυβέρνησης που της
ταιριάζει καλύτερα. Αυτό εξαρτάται από τη θέληση της και ο λαός της
είναι ο μόνος που μπορεί ν’ αποφασίσει αν μια κυβέρνηση πρέπει ή όχι να
αλλάξει. Άρα όλες αυτές οι αρχές περί πολιτικής και εθνικής ισχύος δεν
είναι παρά κούφια λόγια, όταν δεν συνοδεύονται από οικονομική
ανεξαρτησία.
Είπαμε στην αρχή ότι η
πολιτική κυριαρχία και οικονομική ανεξαρτησία συμβαδίζουν. Μια χώρα που
δεν έχει δική της οικονομία και στην οποία εισβάλλουν ξένα κεφαλαία δεν
μπορεί να ξεφύγει από την κηδεμονία της χώρας απ’ όπου εξαρτάται. Και
επί πλέον δεν μπορεί να επιβάλει τη θέληση της, αν βρεθεί σε αντίθεση με
τα συμφέροντα της χώρας που την εξουσιάζει οικονομικά. Αυτό δεν είναι
ακόμη πολύ ξεκάθαρο για τους Κουβανέζους και πρέπει να επιμείνω κι άλλο
στο θέμα.
Οι βάσεις της πολιτικής
κυριαρχίας που θεμελιώσαμε την 1η του Γενάρη του 1959 δεν θα
σταθεροποιηθούν απόλυτα παρά μόνον όταν θα έχουμε επιτύχει μιαν απόλυτη
οικονομική ανεξαρτησία. Και μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε σε καλό
δρόμο, αν κάθε μέρα λαμβάνουμε κι ένα μέτρο που εξασφαλίζει την
οικονομική μας ανεξαρτησία. Αν τα κυβερνητικά μέτρα διακόψουν αυτή την
πρόοδο ή κάνουν έστω κι ένα βήμα προς τα πίσω, όλα χάνονται και
ξαναγυρίζουμε αμετάκλητα στο σύστημα της αποικιοποιησης λίγο πολύ
συγκαλυμμένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας και της κάθε
κοινωνικής στιγμής». Εκτενές απόσπασμα από ομιλία
του Τσε που μεταδόκε από το ραδιόφωνο στις 20 Μαρτίου 1960, στο πλαίσιο
των εκπομπών «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» (Τσε Γκεβάρα, Άπαντα, τόμος 4 -Πολιτικά κείμενα Α , σ.22 -σ.24, Εκδόσεις Καρανάση).
«Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις» Επιμέλεια:Μαρία Παρέντη
«Και ακούγεται ο βηματισμός σου και έτσι όπως ακολουθείς τ’ αναφιλητά των πεινασμένων είσαι το περιβάλλον και το υποκείμενο της Ιστορίας». (Θάνος Ασίκης)
Στις 14 Ιουνίου του 1928 γεννήθηκε στην πόλη Ροσάριο
της Αργεντινής ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, το πρώτο από τα πέντε παιδιά
του Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια Ντε Λα Σέρνα. Κατά τον βιογράφο του,
Τζον Λι Άντερσον, η πραγματική ημερομηνία γέννησής του τοποθετείται
νωρίτερα, στις 14 Μαΐου του ίδιου έτους. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε
μαρτυρία μίας αστρολόγου, στην οποία φέρεται να εξομολογήθηκε η μητέρα
του πως ήταν ήδη τριών μηνών έγκυος όταν παντρεύτηκε τον Ερνέστο Γκεβάρα
Λιντς. Θα έκλεινε τα 89 του χρόνια αν δεν είχε δολοφονηθεί από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη Βολιβία σε συνεργασία με τη CIA. Ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα γνωστός ως Τσε Γκεβάρα,
ήταν Αργεντινός γιατρός, κομμουνιστής Μαρξιστής – Λενινιστής
επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα και
πολιτικός.
Ο Ερνέστο ήταν μόλις δύο ετών όταν διαπιστώθηκε ότι πάσχει από άσθμα.
Η ασθένεια αυτή τον συνόδεψε όλη του τη ζωή και συνέβαλε σημαντικά στην
εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Αντί να προφυλάσσεται, προσπαθούσε να
σκληραγωγηθεί μέσω του αθλητισμού. Σε ηλικία εννέα ετών παρουσίασε βαριά επιπλοκή στο άσθμα που τον ταλαιπωρούσε και διαπιστώθηκε «σπαστικός βήχας». Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του, δεν φοίτησε κανονικά στο σχολείο.
Το 1948 γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Μπουένος
Άιρες, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1953. Κατά τη διάρκεια των
σπουδών του, στα τέλη του 1950, εξασφάλισε άδεια ώστε να εργαστεί ως
νοσοκόμος σε εμπορικά πλοία του αργεντινού στόλου. Τους
επόμενους μήνες πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στη νότια και κεντρική
Αμερική, στη διάρκεια των οποίων έζησε από κοντά τις κοινωνικές συνθήκες
στις λατινοαμερικανικές χώρες. Επηρεασμένος από τις εμπειρίες αυτές, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα πολιτικά ζητήματα και τον μαρξισμό.
Στις αρχές Ιουλίου του 1955, o Γκεβάρα συνάντησε για πρώτη
φορά τον Φιντέλ Κάστρο, o οποίος ήταν αρχηγός των “Moνκαντίστας”, και
είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του, αποτέλεσμα της χάρης
που του δόθηκε από τον Μπατίστα. Την πρώτη συνάντησή τους
ακολούθησαν πολυάριθμες συναντήσεις και συζητήσεις γύρω από την πολιτική
κατάσταση στη Λατινική Αμερική και το ενδεχόμενο της οργάνωσης μίας
επανάστασης ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα. Την ίδια περίπου
περίοδο, η Γκαδέα του ανακοίνωσε πως ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της
πρότεινε γάμο, ο οποίος τελέστηκε τελικά στις 18 Αυγούστου 1955, στο
ληξιαρχείο του μεξικανικού χωριού Τεποτσοτλάν.
Πεπεισμένος πως ο Κάστρο είχε τις προϋποθέσεις να
αποτελέσει ένα χαρισματικό ηγέτη της κουβανικής επανάστασης, ο Γκεβάρα
συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου με στόχο την ένοπλη δράση για την
ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Ο Γκεβάρα συμφώνησε να
τους συνοδεύσει με την ιδιότητα του γιατρού, ωστόσο έλαβε κανονικά μέρος
στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το βασικό στάδιο της οποίας
ξεκίνησε στις αρχές του 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή
Αρσάνιο Βαγένας σε ζητήματα εκγύμνασης και αυτοάμυνας, καθώς και του
πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο.
Στα απομνημονεύματα του Μπάγιο, πληροφορούμαστε πως ο Γκεβάρα επέδειξε
μεγάλη θέληση κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης, αποτελώντας τον καλύτερο
μαθητή του. Την ίδια περίοδο, θεωρείται πιθανό πως απέκτησε το
παρωνύμιο Τσε (Che), εξαιτίας της συχνής χρήσης της λέξης che (φίλος ή
και επιφώνημα: Ε εσύ!) που έκανε ο ίδιος μιλώντας, έκφραση που αν και
είχε εισαχθεί στη γλώσσα των Αργεντινών, φαινόταν αστεία στους
Κουβανούς.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών και ο Τσε Γκεβάρα, ταξίδεψαν με το πλοιάριο Granma,
από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ με προορισμό την Κούβα, στην οποία
έφθασαν τελικά στις 2 Δεκεμβρίου. Κατά την απόβασή τους, δέχθηκαν
επίθεση από τα στρατεύματα του καθεστώτος, από την οποία επέζησαν 15-20
αντάρτες που κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στα βουνά της
Σιέρρα Μαέστρα. Με σημείο εκκίνησης την επίθεση αυτή, ο ρόλος
του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά,
αντιλαμβανόμενος o ίδιος όλο και λιγότερο ως μοναδικό καθήκον του την
ιατρική συμπαράσταση, και λαμβάνοντας ενεργό μέρος στις ένοπλες
δραστηριότητες τον επαναστατών.
Η αποφασιστικότητά του και οι ικανότητες του, σύντομα
οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος,
κερδίζοντας το σεβασμό των υπολοίπων ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και
το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, υπεύθυνος ο
ίδιος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του
κουβανικού καθεστώτος. Υπήρξε ο πρώτος αντάρτης, στον οποίο
δόθηκε το αξίωμα του Κομαντάντε του Επαναστατικού Στρατού της Κούβας,
στις 21 Ιουλίου 1957. Αν και μέχρι τότε αποτελούσε έναν απλό οπλίτη,
χωρίς να έχει διακριθεί ιδιαιτέρως σε στρατιωτικό επίπεδο αλλά έχοντας
επιδείξει γενναιότητα και αρχηγικές δεξιότητες, ο Κάστρο του
εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού
(για λόγους παραλλαγής έφερε τον αριθμό 4), έχοντας έτσι μόνο τον
Κομαντάντε εν Σέφε Φιδέλ Κάστρο ως ανώτερό του. Μετά την επιτυχία του αντάρτικου στρατού και κατά τους
πρώτους μήνες της κατάληψης της εξουσίας, ο Τσε Γκεβάρα τέθηκε διοικητής
του φρουρίου Λα Καμπάνια, με αρμοδιότητα να εξετάζει τις
εφέσεις των υποθέσεων των δύο Επαναστατικών Δικαστηρίων που
λειτουργούσαν δικάζοντας στρατιωτικούς και αστυνομικούς ή πολίτες. Στις 7
Φεβρουαρίου 1959, ψηφίστηκε ένα διάταγμα μέσω του οποίου αποκτούσαν την
κουβανική υπηκοότητα όλοι οι αλλοδαποί διοικητές του αντάρτικου
στρατού. Ο νόμος αυτός, επρόκειτο εμφανώς να εφαρμοστεί
αποκλειστικά στην περίπτωση του Τσε Γκεβάρα, αποτελώντας ένα είδος φόρου
τιμής και αναγνώρισης στο πρόσωπό του και τη συμβολή του στην κουβανική
επανάσταση.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη
του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η έντονη
διαμαρτυρία του ενάντια στην πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών και τις
λατινοαμερικανικές δικτατορίες, η συμπαράταξή του στο θέμα του πυρηνικού αφοπλισμού και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική. Λίγες
ημέρες αργότερα, ξεκίνησε μία τρίμηνη διεθνή περιοδεία, κατά την οποία
επισκέφτηκε την Αλγερία, την Κίνα, τη Γκάνα, τη Γουινέα, το Μάλι, το
Κονγκό, την Τανζανία, με μικρές στάσεις στο Παρίσι, την Ιρλανδία και την
Πράγα.
Στις 24 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης,
πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η
ομιλία του προκάλεσε αρκετές εντάσεις στο σοβιετικό μπλοκ, δηλώνοντας
πως οι σοσιαλιστικές χώρες όφειλαν να επωμιστούν το κόστος των
εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκάλεσε επίσης
ρήξη στη σχέση του με τον Κάστρο, αν και δεν υπάρχει καμία σχετική
αναφορά στα απομνημονεύματα του ίδιου του Γκεβάρα. Τον Μάρτιο του 1964,
επέστρεψε στην Αβάνα.
Οι διαφορές του με τον Κάστρο σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της
Κούβας με την Σοβιετική Ένωση ή την οικονομική πολιτική πιθανώς
συνέβαλαν στην απόφαση του Τσε να εγκαταλείψει την Κούβα,
σκοπεύοντας να μεταφέρει την επανάσταση σε όλον τον κόσμο. Την 1η
Απριλίου συνέταξε το αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Φιδέλ Κάστρο.
Πρώτος σταθμός του Τσε Γκεβάρα, μετά τη φυγή του από την Κούβα υπήρξε το Κονγκό (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό), ενισχύοντας και βοηθώντας οργανωτικά τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό.
Μετά από μία σύντομη παραμονή στην Αβάνα, ο Γκεβάρα
εγκαταστάθηκε στην Βολιβία και ειδικότερα στην ορεινή περιοχή
Νιανκαουασού όπου επρόκειτο να οργανωθεί ο πυρήνας του αντάρτικου
στρατού, του οποίου τα μέλη είχαν εκπαιδευτεί νωρίτερα στην Κούβα.
Ο Τσε κατέγραψε τα βιώματά του εκείνο το διάστημα, στον ελεύθερο χρόνο
που διέθετε, κρατώντας τις σημειώσεις που αργότερα εκδόθηκαν σε βιβλίο.
Οι συγκρούσεις με τον βολιβιανό στρατό ήταν τακτικές. O Τσε
Γκεβάρα και οι αντάρτες του δεν κατάφεραν να προσελκύσουν τους φτωχούς
Βολιβιανούς αγρότες και η προσπάθειά του να φέρει την επανάσταση και
στην Βολιβία κατέληξε σε αποτυχία. Ένας σημαντικός λόγος για
την αποτυχία αυτή ήταν το γεγονός ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα της
Βολιβίας δεν τον υποστήριξε στην προσπάθειά του. Επιπλέον, ιδιαίτερης
σημασίας υπήρξε και η ενίσχυση του βολιβιανού στρατού από τις Ηνωμένες
Πολιτείες.
Στις 8 Οκτωβρίου, η ομάδα των ανταρτών καθοδηγούμενη από τον Τσε
Γκεβάρα, περικυκλώθηκε. Κατά τη διάρκεια της τελικής μάχης, στην περιοχή
του φαραγγιού του Τσούρο, η ομάδα αναγκάστηκε να διασκορπιστεί και ο
Γκεβάρα τραυματίστηκε στη δεξιά κνήμη, ενώ συγχρόνως το όπλο του
αχρηστεύτηκε από έναν πυροβολισμό. Τελικά συνελήφθη και αργότερα
μεταφέρθηκε στον πλησιέστερο οικισμό Λα Ιγκέρα. Την καταδίωξη του Τσε
Γκεβάρα στη Βολιβία παρακολουθούσε επίσης η CIA, με επικεφαλής τον
πράκτορα Φέλιξ Ροδρίγκες, ο οποίος μετέφερε την πληροφορία της σύλληψής
του στο αρχηγείο της υπηρεσίας του και σύντομα μετέβη ο ίδιος στη Λα
Ιγκέρα.
Μετά από μερικές ανακρίσεις στο σχολείο του χωριού, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν (Mario Terán).
Ο συγκεκριμένος αρχικά δίστασε να εκτελέσει την εντολή για τη
δολοφονία του αλλά τελικά πυροβόλησε τον αιχμάλωτο, ο οποίος φέρεται να
του είπε «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις».
Ο θάνατός του σημειώθηκε λίγο μετά τη 1:00 το μεσημέρι. Στην Κούβα, ο
Φινέλ Κάστρο κράτησε αρχικά επιφυλακτική στάση απέναντι στην είδηση του
θανάτου του, ωστόσο στις 15 Οκτωβρίου, αποδέχτηκε το γεγονός, μετά από την εμφάνιση φωτογραφικών αποδείξεων.
Οι μυστικές υπηρεσίες εκείνη την ημέρα είχαν σκοτώσει πραγματικά μόνο το σώμα ενός άντρα!
Η ζωή και η δράση του, ο τρόπος της εκτέλεσής του, σε συνδυασμό με τη
μικρή του ηλικία, συγκίνησαν – συγκινούν την προοδευτική ανθρωπότητα –
τους επαναστάτες. Ηταν, μια εποχή που στις «ζώνες των θυελλών» οι ένοπλες λαϊκές εγέρσεις βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη.
Ακολουθώντας ο κομαντάτε Τσε Γκεβάρα όλες τις μορφές του αγώνα, στο φως
των συνθηκών της ιστορικής εξέλιξης, του ανερχόμενου επαναστατικού
κινήματος, ενώθηκε με τα παιδιά των φτωχών αγροτών – εργατών. Πολέμησε
τη φτώχεια και την εξαθλίωση όπου Γης. Εγινε σύμβολο και τραγούδι.
Ελαμψε στην Κούβα. Ζυγίστηκε στα βουνά του Παναμά, αλλά και στις ζούγκλες της Αφρικής, στο Σαλβαδόρ, στη Βολιβία, στο Περού. Ο Ερνέστο Κομπανιέρο ζωντάνεψε το χωροχρόνο και μας ταξίδεψε:
«Του Λόρκα η όμορφη φοράδα χλιμιντράει
μ’ αυτή μπλεγμένη στα μετάξινα δεσμά του μακρύ κιβούρι, με τον πέτρινο κασμά του
Σκαρώνει ο “φίλος” και στο μπόι σου, το μετράει» ( Νίκος Καββαδίας).
Ταξίδεψε, μ’ ένα ντουφέκι σε δρόμους απροσπέλαστους.
Για τη μεγάλη πορεία της εξέγερσης. Για να γραφούν τα συνθήματα στους
τοίχους. Σαν απλός στρατιώτης έγινε η φωνή του Ζαπάτα. Για την
επανάσταση. Μοιράστηκε το ψωμί με τους συντρόφους, γκρεμίζοντας τα
σύνορα. Οπως ο Αντάρτης ήλιος καίει, έκαψε την αδικία και την εκμετάλλευση.
Στον Ινδιάνο, που η ύπαρξή του είναι καμωμένη απ’ τη μυρωδιά των
ορυχείων του χαλκού, στο μαύρο, στον πετρελαιοεργάτη – στον εργάτη, του
νίτρου, στο ζαχαροκάλαμο, στ’ αλάτι, στις φυτείες του καφέ, παντού –
παντού. Εσύ «ένα κινούμενο επαναστατικό άγαλμα» στις καρδιές μας. Τσε,
καπετάνιε και σταυραδελφέ.
Αυτές οι μνήμες που διεκδικούν σήμερα απ’ τη
διευρυνόμενη προϊστορική βαρβαρότητα, αυτό που έλεγες πάντοτε, σαν την
τελευταία σου επιθυμία: «Να πορεύεστε με τους λαούς»,
σήμερα που η επίθεση του εκμεταλλευτικού συστήματος εκτείνεται σ’ όλα
τα σημεία της Γης, η μορφή του Τσε, με το ξεθωριασμένο, κουρελιάρικο,
γεμάτο τρύπες αμπέχονό του, εκείνο που φόραγε στη Σιέρα, γίνεται το
μισόγυμνο, το δυναμικό στ’ άρματα και στο λόγο όνομά του: Θρύλος
και όχημα για την αγωνιστική διάθεση των ανθρώπων του μόχθου και της
εργασίας. Η δικαίωση της επαναστατικής πάλης και τα οράματά του ζουν και
σκεπάζουν το κορμί του.
Η διαδρομή του μύθου:
1928:
Γέννηση του Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα, πρώτου παιδιού του μηχανικού
Ερνέστο Γκεβάρα Λιντς και της Σέλια ντε λα Σέρνα (14/6). Ακολουθούν,
μέχρι το 1934, άλλα τρία παιδιά. 1947: Γράφεται στην ιατρική σχολή του Μπουένος Αϊρες. 1948: Περνά τις διακοπές του δουλεύοντας στο λεπροκομείο του Σαν Φρανσίσκο ντε Σανάρ, στα ορεινά της Κόρδοβα. 1951-52:
Επτάμηνη περιπλάνηση με μοτοσικλέτα και ωτοστόπ στη Λατινική Αμερική
(Αργεντινή, Χιλή, Βολιβία, Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα) μαζί με το φίλο
του Αλμπέρτο Γκρανάδο (29/12-26/7). Επιστροφή στο Μπουένος Αϊρες
αεροπορικά, μέσω Μαϊάμι (Σεπτ). 1953:
Πτυχιούχος της ιατρικής (12/6). Δεύτερο μεγάλο ταξίδι στη Λατ. Αμερική
(7/7): Βολιβία, Περού, Ισημερινός, Παναμάς, Κοσταρίκα, Ονδούρα και
Σαλβαδόρ. Άφιξη στη Γουατεμάλα (24/12). 1954:
Απορρίπτει πρόταση για ένταξή του στο “Γουατεμαλέζικο Κόμμα Εργασίας”
(ΚΚ) σαν προϋπόθεση για εργασιακή του `τακτοποίηση’ (Φεβρ). Εισβολή
μισθοφόρων της CΙΑ ανατρέπει την προοδευτική κυβέρνηση του Χάκομπο
Αρμπενς (27/6). Συμμετοχή του Γκεβάρα στην ένοπλη πολιτοφυλακή της
κομμουνιστικής νεολαίας, που επιχειρεί να αντισταθεί στους εισβολείς.
Καταζητούμενος από την αστυνομία του νέου καθεστώτος, ζητά άσυλο στην
πρεσβεία της Αργεντινής (τέλη Ιουλίου) και φεύγει στο Μεξικό (Σεπτ). Η
CIA ανοίγει ατομικό φάκελό του (φθιν). 1955:
Διάφορες δουλειές στην Πόλη του Μεξικού: πλανόδιος φωτογράφος,
νυχτοφύλακας, φωτορεπόρτερ, βοηθός σε νοσοκομείο. Γνωριμία με τον
εξόριστο Φιντέλ Κάστρο και τους συντρόφους του, που του δίνουν το
προσωνύμιο “Τσε” (9/7). Γάμος του με την 30χρονη περουβιανή Ιλντα
Γκαντέα Ακόστα, με την οποία συνδέεται από τη Γουατεμάλα (18/8). Ταξίδι
στο Τσιάπας και το Γιουκατάν (Νοεμβ). 1956:
Γεννιέται η κόρη του Ιλντίτα (15/2). Προετοιμασία για ανταρτοπόλεμο στην
Κούβα με το “Κίνημα της 26ης Ιουλίου” (Μ26J) του Κάστρο. Σύλληψη του
Τσε από τη μεξικανική αστυνομία (24/6), απόλυσή του ύστερα από κράτηση
57 ημερών (10/8). Απόβαση 82 μαχητών, μεταξύ των οποίων οι Γκεβάρα και
Κάστρο, στην Κούβα με τη θαλαμηγό “Γκράνμα” (2/12). Αποδεκατισμός τους
από το στρατό του Μπατίστα, τραυματισμός του Τσε (5/12). Είκοσι δύο
επιζήσαντες καταφεύγουν στη Σιέρα Μαέστρα. 1957:
Πρώτες μικρές νίκες των ανταρτών (Γεν). Ο Τσε προβιβάζεται σε κομαντάντε
κι αναλαμβάνει τη διοίκηση της δεύτερης επαναστατικής φάλαγγας (22/7). 1958:
Οι αντάρτες περνούν στην επίθεση (Ιούλ). Η φάλαγγα του Τσε διασχίζει την
ανατολική Κούβα και καταφεύγει στα βουνά του Εσκαμπρέ, στο κέντρο του
νησιού (Σεπτ-Οκτ). Τελική νίκη των επαναστατών στη μάχη της Σάντα Κλάρα
(28-31/12). 1959:
Φυγή του Μπατίστα (1/1), είσοδος της φάλαγγας του Τσε στην Αβάνα (2/1). Ο
Γκεβάρα αναλαμβάνει διοικητής της στρατιωτικής ακαδημίας (13/1), αποκτά
την κουβανική υπηκοότητα (9/2) και οργανώνει τις δίκες των βασανιστών
του παλιού καθεστώτος. Πρώτο του άρθρο για τον ανταρτοπόλεμο, στην
εφημερίδα Revoluciόn (19/2). Διαζύγιο (22/5) και δεύτερος γάμος του με
την Αλέιδα Μάρτς, στέλεχος του Μ26J στη Σάντα Κλάρα την εποχή του
αντάρτικου (2/6). Πρώτη διεθνής περιοδεία του σε Αίγυπτο, Σουδάν, Ινδία,
Ινδονησία, Γιουγκοσλαβία και Κεϋλάνη, για τη δημιουργία δεσμών ανάμεσα
στην Κούβα και το Μπλοκ των Αδεσμεύτων (12/6-8/9). Αναλαμβάνει
διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (7/10) και,
παράλληλα, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας (26/11). 1960:
Έκδοση του βιβλίου του “Ο Ανταρτοπόλεμος” (Απρ). Εθνικοποίηση των
αμερικανικών εταιρειών στην Κούβα (6/8). Δεύτερη περιοδεία του Τσε σε
Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Κίνα, Β. Κορέα και Αν. Γερμανία (22/10-23/12).
Γέννηση του δεύτερου παιδιού του, της Αλέιδα (24/11). 1961:
Αναλαμβάνει υπουργός Βιομηχανίας της Κούβας (23/2). Απόβαση μισθοφόρων
της CIA στον Κόλπο των Χοίρων, αποκρούεται από τους Κουβανούς (17/4).
Ομιλία του Τσε στην οικονομική διάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών
Κρατών, στην Πούντα ντελ Εστε της Ουρουγουάης: απόρριψη της `Συμμαχίας
για την Πρόοδο’ που εισηγούνται οι ΗΠΑ για τη Λατινική Αμερική (8/8).
Επισκέψεις-αστραπή στην Αργεντινή και τη Βραζιλία (19-20/8). 1962:
Εκδίωξη της Κούβας από τον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (31/1) κι
επιβολή πλήρους εμπορικού αποκλεισμού εις βάρος της από τις ΗΠΑ (3/2).
“Δεύτερη διακήρυξη της Αβάνας”, υπέρ του επαναστατικού αγώνα σε
παναμερικανική κλίμακα (4/2). Γέννηση του Καμίλο, τρίτου παιδιού του
Γκεβάρα (20/5). Νέα επίσκεψη του Τσε στην ΕΣΣΔ, υπογραφή συμφωνίας για
οικονομική συνεργασία (27/8-7/9). Κρίση των πυραύλων (22-28/10), οργή
των Κουβανών για το “ξεπούλημά” τους απ’ τον Χρουστσόφ. 1963:
Σύλληψη της μητέρας του Τσε στην Αργεντινή, κατά την επιστροφή της από
ένα ταξίδι στην Κούβα, και φυλάκισή της (Απρ). Γέννηση της Σέλια,
τέταρτου παιδιού του Τσε (14/6). Ταξίδι στην Τσεχοσλοβακία και την
Αλγερία (Ιουν). Κυκλοφορεί το κείμενό του “Ο ανταρτοπόλεμος: μια
μέθοδος”, στο οποίο υποστηρίζει την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης σε
πανηπειρωτική κλίμακα (Σεπτ). Νέος, ριζοσπαστικότερος νόμος για την
αγροτική μεταρρύθμιση (4/10). 1964:
Εκπροσωπεί την Κούβα στην παγκόσμια διάσκεψη για το εμπόριο και την
ανάπτυξη, στη Γενεύη (25/3). Πανωλεθρία της απόπειρας για δημιουργία
αντάρτικης εστίας στην Αργεντινή από το `δεύτερο κομαντάτε’ -και φίλο
του Γκεβάρα- Χόρχε Μασέτι (18/4). Τρίτη και τελευταία επίσκεψη του Τσε
στη Μόσχα, όπου έχει συγκροτηθεί ένα εχθρικό γι’ αυτόν λόμπι από τα
λατινοαμερικανικά ΚΚ που αντιτίθενται στην ένοπλη πάλη (4-19/11). Σε
ομιλία του στο Σαντιάγο της Κούβας, καταγγέλλει την `ηττοπάθεια’ των ΚΚ
της Λατ. Αμερικής (30/11). Επίσκεψη στη Ν. Υόρκη ( 4-13/12) και ομιλία
του στη ΓΣ του ΟΗΕ υπέρ των απελευθερωτικών κινημάτων του Τρίτου Κόσμου
(11/12). Αμέσως μετά, ξεκινά μια τρίμηνη περιοδεία στην Αφρική (Αλγερία,
Μαλί, Κονγκό-Μπραζαβίλ, Γουϊνέα, Γκάνα, Δαχομέη, Αίγυπτος, Τανζανία)
και την Κίνα, που θα διαρκέσει μέχρι το Μάρτιο του 1965. 1965:
Γέννηση του 5ου και τελευταίου παιδιού του, του Ερνέστο (24/2).
Τελευταία δημόσια ομιλία του στο Αλγέρι, στο 2ο Οικονομικό Σεμινάριο
Αφροασιατικής Αλληλεγγύης: κάλεσμα για ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα
σε παγκόσμια κλίμακα, σκληρή κριτική στις άνισες ανταλλαγές μεταξύ του
“σοσιαλιστικού μπλόκ” και του Τρίτου Κόσμου (25/2). Επιστροφή στην
Κούβα, τελευταία δημόσια εμφάνισή του στο αεροδρόμιο της Αβάνας (15/3).
Επιστολή παραίτησής του από όλα τα επίσημα αξιώματα και την κουβανική
υπηκοότητα. Μυστική αναχώρησή του για την Αφρική (1/4). Άφιξη στο
Νταρ-Ες- Σαλάμ της Τανζανίας (19/4). Συμμετοχή του Τσε και 150 περίπου
κουβανών εθελοντών στο επαναστατικό κίνημα του Κονγκό-Ζαϊρ
(Μάιος-Νοέμβριος). Αποχώρηση από το Κονγκό, μετά την ήττα των
επαναστατικών δυνάμεων (23/11). 1966:
Παραμονή ινκόγκνιτο στο Νταρ-Ες-Σαλάμ. Συγγραφή μιας φιλοσοφικής
πραγματείας και μιας οξείας κριτικής του σοβιετικού Εγχειριδίου
Πολιτικής Οικονομίας, που μένει αδημοσίευτη μέχρι σήμερα (Γεν. – Μαρτ.).
Ταξίδι στην Πράγα, όπου παραμένει επίσης ινκόγκνιτο, προετοιμάζοντας
την επικείμενη επιχείρησή του στη Λατ. Αμερική. Ανεπιβεβαίωτες
πληροφορίες για παραμονή του για ένα διάστημα στην Ανατ. Γερμανία (Μαρτ.
– Ιουλ.). Επιλογή της Βολιβίας, ως προνομιακού πεδίου δημιουργίας
αντάρτικης εστίας με προοπτική ανταρτοπόλεμο σε παναμερικανική κλίμακα,
ύστερα από εισήγηση του Κάστρο (Ιουν.). Επιστροφή στην Κούβα ινκόγκνιτο
(21/7) και προετοιμασίες. Άφιξη στη Λα Πας με το ψευδώνυμο Αδόλφο Μένα
Γκονσάλες (3/11), εγκατάσταση στην αντάρτικη βάση του Νακαχουασού. Ρήξη
με το γενικό γραμματέα του ΚΚ Βολιβίας, Μάριο Μόνχε, για το ζήτημα της
καθοδήγησης του ένοπλου αγώνα (31/12). 1967:
Καταγγελία του αντάρτικου από το ΚΚΒ και διαγραφή των μελών της νεολαίας
του που ακολούθησαν τον Γκεβάρα (8-10/1). Ανακάλυψη της παρουσίας των
ανταρτών από το στρατό (11/3) και κατάληψη της βάσης του Νακαχουασού
(17/3). Πρώτη επιθετική ενέργεια του Εθνικοαπελευθερωτικού Στρατού (ELN)
του Τσε (23/3). Δημοσιεύεται το μήνυμα του Τσε προς την Τριηπειρωτική:
`Εμπρός για 2,3, πολλά Βιετνάμ’ (16/4). Σύλληψη του γάλλου συγγραφέα
Ρεζί Ντεμπρέ κι επιβεβαίωση της παρουσίας του Τσε στη Βολιβία (20/4).
Τραυματισμός και σύλληψη του Γκεβάρα σε συμπλοκή με το στρατό στο
φαράγγι του Γιούρο (8/10). Εκτέλεσή του την επομένη, με διαταγή της
βολιβιανής χούντας.
-
Χρήστος Ντίνος
27 Οκτωβρίου 2018 ·
Κοινοποιήθηκε στους εξής: Δημόσια
[image: Δημόσια]
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: Η «αριστερή» κυβερνητική συμμορία και οι αυταπάτες…!...
-
ΦΟΡΟΥΜ ΕΝΕΡΓΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΔΗΜΟΥ Ι.Π. ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ Ανοικτή επιστολή στους
συνδημότες της Ι.Π. Μεσολογγίου: Με την παρούσα θέλουμε να απαντήσουμε και
να σας ενημ...
ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ
-
ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ Posts . Η Μπουμπουλίνα[1] «τσίμπησε» βαθμό απ’ τον
Καμμένο, ταγό… Αλεξιβρόχιο και εν φρεσί[2] καμένο! . [Ο υπουργός σε θωρηκτό
προήχθη ...
-
*«Ιδιώνυμο» αδίκημα ο αγώνας για την προστασία της λαϊκής κατοικίας!*
Χείρα βοηθείας από ΝΔ, Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι για να «περάσει»
το έκτρωμα...
Κίτσου Τζαβέλα και Επαμεινώνδα Δεληγιώργη
-
*Τρυπάει μέσα απ’ τα στενά *
*τη φλόγα του καλοκαιριού*
*φυσάει μαϊστράλι*
*λίγα τα σύννεφα που σκορπάνε στο φως.*
*κορίτσια με τιραντέ μπλουζάκια προκαλού...
δυστυχώς πρέπει να τα αποχωριστούμε!
-
Χαρίζονται δυο θηλυκά γνήσια (από πατέρα και μητέρα) τσοπανόσκυλα - λευκά,
δυο περίπου μηνών, εμβολιασμένα με το 1ο εμβόλιο τύφου. Θα γίνουν το ένα
αρκετά ...