Το βράδυ της 9ης Μάη του 1936 ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς έδωσε διαταγή ένα σύνταγμα στρατού από τη Λάρισα να μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη και μοίρα του στόλου να καταπλεύσει στο λιμάνι της πόλης προς αντιμετώπιση των εργατών που βρίσκονταν σε απεργία. Ταυτόχρονα, προέβη σε δηλώσεις με τις οποίες δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνειών αναφορικά με τις προθέσεις του1: «Κατέστη φανερόν – τόνισε – ότι οι σκοποί οι επιδιωκόμενοι από τους διευθύνοντας την απεργιακήν κίνησιν είναι πολιτικοί, ανατρεπτικοί. Αν ήσαν οικονομικοί θα εδέχοντο οι ιθύνοντες τας δύο εργατικάς ομοσπονδίας την λύσιν, την οποίαν η κυβέρνησις επέβαλε εις τους καπνεμπόρους, και η οποία όχι μόνον καθορίζει κατώτατον ημερομίσθιον 90 δραχμών, αλλά προβλέπει και περί μέσου ημερομισθίου 100 περίπου δραχμών… Η κυβέρνησις δε θα εμποδίση βεβαίως το δικαίωμα της απεργίας από εκείνους οι οποίοι το έχουν, αλλά δε θα επιτρέψη διατάρραξιν της τάξεως. Οσοι το επιχειρήσουν, θα συναντήσουν το κράτος του νόμου».Το πόσο σεβόταν το δικαίωμα της απεργίας ο Μεταξάς αλλά και τι εσήμαινε το κράτος του νόμου, οι εργάτες της Θεσσαλονίκης το ένιωσαν στο πετσί τους εκείνες τις μέρες. Το διαπίστωσε επίσης ολόκληρος ο ελληνικός λαός λίγους μήνες αργότερα, όταν επιβλήθηκε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου με ηγέτη του τον Ιωάννη Μεταξά. Αν αξίζει όμως μια παρατήρηση για την προαναφερόμενη δήλωση του, τότε οφείλουμε να σημειώσουμε πως αυτή η δήλωση είναι μια δήλωση καρμπόν που εκφέρεται, πανομοιότυπα, πάντοτε από τα χείλη του εκάστοτε πρωθυπουργού ή υπουργού, στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος – με δικτατορική ή κοινοβουλευτική μορφή διακυβέρνησης – όταν αυτό το καθεστώς βρίσκεται αντιμέτωπο με εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτές είναι πετυχημένες. Ας εξετάσουμε όμως αναλυτικότερα το θέμα μας κι ας δούμε πώς φτάσαμε στην απεργία των εργατών στη Θεσσαλονίκη το Μάη του ’36, αλλά και στις απειλές, λόγω και έργω, του επίδοξου δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Το 1935 παρουσιάζεται επίσης σοβαρή ανάπτυξη του απεργιακού κινήματος που συνοδεύεται από παλλαϊκά συλλαλητήρια. Σε 200.000 φτάνουν οι απεργοί εργάτες μέχρι τον Οκτώβρη του χρόνου εκείνου, χωρίς να υπολογίζονται οι μήνες Μάρτης – Απρίλης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των αγώνων, που αγκαλιάζουν όλα σχεδόν τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, είναι η αποφασιστικότητα και το πείσμα των εργαζόμενων μαζών, που φτάνουν ακόμη και σε ανοιχτή σύγκρουση με τους εργοδότες και την αστυνομία. Το 1935 σημαδεύεται επίσης με το ματοκύλισμα δεκάδων εργατών και αγροτών2.Με την αυγή του 1936, ο ελληνικός λαός έζησε κορυφαία ιστορικά γεγονότα. Στις 26 Γενάρη η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές. Η Βενιζελική παράταξη – το λεγόμενο Κέντρο – που κατέβηκε στις εκλογές με 5 διαφορετικά κόμματα (Κόμμα Φιλελευθέρων, Δημοκρατικός Συνασπισμός, Πανδημοκρατική Ενωσις Κρήτης, Αγροτικό Σοφιανόπουλου και Νεοφιλελεύθεροι) συγκέντρωσε συνολικά 574.655 ψήφους και 142 έδρες. Η αντιβενιζελική παράταξη – η λεγόμενη Δεξιά και ακροδεξιά – πήρε μέρος στις εκλογές με τα κόμματα Λαϊκό, Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις, Κόμμα Ελευθεροφρόνων (Μεταξάς) και Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα και συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και 143 έδρες. Το ΚΚΕ, που δημιούργησε με το Αγροτικό Κόμμα του Βογιατζή το Παλλαϊκό Μέτωπο, σημείωσε επιτυχία καθώς συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και εξέλεξε 15 βουλευτές. Η επιτυχία αυτή αποκτούσε ξεχωριστή σημασία, δεδομένου ότι κανένα κόμμα δε συγκέντρωνε την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και το Παλλαϊκό Μέτωπο μπορούσε να παίξει ένα είδος ρυθμιστικού ρόλου κάτι και το οποίο έγινε με την υπογραφή, στις 19/2/1936, του γνωστού συμφώνου Σκλάβαινα – Σοφούλη. Βάσει των όρων της συμφωνίας, το Παλλαϊκό Μέτωπο αναλάμβανε την υποχρέωση να ψηφίσει τους Φιλελεύθερους για το προεδρείο της Βουλής και να δώσει ψήφο ανοχής σε κυβέρνηση που θα σχημάτιζε ο Σοφούλης. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θα ακύρωνε αναδρομικά τη διάταξη του εκλογικού νόμου που αφαιρούσε τα εκλογικά δικαιώματα από όσους είχαν καταδικαστεί για παράβαση του «ιδιώνυμου», θα καταργούσε τις επιτροπές ασφάλειας, θα έδινε αμνηστία στον Ν. Ζαχαριάδη, στον Β. Βερβέρη και στον Β. Νεφελούδη, καθώς και σε όλους τους πολιτικούς κατάδικους, τους φυλακισμένους και τους εξόριστους, θα διέλυε όλες τις φασιστικές οργανώσεις, θα καθιέρωνε σαν μόνιμο εκλογικό σύστημα την αναλογική, θα ελάττωνε, μέσα σε δυο μήνες, την τιμή του ψωμιού, θα απαγόρευε την προσωποκράτηση για οφειλές προς το Δημόσιο μέχρι τρεις χιλιάδες δραχμές, θα καθιέρωνε πεντάχρονο χρεοστάσιο χωρίς όρους για τα χρέη των αγροτών στις τράπεζες και στους ιδιώτες και θα προχωρούσε στην άμεση εφαρμογή των Κοινωνικών Ασφαλίσεων3.
Τελικά, αυτό το σύμφωνο δεν τηρήθηκε με ευθύνη του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Θ. Σοφούλη που υπαναχώρησε, υποστηρίζοντας μαζί με το δεξιό Λαϊκό Κόμμα τη λύση Δεμερτζή.Η υπαναχώρηση των Φιλελευθέρων ήταν επιβεβλημένη από τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούσε ο χώρος του Κέντρου, δεδομένου ότι ήταν τέτοιες οι συνθήκες εκείνη την περίοδο που η συμμαχία με το Παλλαϊκό Μέτωπο ευνοούσε το λαϊκό κίνημα, η πάλη του οποίου γνώριζε πραγματική έκρηξη. Στους πρώτους μήνες του ’36, το απεργιακό κίνημα της εργατικής τάξης αλλά και των μεσαίων στρωμάτων σημείωσε πρωτοφανή άνοδο απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας. Μόνο στο τρίμηνο Γενάρη – Μάρτη απήργησαν πάνω από 200 χιλιάδες εργάτες, ενώ σε μια σειρά πόλεις (Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, Ξάνθη κλπ.) πραγματοποιήθηκαν πετυχημένες απεργίες με τοπικού χαρακτήρα αιτήματα. Στο ίδιο χρονικό διάστημα οι αγρότες μιας σειράς επαρχιών (Ηρακλείου, Δωρίδας κλπ.) συγκροτούσαν συλλαλητήρια, ενώ οι επαγγελματίες των πόλεων κατέβαιναν σε απεργίες. Σ’ αυτές τις παλλαϊκές κινητοποιήσεις το «παρών» έδωσε και η σπουδάζουσα νεολαία. Ολόκληρο το πρώτο δεκαήμερο του Μάρτη, οι φοιτητές των πανεπιστημίων και όλων των άλλων σχολών βρίσκονταν σε απεργία, απαιτώντας πανεπιστημιακές και γενικότερα δημοκρατικές ελευθερίες4.
Τη μεγάλη άνοδο των εργατικών και λαϊκών αγώνων φανερώνει και η αντίδραση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Ο απολογισμός της κρατικής τρομοκρατίας σε βάρος των λαϊκών μαζών, για τους μήνες Γενάρη, Φλεβάρη, Μάρτη και Απρίλη του 1936 που έδωσε στη δημοσιότητα η στατιστική υπηρεσία της οργάνωσης ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ είναι αποκαλυπτικός5. Το Γενάρη του ’36, σε ολόκληρη την Ελλάδα έγιναν 117 συλλήψεις, 18 φυλακίσεις, 37 εξορισμοί, 33 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 38 βασανισμοί, 13 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 1 αστυνομική έρευνα, 4 διαλύσεις σωματείων και 3 κατασχέσεις.Το Φλεβάρη έγιναν 129 συλλήψεις, 91 φυλακίσεις, 6 εξορισμοί, 23 τραυματισμοί, 2 δολοφονίες, 17 βασανισμοί, 3 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 14 αστυνομικές έρευνες και 3 κατασχέσεις.
Το Μάρτη έγιναν 198 συλλήψεις, 225 φυλακίσεις, 12 εξορισμοί, 17 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 36 βασανισμοί, 5 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 2 αστυνομικές έρευνες και 1 κατάσχεση.
Τον Απρίλη του ’36 έγιναν 198 συλλήψεις, 32 φυλακίσεις, 44 εξορισμοί, 35 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 34 βασανισμοί, 15 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 19 αστυνομικές έρευνες και 470 κατασχέσεις.
Το σκηνικό, που δείχνει με ποια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα φτάσαμε στα γεγονότα του Μάη στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώνεται, αν προσθέσουμε τις πολιτικές εξελίξεις σε κεντρικό επίπεδο.
Στις 5 Μάρτη του 1936 ο Βασιλιάς Γεώργιος – χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση από τα αστικά κόμματα – διόρισε τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του υπουργού των Στρατιωτικών. Επίσης, καθολική ήταν από τον μονάρχη και τον αστικό πολιτικό κόσμο η στήριξη της κυβέρνησης Δεμερτζή, στην οποία ο Μεταξάς κατείχε και τη θέση του αντιπροέδρου. Λίγες βδομάδες αργότερα, στις 27 Απρίλη του ιδίου έτους, και αφού ο Δεμερτζής είχε αποδημήσει εις κύριον, τα αστικά κόμματα έκαναν το Μεταξά πρωθυπουργό, δίνοντάς του ψήφο εμπιστοσύνης και τρεις μέρες αργότερα η Βουλή αποφάσισε τη διακοπή των εργασιών της μέχρι το τέλος Σεπτέμβρη, δίνοντας στον μετέπειτα δικτάτορα και στην κυβέρνηση του ημιδικτατορικές εξουσίες. Αποτέλεσμα ήταν, από τα τέλη Απρίλη του ’36 να εγκαθιδρυθεί στη χώρα ένα ιδιότυπο καθεστώς που αργότερα πολύ εύστοχα ονομάστηκε «καθεστώς της 3 1/2 Αυγούστου»6. Σε καθεστώς, λοιπόν «3 1/2 Αυγούστου» – που ήθελε να γίνει «4η Αυγούστου» – έγιναν τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Ας τα παρακολουθήσουμε.
Οι απεργοί αγνοούν την προκλητική αστυνομική παρουσία, εκλέγουν Κεντρική Επιτροπή Αγώνα και στις 12.30 το μεσημέρι η Επιτροπή κάνει παράσταση στον γενικό Διοικητή Μακεδονίας Κ. Πάλλη με το υπόμνημα των αιτημάτων των καπνεργατών. Την ίδια μέρα ξεσπά η απεργία στο Βόλο και τις Σέρρες.Πολύ γρήγορα, η απεργία επεκτείνεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Την Πέμπτη 30 Απρίλη στην απεργία κατεβαίνουν τα Σωματεία καπνεργατών στην Καβάλα και στη Δράμα. Το Σάββατο 2 Μάη θα προστεθούν τα Σωματεία Αγρινίου, Κομοτηνής, Σάμου, Σιδηροκάστρου, Προσοτσάνης, Νιγρίτας, Ξάνθης, Λαγκαδά, Σιάτιστας, Καρδίτσας, Πειραιά κ.ά. Την Τρίτη 5 Μάη – 7η μέρα της απεργίας, κατεβαίνουν σε συμπαράσταση στη Θεσσαλονίκη οι κλωστοϋφαντουργοί, οι χαρτεργάτες, οι τσαγκαράδες και οι λαστιχάδες. Στις 6 Μάη το μεσημέρι μέλη φασιστικών οργανώσεων τους οποίους χρησιμοποιεί το κράτος πυροβολούν και τραυματίζουν τον καπνεργάτη Κώστα Σαμιώτη 20 χρονών.
Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές ομοσπονδίες του Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των Καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον Γενικό Διευθυντή και τον Σωματάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.
Σε λίγες ώρες, η συμπρωτεύουσα θα ζούσε μια από τις ηρωικότερες και τραγικότερες σελίδες της ιστορίας της.Στις 8 Μάη, λίγο πριν το μεσημέρι, εφτά χιλιάδες απεργοί της Θεσσαλονίκης κατευθύνθηκαν προς τη γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος, για να απαιτήσουν την άμεση επίλυση των αιτημάτων τους. Δυνάμεις έφιππης και πεζής χωροφυλακής προσπάθησαν να τους σταματήσουν, χωρίς όμως να το πετύχουν. Τότε άρχισαν να πυροβολούν κατά του άοπλου πλήθους, που ύστερα από το πρώτο σοκ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι άρχισε να στήνει οδοφράγματα. Την ίδια ώρα, άλλη διαδήλωση από τρεις χιλιάδες περίπου εργάτες, που κατευθυνόταν επίσης προς το διοικητήριο, δέχτηκε κι αυτή επίθεση από τους χωροφύλακες. Οι εργάτες κατάφεραν να σπάσουν τις ζώνες των χωροφυλάκων και να ενωθούν με τους συναδέλφους τους στα οδοφράγματα.
Μέσα σε λίγη ώρα τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο Διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και τελικά οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί αλλά η αγανάκτηση το λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία. Η κυβέρνηση σε απάντηση προχώρησε στην έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ΄ Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης9.
«Η αστυνομία – έγραφε ο «Ρ» αναφερόμενος στα γεγονότα της 8ης Μαΐου10 - έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεμπορικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επιτέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 ως 15 χρόνων) και τους ματοκύλισε. Επί 3 1/2 ώρες η Θεσσαλονίκη βρισκότανε χτες σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της αστυνομίας έχει εξεγείρει όλο το λαό».
Την επομένη, 9 Μαΐου, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την πρωίαν της 9ης Μαΐου – γράφει ο Γρ. Δαφνής11 - απήργησαν εις ένδειξιν αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων διαμαρτυρίαν».
Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στον ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες του πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο Διοικητής, όχι, όμως και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το Κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα»12.
Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών αντί να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση, τη θεριεύουν προκαλώντας νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί ενώ οι στρατιώτες παραβαίνουν τις διαταγές, αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.
Το μεσημέρι ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού διατάσσει τους χωροφύλακες να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα, δίνει εντολή σε αξιωματικούς του στρατού να αναλάβουν τη Διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων, και βγάζει ανακοίνωση που απαγορεύει κάθε συγκέντρωση ακόμα και λίγων ατόμων σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, ενώ κλείνει και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό αντί να δράσει καταπραϋντικά οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:
«Απας ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.
2) Διαδηλώνει τη συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.
Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του Γενικού Διοικητού Πάλλη.
4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.
5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.
7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.
Δηλώνει:
ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον Διοικητήν του Γ. Σ. Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».
Το βράδυ της 9ης Μαΐου ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθή από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος13. Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «Τη νύκτα της 9ης προς 10η Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν! Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως»14. Μπρος σε αυτή την κατάσταση ο Μεταξάς δεν έκρυψε τον τρόμο του και διέταξε – όπως προαναφέραμε – να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη15. Ηθελε προφανώς να σπείρει τον τρόμο και να δείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα, αλλά τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε νέα σύγκρουση δεδομένου ότι η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον Κ. Θέο16.
Τα γεγονότα του Μάη του ’36 με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν πιθανότατα να αποτελέσουν και την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης του τόπου από τον Μεταξά αν τα αστικά κόμματα ανταποκρίνονταν στις σχετικές εκκλήσεις του ΚΚΕ, το οποίο σε απόφαση της ΚΕ του προφητικά τόνιζε20: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία». Δυστυχώς το ΚΚΕ δεν εισακούστηκε κι έμεινε μόνο του ως το τέλος να αγωνίζεται για να αποτρέψει το μοιραίο, την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας. Το αποτέλεσμα της στάσης των αστικών κομμάτων, ήταν να λυθούν τα χέρια του Μεταξά κι αυτών που τον στήριζαν. Υπό αυτές τις συνθήκες έχει απόλυτο δίκιο ο Γρ. Δαφνής όταν σημειώνει:ι «Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης θα δώσουν την πρώτη δικαιολογίαν διά την κατάλυσιν του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει ότι στις 10 Μαΐου ο Μεταξάς συζήτησε και συμφώνησε με τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ για την επιβολή της δικτατορίας21.
Σχετικά πάντως με τη στήριξη που βρήκε ο Μεταξάς στα αστικά κόμματα της εποχής, πιο αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι πολυτιμότερη, για να επιβάλει εντέλει τα σχέδιά του, ήταν αντικειμενικά η στήριξη που του παρείχε το βενιζελικό κόμμα των Φιλελευθέρων. «Ο Σοφούλης – γράφει ο Γ. Ανδρικόπουλος 22- αν και απέφυγε να αναφερθεί στην εξαθλίωση το λαού, καταδίκασε ωστόσο με μεγάλη οξύτητα …την απάνθρωπον συμπεριφοράν του κράτους και των οργάνων του…, …τας τσαρικάς σφαγάς. Ταυτόχρονα συνέχιζε να υποστηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά… Το κόμμα των φιλελευθέρων είχε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια κρίση. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης έδειχναν ότι η πολιτική του έναντι του Μεταξά αποδοκιμαζόταν από το λαό… Για να κερδίσει το έδαφος που είχε χάσει έπρεπε να κάνει στροφή προς τα αριστερά και να εγκαταλείψει τον Μεταξά. Αλλά την αναδίπλωση έκανε αδύνατη, πρώτο η πεποίθηση της ηγεσίας του ότι ο Μεταξάς αντιπροσώπευε τη μόνη ελπίδα επαναφοράς στο στρατό των απότακτων αξιωματικών, δεύτερο η βαθύτατα συντηρητική του φύση που απέτρεπε συνεργασία με ριζοσπαστικές δυνάμεις».
Χωρίς αμφιβολία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης σηματοδοτούσαν μια περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας όπου το κέντρο βάρους των εξελίξεων, έστω και ελαφρά, μετατοπιζόταν από τα κέντρα συνωμοσίας στις οργανώσεις του λαού. Το ΚΚΕ μάλιστα, εναπόθετε – και δίκαια έπραττε – όλες τις ελπίδες για προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα σ’ αυτό το γεγονός. Την Ελλάδα23, έλεγε, «ο παλλαϊκός απελευθερωτικός αγώνας θα τη σώσει». Ομως αυτό που για το ΚΚΕ ήταν σωτηρία της χώρας, προκαλούσε πανικό σε κάποιους άλλους. Η είσοδος του λαού στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων ήταν ένα γεγονός που όπως γράφει ο Ανδρικόπουλος24 «δεν πέρασε απαρατήρητο από τις στήλες του Τύπου – βενιζελικού και αντιβενιζελικού – που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Η αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της είχαν την εμπειρία να καταλάβουν πως ο λαός στο προσκήνιο ήταν η μέγιστη και η κύρια απειλή για τα συμφέροντά τους. Επρεπε να λάβουν τα μέτρα τους. Και τα έλαβαν λίγο αργότερα με την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Παραπομπές:
1. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ΄ σελ. 214
2. «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 22-23
3. Βλέπε ολόκληρο το σύμφωνο: «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 342-343.
4. Δημήτρη Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975, σελ. 383-384.
5. «Ριζοσπάστης» 21/4/1936.
6. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 134-136.
7. Συνολικά για τα αιτήματα των καπνεργατών βλέπε: «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 22-23.
8. Η σύμβαση αυτή που είχε ονομαστεί και «σύμβαση Παπαναστασίου», προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Αυτό σήμαινε ότι το 1936 οι καπνεργάτες έπρεπε να παίρνουν ημερομίσθιο 140-150 δραχμών. Πληρώνονταν όμως με 40-50 δρχ. που με κάποιες επιμέρους αυξήσεις έφταναν τις 75-80. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας, πολλοί καπνεργάτες δούλευαν τζάμπα (κυρίως γυναίκες) έχοντας συμφωνήσει με τα αφεντικά να τους κολλάνε μόνο τα ένσημα στο ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών) για να μην χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης. (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο, 1965, σελ. 207-208).
9. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄, σελ. 423.
10. «Ριζοσπάστης», 9 Μάη 1936.
11. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, σελ. 424.
12. «Οι Καπνεργάτες και ο Μάης του ’36», έκδοση «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΤΡΙΩΝ Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», σελ. 43 .Βλέπε αναλυτικά για το μακελειό: «Ρ», Κυριακή 10/5/1936 και «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 39- 51. Για τον αριθμό των νεκρών υπάρχει διχογνωμία. Θεωρείται πως ήταν περισσότεροι αλλά δε βρέθηκαν τα στοιχεία τους. Λέγεται ότι η αστυνομία προχώρησε σε μυστική ταφή νεκρών για να αποφευχθεί η έκρηξη της λαϊκής αγανάκτησης που θα προκαλούσε η γνωστοποίηση των συνολικών στοιχείων γύρω από το μακελειό.
13. Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ΄ σελ. 213.
14. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄ σελ. 425-426.
15. Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις Πάπυρος, τόμος 4ος, σελ. 304-307.
16. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ άσκησε οξυτάτη κριτική στην Ενωτική ΓΣΕΕ και στον Κ. Θέο γι’ αυτή τη συμβιβαστική πρακτική (Βλέπε: «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 375- 376).
17. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 298-299.
18. Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 371.
19. Βλέπε ολόκληρη την έκθεση: Γ. Ανρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, σελ. 73-77.
20. «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 373.
21. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄ σελ. 422-423.
22. Γιάννη Ανδρικόπουλου: «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις Φυτράκη, σελ. 221.
23. «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 372.
24. Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, σελ. 217.
http://erodotos.wordpress.com/2010/04/29/prwtomagia-1936/
Η ταξική πάλη στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30, στην Ελλάδα, χαρακτηρίζεται από οξύτατες κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις που τελική κατάληξη θα έχουν την εγκαθίδρυση της μεταξικής δικτατορίας. Επρόκειτο για μια πορεία που δεν ήταν αναπόφευκτη αν κρίνουμε από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, αλλά ούτε και εύκολη αν εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά των συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Προς αυτή την κατεύθυνση ευνοούσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλισμού 1929 – 1933, η χρεοκοπία του αστικού κοινοβουλευτισμού και η άνοδος του φασισμού, έμμεσα ή άμεσα, η κυριαρχία δηλαδή των πιο αντιδραστικών τμημάτων της χρηματιστικής ολιγαρχίας ως απάντηση των αστικών τάξεων σε αυτή την κρίση αλλά και για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού – επαναστατικού κινήματος.
Στο εξεταζόμενο διάστημα και πριν ο Μεταξάς εγκαθιδρύσει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η Ελλάδα γνώρισε σημαντικές αλλά αποτυχημένες απόπειρες επιβολής δικτατορικού καθεστώτος από τον χώρο του Κέντρου (Κίνημα Πλαστήρα το 1933, το Κίνημα των Βενιζελικών της 1ης Μάρτη 1935), ενώ ο άλλος πόλος του αστικού πολιτικού κόσμου, η λεγόμενη δεξιά και ακροδεξιά δουλεύοντας πιο μεθοδικά κατάφερε να επιτύχει την παλινόρθωση της μοναρχίας το Φθινόπωρο του 1935, αλλά και να θέσει ισχυρά θεμέλια για μια επιτυχημένη επιβολή πραξικοπήματος.Το Μάρτη έγιναν 198 συλλήψεις, 225 φυλακίσεις, 12 εξορισμοί, 17 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 36 βασανισμοί, 5 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 2 αστυνομικές έρευνες και 1 κατάσχεση.
Τον Απρίλη του ’36 έγιναν 198 συλλήψεις, 32 φυλακίσεις, 44 εξορισμοί, 35 τραυματισμοί, 1 δολοφονία, 34 βασανισμοί, 15 απαγορεύσεις συνεδρίων και συγκεντρώσεων, 19 αστυνομικές έρευνες και 470 κατασχέσεις.
Το σκηνικό, που δείχνει με ποια κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα φτάσαμε στα γεγονότα του Μάη στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώνεται, αν προσθέσουμε τις πολιτικές εξελίξεις σε κεντρικό επίπεδο.
Ο ματωμένος Μάης του ’36
Τετάρτη 29 Απρίλη 1936. Δώδεκα χιλιάδες καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης – εκ των οποίων περίπου το 70% γυναίκες – αυτή τη μέρα δεν πιάνουν δουλιά, αλλά κατεβαίνουν σε απεργία, ύστερα από απόφαση του συνδικαλιστικού τους φορέα, της Πανελλήνιας Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΠΚΟ). Κυριότερο αίτημά τους7 έχουν την αύξηση των ημερομισθίων στις 120 – 135 δραχμές με την εφαρμογή της σύμβασης του 19248. Η απεργία ξεκινάει από τις 9.30 το πρωί. Τα καπνομάγαζα κλείνουν και οι απεργοί κατευθύνονται αρχικά στα γραφεία της Ομοσπονδίας και στη συνέχεια στον κινηματογράφο «Πάνθεον», όπου έχουν συγκέντρωση, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τα μέτρα που πρέπει να λάβουν για την περιφρούρηση του αγώνα τους. Εξω από τον κινηματογράφο, η αστυνομία με ισχυρές δυνάμεις δείχνει τα δόντια της, έτοιμη, ανά πάσα στιγμή να επιδοθεί στο …θεάρεστο έργο της.Την επομένη, 7 Μάη, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης καλεί την εργατική τάξη σε επιφυλακή για 24ωρη απεργία συμπαράστασης. Εν τω μεταξύ, η εργατική τάξη της Ελλάδας συμπαραστέκεται στους απεργούς. Οι πιο μαζικές ομοσπονδίες του Ηλεκτρισμού, Δέρματος, Οικοδόμων, Επισιτισμού, Ιματισμού, Κουρέων, Αρτεργατών, Φυματικών, το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Αθήνας, με τηλεγραφήματά τους προς τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας τονίζουν ότι αν δε λυθούν τα δίκαια αιτήματα των Καπνεργατών, των τσαγκαράδων και υφαντουργών και σε περίπτωση που εφαρμοστούν τα τρομοκρατικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν, η εργατιά όλης της χώρας θα κατέβει σε πανελλαδική απεργία. Αυτή τη μέρα φτάνει στη Θεσσαλονίκη, επιστρέφοντας από το Βελιγράδι, ο πρωθυπουργός της χώρας και μετέπειτα δικτάτορας Ι. Μεταξάς, ο οποίος σε κοινή σύσκεψη που είχε με τον Γενικό Διευθυντή και τον Σωματάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού δίνει το «πράσινο φως» για την καταστολή της απεργίας.
Μέσα σε λίγη ώρα τα νέα είχαν φτάσει σε κάθε σημείο της πόλης κι ο κόσμος κατέβαινε από τις συνοικίες προς το κέντρο για να βοηθήσει τους αγωνιζόμενους εργάτες. Οι αρχές τρομοκρατήθηκαν. Ο Διοικητής της φρουράς Θεσσαλονίκης έδωσε διαταγή στο στρατό να χτυπήσει τους διαδηλωτές αλλά οι φαντάροι δεν υπάκουσαν. Τρεισήμισι ώρες κράτησαν οι οδομαχίες και τελικά οι διαδηλωτές υποχώρησαν. Πολλοί εργάτες είχαν τραυματιστεί αλλά η αγανάκτηση το λαού ήταν στο κατακόρυφο. Το βράδυ, πολλά σωματεία της Θεσσαλονίκης (αυτοκινητιστές, λιμενεργάτες, οικοδόμοι, τροχιοδρομικοί κ.ά.) κήρυξαν απεργία. Η κυβέρνηση σε απάντηση προχώρησε στην έκδοση διατάγματος επιστράτευσης των τροχιοδρομικών και των σιδηροδρομικών και διέταξε το Γ΄ Σώμα Στρατού να λάβει εξαιρετικά μέτρα προς εξασφάλιση της τάξης9.
«Η αστυνομία – έγραφε ο «Ρ» αναφερόμενος στα γεγονότα της 8ης Μαΐου10 - έδειξε σήμερα καθαρά πως παίζει το ρόλο του υπηρέτη του καπνεμπορικού και του άλλου κεφαλαίου. Με αγριότητα και βανδαλισμούς επιτέθηκε κατά των άοπλων καπνεργατών και καπνεργατριών, των υφαντουργών, των μικρών κοριτσιών (12 ως 15 χρόνων) και τους ματοκύλισε. Επί 3 1/2 ώρες η Θεσσαλονίκη βρισκότανε χτες σε κατάσταση μάχης, μεταξύ των δυνάμεων της αστυνομίας και ενός μέρους της εργατικής τάξης. Η στάση της αστυνομίας έχει εξεγείρει όλο το λαό».
Την επομένη, 9 Μαΐου, η απεργία στη συμπρωτεύουσα είχε γενικευτεί. Μαζί με τους εργάτες κατέβηκαν σε απεργία διαμαρτυρίας και οι επαγγελματίες, οι βιοτέχνες και οι φοιτητές. «Την πρωίαν της 9ης Μαΐου – γράφει ο Γρ. Δαφνής11 - απήργησαν εις ένδειξιν αλληλεγγύης οι λιμενεργάται, αρτεργάται, μυλεργάται, εργάται πλεκτηρίων και άλλων κλάδων, έτσι που το σύνολο των απεργούντων εργατών εις Θεσσαλονίκην ανήλθε εις 25.000 περίπου. Οι δε έμποροι και επαγγελματίαι έκλεισαν τα καταστήματά των. Ολόκληρος δηλαδή ο λαός της Θεσσαλονίκης, ο εργαζόμενος, ενεφανίζετο ηνωμένος εις την κατά των κυβερνητικών μέτρων διαμαρτυρίαν».
Ετσι οι χωροφύλακες από νωρίς το πρωί άρχισαν τις επιθέσεις εναντίον εργατικών συγκεντρώσεων. Η πρώτη σοβαρή σύγκρουση έγινε μεταξύ χωροφυλακής και απεργών αυτοκινητιστών στην οδό Εγνατίας. Οι χωροφύλακες χτύπησαν στον ψαχνό και σε λίγο έπεσε ο πρώτος νεκρός απεργός: ήταν ο αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. «Το πλακόστρωτο και οι γύρω δρόμοι βάφονται με αίμα. Παντού ακούγονται αγκομαχητά των πληγωμένων και οι κατάρες του πλήθους ενάντια στους φονιάδες. Γίνεται διαδήλωση με το νεκρό εργάτη πάνω σε μια πόρτα μπροστά προς το Διοικητήριο, από το οποίο απουσιάζει ο Διοικητής, όχι, όμως και οι χωροφύλακες που το φυλάνε πάνοπλοι. Την ίδια ώρα οι καμπάνες σε όλες τις συνοικίες κτυπάν συναγερμό, ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους και κατηφορίζει προς το Κέντρο. Πορείες με υψωμένες τις γροθιές ενώνονται με τους απεργούς, ενώ κόκκινα λάβαρα βαμμένα από το αίμα των δολοφονημένων εργατών ανεμίζουν. Οι πρώτοι νεκροί: Β. Σταύρου, Ιντο Σενόρ, Γ. Πανόπουλος, Αγλαμίδης, Σαλβατόρ Ματαράσο, Δημ. Λαϊλάνης, Σ. Διαμαντόπουλος, Γιάννης Πιτάρης, Ευθύμης Μάνος, Μανώλης Ζαχαρίου, Αναστασία Καρανικόλα»12.
Οι μαζικές δολοφονίες διαδηλωτών αντί να κάμψουν τη λαϊκή αντίσταση, τη θεριεύουν προκαλώντας νέα κύματα οργής και αγανάκτησης. Ολη η πόλη έχει ξεσηκωθεί ενώ οι στρατιώτες παραβαίνουν τις διαταγές, αρνούνται να σηκώσουν όπλο κατά του λαού και συγκρούονται με τους χωροφύλακες.
Το μεσημέρι ο διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού διατάσσει τους χωροφύλακες να κλειστούν στα αστυνομικά τμήματα, δίνει εντολή σε αξιωματικούς του στρατού να αναλάβουν τη Διοίκηση των αστυνομικών τμημάτων, και βγάζει ανακοίνωση που απαγορεύει κάθε συγκέντρωση ακόμα και λίγων ατόμων σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο, ενώ κλείνει και τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό αντί να δράσει καταπραϋντικά οξύνει ακόμη περισσότερο τα πνεύματα. Στις 5 μ.μ. πραγματοποιείται νέα λαϊκή συγκέντρωση στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου χωρίς να υπάρξουν επεισόδια. Οι συγκεντρωμένοι εκδίδουν ψήφισμα το οποίο λέει:
«Απας ο λαός της Θεσσαλονίκης συγκεντρωθείς εις παλλαϊκήν συγκέντρωσιν και ακούσας των ρητόρων, αποφασίζει:
1) Εκφράζει τον αποτροπιασμόν και την αγανάκτησίν του διά τους δολοφόνους.
2) Διαδηλώνει τη συμπάθειάν του προς τους αγωνιζόμενους απεργούς.
Και ζητεί: 1) Παραίτησιν της κυβερνήσεως.
3) Αμεσον σύλληψιν του διευθυντού της Αστυνομίας Ντάκου και την αντικατάστασιν του Γενικού Διοικητού Πάλλη.
4) Επίλυση όλων των αιτημάτων των απεργών και ακύρωσιν της αποβολής του φοιτητή Καββαδία.
5) Απελευθέρωσιν όλων των συλληφθέντων.
6) Απόδοσιν των θυμάτων εις τα εργατικά Σωματεία προς κήδευσιν.
7) Να επιτραπεί αύριον η τέλεσις παλλαϊκού μνημοσύνου.
Δηλώνει:
ότι θα συνεχίσει την απεργίαν μέχρις της πλήρους επιλύσεως όλων των αιτημάτων και αναθέτει εις τον Διοικητήν του Γ. Σ. Στρατού τη διαβίβασιν του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν».
Το βράδυ της 9ης Μαΐου ο λαός της Θεσσαλονίκης είναι η πραγματική εξουσία στην πόλη. «Οι αρχές είχαν ουσιαστικά καταλυθεί. Οι συνοικισμοί όλοι είχαν καταληφθή από τους διαδηλωτάς», γράφει ο επιμελητής του ημερολογίου του Ιωάννη Μεταξά, Π. Σιφναίος13. Και ο Γρ. Δαφνής συμπληρώνει: «Τη νύκτα της 9ης προς 10η Μαΐου, ούτε ο Γενικός Διοικητής, ούτε ο Σωματάρχης, ούτε καμία άλλη αρχή ημπορούσε να ασκήση εξουσίαν! Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως»14. Μπρος σε αυτή την κατάσταση ο Μεταξάς δεν έκρυψε τον τρόμο του και διέταξε – όπως προαναφέραμε – να κινηθεί το Σύνταγμα Λαρίσης προς τη Θεσσαλονίκη και μοίρα του Στόλου να καταπλεύσει προς την πόλη15. Ηθελε προφανώς να σπείρει τον τρόμο και να δείξει πως ήταν αποφασισμένος για όλα, αλλά τα πράγματα δεν οδηγήθηκαν σε νέα σύγκρουση δεδομένου ότι η απεργία λύθηκε με συμβιβασμό που επιτεύχθηκε σε κεντρικό επίπεδο στον οποίο συνέβαλε και η Ενωτική ΓΣΕΕ με επικεφαλής τον Κ. Θέο16.
Αντί επιλόγου
Η βάρβαρη δολοφονική επίθεση εναντίον του λαού της Θεσσαλονίκης προκάλεσε έκρηξη κι απεργιακές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα17. Το απεργιακό αυτό ξέσπασμα το Μάη του ’36, η κυβέρνηση του Μεταξά και ο αστικός πολιτικός κόσμος το απέδωσαν, κατά τη συνήθη πρακτική σε… κομμουνιστικό δάκτυλο. «Το 1936 – γράφει ο Mark Mazower18 εξηγώντας αυτή την ερμηνεία των γεγονότων – καθώς δυνάμωνε η εργατική διαμαρτυρία, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα αρχικά περιθωριοποιήθηκαν και κατόπιν ωθήθηκαν στην υποστήριξη της αντικομμουνιστικής καταστολής». Αναμφίβολα το ταξικό τους συμφέρον δεν μπορούσε να τα οδηγήσει σε άλλο δρόμο. Η αλήθεια όμως ήταν διαφορετική. Κανένα εργατικό κίνημα και καμία απεργία δε θα μπορούσε να υπάρξει αν δεν υπήρχαν πραγματικά προβλήματα που μάστιζαν τους εργαζόμενους. «Η εργατική αναταραχή – έγραφαν οι ιθύνοντες της βρετανικής πρεσβείας σε μία έκθεσή τους, με ημερομηνία 27/5/1936, για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης – οφείλεται περισσότερο σε πραγματική δυσαρέσκεια για τα μόνιμα κακά παρά σε κομμουνιστική προπαγάνδα. Στη ρίζα του κακού βρίσκεται η μεγάλη οικονομική αθλιότητα που επικρατεί στα κατώτερα στρώματα και ειδικά στις εργαζόμενες τάξεις»19.Τα γεγονότα του Μάη του ’36 με επίκεντρο τη Θεσσαλονίκη θα μπορούσαν πιθανότατα να αποτελέσουν και την αρχή του τέλους της διακυβέρνησης του τόπου από τον Μεταξά αν τα αστικά κόμματα ανταποκρίνονταν στις σχετικές εκκλήσεις του ΚΚΕ, το οποίο σε απόφαση της ΚΕ του προφητικά τόνιζε20: «Ο δολοφόνος Μεταξάς, εκπρόσωπος των πιο τρομοκρατικών, πλουτοκρατικών κύκλων, του βασιλιά και της φασιστικής στρατοκρατίας, επιταχύνει τις προσπάθειές του για να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μοναρχοφασιστική δικτατορία». Δυστυχώς το ΚΚΕ δεν εισακούστηκε κι έμεινε μόνο του ως το τέλος να αγωνίζεται για να αποτρέψει το μοιραίο, την εγκαθίδρυση της μοναρχοφασιστικής δικτατορίας. Το αποτέλεσμα της στάσης των αστικών κομμάτων, ήταν να λυθούν τα χέρια του Μεταξά κι αυτών που τον στήριζαν. Υπό αυτές τις συνθήκες έχει απόλυτο δίκιο ο Γρ. Δαφνής όταν σημειώνει:ι «Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης θα δώσουν την πρώτη δικαιολογίαν διά την κατάλυσιν του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος». Ο ίδιος συγγραφέας προσθέτει ότι στις 10 Μαΐου ο Μεταξάς συζήτησε και συμφώνησε με τον Γεώργιο Γλύξμπουργκ για την επιβολή της δικτατορίας21.
Σχετικά πάντως με τη στήριξη που βρήκε ο Μεταξάς στα αστικά κόμματα της εποχής, πιο αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι πολυτιμότερη, για να επιβάλει εντέλει τα σχέδιά του, ήταν αντικειμενικά η στήριξη που του παρείχε το βενιζελικό κόμμα των Φιλελευθέρων. «Ο Σοφούλης – γράφει ο Γ. Ανδρικόπουλος 22- αν και απέφυγε να αναφερθεί στην εξαθλίωση το λαού, καταδίκασε ωστόσο με μεγάλη οξύτητα …την απάνθρωπον συμπεριφοράν του κράτους και των οργάνων του…, …τας τσαρικάς σφαγάς. Ταυτόχρονα συνέχιζε να υποστηρίζει την κυβέρνηση Μεταξά… Το κόμμα των φιλελευθέρων είχε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, βρεθεί μπροστά σε μια τέτοια κρίση. Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης έδειχναν ότι η πολιτική του έναντι του Μεταξά αποδοκιμαζόταν από το λαό… Για να κερδίσει το έδαφος που είχε χάσει έπρεπε να κάνει στροφή προς τα αριστερά και να εγκαταλείψει τον Μεταξά. Αλλά την αναδίπλωση έκανε αδύνατη, πρώτο η πεποίθηση της ηγεσίας του ότι ο Μεταξάς αντιπροσώπευε τη μόνη ελπίδα επαναφοράς στο στρατό των απότακτων αξιωματικών, δεύτερο η βαθύτατα συντηρητική του φύση που απέτρεπε συνεργασία με ριζοσπαστικές δυνάμεις».
Χωρίς αμφιβολία τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης σηματοδοτούσαν μια περίοδο στην πολιτική ζωή της χώρας όπου το κέντρο βάρους των εξελίξεων, έστω και ελαφρά, μετατοπιζόταν από τα κέντρα συνωμοσίας στις οργανώσεις του λαού. Το ΚΚΕ μάλιστα, εναπόθετε – και δίκαια έπραττε – όλες τις ελπίδες για προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα σ’ αυτό το γεγονός. Την Ελλάδα23, έλεγε, «ο παλλαϊκός απελευθερωτικός αγώνας θα τη σώσει». Ομως αυτό που για το ΚΚΕ ήταν σωτηρία της χώρας, προκαλούσε πανικό σε κάποιους άλλους. Η είσοδος του λαού στο προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων ήταν ένα γεγονός που όπως γράφει ο Ανδρικόπουλος24 «δεν πέρασε απαρατήρητο από τις στήλες του Τύπου – βενιζελικού και αντιβενιζελικού – που άρχισε να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου». Η αστική τάξη και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της είχαν την εμπειρία να καταλάβουν πως ο λαός στο προσκήνιο ήταν η μέγιστη και η κύρια απειλή για τα συμφέροντά τους. Επρεπε να λάβουν τα μέτρα τους. Και τα έλαβαν λίγο αργότερα με την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
Παραπομπές:
1. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ΄ σελ. 214
2. «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 22-23
3. Βλέπε ολόκληρο το σύμφωνο: «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 342-343.
4. Δημήτρη Σάρλη: «Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού», Αθήνα 1975, σελ. 383-384.
5. «Ριζοσπάστης» 21/4/1936.
6. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909-1940», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 134-136.
7. Συνολικά για τα αιτήματα των καπνεργατών βλέπε: «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 22-23.
8. Η σύμβαση αυτή που είχε ονομαστεί και «σύμβαση Παπαναστασίου», προέβλεπε ότι ο μέσος όρος του ημερομισθίου των καπνεργατών θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε 8 χρυσές δραχμές. Αυτό σήμαινε ότι το 1936 οι καπνεργάτες έπρεπε να παίρνουν ημερομίσθιο 140-150 δραχμών. Πληρώνονταν όμως με 40-50 δρχ. που με κάποιες επιμέρους αυξήσεις έφταναν τις 75-80. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι εξαιτίας της μεγάλης ανεργίας, πολλοί καπνεργάτες δούλευαν τζάμπα (κυρίως γυναίκες) έχοντας συμφωνήσει με τα αφεντικά να τους κολλάνε μόνο τα ένσημα στο ΤΑΚ (Ταμείο Ασφάλισης Καπνεργατών) για να μην χάνουν το δικαίωμα της περίθαλψης. (Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις Θεμέλιο, 1965, σελ. 207-208).
9. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄, σελ. 423.
10. «Ριζοσπάστης», 9 Μάη 1936.
11. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, σελ. 424.
12. «Οι Καπνεργάτες και ο Μάης του ’36», έκδοση «ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΩΝ-ΤΡΙΩΝ Ν. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ», σελ. 43 .Βλέπε αναλυτικά για το μακελειό: «Ρ», Κυριακή 10/5/1936 και «Ο ηρωικός Μάης της Θεσσαλονίκης του ’36 – χρονικό», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 39- 51. Για τον αριθμό των νεκρών υπάρχει διχογνωμία. Θεωρείται πως ήταν περισσότεροι αλλά δε βρέθηκαν τα στοιχεία τους. Λέγεται ότι η αστυνομία προχώρησε σε μυστική ταφή νεκρών για να αποφευχθεί η έκρηξη της λαϊκής αγανάκτησης που θα προκαλούσε η γνωστοποίηση των συνολικών στοιχείων γύρω από το μακελειό.
13. Ι. Μεταξά: «Το προσωπικό του Ημερολόγιο», εκδόσεις Γκοβόστη, τόμος Δ΄ σελ. 213.
14. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄ σελ. 425-426.
15. Σπ. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις Πάπυρος, τόμος 4ος, σελ. 304-307.
16. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ άσκησε οξυτάτη κριτική στην Ενωτική ΓΣΕΕ και στον Κ. Θέο γι’ αυτή τη συμβιβαστική πρακτική (Βλέπε: «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 375- 376).
17. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις Σ.Ε. σελ. 298-299.
18. Mark Mazower: «Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου», έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 371.
19. Βλέπε ολόκληρη την έκθεση: Γ. Ανρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις ΔΙΟΓΕΝΗΣ, σελ. 73-77.
20. «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 373.
21. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις Ικαρος 1955, τόμος Β΄ σελ. 422-423.
22. Γιάννη Ανδρικόπουλου: «Η Δημοκρατία του Μεσοπολέμου», εκδόσεις Φυτράκη, σελ. 221.
23. «Το ΚΚΕ – Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 4ος, σελ. 372.
24. Γ. Ανδρικόπουλου, στο ίδιο, σελ. 217.
http://erodotos.wordpress.com/2010/04/29/prwtomagia-1936/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου