Ο μουσικός του πεζοδρόμου!!
Ξαφνικά την καλοκαιρινή ηρεμία στο μικρό μας Μεσολόγγι σκέπασε μια γλυκιά μελωδία που έρχονταν από το βάθος του πεζοδρόμου. Όσο πλησίαζε.....
Να πως γινεται το Μεσολογγι προορισμος!
αι θα αξιοποιηθεί. Ακούγονται διάφορες ιδέες και έχουν συσταθεί αρκετές ομάδες πολιτών που προτείνουν υλοποιήσιμες και μη ιδέες προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος και έμμεσα να επωφεληθούμε όλοι.....
Ποσα κτηρια ρημαζουν στο Μεσολογγι;
Ένα από τα θέματα του δημοτικού συμβούλιου στις 27/ 11 είναι η «Εκμίσθωση χώρου για κάλυψη στεγαστικών αναγκών του Δήμου». Οι πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό είναι πως μετά από τόσα χρόνια και πώς μετά από τόσο κονδύλια έχουμε φτάσει ....
Μεσολόγγι - αδέσποτα ώρα μηδέν.
Αδέσποτα, ένα ευαίσθητο θέμα για όσους είναι πραγματικά φιλόζωοι* και με τις δυο έννοιες της λέξης. Ας αρχίσουμε να μιλάμε για τις αβοήθητες ψυχές που ξαφνικά βρεθήκαν απροστάτευτες στον δρόμο όχι από το τέλος δηλαδή από τα αποτελέσματα που βλέπουμε...
Facebook, φωτογραφιες με σουφρωμενα χειλη...
Κάλος ή κακός αγαπητοί φίλοι διανύουμε μια εποχή που θέλει τους περισσότερους άμεσα εξαρτημένους από τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωση τύπου face book. Έρχεται λοιπόν το Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας
24 Σεπ 2016
Εκκλησία - Κατοχή - Χούντα: Ας μιλήσουμε, λοιπόν…
Ξεκαθαρίζουμε εξ αρχής: Τα του Φίλη με τα θρησκευτικά είναι τριτεύουσας αξίας. Όχι γιατί δεν πρέπει να επέλθει η αντικατάσταση του κατηχητικού μαθήματος των θρησκευτικών με το μάθημα της θρησκειολογίας, αλλά γιατί η κυβέρνηση του κ. Φίλη αν ενδιαφερόταν για την ουσία του θέματος - κι αυτό είναι οι σχέσεις μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας - θα το είχαμε καταλάβει. Θα το είχαμε καταλάβει και όταν η παρούσα κυβέρνηση υποδεχόταν με τιμές αρχηγού κράτους τα… λείψανα της αγίας Βαρβάρας και κυρίως θα το είχαμε αντιληφθεί με τις θέσεις του κ. Τσίπρα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αλλά, όπως είδαμε, και εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αναπαράγει το υφιστάμενο καθεστώς, που σημαίνει αναπαραγωγή της σύμφυσης Κράτους – Εκκλησίας.
Ως εκ τούτου η υπόθεση με το μάθημα των θρησκευτικών δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την προηγούμενη υπόθεση με τις ταυτότητες, όπου εντελώς τριτεύοντα ζητήματα αξιοποιούνται στο πινγκ – πονγκ του ψευδοεκσυγχρονισμού με τον σκοταδισμό, για να συγκαλυφθεί τα ουσιώδη, μέσω της συνδαύλισης αντιθέσεων δευτερεύουσας σημασίας που πλασάρονται σαν δήθεν «κυρίαρχες» για να απασχολείται η κατά τα άλλα γονατισμένη και εξανδραποδιζόμενη κοινωνία.
Από εκεί και πέρα, όμως, αφού ο κ. Ιερώνυμος θέλει να μιλήσουμε για την στάση της ιεραρχίας απέναντι στην Κατοχή και στην χούντα, πολύ ευχαρίστως:
Κατοχή
Από τους 7.000 περίπου κληρικούς της εποχής της Κατοχής, πάνω από τους μισούς πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ενώ όμως οι απλοί κληρικοί, ως γνήσια παιδιά του λαού, έδιναν το πατριωτικό «παρών», το ιερατείο όχι απλώς «απουσίαζε», αλλά αποτελούσε και στήριγμα των κατακτητών και της εγχώριας αντίδρασης.
Ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, διορίστηκε στη θέση του από την κατοχική «κυβέρνηση» του Τσολάκογλου. Στις επιστολές του προς την «κυβέρνηση» των προδοτών, ο Δαμασκηνός ευλογούσε τους «Κουίσλιγκ», δηλώνοντας ότι «αποβλέπομεν μετά βαθείας εκτιμήσεως προς την τολμηράν πρωτοβουλίαν την οποίαν αναλάβατε», ενώ χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν «μέτρον ανάγκης»...
Από την πλευρά τους, οι επικεφαλής του Αγίου Όρους έστειλαν μέχρι και επιστολή προς τον Χίτλερ, με την οποία καλούσαν την «Υμετέρα Εξοχότητα» (σ.σ: τον Χίτλερ) να «αναλάβη υπό την υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν» το ΑγιοΟρος...
«Εξοχότατε, οι βαθυσεβάστως υποσημειούμενοι Αντιπρόσωποι των Είκοσιν Ιερών Βασιλικών Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών του Αγίου Ορους Αθω, λαμβάνομεν την εξαιρετικήν τιμήν ν' απευθυνθώμεν προς την Υμετέραν Εξοχότητα και παρακαλέσωμεν Αυτήν θερμώς, όπως, ευαρεστημένη, αναλάβη υπό την Υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν τον Ιερόν τούτον Τόπον (...) Οι μοναχοί του Ορους Αθω οθενδήποτε και αν κατάγονται θα διατηρήσουσιν τα κτήματα και τα πρότερα αυτών δικαιώματα και θ' απολαύουσιν, άνευ ουδεμιάς εξαιρέσεως, πλήρους ισότητος δικαιωμάτων και προνομίων (...). Την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Ορειεν ασκουμένους ανεξαρτήτως εθνικότητος Ορθοδόξους μοναχούς και εναρμονιζόμενοι προς τον σκοπόν και την αποστολήν αυτών, παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα όπως αναλάβη υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής. Τον Βασιλέα των Βασιλευόντων και Κύριον των Κυριευόντων εξ όλης ψυχής και καρδίας ικετεύοντες, όπως επιδαψιλεύση τη Υμετέρα Εξοχότητιυγείαν και μακροημέρευσιν επ' αγαθώ του ενδόξου Γερμανικού Εθνους. Υποσημειούμε θα βαθυσεβάστως».Η επιστολή έχει συνταχθεί «Εν Αγίω Ορει τη 13/26 Απριλίου 1941» και απευθύνεται «Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγκελλάριον του ενδόξου Γερμανικού Κράτους ΚύριονΑδόλφον Χίτλερ εις Βερολίνον»...
Πρόκειται για την επιστολή που έστειλαν προς τον Χίτλερ - μια μέρα πριν (!) η Βέρμαχτ μπει στην Αθήνα - οι μονές του Αγίου Ορους «ικετεύοντες» να τους θέσει «υπό την υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν» του!
(σσ: Φοβόμαστε ότι εκτός από «χρυσόβουλα» βυζαντινών αυτοκρατόρων, φιρμάνια Σλάβων φυλάρχων και χοτζέτια σουλτάνων, δεν αποκλείεται οι «Αγιοι Πατέρες» να διαθέτουν και διατάγματα του ...Χίτλερ που να «αποδεικνύουν» τα ιδιοκτησιακά τους «δικαιώματα» επί λιμνών, βουνών, θαλασσών και κυρίως οικοδομικών «φιλέτων» της ελληνικής επικράτειας...).
Όσο για Μητροπολίτες, όπως ο Φλωρίνης, ο Εδέσσης, ο Αιτωλοακαρνανίας, ο Φθιώτιδας, υποδέχονταν τα Ες-Ες με δοξολογίες υπέρ «του μεγάλου γερμανικού έθνους» και με κηρύγματα ότι «τάσσεται ο ελληνικός λαός παρά τω πλευρώ των δυνάμεων του Αξονος»...
Φυσικά, υπήρχαν και Μητροπολίτες που τίμησαν το σχήμα τους, όπως ο Κοζάνης Ιωακείμ ή ο Ηλείας Αντώνιος, που στάθηκαν δίπλα στο ΕΑΜ. Μόνο που αυτούς η Ιεραρχία τους κυνήγησε και τους καθαίρεσε...
Ας επιστρέψουμε στον Δαμασκηνό. Αυτός είχε εκδιώξει από το θρόνο τον Χρύσανθο, ο οποίος με τη σειρά του ομολογούσε αργότερα ότι αυτός ήταν που καθοδηγούσε τον Γρίβα και τη φασιστική οργάνωση των Χιτών και αποκαλούσε τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «τελευταία εφεδρεία» του Έθνους...
Γνωστός είναι ο ρόλος του Δαμασκηνού ως συνεργάτης των Άγγλων, αφού πρώτα είχε ορκίσει τις «κυβερνήσεις» των γερμανοτσολιάδων, των Λογοθετόπουλου και Ράλλη. Οι Άγγλοι, μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ στα «Δεκεμβριανά», τον όρισαν έως και αντιβασιλέα της χώρας.
Η εξαργύρωση της στάσης του Δαμασκηνού στο ματοκύλισμα του λαού από τους ιμπεριαλιστές, υπήρξε πλήρης.Αλλά κι αυτός στάθηκε στο «ύψος» του. Υπό την ηγεσία του, το 1946, η έκτακτη σύνοδος της Ιεραρχίας εξέδωσε την ποιμαντορική εγκύκλιο για την καταδίκη της Αριστεράς.
Υπό την καθοδήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της 30/5/47 τασσόταν παρά τω πλευρώ του μοναρχοφασιστικούεμφυλιοπολεμικού κράτους και «αφόριζε» σαν «εθνικώς εγκληματικόν κίνημα» (!) τον αγώνα των μαχητών του ΔΣΕ.
Αργότερα, το 1949, δήλωνε «υπερήφανος» για την «εθνικήνκολυμβήθραν» της Μακρονήσου... Εκεί, δε, στη Μακρόνησο, «μεγαλούργησε» σειρά από αρχιμανδρίτες. Δεν είναι τυχαίο ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου...
Ο Δαμασκηνός, επίσης, ήταν εκείνος που το '48 ευλογούσε τα εκτελεστικά αποσπάσματα των στρατοδικείων, αφού, όπως έλεγε, για τους δολοφονηθέντες δημοκράτες, επρόκειτο για «καταδικασθέντες εις θάνατον κατόπιν νομίμου και δημοσίας διαδικασίας»...
Φυσικά, δεν είναι μόνο το εν Ελλάδι ιερατείο που εκείνη την εποχή διακονούσε τη «μαυρίλα».Το Φανάρι, για παράδειγμα, εξέδωσε το '49 δήλωση - προειδοποίηση αφορισμού των ομογενών που εμφορούνταν από κομμουνιστικές ιδέες, ενώ το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας έσπευδε να αποστείλει το '49 συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Παπάγο «επ' ευκαιρία οριστικής συντριβής των εχθρών της Πατρίδος και της Ανθρωπότητος» (σ.σ: των κομμουνιστών)...
Και βέβαια δεν είναι μόνο το ιερατείο της Ορθοδοξίας.Το 1948 η Καθολική Ιεραρχία της Ελλάδος «καταδίκασε απεριφράστως τον άθεονκομμουνισμόν», ενώ ήδη από το '44 ο Πάπας Πίος, συνεργάτης πολλών εγκληματιών ναζί, καταδικάζει τους κομμουνιστές, επειδή αρνούνται το «φυσικόν δικαίωμα της ιδιοκτησίας» και λίγο αργότερα απαγορεύει την ταφή των κομμουνιστών, εάν πριν το θάνατό τους δεν είχαν δώσει «δημοσία απόδειξη μετανοίας»...
Χούντα
Η ηγεσία της Εκκλησίας υπήρξε σταθερός βραχίονας επιβολής της αντιδραστικής πολιτικής του μετεμφυλιακού κράτους. Το επιστέγασμα της κοσμικής «μαυρίλας» που εκπροσωπούσε ήταν η στάση της κατά την περίοδο της χούντας.
Παράλληλα με το επίσημο ιερατείο, καθοριστικός για την εμπέδωση του σκοταδιστικού κηρύγματος στη δημόσια ζωή ήταν ο ρόλος που έπαιξαν τα διάφορα παραθρησκευτικά σωματεία. Το κυριότερο από αυτά, η «Ζωή», ιδρύθηκε το 1907 και επιφανές της στέλεχος υπήρξε ο Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και κατοπινά ο εκλεκτός της χούντας των συνταγματαρχών στη θέση του Αρχιεπισκόπου.
Το θεάρεστο έργο της «Ζωής», σε συνεργασία πάντα με τη Φρειδερίκη, ήταν να ηγηθεί στο «πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος». Για το σκοπό αυτό, το μοναρχοφασιστικό κράτος τής διαθέτει ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων και μηχανισμών. Σε αντάλλαγμα «των υπηρεσιών προς το έθνος» που προσφέρουν οι διάφορες χριστιανοφασιστικές οργανώσεις, το κράτος τούς παρέχει κάθε είδους διευκολύνσεις. Είναι ενδεικτικό: Εκείνη την εποχή μόνο τρεις οργανισμοί είχαν απαλλαγεί από το χαρτόσημο: Τα ανάκτορα, η πρεσβεία των ΗΠΑ και η «Ζωή»...Ας σημειωθεί ότι η «Ζωή» είχε στις τάξεις της τις ΧΜΟ, τις «Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες», στους στρατώνες των οποίων οι πνευματικοί καθοδηγητές των στρατωνιζομένων τους εξόπλιζαν με στόχο τον «αγώνα της χριστιανικής Ελλάδας κατά του άθεου κομμουνισμού».
Ο ρόλος αυτών των σωματείων αντανακλάται περίφημα στην πολιτική διαδρομή των ατόμων που απάρτιζαν τα υψηλά τους κλιμάκια.Το «βαρύ πυροβολικό» της «Ζωής» ήταν οι πανεπιστημιακοί Τσιριντάνης και Ράμμος, ο ψυχίατρος Ασπιώτης, ο οικονομολόγος Μερτικόπουλος, οι αρχιμανδρίτες Ξένος και Παρασκευόπουλος, και οι θεολόγοι Παυλίδης και Μουρατίδης.Έχουμε και λέμε λοιπόν:
- Οι Τσιριντάνης και Μερτικόπουλος θα διοριστούν αργότερα μέλη υπηρεσιακών κυβερνήσεων, ενώ ο Τσιριντάνης, ειδικότερα, ήταν υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Δόβα, που έκανε τις εκλογές βίας και νοθείας, το '61.
- Οι Παρασκευόπουλος και Ξένος θα ενθρονιστούν μητροπολίτες από τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας Ιερώνυμο. Ο Παρασκευόπουλος είναι αυτός που ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή», με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία. Ο Ξένος, δε, θα γίνει αργότερα μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων.
- Όσο για τον Μουρατίδη, υπήρξε ο «ιδεολογικός καθοδηγητής» των τριών Κύπριων μητροπολιτών, στην προσπάθειά τους να εκθρονίσουν τον Μακάριο το 1972.
Εντούτοις, κάθε άλλο παρά «απασχολημένο» με το ...διάβασμα ήταν το ιερατείο την επταετία. Γνώριζε πολύ καλά και από πρώτο χέρι τη βαρβαρότητα της δικτατορίας. Το ομολογεί, άλλωστε, ο ίδιος ο Ιερώνυμος, ο αρχιεπίσκοπος της χούντας, ο οποίος στα απομνημονεύματά του κάνει λόγο για τις αναφορές που έφταναν στο γραφείο του για τα βασανιστήρια στο ΕΑΤ - ΕΣΑ (αναφορές που προφανώς περνούσαν από τα χέρια τού τότε αρχιγραμματέα του και κατοπινού αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου...
Το τι έπραξε η ηγεσία της Εκκλησίας είναι γνωστό. Είναι χαμένος κόπος να αναζητήσει κανείς έστω και μια διαφοροποίηση από έστω και ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της Εκκλησίας εκείνης της περιόδου απέναντι στους συνταγματάρχες του «Ελλάς - Ελλήνων - Χριστιανών». Δεν το λέμε εμείς. Ήταν 15/7/1999 όταν ο μητροπολίτης Λέρου, μεταξύ των άλλων, ζητώντας συγνώμη γιατί την περίοδο της χούντας η Ιεραρχία της Εκκλησίας δεν στάθηκε στο ύψος της, δηλώνει:«Δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο της Ιεράς Συνόδου που να είναι αντάξιο της αποστολής της».
Μεταπολίτευση
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης – και όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από την επταετία - η ιεραρχία προσπαθεί να φτιάξει την δική της «ιστορία» για την τακτική την περίοδο της χούντας. Όποιος, όμως, θέλει να διαπιστώσει το βαθμό της «αποχουντοποίησης» του ιερατείου, δεν έχει παρά να ανατρέξει στις φυλλάδες των αμετανόητων της χούντας, όπως ο «Ελεύθερος Κόσμος». Εκεί θα διαπιστώσει ποιοι αρθρογραφούσαν ακόμα και μετά από το 1974.Μέχρι και κατοπινοί αρχιεπίσκοποι...
Η Εκκλησία «τους», λοιπόν, κρίθηκε για την επταετία. Τότε που «διάβαζε» υπηρετώντας τηχούντα. Κρίθηκε όταν το 1/3 των δεσποτάδων ανέβαινε τα σκαλιά της ιεραρχίας με εφόδιο τη θητεία των «Αγίων» στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Κρίνεται καθημερινά που η προσφορά των ταπεινών και φτωχών πιστών γίνεται παχυλό παγκάρι στα θησαυροφυλάκια της αμύθητης εκκλησιαστικής περιουσίας. Κρίνεται στις χιλιάδες ιστορίες που σου διηγούνται στα χωριά για τους «πάπαρδους» και τους «Άγιους Πρεβέζης», κρίνεται από τα καραγκιοζιλίκια τύπου «παπαροκάδων» μέχρι τη μαυρίλα που αποπνέουν οι μητροπολίτες υμνητές του χρυσαυγιτισμού.
Ναι, λέει ο νυν Αρχιεπίσκοπος, αλλά ο ρόλος της Εκκλησίας την επταετία ήταν «συνεπής και αδιάβλητος»διότι η χούντα είχε παρέμβει στο εσωτερικό της. Πράγματι: Το ανώμαλο εκκλησιαστικό καθεστώς είχε ξεκινήσει το 1967, όταν ηχούντα κατήργησε τη νόμιμη ιεραρχία και διόρισε οχταμελή Σύνοδο που εξέλεξε ως αρχιεπίσκοπο τον (τότε) Ιερώνυμο. Στη συνέχεια, τοποθετήθηκαν άνθρωποι των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων σε πάνω από τριάντα μητροπόλεις. Το 1974, επί χούντας Ιωαννίδη, παραιτείται ο Ιερώνυμος και καλείται η παλιά ιεραρχία για να εκλέξει νέο αρχιεπίσκοπο. Εκλέγεται ο Σεραφείμ και στη συνέχεια απομακρύνονται οι 12 από τους αντικανονικά εκλεγμένους μητροπολίτες, ανάμεσά τους και αυτοί που έκαναν το 1993 την προσφυγή στο ΣτΕ.
Όμως:
- Δεν έχουν περάσει δα και πολλά χρόνια από τις 6/9/1998 όταν οΧριστόδουλος τίμησε τον επί χούντας προκαθήμενο της Εκκλησίας τελώνταςστην Τήνο τρισάγιο στον τάφο του Ιερώνυμου. Τι άλλο τίμησε τότε η ιεραρχία αν όχιτον εκλεκτό της χούντας του Παπαδόπουλου, την εποχή του οποίου (Ιερώνυμου)ο Χριστόδουλος διατέλεσε γραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
- Ήταν στις 3/2/2002 όταν ο Χριστόδουλος τιμούσε (πάλι) τα έργα και τις ημέρες του χουντικού αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, μιλώντας για«παρεξηγημένο» αρχιεπίσκοπο και απευθύνοντας ύμνους για «το πνευματικό έργο και τα οράματά του».
- Ήταν2/5/2007 όταν ο μονίμως ...αδιάβαστος Χριστόδουλος είχε επισκεφτεί την Κύπρο όπου διέπραξε το «θαύμα» να αποδώσει τιμές και να καταθέσει στεφάνι στον τάφο του Γρίβα... Η’ μήπως ο Γρίβας δεν ήταν συνεργάτης της χούντας,ο ιθύνοντας νους μιας σειράς από απόπειρες δολοφονίας κατά του Μακάριου, ο συνένοχος του φασιστικού πραξικοπήματος που έδωσε το πρόσχημα για την είσοδο του Αττίλα στο νησί, και φυσικά ο ιδρυτής των «Χιτών» επί Κατοχής;…
Και κάτι ακόμα: Ήταν ο προκάτοχος του σημερινού αρχιεπισκόπου, ο Χριστόδουλος, που στη διδακτορική διατριβή του, που την υπέβαλε στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, η χούντα των συνταγματαρχώνεμφανίζεται σαν«Επανάστασις της 21ης Απριλίου». Και φυσικά αυτό έχει την πολυσήμαντη σημασία του καθώς η διατριβή δεν υποβλήθηκε τα χρόνια της χούντας (όταν ο Χριστόδουλος δεν ήξερε τι συνέβαινε γιατί… διάβαζε). Υποβλήθηκε το 1981. Εφτά ολόκληρα χρόνια μετά την κατάρρευση της δικτατορίας.
by ThePressProject
23 Σεπ 2016
Η φρίκη της αποικιοκρατίας σε μια φωτογραφία.
Ένας πατέρας κοιτάζει με απόγνωση τα κομμένα μέλη του παιδιού του! Η συγκλονιστική φωτογραφία είναι της αγγλίδας φωτογράφου και ιεραπόστολου Alice Seeley Harris και τραβήχτηκε το 1904 στο Κονγκό. Το παιδί ήταν ένα ακόμα θύμα του παραλογισμού και της βαναυσότητας του «σφαγέα του Κονγκό». Έτσι έμεινε γνωστός ο βασιλιάς του Βελγίου, Λεοπόλδος Β’
Ο δύστυχος πατέρας ονομάζεται Nsala και έχει μείνει αποσβολωμένος μπροστά στο φρικτό θέαμα. Κοιτάζει το χέρι και το πόδι της μόλις πέντε χρόνων κόρης του της Boali.Στο πρόσωπό του είναι χαραγμένη η απελπισία. Το κοριτσάκι τιμωρήθηκε με ακρωτηριασμό από τους μισθοφόρους του Λεοπόλδου επειδή ο πατέρας της δεν κατάφερε να συλλέξει την ποσότητα καουτσούκ που του αναλογούσε.
Η μικρή Boali είναι ακόμη ένα θύμα ανάμεσα στα 10 εκατομμύρια Αφρικανούς που θανατώθηκαν από τους μισθοφόρους. Πλήρωσε το «λάθος» του πατέρα της. Μαζί της «τιμωρήθηκαν», η μητέρα κι ο αδερφός της. Οι μισθοφόροι αρχικά έκοψαν το πόδι και το χέρι του παιδιού. Μετά το σκότωσαν. Αλλά η τιμωρία του Nsala δεν ήταν αρκετή, ούτε τόσο σκληρή όπως θα ήθελαν. Σκότωσαν τον γιο και τη γυναίκα του. Μετά του παρέδωσαν τα κομμάτια της κόρης του. Η ζωή του είχε πια τελειώσει…
Ο Λεοπόλδος «απέκτησε»το Κονγκό στη διάσκεψη του Βερολίνου το 1885, όχι ως αποικία αλλά ως ατομική ιδιοκτησία. Η περιοχή, 76 φορές μεγαλύτερη από το Βέλγιο, ήταν πλούσια σε κοιτάσματα καουτσούκ, ένα περιζήτητο υλικό της εποχής.
Ο Λεοπόλδος διατήρησε την κυριαρχία του στη περιοχή μέχρι το 1908. Στο διάστημα αυτό εξάντλησε κάθε όριο βαναυσότητας απέναντι στους ιθαγενείς εργάτες.
Όποιος δεν ήταν παραγωγικός στη δουλειά του ακρωτηριαζόταν ή μαστιγωνόταν, πολλές φορές μέχρι θανάτου.
Συνολικά περισσότεροι από 10 εκατομμύρια ιθαγενείς θανατώθηκαν έχοντας υποστεί σκληρά βασανιστήρια.
Οι απάνθρωπες τακτικές του έγιναν σταδιακά γνωστές στη Δύση από τους ιεραπόστολους, όπως η Alice Seeley Harris. Μέσω των φωτογραφιών της η παγκόσμια κατακραυγή κατά του Λεοπόλδου δεν άργησε να έρθει στις αρχές του 20ου αιώνα.
Made in Lakonia: Ψηφιακή Αγορά Λακωνίας
Τοπικά προϊόντα απευθείας από την πηγή
Τα πρώτα της βήματα κάνει και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία η πλατφόρμαMade in Lakonia, προβάλλοντας τοπικά προϊόντα και δίνοντας μεγαλύτερες δυνατότητες στους τοπικούς παραγωγούς. Για την πλατφόρμα μας ενημέρωσε από τη διαχειριστική ομάδα του Made in Lakonia, ο Παναγιώτης Λεϊμονίτης. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε πολλά σημεία της χώρας εμφανίζονται δημιουργικές προσπάθειες την τελευταία περίοδο.
-Tί είναι το Made in Lakonia;
-Το Made in Lakonia αποτελεί την πρώτη ολοκληρωμένη ψηφιακή πλατφόρμα παραγωγικών πηγών του νομού με σκοπό το ψηφιακό εμπόριο χονδρικής και λιανικής.
Προσφέρει την δυνατότητα σε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της Λακωνίας να δημιουργήσουν την δική τους Πηγή (ηλεκτρονικό κατάστημα) σε μόλις μισή ώρα.
Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ύστερα από διετή έρευνα σε ολόκληρο το νομό προκειμένου να εργαλειοδοτήσει με τον πλέον ακριβή και εύχρηστο τρόπο τόσο τους παραγωγούς και δημιουργούς, όσο και τους επισκέπτες του, επαγγελματίες ή ιδιώτες.
-Ποιοί είναι οι σκοποί και οι στόχοι της πλατφόρμας αυτής;
-Σκoπός της πλατφόρμας είναι να αποτελέσει το πρώτο οργανωμένο βήμα των δημιουργικών μονάδων του τόπου μας, ενώνοντας τη δύναμη όλων, αλλά και δίνοντας σε κάθε μέλος ξεχωριστά, τη δυνατότητα να διαχειριστεί εξ ολοκλήρου ( από την εγγραφή εώς το σχεδιασμό ) το δικό του ηλεκτρονικό κατάστημα ώστε η προσωπική επαγγελματική προβολή αλλά και η ολοκληρωμένη εικόνα να συνδυάζονται αρμονικά και δίκαια .
Α) Βασικός και κυρίαρχος στόχος του madeinlakonia.gr είναι το «Απευθείας απ’ την Πηγή» να γίνει πράξη με ένα συγκροτημένο, σύγχρονο και κυρίως διάφανο τρόπο.
Β) Η επαγγελματική παρουσίαση των παραγώγων σε ένα πλήρως διαδραστικό περιβάλλον πλοήγησης με εργαλεία εώς το τελευταίο στάδιο (check out).
Γ) Η γνωστοποίηση της ιδιαίτερης ποιότητας της παραγωγής μας σε όλο τον κόσμο.
Δ) Η ένταξη και η κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του διαδικτύου από τους παραγωγούς μας. Αποτελεί ισχυρή πεποίθηση μας ότι η διαχείριση των διαδικτυακών μέσων πρέπει να γίνετε από τα ίδια τα μέλη καθώς αυτό θα αποτελέσει, με βάση τον τρόπο που έχει δομηθεί η πλατφόρμα, ένα ταξίδι εύκολης προσαρμογής στην νέα ψηφιακή εποχή.
Ε) Η δημιουργία ενός πλήρους παραγωγικού χάρτη και προϊοντικής βάσης που θα μετατρέψει τις εμπορικές συναλλαγές σε μια άμεση και ασφαλή διαδικασία, είτε είναι χονδρικής είτε λιανικής.
-Ποιά είναι τα περιεχόμενα της πλατφόρμας;
-Στο madeinlakonia.gr οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα :
Να αναζητήσουν λακωνικά προϊόντα, υπηρεσίες και παραγωγούς .
Να ενημερωθούν για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τον τρόπο καλλιέργειας ή δημιουργίας τους .
Να προχωρήσουν σε αγορές λιανικής.
Να δημιουργήσουν συνεργασίες και αγορές χονδρικής.
Να έχουν ολοκληρωμένες οικονομικές συναλλαγές.
Να έχουν ιδιωτικές συζητήσεις, προσφέρεται από το σύστημα εσωτερική επικοινωνία.
Ήδη σε 2 μήνες λειτουργίας 30 πηγές έχουν δημιουργήσει τους δικούς τους χώρους και η επισκεψιμότητα έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία, δίνοντας μας τη δύναμη που απαιτείται για να ολοκληρώσουμε το εγχείρημά μας.
Eπικοινωνία: http://madeinlakonia.gr/
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
ert
Όποιος βρει το νταούλι ας το δώσει στον κ. Τσίπρα
Η Βρετανία απέκτησε το πρώτο της σουπερμάρκετ που πουλάει ληγμένα [ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ]
Θα είχαν πάρει φωτιά τα νεοφιλελέ παπαγαλάκια.....
Από τη μία η εκστρατεία κατά της κατασπατάλησης των τροφίμων. Από την άλλη η φτώχεια και η υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής μας. Και στη μέση τα σουπερμάρκετ με τα ληγμένα τρόφιμα που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο στην Ευρώπη της λιτότητας.
Το νέο αυτό κατάστημα άνοιξε μετά την επιτυχία μιας σειράς από καφετέριες και εστιατόρια στο Ηνωμένο Βασίλειο, που σερβίρουν φρέσκα γεύματα που παρασκευάζονται από τρόφιμα που προορίζονταν για τα σκουπίδια. Η πρωτοβουλία συγκεντρώνει καθημερινά σε δωρεές 2-10 τόνους τροφίμων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό δωρίζει με τη σειρά της σε σχολεία καθώς δεν μπορεί να τα αξιοποιήσει. Το περασμένο καλοκαίρι, έχοντας ένα μεγάλο περίσσευμα τροφίμων γεννήθηκε η ιδέα να τα συγκεντρώνει σε έναν χώρο και να έρχεται εκεί ο καθένας και να παίρνει ότι θέλει, αφήνοντας ότι μπορεί.
Το «Real Junk Food Project» βρίσκεται στο Πάντσεϋ, κοντά στο Λιντς και διαθέτει τα πάντα. Φρούτα, λαχανικά, ζυμαρικά, χυμούς, γλυκά. Και η τιμή τους; Ο καθένας δίνει ότι έχει. Αυτός είναι άλλωστε και ο τρόπος που αυτού του είδους τα μαγαζιά ξεπερνούν τα νομικά κωλύματα που δεν επιτρέπουν την πώληση ληγμένων προϊόντων, καθώς κινούνται στη γκρίζα ζώνη της εθελοντικής προσφοράς του καταναλωτή.
Το νέο κατάστημα λειτουργεί επτά ημέρες την εβδομάδα, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα, ώστε να διατίθενται τα περισσότερα δυνατά τρόφιμα στην τοπική κοινότητα και η ανταπόκριση είναι μέχρι στιγμής μεγάλη. Όπως ο ιδρυτής του Adam Smith λέει, το κατάστημα δεν απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες όπως οι άστεγοι ή οι άνεργοι αλλά σε αυτό είναι όλοι ευπρόσδεκτοι.
Όσον αφορά το από που προέρχονται αυτά τα τρόφιμα; Από σουπερμάρκετ, από φιλανθρωπικούς οργανισμούς, τράπεζες τροφίμων αλλά και ιδιωτικές πρωτοβουλίες.
Περισσότεροι από 1,3 δισεκατομμύρια τόνοι τροφίμων πετάγονται ή χαλάνε κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ περίπου 795 εκατομμύρια άνθρωποι στερούνται τακτική πρόσβαση σε υγιεινά τρόφιμα.
Η εξεύρεση τρόπων για να καταλήξουν κάποια από αυτά τα χαμένα τρόφιμα σε ανθρώπους που υποφέρουν από υποσιτισμό έχει οφέλη τόσο για τη δημόσια υγεία, όσο και για το περιβάλλον και αυτό προσπαθούν να επιτύχουν τέτοιου είδους σούπερμάρκετ.
Από την άλλη βέβαια υπάρχει πάντα και το ερώτημα γιατί να αναγκαζόμαστε εν έτει 2016 να τρώμε κάτι που θα πετάγαμε στα σκουπίδια.
22 Σεπ 2016
Η ψυχή στον βωμό του μόχθου και η εργασία ως προνόμιο
Έχει ιδιαίτερη αξία να εξεταστεί όσο πιο ενδελεχώς γίνεται η σχέση μεταξύ της φαντασιακής θέσμισης της εργασίας στα πλαίσια της φαρμακευτικής αγωγής και της νέας ηθικής της εργασίας που προάγει η συγκαιρινή παλινόρθωση του καπιταλισμού. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μετά βεβαιότητας ότι δεν έχει υπάρξει άλλη εποχή με τόσο ηχηρή αποθέωση της εργασίας όσο η σημερινή: η εργασία πλέον οφείλει να λατρεύεται για τις θεραπευτικές, μαγικές και λυτρωτικές της ιδιότητες. Με την οικονομία της αγοράς να έχει αναλάβει τον μετασχηματισμό της εργασίας σε ένα νέο είδος εξουσίας που ελέγχει απόλυτα τους ανθρώπους, αυτό που τελικά τους επιφυλάσσεται ως ένταξη στην κοινωνία είναι ο ρόλος αποκλειστικά των παραγωγών και καταναλωτών τη στιγμή που ο ένας θεσμός μετά τον άλλον δείχνουν να υποχωρούν και να καταρρέουν μπρος σ’ αυτή την επιταγή. Άλλωστε, όταν θεσμοί όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η φιλία δεν καταφέρνουν να υπαχθούν και να προσαρμοστούν στους κανόνες της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, τότε αποτελούν τροχοπέδη για την πορεία της καριέρας, την ανάπτυξη του επαγγελματικού Εγώ και την εξέλιξη του εαυτού μας σε μικροσκοπική επιχείρηση.Μας λένε ότι η εποχή μας είναι η εποχή της δουλειάς.Στην πραγματικότητα, είναι η εποχή της θλίψης,της αθλιότητας και του ξεπεσμού.Πωλ Λαφάργκ
Πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου ότι η κοινωνική κινητικότητα που καθοδηγεί το όνειρο της επαγγελματικής ανέλιξης προϋποθέτει χαλαρούς και εύθραυστους δεσμούς, μακριά από συναισθηματικές φορτίσεις και ψυχική επένδυση, που μπορούν ανά πάσα στιγμή να σπάσουν. Στον εύκαμπτο και ηδονιστικό καπιταλισμό της υπερνεωτερικότητας οι σχέσεις γίνονται κυμαινόμενες, ανάλαφρες και φευγαλέες, υπακούουν στο κάλεσμα του πλανητικού νομαδισμού· το να προσκολλάται κανείς σε μια σταθερή σχέση, να αφιερώνεται στην κοινότητά του ή να συμπράττει με τους πλησίον του έχοντας μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα συνιστούν κατάρα, δείχνουν αδυναμία, προσφωνούν την καταδίκη της στασιμότητας.
Εκ πρώτης όψεως, η ευλογία της εργασίας παρουσιάζεται σαν ένα φαινόμενο που συνυπάρχει με τη γένεση του ανθρώπου, οδηγώντας τους φιλοσόφους της κλασικής πολιτικής οικονομίας όχι μόνο να την ταυτίσουν με την ανθρώπινη υπόσταση στο σύνολό της, αλλά και να την θεωρήσουν απώτατο προορισμό της ανθρώπινης κατάστασης. Κοιτώντας όμως πιο προσεκτικά την εκδίπλωση της ιστορίας, αυτή η τάση, μακράν του να προσιδιάζει στην απόκρυφη «φύση» του ανθρώπου, μάλλον εμφανίζεται, τροφοδοτείται, διογκώνεται και τελικά επικυριαρχεί μέσω της επικράτησης ενός συγκεκριμένου πνεύματος1. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τη σύγχρονη κοινωνία όπου ο μόχθος μοιάζει να είναι το μόνο που έχει απομείνει προκειμένου να προσανατολίσει τη δραστηριότητά του ο άνθρωπος, στον αρχαίο κόσμο η εργασία λογιζόταν ως η κατώτερης μορφής ενέργεια της vita activa, η πιο εξευτελιστική και ατιμωτική συνθήκη.
Ομοίως και με τον αποκαλούμενο πολιτισμό των «άγριων» κοινωνιών που αφιέρωναν ελάχιστο απ’ τον συλλογικό τους χρόνο για τον κοινωνικό μεταβολισμό2. Η απέχθεια για την εργασία πηγάζει απ’ το γεγονός ότι, μέσω αυτής, ο άνθρωπος κατέληγε υποζύγιο των ίδιων του των αναγκών, υποδουλωνόταν, υποχρεωνόταν σε μια βάναυση ζωή και τελικά στερούνταν την ανθρωπινότητά του, την ιδιότητα του να πράττει και να ομιλεί με τους άλλους μέσα στη δημόσια σφαίρα και να συγκροτεί ένα sensus communis μαζί τους που θα υπερβαίνει τον μεταβολισμό του καθημερινού ζόφου και θα συνθέτει μια ζωή που θα δημιουργεί σπουδαία και λαμπρά πράγματα, ικανά να τον υψώσουν πάνω απ’ το βιολογικό του επίπεδο. Η συνείδηση ότι το ανθρώπινο ον δεν εξαντλείται στην ικανοποίηση των φυσικών του αναγκών και στον κόσμο των αισθήσεων έδωσε το έναυσμα σε ένα κίνημα απελευθέρωσης απ’ τη χρείαν, με τον δαμασμό της αναγκαιότητας και την απαλλαγή απ’ την εξαχρείωση να θεωρούνται ως δυο εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις της ελευθερίας για λόγους και πράξεις, την αποκάλυψη με άλλα λόγια των ιδιοτήτων που μπορούν να καθορίσουν τη μοναδικότητα ενός προσώπου εμφανίσιμου και αναγνωρίσιμου από τους άλλους3
Φαίνεται να έχουμε γυρίσει σελίδα απ’ αυτή την αντίληψη, όπου η εργασία έδινε τη σκυτάλη στο σύμπαν των ανώτερων δραστηριοτήτων που όριζε η ελευθερία, αφού η πρώτη επιτελούσε το έργο της με την εκπλήρωση αποκλειστικά της ανάγκης για επιβίωση και αυτοαναπαραγωγή. Βρισκόμαστε, λοιπόν, ενώπιον μιας μετάλλαξης ιστορικών διαστάσεων η οποία, παρά τις ενδιάμεσες αλλοιώσεις στις προσλαμβάνουσές της4, συνθέτει την εξής αντίφαση στη διαλεκτική αλληλεπίδραση μεταξύ του προσανατολισμού του ηθικού υποκειμένου και των τεχνικών δυνατοτήτων που δείχνουν διαρκώς ικανές να υπερβαίνουν και να διαλύουν τη σχέση του με τις κατηγορικές προσταγές: όσο περισσότερο η ανάπτυξη του τεχνικού φαινομένου απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον φόρτο της ενεργής ζωής, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση για εργασία και όλο και περισσότερο καθορίζεται η ανθρώπινη υπόσταση απ’ τις σχέσεις παραγωγής· όσο πιο πολύ απαξιώνεται η υπόσταση της εργασίας και περιθωριοποιείται απ’ τη μεγατεχνική, τις επιστημονικές μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής, τον αυτοματισμό και την κατάργηση της προσπάθειας, τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία δίχως την ανάγκη εργασιακής δύναμης, την αυτορρύθμιση της αγοράς, τόσο πιο πολύ κορυφώνεται η φαντασιακή επένδυση της εργασίας με αρετές χιλιαστικές και απελευθερωτικές στη θέση των υποδουλωτικών. «Arbeit macht frei», το κλειδί κατανόησης της καπιταλιστικής κοινωνίας που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην ατελεύτητη συσσώρευση του πλούτου και την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων5. Σαν τελικά από μια διεστραμμένη αντιστροφή των όρων, η εκμηδενιστική σπατάλη του ανθρώπινου όντος με τη μορφή της αδιάκοπης εργασίας θα έφερνε την οριστική ελευθερία και την αγωγή των ψυχών στην πολιτεία του Θεού, μετατρέποντας τελικά την κοινωνία σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ανθρώπινων απορριμμάτων.
Με την άρση του «δικαιώματος στην επιβίωση»6 ξεκίνησε ένας μεγάλος κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός όπου, με πρόσχημα την καταπολέμηση της μοχθηρίας, άνοιξε μια ακόρεστη όρεξη για «ανάπτυξη», ώστε να ριχτούν οι άνθρωποι με τα μούτρα στην εργασία, να εξαναγκαστούν σε έναν εγκόσμιο παραγωγικό ασκητισμό ο οποίος αν δεν εξασφαλιζόταν δεν μπορούσε να εξασφαλίσει με τη σειρά του «τα προς το ζην» για το άτομο. Πρόκειται για την πρώιμη φάση του καπιταλισμού όπου, σύμφωνα με την απόφανση του Μαρξ στα Χειρόγραφα, οι προλετάριοι «εργάζονται για να ζουν» – πράγμα που σημαίνει πως ο εργαζόμενος εκείνης της περιόδου είχε συνείδηση της ταπείνωσης που υφίσταται, εξαναγκαζόταν από τη βία της ανάγκης στο εργοστάσιο, ήταν ακόμα διαποτισμένος από τις «τεμπέλικες» προβιομηχανικές αξίες, βίωνε με τον χείριστο τρόπο τη μετατροπή της ζωντάνιας του σε απονεκρωμένη εργασία που παράγει εμπορεύματα, αλλοτριωνόταν μέσα στο εργοστασιακό σύστημα, αλλά ανέπνεε τον αέρα της ελευθερίας, όταν έβγαινε απ’ αυτό.
Αυτή η υπόρρητη σύγκρουση κορυφώθηκε μέσα από το εγγενές μίσος για την εργασία που εκδηλωνόταν στους ταξικούς αγώνες7, την εντύπωση πως «η ζωή ξεκινά μετά τη δουλειά». Η απόσχιση της εργασίας απ’ τον κύκλο της ζωής σηματοδοτεί και τη σταδιακή οργάνωση της παραγωγής σε μια ξεχωριστή και αυτόνομη σφαίρα που αναπόφευκτα οδήγησε στην ανάδυση της «αγοράς εργασίας». Όμως, οι εξελίξεις στην άνοδο και την εδραίωση του νεωτερικού καπιταλισμού δεν πρέπει να επισκιάσουν αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια για τα δεδομένα της εποχής: τα όρια μεταξύ εργασίας και ζωής ήταν διακριτά8
Σήμερα, αντιθέτως, στον απόηχο της δεύτερης ατομικιστικής επανάστασης που γνώρισε ο πολιτισμός μας αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1960, τα πράγματα είναι ασφαλώς πολύ πιο σοβαρά: από τη ραγδαία εμπορευματοποίηση της κουλτούρας, την κυριάρχηση του ελεύθερου χρόνου από τη βιομηχανία της διασκέδασης, την ιδιωτικοποίηση και «υπαλληλοποίηση» της κοινοτικής ζωής υπό τη μορφή κοινωνικών υπηρεσιών μέχρι την εξάπλωση της κοινωνικής δικτύωσης και της κομπιουτεροποίησης των προσωπικών δεσμών, η διάκριση μεταξύ εργασίας και ζωής δεν τίθεται ακριβώς εξαιτίας της πολτοποίησης και της κοινοτοποποίησης όλων των κοινωνικών σχέσεων. Λογική του «melting pot», η αποξένωση και η αλλοτρίωση του ανθρώπου πολλαπλασιάζονται σε υπερθετικό βαθμό κάθε στιγμή της καθημερινότητας δημιουργώντας ένα κλίμα ρευστότητας, ελαστικότητας και αδιάκοπης κινητικότητας. Μέσα σ’ αυτή την αγχώδη ατμόσφαιρα της αβεβαιότητας, το animal laborans πλέον δεν εργάζεται για να ζει αλλά ζει για να εργάζεται.
Δεν είναι η εργασία που ενσωματώνεται στον κύκλο της ζωής, μα η ζωή που ενσωματώνεται στον κύκλο της εργασίας, καθότι, όπως φαίνεται, μόνο διαμέσου της εργασίας έχει νόημα να ζει κανείς, μονάχα αν καταφέρει κάθε ατομική ύπαρξη να βυθιστεί στην αγορά εργασίας και να προσαρμόσει τη συμπεριφορά της στη φρενήτιδα της καριέρας και της επαγγελματικής ανόδου θα έχει αξία η ζωή, καθώς η εργασία είναι η αξία, η φαντασιακή πρωτο-αξία θέσμισης του υποκειμένου9. Υπ’ αυτή την έννοια μόνο τυχαίος δεν μπορεί να θεωρηθεί ο εκθειασμός των «εμπειριών» από τις δομές της φεστιβαλικής μας κουλτούρας, όπου, ακριβώς επειδή η ορμή των οποίων δεν είναι παρά η αντανάκλαση του εγκλωβισμού της ζωής στην άμεση εμπειρία της επιβίωσης που συντηρείται μέσω του μόχθου, τελικά πρέπει να νοούνται ως εξευγενισμένες και φιλικές προς τον χρήστη μορφές μίμησης της εργασίας.
Οι δοξολογίες και οι πανηγυρικοί του υπερνεωτερικού καπιταλισμού όχι μόνο εντείνουν τις αντιφάσεις της εργασίας, αλλά συν τοις άλλοις τη μετασχηματίζουν από δικαίωμα σε προνόμιο. Η υποχώρηση του κοινωνικού ιδεώδους «εργασία και δίκαιος μισθός για όλους» δίνει τη σκυτάλη στην εξατομικευμένη λογική του «όσοι εργάζονται είναι προνομιούχοι», «βολεμένοι» και τυχεροί, επειδή τουλάχιστον «κάνουν κάτι». Η ειρωνεία της αυτονόμησης της οικονομικής ανάπτυξης απ’ την επιβίωση φαίνεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στις μέρες μας με τη δημιουργία μιας εργασιακής κοινωνίας δίχως εργασία, με τη λατρεία του τοτέμ της εργασίας την ίδια στιγμή που το αντικείμενο του πόθου όλο και απομακρύνεται.
Παρόλο που κατά γενική ομολογία τα ποσοστά της ανεργίας και της υποαπασχόλησης είναι εύφλεκτα, παρόλο που το μισθοδοτικό σύστημα, ο χρόνος εργασίας και τα όρια συνταξιοδότησης «απελευθερώνονται» απ’ την αναγκαιότητα και τα φυσικά όρια του ανθρώπινου οργανισμού, παρόλο που μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού σε όλες τις προηγμένες κοινωνίες αδυνατεί να σταθεροποιήσει την αναπαραγωγή του και μουρμουρά ενοχλημένα για την «κρίση», κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να εξεγερθεί ενάντια σ’ αυτό το ξεπέρασμα όλων των φραγμών, ώστε να επιβληθούν κάποια όρια· αντιθέτως όλο και περισσότεροι δείχνουν συμμορφωμένοι έως και ικανοποιημένοι από τη γενικευμένη ανικανοποίηση και τη διαρκή εντατικοποίηση των ρυθμών της ζωής, όλοι ανεξαιρέτως καταλήγουν να αντλούν μια υφέρπουσα ηδονή απ’ το «προνόμιο» της εργασίας – όχι απαραίτητα απ’ τη συγκεκριμένη ατομική εργασία που επιτελούμε ο καθένας ξεχωριστά, αλλά μάλλον απ’ την ίδια τη γεγονότητα ότι επιτελούμε κάποια εργασία. Στον αιώνα πουδιανύουμε η εργασία δεν είναι ένα «πράγμα» το οποίο πρέπει να γίνει, αλλά ένα γεγονός που θέλουμε να «κάνουμε».
Αυτός ο εθισμός του ανθρώπου στην εργασία την ώρα που η τελευταία γίνεται το πιο σπάνιο εμπόρευμα της εποχής μας μπορεί να γίνει κατανοητός απ’ τα νέα εταιρικά ήθη που προτάσσουν οι επιχειρήσεις προσπαθώντας να διαμορφώσουν ένα είδος υπερσύγχρονων δουλοπάροικων: οι θριαμβολογίες γύρω απ’ την «ανακάλυψη» του ανθρώπινου παράγοντα ως σημαντικού κεφαλαίου για τη βελτίωση των πωλήσεων, η προσχώρηση της αισθητικής και του στιλ μέσα στην εταιρεία, η δημιουργία ενός άνετου, κλιματιζούμενου και διασκεδαστικού εργασιακού περιβάλλοντος, η διαδικασία της «gamification», της παιγνιοποίησης των παραγωγικών σχέσεων, η δια βίου μάθηση, το κλίμα φιλικότητας και η πεποίθηση πως όλοι ανεξαιρέτως από τους διευθυντές μέχρι τις καθαρίστριες είναι «συνεργάτες», η νοοτροπία των meetings του προσωπικού σημαίνουν τη θυσία του ατόμου ψυχή τε και σώματι στον βωμό της εργασίας10
Καθώς οι εποπτικοί μηχανισμοί της αποδοτικότητας διαπερνούν πλέον όλο τον ψυχισμό του υποκειμένου και δεν περιορίζονται μόνο στη σωματική δύναμη, το αποτέλεσμα είναι η «διανοητικοποίηση» της εργασίας που άγεται από έναν μανιερισμό περί «smartness», ώστε να συγκεντρώνεται μαζί με τη σωματική και η πνευματική ενέργεια του εργαζομένου στις υπηρεσίες της επιχείρησης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιτελεστικότητα τεντώνεται μέχρι τα έσχατα όριά της με αποτέλεσμα οι υψηλά προϊστάμενοι να απαιτούν τα πάντα να γίνονται όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όσο το δυνατόν περισσότερα. Το άμεσο, βιαστικό και βραχυπρόθεσμο κέρδος, που τείνει να γίνει ο κανόνας λειτουργίας του νέου καπιταλισμού, καταργεί την ετεροχρονισμένη ικανοποίηση και την υπομονή και επιβάλλει την ηδονιστική ακαριαιότητα του multitasking, την εντύπωση ότι όλα μπορούν να γίνουν αμέσως, ότι τα κέρδη μπορούν να εκτινάζονται συνεχώς σε δυσθεώρητα ύψη – φυσικά πάντα με τα τμήματα ανθρωπίνων πόρων να προσδίδουν την ευγενική ονομασία «ανάληψη πρωτοβουλιών» σ’ αυτό τον εξοντωτικό παραλογισμό.
Αργά ή γρήγορα, ο εργαζόμενος καταλήγει όμηρος των ίδιων του των κινήτρων και του ομολογούμενου πάθους για αναρρίχηση στην κοινωνική πυραμίδα, η διάλυση της ταξικής συνείδησης και η επέκταση του ατομικισμού στην επαγγελματική ζωή λειτουργεί ως μηχανισμός κακοδιαχείρισης των υπαλλήλων. Αποτέλεσμα, ο καθένας να αισθάνεται σαν ατιμασμένος μονομάχος σε έναν οικονομικό πόλεμο όλων εναντίον όλων που εκτονώνεται στον πόθο για προαγωγή και για απόκτηση θέσεων εξουσίας. Η κατάρρευση του επαναστατικού συνδικαλισμού οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή τη μετακίνηση από την υπεράσπιση των συλλογικών συμφερόντων των εργαζομένων προς τη βιογραφική μέριμνα για την ιδιοτελή εξέλιξη του εαυτού11.
Εφόσον διατείνεται πως η εργασία δεν εκφράζει τα συλλογικά συμφέροντα αυτών που την εκπροσωπούν, τότε παύει να συνδέεται και με το ωφελιμιστικό καθήκον συμμετοχής στο κοινωνικό αγαθό ή της εκπλήρωσης του ανθρώπινου ιδανικού της προόδου και της προκοπής· ανακυκλώνεται γύρω απ’ τον εαυτό, επιστρέφει σ’ αυτόν μέσω μιας υγειονομικής, αθλητικής και ψυχοθεραπευτικής μαγγανείας και πλαισιώνεται από new age επαγγελματικές πρακτικές, ομοιοπαθητικές, γυμναστήρια, δίαιτες, φάρμακα, πρότυπα ομορφιάς και μια βιομηχανία κοσμετολογίας, ώστε να δουλεύουμε διαρκώς με τον εαυτό μας, να είμαστε σε εγρήγορση και διαρκή άμυνα απέναντι στην αναλωσιμότητα και τις εφήμερες συμβασιακές σχέσεις που επιβάλλει η αγορά εργασίας και να φαινόμαστε μονίμως νέοι, δραστήριοι, όμορφοι, χαρούμενοι και πρόθυμοι για δουλειά. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε: η ζωή είναι δουλειά. Ως εκ τούτου, όσο πιο πολύ αυξάνεται η ποσότητα της καθημερινής απασχόλησης, τόσο περισσότερο αυξάνονται και οι υπόνοιες πως κάποιος είναι ζωντανός. Ομολογουμένως, εφόσον έχει διαμορφωθεί μια τέτοια κατάσταση, στο άλλο άκρο του ντοπαρίσματος και του workaholism, εκεί που κάνουν την εμφάνισή τους η υπερκόπωση και η ανεργία, παρατηρούμε ότι η έκλειψη της εργασίας συσχετίζεται με μια έκλειψη της ίδιας της ζωής, της αγωνίας να «επιζήσουμε» πάση θυσία, του απόλυτου κενού· η κατάθλιψη και η αυτοκτονία δείχνουν με τον πιο σπαρακτικό τρόπο τα απώτατα όρια αυτού του βιώματος.
Respublica
Έρχεται κάθαρση. Πάλι…
Ζούμε μια «κάθαρση» διαρκείας. Μια «κάθαρση» που δεν τελειώνει ποτέ.
«Κάθαρση» για τις υποκλοπές επί Τόμπρα.
«Κάθαρση» επί Κοσκωτά.
«Κάθαρση» για την ΑΓΕΤ.
«Κάθαρση» για το ξεπούλημα του ΟΤΕ.
«Κάθαρση» για τις φούσκες του χρηματιστηρίου.
«Κάθαρση» για τα Βατοπέδια.
«Κάθαρση» για τους «κουμπάρους».
«Κάθαρση» για τα παραεκκλησιαστικά και τα παραδικαστικά.
«Κάθαρση» για τα διπύθμενα, «κάθαρση» και για τα μονοπύθμενα των εφοπλιστών.
«Κάθαρση» για τα δομημένα, «κάθαρση» και για τα… αδόμητα ομόλογα.
«Κάθαρση» για τη «Ζήμενς».
«Κάθαρση» για τα υποβρύχια που γέρνουν.
«Κάθαρση» για τις επόμενες υποκλοπές, του τριγώνου περί την αμερικάνικη πρεσβεία.
«Κάθαρση» για τα «κότερα», «κάθαρση» και για τα «αναψυκτήρια».
«Κάθαρση» για τα «φρουτάκια».
«Κάθαρση» για τους χαμένους φακέλους της «Φαράν», «κάθαρση» και για το έγκλημα του «Σαμίνα», «κάθαρση» και για το έγκλημα του «Sea Diamond».
«Κάθαρση» για τους βιντεοκομιστές, «κάθαρση» για τους «εθνικούς εργολάβους», «κάθαρση» και για τους «νταβατζήδες».
«Κάθαρση» με τις λίστες Λαγκάρντ, «κάθαρση» της διαπλοκής μεταξύ πολιτικο-τραπεζικού κατεστημένου, «κάθαρση» τώρα και με τις τηλεοπτικές άδειες.
«Κάθαρση», πάλι «κάθαρση» και ξανά μανά κάθαρση»!
Κι όμως, παρά την τόση «κάθαρση», η βρώμα – βρώμα αδερφάκι μου…
Τίποτα δεν τους καθαρίζει. Τίποτα. Λες και έχει συνωμοτήσει το σύμπαν για να δικαιώσει αυτούς τους κολλημένους τους κομμουνιστές που πιπιλάνε συνεχώς την ίδια καραμέλα, ότι ο καπιταλισμός είναι σύμφυτος με τη βρωμιά της διαπλοκής και τη δυσωδία της διαφθοράς.
Και να σκεφτείτε ότι διαθέτουμε και το καλύτερο «απορρυπαντικό». Είναι εκείνο με τους μπλε, τους πράσινους και (εσχάτως) ροζ κόκκους…
Η τιτλοποίηση και εκμετάλλευση της διαφορετικότητας
Από τον Πάνο Χριστοδούλου
Σκέψεις με αφορμή το περιστατικό με το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων στο Ωραιόκαστρο
Η επίσημη κατάρρευση των αντίπαλων προς το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, καθεστώτων τις αρχές της δεκαετίας του 90 οδήγησε σε μια διευρυμένη εμβάθυνση του νεοφιλελευθερισμού. Από πολλούς η περίοδος αυτή ονομάστηκε ως το τέλος των ιδεολογιών. Όμως η απουσία του ψυχρού πολέμου οδήγησε στην αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας. Οι χώρες του πρώην υπαρκτού δεν επαρκούσαν για να καλυφθεί το κενό.Σε αυτό το σημείο εμφανίστηκε η προσοδοφόρα ήπειρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Συμπεριφορές και καταστάσεις που εμφανίζονταν ως μειοψηφικές στο κοινωνικό σύνολο, από τα άτομα με ειδικές ανάγκες ως τους μετανάστες και τους ομοφυλόφιλους, άρχισαν να απασχολούν έντονα την πολιτική σκηνή. Οι άνθρωποι αυτοί συνεχιζόταν να τιτλοποιούνται ως μειοψηφία, μόνο που αυτή τη φορά η μειοψηφία αποκτούσε δικαιώματα. Τα δικαιώματα δεν ήταν όμως αδιαμεσολάβητα.
Η επιλογή του χαρακτηρισμού ως μειοψηφία, έστω και ως δέκτη αλληλεγγύης, δεν είναι τυχαία. Ο χαρακτηρισμός αυτός θέτει το άτομο σε κατάσταση ιδιότυπης γκετοποίησης: νιώθει ως διαφορετικό κομμάτι από το κοινωνικό σώμα, η ιδιότητα του το καθιστά δέκτη βοήθειας και άρα εξαρτώμενο, τόσο σε σημειολογικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, εμφανίσθηκαν πλειάδα οργανισμών, θεσμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων που εξέφραζαν και υπερασπιζόταν τα άτομα αυτά. Με το αζημίωτο βέβαια, καθώς το πεδίο αυτό ίσως αναδείχθηκε σε μια από τις πιο κερδοφόρες δραστηριότητες της δεκαετίας.
Μάλιστα η δραστηριότητα αυτή αποδείχθηκε τόσο πετυχημένη που επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς μέσω των κοινωνικών παροχών: επιδόματα σε ανέργους αντί για εργασία, επιδοτήσεις σε αγρότες αντί για παραγωγή. Ο ρόλος των επιδομάτων ερχόταν να επισφραγίσει την κατάσταση ομηρείας των ομάδων αυτών. Αδύναμες να επιλέξουν για τον εαυτό τους, έφταναν στο σημείο να νιώθουν ένοχες για την επιλογή ή την κατάσταση τους, αφού διαχωρίζονταν εντέχνως από το κοινωνικό σύνολο.
Ως αποτέλεσμα στήθηκαν περιουσίες και «φιλανθρωπικά» προφίλ οργανισμών και ανθρώπων που επένδυαν πάνω στην διαφορετικότητα. Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και κάποιοι αριστεροί, στήνοντας οργανώσεις αλληλεγγύης για άλλους, μόνο που αυτή τη φορά οι επαγγελματίες «δικαιωματικοί» λειτουργούσαν σε ανοιχτές συνελεύσεις (ανοιχτές για όλους εκτός από τους δέκτες της υποστήριξής τους), αντί για διοικητικά συμβούλια. Τελικά τα δικαιώματα προσφέρονταν για την απόσπαση κάθε λογής υπεραξίας: οικονομική ανάπτυξη, πολιτικές καριέρες, κοινωνικό status.
Κάποια στιγμή όμως το πεδίο σταμάτησε να αποδίδει, ιδίως με την έλευση της οικονομικής κρίσης. Για λίγο διάστημα οι ευτυχισμένοι (και συνήθως αργόσχολοι) «φιλάνθρωποι» αρκούταν στις φωτογραφίες και το πρεστίζ. Επειδή όμως κατά βάση αυτό δεν αποτελούσε αλληλεγγύη αλλά χόμπι, τα άτομα αυτά δεν είχαν υπερασπιστεί σχεδόν ποτέ τα ίδια τους τα δικαιώματα, δεν είχαν συγκρουστεί ποτέ για τα συμφέροντα της δικιάς τους κατηγορίας, η οικονομική κρίση τους έφερε στην ανάγκη να το κάνουν. Και όλος παραδόξως, αλλά πολύ λογικά, το έκαναν ενάντια στο χωράφι που δεν απέφερε πια καρπούς: τα δικαιώματα.
Οι ιδιαίτερες ομάδες που μας προσέφεραν την προστασία τους στη δεκαετία του 90 είναι ο νέος απόλυτος κίνδυνος για τον δυτικό πολιτισμό την περίοδο του 2010. Συγκεκριμένα στην Ελλάδα, ένας από τους φορείς που ανέλαβε πολλές φορές αυτό τον ρόλο ήταν οι σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων. Φορέας εν γένει συντηρητικός, αποδέχτηκε το ρόλο να τιτλοποιήσει τα δικαιώματα των παιδιών για πολιτικά συμφέροντα, σε σημείο που να στρέφεται ή να αγνοεί τα δικαιώματα των μαθητών. Όπως αναφέρθηκε, ο φορέας αυτός πριν δε συγκρούστηκε ποτέ με το bullying, το σεξισμό, την ομοφοβία στα σχολεία (αν δε τα συγκάλυπτε κιόλας) άλλα έτρεχε να ψάχνει εκδηλώσεις και φωτογραφίες για ρομά και ΑΜΕΑ.
Όταν τα δικαιώματα έπαψαν να είναι «της μόδας» οι έως τότε φιλάνθρωποι στράφηκαν εναντίον τους. Η περίπτωση του Ωραιοκάστρου δε θα είναι η τελευταία. Όσο η διαφορετικότητα γίνεται πεδίο εκμετάλλευσης, είτε ως αρνητική έννοια είτε ως θετική, τα άτομα αυτά θα παραμένουν πάντα στο περιθώριο. Φυσικά υπήρχαν και αφανείς φορείς αλληλεγγύης που όμως χρειάζεται να συνδεθούν με την κοινωνική και παραγωγική δραστηριότητα. Και κυρίως χρειάζεται οι φορείς της διαφορετικότητας να αποκτήσουν τη δυνατότητα να αποφασίζουν εντός κοινωνικού συνόλου για τον εαυτό τους χωρίς μεσάζοντες.
yabasta
Ζούμε όπως παίξαμε
Κατά τον Φρόιντ, «Το αντίθετο του παιχνιδιού δεν είναι η σοβαρότητα , αλλά η πραγματικότητα», με τον σημερινό άνθρωπο να προσαρμόζεται εύκολα, πεπεισμένος ότι δεν μπορεί να κάνει και πολλά για να την αλλάξει.
Ο μεταβατικός χώρος του παιχνιδιού είναι το σημείο όπου το παιδί διερευνά το άγνωστο, βιώνοντας την ελευθερία της ύπαρξής του, αναδημιουργώντας τον εαυτό του και τον κόσμο του.
Παίζοντας έτσι ως παιδί, είναι πιο πιθανό ως ενήλικας να είναι σε θέση να βιώνει τις επερχόμενες μεταβολές ως προκλήσεις και όχι ως μείζονα προσωπική αμφισβήτηση και να συμβάλλει στην δημιουργία του κόσμου του αύριο, απαρνούμενος τη θέση του παθητικού υποκειμένου.
Δυστυχώς σήμερα η παιγνιότητα, αν και πρωταρχική ιδιότητα του παιδιού, μοιάζει να μην του επιτρέπεται από τους ενήλικες.
Ως εκπρόσωποι του καταναλωτισμού τείνουμε να συγχέουμε τα υλικά παιχνίδια με την πράξη του παιχνιδιού. Παρέχουμε στα παιδιά πληθώρα παιχνιδιών που τελούν στην υπηρεσία ενός μετρήσιμου γνωστικού στόχου, στομώνοντας έτσι την δημιουργικότητά τους. Ξεχνάμε πως «παίζω δεν σημαίνει τείνω προς ένα συγκεκριμένο στόχο αλλά είμαι δεκτικός στο απρόσμενο».
Ξεχνάμε πως η λειτουργία του παιχνιδιού δεν αφορά την εξάρτηση του «έχω» μα την ελευθερία του «είναι». Μια χαρτοπετσέτα, ένα κουρελάκι μπορεί να «είναι» καπέλο, πουλί, αέρας, σύννεφο.. ένας ολόκληρος κόσμος εν τη γενέσει του. Αυτή η δυνητικότητα συνιστά την συναρπαστικότητα του παιχνιδιού, την περιέργεια για το τι θα συμβεί μετά, την έκπληξη μπρος στο απρόσμενο, την δυναμική -του τι μπορώ να κάνω, την εξερεύνηση -του πώς μπορώ να είμαι.
Πόσο φοβόμαστε τελικά το παιχνίδι; Πόσο τρέμουμε την ελευθερία της αταξίας που δημιουργεί, των αναπόφευκτων αμφισβητήσεων που προκύπτουν από αυτό, ώστε να αισθανόμαστε την ανάγκη να το υποτάξουμε στους νόμους της αγοράς και της ζήτησης, να το καθηλώσουμε σε ένα ακόμη προϊόν ή και παρεχόμενη υπηρεσία μέσω των εργαστηρίων παιχνιδιού για παιδιά και γονείς που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια.
Γιατί προωθούνται τα παιχνίδια -games εις βάρος του ελεύθερου παιχνιδιού – play;
Με τα games, διασφαλίζεται εκ των προτέρων, το σημείο λήξης του παιχνιδιού: νίκη, ήττα, ισοπαλία, σκορ. Αυτό που ορίζει τα games, δεν είναι η αυτοδιάθεση του παιδιού μα η φύση του αποτελέσματος.
Με την αυστηρή δομή τους το ωθούν να δομεί με τη σειρά του, μια άμυνα απέναντι στο μη προβλέψιμο που προσφέρει το συμβολικό ελεύθερο παιχνίδι (play). Κι επειδή, «χωρίς καμία αμφιβολία θα ζήσουμε όπως παίξαμε»[1], μεγαλώνοντας εξακολουθούμε να παίζουμε με αφάνταστη σοβαρότητα παρόμοια παιχνίδια με τον εαυτό μας και τους άλλους. Χρειάζονται και τα games-παιχνίδια.
Μα στον καιρό μας μοιάζει να υπερκαλύπτουν το μεταβατικό χώρο του συμβολικού παιχνιδιού. Κι έχει σημασία αυτό να το δούμε. Γιατί, ό,τι μας κρατά ως παιδιά περιορισμένους μέσα σε ένα συγκεκριμένο εύρος αλληλεπιδράσεων, χρησιμοποιώντας ένα επιβεβλημένο σύνολο κανόνων, εξακολουθεί και στη ζωή μας να μας κινεί και να θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε, «φυλακίζοντάς» μας, σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο συμμόρφωσης κι εξάρτησης.
Σίγουρα έτσι νοιώθουμε ασφαλείς. Κάθε ιδέα ενός μεγαλύτερου ή και διαφορετικού εύρους αλληλεπίδρασης μοιάζει τρομακτική ακόμη και για να την φανταστεί κανείς. Εύκολα μπορούμε να κάνουμε τις αναγωγές σε σχέση με την λειτουργία μας στην κοινωνία και τις αντιστάσεις μας στη δημιουργικότητα και την αλλαγή που οδηγούν σε νέους τρόπους ύπαρξης, συνοχής και αλληλεπίδρασης.
Στο ελεύθερο συμβολικό παιχνίδι, το παιδί ακολουθεί την εσωτερική του παρώθηση. Αφήνεται σε μια περιπέτεια, εξερευνώντας το άγνωστο μέσα κι έξω από τον εαυτό του, εμπιστευόμενο τη διαδικασία του παιχνιδιού. Αν αφιερώναμε λίγο χρόνο να το παρατηρήσουμε χωρίς να επεμβαίνουμε, θα ανακαλούσαμε την φράση του Σίλο: «Σου μιλώ για απελευθέρωση, για κίνηση, για διαδικασία». Παίζοντας μοιράζονται πράγματα και εμπειρίες, συναισθήματα, νέες αισθήσεις, δημιουργούνται αναφορές. Κι όλα αυτά τα γεννήματα της στιγμής τα υποδέχονται με χαρά και πνεύμα ανοίγματος. Μη προσδοκώντας κανένα όφελος, παρά μόνο ελπίζοντας στην επόμενη στιγμή.
Ο Λάο Τσε είχε πει: «Του τροχού τον άξονα μοιράζονται τριάντα ακτίνες. Χρήσιμος όμως γίνεται από την κεντρική του τρύπα. Πλάσε κανάτι με πηλό. Χρήσιμο γίνεται από τον εσωτερικό του άδειο χώρο. Το όφελος λοιπόν έρχεται από τούτο που υπάρχει. Το χρήσιμο προκύπτει από εκείνο που λείπει».
Είναι ανάγκη να αφήνουμε κενό χώρο στα παιδιά να παίζουν ελεύθερα, χωρίς σκοπό. Αυτό μόνο αρκεί! Σήμερα αποτιμάται ως χάσιμο χρόνου το να μην κάνουμε τίποτα άλλο εκτός από το να παίζουμε, το να μην έχουμε άλλο σκοπό εκτός από το να γνωριστούμε. Κι όμως μέσω αυτού που παραχωρούμε οι ενήλικες στον εαυτό μας ως ευκαιρία για απόλαυση και παιχνίδι, μεταβιβάζουμε στα παιδιά το πιο ουσιώδες, την επιθυμία και την χαρά για ζωή.
ΠΗΓΗ: antikleidi.com
21 Σεπ 2016
ΒΙΝΤΕΟ: Είναι η ζάχαρη εθιστική; Και πώς επηρεάζει το μυαλό μας;
Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς ανταποκρίνεται ο οργανισμούς μας όταν επεξεργάζεται άλλους εθισμούς, όπως το αλκοόλ, νικοτίνη, ή ακόμα και το σεξ.
Είναι πικρή τελικά η ζάχαρη;
Η Nicole Avena εικονογραφεί τη λειτουργία της ζάχαρης στον οργανισμό μας με έναν έξυπνο και γρήγορο τρόπο.
Δήμαρχος Λέσβου: Στελέχη της ΝΔ υποκινούν τα επεισόδια κατά των προσφύγων
Τις προηγούμενες ημέρες, ο Αλέκος Κουτσαντώνης, σημαντικό στέλεχος της ΝΔ στη Λέσβο, καλούσε τους πολίτες να κινητοποιηθούν ενάντια στη «μουσουλμανοποίηση» του νησιού. «Ετοιμάζομαι για το πρώτο κάλεσμα. Η Λέσβος είναι ελληνική», ανέφερε στο κάλεσμά του για τη δημιουργία μιας νέα κίνησης.
Σε ανάλογο κλίμα ήταν και η ανακοίνωση της ΝΟΔΕ Λέσβου, που υιοθετώντας την ακροδεξιά παραπληροφόρηση για πρόσφυγες που δήθεν εμπόδισαν την υποστολή της σημαίας, αναφέρει πως «το ποτήρι ξεχείλισε». «Ευτυχώς εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μυτιληνιοί, που φυλάνε σύνορα χρόνια τώρα, συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα στην προκυμαία να προστατεύσουν την τελετή υποστολής της σημαίας μας», τονιζόταν χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως οι δημοτικοί σύμβουλοι της παράταξης που πρόσκειται στη Νέα Δημοκρατία απείχαν από τη διαδικασία για την έγκριση ψηφίσματος σχετικά με την καταδίκη των επεισοδίων κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για το προσφυγικό.
Οι «αγανακτισμένοι» χρυσαυγίτες και η ΝΔ
Τη Δευτέρα, μέλη της Χρυσής Αυγής, που συμμετείχαν σε διαδήλωση για το προσφυγικό, επιτέθηκαν σε νεαρές κοπέλες, μια εκ των οποίων είναι γνωστή για την εθελοντική της δράση σε δομή φιλοξενίας στη Μυτιλήνη. Η εν λόγω κοπέλα μεταφέρθηκε τραυματισμένη στο νοσοκομείο της Μυτιλήνης, όπου της παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Όπως σημειώνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, η ομάδα των μελών της «Χρυσής Αυγής» είναι γνωστή στην κοινωνία της Μυτιλήνης από παλιότερη δραστηριότητα τους, χαρακτηριστική είναι μάλιστα φωτογραφία τους πριν τρία χρόνια, το Σεπτέμβριο του 2013 ως «τάγμα εφόδου» σε παρέμβαση τους στην περιοχή της Θερμής.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα ίδια άτομα γνωστά μέλη της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» επιτέθηκαν φραστικά και στο Δήμαρχο Λέσβου Σπύρο Γαληνό υβρίζοντας τον ενώ σε όλη τη διάρκεια της χθεσινής πορείας των κατοίκων της Μόριας με συνθήματα τους εναντίον των μεταναστών και των προσφύγων, της κυβέρνησης και των τοπικών αυτοδιοικητικών αρχών προσπαθούσαν να εκτρέψουν την πορεία από το προκαθορισμένο πολιτικό και διεκδικητικό πλαίσιο της το οποίο είχε την υποστήριξη του συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στο νησί.
Επίσης πρωταγωνίστησαν τόσο το απόγευμα της Κυριακής έχοντας παρεισφρήσει στη συγκέντρωση πολιτών κατά την υποστολή της σημαίας, στη σύγκρουση με ομάδα αντεξουσιαστών όσο και στις ύβρεις κατά δημοσιογράφων που κάλυπταν το γεγονός. Ας σημειωθεί ότι συμμετείχαν και χθες το βράδυ σε μπλόκα που στήθηκαν στους δρόμους γύρω από το χωριό Μόρια για να αποκλείσουν το πέρασμα μεταναστών και προσφύγων που έφευγαν από το καιόμενο χοτ- σποτ προς την πόλη της Μυτιλήνης.
Τη Δευτέρα το δημοτικό συμβούλιο Λέσβου με δυο ψηφίσματα του καταδίκασε τη δράση των παρακρατικών ακροδεξιών και των όσων κρύβονται πίσω από αυτούς. Με το πρώτο ψήφισμα που κατέθεσαν οι δημοτικοί σύμβουλοι της πλειοψηφίας και έγινε δεκτό «το Δημοτικό Συμβούλιο Λέσβου καταδικάζει τα έκτροπα που έλαβαν χώρα χθες (σ.σ. προχθές) και σήμερα (σ.σ. χθες) με αφορμή «τάχα» το… προσφυγικό και τη δίκαιη διαμαρτυρία των κατοίκων της Μόριας υποδαυλισμένα από συγκεκριμένους κομματικούς κύκλους και ανθρώπους με στόχο μικροκομματικά και προσωπικά συμφέροντα. Η Λέσβος ήταν και θα είναι τόπος ανθρωπιάς και δημοκρατίας στην οποία δεν έχει τόπο ο φασισμός». Από τη διαδικασία αυτού του ψηφίσματος οι δημοτικοί σύμβουλοι της παράταξης που πρόσκειται στη Νέα Δημοκρατία απείχαν.
Επίσης με άλλο ψήφισμα που κατέθεσαν οι δημοτικοί σύμβουλοι της αριστερής παράταξης του «Άλλου Δρόμου» και έγινε δεκτό «το Δημοτικό Συμβούλιο Λέσβου καταδίκασε απερίφραστα τους προπηλακισμούς φοιτητών και δημοσιογράφων που συνέβησαν σήμερα (σ.σ. χθες) από τραμπούκους που εμφανίζονται ως υποστηρικτές εγκληματικής οργάνωσης, ζητώντας ταυτόχρονα την άμεση, αυτεπάγγελτη επέμβαση οργάνων της Δικαιοσύνης. Ως ένα από τους τοπικούς θεσμούς και θεματοφύλακες της Δημοκρατίας δηλώνει ότι στον τόπο μας δεν θα βρει χώρο δράσης ο σύγχρονος φασισμός». Στη διαδικασία αυτού του ψηφίσματος οι δημοτικοί σύμβουλοι της παράταξης που πρόσκειται στη Νέα Δημοκρατία ψήφισαν λευκό.
Πηγή: tvxs
Μια κοινωνία εργαζομένων χωρίς εργασία
Εκεί που το πρόβλημα αρχίζει να σκουντάει τους ενσωματωμένους στην αγορά εργασίας, τότε είναι αναγκαία η εμφάνιση ενός ιδεολογικού αμυντικού μηχανισμού που θα μεταβιβάσει στους ανέργους όλα τα άγχη και όλη την πίεση της οικουμένης, ξεκινώντας από αιτιάσεις περί ατυχίας, προσωπικής ανεπάρκειας και έλλειψης εργασιακής πείρας και καταλήγωντας σε μια αντιπαρασιτολογική κλινική μελέτη που σκοπεύει στην κάθαρση του σώματος από το μικρόβιο της «τεμπελιάς». Κατ’ αυτό τον τρόπο διεκπεραιώνεται και η περίφραξη του προβλήματος της ανεργίας στην ιδιαίτερη κατηγορία των ανθρώπων που βρίσκονται εντός της: είναι η στιγμή που ο πιο ακραίος υποκειμενισμός εμπεδώνεται σαν κοινωνικό αντίδοτο, σαν δίχτυ προστασίας των άμεσων ανταγωνιστών των ανέργων προκειμένου να μεταμφιεσθεί με μια, έστω και παροδική, ανακούφιση ο κατά τ’ άλλα διαρκής κίνδυνος που βλέπει κάποιος στα θαμπά τζάμια απ’ τις ανάσες τους, καθώς γρατζουνάνε τα παράθυρα. Άλλωστε, στο κάτω κάτω, με την ανεργία να διακηρύσσεται δημόσιος κίνδυνος τότε και ο καθένας αντιμετωπίζεται ως δυνητικός εχθρός, έτοιμος να πετάξει κάποιους άλλους έξω απ’ τα παράθυρα που χωρίζουν τον λαμπρό κόσμο της εργασίας από τις χωματερές ανθρώπινων απορριμμάτων.
Η ανθρωπότητα έχει ξαναπεράσει από αυτές τις συμπληγάδες, ειδικότερα στη φάση της βιομηχανικής επανάστασης ή καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ως προς αυτό τίποτα καινοφανές. Όμως, ίσως να είναι η πρώτη φορά που η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται ως μια προσωρινής μορφής ανωμαλία αλλά ως σημείο εκκίνησης και δομικό στοιχείο της νέας οικονομίας. Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη αυτή τη λεπτομέρεια, βλέπουμε πως στην κοινωνία των παραγωγών, που σημάδεψε τον ερχομό του καπιταλισμού, οι άνεργοι θεωρούνταν ένας στρατός εφεδρείας, ανά πάσα στιγμή έτοιμος να ριχθεί στα βαθιά νερά της βιομηχανικής παραγωγής προκειμένου να συμβάλει με τη δύναμη του μόχθου του στην οικονομική απογείωση και κατ’ επέκταση στην κοινωνική πρόοδο. Δεν ισχύει το ίδιο και για την κοινωνία της κατανάλωσης. Εδώ οι άνεργοι δεν συγκροτούν από κοινού με τους εργάτες μια κοινή τάξη με κοινούς ρόλους και κοινούς σκοπούς μέσα σε μια συμπαγή παραγωγική δομή· μακράν του να συνθέτουν μια κοινωνική τάξη μέσα από την αλληλεπίδραση ανέργων και ενεργών παραγωγών, οι άνεργοι στις εξατομικευμένες, ελαστικές, ευέλικτες και πλήρως τεμαχισμένες συνθήκες που προκαλεί η ναρκισσιστική κουλτούρα αντιμετωπίζονται ως έκπτωτοι απ’ την τάξη αυτών που εργάζονται, déclassés, πλεονάζοντες, ελαττωματικοί καταναλωτές. Παράλληλα, πράγμα εξίσου σημαντικό, είναι έκπτωτοι και απ’ τη συστημική τάξη πραγμάτων που καταμερίζει το σύνολο των αναγκαίων θέσεων και ρόλων για την παραγωγή και την αναπαραγωγή της κοινωνίας, οι υπερτροφικοί της λιτοδίαιτης από ανθρώπινη σάρκα παραγωγικής διαδικασίας, τα αναπόφευκτα απόβλητα που δημιουργούν τα εργοτάξια της οικονομικής ανάπτυξης που, καθώς τους έχει αφαι ρεθεί κάθε αξία χρήσης, οφείλουν να καταλήξουν στις χωματερές1.
Υπάρχει επομένως ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ του παραγκωνισμού της ανεργίας ως κοινωνικών διαστάσεων πρόβλημα απ’ τη δημόσια συζήτηση -πέραν φυσικά μερικών σχολίων υποκριτικού φιλανθρωπισμού που δεν κοστίζουν τίποτα- με τον εγκλωβισμό του ατόμου εκτός των κοινών τόπων της ζωής όπου, μέσα σ’ αυτές τις εφιαλτικές συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας, καλείται να βρει βιογραφικές λύσεις για ένα πρόβλημα που το προσπερνά και το υπερβαίνει, που αν μη τι άλλο λαμβάνει συστημικά χαρακτηριστικά2. Η περιθωριοποίηση της ανεργίας απ’ τις μεγάλες ιδεολογικές μάχες, η πεποίθηση δηλαδή πως συνιστά απλά μια ατυχή και ήσσονος σημασίας συγκυρία που θα επιδιορθωθεί κατόπιν της εορτής που ακούει στο όνομα «οικονομική ανάπτυξη», συμβαδίζει με την κατάτμηση των ανθρώπινων σε απομονωμένους ιδιώτες, ακρωτηριάζοντας κάθε ενδεχόμενο ενότητας της άμεσης εμπειρίας αυτού που συμβαίνει με μια υψηλότερης μορφής πολιτική και διανοητική οργάνωση του συλλογικού βίου.
Μέσα σ’ αυτή την πλήρη αδυναμία αυτοοργάνωσης έστω και στο περιθώριο είναι μόνο υπό τη σκέπη του στατιστικού συγκεντρωτισμού όπου μπορεί να γίνεται λόγος για τους ανέργους ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία ή ευπαθή πληθυσμιακή ομάδα. Κατά τ’ άλλα, στη ζωή της πραγματικής καθημερινότητας, στις ουρές του ΟΑΕΔ, στις ικεσίες που ακούγονται στα γραφεία ευρέσεως εργασίας και στις συνεντεύξεις με τους επίδοξους μελλοντικούς εργοδότες, μοναχικά και σιωπηρά ο καθένας επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις προκειμένου να βρει μια λύση στο πρόβλημα όχι της ανεργίας αλλά της δικής του ανεργίας με σκοπό να δραπετεύσει, μέχρι νεοτέρας, απ’ τους υπονόμους3.
Η μεταμόρφωση, λοιπόν, της ανεργίας σε ένα «ιδιωτικό πρόβλημα» το οποίο οφείλει να παραμείνει εντός των τειχών του οίκου πηγάζει, σε σημαντικό βαθμό, απ’ τη συγκρουσιακή σχέση μεταξύ εργασίας και ανεργίας στην εποχή της εξατομίκευσης των κοινωνικών δυνάμεων, με αποτέλεσμα μια νέα ποιότητα να αρχίζει να ριζώνει στις σχέσεις εργασίας. Ανεργία και εργασία δεν συγκροτούν τις δύο όψεις του ίδιου προβλήματος, δηλαδή τη θεμελιώδη αντίφαση της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής τόσο στο να αποκλείει τον ανθρώπινο παράγοντα για να τον αντικαταστήσει απ’ τη νεκρή εργασία της μηχανής, όσο και στο να αναζητά διακαώς την ενεργό συμμετοχή και την ευφυΐα του που θα επιτρέψουν στην παραγωγή να λειτουργήσει. Σήμερα, αντιθέτως, όπως φαίνεται, η επαναφορά της εσχατολογικής πίστης στη λειτουργία μιας αόρατης χείρας σαν απόλυτο ισοζύγιο όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, συγκροτούν την εργασία και την ανεργία ως δυο αντιμαχόμενους πόλους πλήρως αποκομμένους ο ένας απ’ τον άλλον. Ο ενδοταξικός ανταγωνισμός, το bellum omnium contra omnes, ο αγώνας για επιβίωση ανατινάζουν τα κοινωνικά θεμέλια της συνείδησης με αποτέλεσμα τα όρια της αυτορρύθμισης στην αγορά εργασίας να βιώνονται πρωτίστως ως προσωπικό δράμα μιας ενδεχόμενης αποτυχίας για ανέλιξη ή επαγγελματική καριέρα.
Ο ξεριζωμός των κοινωνικών καταβολών των προβλημάτων, ο εξοβελισμός και η εγκατάλειψη των ανέργων κάνουν το μαρτύριο της ανεργίας να είναι γεμάτο στρες, φόβους, αϋπνίες, ψυχική ένταση, θρήνο, παραίτηση, αυτοκτονίες. Η ψυχική κατάρρευση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι όλο και περισσότεροι άνθρωποι εξαιτίας της κατάστασής τους δίνει το έναυσμα στον ψυχολογισμό να αναλάβει δράση, να μεταμφιέσει την αδικία σε παθολογία, να μιλήσει μια ιατρική γλώσσα, να διαβεβαιώσει πως πρόκειται περί «συμπτώματος». Η εργασία, υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται η κατάλληλη θεραπεία στα ψυχοπαθολογικά προβλήματα του καθενός, στη δυσφορία και τη δυσανεξία του. Η δημόσια πρόνοια, το welfare, γίνεται εργασιακή πρόνοια, workfare, πρόνοια διαμέσου της εργασίας, εργασιοθεραπεία, εθελοντισμός, εθελοδουλεία. Στις μέρες μας, οι δομές πρόνοιας, τα ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης και τα εθνικά σχέδια αφορούν την επανένταξη όχι στην κοινωνία -λέγεται πως «δεν υπάρχει πλέον τέτοιο πράγμα»- αλλά στην αγορά εργασίας.
Την ώρα που χτυπάνε οι καμπάνες της κοινωνικής απορρύθμισης του αναγκαίου χρόνου για λογαριασμό της παραγωγικής διαδικασίας, παρατηρούμε το εξής παράδοξο που έρχεται να συμπληρώσει το μωσαϊκό των αντιφάσεων στις οικονομίες της αγοράς: mini jobs, εργασία εκ περιτροπής, μερική απασχόληση, «σπαστά» ωράρια, υποαπασχόληση, ημι-ανεργία, συμβάσεις έργου, voucher, κοινωφελής εργασία, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, πρακτική άσκηση, πεντάμηνα προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και διαφόρων ειδών παρόμοιες στρατηγικές εργασιακού εθισμού εγκαθιδρύουν όχι τόσο πολιτικές απασχόλησης που σκοπεύουν στην εξάλειψη της ανεργίας, αλλά το ακριβώς αντίθετο, ήτοι πολιτικές καταναγκαστικής ανεργίας, πολιτικές με άλλα λόγια ορθολογικού ελέγχου της ανεργίας, με την τοποθέτησή της μέσα σε ένα οργανωμένο πλαίσιο αναπαραγωγής που θα διατηρεί μεν την «ανταγωνιστικότητα» στην αγορά εργασίας, χωρίς, όμως, να διέπεται από δυσθεώρητες αντιφάσεις που θα υποθάλπουν το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής ανάφλεξης και ταξικής σύγκρουσης. Μερικές δόσεις εργασιακής τόνωσης άλλωστε αρκούν ώστε να δημιουργηθεί το αίσθημα πως κάποιος μεριμνά για τους ανέργους, πως τελικά «το σύστημα λειτουργεί» και πως, αν θελήσουμε κάτι πολύ, όλο το σύμπαν θα συνωμοτήσει ώστε να το αποκτήσουμε.
Αν και φαινομενικά μοιάζει με αντίφαση να ισχυρίζεται κανείς ότι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η εργασία είναι για να αναπαράγει την ανεργία, τελικά υπάρχει ένα αόρατο νήμα που ενώνει την ψυχοθεραπευτική εργασιομανία, την ελαστικοποίηση της εργασίας και την αχαλίνωτη ανεργία που χαρακτηρίζουν την σήμερον ημέρα. Μια εποπτεία του χάσματος των γενεών και αυτής της αλλοίωσης των κοινωνικών σημασιών μπορεί να το επιβεβαιώσει. Είναι ακριβώς εξαιτίας της, προερχόμενης απ’ την ελαστικοποίηση, σχετικής αποσύνδεσης της εργασίας απ’ την υλική αναπαραγωγή, που τελικά όλο και λιγότεροι άνθρωποι ισχυρίζονται ανοιχτά πως δουλεύουν γιατί έχουν ανάγκη τα χρήματα απ’ τον μισθό που θα πάρουν, «για να τα βγάλουν πέρα». Αν εξαιρέσουμε τους παρίες των καταπιεσμένων υποτάξεων, αυτή η συνθήκη θα λέγαμε ότι αφορά μόνο στους φορντικού τύπου «παλαίμαχους» εργαζόμενους, καθώς, ως επί το πλείστον, αυτές είναι και οι κατηγορίες ανθρώπων που καλούνται καθημερινά να ασχοληθούν αποκλειστικά με τη φυσική τους ύπαρξη, με την οργάνωση του οίκου τους.
Αντιθέτως, η νέα γενιά που έρχεται να στελεχώσει το εργατικό δυναμικό των καπιταλιστικών οικονομιών, όντας εμποτισμένη από τη θεραπευτική πίστη της εποχής μας, βιώνει την εργασία περισσότερο ως ζήτημα σωματικής ευεξίας και ψυχικής ισορροπίας παρά ως ικανοποίηση των, από φυσικής απόψεως, ζωτικών αναγκών ή, ακόμη περισσότερο, της ζωής του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Η ραγδαία υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, όπως εκδηλώνεται στη συμπίεση των χρηματικών απολαβών προς τα κάτω, στη συνακόλουθη «απελευθέρωση» του χρόνου εργασίας απ’ το οχτάωρο και στην επιμήκυνση των ορίων συνταξιοδότησης, αποτρέπει σε σημαντικό βαθμό την ανάπτυξη μιας κατάστασης οικονομικής αυτοδυναμίας, γεγονός που μεταξύ άλλων φαίνεται να τροφοδοτεί μια κατά συρροή συγκατοίκηση των νέων με τους γονείς τους με αποτέλεσμα, εφόσον κάποιοι άλλοι αναλαμβάνουν τα «προς το ζην», να παραιτούνται απ’ αυτό το αίτημα οι παραγωγικές ηλικίες και να υιοθετούν μια ηδονιστική αντίληψη περί εργασίας. Δεν διστάζουμε, επομένως, να διαφημίζουμε ακόμα και το γεγονός ότι η άμισθη εργασία είναι cool και «έχει πλάκα», ότι μας βοηθάει να γνωρίσουμε νέους ανθρώπους, μας φέρνει σε επαφή με τα όρια του εαυτού μας.
Με μια τέτοια εξύμνηση της εργασίας ήδη φαντάζει αρκετά απαιτητικό το να πληρώνεται κανείς, καθώς η μισθωτή εξάρτηση προϋποθέτει μια έχθρα προς την εργασία, την αναγνώριση ότι μόνο υπό τη θηλιά της φυσικής εξαχρείωσης θα αντάλλαζε κανείς τη ζωντάνια του. Όταν όμως το μόνο που μετράει για κάποιον είναι απλά να δουλεύει, τότε συμπυκνώνεται όλη η ματαιότητα της σύγχρονης ιδιώτευσης, διότι μόνο εφόσον πειστεί κανείς βαθιά μέσα του για την αδυναμία του να αλλάξει τις συνθήκες του κόσμου όπου ζει ή να λειτουργήσει μέσω της προσωπικής του πορείας ως ενάρετη ύπαρξη γίνεται ορατή και ικανή η υιοθέτηση στρατηγικών ψυχολογικής επιβίωσης με σκοπό να βελτιστοποιήσει τη δική του προσαρμογή μέσα στον ζόφο που τον περιβάλλει. Εξ ου και η μετατροπή της εργασίας σε «hobby», «job», ένα είδος ψευτο-απασχόλησης παραπλήσιο του jogging, της yoga, του stretching: να δημιουργούμε την εντύπωση της κινητικότητας, της αισθαντικής λειτουργικότητας, της ευελιξίας και της ελαστικότητας. Μια ελάχιστη οριακή αυτοέκφραση, κάτι απλώς για να περνάμε τον χρόνο μας και να ξεχνιόμαστε ή να αποφεύγουμε τους φόβους μας και τον εφιάλτη της ανεργίας.
Η μακρά περίοδος όπου η εργασία σχετιζόταν άμεσα με την αυτοσυντήρηση, την κοινωνικοποίηση, την αντικειμενοποίηση της ύλης, την κατασκευή ενός εμπράγματου κόσμου και την κοινωνική αναπαραγωγή δείχνει να υποχωρεί. Πλέον, αυτές οι συνθήκες μόνο δευτερευόντως σχετίζονται με τον εργασιακό βίο, καθώς αυτός ο τελευταίος περιορίζεται στη διαμόρφωση μιας υγιούς ψυχολογίας. Η προτεσταντική ηθική αποτέλεσε το υπόβαθρο ενός εγκόσμιου ασκητισμού όπου η στέρηση, η κόπωση και ο σωματικός πόνος του κάθε μεμονωμένου παραγωγού στο ατομικό επίπεδο ήταν το αναγκαίο τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για την κοινωνική πρόοδο και ευημερία, οι οποίες δύνανται να εκπληρωθούν μέσα από τη συσσώρευση πλούτου, τη δημιουργία αποθεματικού πλεονάσματος και τη δίκαιη αναδιανομή του.
Η θεραπευτική ηθική αντιθέτως οικοδομεί μια ατομικίστικη αντίληψη γύρω απ’ την εργασία, ως δραστηριότητα που πρωτίστως έρχεται να ωφελήσει το άτομο και όχι απαραίτητα την κοινότητα4· ο ασκητισμός μετατρέπεται σε ατομικό πρόγραμμα εξάσκησης, σε personal training. Η διείσδυση του ψυχολογισμού στην εργασία ωθεί στην ανομολόγητη σχέση της με τους καταναγκασμούς της ευτυχίας, όπως αυτοί προωθούνται από την ηδονιστική κοινωνία της κατανάλωσης. Τούτες οι εξελίξεις επηρέασαν σε σημαντικό βαθμό και την ταξική πάλη, διότι εφόσον η εργασία έφτασε, αντί της συλλογικής λύτρωσης, να συμβάλει στην ατομική ευτυχία, τότε αναπόφευκτα υποχωρούν η διανεμητική δικαιοσύνη και τα αιτήματα για τη δραστική μείωση του χρόνου εργασίας προς όφελος του ελεύθερου χρόνου. Πρόκειται για μια μυστηριώδη πολτοποίηση εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου ακριβώς πάνω στη θεμελίωση της ψευδαίσθησης ότι η εργασία είναι κάτι άλλο από εργασία, ότι είναι πηγή αυτοπραγμάτωσης και γι’ αυτό τον λόγο αξίζει κανείς να εργάζεται ολημερίς και να αφιερώσει σ’ αυτήν όλο τον χρόνο του.