Επιμένει σθεναρά μια πολιτική προσωπικότητα για κάτι προφανές;
Είναι επειδή μάλλον αμφιβάλλει για αυτό. Επομένως, όταν ο Γάλλος
υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Μπρυνό Λε Μερ εξηγούσε, στις 13 του
περασμένου Μαρτίου, ότι «όλα πηγαίνουν καλά» για τις γαλλικές τράπεζες
ύστερα από μια νέα τραπεζική πτώχευση στις ΗΠΑ, κατά πάσα πιθανότητα
συνέβαλε ώστε να πειστούν οι παράγοντες του οικονομικού κόσμου να
σπεύσουν προς τις σωσίβιες λέμβους.
Τρεις ημέρες νωρίτερα, οι ΗΠΑ βίωναν την πιο σημαντική τραπεζική
κατάρρευση από το 2008: εκείνη της Silicon Valley Bank (SVB), ενός
πιστωτικού ιδρύματος με εξειδίκευση στη χρηματοδότηση νεοφυών
επιχειρήσεων (start-up). Μετά από ένα σαββατοκύριακο παζαρεμάτων
στους κόλπους των αμερικανικών πολιτικών και νομισματικών αρχών, όλα τα
βλέμματα στρέφονται προς το χρηματοπιστωτικό σύμπαν υπό τον φόβο ενός
εφέ ντόμινο. Μπροστά στις κάμερες, ο Λε Μερ πασχίζει να εμπνεύσει
εμπιστοσύνη και γαλήνη. Ωστόσο, το βεβιασμένο μειδίαμα στο πρόσωπό του
φανερώνει ένταση: «Ηρεμήστε!», λέει απότομα, απευθυνόμενος προς τους επενδυτές. «Ηρεμήστε
και κοιτάξτε την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι ότι το γαλλικό
τραπεζικό σύστημα δεν έχει εκτεθεί. Δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ των
καταστάσεων» στη Γαλλία και στην Αμερική. Και το στέλεχος της
κυβέρνησης κατέληξε λέγοντας, σαν πυροσβέστης που η μάνικά του εκτοξεύει
κηροζίνη: «Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για τις γαλλικές τράπεζες».
Ενώ ένας άνεμος πανικού ταράζει τα Χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον
κόσμο, οι πολιτικοί ιθύνοντες προβάλλουν τις συνήθεις εξηγήσεις. Πρώτα
απ’ όλα, η SVB δεν ήταν μια τράπεζα σαν τις άλλες. «Δεν ήταν η τυπική
ατμόσφαιρα της Γουόλ Στριτ, με την τραχιά μπίζνες νοοτροπία “με
σηκωμένα τα μανίκια”. Η εργασία στην SVB μάλλον έδινε την εντύπωση πως
εργαζόσουν σε κάποια εταιρεία του τεχνολογικού τομέα παρά σε τράπεζα», εξηγεί ένας πρώην εργαζόμενος της εταιρείας στους «Financial Times» (1).
Με άλλα λόγια, εφόσον η SVB αποτελούσε κομμάτι μιας κουλτούρας
διαφορετικής από εκείνη των συνηθισμένων τραπεζών, οι δυσκολίες της
σίγουρα θα αφήσουν αλώβητα τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Φευ,
τη στιγμή που δημοσιεύεται το άρθρο των «Financial Times», η πτώση της
SVB έχει ήδη αναγκάσει την κεντρική ελβετική τράπεζα να επέμβει
προκειμένου να εμποδίσει την κατάρρευση της Crédit Suisse —μιας πλήρως
παραδοσιακής τράπεζας— προτού επιβληθεί η εξαγορά της από τον γίγαντα
UBS.
Δεύτερος τρόπος εξήγησης της κρίσης: φέρεται να προέρχεται από την
επιλήψιμη συμπεριφορά ατόμων –ατόμων μάλλον πολύ δυνατών, αφού στους
ώμους τους σηκώνουν όλο το βάρος της ευθύνης για τις χρηματοπιστωτικές
δυσλειτουργίες. Το 2008, ο χρηματιστής Ζερόμ Κερβιέλ και ο διαχειριστής
κεφαλαίων Μπέρναρντ Μάντοφ είχαν ενσαρκώσει, στα μάτια των μέσων
ενημέρωσης, τις «παρεκτροπές» ενός κατά τ’ άλλα άσπιλου συστήματος.
Έτσι, λίγες ημέρες μετά την πτώχευση της SVB, η αμερικανική δικαιοσύνη
δρομολογεί έρευνα εις βάρος των διευθυντών της εταιρείας, ενόσω η
κεντρική τράπεζα της χώρας, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed),
αναγγέλλει τη διεξαγωγή εσωτερικής έρευνας με στόχο να καταλάβει «πώς μπόρεσε να αφήσει την τράπεζα να καταρρεύσει» (2).
Ιδεολογικές ακροβασίες
Είναι πολύ πιθανό τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών να προκαλέσουν
λιγότερο θόρυβο από την αναγγελία τους. Διότι, ενώ οι ειδήμονες ερίζουν
μεταξύ τους (Θα υπάρξει άραγε μετάδοση; Πρόκειται μήπως για ένα «νέο
2008»;), από τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους ηγέτες διαφεύγει η πιο
σημαντική διαπίστωση: μια νέα μεγάλη κρίση έχει γίνει πιθανή, για να
μην πούμε αναπόφευκτη, είτε συμβεί αύριο είτε αργότερα. Όχι λόγω
«δυσλειτουργιών» στην περιφέρεια του συστήματος, αλλά λόγω των
ανισορροπιών της ίδιας της καθημερινής λειτουργίας του. Δυσλειτουργίες
οι οποίες τοποθετούν τις κεντρικές τράπεζες, κομβικό σημείο
αποκρυστάλλωσης όλων των αντιφάσεων του συστήματος, στη θέση του οδηγού
ενός οχήματος με τετράγωνες ρόδες.
Δέκατη έκτη στον πίνακα κατάταξης των αμερικανικών τραπεζών με βάση
το μέγεθος του ενεργητικού τους, η SVB γονάτισε από ένα γεγονός αρκετά
κοινότοπο στην ιστορία: έναν τραπεζικό πανικό (bank run), δηλαδή
μια μαζική και αιφνίδια απόσυρση των πελατών της, στην οποία δεν μπόρεσε
να ανταποκριθεί. Ωστόσο, το σύστημα είναι πια τόσο σφιχτοπλεγμένο, ώστε
ένα κοινότοπο γεγονός απειλεί ολόκληρο το οικοδόμημα. Υπό τον φόβο
μετάδοσης, οι νομισματικές αρχές πήραν την απόφαση να κλείσουν την SVB
στις 10 Μαρτίου και κατόπιν, δύο ημέρες αργότερα, τη Signature Bank,
εξειδικευμένη στα κρυπτονομίσματα. Το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών
ανακοίνωσε στη συνέχεια πως θα κινητοποιήσει 25 δισεκατομμύρια δολάρια
(23 δισεκατομμύρια ευρώ) εγγυήσεων προκειμένου να ανταποκριθεί στις
ενδεχόμενες ανάγκες άλλων ιδρυμάτων, ώστε να καθησυχαστούν οι καταθέτες
τους. Σε αυτό προστίθενται δύο έκτακτα μέτρα: εγγύηση που καλύπτει κατά
100% τις καταθέσεις της SVB —ενώ η ομοσπονδιακή εγγύηση κανονικά
περιορίζεται στα 250.000 δολάρια– και η ίδρυση ενός νέου μηχανισμού
έκτακτης ανάγκης (του Bank Term Funding Program, BTFP) από τη Fed.
Εξειδικευμένη στην –εγγενώς επισφαλή– χρηματοδότηση των νεοφυών
επιχειρήσεων, η SVB επωφελήθηκε από τον ενθουσιασμό για τον τομέα της
τεχνολογίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19. Επένδυσε την άφθονη
ρευστότητα που διέθετε σε μακροπρόθεσμα, χαμηλού κινδύνου ομόλογα (ή
χρεόγραφα), κυρίως σε αμερικανικούς κρατικούς τίτλους. Όμως, μετά το
2022, η κατάσταση στον τομέα της τεχνολογίας ανατράπηκε και οι νεοφυείς
επιχειρήσεις δυσκολεύονταν να συγκεντρώσουν κεφάλαια. Μια δυσκολία που
εξηγείται μεταξύ άλλων από την αναθεώρηση της χαλαρής νομισματικής
πολιτικής της Fed, η οποία είχε για καιρό διατηρήσει τα επιτόκια βάσης
της σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Η ρευστότητα στέρεψε σταδιακά ύστερα από έξι
διαδοχικές αυξήσεις των επιτοκίων αυτών, που πέρασαν από το 0% στο
4,75% μέσα σε έναν περίπου χρόνο. Οπότε, οι νεοφυείς επιχειρήσεις
άντλησαν χρήματα από τις καταθέσεις τους στην SVB.
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτές οι σημαντικές και απρόβλεπτες
αναλήψεις, η SVB υποχρεώθηκε να πουλήσει επειγόντως τα ομόλογα που είχε
συγκεντρώσει. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: η αξία τους είχε καταρρεύσει
λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Η αρχή είναι πολύ γνωστή στις
ομολογιακές αγορές (όπου ανταλλάσσονται τα χρεόγραφα). Όταν τα επιτόκια
αυξάνονται, οι νέοι τίτλοι που εκδίδονται είναι πιο αποδοτικοί από τους
παλαιότερους, των οποίων η τιμή μειώνεται μηχανικά κατά τη μεταπώληση
στις αγορές. Διαπιστώνοντας τις σημαντικές απώλειες —της τάξης των 2
δισεκατομμυρίων δολαρίων— κατά τη μεταπώληση των τίτλων της SVB, οι
πελάτες της έχασαν την εμπιστοσύνη τους και έσπευσαν σωρηδόν να
αποσύρουν τις καταθέσεις τους… επισπεύδοντας την πτώχευση της τράπεζάς
τους.
Οι αμερικανικές αρχές επέδειξαν περίσσεια απερισκεψία, μειώνοντας την
ήδη περιορισμένη εμβέλεια της τραπεζικής επιτήρησης που κληροδοτήθηκε
από την οικονομική κρίση του 2008. Το 2018, η κυβέρνηση του Ντόναλντ
Τραμπ αποφάσισε να αυξήσει από τα 50 στα 250 δισεκατομμύρια δολάρια το
κατώτατο όριο του ισολογισμού βάσει του οποίου μια τράπεζα τίθεται σε
καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας. Η SVB βρισκόταν κάτω από αυτό το όριο,
συνεπώς είχε χαθεί από το ραντάρ των αρχών…
Η κατάρρευση του συγκεκριμένου ιδρύματος υπογραμμίζει όμως και την ευθύνη των κεντρικών τραπεζιτών (3).
Μετά την επιστροφή του πληθωρισμού, κατά τη διάρκεια του 2021,
βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα δίλημμα. Αφού επί πολύ καιρό μείωναν τα
επιτόκια έτσι ώστε να επανεκκινηθεί η οικονομική δραστηριότητα ύστερα
από την κρίση των δανείων υψηλού κινδύνου του 2008 και της Covid-19, τα
ανέβασαν και πάλι προκειμένου να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό. Λάθος
διάγνωση, δηλαδή. Διότι οι κύριες αιτίες του πρόσφατου πληθωρισμού δεν
είναι νομισματικές αλλά δομικές. Απορρέουν από την αναδιάρθρωση των
αλυσίδων αξίας, την άνοδο της τιμής της ενέργειας και τη γεωπολιτική
κατάσταση. Επιπλέον, αυξάνοντας τα επιτόκια βάσης, οι νομισματικές αρχές
διέπραξαν το ίδιο λάθος που είχαν κάνει κατά την οικονομική κρίση του
2008: υποτίμησαν τον αντίκτυπο της νομισματικής πολιτικής στη
σταθερότητα του τραπεζικού και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Παρόλα αυτά, ουδείς αγνοούσε πως η αύξηση των επιτοκίων θα προξενούσε
σημαντικές δυσκολίες σε παράγοντες με πολύ μεγαλύτερη πολιτική ισχύ από
τους ψηφοφόρους: τους επενδυτές, με πορτοφόλια «φουσκωμένα» μετά από
χρόνια εύκολου χρήματος. Μια ξαφνική αύξηση των επιτοκίων απειλούσε να
τους στερήσει τη ρευστότητα από την οποία πλέον έχουν καταλήξει να
εξαρτώνται (4).
Πριν από τον Μάρτιο του 2023, η Fed ακόμη εκτιμούσε πως ο πληθωρισμός
αποτελούσε τον πιο απειλητικό σκόπελο. Η πτώχευση της SVB ίσως την κάνει
να επανεξετάσει τις επιλογές της. Και οι επιλογές της είναι δύο: είτε
να συνεχίσει στην οδό της περιοριστικής πολιτικής, παρά τον αυξημένο
κίνδυνο αστάθειας, είτε να προχωρήσει σε μια «παύση», έως και σε μείωση
των επιτοκίων, ώστε να μην δυσχεράνει τη θέση ακόμη περισσότερων παικτών
στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Όλα δείχνουν ότι τα σύννεφα που σκιάζουν
τον ορίζοντα για τις τράπεζες θα την οδηγήσουν στη δεύτερη εναλλακτική
λύση.
Εξάλλου, η Fed έχει ήδη διακόψει τη μείωση του ισολογισμού της,
απαραίτητη συνιστώσα για το σφίξιμο της νομισματικής πολιτικής, την
οποία είχε δρομολογήσει εκχωρώντας τίτλους που είχε αρχικά αποκτήσει για
να διασφαλίσει τη σταθερότητα των χρηματαγορών. Σε συντονισμό με την
αρμόδια ομοσπονδιακή υπηρεσία για την εγγύηση των καταθέσεων και με το
υπουργείο Οικονομικών, άνοιξε και πάλι τη στρόφιγγα της ρευστότητας
προκειμένου να προστρέξει τις τράπεζες που έχουν πληγεί από την πτώση
της SVB.
Αποτέλεσμα: από την Πέμπτη 9 Μαρτίου έως την Παρασκευή 15 Μαρτίου, η
Fed δάνεισε 164,8 δισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερα δηλαδή από το
ποσό-ρεκόρ του τέλους Σεπτεμβρίου 2008 (111 δισεκατομμύρια). Μέσα σε
τέσσερις ημέρες, το νέο BTFP είχε ήδη αποκτήσει αξία 11,8
δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με την τράπεζα JPMorgan, το ύψος των
διαθέσιμων ρευστών που δόθηκαν με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ανέλθει
στα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια (5).
Στις 15 Μαρτίου, τα έκτακτα δάνεια είχαν ήδη εξανεμίσει το ήμισυ της
μείωσης του ισολογισμού της Fed. Την Κυριακή 19 Μαρτίου, ανησυχώντας,
όπως όλα δείχνουν, για τη μετάδοση των αναλήψεων σε δολάρια, η Fed
επαναφέρει ένα σύστημα που είχε χρησιμοποιηθεί κατά τις κρίσεις του 2008
και της Covid-19: τις γραμμές swap (ανταλλαγής νομισμάτων), ένα
εργαλείο που επιτρέπει στις άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες να
εφοδιάζουν με δολάρια τα ιδρύματα που θα τα ζητήσουν.
Για μία ακόμη φορά, οι αρχές αποφασίζουν να στηρίξουν, «όσο και αν
στοιχίσει», τους επενδυτές. Πράττοντας έτσι, τροφοδοτούν μία από τις
απειλές που αιωρούνται ήδη επί μακρόν επάνω από την παγκόσμια οικονομία:
τον κίνδυνο να σκάσουν οι κερδοσκοπικές φούσκες, διογκωμένες από τις
ενέσεις ρευστότητας που χορήγησαν οι κεντρικές τράπεζες στο πλαίσιο των
λεγόμενων «μη συμβατικών» πολιτικών μετά το 2015.
Όλα αυτά με τίμημα ολοένα πιο άβολες πολιτικές και ιδεολογικές
ακροβασίες. Όλο και συχνότερα, και με σκοπό να εξασφαλιστεί για λίγο
περισσότερο χρόνο η επιβίωση ενός μη βιώσιμου συστήματος, οι πολιτικές
και οι νομισματικές αρχές αναγκάζονται να βρουν τις λύσεις στις
επαναλαμβανόμενες κρίσεις του συστήματος μέσα από μια εργαλειοθήκη που
απεχθάνονται: εκείνη των δημόσιων κεφαλαίων. Και με αυτόν τον τρόπο, να
περιφρονήσουν όλες τις αρχές που είχαν υπερασπιστεί ως εχέγγυα της
«βέλτιστης» λειτουργίας της οικονομίας.
Ύστερα από την κρίση των subprimes, οι «μη συμβατικές»
πολιτικές που εφάρμοσαν οι κεντρικές τράπεζες οδήγησαν στον κατακλυσμό
της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού τομέα από ρευστό χρήμα: μια
πρακτική που ωστόσο απαγορεύεται από την ορθόδοξη οικονομική θεωρία.
Έτσι, από το 2021, επιδιώκοντας να διασφαλίσει τη συνοχή μιας Ευρωζώνης
απειλούμενης από την κρίση του κρατικού χρέους της περιόδου 2010-2011
και κατόπιν από την κρίση της Covid, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ),
χωρίς ποτέ να το αναλάβει θεσμικά, διαχειρίζεται τα επιτόκια των
κρατικών χρεών της Ευρώπης. Και εκ των πραγμάτων θέτει υπό αμφισβήτηση
το δόγμα της «ουδετερότητας της αγοράς».
Μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία
Σε αυτό το πεδίο, η κρίση της SVB συνοδεύεται από καινοτομίες.
Προκειμένου να επωφεληθούν από τις χρηματοδοτήσεις με προνομιακούς όρους
που θεσπίστηκαν από τη Fed, οι οικονομικοί παίκτες οφείλουν συνήθως να
παράσχουν ως εγγύηση τίτλους που θεωρούνται υψηλής ποιότητας (χαμηλού
κινδύνου), όπως είναι τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα ή οι τίτλοι χρέους
μεγάλων επιχειρήσεων. Είναι αυτό που αποκαλείται «ενέχυρο». Οι
συμμετέχοντες λαμβάνουν ρευστότητα ύψους αντίστοιχου της αγοραίας αξίας
των ενεχυριασμένων τίτλων. Πλέον όμως, στο πλαίσιο του νέου συστήματος
επείγουσας χρηματοδότησης, ο κανόνας άλλαξε. Αυτή τη φορά η Fed δέχεται
τους ενεχυριασμένους τίτλους με την αρχική (ή ονομαστική) αξία τους,
κάτι διαμετρικά αντίθετο στην ορθοδοξία των κεντρικών τραπεζιτών. Η αξία
των τίτλων έχει γίνει πολιτική. Και όλα αυτά θυμίζουν λιγότερο μια
οικονομία της ελεύθερης αγοράς και περισσότερο μια κεντρικά σχεδιασμένη
οικονομία. Ωστόσο, η προκληθείσα από την αύξηση των επιτοκίων υποτίμηση
των ομολογιακών τίτλων, που είναι γενεσιουργός αιτία της πτώχευσης της
SVB, έπρεπε να καταστεί ανώδυνη μέσω της δημιουργίας χρήματος εκ του
μηδενός. Και η υποτίμηση αυτή απειλεί πολλούς άλλους απερίσκεπτους
οικονομικούς παράγοντες που δεν προετοιμάστηκαν επαρκώς για το σφίξιμο
της νομισματικής πολιτικής.
Σημάδι της νευρικότητας του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος,
η αμερικανική τραπεζική κρίση γρήγορα μεταφράστηκε σε χρηματιστηριακό
πανικό που έπληξε τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι ανησυχίες αρχικά αφορούσαν
την Crédit Suisse, ήδη αντιμέτωπη με δυσκολίες, η οποία συγκαταλέγεται
στην κατηγορία των συστημικών τραπεζών, των επονομαζόμενων «too big to fail»
(πάρα πολύ μεγάλες για να πτωχεύσουν), στενά διασυνδεδεμένων με το
παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρόλα αυτά, στις 16 Μαρτίου η ΕΚΤ
επιβεβαίωνε ότι θα διατηρούσε την προβλεπόμενη για εκείνη την ημέρα
αύξηση των επιτοκίων της, ενώ ταυτόχρονα μοιραζόταν την αβεβαιότητά της
για τη συνέχεια: «Δεν είναι δυνατό σε αυτό το στάδιο να προσδιοριστεί ποιον δρόμο θα πρέπει να ακολουθήσουμε», εξήγησε η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ (6).
Μια πιρουέτα που δεν καταφέρνει να αποκρύψει τις ολοένα πιο κατάφωρες
αποκλίσεις απόψεων, τόσο στους κόλπους της ΕΚΤ όσο και της Fed: από τη
μία πλευρά τα «γεράκια», με αποκλειστική έγνοια τους την καταπολέμηση
του πληθωρισμού και, από την άλλη, εκείνοι που ανησυχούν για τις
συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων στη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Αυτές οι αποκλίσεις αντικατοπτρίζουν τη σύγκρουση των στόχων της ΕΚΤ,
μεταξύ νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επιλογή να
συνεχιστεί η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι καθόλου καλός οιωνός για τη
σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Από την κρίση του 2008 και έπειτα, οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές
νομισματικές αρχές μοιάζουν να συμμετέχουν σε μια απερίσκεπτη κούρσα,
την οποία μόλις επιτάχυνε η πτώχευση της SVB: κάνουν συνεχώς ένα βήμα
πιο πέρα για την αντιμετώπιση των ζημιών που προκλήθηκαν από την αμέλεια
των παικτών του χρηματοπιστωτικού τομέα και τη χωρίς αντισταθμίσματα
εγγύηση των ρίσκων που πήραν. Ακόμα και εάν αυτό σημαίνει ότι
απομακρύνονται από την ορθοδοξία της αγοράς που πολύ συχνά υπόσχονται να
υπερασπιστούν. Ένα παράδοξο το οποίο δεν διέφυγε από τον Αμερικανό
διαχειριστή αμοιβαίων κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου Κένεθ Γκρίφιν: «Οι ΗΠΑ υποτίθεται πως είναι μια καπιταλιστική οικονομία, αλλά να που τα πάντα καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας» (7). Η διαπίστωση θα μπορούσε να ισχύσει και για την Ευρώπη.