Απέχοντας παρασάγγας από την
κοινότοπη εικόνα του δημοσίου υπαλλήλου που ζει μακριά από τις
αντιξοότητες της ζωής, οι ανώτεροι υπάλληλοι του ιαπωνικού κράτους
εργάζονται κάτω από εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, πραγματοποιώντας έως
και τριακόσιες ώρες υπερωριών ανά μήνα. Οι εργατικοί νόμοι της χώρας
–ήδη ελάχιστα προστατευτικοί– δεν έχουν εφαρμογή στην ιδιαίτερη αυτή
ομάδα εργαζομένων. Όλο και περισσότεροι εγκαταλείπουν τις θέσεις τους
στα υπουργεία, προκαλώντας μια πρωτοφανή κρίση.
Η ώρα είναι μιάμιση το πρωί. Στη συνοικία Κασουμιγκασέκι του Τόκιο,
όπου βρίσκονται συγκεντρωμένες οι περισσότερες κρατικές υπηρεσίες της
χώρας, ατελείωτες ουρές ταξί περιβάλλουν τα επιβλητικά κτίρια των
υπουργείων. Έχοντας χάσει το τελευταίο μετρό, δημόσιοι υπάλληλοι
περπατούν με βαρύ βήμα και τρυπώνουν μέσα στα οχήματα, που χάνονται στα
βάθη της νύχτας.
Η σκηνή αυτή απεικονίζει την καθημερινότητα των κρατικών υπαλλήλων
της Ιαπωνίας. Αν και απολαμβάνουν ένα αξιοζήλευτο εργασιακό καθεστώς,
χωρίς τον φόβο της ανεργίας, η ζωή τους μοιάζει με μαρτύριο. Καθώς η
φύση της εργασίας τους –υπέρ του δημοσίου συμφέροντος– απαιτεί να
αντιμετωπίζουν τις επείγουσες καταστάσεις αν παραστεί ανάγκη, δεν
ισχύουν για αυτούς οι προστατευτικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας,
που περιορίζουν τον αριθμό των υπερωριών σε σαρανταπέντε ώρες ανά μήνα
για τους υπόλοιπους μισθωτούς. Επιπλέον, τα συνδικάτα τους στερούνται
του δικαιώματος κήρυξης απεργίας.
Στο Κασουμιγκασέκι, η διάρκεια της εργασίας αυτών των κάνρυο
(«υπαλλήλων υπουργείων»), της αφρόκρεμας της ιαπωνικής
δημοσιοϋπαλληλικής ελίτ, δεν έχει όριο. Σύμφωνα με μια έρευνα που
διενεργήθηκε το 2018 από τον Ιβάμοτο Τακάσι,
καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κέιο του Τόκιο, ο αριθμός των υπερωριών που
πραγματοποιούν αγγίζει κατά μέσο όρο τις εκατό ώρες ανά μήνα –επτά φορές
περισσότερο σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα. Υπερβαίνουν κατά πολύ τη «γραμμή καρόσι»,
το όριο δηλαδή του «θανάτου λόγω υπερβολικής εργασίας», θεσπισμένο στις
ογδόντα ώρες ανά μήνα από το ίδιο το υπουργείο Υγείας, το οποίο εκτιμά
ότι πάνω από αυτόν τον αριθμό ωρών υπάρχει αυξημένος παθολογικός
κίνδυνος για τον εργαζόμενο. Επιπλέον, καθώς ο προϋπολογισμός της
δημόσιας διοίκησης είναι αυστηρά οριοθετημένος από τον νόμο, οι
υπερωρίες αυτές πολύ συχνά δεν αμείβονται.
«Στo Κασουμιγκασέκι είναι σύνηθες οι νέοι να
εξοντώνονται στη δουλειά. Μερικές φορές, οι υπερωρίες μου ξεπερνούσαν
τις διακόσιες ώρες τον μήνα», ανακαλεί ο Κ.Λ., πρώην δημόσιος
υπάλληλος που δέχεται να καταθέσει την εμπειρία του υπό τον όρο να
παραμείνει ανώνυμος. Όταν εργαζόταν σε υπουργείο, επέστρεφε στο σπίτι
του με ταξί «μεταξύ 2 και 5 το πρωί, για να ξαναεπιστρέψει στο γραφείο κατά τις 8». «Για τη γυναίκα μου, ήταν σαν να μην υπήρχα, ήμουν σαν φάντασμα», ομολογεί με πικρία.
Καθώς υπό αυτές τις συνθήκες στερούνται τον ύπνο και την οικογενειακή
ζωή, πολλοί εργαζόμενοι βυθίζονται στην κατάθλιψη. Σύμφωνα με στοιχεία
που δημοσιεύτηκαν το 2019 από το συνδικάτο των κρατικών υπαλλήλων, στο Κασουμιγκασέκι το 32,4% των ερωτώμενων δήλωσαν πως «η υγεία τους ήταν σε κακή κατάσταση», πως «έπαιρναν φαρμακευτική αγωγή» ή πως «είχαν νοσηλευτεί σε νοσοκομείο», ενώ το 28% είχαν ήδη αισθανθεί ή αισθάνονταν «φόβο θανάτου από υπερβολική εργασία».
Όσον αφορά το ποσοστό αυτοκτονιών, ανέρχεται σε 16,7 ανά 100.000 άτομα,
δηλαδή αυξημένο κατά 50% σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα, σύμφωνα με την
έρευνα του Ιβάμοτο. Η Εθνική Αρχή Προσωπικού, δημόσιος φορέας
επιφορτισμένος με την πρόσληψη και τη διαχείριση των μισθών των κρατικών
υπαλλήλων, κατέγραψε έξι περιπτώσεις καρόσι το 2019, σε σύνολο 174 σε εθνικό επίπεδο.
Η «αγενής» τηλεδιάσκεψη
Η κατάσταση αυτή εξηγείται καταρχάς από τον τρόπο οργάνωσης του
κοινοβουλευτικού διαλόγου και από τα πολιτικά-διοικητικά χαρακτηριστικά
της χώρας. Από το 2012, την απόλυτη πλειοψηφία και των δύο σωμάτων του
Εθνικού Κοινοβουλίου της Ιαπωνίας (Δίαιτα) κρατά το Φιλελεύθερο
Δημοκρατικό Κόμμα (ΦΔΚ, δεξιό) και το Κομέιτο (σύμμαχος του ΦΔΚ,
κεντροδεξιό). Καθώς η λήξη των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων σηματοδοτεί
την εγκατάλειψη των υπό συζήτηση νομοσχεδίων, τα κόμματα της Αριστεράς,
με δεδομένο ότι υστερούν αριθμητικά, προσπαθούν με κάθε τρόπο να
παρατείνουν τη διάρκεια των συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών
με σκοπό να μπλοκάρουν τα νομοσχέδια της πλειοψηφίας. Και οι ανώτεροι
κρατικοί υπάλληλοι κατέχουν καίριο ρόλο για τη διεξαγωγή των
διαδικασιών.
Επιπλέον, καθώς τα όρια μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας
είναι θολά, πολύ συχνά επιφορτίζονται με το καθήκον της υποβολής
προτάσεων νόμου στους βουλευτές των κυβερνώντων κομμάτων, οι οποίοι στη
συνέχεια θα τις παρουσιάσουν στη Δίαιτα. Έτσι, συνεργάζονται στενά με
τους εκλεγμένους και αναλαμβάνουν κάθε είδους καθήκοντα, όπως η
διοργάνωση συναντήσεων εντός των κομμάτων και η διεξαγωγή
διαπραγματεύσεων ώστε οι βουλευτές να επικυρώνουν κατ’ αρχήν τα
νομοσχέδια. Καθώς δεν υπάρχουν υπουργικά γραφεία, οι ανώτεροι κρατικοί
υπάλληλοι προετοιμάζουν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που τίθενται στους
υπουργούς κατά τις κοινοβουλευτικές συνεδριάσεις.
Έτσι, επωμίζονται την εκπόνηση των νομοσχεδίων και την προετοιμασία
των συνεδριάσεων της Δίαιτας. Τις περισσότερες φορές κάτω από ασφυκτικές
προθεσμίες, ιδίως για τα σημαντικά θέματα: οι συνεδριάσεις των
κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζεται την αμέσως προηγούμενη ημέρα,
αφήνοντας μονάχα ένα βράδυ στους κάνρυο να μελετήσουν τις ερωτήσεις. «Πολύ
συχνά τις λαμβάνουμε μεταξύ 9 και 10 το βράδυ. Πρέπει να είμαστε
έτοιμοι στις 9 το πρωί, κατά την έναρξη των εργασιών της Δίαιτας. Η
σύνταξη των απαντήσεων, οι επαληθεύσεις τους με όλες τις αρμόδιες
υπηρεσίες του υπουργείου προκειμένου να μην υπάρχουν λάθη ή ανακολουθίες
σε σχέση με τις θέσεις της κυβέρνησης, και ασφαλώς η ενημέρωση του
υπουργού που θα απαντήσει στις ερωτήσεις, είναι μια απαιτητική
διαδικασία που εύκολα παίρνει έξι με επτά ώρες. Επιστρέφουμε στα σπίτια
μας είτε με ταξί είτε με το πρώτο πρωινό τρένο», παρατηρεί με λύπη ο Κ.Λ.
Επιπλέον, οι διαδοχικές κυβερνήσεις, με νεοφιλελεύθερο
προσανατολισμό, επικαλούμενες το χρέος της χώρας, που το 2020 κορυφώθηκε
στο 250% του ΑΕΠ, προχώρησαν σε προοδευτική μείωση του προσωπικού της
κρατικής διοίκησης. Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση
ορισμένων θεσμικών οργάνων, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του αριθμού των
κρατικών υπαλλήλων κατά ποσοστό 10% μεταξύ του 2004 και του 2020, προκαλώντας σχεδόν παντού ελλείψεις προσωπικού. «Οι
πολιτικοί ηγέτες έχουν προωθήσει μέχρι και την ιδέα ότι τα υπουργεία θα
έπρεπε να διαχειρίζονται τα πάντα με περιορισμένο προσωπικό, φέρνοντας
ως παράδειγμα την Google, όπου όλα λειτουργούν σε μικρές ομάδες», εξηγεί ο Μακιχάρα Ιζούρου, ειδικός της Δημόσιας Διοίκησης στο πανεπιστήμιο του Τόκιο. «Ο
πολλαπλασιασμός των διυπουργικών ζητημάτων, όπως η αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής ή το Σύμφωνο Συνεργασίας των δύο πλευρών του
Ειρηνικού (ΤΡΡ), που απαιτούν συντονισμό μεταξύ υπουργείων, απλώς
επιδεινώνουν την κατάσταση.»
Το κερασάκι στην τούρτα: οι εργασιακές πρακτικές είναι τουλάχιστον
απαρχαιωμένες. Η ψηφιοποίηση των εγγράφων, αν και προωθείται από την
κυβέρνηση, παραμένει νεκρό γράμμα, με αποτέλεσμα οι ανταλλαγές εγγράφων
μεταξύ υπαλλήλων και βουλευτών να γίνονται ακόμα και σήμερα μέσω… φαξ. Η
καταφυγή σε τηλεδιάσκεψη με τους βουλευτές για τις απαραίτητες εργασίες
κάθε νομοσχεδίου εκλαμβάνεται ως «έλλειψη ευγένειας» και σπανίζει.
Έτσι, παρατηρούνται ανεπανάληπτες σκηνές, όπου δημόσιοι υπάλληλοι
περνούν ώρες επί ωρών εκτυπώνοντας εκατοντάδες έγγραφα, αποτελούμενα από
εκατοντάδες σελίδες το καθένα, προκειμένου να εξηγήσουν το περιεχόμενο
ενός νομοσχεδίου σε μια σύσκεψη διοργανωμένη από τα κυβερνητικά κόμματα
και να λάβουν τη συγκατάθεση των βουλευτών.
Αν και η πραγματικότητα αυτή αφορά όλα τα υπουργεία, το υπουργείο
Υγείας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων διεκδικεί την πρωτιά στην
κακομεταχείριση των υπαλλήλων του. Έχοντας λάβει τη σημερινή μορφή του
το 2001, μετά από τη συγχώνευση του υπουργείου Εργασίας και του
υπουργείου Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων, κατέληξε να είναι ένα
γιγαντιαίο συνονθύλευμα, με αρμοδιότητες που ξεκινούν από τη διαχείριση
των συντάξεων και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και καταλήγουν στη
βελτίωση των συνθηκών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, περνώντας από την
πολιτική για την πρώιμη παιδική ηλικία και την προστασία των δικαιωμάτων
των αλλοδαπών εργαζομένων. Σε μια χρονική στιγμή όπου η Ιαπωνία
βρίσκεται αντιμέτωπη με την επιταχυνόμενη γήρανση του πληθυσμού της, τα
ζητήματα αυτά τείνουν να γίνουν πολιτικώς ευαίσθητα. «Από τη
δεκαετία του 1980, δεν σταματάμε να μειώνουμε τον αριθμό των κρατικών
υπαλλήλων. Την εποχή εκείνη, το ύψος των ετήσιων δαπανών για την
κοινωνική προστασία ανερχόταν σε 25 τρισεκατομμύρια γιεν [λίγο πάνω από 195 δισεκατομμύρια ευρώ]. Μέσα σε σαράντα χρόνια, το ποσό αυτό τετραπλασιάστηκε!», εξηγεί ο Κούμε Χαγιάτο, πρώην μέλος της γραμματείας του υπουργείου. «Ο φόρτος εργασίας αναγκαστικά αυξάνεται, είναι αναπόφευκτο.» Μεταξύ απελπισίας και αυτοσαρκασμού, ορισμένοι υπάλληλοι διασκεδάζουν παραφράζοντας το όνομά του, από kosei–rodo–sho (υπουργείο Υγείας, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων) στο ειρωνικό kyosei–rodo–sho («υπουργείο Καταναγκαστικής Εργασίας»)…
Κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας Covid-19, την
άνοιξη του 2020, το υπουργείο βρέθηκε στα πρόθυρα της διάλυσης.
Δημιούργησε μια μονάδα προστασίας κατά του ιού απαρτιζόμενη από μερικές
εκατοντάδες άτομα, τα οποία άντλησε από το προσωπικό διαφόρων τμημάτων
του, προκαλώντας προβλήματα στην κανονική λειτουργία τους. Η εταιρεία
συμβούλων Work-Life Balance
πήρε συνεντεύξεις από εβδομήντα υπαλλήλους του υπουργείου: σύμφωνα με
την έκθεσή της, δεκατρείς από αυτούς πραγματοποίησαν περισσότερες από
διακόσιες ώρες υπερωριών μηνιαίως κατά την περίοδο Μαρτίου-Μαΐου 2020.
Τέσσερις μάλιστα ξεπέρασαν τις τριακόσιες ώρες… «Ήμουν οκτώ μηνών
έγκυος. Όμως, λόγω έλλειψης προσωπικού, ήμουν υποχρεωμένη να
πραγματοποιώ έως και εικοσιτέσσερις ώρες υπερωριών την εβδομάδα. Κάποιες
φορές, έμενα στο γραφείο έως τις 2 το πρωί», ομολογεί μια νέα
γυναίκα που επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της. Στα μέσα Μαρτίου,
έχοντας ένα κακό προαίσθημα, επισκέφθηκε το νοσοκομείο, όπου ο γιατρός
τής ανακοίνωσε πως υπήρχε κίνδυνος πρόωρου τοκετού. Νοσηλεύτηκε αμέσως.
Ευτυχώς, γέννησε το πρώτο παιδί της τον Μάιο, χωρίς κανένα πρόβλημα. «Και αν δεν είχα πάει στο γιατρό;», αναρωτιέται.
Μην αντέχοντας πλέον τα απίστευτα ωράρια, όλο και περισσότεροι νέοι
εγκαταλείπουν το Κασουμιγκασέκι. Σύμφωνα με τον Κόνο Τάρο, πρώην υπουργό
Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης, ο αριθμός των παραιτήσεων
κρατικών υπαλλήλων ηλικίας από 20 έως 29 ετών «για προσωπικούς λόγους»
ανήλθε σε 87 το 2019, ενώ έξι χρόνια νωρίτερα μετά βίας έφτανε τις 20. Αυτό το κύμα φυγής επιταχύνεται ειδικά από τη στιγμή που έχουν βελτιωθεί οι συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι κάνρυο, συνήθως απόφοιτοι κορυφαίων πανεπιστημίων, μπορούν να διεκδικήσουν καλύτερους μισθούς.
Κυβερνητικές ανησυχίες
Δεν αποτελεί έκπληξη ότι το επάγγελμα προσελκύει ολοένα και
λιγότερους φοιτητές και νέους πτυχιούχους. Το 2018, στον διαγωνισμό για
την πρόσληψη κρατικών υπαλλήλων συμμετείχαν 22.559 υποψήφιοι, έναντι
πάνω από 45.000 στον διαγωνισμό του 1996. «Το
πρόβλημα πρέπει να επιλυθεί άμεσα, ειδάλλως η κατάσταση θα πηγαίνει από
το κακό στο χειρότερο. Η λειτουργία των υπουργείων θα γίνεται όλο και
πιο αργή και τα διοικητικά λάθη δεν θα έχουν σταματημό. Και όλο αυτό θα
καταλήξει σε βλάβη των συμπολιτών μας», εκφράζει την ανησυχία του ο Κούμε Χαγιάτο.
Έως σήμερα, η κατάσταση, παρά τη σοβαρότητά της, δεν απασχολούσε
κανέναν. Επηρεασμένοι από τα σκάνδαλα διαφθοράς που κλόνισαν τη χώρα
κατά τη δεκαετία του 1990, οι Ιάπωνες πολίτες συνεχίζουν να βλέπουν με
κακό μάτι τους κρατικούς υπαλλήλους. Ο βαθμός εμπιστοσύνης απέναντί τους
φθάνει μόλις στο 2,6, σε μια κλίμακα που κυμαίνεται από το 1 («καθόλου
αξιόπιστοι») έως το 5 («πλήρως αξιόπιστοι»), σύμφωνα με μελέτη που
διεξήγαγε το 2018 το ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Central Research Services. Το 46% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η κρατική διοίκηση «στερείται διαφάνειας». Όσο για τους πολιτικούς, ούτε και αυτοί κινητοποιούνται. «Αυτή η υπόθεση δεν αποφέρει ούτε ψήφους ούτε χρήματα. Οι βουλευτές του κόμματός μου αδιαφορούν»,
ξεκαθαρίζει ο Σιοζάκι Γιασούχισα, πρώην υπουργός Υγείας του ΦΔΚ, που
εργάζεται για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στο Κασουμιγκασέκι.
Η πανδημία αποκάλυψε την επείγουσα ανάγκη για νέες εργασιακές
πρακτικές: τηλεργασία, ψηφιοποίηση εγγράφων, τηλεδιάσκεψη. Ο Κόνο Τάρο,
πρώην υπουργός Εξωτερικών και κυρίαρχη μορφή του ΦΔΚ, μεταξύ 2020 και
2021 ανέλαβε υπουργός Μεταρρύθμισης της Δημόσιας Διοίκησης. Μία από τις
πρώτες ενέργειές του ήταν να ανακοινώσει την κατάργηση των χάνκο,
των παραδοσιακών προσωπικών σφραγίδων για την υπογραφή διοικητικών
εγγράφων και τον έλεγχο της εισόδου-εξόδου σε γραφεία. Η κατάργηση του
συμβόλου-μάρτυρα της αναποτελεσματικότητας των ιαπωνικών μεθόδων
εργασίας θεωρείται ότι διευκόλυνε την ψηφιοποίηση των εγγράφων. Διέταξε
επίσης έρευνα σχετικά με τον αριθμό των υπερωριών. Τέλος, ανήγγειλε την
πρώτη αύξηση προσωπικού στο υπουργείο Υγείας μετά από είκοσι χρόνια. Τα
μικρά βήματα συνεχίζονται, αλλά ο στόχος παραμένει δύσκολος.