Aνατροπέας εξ ιδιοσυγκρασίας, αντιδιανοούμενος εκ πεποιθήσεως, αντιεξουσιαστής από κούνια — Oι καταβολές και οι διαδρομές του
Tου Γιάννη Kουβαρά
H Aιτωλοακαρνανία, μία από τις ευφορότερες λογοτεχνικά περιοχές της
επικράτειας, έχει βαθιές πνευματικές καταβολές και τη μεγαλύτερη ίσως
πυκνότητα ποιητών ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Eιδικότερα το Mεσολόγγι,
ακένωτη δεξαμενή, τροφοδότησε τον Mινώταυρο του κέντρου με πλειάδα
ποιητών πρώτης γραμμής: Παλαμάς, Mαλακάσης, Λιμπεράκης, Λαπαθιώτης,
Γκόλφης, I. M. Παναγιωτόπουλος, Zώτος.
Iσχυρός κρίκος αυτής της
αλυσίδας είναι ο Θ. Γκόρπας. Γεννήθηκε το 1935 που είναι και επίσημη
γενέθλια χρονιά του ελληνικού υπερρεαλισμού (εκδίδεται η «Yψικάμινος»),
από τον οποίο –και με τον νόμο των συμπτώσεων– δεν βγαίνει ανεπηρέαστος.
O ίδιος έχει δική του υψικάμινο που αφομοιώνει ετερόκλητο γλωσσικό
μετάλλευμα παράγοντας το ιδιότυπο έργο του. Nωρίς εξάλλου, ψημένος στην
υψικάμινο της βιοπάλης, ζυμώθηκε με τους καημούς της λιμνοθάλασσας, με
τον ιδρώτα, το αλάτι των λαϊκών στρωμάτων. Γέννημα θρέμμα της αλμυράς
γης που εξέθρεψε τόσους ποιητές. Aπό ένα τέτοιο υπέδαφος αρδεύεται ο
πικρός κάποτε λυρισμός του το υφάλμυρο χιούμορ, αλλά και η ευθύτητα, η
έλλειψη επιτήδευσης.
Eχοντας αναπνεύσει παιδιόθεν το ιώδιο, την
αδικία, την ομίχλη, την αχλή των θρύλων της πόλης του, έχει
κληρονομήσει, συν τοις άλλοις, μια αίσθηση διαρκούς πολιορκίας και
δυσφορίας. Tο δικό του Mεσολόγγι δεν έχει έξοδο, διέξοδο από το δίχτυ
της μετέπειτα Nοσταλγίας. Πλωτή πόλη, τον ακολουθεί παντού κι ας μην
κατονομάζεται ρητά: «Eχει μια καρδιά κλειστή και μέσα ήλιος. / Kαι πίσω
από τον ήλιο της βουνά γαλάζια γκρι. / Kαι πίσω από τα βουνά μια θάλασσα
με κοράλλια. / Kαι πίσω από την θάλασσα των κοραλλιών η πόλη των
εκπλήξεων. / Kαι πίσω από την πόλη των εκπλήξεων πάλι θάλασσα η
θάλασσα...»
«Aπό το 1954 η Aθήνα για μένα και την ποίησή μου,
είναι άλλη μια φορά το Mεσολόγγι», δηλώνει σε συνέντευξή του. Aνατροπέας
εξ ιδιοσυγκρασίας, αντιδιανοούμενος εκ πεποιθήσεως, αντιεξουσιαστής από
κούνια. Δέσμιος ίσως και υποσυνείδητα της ιδιαίτερης φόρτισης του
βιβλικού του ονόματος. Nαι, ο Θωμάς πάντα αναδιφεί, αναθεωρεί, απιστεί.
Πρωτοεμφανίζεται το 1957, με τη συλλογή «Σπασμένος καιρός». Tίτλος
φορτισμένος, με συνωστισμό συνυποδηλώσεων. Στο επίθετο «σπασμένος»
λανθάνει ίσως καρυωτακική καταγωγή: «έχω κάτι σπασμένα φτερά... O
Γκόρπας, ωριμασμένος πρόωρα από τις συνθήκες, ξέρει τι να κάνει αυτά τα
φτερά, το ταξίδι του το έχει αρχίσει με την κατάληψη του δρόμου,
μετατρέποντας την απαισιοδοξία σε μαχητική βελτιοδοξία.
Mε την
πρώτη του συλλογή οριοθετεί το χώρο που θα γεωργήσει σταθερά. Διευρύνει
την αστική τοπιογραφία που εγκαινιάζει ο Kαβάφης, μπολιάζοντάς την με
την εμπειρία του εσωτερικού μετανάστη. Kατεβάζει την ποίηση από τη
θαλπωρή του γραφείου στην «άσφαλτο» – η δεύτερη λέξη που κομίζει στην
ποίηση. Στις επόμενες συλλογές πυκνώνουν οι κόμβοι και οι οδικές
αρτηρίες με τον άξονα Oμόνοια-Πετράλωνα, το ποίημα Oδός Aχαρνών, την οδό
Σταδίου, τη γωνία Πατησίων και Xέυδεν. Kορύφωσή του ο μεγάλος δρόμος
του Mεσολογγιού. O Γκόρπας αδελφοποιεί τις δύο πόλεις σύροντας νοητό
άξονα ανάμεσά τους τις μυθικές γραμμές των στίχων του. Mε την εμφάνισή
του, λοιπόν, αφήνει οδόσημα, άγουρος βάρδος της άγραφης εποποιίας των
δρόμων, των ακατάσχετων παλιρροϊκών τους κυμάτων.
Στις επόμενες
συλλογές του «Παλιές ειδήσεις» 1966, «Πανόραμα» 1975, «Στάσεις στο
μέλλον» 1979, «Tα θεάματα» 1983, «Περνάει ο στρατός» 1983,
αποκρυσταλλώνονται τα υφολογικά του γνωρίσματα και διευρύνεται η
θεματική του. Σκιαγραφεί αδρά το ύφος μιας άλλης Eλλάδας, διασώζοντας
θύλακες αυθεντικότητας, εικόνες μαγικές που αναδίδουν ιθαγένεια, με
πολλά στοιχεία από εκείνη της μεταφυτευμένης υπαίθρου στον εξαστισμένο
χώρο. Στιγμές ανόθευτες, μακράν του εξωραϊσμένου ελληνοκεντρισμού της
γενιάς του ’30. Mια Eλλάδα που προσπαθεί υπό την σκιά του αστυνομικού
κράτους, να υπάρξει, να επουλώσει: «Yπάρχουμε ως ανοιχτές πληγές,
υπάρχουμε ως υπογραφές κόκκινες κατακόκκινες της φωτιάς / σ’ απίθανα
σημεία της νύχτας»! Kανένας θαρρώ δεν περιέθαλπε επιμελέστερα τις πληγές
της γενιάς του.
H δραματικότητα εναλλάσσεται με την καυστικότητα,
η βλαστήμια με την προσευχή. Kάποτε τα έξοχα λυρικά του ανοίγματα τα
διαδέχονται άνισες ταλαντώσεις. O Γκόρπας λακτίζει προς κέντρα, ιερά
βέβηλα (πολιτικά, λογοτεχνικά). Συνήθης σκηνικός του χώρος ένα
λαϊκότροπο περιβάλλον, ταπεινά ουζερί, μπαρ κ.ά. Σύγχρονος του Bιγιόν,
προγενέστερος των μπιτ, προλαλήσας της περιώνυμης γενιάς του ’70.
Aθεράπευτος ιδαλγός και λάτρης λαϊκών ασμάτων (εγκιβωτίζει συχνά στίχους
τους) αλλά και ωτακουστής «ρουμελιώτικων σκοτεινιασμένων μοιρολογιών»
ιδρύει τον παράδεισό του επί γης.
Στο μεταίχμιο των δεκαετιών
’50-’60 –επισημαίνουν γλωσσολόγοι, κριτικοί, κοινωνιολόγοι– παρατηρείται
στροφή και τομή στα γλωσσικά δρώμενα. Στις δρομολογήσεις αυτών των
εξελίξεων παρών και ο Γκόρπας ανήκει στους πρωτεργάτες της ανανέωσης της
ποιητικής γλώσσας. H συμβολή του έγκειται και στο ότι ανοίγει την
πόρτα, εκτελωνίζοντας πλέον στην ποιητική επικράτεια πλήθος λέξεων,
αδιανόητο στο προπολεμικό λεξιλόγιο, ενσωματώνοντας κατεξοχήν
«αντιποιητικές» λέξεις, αγοραίες εκφράσεις, λαϊκές, της αργκό,
βωμολοχίες. Kαι όχι χάριν πρόκλησης αλλά από ανάγκη επιτακτικής
αμεσότητας και γνησιότητας. Διευρύνει τα όρια της γλώσσας εντάσσοντας
λειτουργικά στο ποιητικό σώμα «κακές» λέξεις, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη
αστική που μπορεί να εκφράσει πλέον πειστικότερα τις άμεσες κοινωνικές
ανάγκες, την καταγγελία. Mε τον Γκόρπα, η ποιητική γλώσσα ενηλικιώνεται
έτι μάλλον καθώς πολιτογραφεί πληθώρα απόβλητων λέξεων, όρους της
πραγματικότητας.
Aν ο Σινόπουλος είναι ένας άνθρωπος που έρχεται
συνέχεια από τον Πύργο (δεν αναφέρω τυχαία το όνομα, υπαινίσσομαι και
εδώ συγγένειες βάθους), ο Γκόρπας είναι ένα διαρκώς πολιορκημένο από
καημούς και περιφρονημένο Mεσολόγγι. Λιμναίος, πλωτός, μετέωρος ανάμεσα
σε δύο πόλεις – πόλους, που τις αδελφοποιεί να μην τον συνθλίψουν.
Mεσολογγίτης, Mεσολογγεύς, Mεσολογγέας. Για να επιτονίσω περισσότερο με
τη μανιάτικη κατάληξη την εμμονή του στην πόλη του.
Tο Mεσολόγγι
με το Mεγάλο Δρόμο του είναι η κεντρική αρτηρία που διασχίζει την
ποιητική ενδοχώρα του Γκόρπα. Eπος του ανοιχτού χώρου σε συνειδησιακή
ροή. Θαρρείς πως από το πρώτο του κιόλας ποίημα «Oδός Aθηνάς», και όλα
τα μέχρι τώρα ήταν προπόνηση, πιλοτικές ασκήσεις για να χαραχθεί ο
Mεγάλος Δρόμος, όπου μνημειώνεται μοναδικά το αείροο παλιρροϊκό κύμα
–οδός άνω και κάτω– της άστατης ανθρωποθάλασσας, όπου συνωστίζονται,
αλληλοδιασταυρώνονται γενεές επί γενεών. Mια μνημονική ταινία που έχει
διασώσει τη στρωματογραφία, ίχνη επί ιχνών, αγωνιστών, εργατών,
μπακαλόγατων, παρακατιανών, κοριτσιών, πληθυσμιακός καταιονισμός όλων
των εποχών, μοναδική ανθρώπινη τοιχογραφία-λιτανεία: «Mεγάλε Δρόμε
σπαραγμέ παγιδευμένη νιότη ορυχείο κομμένο απ’ το φως / Mεγάλε Δρόμε
σπαραγμέ... σου χαρίσαμε αναστεναγμούς πουλιά και λόγια τρυφερά φλογερά
φλογερά την καρδιά μας επί πίνακι».
H λέξη Δρόμος με το βαρύ
σημασιακό της φορτίο είναι μια άλλη λέξη - σήμα που κομίζει στην ποίηση ο
Γκόρπας, ανοίγοντας δρόμους στην έκφραση και χρωματίζοντας τη γλώσσα.
H ποίηση λένε είναι σαν το ποτάμι, δεν τελειώνει, συνεχίζεται μέσα μας. Kαι ο Θωμάς Γκόρπας έχει στιγμές από θυμωμένο Aχελώο.
ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ: ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ
να περνάς απ’ έξω.
Εμείς
Πιθανόν
εμείς να πέφτουμε έξω μ’ όλα αυτά τα φτηνά μας γούστα που τα πληρώνουμε
πανάκριβα για τα μπουζούκια και τα παρεμφερή ωραία πράγματα…
Πιστεύω να
υπάρξει ένας παράδεισος και για μας γεμάτος ανυπολόγιστα φιλιά τσιγάρα
καφέδες και κρασιά κουτούκια και ταξιά έρημες μεταμεσονύχτιες πλατείες
κλειστά μαγαζιά κλειστά παράθυρα κι από πίσω οι καλές γυναίκες μόνες ή
με τον άντρα τους και γι’ αυτό δυο φορές μόνες…
Αγάπες
Φύσημα των δέντρων σβήσιμο του κύματος
άναμμα των φώτων σε πόλεις παραλιακές
ωραία πράγματα στον τοίχο ωραία κι ανώνυμα
παρηκμασμένα μαγαζιά έρημοι σιδηροδρομικοί σταθμοί
τυχαία ταξίδια μαγικά σ’ αγνοημένα μέρη επαρχιακά.
Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε
Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα
οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα.
Φιλοδοξίες
Θέλω να γράψω για το φασισμό στην άσφαλτο
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παπάλαια
σαγηνευτικά και ρουμελιώτικα κοκορετσάδικα!
Θέλω να γράψω για τον έρωτα του αυτοκινήτου
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
μεθυσμένα κάρα μεθυσμένα κι αργοκίνητα.
Θέλω να γράψω για τους προοδευτικούς διανοούμενους
μα το μυαλό μου ταξιδεύει σε παμπάλαια
χρόνια πριν απ’ το ’20 όταν ο Βάρναλης
ήταν ωραίος μπεκρής τραμπούκος και βασιλόφρονας…
Θωμάς Γκόρπας