Υπάρχει ο επαγγελματικός δημόσιος λόγος, η δημοσιογραφία. Εχει αφετηρία την κοινή σε μια συμβίωση ανάγκη της πληροφόρησης και ανταλλαγής απόψεων. Είναι όπως η κοινή ανάγκη της εκπαίδευσης και καλλιέργειας, η ανάγκη απονομής δικαιοσύνης, λειτουργίας της αγοράς, των ταχυδρομείων, της ύδρευσης – και όσες ακόμα κοινές ανάγκες.

Ονομάζουμε κοινωνική παρακμή την άμβλυνση ή και απώλεια της επίγνωσης ότι συγκροτούμε οργανωμένες συλλογικότητες για να κοινωνούμε κοινές ανάγκες. Και ονομάζουμε ακμή την κοινωνία των αναγκών, όταν τη βιώνουμε, εμπειρικά και αυτονόητα, ως ευταξία. Δηλαδή, όταν μας δίνει χαρά πρώτιστη η σχέση με δευτερεύουσα την ικανοποίηση της ανάγκης. Αυτή την προτεραιότητα της σχέσης την έφεραν στην ανθρώπινη Ιστορία οι Ελληνες ως θεσμικό αίτημα.

Σήμερα μοιάζει να έχουμε ξεχάσει το προνόμιο που κάποτε αξιωθήκαμε. Δεν το καταλαβαίνουμε καν το προνόμιο όταν μας το εξηγούν. Κρατάμε τις λέξεις: πόλις, πολιτική, πολιτισμός, που τώρα πια σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο από την αρχική τους σημασία, παραπέμπουν σε θεσμικά μορφώματα επινοημένα και φτιαγμένα για να εξασφαλίζουν την ατομοκεντρική αυτονομία, τη θωράκιση συμφερόντων. Από καταβολής του ελληνώνυμου βαλκανικού κρατιδίου, στρεβλώθηκε το νόημα των ονομάτων «δίχως αιδώ ή λύπην»: Μιλάμε για δημοκρατία, ενώ η πλειονότητα πουλάει την ψήφο της για να κερδίσει, δημόσια αμειβόμενη, ισόβια ραστώνη και απραγία. Υπήρξε πρωθυπουργός που καταξίωσε τον χρηματισμό σαν «δικαίωμα» του δημόσιου λειτουργού «να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του» και παρότρυνε τον υπουργό του των Οικονομικών να «τα δώσει όλα»: να αδειάσει το κοινωνικό χρήμα στα πορτοφόλια της κομματικής πελατείας.

Ο επαγγελματικός δημόσιος λόγος, η δημοσιογραφία, καταγγέλλει, κατά καιρούς, τα κοινωνικά εγκλήματα των επαγγελματιών της εξουσίας. Η καταγγελία είναι μόνο πυροτέχνημα, αφού οι εξουσιαστές έχουν προλάβει να κατοχυρώσουν νομοθετικά την ατιμωρησία τους προσφέροντας, σπανιότατα, και έναν αποδιοπομπαίο τράγο (Τσοχατζόπουλο ή Παπαντωνίου) για να ξεγελιώνται οι μάζες. Και είναι μεθοδευμένες οι καταγγελίες, ώστε η εμβέλεια των συνεπειών τους να εξαντλείται αποκλειστικά στο πεδίο εφήμερων εντυπώσεων.

Επιπλέον, η δημοσιογραφία σήμερα, για λόγους επαγγελματικά καθιερωμένης δεοντολογίας, περιορίζει τις πολιτικές της επικρίσεις σε προγραμματικά προκαθορισμένους αντιπάλους – αποκλείεται μια φιλοκυβερνητική εφημερίδα να μεμφθεί υπουργό της κυβέρνησης ή να διαμαρτυρηθεί για την υπουργοποίησή του, έστω κι αν πρόκειται για καταφανώς ανεπιτήδειο ή και διανοητικά καθυστερημένον. Σε αυτήν την αυτιστική μονοτροπία προηγήθηκαν δουλοπρεπέστατα οι εφημερίδες του «αριστερού» χώρου, αυτοδιαφημιζόμενες σαν «προοδευτικές».

Η ανήκεστη πια βλάβη αποτυπώνεται εμφατικά, αλλά και πανουργότατα, στη γλώσσα: Με απίστευτη υπομονή και παραπειστική δολιότητα, όσοι καπηλεύονται αδιάντροπα τις κοινωνικές ευαισθησίες της Αριστεράς έχουν επιβάλει, στην εκπαιδευτικά υποβαθμισμένη Ελλάδα, να ονομάζονται «προοδευτικοί» οι θιασώτες του σταλινικού εφιάλτη και της ζαχαριαδικής φρικωδίας. Η εμμονή σε προτεραιότητες συλλογικής καλλιέργειας, γλωσσικής κατάρτισης, πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, κατασυκοφαντείται ευθέως σαν συντηρητική της στειρότητας, εθνικιστικός επαρχιωτισμός, οπωσδήποτε ή σχεδόν φασισμός.

Η ελλαδική κοινωνία έχει παγιδευτεί, τα τελευταία σαράντα χρόνια, σε ουτοπίες: Οι λέξεις δεν παραπέμπουν σε ρεαλιστικά δεδομένα, παραπέμπουν σε εντυπώσεις. Η κυκλοφορία των εφημερίδων και η επίδραση των εφημερίδων είναι κοινωνικά ασήμαντη, επειδή στο παιχνίδι των εντυπώσεων οι εφημερίδες (ο γραπτός λόγος, η ανάγνωση, η κριτική λειτουργία του νου) είναι αδύνατο να ανταγωνιστούν το θέαμα, την εικόνα. Δεν μοιάζει να υπάρχουν εφημερίδες που έχουν συνειδητοποιήσει το ανέφικτο της επιβίωσής τους. Κατά κανόνα, συνεχίζουν να ανταγωνίζονται τη λογική της εικόνας, το κυνηγητό των εντυπώσεων, τη διαφημιστική μικρόνοια, μήπως και επιβιώσουν.

Επιβιώνει ωστόσο στις εφημερίδες, περιθωριακά, ο δοκιμιακός λόγος. Οχι η εξηλιθιωτική προτεραιότητα «ευρημάτων» εντυπωσιασμού, αλλά ίχνη εμμονής στη λογική ανάλυση και στη σύνθεση «νοήματος» – η γλώσσα να υπηρετεί την κοινωνία της εμπειρίας. Μοιάζει η εμμονή να είναι ματαιοπονία – τα ηλεκτρονικά σχόλια αναγνωστών σε εφημερίδες πείθουν και τον πιο αισιόδοξο ότι η υποκατάσταση της πληροφορίας από την εντύπωση δεν είναι περιπτωτικό νόσημα, είναι λοιμική.

Υπάρχουν κοινωνίες που αντιστέκονται, εφημερίδες που διστάζουν να εκμαυλιστούν από το πρωτείο των εντυπώσεων. Μια τέτοια αντίσταση στην Ελλάδα θα ήταν προϋπόθεση ιστορικής επιβίωσης και συλλογικής αξιοπρέπειας. Θα την παραλλήλιζε κανείς με κάτι σαν «κρυφό σχολειό»: άμυνα της ανθρωπιάς του ανθρώπου, όταν όλα τα σκιάζει η φοβέρα των «Αγορών» και τα πλακώνει η σκλαβιά σε δανειστές και «επενδυτές».

Είναι η ακρότατη οδύνη, ο ασφυκτικότερος πνιγμός: Η γλώσσα που μας την έδωσαν ελληνική, να κακοποιείται ατιμωτικά και να γελοιοποιείται σε κάθε πτυχή του δημόσιου βίου, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός να μαστίζει τον μισό πληθυσμό της χώρας, το σχολειό συνεχώς να εξευτελίζεται και το φροντιστήριο θριαμβικά να ηγεμονεύει, και όμως πρώτη έγνοια του υπουργείου Παιδείας να παραμένει η ενίσχυση του ρόλου των συνδικαλιστών στη λειτουργική στελέχωση της Εκπαίδευσης («Κ» 2.2.2020), όπως και το κομματικό αλισβερίσι για την ηγεσία του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, του ΔΟΑΤΑΠ, της νεόφυτης Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης! Μα την αλήθεια, αυτοκτονούμε παίζοντας καραγκιόζη.