Είμαστε φανατικά αντίθετοι σε κάθε μορφή βίας, από όπου και αν
προέρχεται – έχοντας την άποψη ότι δεν μπορεί να αιτιολογηθεί ούτε από
τη φτώχεια, ούτε από την εξαθλίωση, ούτε από την αδικία, ούτε από
οτιδήποτε άλλο.
Βέβαια, δεν εννοούμε μόνο τη σωματική βία αλλά, επίσης, την
ψυχολογική, η οποία είναι επιπλέον «παρά φύσει» – αφού η σωματική βία,
στην ευρύτερη έννοιά της, με αιτία την επιβίωση (τροφή, άμυνα κλπ.),
αποτελεί τον κανόνα στο «ζωικό βασίλειο»: στη Φύση λοιπόν.
Στα πλαίσια αυτά η πολιτική βία (μέτρα εξαθλίωσης και λεηλασίας,
ανεργία), η κοινωνική (περιθωριοποίηση, αδικία, ατιμωρησία των
πολιτικών), καθώς επίσης η βία που ασκούν ορισμένα ΜΜΕ (σκόπιμη
παραπληροφόρηση, συκοφάντηση των θυμάτων τους και χειραγώγηση του κοινού
τους), ευρίσκονται στις πρώτες θέσεις της κλίμακας των αντιθέσεων μας
- ενώ ακολουθούν φυσικά πολλές άλλες μορφές ψυχολογικής βίας.
Εντούτοις, για να είμαστε ειλικρινείς, δεν παύουμε να αναρωτιόμαστε
πώς μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιος τη βία, χωρίς βία – πως είναι
δυνατόν δηλαδή να πολεμήσει κανείς «δημοκρατικά» έναν οπλισμένο εχθρό, ο
οποίος δεν διστάζει να τον πυροβολήσει και να τον σκοτώσει. Ακόμη
περισσότερο, πώς μπορεί να αντισταθεί κάποιος ειρηνικά σε μία
γενοκτονία, η οποία συνεχώς κλιμακώνεται – γνωρίζοντας πως ο οικονομικός
πόλεμος είναι πολλές φορές χειρότερος από το συμβατικό, όπου κανείς
υποχρεώνεται προφανώς να αμυνθεί με κάθε τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, παραμένοντας φυσικά κανείς φανατικά αντίθετος
με την άσκηση βίας, είναι αδύνατον να μη χάσει εντελώς την ψυχική του
ηρεμία, παρακολουθώντας την απίστευτα «βίαιη τηλεοπτική δίκη», η οποία
διεξάγεται κυριολεκτικά «ερήμην των κατηγορουμένων» – από ορισμένα ΜΜΕ,
τα οποία ήταν και είναι φανατικοί υποστηρικτές των δυνάμεων κατοχής και
βίαιης λεηλασίας της πατρίδας μας.
Εκείνων των εισβολέων δηλαδή, οι οποίοι δεν δίστασαν χθες να
παραδεχθούν, μέσω της διευθύντριας του ΔΝΤ ότι, προτίμησαν να
«καρατομήσουν» το χέρι χωρίς αναισθητικό (την Ελλάδα δηλαδή),
αδιαφορώντας για τους κινδύνους της εγκληματικής τους ενέργειας –
απλούστατα, επειδή δεν ήταν δυνατόν διαφορετικά να διασώσουν το υπόλοιπο
σώμα (την Ευρωζώνη).
Με απλούστερα λόγια παραδέχθηκαν με θρασύτητα ότι, επέλεξαν να
θυσιάσουν την Ελλάδα ως μία σύγχρονη Ιφιγένεια, για να μπορέσει να
υψωθεί ένα τοίχος προστασίας, έτσι ώστε να διασωθεί η υπόλοιπη Ευρωζώνη
από τις επιθέσεις των αγορών.
Επιστρέφοντας στο θέμα της βίας, αναρωτιόμαστε εάν χαρακτηρίζουν οι
ενέργειες που παρακολουθούμε εμβρόντητοι στους δέκτες μας ένα
δημοκρατικό, ή μήπως ένα «κεκαλυμμένο» φασιστικό πολίτευμα – καθ’ όλα
«αντάξιο» των ακροδεξιών κατηγορουμένων.
Αναρωτιόμαστε επίσης, για πόσο χρόνο ακόμη μπορεί να ανεχθεί ένας
ολόκληρος λαός ήρεμα το θέατρο του παραλόγου, με σύσσωμη την πολιτική
ηγεσία του στη θεατρική σκηνή – με πολιτικούς δηλαδή οι οποίοι, αφενός
μεν προσπαθούν να μεταβιβάσουν στους άλλους τις τεράστιες ποινικές τους
ευθύνες (την υπογραφή των μνημονίων, ενάντια στο σύνταγμα, για την οποία
δεν ευθύνεται η άκρα δεξιά), αφετέρου να εξασφαλίσουν εκλογικά οφέλη,
«κατασπαράζοντας» κυριολεκτικά ένα άλλο, πιθανότατα καθόλου λιγότερο
εγκληματικό κόμμα.
Πόσω μάλλον όταν ο δύστυχος αυτός λαός οδηγείται νομοτελειακά στο
δήμιο και στην αγχόνη, με τη σκιώδη εξουσία να απαιτεί την υποδειγματικά
δημοκρατική συμπεριφορά του - έτσι ώστε να διατηρηθεί η κατ’ επίφαση
προφανώς τάξη, αφού κανένας δεν γνωρίζει πια «τι θα του ξημερώσει» την
επόμενη ημέρα.
Ο μύθος των ξένων επενδύσεων
Προσπαθώντας τώρα να δούμε τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά,
έχουμε την άποψη ότι, εάν κάποια στιγμή δημιουργήσουμε τις κατάλληλες
προϋποθέσεις, οι οποίες θα μας επιτρέψουν να δούμε φως στην άκρη του
τούνελ, όλα όσα δεινά αντιμετωπίζουμε, συμπεριλαμβανομένης της βίας, θα
αποτελέσουν παρελθόν.
Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν, για να ξεφύγουμε από το «σπιράλ του
θανάτου», είναι η ανάπτυξη – επομένως η διενέργεια επενδύσεων, οι οποίες
θα μας βοηθήσουν να βγούμε από το βαθύ σκοτάδι της ύφεσης και της
ανεργίας.
Δεν παραμένουμε φυσικά στα «ψέματα» που ανακοινώθηκαν πρόσφατα,
περί αύξησης των επενδύσεων στη χώρα μας – αφού γνωρίζουμε ότι πρόκειται
κυρίως για ευκαιριακές εισροές κερδοσκοπικών κεφαλαίων στο
χρηματιστήριο, καθώς επίσης για τις ιδιωτικοποιήσεις ήδη υφισταμένων
δημοσίων εταιριών, όπως του ΟΠΑΠ και όχι για καινούργιες (με εξαίρεση
ίσως τον τουρισμό).
Επομένως, δεν πρόκειται για επενδύσεις στην πραγματική οικονομία
όπως, για παράδειγμα, στην κατασκευή ενός νέου εργοστασίου – χωρίς τις
οποίες δεν υπάρχει καμία απολύτως ελπίδα ανάπτυξης.
Συνεχίζοντας, για να επενδύσει κανείς σε μία χώρα χρειάζεται, πριν
από κάθε τι άλλο σταθερό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον –
προϋποθέσεις που δεν διαθέτουμε, αφού κανένας δεν γνωρίζει το αυριανό
πολιτικό σκηνικό, τους φόρους της επομένης εβδομάδας, τις κοινωνικές
αντοχές ανθρώπων που «βιάζονται» καθημερινά κοκ.
Ποιος χτίζει αλήθεια ένα σπίτι σε μία περιοχή που σείεται από τους
σεισμούς; Πόσο μάλλον όταν δεν ξέρει τι άλλους φόρους ακίνητης
περιουσίας θα πληρώσει και ενώ οι «περίοικοι» λιμοκτονούν ή
αλληλοσπαράζονται, έχοντας χάσει τα ανθρώπινα τους χαρακτηριστικά;
Αλήθεια, πόσα χρόνια μετά από έναν καταστροφικό σεισμό αποφασίζει κανείς
να κατασκευάσει ένα ακίνητο;
Εκτός αυτού αφού δεν επενδύουν οι ίδιοι οι Έλληνες, γνωρίζοντας τα
προβλήματα της χώρας τους (γραφειοκρατία, ασταθές φορολογικό πλαίσιο,
εχθρικό επιχειρηματικό περιβάλλον, πολιτική διαφθορά κ.λπ. – διάγραμμα
που ακολουθεί), πώς θα επενδύσουν οι ξένοι;
Διάγραμμα Εμποδίων στην Επιχειρηματικότητα
.
Γιατί να εμπιστευτούν λοιπόν ο ξένοι ένα κράτος με τόσα προβλήματα
που δεν το εμπιστεύονται ούτε οι ίδιοι οι πολίτες και οι επιχειρηματίες
του – οι οποίοι, όχι μόνο δεν επενδύουν, αλλά μεταναστεύουν μαζί με τις
επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό; Εάν δε επιχειρηθούν και εδώ να
εφαρμοσθούν αστυνομικοί μέθοδοι καταστολής, βία δηλαδή «σοβιετικού
τύπου», όπως η ξαφνική νομοθετική τροπολογία που κατατέθηκε για να
εμποδιστεί η «μετακόμιση» της “Βιοχάλκο”, δε θα αναιρεθούν όλες οι
επενδύσεις;
Περαιτέρω, σε μία χώρα που είναι βυθισμένη στην ύφεση, με την
ανεργία να αυξάνεται καθημερινά – επομένως, με τη ζήτηση να περιορίζεται
συνεχώς, με τις αθετήσεις πληρωμών να εκτοξεύονται στα ύψη και με τις
τιμές να καταρρέουν – ποιος λογικός άνθρωπος επενδύει; Με ποιες
προοπτικές; Με ποια εγγύηση για τα χρήματά του;
Όσον αφορά τώρα τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις
που έχουν χρεοκοπήσει, έχει κανείς την εντύπωση πως οι ιδιοκτήτες τους
θα τολμήσουν ποτέ να επιστρέψουν στην επιχειρηματική ζωή, μετά από τόσες
οδυνηρές εμπειρίες; Ας μην ξεχνάμε δε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της
Ελλάδας δεν είναι το άνοιγμα μίας εταιρείας, αλλά το κλείσιμό της – το
οποίο, αφενός μεν κοστίζει υπερβολικά, αφετέρου απαιτεί γερά νεύρα, για
να το φέρει κανείς με επιτυχία εις πέρας.
Επιμύθιο
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε εύκολα ότι, ο μοναδικός δρόμος
εξόδου από την κρίση, με τη βοήθεια της ανάπτυξης, είναι οι επενδύσεις
εκ μέρους του δημοσίου – σύμφωνα με τις «οδηγίες» του Keynes. Δυστυχώς
όμως, το δημόσιο είναι υπερχρεωμένο και πλήρως υποταγμένο στους ξένους
εισβολείς – οι οποίοι ενδιαφέρονται αφενός μεν να εισπράξουν τα χρήματα
τους, αφετέρου να λεηλατήσουν τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων, σε
τιμές ευκαιρίας.
Επομένως, οι ξένοι δεν έχουν απολύτως κανένα λόγο να βοηθήσουν στη
δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αντίθετο
στα συμφέροντα και στις επιδιώξεις τους. Η λύση λοιπόν θα μπορούσε να
προέλθει μόνο από τους Έλληνες – οι οποίοι όμως, αντί να ασχολούνται
πρακτικά με την επίλυση των πραγματικών προβλημάτων τους
αλληλοσπαράζονται, δυστυχώς με εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις.
Την ίδια στιγμή η πολιτική, αντί να μάχεται «με νύχια και με
δόντια» για την διάσωση των Ελλήνων, φαίνεται να προετοιμάζεται κρυφά,
μυστικά, για τη βίαιη καταστολή των προβλεπόμενων κοινωνικών αναταραχών
και εξεγέρσεων – ίσως ακόμη και με τη βοήθεια «προβοκατόρικων» μεθόδων.
Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε τη μεγαλύτερη ίσως
αρνητική είδηση της ημέρας, η οποία παρουσιάσθηκε, ως συνήθως, σαν μία
θετική εξέλιξη για τη χώρα: το ρυθμό ύφεσης του 2013, ύψους 4%, ο οποίος
συμφωνήθηκε (!) μεταξύ της κυβέρνησης και της τρόικας.
Αναφέροντας εν πρώτοις ότι ο ρυθμός ύφεσης δε συμφωνείται μεταξύ
κάποιων, αλλά διαμορφώνεται από την αγορά, το να είναι βυθισμένη μία
χώρα για έκτη συνεχή χρονιά στην ύφεση, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να
θεωρηθεί ως μία θετική εξέλιξη – αντίθετα, ως μία εξαιρετικά αρνητική,
όπου ελάχιστη διαφορά έχει το εάν είναι -4,2% ή -4%.
Πηγή: analyst.gr