δε λυπάμαι για τίποτα,
ούτε για το κακό που μου κάνανε,
ούτε για το καλό,
όλα τούτα το ίδιο μου κάνουν.
Όχι, τίποτα, με τίποτα,
όχι, δε μετανιώνω για τίποτα.
Έχω πληρώσει, έχω σβήσει,
έχω ξεχάσει το παρελθόν
και σκασίλα μου μεγάλη!
Aναθυμούμενη, άναψα φωτιά
με τις χαρές και τις λύπες μου.
Διαλυμένοι οι έρωτές μου κι οι τρεμούλες τους.
Σαρωμένοι για πάντα!
Ξαναρχίζω απ' το μηδέν!
Όχι, τίποτα, για τίποτα
δε λυπάμαι για τίποτα,
ούτε για το κακό που μου κάνανε,
ούτε για το καλό,
όλα τούτα μου κάνουνε το ίδιο.
Όχι, τίποτα, με τίποτα,
όχι, δε μετανιώνω για τίποτα.
Γιατί η ζωή μου, οι χαρές μου,
σήμερα ξαναρχίζουν μαζί σου..." Dumond Vaucaire (Non, Je Ne Regrette Rien)
----------------------------------------------------------------------------------------------
'Ητανε μια φορά κι ένα καιρό, ένας γάλλος σαλτιμπάγκος-κλόουν του δρόμου, ο Luis Alphonse Gassion, που γνώρισε μια τραγουδίστρια του δρόμου, την ιταλίδα Annetta Giovanna Maillard -γνωστή και με το ψευδώνυμο Line Marsa- κι αποφασίσανε να κάνουνε κολεγιά. Γυρνούσανε τα δρομάκια του Παρισιού και δίνανε τη φτωχή τους παράσταση, μαζεύοντας μερικά ψιλάκια, για να βιοποριστούνε. Όνειρα για μεγάλες σάλες και κολοσιαίες παραστάσεις ή έστω κάποια σταδιοδρομία, είχανε χαθεί στα πλακόστρωτα τόσων και τόσων καλντεριμιών και μόνον ένας χλιαρός έρωτας υπόβοσκε, για τις σκληρές νύχτες. Ένας βιαστικός έρωτας, ένα γρήγορο πηδηματάκι, όταν σφίγγανε τα ...κρύα. Ένας έρωτας με σφιγμένα δόντια, το μόνο άρπαγμα, από τη ζωή. Ένας έρωτας μικρός, που κάρπισε μια νυχτιά κι εννιά μήνες αργότερα πέταξε ανθάκι σε τούτο τον κόσμο τον λερό, τον κόσμο του δρόμου. Ένα θηλυκό ανθάκι.
Ήτανε μια νυχτιά κρύα και βροχερή η 19η Δεκέμβρη 1915, μαινόταν ο πόλεμος κι η τραγουδίστρια του δρόμου ένιωσε πόνους και ξάπλωσε κάτω από ένα φανάρι. Τραγουδούσε μόνη, γιατί ο κλόουν της είχε πάει να πολεμήσει τους εχθρούς της πατρίδας, τους εχθρούς του δρόμου του. Ένας αστυφύλακας έτρεξε να δει τι συμβαίνει και της πρόσφερε τον επενδύτη του να πλαγιάσει κι εκεί πάνω, κάτω από το φως εκείνου του φαναριού στον αριθμό εβδομήντα δύο, της rue de Belleville, -που κείνο το βράδι ήταν ο δρόμος της παράστασής της-, μια εργατική και ταραγμένη περιοχή στον 20ό arrondissement του Παρισιού, η τραγουδίστρια-διασκεδάστρια των δρόμων γέννησεν ένα κοριτσάκι, που πήρε τ' όνομα Εντίθ Τζιοβανά Γκασιόν (Edith Giovanna Gassion). Το γέννησε και μετά, λόγω δυσκολιών και ...καριέρας, το παράτησε στους γονείς της για να συνεχίσει κι ενδεχομένως επεκτείνει τη δράση της και σ' άλλους τομείς της ψυχαγωγίας.
Ο αριθμός 72 στη rue de Belleville & Η Πιάφ Σε 2 Πόζες
Οι γονείς της ήτανε κι οι δυο αλκοολικοί. Το αλκοόλ είναι το μέσο που σε κάνει να πετάς, όταν δεν έχεις δικά σου φτερά κι έχεις πλέον παραιτηθεί κι από τις προσδοκίες απόκτησής τους. Έτσι λοιπόν το μικροκαμωμένο κοριτσάκι πέρασε τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί, στη συνοικία Menilmontant, του Παρισιού, μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας της γύρισε τραυματισμένος από τον πόλεμο και πήγε να τη δει. Βρήκε τη μητέρα φευγάτη και το μωρό αρρωστιάρικο και βρώμικο και το πήρε μαζί του. Αλλά μη φανταστείτε, την άφησε κι αυτός στη -μαροκινής καταγωγής, μητέρα του για να συνεχίσει τα κόλπα του στο δρόμο. Η μητέρα του ήτανε μαγείρισσα σ' ένα μπορντέλο στη Νορμανδία κι η μικρή Εντίθ πέρασε άλλα έξι χρόνια εκεί. Λέγεται πως από τα τρία και μέχρι τα εφτά της χρόνια ήτανε τυφλή κι ότι είδε όταν οι πόρνες του μαγαζιού τη πήγανε για προσκύνημα στην Αγία Therese de Lisieux. Ποιος ξέρει; μπορεί και να 'ναι αλήθεια. Μύθος και πραγματικότητα είναι ένα, σε τούτη την ιστορία.
Μετά, ο μπαμπάς-κλόουν τη πήρε μαζί του για να τονε συντροφεύει στις ... παραστάσεις του, πότε χορεύοντας και πότε τραγουδώντας και να γυρνά στο τέλος το καπέλο στους θεατές και να μαζεύει το ..."χαρτί". Δρόμο στο δρόμο, καλντερίμι στο καλντερίμι, η τύχη τους έφερε πάλι στο Παρίσι. Πιάσανε δωμάτιο σε φτηνό ξενοδοχείο στη rue de Belleville, στον αριθμό 115, κοντά στο σημείο γέννησής της. Το μικρό κοριτσάκι τραγουδούσε και χόρευε με τον μπαμπά στους δρόμους, διασκεδάζοντας τους περαστικούς, μέχρι τα δεκαπέντε της χρόνια. Τότε, συνάντησε τη Simone Berteaut (Μομόν) μιαν επίσης τραγουδίστρια κι έγιναν αχώριστες, σχεδόν αδελφές. Μαζί ξεκινήσανε δειλά τα πρώτα τους βήματα στους δρόμους με δικά τους πλέον νούμερα κι έτσι αρχίσανε να βγάζουνε τα πρώτα δικά τους λεφτά, -εδώ η Μομόν έκανε στο τέλος τον γύρο του ...καπέλου. Η μικρή είχε πολύ καλή κι εκφραστική φωνή και γρήγορα έγινε δημοφιλής στους δρόμους, μιας και κέρδιζεν αμέσως και τον πιο απαιτητικό θεατή. Γυρίζανε στους δρόμους σα δυο συμπαθή αλητάκια, εύθυμα και ταλαντούχα. Μαζί κερδίσανε μια θέση σ' ένα ακροβατικό τρίο και πλέον μπορούσανε να νοικιάσουνε καλύτερο δωμάτιο, στο ξενοδοχείο L' Avenir, στη rue Orfila. Ο δρόμος που τόσα της είχε πάρει, άρχισε να της δίνει.
Ο αριθμός 115 στη rue de Belleville
Το 1932 γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Louis Dupont -τον επονομαζόμενο στο δρόμο του Μπελβίλ κι ως "P'tit Louis" και πολύ σύντομα το καμαράκι του, δέχτηκε τρεις, παρόλη την απέχθεια που υπήρχε μεταξύ του Λουί και της Μομόν. Εκείνος προσπάθησε να την αποκόψει από τους δρόμους και τη πίεζε να πιάσει κάποια δουλειά, από τις τόσες άλλες που 'βρισκε και της πρότεινε. Κείνη αρνιότανε πεισματικά μέχρι που 'μεινε έγκυος. Τότε, έπιασε δουλειά για λίγο, σε κάποιο εργοστάσιο που 'φτιαχνε στεφάνια, μέχρι που γέννησε κι αυτή ένα κοριτσάκι, τη Μαρσέλ, τον Φλεβάρη του 1933, στο νοσοκομείο Tenon. Η Εντίθ, μην έχοντας δυνατότητα να κρατηθεί μακριά από τον δρόμο και να μεγαλώσει ένα μωρό, -ίσως και να 'χε και μειωμένο μητρικό ένστικτο, ποιος θα τη κατηγορούσε ακόμα κι αν ήταν έτσι;- δε μπόρεσε να παραμείνει για πολύ στο σπίτι. Το καλοκαίρι κι όλας της ίδιας χρονιάς, βγήκε πάλι για να δώσει τις παραστάσεις της στο ...πάτριον έδαφος. Ο Λουίς έγινε θηρίο, γιατί οι δυο τους αφήνανε το μωρό μονάχο στο δωμάτιο κι έτσι γρήγορα ξέσπασε καβγάς. Ο Λουίς αποχωρεί από τη ζωή της κι οι τρεις κοπελιές πηγαίνουνε και πιάνουνε δωμάτιο στο ξενοδοχείο Au Clair de Lune, στη rue Andre-Antoigne.
Νοσοκομείο Tenon
παραληρώντας να γιορτάζει
να σκάει από τον ήλιο κι από τη χαρά
κι ακούω μες στη μουσική φωνές και γέλια
που ξεσπούν και δυναμώνουν γύρω μου
Και χαμένη μέσα σ' ανθρώπους που με σπρώχνουν
αφηρημένη, πελαγωμένη, μένω εκεί
Όταν, ξάφνου γυρνώ, αυτός κάνει πίσω,
και το πλήθος με ρίχνει στην αγκαλιά του...
Παρασυρμένοι απ' το πλήθος
που μας σέρνει, μας ξεσέρνει
στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον
είμαστε σαν ένα σώμα
και το ρεύμα, χωρίς προσπάθεια
μας σπρώχνει, δεμένους, τον ένα με τον άλλο
και μας αφήνει και τους δυο
ολάνθιστους, μεθυσμένους κι ευτυχείς.
Παρασυρόμαστε απ' το πλήθος
που χυμάει και χορεύει ένα τρελό χορό
τα χέρια μας μένουν ενωμένα
και καμιά φορά σηκωμένα
τα δυο κορμιά μας αγκαλιασμένα
πετούν και ξαναπέφτουν και τα δυο
ολάνθιστα, μεθυσμένα κι ευτυχή...
Kι η χαρά που βγαίνει απ' το χαμόγελό του
με διαπερνά και φτεροκοπά στο βάθος του είναι μου.
Μα ξαφνικά μπήγω μια κραυγή μες απ' τα γέλια
όταν το πλήθος ορμά και τον αρπάζει
μες απ' την αγκαλιά μου...
Παρασυρόμαστε απ' το πλήθος
που μας σέρνει, μας ξεσέρνει
μας απομακρύνει τον έναν απ' τον άλλο
Μάχομαι και χτυπιέμαι
μα ο ήχος της φωνής μου πνίγεται
μες στα γέλια των άλλων
και φωνάζω από πόνο, από πάθος και οργή
και κλαίω...
Παρασυρμένη απ' το πλήθος
που χυμάει και χορεύει ένα τρελό χορό
και με παίρνει μακριά
σφίγγω τις γροθιές μου
και καταριέμαι τον όχλο που μου κλέβει
τον άντρα που μου 'δωσε
και που δε ξαναβρήκα ποτέ..." Cabral Rivgauche (La Foule) 1956
Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, η Εντίθ έπεσε στα δίχτυα κάποιου ατζέντη-προαγωγού, του Αλμπέρ, που προσπάθησε να τη πείσει να βγεί στο ..."κλαρί". Η Εντίθ αρνήθηκε κι αυτός απαίτησε να πάρει πολύ μεγάλα ποσοστά από τις δουλειές της. Κατάφερε να του ξεφύγει, όταν μια από τις νέες φίλες της εκεί, η Νάντια, που κείνος πίεζε να δουλέψει πιότερο, αυτοκτόνησε. Ο Αλμπέρ μάλιστα προσπάθησε να σκοτώσει την Εντίθ, πυροβολώντας τη, μα ξαστόχησεν ευτυχώς. Τότε, Αύγουστο 1935, ξάφνου ειδοποιείται από το Λουί να σπεύσει στο Νοσοκομείο Τenon, που 'χε διακομιστεί η Μαρσέλ, σοβαρά άρρωστη απο μηνιγγίτιδα. Η Εντίθ έτρεξε σα τρελή μα του κάκου, γιατί ήτανε πλέον αργά. Η μικρή Μαρσέλ, άλλο ένα μικρό θηλυκό ανθάκι του δρόμου, άτυχο αυτό, πέθανε μέσα σε μια βδομάδα. Ένα μήνα μετά, οι φίλες Εντίθ και Μομόν, κάνανε το νούμερό τους στο Champs-Elysees με τη προσδοκία μιας καλύτερης ζωής. Εκεί, στη συμβολή των οδών Troyon & Macmahon, τραγουδώντας η Εντίθ κάποιο κομμάτι, το "Les Deux Menetriers" είχε τη τύχη να την ακούσει ένας άνθρωπος που 'μελλε ν' αλλάξει τη ζωή της: Ο Louis Leplee, διευθυντής ενός cabaret στη περιοχή. Τόσο του άρεσε αυτό που άκουσε από κείνη, που αμέσως έκατσε κι έγραψε πρόχειρα τη διεύθυνση και τα στοιχεία του, σ' ένα κομμάτι χαρτί, της έδωσε δέκα φράγκα και τη παρακάλεσε να 'ρθει σε μιαν ακρόαση στη Λέσχη Gerny's, στη rue Pierre Charron.
Η Διασταύρωση Troyon & Macmahon
Louis Leplee To Gerny's
Η Εντίθ ένιωσεν άβολα και νευρικά, λόγω της κακής εμφάνισης των ρούχων της σε συνδυασμό με το εξαιρετικά μικρό της ύψος (1.47). Ένα μαύρο μαντίλι κάλυψε το μανίκι που 'λειπε, μερικά άλλα κόλπα διορθώσανε την εμφάνισή της, ένα πλεκτό μαύρο φόρεμα, ένα ζευγάρι ψηλές φτηνές γόβες της δώσανε μπόι και μια λέξη της γαλλικής argot που σημαίνει "σπουργιτάκι" της κάλυψε το ...αντιεπαγγελματικό της επώνυμο. La Mome Piaf (το μικρό σπουργίτι) ήταν ένα παρανόμι που της το κόλλησε ο Λεπλέ κι έμελλε να μείνει σ' ολάκερη τη ζωή της. Το μόνο που ο Λεπλέ δε θέλησε ν' αλλάξει καθόλου, ήταν ο τρόπος που τραγουδούσε και γενικά τη φωνή της.
Στην αρχή αντιμετωπίστηκεν αδιάφορα από το κοινό, μα σιγά-σιγά τους κέρδισε με τη θαυμάσια, ζεστή φωνή της και στο τέλος της παράστασης, εισέπραξε το ειλικρινές και γεμάτο θαυμασμό χειροκρότημά τους. Η μεγάλη (ίσως η μεγαλύτερη φωνή που 'βγαλε ποτέ η Γαλλία, σ' όλες τις εποχές), Εντίθ Πιάφ είχε ξαναγεννηθεί και δημιουργηθεί -κι αυτή τη φορά όχι στο δρόμο. Μπορεί να 'τανε κοντή μα φάνηκε τεράστια στο τέλος, μπροστά στους θεατές, με το ξεχωριστό ταλέντο της. Γρήγορα το Gerny's άρχισε να γεμίζει από προσωπικότητες που 'ρχοντουσαν για να τη δούνε.
"Αυτός ο ρυθμός που με στοιχειώνει μέρα-νύχτα,
αυτός ο ρυθμός, δε γεννήθηκε σήμερα.
Έρχεται από τόσο μακριά όσο κι εγώ,
παιγμένος από χίλιους μουσικούς.
Μια μέρα αυτός ο ρυθμός θα με τρελάνει.
Εκατό φορές θέλησα να πω γιατί,
μα μου 'κοψε τη κουβέντα.
Πάντα προλαβαίνει και μιλά πριν από μένα
κι η φωνή του σκεπάζει τη δική μου.
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
καταφθάνει τρέχοντας πίσω από μένα
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
και μου κάνει το κόλπο του 'Θυμάσαι;'
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
είναι ένας ρυθμός που με δείχνει με το δάχτυλo
και που σέρνω πίσω μου σαν ηλίθιο λάθος.
Αυτός ο ρυθμός όλα τα ξέρει απ' έξω
Μου λέει: -'Για θυμήσου τις αγάπες σου.
Θυμήσου μιας κι είν' η σειρά σου
και δεν υπάρχει λόγος να μη κλαις,
με τις αναμνήσεις σου υπό μάλης...'
Κι εγώ ξαναβλέπω όσους μένουν.
Τα είκοσι χρόνια μου, παίζουνε ταμπούρλο.
Βλέπω να αλληλοχτυπιούνται με κινήσεις,
όλης της κωμωδίας των ερώτων,
σ' αυτό το ρυθμό που συνεχίζει...
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
Tα 'σ' αγαπώ' των εθνικών εορτών
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
Tα 'για πάντα' που αγοράζουμε στις εκπτώσεις.
Παντάμ... παντάμ... παντάμ...
Tα 'θέλεις;' ορίστε, σε πακέτα.
Κι όλα αυτά για να ξαναπέσω στη γωνιά.
Πάνω στο ρυθμό που μ' αναγνώρισε...
Ακούστε το σαματά που μου κάνει...
Λες και παρελαύνει όλο το παρελθόν μου...
Πρέπει να κρατήσω τη λύπη μου για μετά.
Έχω ολόκληρο σολφέζ,
γι' αυτό το ρυθμό που χτυπά...
Που χτυπά σα ξύλινη καρδιά..." Glanzberg Contet (Padam... Padam... Padam...)
'Αρχισε σιγά-σιγά να γίνεται δημοφιλής, πλάι στους άλλους μεγάλους εκείνης της εποχής -Maurice Chevalier, Mistinguett- και ν' αποκτά νέους φίλους, ένας εκ των οποίων ήταν κι ο Jacques Borgeat, ένας ποιητής με τον οποίο διατήρησεν επαφή ολάκερη τη ζωή της. Ξεθάρρεψε κι ο Λουίς και τη παρότρυνε να γράψει το πρώτο της δισκάκι 78 στροφών με τίτλο, "Les Momes De La Cloche", που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Όλα πήγαιναν από το καλό στο καλύτερο, μέχρι τις 6 Απρίλη 1936, μέρα κατά την οποία, ο Λουί Λεπλέ δολοφονείται μες στο διαμέρισμά του, στη 83 Avenue de la Grande Armee. Η Εντίθ θεωρήθηκε κύρια ύποπτος, από τη μακροχρόνια επαφή της με τον υπόκοσμο, -αν δεν έκανε κιόλας το έγκλημα με το χέρι της. Ο μέντοράς της νεκρός, δολοφονημένος, το Gerny's είχε κλείσει πια, οι φίλοι τη παρατήσανε κι οι υποσχέσεις για συμβόλαια με μαγαζιά και ραδιόφωνο, που 'χαν ειπωθεί πριν το σκάνδαλο, εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και την αφήσαν έρημη και μόνη.
Βρέθηκεν έτσι να καλύπτει ..."κενά" σ' επαρχιακούς κινηματογράφους, με μικροπαραστάσεις και περιοδείες μπουλουκίστικες στο Βέλγιο. Τότε γνώρισε κάποιον στιχουργό, τον Raymond Asso και συνάψανε θυελλώδη σχέση. Εκείνος είχε δεσμό με κάποια Μαντλέν κι εκείνη έμενεν ακόμα με τη φίλη της Μομόν. Μα ξαφνικά η Μομόν την εγκαταλείπει κι αυτός χωρίζει με τη Μαντλέν, έτσι πηγαίνουνε μαζί να πιάσουν ένα δωμάτιο στο Hotel Alsina στην Avenue Junot κι προσπαθεί να μυήσει την Εντίθ στις δικές του ιδέες. Αυτός τη βοήθησε και να ξεκαθαρίσει τα πράματα, σε σχέση με τη δολοφονία του Λεπλέ. Η σχέση τους κράτησε τρία χρόνια κι εν τω μεταξύ, η τύχη της άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά. Από τα μέσα του 1939, άρχισε να πουλά τα τραγούδια της σε κασέ μεγάλων αστεριών, όπως η Marie Dubas. Με δική του επιρροή, καταφέρνει να πείσει τον διευθυντή του ABC, μεγάλος καλλιτεχνικός τόπος της εποχής κι έτσι η 23άχρονη τότε Εντίθ, ανεβαίνει στο πάλκο του και δίνει μια μεγάλης επιτυχίας παράσταση κι ...αυτό ήταν. Ο Ρεημόν της έγραψε πολλά τραγούδια, μαζί με τη Μονό. Εκεί ήτανε που κόπηκε το "La Mome" από το "Piaf" κι έμεινε το Εντίθ σκέτο.
Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, ο Ρεημόν παίρνει τα ...παπούτσια του στο χέρι, καθώς η Εντίθ, συναντά και τα φτιάχνει με κάποιο νέο τραγουδιστή, τον Paul Meurisse. Νοικιάζουνε μαζί ένα διαμέρισμα σε μια πολύ πιο αξιοπρεπή περιοχή, απ' αυτές που 'τανε συνηθισμένη μέχρι κείνη τη στιγμή, στη rue Anatole-de-la-Forge. Παρά τις προφανείς κοινές τους τάσεις, η σχέση τους υπήρξε θυελλώδης και βίαιη. Ωστόσο ο Μωρίς υπήρξε για κείνην ένα είδος Πυγμαλίωνα, γιατί ήταν εκείνος που κατάφερε να τη μυήσει στα μυστικά του κόσμου, να της διδάξει συμπεριφορά και να την εξευγενίσει.
Ο Asso H Avenue Junnot (το Alsina δεν υπάρχει πια)
Το Bidou Bar στη rue Anatole-de-la-Forge
Εκείνην ακριβώς την εποχή, γνωρίζει κι έναν ακόμα σπουδαίο και πιστό φίλο, τον ποιητή Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau) κι ως εκ τούτου αρχίζει να επισκέπτεται συχνά την ιδιωτική λέσχη, στο Palais Royal, στην Rue de Beaujolais, όπου αυτός διέμενε. Εκεί συνάντησε πολλούς διανοούμενους κι αστέρες της εποχής κι ο ίδιος ο Κοκτώ της έγραψε το "Le Bell Indifferent", εμπνευσμένο από τη πορεία της σχέσης της με τον Πολ. Με μεγάλη δυσκολία δέχτηκε να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και το έργο είχε τεράστιαν επιτυχία, την 'Ανοιξη του 1940, όταν και παίχτηκε στο Bouffes Parisians. Η πρώτη παράσταση στο Bobino, έγινε υπέρ του Ερυθρού Σταυρού και για υποστήριξη των πολεμικών προσπαθειών, με τη συμμετοχή κι άλλων πολλών αστεριών, όπως Μωρίς Σεβαλιέ και Τζόνυ Χες (Johnny Hess). Ώσπου να κλείσει τις παραστάσεις, ο Πολ είχε κληθεί στο στρατό κι είχε απορριφθεί για λόγους υγείας. Εν τω μεταξύ, η Εντίθ μαθαίνει πως ο σύζυγος της Μομόν σκοτώθηκε στις μάχες κατά τη προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων μέσω Βελγίου προς τη Γαλλία και σπεύδει στο διαμέρισμά της να της συμπαρασταθεί.
Ο Πολ κι Εντίθ καταφεύγουν μετά στη Τουλούζη, για μια περιοδεία στο λεύτερο γαλλικόν έδαφος, γιατί στο κατεχόμενο Παρίσι, -στο πολυ διαφορετικό απ' ό,τι το 'χε συνηθίσει η Εντίθ-, οι καλλιτέχνες ήταν αναγκασμένοι να προσχωρήσουνε στη γερμανική προπαγάνδα και να λογοκρίνονται οι στίχοι τους, αν ήθελαν να συνεχίσουν να δουλεύουν. Οι γερμανοί τη λατρέψανε, παρόλο που κείνη μπορεί να τους μισούσε και χρησιμοποιώντας τη γαλλική αργκό, τους ...έσουρνε διάφορα, χωρίς πραγματικό κόστος για τον εαυτό της. Της ζητούσαν να κάμει συναυλίες για κείνους κι αυτή ουσιαστικά τραγουδούσε για τους αιχμαλώτους πολέμου. Ο σύνδεσμός της με τη Γαλλικήν Αντίσταση, άρχισε να γίνεται γνωστός και πολλοί χρωστάνε τη ζωή τους σ' αυτή τη γενναία, μικροκαμωμένη κι εξαιρετική τραγουδίστρια. Γενικά το διάστημα 1940-45 ήτανε πολύ επιτυχημένο για κείνη αν κι επέφερε πολλές αλλαγές στη ζωή της.
Πιάφ & Κοκτό
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ του 1940, ένας νεαρός εβραίος μουσικός, χτύπησε τη πόρτα της, ο Michel Emer. Εκείνη προετοιμαζόταν εντατικά για τη νέα της σεζόν στο Μπομπινό και το τελευταίο πράμα που θα 'θελε, ήταν να 'χει εμπόδιο, έναν εξουθενώμενο, άσημο κυνηγημένο κι αγωνιστή συνθέτη, που λαχταρούσε ν' ακουστεί. Ευτυχώς όμως και για τους δυο, η επιμονή του τους απέφερε ένα πρώτο θαυμάσιο κομμάτι, το "L' Accordeoniste". Δυστυχώς όμως, γρήγορα τους χώρισεν ο πόλεμος κι ελεύθερη γαλλική ζώνη και δε μελλόταν να ξανασυναντηθούνε παρά μετά την Απελευθέρωση. Εν τω μεταξύ, η σχέση της με τον Πολ συνεχιζόταν αν κι όχι με τη πρώτη ζέση της. Η ταινία "Montmartre-sur-Seine" που τους προσφέρθηκε το 1941, κατάφερε να τους προσφέρει επίσης και μιαν ουσιαστική παράταση στη βαίνουσα προς το τέλος, σχέση τους. Η Εντίθ ρίχτηκε με τα μούτρα στην εκμάθηση του ρόλου και στη γραφή των στίχων της ταινίας, τη μουσική της οποίας είχεν αναλάβει η Marguerite Monnot.
Emer Monnot
Γνώρισε τον Henri Contet, στο ξεκίνημα των γυρισμάτων της ταινίας. Εκείνος ήταν διευθυντής Δημοσίων Σχέσεων κι αυτή ..."έπεσε" πάνω του αμέσως. Όταν τελειώσανε τα γυρίσματα, ο Πολ εγκατέλειψε το διαμέρισμά τους κι εκείνη μετακομίσε σ' ένα διαμέρισμα κοντά στο Bidou Bar, ένα πασίγνωστό στέκι της περιοχής, περιμένοντας να φανεί ο Henri. Όταν αυτός στράφηκε σε κάποιαν άλλη, εκείνη φρύαξε και για να τονε κάνει να ζηλέψει φλέρταρε ασύστολα, άλλους άγνωστους άντρες. Αυτή η τακτική είχε μερικώς αποτέλεσμα. Ο Ανρί ..."τσίμπησε" μα αντί να μετακομίσει στη φωλίτσα της τη παράπεμψε στο μπορντέλο της Madame Billy. Η Εντίθ είχεν αρχίσει να ξεμένει από χρήμα κι έτσι αναγκάστηκε να παρατήσει το διαμέρισμά της και να πιάσει δωμάτιο στον τρίτον όροφο του μπορντέλου, στη rue Paul-Valery, μαζί με το φιλαράκι της, τη Μομόν.
Ο Ανρί, περνούσε πότε-πότε από κει μα δεν έλεγε να εγκατασταθεί μαζί της. Θορυβώδικα γλέντια κι η ΓκεΣταΠο από κοντά. Αντ' αυτού όμως επανεμφανίζεται ο πατέρας της κι αρχίζει να την επισκέπτεται εβδομαδιαία, για το χαρτζιλίκι του. Ωστόσο, αυτό δεν ήτανε τίποτα για κείνη, μπροστά στις απαιτήσεις της -επίσης- επανεμφανισθείσας μητέρας της. Υπήρξανε πολλές φορές που τη τρέχανε στα τμήματα τάξης, λόγω της μεθυσμένης κακής συμπεριφοράς της Line και μάλιστα η τελευταία ήτανε με τον θάνατό της. Η Εντίθ δε τη πένθησε διόλου.
Η επαγγελματική της πορεία άρχισε πάλι να 'ναι ανοδική. Οι προτάσεις, για συμβάσεις, συναυλίες, κονσέρτα, περιοδείες κλπ, ήτανε περισσότερες απ' όσες θα μπορούσε ν' αντέξει και να φέρει σε πέρας. Ο Ανρί της έγραψε μερικά πολύ όμορφα τραγούδια, εκείνη την εποχή, με στίχους στηριγμένους στη ...ζωηρόχρωμη ζωή της. Η Εντίθ κι η Μομόν ζήσανε στον τρίτον όροφο του μπορντέλου της Μαντάμ Βιλύ, μέχρι τις αρχές του 1944, όταν και το 'κλεισεν η ΓκεΣταΠο. Έτσι αποφασίσανε να γυρίσουνε στο Ξενοδοχείον Αλσινά.
Στις 3 Μάρτη του 1944 πεθαίνει ο πατέρας της. Είχε μείνει για χρόνια πολλά, σ' ένα φτηνό πανδοχείο, από επιλογή του κι η κόρη του, όταν άρχισε να γνωρίζει κάποιαν επιτυχία, του 'χε προσφέρει έναν υπηρέτη, εκπληρώνοντας έτσι μια παλιάν υπόσχεσή της προς αυτόν. Αυτός λοιπόν ο υπηρέτης ήτανε που ειδοποίησε τις δυο φίλες για τον θάνατό του. Η κηδεία του έγινε στις 8 του ίδιου μήνα, στο ναό του ST Jean- Baptiste και τη παρακολουθήσανε τα μέλη της οικογένειας, από τη Νορμανδία κι οι πόρνες από το μπορντέλο Bernay που δούλευε η μητέρα του. H Eντίθ φρόντισε να ταφεί κοντά στη Μαρσέλ, τη κόρη της, στο κοιμητήρι Pere Lachaise.
Εκείνη την εποχή γνώρισε και τον άνθρωπο που 'γινε ατζέντης της για όλη την υπόλοιπη ζωή της, τον Louis Barrier. Ήταν ο μόνος πράκτοράς της που λίγες μόνο μέρες μετά τη πρόσληψή του, κατάφερε να της εξασφαλίσει μια σύμβαση για πραστάσεις δυο εβδομάδων, στο Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge). Η δική της ... "αποκάλυψη" ήταν ένας νέος τότε, τραγουδιστής, ο Yves Montand, χωρίς καν να τον έχει γνωρίσει. Μάλιστα σκέφτηκε, πως τα τραγούδια του ήταν χωρίς βάθος κι υπόβαθρο, έτσι θεώρησε σκόπιμο πως έπρεπε να τον αναλάβει προσωπικά και να του αξιοποιήσει τα ταλέντα του και τούτο δε πολλάκις, προς ενόχλησή του. "Όταν τραγουδάς" του 'λεγε, "πάντα να 'χεις στόχο τη καρδιά των ανθρώπων, γιατί η καρδιά είναι μία κι ίδια σ' όλο τον κόσμο". Τόλμησε μάλιστα να ζητήσει από τον Ανρί, να του γράψει μερικά τραγούδια. Σιγά-σιγά, ο Μοντάν, αντικατέστησε στη καρδιά της τον Ανρί.
Όταν τελειώσανε τις υποχρεώσεις τους στο Μουλέν Ρουζ, αρχίσανε μαζί περιοδεία στη Λυών, στην Ορλεάνη και -στη γενέτειρα του- Μασσαλία. Ο Μοντάν όμως δεν ήταν ένας απλός αστερίσκος. Γρήγορα άρχισε να εξελίσσεται σ' ερμηνευτή που 'χε μεγάλη ζήτηση. Η σχέση τους όμως, παρ' όλη την επιτυχία τους, άρχισε να περνά δύσκολες στιγμές, ειδικά όταν αρχίσανε τα γυρίσματα της ταινίας "Etoile Sans Lumiere". Όταν τελειώσανε τα γυρίσματα, η Εντίθ τον αφήνει, για να περιοδεύσει στην Αλσατία κι ουσιαστικά τον εγκαταλείπει ολοσχερώς.
Πιάφ & Μοντάν
Στην περιοδεία αυτή συμμετείχε κι άλλη μια ανακάλυψή της, αυτή τη φορά επρόκειτο για έν ολάκερο εννιαμελές συγκρότημα, που λεγότανε, "Les Compagnons De La Chanson" κι αρχηγός τους ήταν ο Jean-Louis Jaubert που δεν άργησε να καλύψει το κενό που 'χεν αφήσει στη καρδιά και στο κρεβάτι της, ο Μοντάν. Κατά τα ...ειωθότα της, μόλις επιστρέφει από τη περιοδεία, μετακομίζουν όλοι μαζί σε νέο διαμέρισμα στον αριθμό 26 της rue de Berri, ακριβώς απέναντι από το Champs Elysee. Μετά έρχεται μια καινούργια ταινία για κείνη με τίτλο, "Neuf Garcons Εt Un Coeur" κι αυτή τη φορά μαζί με το συγκρότημα. Αυτή η ταινία μπορεί να μην είχε την επιτυχία των προηγουμένων, της έδωσε όμως την έμπνευση να γράψει στίχους για ένα τραγουδάκι για τις ανάγκες αυτής, που τη καθιέρωσε πλέον στο γαλλικό κοινό...
"Μάτια που κάνουνε τα μάτια μου
να χαμηλώνουν.
χαμόγελο που σβήνεται
στις άκρες των χειλιών του,
να το πορτραίτο,
χωρίς ρετούς κανένα,
του άντρα που ανήκω.
Όταν με παίρνει αγκαλιά
και μου σιγοψιθυρίζει,
βλέπω τη ζωή ρόδινη.
Μου λέει λόγια αγάπης,
λόγια καθημερινά
κι αυτό μου κάνει κάτι...
ένα κομμάτι ευτυχίας,
για το οποίο ξέρω
πολύ καλά την αιτία:
Είναι αυτός για μένα
κι εγώ γι' αυτόν,
σε τούτη τη ζωή...
Μου το 'πε,
μου τ' ορκίστηκε,
για όλη τη ζωή. Και μόνο που τον βλέπω,
αισθάνομαι στα στήθια μου
τη καρδιά μου να βροντά...
Νύχτες αγάπης αξημέρωτες,
που δε λένε να τελειώσουν
με κυριεύει μια πελώρια ευτυχία,
καημοί κι έννοιες σβήνουνε.
Ευτυχισμένοι... τόσον ευτυχισμένοι,
που μας έρχεται να πεθάνουμε." Edith Piaf (La Vie En Rose) 1945
ζωή ρόδινη 1945
Στην αρχή ο τίτλος ήταν "Les Choses en Rose" και το 'γραψε για μια φίλη, τη Marianne Michel, μα μετά, απλά πρότεινε την αλλαγή προσφέροντάς το στη ταινία και τα υπόλοιπα είναι ...ιστορία.
Ο Ζαν-Λουΐ δε μπορούσε να κρατήσει τη προσοχή της για πολύ. Στις αρχές του 1946 ξεκίνησαν μια πολύ επιτυχημένη περιοδεία στην Ελλάδα κι εκεί γνώρισε κάποιον ηθοποιό, τον Τάκη Μενελά. Εκείνος ξετρελάθηκε μαζί της τόσο, ώστε προσφέρθηκε να χωρίσει τη σύζυγό του και να τη παντρευτεί, φυσικά υπό τη προϋπόθεση να παραιτηθεί της σταδιοδρομίας της και να μείνει μόνιμα στην Ελλάδα. Η πρόταση τη κολάκεψε μα η θυσία που 'πρεπε να κάνει γι' αυτή, την ώθησε ν' αρνηθεί χωρίς πολλή σκέψη. Εγκαταλείπει λοιπόν την Ελλάδα και τον Μενελά, ακριβώς τη στιγμή που 'χε σχεδιαστεί κι εγκριθεί κάτι, που το κυνηγούσε καιρό: μια μεγάλη τουρνέ στις ΗΠΑ.
Αυτή η τουρνέ, σύντομα φάνηκε, πως δεν ήτανε δυνατό να ολοκληρωθεί. Μετά από ένα μεγάλο θαλασσινό ταξίδι με τις ταλαιπωρίες του, διαπίστωσε φτάνοντας, πως οι προσδοκίες της για τούτο, απείχανε πολύ από τη πραγματικότητα. Κατά την εναρκτήρια πρώτη βραδιά στο The Playhouse, της 48th Street στη New York, μπροστά σ' ένα μπερδεμένο ακροατήριο, -που περίμενε μια παριζιάνικην εκλεπτυσμένη γαλλική φιγούρα κι όχι αυτό το μικροσκοπικό ..."νέγρικου" τύπου, μαυροντυμένο πλάσμα-, απέδωσε τραγούδια που τελικά δε κατάφεραν να καταλάβουν. Αντίθετα, το συγκρότημα που τη συνόδευε, κατάφερε να τους κερδίσει κάπως τη προσοχή με τ' απλά κι αρμονικά τραγουδάκια του και τούτα τα δυο μαζί, τα πήρε σα μεγάλες προσβολές η Εντίθ. Και στο φινάλε, ήρθε και το τελειωτικό χτύπημα της. Στο τελευταίο τραγούδι κλεισίματος της βραδιάς, όπου ενωμένοι, Εντίθ και συγκρότημα, τραγουδήσανε το "Les Trois Cloches", το κοινό ενθουσιασμένο, επευφήμησε, χτυπώντας τα πόδια στο δάπεδο και σφυρίζοντας, πράμα που εκείνη παρερμήνευσε, βάσει της προσωπικής της εμπειρίας από το γαλλικό κοινό, ως κακό.
Μόνο το σκυλίσιο της πείσμα -κι ένας κριτικός εφημερίδας που προσπάθησε να της εξηγήσει το αμερικανικό κοινό-, την έκανε να ξανασκεφτεί την αρχική απόφασή της να γυρίσει πίσω-μπρος και σχεδόν είχεν ετοιμαστεί να το κάνει δίνοντας σχετικές οδηγίες στον πράκτορά της Clifford Fischer. Ξεκίνησε μαθήματα αγγλικών και προσπάθησε να προετοιμαστεί καλά για ν' αποδώσει τα μεταφρασμένα τραγούδια. Αρχικά είχε σχεδιαστεί ένας κύκλος τραγουδιών, τα οποία ήταν έτοιμο το αμερικανικό κοινό για ν' ακούσει, από ένα Τελετάρχη, τον οποίο λίγο αργότερα τον απομάκρυνε η ίδια. Σταδιακά κατάφερε να θερμάνει το κοινό, καθώς εκείνο έδειχνε πλέον να την αποδέχεται και ν' αρχίζει να την αγαπά. Το πετράδι στο στέμα της ήτανε το κλείσιμο λίγων εμφανίσεων στο The Versailles, στη East 50th St, στο Μανχάταν, που ήτανε τόσο δημοφιλές στέκι και τελικά εκεί πέρασε σχεδόν πέντε μηνών παραστάσεις.
Η κοινωνική της ζωή εκτινάχθηκε στα ύψη, γνώρισε μερικές μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης, όπως Orson Welles, Judy Garland, έγινε καλή φίλη με τη Marlene Dietrich, συναντήθηκε με τον Albert Einstein και με κάποιο μεγάλο μποξέρ εκείνης της εποχής, τον "Moroccan Bomber" επ' ονόματι Marcel Cerdan. Σύντομα, κάποιο βράδυ μετά τη παράστασή της δέχτηκε μια πρόσκληση για δείπνο σε κάποιο γωνιακό drugstore, απο κείνον και πήγε. Δεν ήτανε δα και τίποτα σπουδαίο: παστράμι κι αλατισμένο βοδινό κρέας με μπύρα, μα το κυριώτερο, ήτανε το ξεκίνημα ενός μεγάλου έρωτα στη ζωή και των δυο, που κράτησε πολύ και τους πρόσφερε, εκτός από λίγες δυνατές συγκινήσεις και πάμπολλες πίκρες, μέχρι το τέλος της ζωής τους.
"Ξαναβλέπω τη πόλη,
παραληρώντας να γιορτάζει
να σκάει από τον ήλιο κι από τη χαρά
κι ακούω μες στη μουσική φωνές και γέλια
που ξεσπούν και δυναμώνουν γύρω μου
Και χαμένη μέσα σ' ανθρώπους που με σπρώχνουν
αφηρημένη, πελαγωμένη, μένω εκεί
Όταν, ξάφνου γυρνώ, αυτός κάνει πίσω,
και το πλήθος με ρίχνει στην αγκαλιά του...
Παρασυρμένοι απ' το πλήθος
που μας σέρνει, μας ξεσέρνει
στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον
είμαστε σαν ένα σώμα
και το ρεύμα, χωρίς προσπάθεια
μας σπρώχνει, δεμένους, τον ένα με τον άλλο
και μας αφήνει και τους δυο
ολάνθιστους, μεθυσμένους κι ευτυχείς.
Παρασυρόμαστε απ' το πλήθος
που χυμάει και χορεύει ένα τρελό χορό
τα χέρια μας μένουν ενωμένα
και καμιά φορά σηκωμένα
τα δυο κορμιά μας αγκαλιασμένα
πετούν και ξαναπέφτουν και τα δυο
ολάνθιστα, μεθυσμένα κι ευτυχή...
Kι η χαρά που βγαίνει απ' το χαμόγελό του
με διαπερνά και φτεροκοπά στο βάθος του είναι μου.
Ήτανε παντρεμμένος, η γυναίκα και τα τρία παιδιά του ζούσανε στη Καζαμπλάνκα, όπου τους επισκεπτόταν σποραδικά κι η δουλειά του ήτανε τέτοια που της ήταν απαγορευμένο να τονε βλέπει όταν ήτανε σε προπόνηση κι αυτό ήτανε μια γερή δοκιμασία για τους δυο τους, πέρα από τον γάμο του. Φήμες την ήθελαν να περνά λάθρα και με μεγάλο ρίσκο τις προφυλάξεις, από τους προπονητές του, για να 'ναι μαζί του, κάθε φορά που βρισκότανε στις ΗΠΑ. Εντωμεταξύ, οι ΗΠΑ δεν ήτανε Γαλλία κι η σχέση τους ήτανε σε δημόσια κατακραυγή, από την απατημένη σύζυγο, από τον Τύπο κι ακόμα κι από το φιλαράκι της, τη Μομόν. Έτσι αναγκαζότανε να δηλώνει στις συνεντεύξεις, πως "δεν ήτανε τίποτα παραπάνω από απλοί καλοί φίλοι", για να διαφυλάξει το πρόσωπο που προσπαθούσε να χτίσει εκεί και να συνεχίσει το πρόγραμμά της. Η Εντίθ τονε λάτρευε, παρ' ολ' αυτά.
"Όχι, τίποτα, για τίποτα
δε λυπάμαι για τίποτα,
ούτε για το κακό που μου κάνανε,
ούτε για το καλό,
όλα τούτα μου κάνουνε το ίδιο.
Όχι, τίποτα, με τίποτα,
όχι, δε μετανιώνω για τίποτα.
Γιατί η ζωή μου, οι χαρές μου,
σήμερα ξαναρχίζουν μαζί σου..."
O Marcel Cerdan
Στα μέσα του 1948 αγόρασε ένα σπίτι στη 5 rue Gambetta, στη Bois de Boulogne κι έτσι κατάφερναν να περνάνε περισσότερο χρόνο μαζί, καθώς είχε φροντίσει να του εξασφαλίσει ένα μεγάλο χώρο για το προσωπικό του γυμναστήριο. Προσπάθησε να τονε φέρει στον κόσμο της, τον εισάγοντάς τονε στη σοβαρή λογοτεχνία κι απομακρύνοντάς τον από τ' ακριβά ρούχα και κοσμήματα, ενώ παράλληλα λαχταρούσε να μπει κι εκείνη στον δικό του κόσμο. Όποτε μπορούσε πήγαινε να δει τους αγώνες του, ενθαρρύνοντάς τονε να κερδίζει, τρομάζοντας όταν έχανε ή χτυπούσε και παρακαλώντας σε μικρά θαύματα, υπέρ του. Εξομολογήθηκε την εμπειρία της, προσευχομένη στη St. Therese, λίγο πριν τον μεγάλο του αγώνα με τον αμερικάνο πρωταθλητή Tony Zale, για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, τον Σεπτέμβρη του 1948. Είπε πως κατάλαβε, ότι η προσευχή της εισακούστηκε, όταν γέμισε το δωμάτιο με άρωμα από ρόδα, πράμα που 'χε ξαναβιώσει από τη παιδική της ηλικία στη Νορμανδία. Τον Μάρτη του 1949 ο Σερντάν πάλεψε στο Earl's Court κι η Εντίθ έμεινε μαζί του, στο Mayfair Hotel, χωρίς δυστυχώς όμως να τραγουδήσει ποτέ στη Βρετανία.
Πέρα απ' ό,τι θεωρήθηκε κακή τύχη για κείνον, η σταδιοδρομία του πετούσε όλο και ψηλώτερα, όσο ήτανε μαζί της. Μια αξιοσημείωτη εμπειρία της τότε, ήτανε που τραγούδησε για τη τότε πριγκίπισσα Ελισάβετ και τον πρίγκιπα Φίλιππο, στο Carrere's, στο Champs Elysees. Έδινε παραστάσεις τότε, στο ABC κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στο Παρίσι και προσκλήθηκε ειδικά από κείνους, για να τους τραγουδήσει. Ήτανε δοκιμασία και της έμεινε στη μνήμη πιότερο σα διατεταγμένη υπηρεσία, παρά σαν απόλαυση και τούτο από σφάλμα της παραγωγής. Κλείσιμο δουλειάς και παράσταση, αμέσως μετά από παράσταση. Εργαζόταν ακόμα συνεχώς, μεταξύ Παρισιού και Νέας Υόρκης, μα είχεν ακόμα το σθένος και την ενέργεια, αλλά και τη διορατικότητα ν' αναδείξει άλλο ένα ταλέντο: τον Charles Aznavour, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα τραγούδια της, "Il Pleut" και "Il y Avait", μεταξύ άλλων.
Σαρλ Αζναβούρ
Σύντομα όμως ξαναδιαπίστωσε, πως το ύψος της επιτυχίας δε διασφαλίζει δα και μεγάλη προφύλαξη από τα χτυπήματα της μοίρας κι ότι η τραγωδία καραδοκεί πάντα στη γωνιά. Στις 27 Οκτώβρη 1949, ο Μαρσέλ σκοτώνεται, μαζί με πολλούς συνταξιδιώτες, σ' αεροπορικό δυστύχημα, στις Αζόρρες, καθώς ερχόταν από το Παρίσι για να συναντήσει την Εντίθ. Επίσης μεταξύ των νεκρών, συγκαταλεγόταν η Ginette Neveu, βιολονίστρια και φίλη της. Γιατί αποφάσισε να πετάξει, τη στιγμή που κι οι δυο τους φοβόντουσαν τα αεροπορικά ταξίδια, είναι κάτι που δε θα το μάθουμε ποτέ. Η μια δεκτή πιθανότητα είναι πως τελικά τον έπεισε να το κάνει για ν' αποφύγουν μια πιθανή αργότερη άφιξή του, αν επέλεγε να φτάσει με πλοίο, ενώ μια δεύτερη, πως ήθελε να της κάνει έκπληξη. Ό,τι κι αν ήτανε τη συνέτριψε, ωστόσο επέμεινε να τραγουδήσει στην εναρκτήρια παράσταση στο "Τhe Versailles".
Ήταν ένα τραγικό θέαμα. Ήτανε χάλια, δήλωσε πως αφιερώνει τη βραδιά και τα τραγούδια της σε κείνον, λιποθύμησεν αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά όπως δήλωσεν αργότερα, με τίποτε δε θα σταματούσε τούτο το στερνό της "αντίο" στον άνθρωπο που τόσο πολύ αγάπησε κι έχασε ξαφνικά. Από το χρονικό σημείο και πέρα, η ζωή της θα πάρει μια σπειροειδή στροφή προς τη κατάθλιψη, που όλο θα συγκλίνει προς το κέντρο, παρ' όλες της προσπάθειες αυτής να ξεφύγει μέσω της τέχνης της, αλλά και των ανθρώπων που την αγαπούσαν και τη περιτριγύριζαν. Εκεί ήτανε που στράφηκε, πάνω στην απελπισία της και προς τον πνευματισμό. Εδώ πρέπει να πούμε πως μπορεί να μη βοήθησε τον Αζναβούρ όπως τις δυο προηγούμενες ανακαλύψεις της, μα εκείνος ένιωσε βαθιά υποχρεωμένος από κείνη κι έμεινε στο πλευρό της μέχρι το τέλος της ζωής της, ασκώντας, πέρα από την ψυχολογική και καλλιτεχνική και φιλική υποστήριξη, ακόμα και χρέη προσωπικού γραμματέα της κι οδηγού της, ενώ παράλληλα της έγραψε μερικά θαυμάσια τραγούδια.
Παρασυρμένη απ' το πλήθος
που χυμάει και χορεύει ένα τρελό χορό
και με παίρνει μακριά
σφίγγω τις γροθιές μου
και καταριέμαι τον όχλο που μου κλέβει
τον άντρα που μου 'δωσε
και που δε ξαναβρήκα ποτέ..."
Το 1950, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Μαρσέλ, τη συναντάμε να τραγουδά σ' ακόμα ένα μεγάλο και με γόητρο, μαγαζί, το Salle Pleyel. Τις χρονιές 1050-51 κάνει τουρνέ σε Γαλλία, ΗΠΑ και Καναδά, συνοδευομένη, όχι μόνον από τον Αζναβούρ, αλλά κι από το νέο δεσμό της Eddie Constantine. Η πρώτη τους συνάντηση ήτανε στο Παρίσι, στο The Baccara, όπου κείνος παρουσίαζε μιαν εγγλέζική μετάφραση του "Hymne Α Λ' Amour". Το μικρό τους ρομάντσο διάρκεσε μέχρι το τέλος μιας κωμμωδίας που παρουσιάζαν μαζί, "La P'tite Lili". Της κωμμωδίας αυτής δε της λείψανε τα μικροπροβλήματα, μέχρι την εναρκτήρια παράσταση. Διαφωνίες μεταξύ των καλλιτεχνών, των παραγωγών και χρηματοδοτών, απουσία ουσιαστικού σεναρίου παιξίματος, σύγκρουση προσωπικοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων κι ένα σωρό άλλα, που τελικά ήτανε θαύμα που ξεκίνησε κι όλας τις παραστάσεις, πόσο δε μάλλον που 'χε και πολύ καλή επιτυχία. Η Εντίθ, ήταν ουσιαστικά -κι όχι λίγο- επιφορτισμένη, να κρατήσει μαζί όλο τούτο το δόμημα. Το ...δράμα τούτο κράτησε λοιπόν, χάρις τις προσπάθειες όλων κι ιδιαίτερα αυτής, γύρω στους εφτά μήνες. Μέχρι δηλαδή τη στιγμή που εκείνη βρήκε νέον ενδιαφέρον στο πρόσωπο ενός ποδηλάτη, του Andre Pousse.
Πιάφ & Κονσταντέν
Είχανε συναντηθεί και παλιότερα με τον ποδηλάτη, όταν η Εντίθ ήταν με τον Σερντάν και φυσικά δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για κανέναν άλλο εκείνη την εποχή (1948-49). Το μόνο κοινό τους ήταν ο φίλος Louis Barrier. Έτσι άρχισε να τονε προσκαλεί στο νέο της απόκτημα, ένα αγρόκτημα, το Hallier, στη Dreux. Ήτανε καιρός πριν όμως, που τονε καλούσε να μετακομίσει στο σπίτι της, στο Bois de Boulogne. Το πράμα έδειχνε να φτιάχνει για την Εντίθ, μετά τον χαμό του Σερντάν, μα για κακή της τύχη, άλλη μια φορά γυρίσανε τα πάνω-κάτω. Στα μέσα Αυγούστου του 1951, παθαίνει ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και σπάζει μπόλικα πλευρά και το αριστερό της χέρι. Το αμάξι είχε ξεφύγει γλιστρώντας, από τη πορεία του. Οδηγούσε ο Αντρέ και μέσα ήταν η Εντίθ κι ο Σαρλ Αζναβούρ. Πριν λίγες βδομάδες είχανε ξαναπάθει ατύχημα, αυτή τη φορά οδηγούσε ο Σαρλ κι ήτανε μέσα μόνον εκείνη, μα την είχανε γλυτώσει χωρίς αμυχή.
Τα τραύματά της αντιμετωπίστηκαν κι οι γιατροί, για να επιστρέψει γρήγορα στο σανίδι, της συστήσανε μορφίνη. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή της εξάρτησής της από τα ναρκωτικά και το τέλος της σχέσης της με τον Αντρέ. Σύντομα τον αντικατέστησε με κάποιο φίλο και συνάδελφό του, τον Louis Gerardin. Ωστόσο ήτανε παντρεμμένος κι η σύζυγός του, βαθιά πικραμένη, ανάθεσε σε κάποιον ιδιωτικό ντετέκτιβ να τον ακολουθεί κι όταν αυτός βγήκεν από το σπίτι, έχοντας πάρει μερικά προσωπικά του αντικείμενα αξίας, φρόντισε να πλεχτεί ένα σκάνδαλο έξω από τη πόρτα της, προς μεγάλη χαρά των παπαράτσι. Η Εντίθ αντέδρασεν αμέσως κι άσχημα, τονε πέταξεν έξω από το σπίτι της και μέχρι το τέλος του 1951, είχε πουλήσει το σπίτι της 5 rue Gambetta, στο Bois de Boulogne και πήγε να μείνει σ' ένα διαμέρισμα στο Boulevard Pereire, χωρίς ρομαντική θέα κι ιδιαίτερον ενδιαφέρον.
Είχε μείνει πάλι μόνη, σε κατάθλιψη κι έτσι γρήγορα άρχισε να παίρνει σβάρνα τα μπαρ, για να βρίσκει συντροφιά κι ενδιαφέροντα. Δεν άργησε να προσθέσει και το αλκοόλ στους εθισμούς της, μαζί με κείνους της μορφίνης και της κορτιζόνης, τα οποία έπαιρνε -όπως έλεγεν η ίδια- για ν' αντέχει τους ρευματικούς πόνους. Οι γύρω της, ο Σαρλ, η Μομόν κι ο Εμέρ, προσπαθούσανε να την αποκόψουν, μα κείνη τους έβαζε στη θέση τους, λέγοντάς τους πως τα 'χει όλα κάτω από τον πλήρη έλεγχό της. Όμως δε τα 'χε, γιατί σιγά-σιγά, θα τη φθείρουν νοητικά και σωματικά. Στις αρχές της δεκαετίας του '50, θ' αρχίσει παράλληλα με τη καριέρα της, μια σειρά θεραπειών γι' αυτό το λόγο κι η ειρωνεία είναι πως ενώ η υγεία της φθειρότανε συνεχώς, η φωνή της κέρδιζε σε δύναμη κι εκφραστικότητα. Οι εγγραφές στο στούντιο, στα 1952-53 πηγαίνανε θαυμάσια.
Ο επόμενος άντρας στη ζωή της, τηνε παντρεύτηκε κι όλας. Ο Jacques Pills, παλιός γνώριμος και συνεργάτης, έγραψε τους στίχους σ' ένα τραγούδι, το "Je t'ai dans la Peau" και της το πήγε να το δοκιμάσει, τη μουσική του δε, την είχε γράψει κάποιος άγνωστος τότε, Francois Silly, που έπειτα έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Gilbert Becaud. Εκείνη δέχτηκε το τραγούδι και θέλησε να προβάρει κι άλλα δυο, τα "Elle A Dit" & "Ca Quele- Ca Madame". Μέσα σε λίγους μήνες ο Ζακ παντρεύτηκε την Εντίθ στo Δημαρχείο, στη 16th Arrondissement, στο Παρίσι και το ημερολόγιο έδειχνε 29 Ιουλίου 1952. Στις 20 Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου, ακολούθησε και θρησκευτική τελετή στη Church of Saint Vincent-de-Paul, στη Νέα Υόρκη, με μεγάλο πάρτι στις "Βερσαλλίες" του Μανχάταν. Κι οι δυο είχανε δεσμούς με τις ΗΠΑ, μιας κι εκείνη δεν ήταν η μόνη καλλιτέχνις που εργαζόταν κι εκεί. Στην επιστροφή τους στο Παρίσι, το ζεύγος εγκαταστάθηκε σ' ένα διαμέρισμα στο Boulevard Lannes στον αριθμό 67.
Ο Μπεκό στις άκρες και στη μέση Εντίθ και Ζακ
Πάνω δεξιά η Mairie, δίπλα και κάτω το Lannes Bulevard κι η πλάκα με τον αριθμό 67 κι ταμπέλα με τ' όνομά της.
Η Εντίθ συνέχισε να πίνει όμως κι ο Ζακ αντί να τη σταματά, ήταν ευτυχής να τη ...συντροφεύει. Γρήγορα, η παραμικρή αιτία, γινότανε θαυμάσια πρόφαση για πιοτί κι οι δυο τους φτάσανε να γίνουνε παροιμιώδεις με τις μεθυσμένες τους κοινές εμφανίσεις. Μαζί ντουέτο και στο τραγούδι και στη ζωή και στο πιοτό και μαζί μ' αυτά, και τα συνεχή ταξίδια-τουρνέ, συνεχίζουν να κλονίζουνε την υγεία της. To 1953 εξαφανίζεται πρόσκαιρα από το προσκήνιο, λόγω άλλης μιας προσπάθειας αποτοξίνωσης, για να επιστρέψει πανηγυρικά το 1955, με μια καταπληκτική παράσταση στο "L' Olympia", το διασημότερο καλλιτεχνικό κέντρο του Παρισιού. Όσοι είχανε βιαστεί να τη ..."θάψουν" βγήκανε γελασμένοι. Το 1956 χωρίζει με τον Ζακ και συνεχίζει μονάχη της άλλη μια φορά. Ήτανε πλέον αστέρι παγκοσμίου μεγέθους μα με τις χειρότερες επιλογές, στη προσωπική της ζωή. Ωστόσο συνεχίζει να βοηθά τους νέους καλλιτέχνες. Κείνη τη χρονιά γνωρίζει ερωτεύεται και βοηθά έναν άλλο άγνωστο τότε καλλιτέχνη τον αιγυπτιακής καταγωγής Yussef Mustacchi, μεγάλο -μετέπειτα- καλλιτέχνη, γνωστό πλέον ως George Moustaki.
'Αλλη μια θυελλώδης σχέση που κράτησε όμως κάμποσο, εξαιτίας της κοινής τους αγάπης για τη μουσική. Ο Μουστακί της έγραψε θαυμάσια τραγούδια κι έν' απ' αυτά είναι το "Milord".
Ο Μουστακί στις άκρες κι η Πιάφ στο Ολυμπιά
"Ελάτε, περάστε, Μιλόρδε,
καθίστε στο τραπέζι μου.
Κάνει τόσο κρύο έξω.
Εδώ είναι άνετα.
Βολευτείτε, Μιλόρδε,
κι άστε τις έννοιες σας σε μένα,
με την άνεσή σας βάλτε τα πόδια σας σε μια καρέκλα.
Σας ξέρω, Μιλόρδε.
Δε μ' έχετε δει ποτέ. Δεν είμαι παρά μια κοπέλα του λιμανιού.
Ένας ίσκιος του δρόμου... Κι όμως σας άγγιξα ξυστά χθες, καθώς περνούσατε καμαρωτά Πω-πω! Ο ουρανός σας στεφάνωνε, με το μεταξωτό σας φουλάρι, ν' ανεμίζει στους ώμους σας, ήσασταν ο πρωταγωνιστής, θα σας έπαιρνε κανείς για βασιλιά... Βαδίζατε θριαμβευτής
αγκαζέ με μια δεσποινίδα
Θεέ μου, τι όμορφη που ήταν! Νιώθω μια ψύχρα στη καρδιά...
'Αντε, ελάτε, Μιλόρδε! Να καθίσετε στο τραπέζι μου
Κάνει τόσο κρύο έξω, Εδώ είναι άνετα
Βολευτείτε, Μιλόρδε,
με την άνεσή σας,
βάλτε τα πόδια σας σε μια καρέκλα
κι άστε τις έννοιες σας σε μένα.
Σας ξέρω, Μιλόρδε.
Όχι, δε μ' έχετε δει ποτέ, δεν είμαι παρά ένα κορίτσι του λιμανιού, ένας ίσκιος του δρόμου... Aς πούμε πως καμιά φορά
αρκεί ένα καράβι
κι όλα σα να ξεσκίζονται,
σαν το καράβι φύγει... Γιατί μαζί του πήρε, την όμορφη με τα γλυκά τα μάτια, που δε μπόρεσε να καταλάβει πως έκαμε συντρίμμια τη ζωή σας. Ο έρωτας σε κάνει να κλαις όπως κι η ίδια η ύπαρξη Στην αρχή σ' τα δίνει όλα για να σ' τα πάρει μετά...
'Aντε, ελάτε, Μιλόρδε! Σα παιδάκι κάνετε! Αφεθείτε, Μιλόρδε, ελάτε στο βασίλειό μου. Θεραπεύω τις τύψεις, τραγουδώ ρομάντζες, τραγουδώ για τους Μιλόρδους που δεν έχουνε τύχη! Για κοιτάξτε με, Μιλόρδε, δε μ' έχετε δει ποτέ... ...Mα ...κλαίτε Μιλόρδε; Αυτό ...δε το περίμενα ποτέ!... Ω, ελάτε τώρα, Μιλόρδε! Χαμογελάστε μου!
Πιο πολύ!
'Αντε, μια προσπάθεια... Nάτο! Αυτό είναι! 'Αντε, γελάστε, Μιλόρδε! Εμπρός, τραγουδήστε, Μιλόρδε! Λα-λα-λα... Aυτό είναι, χορέψτε, Μιλόρδε! Λα-λα-λα...
Μπράβο Μιλόρδε!
Λα-λα-λα...
Πάλι Μιλόρδε!...
Λα-λα-λα..." Georges Moustaki (Milord) 1959
«Η ιδέα μου ήρθε στη διάρκεια μιας κουβέντας που είχα με την Εντίθ σ' ένα εστιατόριο. Εκείνη με παρακινούσε να γράψω ένα τραγούδι για δυο εραστές που χωρίζουνε μια Κυριακή στο Λονδίνο. Καθώς μου μιλούσε σκάρωνα ένα προσχέδιο στο χαρτί: "C' etait dimanche a Londres/il faisait froid dehors/Souvenez-vous, Milord...". -"Αυτό είναι", με διέκοψε ξαφνικά εκείνη. "Ξέχνα την ιστορία των εραστών, όλο το τραγούδι είναι ο Μιλόρ"!
Μiα βδομάδα αργότερα, βρισκόμασταν σ' ένα ξενοδοχείο στις Κάνες όπου μέναμε στην ίδια σουίτα, αλλά σε χωριστά δωμάτια. Ενα απόγευμα την άφησα για να πάω να ξεκουραστώ, κλείστηκα στο δωμάτιό μου, αλλά δε μπορούσα να κοιμηθώ. Στο μυαλό μου στριφογύριζε ο Μιλόρ. Σηκώθηκα, στρώθηκα στη δουλειά και παραδόξως οι φράσεις άρχισαν να μου 'ρχονται εντελώς φυσικά. Θυμάμαι πως αργότερα, βγαίνοντας από το δωμάτιό μου, τη βρήκα καθισμένη σε μια καρέκλα, ακριβώς απέναντι από τη πόρτα μου. Με περίμενε:
-"Λοιπόν; Τελείωσε ο Μιλόρ;"»
Aργότερα, με τη μουσική της Μαργκερίτ Μονό, ο "Milord" προστέθηκε στο πρόγραμμα της περιοδείας της Πιαφ εκείνη τη χρονιά. «Ήταν», λέει ο Μουστακί, «ένας κομψός τρόπος ώστε να πάψει να ισχύει η φήμη του ζιγκολό που με ακολουθούσε από τότε που ζούσα κοντά στη Πιαφ». Βλέπετε ο Μουστακί ήτανε δεκαεννιά χρόνια μικρότερός της. Είχε γεννηθεί 3 Μάη 1934 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τον Σεπτέμβρη του 1958 είχε μαζί με τον Ζωρζ, ένα τρίτο αυτοκινητιστικό ατύχημα, που μπορεί να μην τους έκανε τη παραμικρή ζημιά, ωστόσο κλόνισε κι άλλο την ήδη βλαφθείσα υγεία της και την έστρεψεν εκ νέου προς τα ναρκωτικά. Μετά από άλλη μια γερή αποτοξίνωση θα καταφέρει να μη ξαναπιεί πιοτό, για όλη την υπόλοιπη ζωή της μα ήταν ήδη αργά.
Σε μια θριαμβευτική συναυλία στη Νέα Υόρκη, το 1959 καταρρέει στη σκηνή μπρος στο κοινό, εντελώς ξαφνικά κι απρόσμενα. Μπαίνει εσπευσμένα στο νοσοκομείο για νέα θεραπεία κι εκεί κωφεύει στις παραινέσεις όλων, να παρατήσει το τραγούδι, με τη δικαιολογία πως δε μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της να μη τραγουδά. Το 1960 έρχεται η νέα μεγάλη επιτυχία της, από τον τραγουδοποιό Charles Dumont, το εμβληματικό "Non, Je Ne Regrette Rien". Μαζί μ' αυτό κι η υπόσχεση για τις αρχές του 1961, μιας σειράς εμφανίσεων στο Ολυμπιά, για να βοηθήσει τον διευθυντή του, Bruno Coquatrix, να γλυτώσει τη πτώχευση. Η Εντίθ δόθηκε σ' αυτό κι απόδωσε το νέο της τραγούδι θαυμάσια, κερδίζοντας άλλη μια φορά το γαλλικό εκλεπτυσμένο κοινό. Η παράσταση αυτή έμεινε μοναδική στα χρονικά κι η απόδοση της Πιάφ χαρισματική.
Η Πιάφ στο Ολυμπιά και δίπλα η Πιάφ εκείνη την εποχή
Το καλοκαίρι του 1961 γνωρίζει έναν ακόμα νέο καλλιτέχνη, ονόματι Θεοφάνη Λαμπούκα, είκοσι χρόνια νεότερό της και τον ερωτεύεται. Φυσικά, όπως είχε κάνει πολλάκις στο παρελθόν, θα τονε βοηθήσει να σταδιοδρομήσει, χρησιμοποιώντας πάθος, χρήμα κι επιρροή. Ο Theo Sagapo, -όπως ήθελε να τονε φωνάζει- έγινε ο επόμενος και τελευταίος άντρας της ζωής της. Ωστόσο τον Σεπτέμβρη του 1962 κανονίστηκε η ..."πιο μεγάλη της μέρα". Θα έδινε μια μεγάλη σειρά συναυλιών στο Ολυμπιά και στις 25 Σεπτέμβρη θα 'κανε μια συναυλία στο κέντρο του Παρισιού. Όλα ετοιμαστήκανε φαντασμαγορικά κι αυτή η μέρα ονομάστηκε ως η πιο μεγάλη της ζωής της. Η Πιάφ έκανε την εμφάνιση της ζωής της στο μεγαλύτερο κοινό που μπόρεσε ποτέ να συγκεντρώσει καλλιτέχνης. Κάτω από τα πόδια της αρχηγοί κρατών, υψηλές προσωπικότητες, καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες κι άλλοι επίσημοι, ενωμένοι με το ευρύ γαλλικό κοινό, επευφήμησαν τη διάσημη και μοναδική καλλιτέχνιδα, έτσι όπως ποτέ δεν επευφημήθηκε αν ζωή καλλιτέχνης. Τραγούδησε πάνω σ' ένα ειδικό βατήρα, πάνω στο ψηλότερο πάτωμα του πύργου του 'Αιφελ κι είπε όλες τις μεγάλες της επιτυχίες, προσδίδοντας έναν εκλεκτό παλμό στο ακροατήριό της. Μετά τούτο, πήγε να παντρευτεί, στις 9 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου, τον καινούργιο της έρωτα και προς το τέλος της χρονιάς πήρε την μεγάλη διάκριση της γαλλικής ακαδημίας σαν φόρος τιμής για τη μακρόχρονη κι εμπνευσμένη καριέρα της και για τη συνολική προσφορά της στη γαλλική μουσική. Οι μόνοι που δεν αντιτάχθηκαν σ' αυτό το γάμο ήταν οι ...γονείς του Τεό. Τηνε δέχτηκαν με πάρα πολύ καλό τρόπο όταν τους την έφερε ο γιός τους και τη φιλοξενήσανε στο σπίτι τους, με χαρά. Μα οι συγκινήσεις, η κόπωση, η κλονισμένη υγεία κι η συνεχής δράση τηνε κατέβαλαν κι άλλο. Σταδιακά άρχισε να φθίνει και να εγκαταλείπει τα εγκόσμια.
Η Πιάφ κι ο Τεό Σαγαπό
Μετά λοιπόν από έναν εκτεταμένο ...μήνα του μέλιτος, το ζευγάρι επέστρεψε στο Παρίσι να συνεχίσει το ντουέτο τους. Είχανε κανονίσει να εμφανιστούν μαζί, στο Μπομπινό, στις αρχές Φλεβάρη του 1963. Δυο μήνες αργότερα, η μεγάλη αυτή καλλιτέχνις, θα περιπέσει σε κώμα και θα περάσει τις τελευταίες της μέρες μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ συνείδησης και βαθιού ύπνου, στη βίλα της στο Plascassier, κοντά στις Κάνες. Τελικά θα μας αφήσει, στις 11 Οκτώβρη του 1963, σ' ηλικία 48 ετών μόλις, ακριβώς την ίδια μέρα που διάλεξε να μας αφήσει κι ο εξαιρετικός ποιητής και φίλος της Ζαν Κοκτό. Η είδηση του θανάτου της έπεσε σα κεραυνός στο Παρίσι και στην ημέρα της κηδείας της, 14 Οκτώβρη 1963, πλήθη ξεχύθηκαν να τη συνοδέψουνε στο τελευταίο της ταξίδι το φέρετρό της, ως το κοιμητήρι Pere Lachaise, θρηνώντας και σιγοτραγουδώντας τις επιτυχίες της. Ο Τεό συνόδεψε τη σορό με δάκρυα στα μάτια, μέχρι την απόθεσή της στον τάφο.
Ο Τάφος της Πιάφ στο Περ Λασέζ κι η προτομή της δίπλα
Ο τάφος της εκεί, είναι το πιο συχνότατα επισκεπτόμενο μέρος. Χιλιάδες προσκυνητές συρρέουν κάθε χρόνο για ν' αφήσουνε λίγα λουλούδια σε τούτο το μοναδικό φαινόμενο που λεγόταν Εντίθ Πιάφ. Εντωμεταξύ, ακόμα και μετά τριάντα χρόνια από το θάνατό της, συνεχίζει να εμπνέει τη γαλλική μουσική σκηνή. Το πλήθος που συνέρρευσε στην εκδήλωση για το "Σ' Αγαπάμε Πιάφ Του Παρισού" έδειξε πως όλοι θέλανε να κάνουνε κτήμα τους το τρόπο ζωής και δράσης της. Επίσης καλλιτέχνες όπως, Louis Armstrong, Josephine Baker, Marlene Dietrich, Johnny Hallyday, Serge Gainsbourg και Liza Minnelli, έχουνε τραγουδήσει τραγούδια της. Ο σύγχρονος καλλιτέχνης Etienne Daho, έχει κάμει μερικές όμορφες διασκευές πάνω σε δικές της επιτυχίες κι ο Σαρλ Αζναβούρ κατάφερε με τη βοήθεια ειδικών και τεχνολογίας, να αναπαραστήσει τη φωνή της από παλιότερες ηχογραφήσεις και να την ενώσει με τη δική του σε μερικά εκπληκτικά, μεθυστικά, εικονικά ντουέτα.
------------------------------------------------------------------------------------------
Κάποτε όχι πολύ παλιά, ήταν αδύνατον να κατεβεί κανείς στο παρισινό μετρό, χωρίς να συναντήσει, στο τρένο, στον σταθμό, κάποια φτωχοντυμένη γυναίκα που να μαζεύει πενταροδεκάρες τραγουδώντας το "Je Νe Regrette Rien". Κανείς από τους επιβάτες δεν έδειχνε να απορεί ούτε για τη γυναίκα ούτε για το τραγούδι, που 'φερε την υπογραφή της Εντίθ Πιαφ, μιας γυναίκας που υπήρξε κι εκείνη πλάσμα των πιο κακόφημων παρισινών δρόμων. Το μετρό έχει ακόμη τους πλανόδιους μουσικούς του, αλλά δεν βλέπει κανείς πια τέτοιες άθλιες γυναίκες. Ο δημοσιογράφος των Τάιμς της Νέας Υόρκης, Φρανκ Πράιαλ, τις είχε σχεδόν ξεχάσει, όταν μπήκε στο Δημαρχείο του Παρισιού, στην έκθεση για τα 40 χρόνια από τον θάνατο της Εντίθ Πιαφ.
Για την έκθεση δεν θα μπορούσε να βρεθεί καταλληλότερο μέρος. Σε όλη της τη ζωή, η Πιαφ ήθελε να την θυμούνται σαν ένα παιδί του Παρισιού. Όταν πέθανε στην Κυανή Ακτή, η σορός της μεταφέρθηκε κρυφά στην πρωτεύουσα, για να φανεί πως είχε πεθάνει εκεί. Στην τελευταία της περιοδεία, λίγους μήνες πριν από τον θάνατό της, έμοιαζε απόκοσμη από την αρρώστια και τον πόνο. Όμως, τα πλήθη στριμώχνονταν μπροστά της. "Δε λατρεύτηκε τόσο πολύ, όσο όταν ζύγωνε στον θάνατό της", είπε ο Σαρλ Αζναβούρ. "Το γαλλικό κοινό γοητεύεται από τη δυστυχία". Σκληρά λόγια του τραγουδιστή για το γαλλικό κοινό. Θα μπορούσε να τα είχε πει για κάθε κοινό. "Δε θα ξεχάσω ένα βράδυ, που με μιά συντροφιά φίλων γνώρισα την Έντιθ Πιάφ. Τραγουδούσε στις αυλές των λαικών πολυκατοικιών, ήτανε τύπος της γειτονιάς κι όλοι τη φώναζαν "λα μομ Πιάφ", δηλαδή "το μικρό σπουργίτι"... Εκείνο το βράδυ, ο Ανρί Γκαρά, διάσημος τότε, της έδωσε ένα γερό φιλοδώρημα. Πριν λίγο καιρό, ενώ οι δίσκοι της Πιάφ πουλιόνταν σε όλο τον κόσμο, ο Γκαρά, ο μεγάλος γόης της εποχής του, αυτοκτονούσε πάμπτωχος και ξεχασμένος από τους πάντες..." Λόγια του Σαρλ Αζναβούρ επίσης.
Όταν κάποιος σκεφτεί την Εντίθ Πιάφ και φυσικά να γνωρίζει τη ζωή και το έργο της, στο νου του έρχονται, αγάπη, μοναξιά, έρωτας, πάθος κι απελπισία. Η ζωή της γεμάτη αντιθέσεις. Μικρό ανάστημα, τεράστιο ταλέντο, διάσημη και πλούσια, μα μονήρης και δυστυχισμένη, υπήρξεν η συγκλονιστικότερη φωνή της Γαλλίας.
"Παντάμ... Παντάμ... Παντάμ...
Κι όλα αυτά για να ξαναπέσω στη γωνιά.
Πάνω στο ρυθμό που μ' αναγνώρισε...
Ακούστε το σαματά που μου κάνει...
Λες και παρελαύνει όλο το παρελθόν μου...
Πρέπει να κρατήσω τη λύπη μου για μετά.
Έχω ολόκληρο σολφέζ,
γι' αυτό το ρυθμό που χτυπά...
Που χτυπά σα ξύλινη καρδιά..."
----------------------------------------
"Όχι, τίποτα, για τίποτα
δε λυπάμαι για τίποτα,
ούτε για το κακό που μου κάνανε,
ούτε για το καλό,
όλα τούτα το ίδιο μου κάνουν.
Όχι, τίποτα, με τίποτα,
όχι, δε μετανιώνω για τίποτα.
Έχω πληρώσει, έχω σβήσει,
έχω ξεχάσει το παρελθόν
και σκασίλα μου μεγάλη!
Aναθυμούμενη, άναψα φωτιά
με τις χαρές και τις λύπες μου.
Διαλυμένοι οι έρωτές μου κι οι τρεμούλες τους.
Σαρωμένοι για πάντα!"
Simone Berteaut, η παντοτινή φίλη, το alter ego της Edith Piaf που, σε ηλικία 15 ετών, τραγουδούσε μαζί της στους δρόμους του Παρισιού.
Στο έργο του Jean Cocteau "Le Bel indifferent" (Theatre des Bouffes-Parisiens).
1948, η χρονιά του μεγάλου έρωτα με τον γάλλο παγκόσμιο πρωταθλητή του μποξ Marcel Cerdan. 'Ενα χρόνο αργότερα, κι ενώ ταξιδεύει για να τη συναντήσει, ο Marcel Cerdan θα σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα.
Edith Piaf, Marcel Cerdan.
Ο γάλλος τραγουδιστής Jacques Pills χειροκροτείται από την Edith Piaf. Θα παντρευτούν τον Σεπτέμβρη του 1952. Κουμπάρα ήταν η Marlène Dietrich που διάλεξε και το νυφικό. Τον γάμο κάλυψαν 64 περιοδικά.
Marlène Dietrich, Edith Piaf.
Με τον Yves Montand.
Με τον Georges Moustaki.
Edith Piaf, Georges Moustaki.
Με τον Douglas Davis.
Η Edith Piaf και ο τραγουδιστής Théo Sarapo (Θεοφάνης Λαμπούκας), ο τρίτος και τελευταίος άντρας της. Ο Théo Sarapo ήταν 26 ετών όταν παντρεύτηκε την Edith Piaf που ήταν είκοσι χρόνια μεγαλυτερή του. Ο γάμος τους κράτησε ένα χρόνο μέχρι τον θάνατο της Edith Piaf. Δεκάδες χιλιάδες Παριζιάνοι ακολούθησαν το φερετρό της, αλλά η Καθολική Εκκλησία αρνήθηκε να τελέσει θρησκευτική κηδεία, επειδή, σύμφωνα με το L'Osservatore Romano, όργανο του Βατικανού, η Edith Piaf. "έζησε συνεχώς σε κατάσταση δημόσιας αμαρτίας, όντας ένα είδωλο προκατασκευασμένης ευτυχίας".