Ενας χρόνος μετά τη δολοφονία του
Παύλου Φύσσα, και τίποτα δεν μπορεί να φέρει πίσω στη ζωή το αδικοχαμένο παλληκάρι –
«ποια ξαγορά να υπάρχει μιας και το αίμα στο χώμα χυθεί», θρηνεί προειδοποιητικά χιλιάδες χρόνια τώρα ο
Αισχύλος. Θα ’θελα να πιστεύω ότι ο
Παύλος Φύσσας ταξιδεύει κάπου ψηλά, μέσα στη χάρη των μουσικών του ουρανού, θα ήθελα -στιγμές σαν αυτές- να ’μουν κι εγώ
πιστός, να μετέχω
της παρηγοριάς και της παραμυθίας-
- πλην όμως, οι φασίστες το φάγανε το παιδί, όπως έχουν φάει και θα φάνε πολλά παιδιά ακόμα, διότι ο φασίστας είναι
ως εκ της φύσεως της ιδεολογίας που ενστερνίζεται ένας εν δυνάμει δολοφόνος, ώσπου κάποια στιγμή να γίνει δολοφόνος.
Ο φασισμός βασίζεται στον
ρατσισμό και στη
μισανθρωπία, πιστεύει στην
ανωτερότητα του
υπεράνθρωπου και την
εξόντωση του
υπάνθρωπου, βρίσκεται πιο κοντά στη
ζούγκλα παρά στον
πολιτισμό, βρίσκεται πιο κοντά στον
φόνο απ’ όσο στον
λόγο. Στην πραγματικότητα δεν έχει λόγο, παρά παράλογον. Ο
ζωώδης αταβισμός, η αποθέωση των
ενστίκτων, ο
μυστικισμός των
μύθων (κι εν γένει της
παραϊστορίας), ο ανορθολογισμός είναι η
«λογική»
του φασισμού. Ο φασίστας απεκδύεται κάθε συμβατικής ηθικής υποχρέωσης
προς τον πλησίον του και ζηλώνει θέση εκδικητή, θεού, θηρίου που
μοιράζει θάνατο κατά το δοκούν.
Γι’ αυτό
ο φασίστας δολοφόνησε
εύκολα τον
Παύλο Φύσσα, όπως
εύκολα
έχει δολοφονήσει κι άλλες ψυχές, Ελλήνων και ξένων – μάλιστα Ελλήνων
κάθε είδους, κομμουνιστών, αριστερών, αναρχικών αλλά και φασιστών.
Διότι οι φασίστες σκοτώνουν και φασίστες. Οχι μόνον επισήμως, όπως όταν τα
Ες Ες ξεκοίλιασαν τα
Ες Α τη
Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών στη Γερμανία του Χίτλερ, αλλά καθημερινώς, όπως όταν
δύο φασίστες σκότωσαν
δύο άλλους φασίστες στην Καλαμάτα προ ημερών.
Την πραγματική εικόνα του φασισμού αρχίζει σιγά σιγά να τη βλέπει η ελληνική κοινωνία στο πρόσωπο της
Χρυσής Αυγής. Τι βλέπει; ένα
τσούρμο αληταράδες που δεν έχουν το
σθένος να υπερασπισθούν δημοσίως την ιδεολογία τους, που
αποκηρύσσουν τον ναζισμό την ίδια στιγμή που το σώμα τους είναι
κατάστικτο από σβάστικες. Ενα
τσούρμο αλητήριων
που στα δύσκολα «δίνουν» ο ένας τον άλλον, που
χαφιεδίζουν
ασύστολα, κάτι τύποι που προσπαθούν να επωφεληθούν απ’ όσα
καταγγέλλουν, κάτι μαχαλόμαγκες της φακής που γαβγίζουν κατά του
Κοινοβουλίου, αλλά ταυτοχρόνως τσιμπάνε τα προβλεπόμενα προνόμια – ένας
εσμός από ανθρώπους
χωρίς αρχές, ανθρώπους της
νύχτας, μαντρόσκυλα των αφεντικών –
σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου μέσα τους για το αίμα που έχουν χύσει και θα χύσουν τα χέρια τους.
Πατόκορφα ανελλήνιστοι, δηλώνουν Ελληνες (ήγουν Ελληναράδες),
κτηνωδώς ανιστόρητοι έχουν πάρει στις πλάτες τους τα
μολών λαβέ και τα ’χουν κάνει
τατουάζ
στα μπράτσα τους μαζί με αγκυλωτούς σταυρούς, μαγαρίζοντας τα ελληνικά –
ανθρωπιστικά γράμματα, τον πολιτισμό και την παράδοσή μας. Ξενόφοβοι
και στενόκαρδοι, νομίζουν ότι η
οικουμενικότητα του ελληνισμού περιχαρακώνεται στη δική τους μισαλλοδοξία. Αντισυστημικοί τάχα, όσο αντισυστημικός είναι ο κ.
Μπαλτάκος, οι
εφοπλιστές και κάθε είδους
«χορηγός», γίνονται σιγά σιγά αντιληπτοί σε πολλούς απ’ όσους έως τώρα είχαν εξαπατήσει, κραυγάζοντας περί
«θρησκίς» (που την έχουν γραμμένη),
«πατρίς» (που την έχουν πουλήσει ως εθνικιστές καμμιά σαρανταριά φορές) και
«ο Λάμαχος» – που, αν ξέρουν ποιος ήταν, να μου τρυπήσετε τη μύτη.
Ομως η άνοδος της ακροδεξιάς, καθεστωτικής ή κινηματικής, στην Ελλάδα και την Ευρώπη έχει πολλές αιτίες. Εν πρώτοις το
σάπιο προηγούμενο, όχι μόνον το ναζιστικό, αλλά και
το προγενέστερο απ’ αυτό – διότι ο φασισμός έρχεται απ’ τα βάθη των αιώνων. Ηταν πάντα το
σκοτεινό τέκνο κάθε
εξουσίας·
και σαν δηλητηριώδης κισσός παρεισέφρυε στη δομή κάθε κοινωνίας,
τραβώντας στα άκρα τους όλες τις παθολογίες: το μίσος κατά των γυναικών,
την καθήλωση των φτωχών, τις δεισιδαιμονίες – ήταν πάντα ο φασισμός (με
όποιο όνομα) ο
πιστός μισθοφόρος κάθε
αντίδρασης.
Διαβολικός, λάγνος, φιλοχρήματος, αλλαζών, φιλοτομαριστής, ψεύτης,
άφιλος, άξενος, άπληστος, βουλιμικός, άνομος, αρνησίπατρις, δουλικός,
αμοραλιστής, φανφαρόνος, πολεμοκάπηλος, εθνικιστής, δόλιος, ραδιούργος,
ύπουλος – αυτός είναι ο
φασίστας στο πέρασμα των αιώνων. Ο
υπηρέτης του Ιεροεξεταστή, ο
φουσκωτός του πλουτοκράτη, το
ντόμπερμαν και ο
προδότης – αυτός είναι ο φασίστας, ένα
λυσσασμένο σκυλί.
Είναι λοιπόν αυτό το
προηγούμενο κι όχι μόνον η οικονομική κρίση που φέρνουν τον φασισμό για μιαν ακόμα φορά στο ευρωπαϊκό προσκήνιο. Είναι το
μεταναστευτικό (που η πολιτική της Δύσης, οικονομική και στρατιωτική, προκαλεί) – ένα πρόβλημα που παίρνει διαστάσεις
«μετανάστευσης των λαών» – να φεύγουν Ελληνες μετανάστες στη Σουηδία, να φεύγουν Σύροι στην Ελλάδα, Πακιστανοί στην Ιορδανία – ένα πρόβλημα που όσο
διογκώνεται τόσο θα
τροφοδοτεί την Ακροδεξιά παντού. Οχι επειδή η Ακροδεξιά έχει
λύσεις για το πρόβλημα, αλλά επειδή ακριβώς ο φασισμός
δημαγωγεί πάντα στα θολά νερά – μόνον και μόνον για να δυναμώσει. Διότι οι
λύσεις του (οι
«τελικές λύσεις») είναι αδιανόητες σε συνθήκες στοιχειώδους έστω αστικής δημοκρατίας.
Ο τρόπος
που ο φασισμός λύνει τα προβλήματα της ανεργίας, της μετανάστευσης, ο
τρόπος που επιβάλλει την ισονομία και… υπερασπίζεται την ελευθερία, μας
έγιναν γνωστοί με το
Ολοκαύτωμα, τα
Στρατόπεδα Καταναγκαστικής Εργασίας και τον
Πόλεμο – μια
εργολαβία εγκλήματος και λεηλασίας άνευ προηγουμένου.
Ομως η μνήμη ατονεί και η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία
ασθενεί. Υπάρχουν σήμερα χιλιάδες Ελληνάκια που όχι μόνον δεν έχουν ιδέα
τι ήταν και συνεπώς
τι είναι ο φασισμός, αλλά και έχουν αιχμαλωτισθεί από τις μπούρδες μιας
τρομακτικής (στη βλακεία της) παραϊστορίας, όπου οργιάζουν ο μυστικισμός, το παράδοξο, το ψεύδος και η αρλούμπα.
Προσωπικώς θρηνώ, επιτρέψτε μου, θρηνώ για
κάθε παιδί της εργατικής τάξης
που πέφτει στα νύχια αυτών των τεράτων. Και μιλώ για τα παιδιά τη
εργατικής τάξης, διότι από εκεί κυρίως, όσον κι απ’ τη μικροαστική
αντλούν
γενίτσαρους με το παιδομάζωμα που κάνουν οι φασίστες.
Και
ως προς τούτο οι ευθύνες της Αριστεράς, στην Ευρώπη κυρίως, είναι
ιστορικές.
Οταν υπό το κράτος της ισχύος διανοουμένων (που ύστερα οι περισσότεροι
προσεχώρησαν σε κάθε είδους αμερικανιά) μεγάλα κομμουνιστικά κόμματα στη
Δύση
χαλάρωναν τους δεσμούς τους με την εργατική τάξη (ήδη απ’ τον Μάη του 1968) κι όταν η σοσιαλδημοκρατία
«απελευθερωνόταν» απ’
τα συνδικάτα (ήδη απ’ τη δεκαετία του ’70), ο δρόμος για την
επανεμφάνιση του φασισμού, υπό οποιαδήποτε δορά, στις λαϊκές γειτονιές
άνοιγε διάπλατος.
Σήμερα, μέσα στη
γενικότερη αποκολοκύνθωση που έχει φέρει στον αφρό πολιτικούς τύπου
Πρόντι, Μέρκελ, Γιωργάκη, Αδωνη Γεωργιάδη και
Βενιζέλου, εύκολα η
διαστρέβλωση (όπως ότι η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα καθορίσθηκε απ’ την Αριστερά),
γενικεύεται διά της καθεστωτικής προπαγάνδας, δημιουργώντας έναν
βάλτο μέσα απ’ τον οποίον ψαρεύουν οι φασίστες. Η
θεωρία των δύο άκρων, η
εξίσωση κομμουνισμού – φασισμού, οι
Ελ, η
χαμένη Ατλαντίδα και άλλες αερολογίες αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίον κεντάει η φασιστική ιδεολογία. Η Αριστερά, ο λαός, η ιστορία
«πιαστήκανε στον ύπνο».
Ποιος Ελληνας πρωθυπουργός
άλλοτε θα μιλούσε για τη
θεωρία των δύο άκρων όπως
ξετσίπωτα μιλάει σήμερα ο
Σαμαράς; Ποιος πολιτικός, ο
Αντενάουερ, ο
Μιτεράν, ή ο
Βίλυ Μπραντ, θα εξίσωνε ποτέ τον φασισμό με τον κομμουνισμό, όπως κάνει τώρα η κυρία
Μέρκελ ή ο
Μπερλουσκόνι;
Οσο λοιπόν
ο νεοφιλελευθερισμός θα κυριαρχεί και θα ενδυναμώνεται, μέσα στη
γενικευμένη αποβλάκωση που ο ίδιος επιβάλλει (ακριβώς για να επιζεί, να
ανδρώνεται και να μην ανατρέπεται), άλλο τόσο ο φασισμός θα παρακολουθεί
αυτή τη διαδικασία, αξιώνοντας το μερίδιό του.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι που
παράγει και
προάγει τον φασισμό και στην κορυφή και στη βάση των κοινωνιών.
Αλλά, αν το πρώτο αμάρτημα της Αριστεράς είναι το κενό που άφησε
στη σχέση της με τον λαό (άλλοτε από υπεροψία κι άλλοτε από αδυναμία) αφήνοντας έτσι
«χώρο»
στον φασισμό να επανεμφανισθεί, το δεύτερο αμάρτημά της είναι η
ανεπάρκειά της να τον αντιμετωπίσει. Διότι ο φασισμός δεν
αντιμετωπίζεται με
ποινικές διώξεις (όπως κι ένα μέρος της Αριστεράς προέκρινε) ούτε με
αντισυγκεντρώσεις, ούτε με (σχεδόν φασιστικά) συνθήματα για τσάκισμα κεφαλιών και τα συναφή. Αντιμετωπίζεται με
πλατύ Αντιφασιστικό Μέτωπο όλων των δυνάμεων της Αριστεράς σε συμμαχία
με κάθε άλλη δύναμη που δεν
ενέχεται στην εφαρμογή
νεοφιλελεύθερων πολιτικών (διότι ακριβώς
αυτές γεννούν, αλλά και
χρειάζονται τον φασισμό). Και σ’ αυτό όμως η Αριστερά υποκύπτει στις
εγγενείς (πλέον) ανεπάρκειές της. Το Αντιφασιστικό Μέτωπο όλων των δυνάμεων της Αριστεράς, με σεβασμό της κάθε δύναμης στη διαφορετικότητα της άλλης, παραμένει
ζητούμενο.
Ομως, παρ’ ότι φαίνεται ότι η επιρροή της Χρυσής Αυγής υποχωρεί (ή πάντως δεν απλώνεται, όσον τουλάχιστον οι
φυρερίσκοι της διαβεβαιώνουν τους
οπαδούς τους), η
φασιστική απειλή θα υποχωρήσει
δύσκολα. Και
εδώ και στην Ευρώπη.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Οταν οι φασίστες (κι όχι μόνον) επαναφέρουν τον φασισμό στο προσκήνιο, επαναφέρουν ταυτοχρόνως και την ιστορία του – δηλαδή
την ανάγκη να θανατώνεται διαρκώς…
Και νωρίτερα ή αργότερα αυτό
επιτυγχάνεται. Αλλιώς θα είχαμε παραμείνει στην εποχή του
λίθου. Διότι
για να τρώει ο ισχυρότερος τον ασθενέστερο, ένα
λιθάρι για να του σπάει το κεφάλι
θα αρκούσε…
Πού να κάθεσαι τώρα να φτιάχνεις δημοκρατίες και να χτίζεις Παρθενώνες, αν με μια
ροπαλιά καθάριζες και την έκανες
ταράτσα…