Σπούδασε το τραγούδι στην «Ακαδημία» της ζωής και πρόσφερε δημιουργίες για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι, τα όνειρα του λαϊκού ανθρώπου. Ο «δάσκαλος», όπως τον αποκαλούσαν καλλιτέχνες και κοινό, υπήρξε μεγάλος λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, ενώ ο ίδιος έγραψε όλους σχεδόν τους στίχους των τραγουδιών του. Ο Γ. Μητσάκης ανήκε στην ομάδα των λαϊκών δημιουργών, που πρωτοστάτησαν στη μετεξέλιξη του ρεμπέτικου τραγουδιού σε λαϊκό και συνεργάστηκε με τη συντριπτική πλειοψηφία των τραγουδιστών που πέρασαν από το λαϊκό πάλκο. Τραγούδια του ερμήνευσαν οι Παγιουμτζής, Γεωργακοπούλου, Χασκίλ, Νίνου, Τσαουσάκης, Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου κ.ά., ενώ ο ίδιος ανέδειξε πολλούς από τους νεότερους τραγουδιστές (Νταλάρας, Καλατζής, Πάριος κ.ά.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ομότεχνών του, ο Γ. Μητσάκης ήταν ο μόνος στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, που μέχρι κάποια περίοδο έγραφε ο ίδιος τους στίχους και τη μουσική. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες (Ζαμπέτας, Τσιτσάνης, Δερβενιώτης κ.ά.) δημιούργησαν τραγούδια σε στίχους του Μητσάκη.Από την προσφυγιά στην καταξίωση
Σπέρμα της προσφυγιάς, ο Γ. Μητσάκης γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη. Το 1935, η οικογένειά του μετακομίζει στην Καβάλα, για να εγκατασταθεί τελικώς σ' ένα χωριό κοντά στο Βόλο. Ο ίδιος το σκάει για τη Θεσσαλονίκη. Κάπου μεταξύ Βόλου και Θεσσαλονίκης, έχει την πρώτη του επαφή με το τραγούδι. Στη Μαγνησία παίρνει τα πρώτα του μαθήματα από το μουσικό Γερμιλάνο - στην ονομαστή Σκάλα του Στέφανου Μιλάνου - ενώ καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Τσιτσάνη και τον Χατζηχρήστο, που τον μυεί στα μυστικά του μπουζουκιού. Το 1939 φεύγει για τον Πειραιά, την πόλη που αγάπησε και της αφιέρωσε πολλά από τα τραγούδια του. Από τότε ξεκινά η μεγάλη μουσική του πορεία, που χαράχτηκε από σπουδαίες επιτυχίες: «Το κομπολογάκι», που το έγραψε μέσα στην Κατοχή, το '41, όταν απελπισμένος στο Μεταξουργείο έψαχνε άδικα το κομπολόι του (το φωνογράφησε το '46), «Το καπηλειό», «Ο ναύτης», «Φανταράκι», «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ», «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Απόψε είναι βαριά», «Το πιο πικρό ψωμί», «Οπου Γιώργος και μάλαμα», «Ψιλοβρέχει», «Η μάνα του ναύτη», «Μοναξιά και φτώχεια», «Νύχτα με δίχως όνειρα» κ.ά. Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, χασαποσέρβικα, συρτά, τσιφτετέλια, λαϊκά βαλς, αλλά και μάμπο είναι οι ρυθμοί στους οποίους «βάδισε» ο Γ. Μητσάκης, που και στα πάλκα έγραψε τη δική του ιστορία. Από το «Καρέ του Ασου» το '41 με τους Κώστα Καρίπη στην κιθάρα και Τάκη Λαβίδα στο τσέμπαλο, στο «Πιγκάλ» από το '47 - '49 με τον Χιώτη. Και στη συνέχεια στου «Τζίμη του Χοντρού» με Καλλέργη, Χριστάκη, Χασκίλ κ.ά., στο «Χάραμα» και αλλού. Από τους κλασικούς δημιουργούς της λαϊκής μας μουσικής, ο Γ. Μητσάκης έγραψε τραγούδια που ταυτίστηκαν με τη γνησιότητα του ελληνισμού.Για την «κατάντια» του λαϊκού τραγουδιού
Ομως, παρόλη τη μεγάλη επιτυχία και την ηθική ικανοποίηση που γνώρισε, ο «δάσκαλος» είχε ένα μεγάλο καημό. Δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της αχαριστίας, ιδιαίτερα όταν προερχόταν από καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού που ο ίδιος ανέδειξε με τα τραγούδια του. Είχε μεγάλη πίκρα όμως και για την κατάντια του λαϊκού τραγουδιού, εξαιτίας κυρίως της «πολιτικής» των δισκογραφικών εταιριών.«Το τραγούδι σήμερα», έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή του στο «Ρ», «έχασε το χρώμα του, του κρέμασαν τενεκέδια. Τι νομίζεις, άμα βάλεις ένα μπουζούκι σε ένα τραγούδι έγινε και λαϊκό; Ο,τι και να λέει, και για "τεκνά" και εγώ δεν ξέρω τι άλλο, είναι λαϊκό; Πάνε να διαστρεβλώσουν το γούστο. Και βέβαια το δικό μου και το δικό σου δεν έχει ανάγκη πλέον. Τα νέα παιδιά, όμως; Που ακούνε στο ράδιο δέκα φορές τη μέρα, μην πω τι ακούνε... Οσοι πρωτοστατούν σ' αυτήν τη διαστρέβλωση είναι όλοι φταίχτες. Γιατί, δηλαδή, έχουμε πλουτίσει όλοι και δε μας συγκινεί πλέον ο καημός του φτωχού;».
Ο ίδιος μιλούσε με περηφάνια για τη λαϊκή καταγωγή του: «Παιδί λαϊκό ήμουνα. Ξυπόλυτος ξεκίνησα. Να ξεχάσω ότι το '38 στη Θεσσαλονίκη έπλενα πιάτα; Φτωχόπαιδο ήμουν, δεν ντρέπομαι να το πω...». Και στη θύμησή του ερχόταν το «Μεροκάματο»: «Κι αν η μάνα μου με γέννησε φτωχό, είμαι τσίφτης και παιδί εργατικό, δουλεύω μεροκάματο, Δευτέρα μέχρι Σάββατο, κι αν είμαι φτωχαδάκι παράβλεψε λιγάκι, έχω δίκιο και στο λέω ορθά κοφτά, τον άνθρωπο δεν κάνουν τα λεφτά...».
«Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Εδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει...". Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι...».
Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου