Κώστας Δουζίνας |
Ο ενοχλημένος υπουργός αναφερόταν στις μαζικές διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα τον τελευταίο μήνα. Περιλαμβάνουν το κίνημα “Δεν πληρώνω” το οποίο ενθαρρύνει τους ανθρώπους να σταματήσουν να πληρώνουν τα ληστρικά διόδια στους επικίνδυνους δρόμους της Ελλάδας ή το εισιτήριο στις δημόσιες μεταφορές που αυξήθηκε κατά 40% την περασμένη εβδομάδα. Οι γιατροί απεργούν και έχουν καταλάβει το υπουργείο Υγείας, οι απεργίες των εργαζόμενων στα μέσα μαζικής μεταφοράς , παρά τις επανειλημμένες δικαστικές αποφάσεις που τους κηρύσσουν παράνομους, έχουν σταματήσει την κυκλοφορία των ΜΜΜ στην Αθήνα. Η αναμενόμενη κινητοποίηση των αγροτών ολοκληρώνει την εικόνα.
Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε μια περίοδο κρίσης που υπογραμμίζεται από την καταδίκη του απάνθρωπου τρόπου αντιμετώπισης των προσφύγων εκ μέρους του ευρωπαϊκού δικαστηρίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων την περασμένη εβδομάδα. Ο υπουργός το επιβεβαίωσε. Όταν οι κυβερνήσεις αρχίζουν να ισχυρίζονται ότι οι πολίτες έχουν απόλυτο καθήκον να υπακούν στο νόμο, εμμέσως αναγνωρίζουν ότι η πολιτική τους –και συνεπώς το ηθικό κύρος τους- έχει αποτύχει.
Αυτό που ο υπουργός, μέσα στην άγνοια και την απελπισία του, ονομάζει “ανομία”, η πολιτική και νομική θεωρία το εξετάζει υπό τον όρο “πολιτική ανυπακοή”. Από την Αντιγόνη μέχρι τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα, τους ειρηνιστές, τις σουφραζέτες και τους αντιρρησίες συνείδησης, η ανυπακοή δεν είναι παρανομία. Είναι η εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Σε όλη την ιστορία, η ανυπακοή έχει αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους -- όπως βλέπουμε τώρα στην Αίγυπτο.
Στις ΗΠΑ, η μαζική ανυπακοή εναντίον των ρατσιστικών διακρίσεων και του πολέμου στο Βιετνάμ , στις δεκαετίες του 1960 και 1970, οδήγησε σε μια μεγάλη συζήτηση μεταξύ δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων , η οποία κατέληξε ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις η ανυπακοή όχι μόνο επιτρεπόταν αλλά ήταν απαιτούμενη – και τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν αυτούς που την ασκούν. Η επιχειρηματολογία που ακολουθούσε την κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία ήταν η εξής. Η πολιτική εξουσία είναι νομιμοποιημένη όταν προωθεί την ατομική αυτονομία. Στην εκδοχή του Ρουσσώ, εμείς ο λαός είμαστε νομοθέτες όσο και υπήκοοι, κύριοι και όσο και υπηρέτες. Οι πολίτες έχουν παράσχει την ολόθυμη συναίνεσή τους στο σύνταγμα και την κυβέρνηση με ένα πραγματικό ή ουσιαστικό κοινωνικό συμβόλαιο και έχουν υποσχεθεί υπακοή με αντάλλαγμα νόμους που προωθούν το κοινό καλό και τη δικαιοσύνη.
Όμως, το γεγονός ότι δεν επιλέγουμε το πού γεννιόμαστε και ζούμε καθιστά τη διαφωνία ακέραιο τμήμα των συνταγματικών διευθετήσεων. Η ανεπιφύλακτη υπόσχεσή μας να υπακούμε στην κυβέρνηση δεν σημαίνει ανεξαίρετη αποδοχή της κάθε συγκεκριμένης πολιτικής της. Μια αμφιλεγόμενη πολιτική δεν είναι αυτομάτως νομιμοποιημένη επειδή την έχει θεσπίσει το Κοινοβούλιο και έχει γίνει νόμος. Αντιθέτως, σ΄ αυτό το σημείο η νομιμότητα και η νομιμοποίηση ακολουθούν διαφορετικές διαδρομές. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν την προσπάθειά τους να ανακληθεί, οι απλοί πολίτες συνεχίζουν τον αγώνα τους στους δρόμους. Εδώ εισέρχεται στη σκηνή το δικαίωμα και το καθήκον της ανυπακοής. Εάν οι νόμοι του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές, που υποτίθεται ότι αποτελούν την υψηλότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, η υποχρέωση της υπακοής εξαφανίζεται και η διαφωνία παίρνει τη θέση της συναίνεσης. Yπάρχει και ένα πρόσθετο επιχείρημα: όταν ο νόμος μονίμως πέφτει σε ανυποληψία, οι ισχυρισμοί περί υπακοής καθίστανται αδύναμοι και αντιφατικοί.
Η συνταγματική επιχειρηματολογία περί πολιτικής ανυπακοής εφαρμόζεται πλήρως στην περίπτωση της Ελλάδας. Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό νομικό σύστημα και οι πολιτικοί κυρίαρχοί του απέτυχαν να διώξουν τη διαφθορά και τη φοροαποφυγή. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα συνδέεται επί πολύ μακρό χρονικό διάστημα με την εξουσία ισχυρών πολιτικών , πλούσιων βιομηχάνων και αυτών που τους προωθούν στα ΜΜΕ. Βασικές συνταγματικές διαδικασίες έχουν παραβιαστεί με την υιοθέτηση του “Μνημονίου” με το ΔΝΤ και την Ε.Ε. και βασικά κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα έχουν καταστρατηγηθεί από τις διατάξεις του. Αυτά τα μέτρα θα ήταν αρκετά για να δικαιολογήσουν την ανυπακοή. Αλλά οι πηγές της δυσαρέσκειας και οι αιτιολογίες για την επίδειξη ανυπακοής πηγαίνουν ακόμη πιο βαθιά. Οι φιλελεύθερες θεωρίες της πολιτικής ανυπακοής και τα συνταγματικά επιχειρήματα της δεκαετίας του 1960 έχουν υπερκεραστεί σε όλο τον κόσμο από έναν νέο τύπο δημοκρατικής ανυπακοής που εναντιώνεται και προσπαθεί να αντιστρέψει τη σήψη της μετα-δημοκρατικής πολιτικής μας.
Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού συστήματός μας είναι εμφανές και δραματικό. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι υποσχέσεις της κυβέρνησης προ των τελευταίων εκλογών έχουν αθετηθεί συνολικά. Δεν επιδιώχθηκε ούτε δόθηκε συναίνεση στα διάφορα μέτρα που καταστρέφουν τις μεταπολεμικές κοινωνικές εγγυήσεις. Αυτά τα μέτρα έχουν οδηγήσει σε παράδοση της εθνικής ανεξαρτησίας σε ένα ετερόκλητο πλήθος διεθνών τραπεζιτών και απατεώνων ευρωκρατών και στον υποβιβασμό του Κοινοβουλίου στη θέση ενός τοπικού υποκαταστήματος πολυεθνικής εταιρείας που εκτελεί τις εντολές της γενικής διεύθυνσης. Έτσι, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κυβερνάται με διατάγματα των ξένων δυνάμεων.
Κάποιος που δεν υπακούει στο νόμο της δημόσιας τάξης καταλαμβάνοντας ένα υπουργείο προκειμένου να κάνει γνωστή την αντισυνταγματικότητα και την αδικία αυτών των μέτρων ενεργεί στο όνομα του συντάγματος. Κάποιος που παραβιάζει το νόμο ο οποίος παραβιάζει τις βασικές συνταγματικές εγγυήσεις ενός μίνιμουμ βιοτικού επιπέδου με το να μην πληρώνει ληστρικά διόδια ή εισιτήρια ενεργεί στο όνομα της δικαιοσύνης. Ένας πολίτης που δεν υπακούει σε έναν αντισυνταγματικό νόμο αντικαθιστά τα δικαστήρια, όταν αυτά αμελούν τα καθήκοντά τους. Αν υπάρχει “ανομία” σήμερα στην Ελλάδα, αυτή βρίσκεται στο διαχωρισμό νόμου και δημοκρατίας και στην καταστροφή κάθε έννοιας κοινού καλού. Η ανυπακοή είναι μια ηθική και πολιτική αντίδραση στην κυβερνητική “ανομία”. Είναι αυτή που διατηρεί τη δημοκρατία.
Για τον απλό άνθρωπο, η απόφαση να παραβιάσει το νόμο αποτελεί την πιο ισχυρή ένδειξη ότι η ηθικότητα των πολιτών δεν έχει ατροφήσει όπως αυτή των πολιτικών. Συμβαίνει όταν κάποιος φτάνει στο σημείο στο οποίο λέει στον εαυτό του “αρκετά – δεν το αντέχω άλλο” και είναι έτοιμος να ρισκάρει την τιμωρία.
Εκτός από τις καθαρά υποκειμενικές ηθικές αποφάσεις, η πολιτική ανυπακοή είναι μια συλλογική πράξη. Όταν μεγάλος αριθμός πολιτών συνειδητοποιεί ότι η δημοκρατική διαδικασία δυσλειτουργεί και θεμιτά παράπονα δεν ακούγονται, η υποχρέωση να μην υπακούσουν στο νόμο τους καθιστά από απλά υποκείμενα του νόμου σε πραγματικούς πολίτες. Αυτό είναι το δεύτερο επίτευγμα της ανυπακοής: ανυψώνει τους ανθρώπους από εκτελεστές διαταγών σε ενεργητικούς παράγοντες της δημοκρατίας που αυτο-νομοθετούν. Σε αυτό το σημείο, η προσπάθεια να ελέγξουν τα σώματα και τα μυαλά και να μετατρέψουν το μεγάλο πλήθος σε ένα εύπλαστο πολιτικό σώμα αποτυγχάνει. Αυτό φοβίζει την εξουσία περισσότερο από ό,τι η απώλεια κάποιων ευρώ στα διόδια ή στο μετρό.
Μια κρίση νομιμοποίησης προκύπτει από πολύ περισσότερα και όχι μόνο από μεμονωμένες πράξεις ανυπακοής. Δημιουργείται όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει αποδοχή της βασικής πολιτικής και των αρχών του και πρέπει να καταφύγει στον ανοικτό καταναγκασμό , στην ιδεολογική χειραγώγηση ή στα ψεύδη για να κρατήσει το λαό υποταγμένο. Ο δημοκρατικά διαφωνών είναι ακριβώς το άτομο που ενεργεί ηθικά ως μέλος μιας πολιτικής εκστρατείας. Αψηφά την εξουσία έχοντας στο νου μια βασική σύλληψη για το καλό και όχι για το ατομικό κέρδος ή όφελος, όπως κάνουν μονίμως οι ισχυροί και οι πλούσιοι. Όταν το πλήθος γίνεται παράγοντας ηθικής ανυπακοής εναντίον άδικου νόμου, τότε ο νόμος φθείρεται και παύει να υφίσταται – σε ορισμένες περιπτώσεις μαζί με την κυβέρνηση που τον θέσπισε. Αυτή είναι η αυθεντική ηθική και η δημοκρατία στη δράση εναντίον της ανομίας της εξουσίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου