Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Ο Θουκυδίδης, γράφοντας την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, αφήνει να εννοηθεί ότι η πίστη και προσκόλληση των αρχαίων Ελλήνων στην παράταξή τους (Δημοκρατικοί/Ολιγαρχικοί) ήταν μεγαλύτερη από την αφοσίωσή τους στην Πόλη. Το θέμα δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα, δεν το θεωρεί παράξενο ούτε κατακριτέο, αλλά μάλλον αυτονόητο. Δεν αποδίδει επίσης ιδιαίτερη σημασία στη φυλετική καταγωγή, στα «εθνικά», ας πούμε, χαρακτηριστικά των αντιμαχομένων (Ίωνες, Αχαιοί, Δωριείς, κλπ) αλλά αναφέρει επιμελώς την πολιτική τους (δηλαδή ταξική τους) τοποθέτηση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος εμφανίζεται έτσι (και) ως ένας «ταξικός πόλεμος». Ωστόσο, παρ’ όλα τα ισχυρά ταξικά χαρακτηριστικά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν πόλεμος δυο Πόλεων, σύγκρουση των δυο Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στον ελληνικό χώρο.
Στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου διεξάγεται ένας «εσωτερικός αγώνας», ο ταξικός, που κρίνει και τις Συμμαχίες της κάθε πλευράς. Οι Πόλεις (Έθνη της εποχής) αλλάζουν στρατόπεδο και συμμαχίες ανάλογα με την κυβερνώσα παράταξη. Η Πόλη/Έθνος, όμως, εκπροσωπεί, σε κάθε περίπτωση, την ύπατη και ύστατη «αίσθηση κοινότητας» και γι’ αυτό, όταν απειλείται, κινητοποιεί το σύνολο της κοινωνίας και με αυτή την έννοια είναι μοχλός της Ιστορίας. Επειδή αναμοχλεύει, κινητοποιεί και ενοποιεί, υπό τη σκέπη της, το κοινωνικό σύνολο, η Πόλη/Έθνος, στη σύγκρουσή της με το αντίπαλο στρατόπεδο, γίνεται το «ιστορικό υποκείμενο» των εξελίξεων. Ταυτόχρονα η Πόλη είναι και ο(ιδεολογικός/πολιτικός) Τόπος σύγκρουσης των αφυπνισμένων διαφορετικών (και αντιτιθέμενων) κοινωνικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν, χρωματίζουν και τελικά προσδιορίζουν αποφασιστικά τη ροή των πραγμάτων. Αναδύεται ο αποφασιστικός ενεργός παράγων, το δρών ιστορικό υποκείμενο, οι κοινωνικές δυνάμεις και οι αντιθέσεις τους. Αλλά: οι (διαφορετικές)κοινωνικές δυνάμεις μετέχουν όλες στη σύγκρουση, δεν την αποφεύγουν, όχι τουλάχιστον όσο δεν διαφαίνεται ο νικητής. Στην πράξη συνεχίζεται η ίδια πολιτική. Κορυφαίο, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα η Σικελική εκστρατεία, όπου τον δημοκρατικό Αλκιβιάδη διαδέχεται ο συντηρητικός Νικίας. Η αντιστοιχία με την εκστρατεία στη Σμύρνη και την (ίδια) θλιβερή κατάληξη, εντυπωσιάζει. Η Πόλη αφυπνίζει, συσπειρώνει και κινητοποιεί το σύνολο. Η Τάξη παρεμβαίνει στον προσανατολισμό. Ο Θουκυδίδης περιγράφει και ο Μαρξ αποφαίνεται ότι η Ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Αλλά οι αποχρώσεις, οι όροι και το πλαίσιο ανάπτυξης και διεξαγωγής αυτής της πάλης, δεν μπορεί να αγνοηθούν. Η Πόλη-Έθνος-Κράτος μόνο απλός κομπάρσος δεν είναι στην Ιστορία.
Στη Νεότερη Ιστορία, των τελευταίων τεσσάρων αιώνων, είχαμε, ουσιαστικά, μόνο μια Επανάσταση αμιγώς ταξική, χωρίς την παρεμβολή «έκτακτης εξωτερικής περίστασης»: Τη Γαλλική αστική Επανάσταση… αλλά κι αυτή, φαίνεται, ότι χωρίς τους Ναπολεόντιους πολέμους που ακολούθησαν, δεν είχε πολλές ελπίδες επικράτησης «σε μια μόνο χώρα». Ο ζωτικός χώρος για την επιβίωση όχι μόνο ενός έθνους αλλά και ενός επαναστατικού κοινωνικού εγχειρήματος, είναι αποφασιστικός. Φάνηκε πολύ καθαρά εκατό χρόνια αργότερα όταν διαψεύστηκαν οι ελπίδες για επέκταση της σοσιαλιστικής Επανάστασης στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Από τη Γαλλική αστική επανάσταση ως σήμερα μόνο όταν υπήρξαν «έκτακτες περιστάσεις», δηλαδή πόλεμος Εθνών-Κρατών, καρποφόρησαν οι επαναστατικές απόπειρες για την επικράτηση του σοσιαλισμού. Η «σωματική» (ποσοτική και ποιοτική, εκπροσώπηση στην ηγεσία)συμμετοχή της εργατικής τάξης (όπως και αν την υπολογίσει κανείς) σ’ αυτές τις απόπειρες ήταν από ασήμαντη έως ανύπαρκτη. Η επανάσταση έγινε εν ονόματι της τάξης και της ιδεολογία της, όχι όμως με την υπολογίσιμη «σωματική» παρουσία και συμμετοχή της. Η επίμονη αναφορά στην εργατική τάξη δεν είχε τόσο σχέση με την πραγματική παρουσία της στα δρώμενα αλλά μάλλον είχε σχέση με τον ιστορικό ρόλο του μοναδικού απελευθερωτή, που της ανέθεσε, σύμφωνα με τα κείμενα, ο Μαρξ. Έκτοτε η συνεχής επίκληση της εργατικής τάξης ήταν, στην πραγματικότητα, μια (ιδεολογική) αφαίρεση. Πραγματιστές ηγέτες ο Λένιν και ο Μάο, κατ’ όνομα επέμεναν στην αφαίρεση αλλά στην πράξη την παραμέρισαν και πήραν την εξουσία.
Στο τέλος-τέλος αν η επαναστατική σοσιαλιστική ιδεολογία είναι θέμα διδαχής, αν έρχεται «απ’ έξω» στην εργατική τάξη, γιατί δεν μπορεί να διδαχθεί εξ ίσου καλά στον οποιοδήποτε είναι διατεθειμένος να την ακούσει, να την ενστερνιστεί και να αγωνιστεί γι’ αυτήν; Η καλύτερη διδαχή είναι βέβαια η συμμετοχή στον αγώνα (για τον σοσιαλισμό) αφού οι μάζες «διδάσκονται από την πείρα τους» αλλά τούτο αν και αναγκαία προϋπόθεση, δεν είναι ικανή συνθήκη για να ανοίξει ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό. Ικανή συνθήκη δεν είναι καν η θέση στην παραγωγή από μόνη της. Ο μαρξισμός είναι επιστήμη και την μαθαίνει κανείς μελετώντας την, όπως κάθε επιστήμη. Η, αναγκαία, συμμετοχή στον αγώνα υποδηλώνει πάντως ότι εκτός από επιστήμη, ο Μαρξισμός είναι, ίσως κυρίως, η «Θεωρία της (σοσιαλιστικής) Επανάστασης».
Η άλλη προϋπόθεση είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, να έχεις χάσει τα πάντα και να μη σου μένουν παρά οι αλυσίδες σου. Σωστά. Αλλά τότε, από τον αντίστροφο δρόμο, γίνεται προφανές το γιατί όταν απειλείται η «αίσθηση κοινότητας» οι άνθρωποι εξεγείρονται. Θα χάσουν τα πάντα και θα αποκτήσουν (ξένες) αλυσίδες. Αν ο Μαρξισμός γίνει αντιληπτός ως η «Θεωρία της Επανάστασης» (για τον σοσιαλισμό, εννοείται) τότε με διαφορετική ματιά μπορεί να δει κανείς το θέμα του «υποκειμένου της Ιστορίας», ως κάτι δηλαδή όχι σταθερό, αναλλοίωτο και κοινωνικά «εντοπισμένο», προσδιορισμένο ες αεί. Η «έκτακτη περίσταση» προσφέρει τις ιδανικές συνθήκες για τη σύζευξη του εθνικού με τον ταξικό αγώνα. Αλλά γιατί αυτό δεν ισχύει και σε καιρούς ειρήνης, συνηθισμένους; Γιατί σμικρύνεται το «υποκείμενο της Ιστορίας» σε μια μόνο τάξη; Γιατί αποσυνδέεται το εθνικό από το ταξικό, γιατί προέχει η τάξη από το λαό ως σύνολο κοινών προσδιορισμένων συμφερόντων;
Ο Μαρξ προέβλεψε την άνοδο της αστικής τάξης παγκοσμίως αλλά έπεσε έξω προλέγοντας τη διεθνιστική αλληλεγγύη της, την αλληλεγγύη «του Κεφαλαίου που δεν έχει πατρίδα» και άρα δεν έχει λόγους σύγκρουσης για «εθνικούς λόγους», εθνικά συμφέροντα. Έχει και παραέχει, όμως. Το απόδειξε με το παραπάνω δυο φορές και μόλις που συγκρατιέται για την τρίτη (και φαρμακερή) από το φόβο των πυρηνικών αλλά και της λαϊκής αφύπνισης που ίσως επακολουθήσει. Ο Μύθος της αλληλεγγύης της διεθνούς αστικής τάξης είναι όμοιος με τον Μύθο της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη (όση και όποια) μετείχε, ως τάξη, αμέριμνα και στους δυο μεγάλους πολέμους (όπως οι Δημοκρατικοί/Ολιγαρχικοί του Θουκυδίδη) και επωφελήθηκε πειθήνια από την εκμετάλλευση των αποικιών. Ούτε καν οι «πρωτοπορίες» ξέφυγαν από τον κανόνα. Οι «πρωτοπορίες» Κίνας και Ρωσίας έτριξαν τα δόντια τους η μια στην άλλη (τη δεκαετία του 60) ως γνήσιες Μεγάλες Δυνάμεις επικαλούμενες, κατά τα άλλα, με κάθε σοβαρότητα, τη σοσιαλιστική τους ιδεολογία.
Ο Μαρξ έγραψε ότι το προλεταριάτο πρέπει να ξεμπερδέψει πρώτα με τη δική του αστική τάξη, προσδιορίζοντας (όπως και ο Θουκυδίδης) τον Τόπο της σύγκρουσης. Προσπάθησα (για δεύτερη φορά) να δω κάποιες πλευρές, αυτής της φράσης, φαινομενικά απλής, αλλά τελικά δυσνόητης όπως ένας χρησμός.
Ο Θουκυδίδης, γράφοντας την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, αφήνει να εννοηθεί ότι η πίστη και προσκόλληση των αρχαίων Ελλήνων στην παράταξή τους (Δημοκρατικοί/Ολιγαρχικοί) ήταν μεγαλύτερη από την αφοσίωσή τους στην Πόλη. Το θέμα δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα, δεν το θεωρεί παράξενο ούτε κατακριτέο, αλλά μάλλον αυτονόητο. Δεν αποδίδει επίσης ιδιαίτερη σημασία στη φυλετική καταγωγή, στα «εθνικά», ας πούμε, χαρακτηριστικά των αντιμαχομένων (Ίωνες, Αχαιοί, Δωριείς, κλπ) αλλά αναφέρει επιμελώς την πολιτική τους (δηλαδή ταξική τους) τοποθέτηση. Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος εμφανίζεται έτσι (και) ως ένας «ταξικός πόλεμος». Ωστόσο, παρ’ όλα τα ισχυρά ταξικά χαρακτηριστικά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν πόλεμος δυο Πόλεων, σύγκρουση των δυο Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στον ελληνικό χώρο.
Στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου διεξάγεται ένας «εσωτερικός αγώνας», ο ταξικός, που κρίνει και τις Συμμαχίες της κάθε πλευράς. Οι Πόλεις (Έθνη της εποχής) αλλάζουν στρατόπεδο και συμμαχίες ανάλογα με την κυβερνώσα παράταξη. Η Πόλη/Έθνος, όμως, εκπροσωπεί, σε κάθε περίπτωση, την ύπατη και ύστατη «αίσθηση κοινότητας» και γι’ αυτό, όταν απειλείται, κινητοποιεί το σύνολο της κοινωνίας και με αυτή την έννοια είναι μοχλός της Ιστορίας. Επειδή αναμοχλεύει, κινητοποιεί και ενοποιεί, υπό τη σκέπη της, το κοινωνικό σύνολο, η Πόλη/Έθνος, στη σύγκρουσή της με το αντίπαλο στρατόπεδο, γίνεται το «ιστορικό υποκείμενο» των εξελίξεων. Ταυτόχρονα η Πόλη είναι και ο(ιδεολογικός/πολιτικός) Τόπος σύγκρουσης των αφυπνισμένων διαφορετικών (και αντιτιθέμενων) κοινωνικών δυνάμεων που παρεμβαίνουν, χρωματίζουν και τελικά προσδιορίζουν αποφασιστικά τη ροή των πραγμάτων. Αναδύεται ο αποφασιστικός ενεργός παράγων, το δρών ιστορικό υποκείμενο, οι κοινωνικές δυνάμεις και οι αντιθέσεις τους. Αλλά: οι (διαφορετικές)κοινωνικές δυνάμεις μετέχουν όλες στη σύγκρουση, δεν την αποφεύγουν, όχι τουλάχιστον όσο δεν διαφαίνεται ο νικητής. Στην πράξη συνεχίζεται η ίδια πολιτική. Κορυφαίο, αλλά όχι μοναδικό, παράδειγμα η Σικελική εκστρατεία, όπου τον δημοκρατικό Αλκιβιάδη διαδέχεται ο συντηρητικός Νικίας. Η αντιστοιχία με την εκστρατεία στη Σμύρνη και την (ίδια) θλιβερή κατάληξη, εντυπωσιάζει. Η Πόλη αφυπνίζει, συσπειρώνει και κινητοποιεί το σύνολο. Η Τάξη παρεμβαίνει στον προσανατολισμό. Ο Θουκυδίδης περιγράφει και ο Μαρξ αποφαίνεται ότι η Ιστορία είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Αλλά οι αποχρώσεις, οι όροι και το πλαίσιο ανάπτυξης και διεξαγωγής αυτής της πάλης, δεν μπορεί να αγνοηθούν. Η Πόλη-Έθνος-Κράτος μόνο απλός κομπάρσος δεν είναι στην Ιστορία.
Στη Νεότερη Ιστορία, των τελευταίων τεσσάρων αιώνων, είχαμε, ουσιαστικά, μόνο μια Επανάσταση αμιγώς ταξική, χωρίς την παρεμβολή «έκτακτης εξωτερικής περίστασης»: Τη Γαλλική αστική Επανάσταση… αλλά κι αυτή, φαίνεται, ότι χωρίς τους Ναπολεόντιους πολέμους που ακολούθησαν, δεν είχε πολλές ελπίδες επικράτησης «σε μια μόνο χώρα». Ο ζωτικός χώρος για την επιβίωση όχι μόνο ενός έθνους αλλά και ενός επαναστατικού κοινωνικού εγχειρήματος, είναι αποφασιστικός. Φάνηκε πολύ καθαρά εκατό χρόνια αργότερα όταν διαψεύστηκαν οι ελπίδες για επέκταση της σοσιαλιστικής Επανάστασης στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία.
Από τη Γαλλική αστική επανάσταση ως σήμερα μόνο όταν υπήρξαν «έκτακτες περιστάσεις», δηλαδή πόλεμος Εθνών-Κρατών, καρποφόρησαν οι επαναστατικές απόπειρες για την επικράτηση του σοσιαλισμού. Η «σωματική» (ποσοτική και ποιοτική, εκπροσώπηση στην ηγεσία)συμμετοχή της εργατικής τάξης (όπως και αν την υπολογίσει κανείς) σ’ αυτές τις απόπειρες ήταν από ασήμαντη έως ανύπαρκτη. Η επανάσταση έγινε εν ονόματι της τάξης και της ιδεολογία της, όχι όμως με την υπολογίσιμη «σωματική» παρουσία και συμμετοχή της. Η επίμονη αναφορά στην εργατική τάξη δεν είχε τόσο σχέση με την πραγματική παρουσία της στα δρώμενα αλλά μάλλον είχε σχέση με τον ιστορικό ρόλο του μοναδικού απελευθερωτή, που της ανέθεσε, σύμφωνα με τα κείμενα, ο Μαρξ. Έκτοτε η συνεχής επίκληση της εργατικής τάξης ήταν, στην πραγματικότητα, μια (ιδεολογική) αφαίρεση. Πραγματιστές ηγέτες ο Λένιν και ο Μάο, κατ’ όνομα επέμεναν στην αφαίρεση αλλά στην πράξη την παραμέρισαν και πήραν την εξουσία.
Στο τέλος-τέλος αν η επαναστατική σοσιαλιστική ιδεολογία είναι θέμα διδαχής, αν έρχεται «απ’ έξω» στην εργατική τάξη, γιατί δεν μπορεί να διδαχθεί εξ ίσου καλά στον οποιοδήποτε είναι διατεθειμένος να την ακούσει, να την ενστερνιστεί και να αγωνιστεί γι’ αυτήν; Η καλύτερη διδαχή είναι βέβαια η συμμετοχή στον αγώνα (για τον σοσιαλισμό) αφού οι μάζες «διδάσκονται από την πείρα τους» αλλά τούτο αν και αναγκαία προϋπόθεση, δεν είναι ικανή συνθήκη για να ανοίξει ο δρόμος προς τον σοσιαλισμό. Ικανή συνθήκη δεν είναι καν η θέση στην παραγωγή από μόνη της. Ο μαρξισμός είναι επιστήμη και την μαθαίνει κανείς μελετώντας την, όπως κάθε επιστήμη. Η, αναγκαία, συμμετοχή στον αγώνα υποδηλώνει πάντως ότι εκτός από επιστήμη, ο Μαρξισμός είναι, ίσως κυρίως, η «Θεωρία της (σοσιαλιστικής) Επανάστασης».
Η άλλη προϋπόθεση είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, να έχεις χάσει τα πάντα και να μη σου μένουν παρά οι αλυσίδες σου. Σωστά. Αλλά τότε, από τον αντίστροφο δρόμο, γίνεται προφανές το γιατί όταν απειλείται η «αίσθηση κοινότητας» οι άνθρωποι εξεγείρονται. Θα χάσουν τα πάντα και θα αποκτήσουν (ξένες) αλυσίδες. Αν ο Μαρξισμός γίνει αντιληπτός ως η «Θεωρία της Επανάστασης» (για τον σοσιαλισμό, εννοείται) τότε με διαφορετική ματιά μπορεί να δει κανείς το θέμα του «υποκειμένου της Ιστορίας», ως κάτι δηλαδή όχι σταθερό, αναλλοίωτο και κοινωνικά «εντοπισμένο», προσδιορισμένο ες αεί. Η «έκτακτη περίσταση» προσφέρει τις ιδανικές συνθήκες για τη σύζευξη του εθνικού με τον ταξικό αγώνα. Αλλά γιατί αυτό δεν ισχύει και σε καιρούς ειρήνης, συνηθισμένους; Γιατί σμικρύνεται το «υποκείμενο της Ιστορίας» σε μια μόνο τάξη; Γιατί αποσυνδέεται το εθνικό από το ταξικό, γιατί προέχει η τάξη από το λαό ως σύνολο κοινών προσδιορισμένων συμφερόντων;
Ο Μαρξ προέβλεψε την άνοδο της αστικής τάξης παγκοσμίως αλλά έπεσε έξω προλέγοντας τη διεθνιστική αλληλεγγύη της, την αλληλεγγύη «του Κεφαλαίου που δεν έχει πατρίδα» και άρα δεν έχει λόγους σύγκρουσης για «εθνικούς λόγους», εθνικά συμφέροντα. Έχει και παραέχει, όμως. Το απόδειξε με το παραπάνω δυο φορές και μόλις που συγκρατιέται για την τρίτη (και φαρμακερή) από το φόβο των πυρηνικών αλλά και της λαϊκής αφύπνισης που ίσως επακολουθήσει. Ο Μύθος της αλληλεγγύης της διεθνούς αστικής τάξης είναι όμοιος με τον Μύθο της αλληλεγγύης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη (όση και όποια) μετείχε, ως τάξη, αμέριμνα και στους δυο μεγάλους πολέμους (όπως οι Δημοκρατικοί/Ολιγαρχικοί του Θουκυδίδη) και επωφελήθηκε πειθήνια από την εκμετάλλευση των αποικιών. Ούτε καν οι «πρωτοπορίες» ξέφυγαν από τον κανόνα. Οι «πρωτοπορίες» Κίνας και Ρωσίας έτριξαν τα δόντια τους η μια στην άλλη (τη δεκαετία του 60) ως γνήσιες Μεγάλες Δυνάμεις επικαλούμενες, κατά τα άλλα, με κάθε σοβαρότητα, τη σοσιαλιστική τους ιδεολογία.
Ο Μαρξ έγραψε ότι το προλεταριάτο πρέπει να ξεμπερδέψει πρώτα με τη δική του αστική τάξη, προσδιορίζοντας (όπως και ο Θουκυδίδης) τον Τόπο της σύγκρουσης. Προσπάθησα (για δεύτερη φορά) να δω κάποιες πλευρές, αυτής της φράσης, φαινομενικά απλής, αλλά τελικά δυσνόητης όπως ένας χρησμός.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου