Από τον Τάσο Κουτσοθανάση
Βράδυ χειμωνιάτικου Σαββάτου 1960 με τους φίλους μου, τον Βασίλη και τον Πέτρο, συναντηθήκαμε για τη συνηθισμένη μας έξοδο, κατά κανόνα σε μια καφετερία της γειτονιάς ή στο σινεμά.
Εκείνη τη φορά, όμως, ο Βασίλης είπε ότι θα μας πήγαινε κάπου που θα μας άρεσε πολύ. Στην αρχή της λεωφόρου Αλεξάνδρας υπήρχε η «Φλωρίντα», ένα κέντρο με μπουζούκια. Στην είσοδο του μαγαζιού μια αφίσα έγραφε «Σήμερα ο ξακουσμένος τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης με την Μαρινέλλα σε ένα πρόγραμμα που θα καταπλήξη. Μαζί τους δύο εκλεκτά συγκροτήματα λαϊκού και ευρωπαϊκού τραγουδιού, ο καταπληκτικός Γιαννάκης, οι χαριτωμένες Άννα Μπέλα και Μαριάννα, η Ιταλίδα χορεύτρια Κρίστιαν, ο καντσονετίστας Νάσος Πατέτσος και οι διεθνούς φήμης χανούμισσαι χορεύτριαι αδελφαί ΡΑΡΑΤΙΑ».
Πρώτη φορά πηγαίναμε σε μπουζούκια, και το μαγαζί γεμάτο με κοινό ανθρώπων κάθε λογής. Παραγγέλνοντας μπίρες μάς σέρβιραν κεφτεδάκια και σαλάτες, γιατί ακόμη τα κέντρα αυτά ήταν πραγματικά λαϊκά, με φθηνές τιμές, με την αριστοκρατία μακριά, αφού τα σνομπάριζε. Ξαφνικά ανεβαίνει στο πάλκο ένα λεβεντόπαιδο που μόλις άρχισε να τραγουδάει όλοι μαγευτήκαμε. Δίπλα του η μελαχρινή Μαρινέλλα με τα σεγόντα της συμπλήρωνε όλη αυτή την ομορφιά. Τα κεφτεδάκια μείνανε ανέγγιχτα στο πιάτο, όλοι είχαμε κρεμαστεί απ’ τη γοητεία του μεγάλου καλλιτέχνη• του Καζαντζίδη.
Τον Απρίλιο του 1965, ως ρεπόρτερ πλέον, πήγα να τον συναντήσω στο κέντρο της οδού Ηπείρου, όπου ο Στέλιος εμφανιζόταν εκείνη τη σεζόν, πάντα με τη Μαρινέλλα. Ήταν απ’ τις πρώτες συνεντεύξεις της καριέρας μου που θα έπαιρνα. Με αρκετό τρακ τού ζήτησα να μιλήσουμε, και πολύ ευγενικά μού είπε «Ευχαρίστως, φίλε μου, θα απαντήσω σε ό,τι θέλεις, μόνο πρέπει να περιμένεις να τελειώσω το πρόγραμμά μου». Γύρω στις 3 μετά τα μεσάνυχτα βρισκόμουν στο καμαρίνι του. Πέρασε αρκετή ώρα κουβεντιάζοντας, όταν άνοιξε η πόρτα και η Μαρινέλλα με ύφος κάπως έντονο είπε «Επιτέλους Στέλιο, σε περιμένω να φύγουμε». Ο Στέλιος τής απάντησε «Μα, Κίτσα μου, δεν μπορούσα να αρνηθώ την κουβέντα στον φίλο μας που την ζήτησε τόσο ευγενικά».
Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν πολλές συνεντεύξεις μας με εξώφυλλά του σε μεγάλα περιοδικά. Μας έδενε πλέον ειλικρινής φιλική σχέση, ώστε να γνωρίζω τον Στέλιο όσο κανένας άλλος γιατί με εμπιστευόταν ανεπιφύλακτα.
Μου έλεγε «Ξέρεις, είσαι ο μόνος που με είδε ως Στέλιο σκέτο, χωρίς στολίδια, κι όχι σαν Καζαντζίδη φίρμα». Και ήταν αλήθεια, αφού δεν είχα ανάγκη να κερδίσω τίποτε περισσότερο από εκείνον, παρά μόνο την απλή και ωραία παρέα του. Με το ένστικτό του καταλάβαινε πολλά. Όταν ήταν στενοχωρημένος από πρόσωπα και πράγματα ήθελε να μείνει σπίτι μου γιατί γαλήνευε, όπως μου έλεγε. Μερικές φορές κάποιοι συνεργάτες του -που ίσως παρακολουθούσαν τις κινήσεις του- με έπαιρναν στο τηλέφωνο ή χτυπούσαν την πόρτα για να μιλήσουν στον Στέλιο. Θέλοντας να τον προφυλάξω από απρόσκλητους, έλεγα «Δεν είναι εδώ», και δεν με πίστευαν. Έτσι, όσες φορές ερχόταν ο Στέλιος στο σπίτι φρόντιζα να απομονώνω τηλέφωνο και κουδούνια. Και μου έλεγε γελώντας «Μα καλά, σ’ αυτό το σπίτι δεν παίρνει τηλέφωνο και δεν σε επισκέπτεται κανείς;»
Μια φορά τού είπα ότι πολλοί τον θεωρούν ερημίτη, ότι αποφεύγει τον κόσμο, και είναι αντικοινωνικός. Μου απάντησε «Εσύ ξέρεις πολύ καλά πόσο με ενδιαφέρει μια καλή, ειλικρινής συντροφιά, και αν αποφεύγω κανέναν. Απλώς, αγαπώ τη φύση, και εκεί ξεκουράζομαι συχνά. Ερημίτης εγώ; Αστεία πράγματα. Μ’ αρέσει η ζωή και δεν κρύβομαι απ’ τους ανθρώπους, τους καλούς ανθρώπους και αληθινούς φίλους».
Από τους δημοσιογράφους, όμως; Κι αυτό λέγεται.
Εσύ τι λες; Αρνήθηκα ποτέ το κάλεσμά σου; Όσους κάνουν έντιμα τη δουλειά τους τους δέχομαι με χαρά. Αλλά, κάποτε ήρθε ένας στο σπίτι μου να μιλήσουμε σαν φίλοι. Είπα λίγα πράγματα και αυτά τα λίγα έγιναν μετά ένα σίριαλ συνεντεύξεων, ώστε να αναρωτιέμαι συνεχώς ποιος τα είπα αυτά που διαβάζω. Πάντως, όχι εγώ! Φυσικά γνωρίζω ότι πολλά λέγονται για ’μένα που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στην πραγματικότητα, αλλά δεν με πειράζει πλέον αφού είναι κι αυτό μέσα στον κανόνα του παιχνιδιού για έναν καλλιτέχνη.
Πολλές φορές άκουγα να μου λένε «Ο φίλος σου είναι ο μεγαλύτερος τσιγγούνης, που δεν έδωσε ποτέ έστω και για κάποιον ιερό σκοπό». Βέβαια, δεν απαντούσα σε τέτοια διότι ο Στέλιος ήταν διαφορετικός άνθρωπος που δυστυχώς οι «καλοθελητές» δεν γνώριζαν. Προσωπικά έχω να το λέω ότι στα πολλά χρόνια της σχεδόν καθημερινής επαφής μας ο Στέλιος δεν μ’ άφησε ποτέ να πληρώσω δραχμή όπου κι αν πηγαίναμε, και απαντούσε στην επιμονή μου «Εσύ δεν κερδίζεις αρκετά, μη μου στερείς λοιπόν τη χαρά να κερνάω τον φίλο μου».
Όσο για τη φιλανθρωπία του, αν και δεν ήθελε να συζητάμε αυτό το θέμα, γνώριζα καλά ότι πολλές φορές τραγουδούσε σε νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα χωρίς καμμία αμοιβή. Επίσης, στην Τουρκία έδωσε παραστάσεις υπέρ των απόρων παιδιών των Ελλήνων που κατοικούσαν εκεί. Και πάντα ήταν πρόθυμος να προσφέρει όποτε κάτι άξιζε πραγματικά. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως όταν του μιλούσα για κάποιες μεγάλες συναυλίες για ιερό σκοπό και ήταν σίγουρο ότι από το εξωτερικό θα έρχονταν πολλοί για να δουν το ίνδαλμά τους από κοντά, ήταν σκεπτικός και μου έλεγε «Ποιος με βεβαιώνει ότι οι εισπράξεις θα πάνε εκεί που θέλω; Φοβάμαι ότι υπάρχουν πολλά αρπακτικά σε τέτοιες δουλειές. Εγώ θέλω να προσφέρω, αλλά πολύ τούς φοβάμαι».
Ο Στέλιος είχε και μια κρυφή επιθυμία: να ανοίξει σχολή λαϊκού τραγουδιού και να διδάσκει δωρεάν νέα παιδιά που αντιμετωπίζουν σοβαρά τη δουλειά τους.
Στέλιο, γιατί σταμάτησες τόσο νωρίς;
Με έχουν πικράνει πολλοί άνθρωποι της δουλειάς μας. Δεν άντεχα, έπρεπε να σταματήσω για να μη σπάσουν τα νεύρα μου. Βασικά, το πάλκο δεν ταιριάζει στον χαρακτήρα μου. Κι αν κάποτε έκανα αυτή τη δουλειά, γινόταν καταχρηστικώς. Φορούσα πάντα ένα ρούχο που δεν μου πήγαινε, κι έτσι περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία να σταματήσω. Η στιγμή αυτή ήρθε το 1966, την τελευταία χρόνια που εμφανιζόμουν σε κέντρο, και αφορμή ήταν ένα σπασμένο μπουκάλι που εκσφενδονίστηκε από κάποιον θαμώνα και περνώντας ξυστά από το πρόσωπό μου καρφώθηκε στη γύψινη διακόσμηση της σκηνής. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ. Την ίδια βραδιά πήρα την απόφαση να πω οριστικά αντίο στο πάλκο, διότι μου άρεσε να βλέπω το πρόσωπό μου όπως είναι, όχι παραμορφωμένο.
Εδώ πρέπει να πω ότι στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα μόνο τρία μεγάλα ονόματα είχαν τη δύναμη να εγκαταλείψουν μια καριέρα στο αποκορύφωμα της δόξας τους: η Γκρέτα Γκάρμπο, η Μαρία Κάλλας, και ο Στέλιος Καζαντζίδης σε ηλικία μόλις 35 ετών. Και μιλάμε για την ουσιαστική τους καριέρα από την οποία θα κέρδιζαν για πολλά ακόμη χρόνια τεράστια ποσά ως κορυφαίοι καλλιτέχνες που ήσαν. Βέβαια, η Κάλλας έκανε έκτοτε κάποιες ηχογραφήσεις σε δίσκους, όπως και ο Καζαντζίδης, όμως οι τεράστιες αμοιβές βρίσκονταν στα λυρικά θέατρα και στα κοσμικά κέντρα, αντιστοίχως. Από αυτά τα δήθεν κοσμικά κέντρα οι σημερινοί συχνά ασήμαντοι «σταρ» έφτιαξαν περιουσίες με πανάκριβες βίλες, πολυτελή αυτοκίνητα και κότερα. Μυθικά ποσά πρόσφεραν κατά καιρούς στον Στέλιο για μερικές εμφανίσεις σε πίστες, αλλά εκείνος το «όχι» που είπε το κράτησε για πάντα. Η μοναδική επαφή του με το κοινό ήταν έκτοτε μόνο με τους δίσκους, και είναι κάτι που δεν έχει συμβεί με άλλους τραγουδιστές• να πηγαίνει ο κόσμος στα δισκοπωλεία και να ζητά τον καινούργιο δίσκο του Καζαντζίδη, έτσι στα τυφλά που λέμε, χωρίς να νοιάζονται για άλλα στοιχεία• απλώς να είναι Καζαντζίδης!
Ο Στέλιος αγαπούσε, φυσικά, το λαϊκό τραγούδι, αλλά λίγοι γνωρίζουν πόσο του άρεσε και η ελαφρά μουσική, και τραγούδια άλλων χωρών. Μου ’χε πει όταν χώρισε με τη Μαρινέλλα πως το μόνο που ήθελε να πάρει φεύγοντας απ’ το σπίτι ήταν δύο δίσκοι του Χουανίτο Βαλντερέμα, του πιο μεγάλου Ισπανού τραγουδιστή του φλαμένκο, και πράγματι κατάλαβα πόσο δικαιολογημένος ήταν ο θαυμασμός του όταν πήγα στην Ισπανία και αγόρασα δίσκους του μεγάλου εκείνου καλλιτέχνη. Κάποια φορά που ήθελα να του κάνω δώρο στη γιορτή του, ο Στέλιος μού ζήτησε δίσκο του Ντέμη Ρούσσου ή του Τζίμη Μακούλη. Τον θυμάμαι βράδυ δίπλα στη θάλασσα, στο εξοχικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο, να τραγουδά με την κιθάρα του Γρανάδα, Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά, και σε τρέλαινε. Αν επιχειρούσε καριέρα στο εξωτερικό σίγουρα θα είχε σπουδαία επιτυχία, αλλά αθεράπευτα ερωτευμένος με τον τόπο του ούτε καν σκέφτηκε τέτοιο ενδεχόμενο. Πώς να προδώσει τον κόσμο απ’ τον οποίο τόση λατρεία δεν γνώρισε κανείς άλλος στην Ελλάδα;
Σε ένα ταξίδι μας στη Βέροια, παραμονή Πρωτοχρονιάς, σταθήκαμε με τη Μερσεντές του μπροστά σ’ ένα μεγάλο μανάβικο. Το μαγαζί γεμάτο πελάτες, και εγώ όπως σταθήκαμε απ’ τη δεξιά μεριά φώναξα στον καταστηματάρχη «Θέλω φρούτα, πολλά, και γρήγορα παρακαλώ». Με κοίταξε ο μανάβης σαστισμένος και μου είπε «Πήγαινε, άνθρωπε μου, να σε κοιτάξει κάνας γιατρός. Τόσο θράσος που έχεις…» Επέμεινα λέγοντας «Κι όμως, θα μας εξυπηρετήσετε και γρήγορα μάλιστα μόλις σκύψετε από το τζάμι και δείτε ποιος είναι στο τιμόνι». Έσκυψε ο άνθρωπος και τρελάθηκε. «Θεέ μου», είπε, «ό,τι θέλει ο Στέλιος μου και δεν θα πληρώσετε. Πόση χαρά μού δίνετε!» Ακολούθησαν συγκινητικές στιγμές. Και όλα αυτά, και το «θράσος» μου, διότι είχα δει ολόκληρο τον τοίχο του μανάβικου να είναι καλυμμένος από δεκάδες εξώφυλλα και φωτογραφίες του ανθρώπου που λάτρευε. Δεν ήταν μοναδικό αυτό το γεγονός. Πολλά είχαν δει τα μάτια μου, συγκινητικά, και κάποτε χαριτωμένα. Μια φορά που πήγαμε σε μια ταβέρνα στην Κηφισιά η καρέκλα στην οποία κάθισε ο Στέλιος ήταν γυρισμένη προς τον τοίχο. Στο διάστημα που μείναμε η ταβέρνα γέμισε με κόσμο. Όταν ετοιμαστήκαμε να φύγουμε, βεβαίως, οι θαμώνες είδαν το πρόσωπό του. Στο πίσω τραπέζι, μια κυρία που καθόταν με την παρέα της μόλις αντίκρυσε τον Στέλιο έβγαλε μια κραυγή, «αχ αχ», και λιποθύμησε. Γρήγορα την συνέφεραν και εννοείται ότι το αυτόγραφο του Στέλιου το άξιζε. Η δική μας ταραχή, όμως, έμεινε αξέχαστη.
Πολλές φορές άκουσα να λένε ότι η μάνα του, η κυρα-Γεσθημανή, ποτέ δεν αγάπησε καμμία από τις συντρόφους του γιου της. Κι όμως, όταν έφερε από την Αμερική την Αντωνία, που είχε γίνει σύζυγός του, η μάνα του Στέλιου μού είπε «Επιτέλους, απέκτησα την κόρη που δεν είχα. Το αγαπώ πολύ αυτό το κορίτσι». Δυστυχώς, πολύ σύντομα το ζευγάρι χώρισε και η Αντωνία έφυγε πικραμένη για την Αμερική αφήνοντας την κυρα-Γεσθημανή πάλι χωρίς… κόρη.
Ο Στέλιος ήταν πολύ ερωτικός, και όταν αγαπούσε το έκανε με πάθος. Κάποια μέρα μού ζήτησε να βρω μια όμορφη νέα τραγουδίστρια για να συνεργαστεί με έναν φίλο που είχε μεγάλο κέντρο στη Θεσσαλονίκη. Σκέφτηκα την Κορίνα, την άλλοτε συνεργάτιδα του Κοινούση. Στο σπίτι μου συναντηθήκαμε και έγινε το προξενιό, όχι μόνο το καλλιτεχνικό, γιατί ο Στέλιος μόλις είδε την Κορίνα την ερωτεύθηκε με την πρώτη ματιά, τόσο πολύ που τη ζήλευε κιόλας, ζητώντας της να μη μακιγιάρεται, και να ντύνεται σεμνά. Και επειδή η έλξις ήταν δυνατή και για τους δύο, η δυναμική Κορίνα που ήξερα υποτάχθηκε. Πέρασε αρκετός καιρός με χαρές και έρωτα. Και ο Στέλιος χάρη στην αγαπημένη του κατάφερε να μπει σε αεροπλάνο (που δεν φανταζόταν πριν λόγω της κλειστοφοβίας του) και πήγαν στην Αμερική.
Ο Καζαντζίδης είχε πολλές ανασφάλειες. Όταν πηγαίναμε στο σπίτι της μάνας του δεν έμπαινε στο ασανσέρ• ανέβαινε στον τρίτο όροφο από τις σκάλες. Κι ακόμα, φοβόταν το σκοτάδι και κοιμόταν πάντα με ανοιχτά τα φώτα.
Πολλοί τον κατέκριναν για το πάθος που είχε με το Καζίνο της Πάρνηθας. Πολλές φορές ήθελε να τον συνοδεύω, και με χιόνια ακόμη, και έπαιρνε μαζί του γραβάτες γιατί χωρίς γραβάτα δεν μας επέτρεπαν να μπούμε• ήταν κανόνας. Ένα βράδυ έχασε στη ρουλέτα 300.000 δραχμές, και όταν φεύγαμε εκείνος έπαιζε με μπάλες χιονιού ενώ εγώ ήμουν πολύ στενοχωρημένος για λογαριασμό του. Μου είπε «Ε, και τι έγινε; Τα λεφτά είναι για να ξοδεύονται». Ένα βράδυ μού έδωσε ένα χιλιάρικο να παίξω για να νιώσω τη χαρά του τζόγου. Έπαιξα, κέρδισα 5.000 δραχμές αλλά την επομένη τα έχασα όλα. Και δεν ένιωσα κανένα πάθος του τζόγου.
Ο Στέλιος όσο μανιακός ήταν με την καθαριότητα τόσο αδιάφορος ήταν για το ντύσιμό του. Του έλεγα «Είναι δυνατόν ένας σταρ σαν κι εσένα να ντύνεται σαν φτωχός δημοσιοϋπάλληλος;» Έτσι τον έπεισα να κάνει φωτογράφηση φορώντας πουλόβερ που είχα φέρει από το Λονδίνο, κόκκινο, γαλάζιο και άσπρο. Τελικά, χάρηκε την ιδέα μου, και σε μια σειρά εξωφύλλων δίσκων φοράει τα δικά μου πουλόβερ, τα οποία φυλάω πάντα.
Όσον αφορά στην καθαριότητα που ανέφερα πριν, όταν μπαίναμε στο σπίτι του έλεγε «Μάνα, έχεις ανοιχτό το θερμοσίφωνο;» Μου εξηγούσε ότι του είχε γίνει συνήθεια, όσο ρεύμα κι αν πλήρωνε, να έχει πάντα η μάνα του ζεστό νερό. Η μόνη του πολυτέλεια.
Μια εποχή είχε μείνει ελεύθερος από έρωτες κι έτσι το είχε ρίξει στα ταξίδια. Πήγαμε Θεσσαλονίκη και μείναμε στο Πανόραμα, στο ξενοδοχείο «Νεφέλη». Από εκεί ψηλά έβλεπες όλη την πόλη, ενώ το βλέμμα πήγαινε ακόμη πιο πέρα, στη θάλασσα, τη μεγάλη του αγάπη. Το πρώτο βράδυ δεν ξέρω πώς του ’ρθε να εξομολογηθεί και μου διηγήθηκε όλη τη ζωή του, με πολλά πικρά σημεία, που σίγουρα δεν ξέρει κανένας, ενώ άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Κάποια φορά παράγγειλε καφέ στο μπαρ, και το παιδί όταν μας έφερε τον δίσκο έτρεμε το χέρι του. «Τι συμβαίνει, αγόρι μου;», του είπε ο Στέλιος, και το νεαρό αγόρι απάντησε «Είμαι συγκινημένος, κύριε Στέλιο. Εγώ όταν έβλεπα το αυτοκίνητό σας στον δρόμο έτρεχα πίσω σας μήπως και σας προλάβω, να σας δω από κοντά. Και τώρα σας σερβίρω καφέ!» Τότε ο Στέλιος τού είπε «Φέρε έναν καφέ και για ’σένα και κάτσε λιγάκι να τα πούμε». Έτσι φερόταν πάντα ο Στέλιος.
Εκείνη την εξομολόγηση του Στέλιου υποσχέθηκα στον εαυτό μου να την ξεχάσω μόλις ξημερώσει. Και φρόντισα να μη θυμάμαι τίποτα. Φυσικά, διάφοροι παρατρεχάμενοι που αυτοαποκαλούνται φίλοι του θα είχαν εκμεταλλευθεί έναν τέτοιο «θησαυρό» και θα έβγαζαν ένα ακόμη βιβλίο. Προσωπικά, δεν εκμεταλλεύθηκα την εμπιστοσύνη του ποτέ, ούτε του ζήτησα καμμιά χάρη. Ήταν αυτό που έλεγε «Με βλέπεις μόνο σαν Στέλιο».
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τα τελευταία χρόνια πώς εκείνος, ένας άνθρωπος σίγουρα αρκετά προδομένος και πάντα επιφυλακτικός σε ψυχικό δόσιμο, βρέθηκε να περιτριγυρίζεται από μεγάλο αριθμό φίλων που φίλοι δεν ήταν, απλά κολακεύονταν να βρίσκονται δίπλα του!
Λίγες μέρες πριν αρχίσει η τραγωδία του, ο Άκης Πάνου μού είχε ζητήσει το τηλέφωνο του Στέλιου λέγοντάς μου ότι τον ήθελε για μια δισκογραφική δουλειά και έπειτα θα έφευγε για πάντα από την Ελλάδα. Τον ρώτησα «Γιατί πάντα τον Στέλιο;», και μου απάντησε «Γιατί είναι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού». Κρίμα που με την προσωπική του δραματική εξέλιξη ο Άκης Πάνου δεν πρόλαβε, και είχε αληθινά διαμάντια να δώσει στον Καζαντζίδη γιατί ήξερα καλά εκείνα τα τραγούδια.
Θα είχα πολλά να πω για τα χρόνια που κάναμε παρέα σχεδόν καθημερινά, για στιγμές χαρούμενες και ανθρώπινες. Είμαι βέβαιος ότι κάποιοι άλλοι θα γράψουν καινούργια βιβλία με ό,τι βάλει ο νους τους, αλλά δεν θα μπορεί ο Στέλιος να διαψεύσει τίποτα. Όμως οι πραγματικοί φίλοι θα τον θυμούνται πάντα με την άδολη αγάπη τους, όπως την έδειξαν πολλές φορές, με αποκορύφωμα το τελευταίο τους αντίο.
Αιφνίδιος θάνατός 54χρονου σκορπά θλίψη στο Μεσολόγγι
-
Θλίψη σκορπά στο Μεσολόγγι η είδηση του αιφνίδιου θανάτου του 54χρονου
ψυκτικού Φώτη Παναγιωτόπουλου. Ο άτυχος άνδρας σωριάστηκε, σφαδάζοντας, την
ώρα πο...
Πριν από 8 ώρες
1 σχόλια:
Αυτός ήταν ο Καζαντζίδης.
Γι'αυτό έμεινε στην ιστορία.
Δημοσίευση σχολίου