Όταν το “ιερό” δεν έχει ιερό και όσιο
Συντάκτης: Κώστας Βαξεβάνης
Το μοναστήρι της Παναγιάς της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, λένε πως είναι το αποτέλεσμα ενός θαύματος. Σίγουρα είναι το αποτέλεσμα του θαύματος της ανθρώπινης πίστης. Και της ανάγκης των ανθρώπων να δώσουν στο μεταφυσικό ερώτημα για την ύπαρξή τους, μια υλική, πολύ υλική απάντηση. Δεν ξέρω αν ο Θεός θέλει κάτι τέτοιο, αλλά η άνθρωποι έτσι βολεύονται.
Όπως και αν έχεις απαντήσει στο ερώτημα της δημιουργίας του κόσμου, πιστεύεις ή όχι στον Θεό, μπροστά στο μοναστήρι αυτό νιώθεις δέος. Μια αετοφωλιά, φτιαγμένη από ανθρώπους, μέσα στα βράχια. Από ανθρώπους που πίστευαν τόσο στο Θεό, ώστε να να φτιάξουν κάτι τόσο δύσκολο,που να υπονοεί την θεία παρέμβαση.
Τετρακόσια σκαλοπάτια χρειάζεται να ανέβεις για να φτάσεις ως τη βράχινη πόρτα του μοναστηριού. Πίσω σου το απέραντο γαλάζιο της Αμοργού και μπροστά και πάνω σου ο ασβεστωμένος όγκος του μοναστηριού. Επί χίλια χρόνια, άνθρωποι ανεβαίνουν αυτά τα σκαλοπάτια για να καταθέσουν την πίστη τους. Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια αγωνία και σίγουρα τις ίδιες εγωιστικές ελπίδες. “Εμένα Θεέ μου σώσε”. Ελάχιστα όντα για λίγο, αν όχι απέναντι στον Θεό, απέναντι στην πέτρα και την θάλασσα στην οποία γατζωθήκαμε πριν από εκατομμύρια χρόνια για να ζήσουμε.
Όλα αυτά βεβαίως τα σκέφτεσαι λίγο εκ των υστέρων. Γιατί την ώρα εκείνη, ανεβαίνοντας, προσπαθείς να πάρεις ανάσα. Γύρω σου ο αέρας λυσσομανά,
μαστιγώνει τα βράχια και συ δεν μπορείς να βάλεις δυο λίτρα απ αυτόν στα πνευμόνια σου για να ανασάνεις. Τετρακόσια σκαλοπάτια δεν είναι λίγα ακόμη και αν δεν καπνίζεις. Ακόμη και αν έχεις αμαρτίες που πρέπει να καταθέσεις.
μαστιγώνει τα βράχια και συ δεν μπορείς να βάλεις δυο λίτρα απ αυτόν στα πνευμόνια σου για να ανασάνεις. Τετρακόσια σκαλοπάτια δεν είναι λίγα ακόμη και αν δεν καπνίζεις. Ακόμη και αν έχεις αμαρτίες που πρέπει να καταθέσεις.
Φτάσαμε στην πόρτα του μοναστηριού λίγο πριν κλείσει. Έπρεπε να σκαρφαλώσουμε τα δέκα τελευταία σκαλοπάτια. Δυο νεαροί στέκονταν στο τελευταίο. Σηκώνουν το χέρι και σταματούν μια κυρία πριν από μας
“Απαγορεύεται να μπείτε, η φούστα σας είναι κοντή”
“Μα δεν είναι κοντή”
“Είναι κοντή”
“Η κυρία πριν από μένα έχει πιο κοντή”
Οι φρουροί της πόρτας κοιτάζονται μεταξύ τους. Μάλλον συμφωνούν και της κάνουν νεύμα να περάσει. Δεν βγάζουν ωστόσο έξω, την κυρία που η φούστα της αποδεικνύεται πιο κοντή.Μεγάλη υπόθεση να είσαι ο φρουρός της σχετικότητας του σεμνού.
Ανεβαίνω το προτελευταίο σκαλοπάτι και φτάνω μπροστά από την ιερά εξέταση των βράχων.
“Δεν μπορείτε να μπείτε κύριε” μου λένε ευγενικά αλλά χαιρέκακα.
“Γιατί;”
“Φοράτε σορτς”
“Δεν είναι σορτς, είναι μια γκρι βερμούδα”
“Μόνο με παντελόνι”
“Οι γυναίκες επιτρέπονται με παντελόνι” ρωτάω
“Όχι είναι άσεμνο”
“Και γιατί ο άντρας με παντελόνι είναι σεμνό και η γυναίκα είναι άσεμνο;”
Οι φρουροί των ιερών και οσίων κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και απάντησαν με ένα “έτσι το λένε οι πατέρες της εκκλησίας”
“Ρε ποιοι πατέρες της Εκκλησίας, αυτοί φόραγαν μανδύες, φούστες δηλαδή, δεν υπήρχαν παντελόνια τότε”
Οι μπάτσοι του Θεού έμειναν εμβρόντητοι αλλά συνήλθαν γρήγορα για να μου πετάξουν ένα “απαγορεύεται κύριε”.
Παραμέρισα και κάθισα στα βράχια κοιτάζοντας μια το μοναστήρι και μια τη θάλασσα. Το μυαλό μου πήγε πολλά χρόνια πίσω. Παιδί τότε έβλεπα τη μάνα μου να μιλάει συνωμοτικά με την γειτόνισσα που είχε περάσει να την πάρει να πάνε στην εκκλησία. Το αυτί μου έπιανε τη φράση “ είμαι βρώμικη” που έλεγε η μάνα μου πριν αποχωρήσει χωρίς καμιά αντίρρηση η γειτόνισσα. Πέρασαν αρκετά χρόνια για να καταλάβω πως η εκκλησία θεωρούσε αμαρτία τον έμμηνο κύκλο των γυναικών και τους απαγόρευε την είσοδο. Η γυναίκα στη φάση αυτή της ζωής της (που ο Θεός άλλωστε είχε δημιουργήσει) ήταν αμαρτωλή και βρώμικη. Ούτε γυναίκα ,ούτε πιστή. Θυμήθηκα και τη γιαγιά μου που πήγαινε με τσεμπέρι στην εκκλησία γιατί ο παπάς έλεγε πως είναι άσεμνο να κυκλοφορούν οι γυναίκες άσκεπες. Θυμήθηκα και στην Τεχεράνη την θρησκευτική αστυνομία να μετράει με μεζούρα τις φούστες των γυναικών και τα μαλλιά των αντρών.
Λόγοι μάλλον συγκυριακοί και συσχετισμών προφανώς, μας επέτρεψαν να μην είμαστε σήμερα Τεχεράνη. Οι δικοί μας μουλάδες προσπάθησαν αλλά για κάποιον λόγο έχασαν και υποχώρησαν (αφού ευλόγησαν πρώτα όλους τους Παττακούς και τους Παπαδόπουλους) .
Η θρησκευτική καλοσύνη είχε πάντα δίδυμη αδελφή την υποκρισία. Η καλοσύνη δεν χρειάζεται προσδιορισμούς. Ή είσαι καλός ή δεν είσαι στη ζωή σου. Σκέτο. Κοίταξα τους οσιόμπατσους στην πόρτα του μοναστηριού και ετοιμάστηκα να τους πω διάφορα. Πως αν υπάρχει Θεός με έχει δει σίγουρα γυμνό, πως και ο Χριστός μπήκε στο ναό του Σολομώντα αντισυμβατικά, πως η πίστη δεν έχει μεζούρα, πως κάτω απ τα σεμνά ράσα σε όλο τον κόσμο κρύβεται η παιδοφιλία και η παραβατικότητα… Δεν υπήρχε κανένας λόγος. Κάποτε πιστοί με μεζούρα πέταξαν στις φλόγες ανθρώπους γιατί δεν ταίριαζαν στο μετρικό τους σύστημα.
“Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι” είπα μόνο στον ένα. “Αν έρθει σήμερα ο Εφραίμ από το Βατοπέδι θα τον αφήσετε να μπει στο μοναστήρι;”
Ο ανθρωπάκος με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια; “Μα βέβαια και θα τον αφήσουμε”
Δεν είχα καμιά αμφιβολία.
ΥΓ.
Για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν περί θρησκειών, μύθων, πίστης και υποκρισίας προτείνω το βιβλίο του Στέλιου Κανάκη “Ιερές Βλακείες”. Επειδή το φαινόμενο είναι διαχρονικό και δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας. Ένας κανόνας που μας θέλει υποτακτικούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου