του Βαγγέλη Αρναουτάκη
Ο Διονυσίου υπήρξε ένας από τους ελάχιστους λαϊκούς τραγουδιστές της γενιάς του ’60 που κατάφεραν με τα χρόνια όχι μόνο να συντηρήσουν τον όποιο μύθο τους, αλλά να τον ενισχύσουν και, κυρίως, να φτάσουν ενεργοί και μάχιμοι στο κατώφλι της νέας εποχής. Αντίθετα με άλλους συναδέλφους του, που γνώρισαν την επιτυχία στα πρώτα τους βήματα και πολλούς από αυτούς οι εποχές τούς προσπέρασαν, εκείνος κατάφερε χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία τη δεκαετία, να κορυφώσει και να εδραιώσει ακόμη περισσότερο την επιτυχία του και τ’ όνομά του, μέχρι το τέλος.
Από το ξεκίνημά του φάνηκε ότι ήταν τραγουδιστής με δυνατότητες και μεγάλο πείσμα. Γεννημένος για αυτή τη δουλειά. Παρά τις αντιξοότητες του πρώτου καιρού, δεν είδε μοιρολατρικά τη ζωή• την πάλεψε και κέρδισε αυτό που ήθελε με την αξία και την επιμονή του.
Σέρρες - Θεσσαλονίκη
Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα Σερρών, από γονείς πρόσφυγες. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 έχασε τον πατέρα του και βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε διάφορα
επαγγέλματα. Εργάστηκε ως μικροπωλητής, και κουβάλησε λάσπη στις οικοδομές. Οι γονείς του τον προόριζαν για ράφτη, και για ένα διάστημα δούλεψε σε κάποιο ραφείο της Θεσσαλονίκης. Εκεί παντρεύτηκε και την, μέχρι το τέλος της ζωής του, σύντροφο και μητέρα των τεσσάρων παιδιών του, Γεωργία Λαβένη. Όλ’ αυτά τα χρόνια το τραγούδι ήταν εκείνο που τον συντρόφευε στη δουλειά και στις παρέες, και στα τέλη της δεκαετίας του ’50 είχε ήδη φτιάξει ένα μικρό όνομα, τραγουδώντας ερασιτεχνικά στα κεντράκια της συμπρωτεύουσας, και το 1959 ανεβαίνοντας επαγγελματικά στο πάλκο του κέντρου Φαρίντα. Ήταν η περίοδος που ολοκλήρωνε τη θητεία του στον στρατό, και μετά την προτροπή του γείτονά του μπουζουξή Νίκου Μαύρου κατέβηκε στην Αθήνα όπου ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο.
Αθήνα & Columbia
Στο λαϊκό τραγούδι μεσουρανούσαν τραγουδιστές όπως ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο Περπινιάδης, ο Γαβαλάς, η Πόλυ Πάνου, η Γιώτα Λύδια και η Καίτη Γκρέυ. Στο ξεκίνημά του ο Διονυσίου είχε έντονη την επιρροή της ερμηνείας του Στέλιου Καζαντζίδη. Για αυτό η Καίτη Γκρέυ τον πήρε μαζί της στην Κοκκινιά, στο κέντρο Αστέρας. Στην Κοκκινιά εργάστηκε χρόνια, κυρίως στα δύο ιστορικά αντικριστά μαγαζιά, στου Κεφάλα και στου Περιβόλα, μαζί με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής που πέρασαν από εκεί, όπως τον Βαγγέλη Περπινιάδη. Εκτός από την Γκρέυ, στο ταλέντο του πίστεψε και ο Χρίστος Κολοκοτρώνης, που του έδωσε το Εγώ δεν είμαι ένοχος, το τραγούδι που τον ανέδειξε και με το οποίο υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με την Columbia το 1960. Πολύ γρήγορα όλα πήραν τον δρόμο τους. Συνεργασίες με τον Τσιτσάνη, στη δισκογραφία (Αχάριστη, Θεσσαλονίκη ξακουσμένη) και στο κέντρο Φαληρικόν, με τον Χιώτη (Φτωχομπούζουκο) και τον Καλδάρα (Σ’ ένα βράχο φαγωμένο), τον Δερβενιώτη (Παίξε λατέρνα μου γλυκιά, Της νύχτας το μινόρε), τον Μπακάλη (Στης αγάπης μου το δίσκο και Καρδιά μου καημένη), αλλά και τον Μητσάκη, τον Παπαϊωάννου, τον Πετσά, τον Καραπατάκη, τον Καραμπεσίνη κ.ά. Συνεργάστηκε με τους κλασικούς συνθέτες της εποχής και η φωνή του είχε μια ιδιαίτερη δυναμική και αδρότητα που προκάλεσε αίσθηση, δεν κατάφερε, όμως, να κάνει το μεγάλο μπαμ. Ακόμη κι όταν το 1963 ο Καζαντζίδης (τον οποίο ο Διονυσίου θεωρούσε ανταγωνιστικό -μιας και η εταιρεία, όπως έλεγε, προτιμούσε να δίνει τα σουξέ σε εκείνον- και υπεύθυνο για την περιθωριοποίησή του μέχρι το 1967 που η εταιρεία τον έβγαλε από το συρτάρι, όπως έλεγε, για να του δώσει τα τραγούδια του Άκη Πάνου, του Ρεπάνη κ.λ.π.) έφυγε από την Columbia, δεν κατάφερε να εκτοξευτεί. Μετά το ’62-’63, άλλωστε, ανέβηκε και ο Πάνος Γαβαλάς, ο οποίος είχε μετεγγραφεί από την Odeon στην Columbia. Eπιτυχίες είχε και ο Αντώνης Ρεπάνης, ενώ τεράστιες επιτυχίες έκανε και ο Μιχάλης Μενιδιάτης. Ακόμη και αργότερα, το 1966 όταν στην Columbia κέρδιζε έδαφος ένας νέος τραγουδιστής, ο Γιώργος Χατζηαντωνίου, που είχε πει τότε κάποια ωραία τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καλδάρα και του Καραμπεσίνη, ο Διονυσίου ηχογραφούσε αδιάκοπα. Άλλωστε η εταιρεία δοκίμαζε διαρκώς νέες φωνές αυτού του ύφους. Το 1958-59 τον Θεσσαλονικιό Σταύρο Καμπάνη, παλιότερα τον Γιάννη Κουλουκάκη και αργότερα τον Απόστολο Νικολαΐδη, τον Θόδωρο Σιναΐδη και άλλους. Από αυτή την άποψη, για εκείνον και για τις επιδιώξεις και τις φιλοδοξίες του η συγκεκριμένη περίοδος υπήρξε λίγο περίεργη και θολή. Έτσι λοιπόν, αν αισθανόταν ότι -όσον αφορά στο σουξέ και αφού όλοι οι λαϊκοί μέσα από αυτό εννοούσαν την επιτυχία- βρισκόταν σε μια μικρή ύφεση, ήταν άλλοι οι λόγοι και όχι, σίγουρα, ο Καζαντζίδης.
Χρυσή σελίδα
Η καινούργια σελίδα, πάντως, για τον Διονυσίου γυρίζει μετά το 1967. Σε αυτή την εποχή η φωνή του φαίνεται να ωριμάζει, βρίσκοντας τον προσωπικό της τόνο και κερδίζοντας την ξεχωριστή έκφραση που εκείνο τον καιρό προκαλεί αίσθηση. Για ένα διάστημα, το 1967, εμφανίζεται στο κέντρο Χρυσό Βαρέλι, με τη Μαρινέλλα και τον Γιάννη Πουλόπουλο, την εποχή που και οι τρεις τους ανεβαίνουν σταθερά. Λίγο μετά ο Διονυσίου θα εκφράσει τον θαυμασμό του για τη φωνή και το ρεπερτόριο του Πουλόπουλου. Όταν, γύρω στο 1969, ο Μίμης Πλέσσας αναζητεί έναν λαϊκό τραγουδιστή για να πει το τραγούδι της ταινίας Ορατότης Μηδέν, τον βρίσκει στη φωνή του Διονυσίου ο οποίος εμφανίζεται σ’ ένα σκληρό κέντρο της εποχής, στο Σου-Μου, μαζί με την Ανθούλα Αλιφραγκή. Η επιτυχία που γνωρίζει μετά το ’70 θα τον φέρει στην παραλία, στη Φαντασία, όπου θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Νταλάρα και τον Γιάννη Πάριο. Τότε, το 1971, ο Καζαντζίδης με δημόσια αναφορά του ξεχωρίζει τον Διονυσίου ως έναν από τους πρώτους τραγουδιστές, αποδίδοντας στη φωνή του τα χαρακτηριστικά της αρρενωπότητας, της επιβλητικότητας και της μελαγχολίας. Όλα εκείνα τα στοιχεία της δεύτερης εποχής του που αναδείχθηκαν με τα τραγούδια του Άκη Πάνου (Και τι δεν κάνω, Γιατί καλέ γειτόνισσα, Του κόσμου το περίγελο, Ήταν ψεύτικα, Στον σταθμό του Μονάχου), του Αντώνη Ρεπάνη (Χτες το βράδυ στην ταβέρνα, Ένας αητός γκρεμίστηκε, Τ’ αγκάθια της καρδιάς σου, Αγάπη μου επικίνδυνη, Ο παλιατζής), του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου (Βρέχει φωτιά στη στράτα μου, Αν είσαι φίλος με καρδιά, Αγαπώ τα παλληκάρια, Όπως φεύγουν τα καράβια), του Αντώνη Κατινάρη (Να πιεις για να ξεχάσεις, Μπαγλαμάδες και μπουζούκια), του Γιώργου Χατζηνάσιου (Αφιλότιμη, Ο κουμπαράς) και άλλων. Αυτή την εποχή το όνομά του έχει αρχίσει να μπαίνει, όπως κατά παράδοση συνέβαινε με όλους τους επιτυχημένους λαϊκούς τραγουδιστές της Columbia, στις ετικέτες των δίσκων και στη θέση του δημιουργού, σε τραγούδια που για να γίνουν συνεργάστηκε με τον Αντώνη Βενιέρη, τον Αριστείδη Τσολακίδη, τον Νίκο Καρανικόλα κ.ά.
Στου καιρού το γύρισμα
Η μετάβαση στη νέα εποχή της καθιέρωσης του μεγάλου δίσκου τον βρίσκει ψηλά. Σε αυτή την περίοδο, καλλιτέχνες που είχαν παράδοση στους δίσκους των 45 στροφών άρχισαν να χάνονται. Ασχέτως αν τα 45αράκια συνέχιζαν να βγαίνουν για τους αργοπορημένους της τεχνολογίας και κυρίως για τα τζουκ-μποξ. Όπως είχε συμβεί παλιότερα με τους δίσκους των 78 στροφών. Το γύρισμα της εποχής, λοιπόν, τον βρήκε μέσα στα πράγματα από κάθε άποψη. Στα μεγάλα μαγαζιά, με γερά τραγούδια και ορμητική διάθεση. Από το 1973 μέχρι το 1976 ταλαιπωρήθηκε και με μια υπόθεση που τον έφερε αντιμέτωπο με τη δικαιοσύνη και τον νόμο. Άλλωστε, υπήρξε άνθρωπος που δεν δίσταζε να εκφραστεί για τα γούστα και τα πάθη του. Πιοτά, τσιγάρα, γυναίκες, ιππόδρομο (στον οποίο είχε δικούς του στάβλους!) και τραγούδι.
Στη δεκαετία του ’70 συνεργάστηκε αποκλειστικά με την Columbia, και οι μεγάλοι δίσκοι του γνώρισαν επιτυχία. Από το Μπαγλαμάδες Και Μπουζούκια του Κατινάρη, μέχρι τα Ορθόδοξα του Καλδάρα και το Γυναίκες-Γυναίκες, που ήταν και ο τελευταίος δίσκος της συνεργασίας του με την Columbia. Τα Ορθόδοξα ήταν ένας από τους καλύτερους λαϊκούς δίσκους που έκανε ο Καλδάρας τη δεκαετία του ’70, και ένας από τους κλασικούς δίσκους του Διονυσίου ο οποίος απέδωσε με στιβαρότητα και αδρότητα τραγούδια όπως Τ’ άγια χώματα και Συγγνώμη που αγάπησα εκείνη, ασχέτως αν από τον δίσκο αυτόν, που είχε μια παραδοσιακή και κλασική, σε σχέση με τις μουσικές φόρμες του Καλδάρα, γραμμή, μεγάλο σουξέ έγινε το πιο παράταιρο τραγούδι του δίσκου, το Αργά, είναι πια αργά, που αποτέλεσε σημείο αναφοράς του ρεπερτορίου του Διονυσίου στα κέντρα τα χρόνια εκείνα. Άλλωστε, από την εποχή αυτή και μετά το ρεπερτόριό του αποκρυσταλλωνόταν με βάση τα κέντρα και γνώμονα το τι έκανε γκελ στις μεγάλες πίστες όπου τραγουδούσε και δοκίμαζε πολλές φορές τα τραγούδια πριν τα ηχογραφήσει. Με αυτή τη διάθεση, και ενώ διατήρησε το σκληροτράχηλο στυλ του, αφομοίωσε έντονα στοιχεία από το ρεπερτόριο της πίστας το οποίο συχνά, και κυρίως για το πρώτο μέρος, ήτανε τραγούδια-λεζάντες. Κάπως έτσι το 1977 στον δίσκο Αν Ξαναζούσα επέλεξε και ηχογράφησε ένα τραγούδι του Τόλη Βοσκόπουλου, με τον οποίο συνεργαζόταν στο Broadway στην Πατησίων (αλλά και παλιότερα είχαν συνεργαστεί κάποιες σεζόν στο παραλιακό Σεραφίνο και στο Καν-Καν), το Αποκοιμήθηκα, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αυτού του ερμαφρόδιτου, «βιζόν» τραγουδιού της πίστας που σάρωσε τη δεκαετία του ’80.
Αυτό που, εν τέλει, κατάφερε να γίνει ο Διονυσίου ήταν ένας τραγουδιστής με βάσεις και πάτημα στο βαρύ λαϊκό και από την άλλη στον Βοσκόπουλο και στον Πάριο, με τον οποίο και συνεργάστηκαν επί μακρόν.
Η δεκαετία του ’80 - Ο λαός τραγούδι θέλει
Η Columbia δεν είναι πια το μεγάλο σχολείο, και ο κυρίαρχος του παρελθόντος. Η Μίνως Μάτσας και Υιός έχει κερδίσει τα ηνία του δισκογραφικού ανταγωνισμού και ο Διονυσίου εγκαινιάζει τη συνεργασία του μαζί της με το Υποκρίνεσαι, έναν δίσκο που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία και σηματοδοτεί το πέρασμά του στην καινούργια δεκαετία, κατά την οποία γίνεται ο αδιαμφισβήτητος βασιλιάς της νύχτας και του νέου λαϊκού τραγουδιού. Οι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Οι δίσκοι του γίνονται χρυσοί και πλατινένιοι. Τα κέντρα όπου εμφανίζεται -στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Αμερική, την οποία επισκεπτόταν για χρόνια- γεμίζουν ασφυκτικά. Τα μεροκάματα ανεβαίνουν. Είναι ο καιρός που η κοινωνία ζει τις πρώτες και τις τελευταίες αναλαμπές της ευημερίας της. Το σύνθημα «χορέψτε γιατί χανόμαστε» πέφτει σε ρυθμό 4/4 και χορό belly dance στους Λυκαβηττούς και στα μικρά και μεγάλα κέντρα που ζουν μια πρωτόγνωρη περίοδο άνθισης. Λίγο αργότερα θα τραγουδήσει και το Ο λαός τραγούδι θέλει/φτάνουν τα προβλήματα/χόρεψε το τσιφτετέλι/κι όλα πια βλαστήμα τα», χαρακτηριστικό του κλίματος της εποχής αλλά και του εσωτερικού παλμού, της ιδιοσυγκρασίας και του ταμπεραμέντου του Διονυσίου. Οι συνεργασίες με τον Τάκη Σούκα (Υποκρίνεσαι, Άκου βρε φίλε, Ο δικαστής, Ποιος είπε για τους μάγκες, Τελειώσαμε), τον Θανάση Πολυκανδριώτη και τον Γιάννη Πάριο (Γιατί θεέ μου η ζωή, Τα πήρες όλα, Και λέγε-λέγε, Τα μάζεψα τα πράγματα, Γύρισε κοντά μου), τους Αλέκο Χρυσοβέργη και Σπύρο Γιατρά (Της γυναίκας η καρδιά, Νομίζεις, Καλύτερα μαζί σου και τρελός), τον Τάκη Μουσαφίρη (Ο ταξιτζής, Εγώ ο ξένος, Λέγε με παλιόπαιδο, Ένα λεπτό περιπτερά), τον Χρίστο Νικολόπουλο και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο (Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα, Ο Σαλονικιός, Ζητώ ακρόαση θεού) τον Γιάννη Παλαιολόγου (Θυμήσου), που τον συνοδεύει και με το μπουζούκι του όλα αυτά τα χρόνια, και άλλους, αποδεικνύονται χρυσές. Ο Διονυσίου και τα τραγούδια του αποθεώνονται είτε ακούγονται από τον ίδιο είτε από τους εκατοντάδες τραγουδιστές που τα λένε στις πίστες και στα πάλκα ανά την Ελλάδα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 θ’ ανοίξει και το δικό του μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Φιλελλήνων, το περίφημο «Στράτος». Εκεί τραγουδούσε λίγες ώρες πριν φύγει από τη ζωή, το πρωινό της 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία μόλις 55 χρόνων. Οι τελευταίες ηχογραφήσεις του ήταν τα εννέα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη που αποτέλεσαν το υλικό του δίσκου Ποιος Άλλος, ο οποίος κυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά τον θάνατό του, καθώς και κάποια τραγούδια του Θανάση Πολυκανδριώτη, δύο από τα οποία κυκλοφόρησαν έναν χρόνο μετά, στον δίσκο Τα Ξενυχτάδικα Της Αγκαλιάς Σου. Από τα τέσσερα παιδιά του, ο Άγγελος και ο Στέλιος συνεχίζουν την παράδοσή του στο τραγούδι. Από το 1982 ο Άγγελος με επιτυχίες και πιο ελαφρολαϊκή διάθεση, και από τα 1996 ο Στέλιος με πιο λαϊκό ένστικτο.
Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι τίποτ’ άλλο από την επικρατούσα γλώσσα, στην κάθε εποχή. Εκφράζει τα μέσα και τα έξω της κοινωνίας, το ήθος της, το στυλ, τα γούστα της κ.λ.π. Αυτός είναι ο εκάστοτε πολιτισμός του, συγκρίσιμος και αναλογικός, όπως, και κατ’ επέκταση, ήταν και ο πολιτισμός που κόμισε ή εκπροσώπησε ο Στράτος Διονυσίου από το ξεκίνημά του μέχρι και το τέλος του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου