Ένα ανησυχητικό ερώτημα που τίθεται τον τελευταίο καιρό όλο και πιο επιτακτικά είναι «που το πάει ο Erdoğan». Ο Πρόεδρος της Τουρκίας θεωρείται σε όλο τον κόσμο απρόβλεπτος και επικίνδυνος. Στην Ελλάδα υπάρχουν κυβερνητικοί και άλλοι κύκλοι που προσπαθούν να φανούν καθησυχαστικοί δίνοντας τη βολική εξήγηση «ότι ο Recep Tayyip Erdoğan ό,τι κάνει και ό,τι λέει είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Ο γνωστός αναλυτής – συγγραφέας κ. Χρήστος Μηνάγιας, ο οποίος παρακολουθεί σε επαγγελματικό επίπεδο την Τουρκία για πολλά χρόνια και συνεπώς γνωρίζει όσο λίγοι τη γειτονική χώρα αποδέχτηκε την πρόταση του liberal.gr να απαντήσει στις ερωτήσεις που έχουμε στην Ελλάδα και στην Κύπρο προκειμένου να διαφανεί που «το πάει» ο Erdoğan και ο δύστροπος και επιθετικός μας γείτονας, η Τουρκία. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο
Πιστεύετε ότι συνιστά στρατηγική επιλογή της Τουρκίας η ρητορική Erdoğan το τελευταίο δίμηνο; Επίσης, αυτός ο… «Εθνικός Όρκος», για τον οποίο πάλι καθυστερημένα ενημερώθηκαν οι Νεοέλληνες, πόσο σημαντικός είναι για την Τουρκία είτε αυτή είναι κεμαλική, είτε νεοοθωμανική-ερντογανική;
Η ρητορική του Erdoğan το τελευταίο δίμηνο συνιστά στρατηγική επιλογή της Τουρκίας του Erdoğan, η οποία αφενός είναι διαχρονική, αφετέρου αποκαλύπτει εμφανώς, για ακόμη μια φορά, ότι ο τρόπος σκέψης των Τούρκων εστιάζεται σε τρεις παράγοντες: στη θρησκεία (Ισλάμ), στον εθνικισμό και στην Ιστορία. Συνήθως στην Τουρκία, ο ισλαμισμός συμβαδίζει με τον εθνικισμό, με αποτέλεσμα αυτό να επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση του συστήματος αξιών της τουρκικής κοινωνίας. Και βεβαίως, όταν μιλάμε για Ισλάμ, αναφερόμαστε στη θεμελιώδη βάση της τουρκικής κοινωνίας, αφού η ισλαμική ταυτότητα έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ η αναφορά μας στον τουρκικό εθνικισμό έχει να κάνει με την αποκλειστική προσήλωση στο έθνος προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Μάλιστα, άλλοτε ο εθνικισμός είχε πρωταγωνιστικό ρόλο επικουρούμενος από τον ισλαμισμό, άλλοτε πρωταγωνιστούσε ο ισλαμισμός με τη στήριξη του εθνικισμού και σε μερικές περιόδους ενεργούσαν και οι δύο ισότιμα. Συνεπώς, την παρούσα περίοδο, ο Tayyip Erdoğan, χρησιμοποιώντας τον παράγοντα «Ιστορία» (βλ. Εθνικό Όρκο και «τα σύνορα της καρδιάς μας»), επιδιώκει την άμεση και ισότιμη ενεργοποίηση των ισλαμικών και εθνικιστικών αντανακλαστικών του πολιτικού συστήματος, του κρατικού μηχανισμού και της τουρκικής κοινωνίας, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα εθνικά συμφέροντα και να υλοποιηθούν οι εθνικοί στόχοι της χώρας.
Ωστόσο, τα γεγονότα τείνουν να βεβαιώσουν ότι, ενώ είναι εμφανείς οι στρατηγικές και οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι «πρωταγωνιστές» στη συριακή και ιρακινή κρίση, ο Erdoğan και το επιτελείο του είτε δεν αντιλαμβάνονται, είτε δεν θέλουν να αντιληφθούν τις ισορροπίες δυνάμεων που διαμορφώνονται στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον της Μέσης Ανατολής. Μάλιστα, η νέα ερντογανική – ισλαμοφασιστική θεώρηση βάσει της οποίας «κάθε χώρα που δεν αποκόπτει τις απειλές της πέραν των συνόρων της και δεν δημιουργεί αμυντικά προπύργια στο εξωτερικό θα αντιμετωπίσει το διαμελισμό της στο μέλλον», όχι μόνο δεν ενεργεί αποτρεπτικά έναντι των εν δυνάμει απειλών της, αλλά προκαλεί ανησυχία σε περιφερειακό επίπεδο και πιθανόν να μην της ανατεθεί ρόλος στη διαμόρφωση της Νέας Συρίας και του Ιράκ μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Συνεπώς, ο τελικός αντικειμενικός σκοπός του Erdoğan, που εστιάζεται στη φράση «και στο πεδίο των επιχειρήσεων και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων», τείνει να μετατραπεί σε «και εκτός του πεδίου των επιχειρήσεων και εκτός του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων». Αν σε όλα αυτά συνυπολογίσουμε το έλλειμμα δημοκρατίας, την αποδόμηση του κράτους δικαίου, την καταπάτηση των ατομικών ελευθεριών, τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και την εκτιμώμενη αύξηση της στρατιάς ανέργων εντός του 2017, τότε το αλαζονικό «αφήγημα» του Erdoğan για μια Νέα Τουρκία πιθανόν να μετατραπεί σε μια κρίση παρόμοια με αυτή της 15ης Ιουλίου 2016 με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά με πιο οδυνηρές συνέπειες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τον «Εθνικό Όρκο (Misak-ı Milli)», αυτός είναι το ίδιο σημαντικός τόσο για τους κεμαλιστές, όσο για τους ερντογανικούς, αφού θεωρείται ως ο Καταστατικός Χάρτης της Τουρκίας και αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης στα σχολεία και σχολές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Πέραν τούτου, η ονομασία Misak-ı Milli έχει δοθεί σε δεκάδες σχολεία (στην Άγκυρα, στη Σμύρνη, στο Kocaeli, στο Mardin, στο Akhisar κλπ), καθώς επίσης στο Κέντρο Χειρισμού Κρίσεων της τουρκικής πρωθυπουργίας. Ωστόσο, η λάθος και αντικεμαλική προσέγγιση του θέματος αυτού από τον Erdoğan ενόχλησε έντονα τους κεμαλιστές και άνοιξε εναντίον του ένα μέτωπο αντίδρασης και αμφισβήτησης της πολιτικής που εφαρμόζει, αφού η τουρκική κοινωνία δίδει μεγάλη σημασία τόσο στα σύμβολα (όπως ο Mustafa Kemal Atatürk), όσο και στη συνέχιση του δυτικού τρόπου ζωής, διατηρώντας παράλληλα τις πολιτικές, πολιτιστικές και ιστορικές παραδόσεις.
Πόσο ισχυρός είναι σήμερα ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Erdoğan, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό (μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα);
Είναι πλέον εμφανές ότι ο Erdoğan δεν είναι τόσο ισχυρός όσο νόμιζε και βρίσκεται ενώπιον πολύ σοβαρών κινδύνων τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Αναφορικά με το εσωτερικό, καθίσταται σαφές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος δεν έχει αξιολογήσει τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τη χώρα του στην κρίση της 15ης Ιουλίου και επικέντρωσε τη στρατηγική του σε ένα κυνήγι μαγισσών, όπου περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Τούρκοι πολίτες υπέστησαν άμεσες ή έμμεσες κυρώσεις λόγω του πραξικοπήματος. Εν προκειμένω, θα λέγαμε ότι διεξάγεται στην Τουρκία ένα αντιπραξικόπημα και τίθενται οι βάσεις μιας πολιτικής δικτατορίας από το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ με τη συνέργια του εθνικιστικού κόμματος ΜΗΡ και με καταλυτική ημερομηνία την αλλαγή του πολιτεύματος σε μια μορφή προεδρικής δημοκρατίας εντός του 2017.
Σε ό,τι έχει να κάνει με το εξωτερικό, το βασικό πρόβλημα της Τουρκίας έχει ως σημείο αναφοράς τις φαντασιώσεις του Erdoğan αναφορικά με τις σχέσεις της χώρας του με τη Ρωσία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ειδικότερα, ο Τούρκος Πρόεδρος θεωρεί ότι με τη Ρωσία είναι φίλοι και ότι από κοινού θα επιλύσουν το πρόβλημα της Συρίας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ή να μην θέλει να αντιληφθεί ότι η συνεργασία της Άγκυρας με τη Μόσχα προσομοιάζει με γεωπολιτικό ταγκό (ένα βήμα μπρος και δύο βήματα πίσω). Επίσης, με την ίδια διαδικασία σκέψης, η Ρωσία βλέπει την Τουρκία: πρώτον, ως μέσο διαμελισμού του ΝΑΤΟ. Δεύτερον, ως μια χώρα που θα εξυπηρετεί τα ρωσικά οικονομικά συμφέροντα. Και τρίτον, ως μια χώρα που θα αναγνωρίσει τη ρωσική ηγεμονία στη Μέση Ανατολή. Από την άλλη πλευρά, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις αντιμετωπίζουν δύο κύρια προβλήματα: ένα χρόνιο και ένα οξύ. Το χρόνιο πρόβλημα αφορά στο Κουρδικό (Κούρδοι Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ) και ειδικότερα στο πρόβλημα του ΡΚΚ. Και το οξύ πρόβλημα έχει σχέση με τον Fethullah Gülen και τις τουρκικές υποψίες για πιθανή εμπλοκή των Αμερικανών στο πραξικόπημα. Άλλωστε, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι η δημιουργία προβλήματος εμπιστοσύνης στις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον ενδέχεται να μετατραπεί σε μια πολιτική κρίση, η οποία θα επηρεάσει σημαντικά τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες της Τουρκίας. Με δεδομένο λοιπόν ότι στις σχέσεις δύο κρατών δεν υπάρχουν μονοδιάστατες επιλογές, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι δεν είναι γνωστό σε πόσες σοβαρές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς προτίθεται να προβεί ο Πρόεδρος Erdoğan σε περίπτωση που οι Αμερικανοί αποφασίσουν να του παραδώσουν «εμμέσως» τον Gülen (σ.σ. ας θυμηθούμε τις εξελίξεις που προηγήθηκαν πριν την παράδοση του Öcalan στους Τούρκους). Άλλωστε, μια ενδεχόμενη «παράδοση» του Gülen δεν σημαίνει απαραίτητα και την κατάρρευση του μηχανισμού του, ο οποίος στηρίζεται σε πολύ σοβαρά θεμέλια και λειτουργεί σαν ένα μικρό κράτος.
Επιπρόσθετα, οι ακόλουθες ανησυχίες της Τουρκάλας δημοσιογράφου Asli Aydıntaşbaş για τη νέα πολιτική ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών αναφορικά με τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα ήταν σκόπιμο να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής από την ελληνική πλευρά: «Δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποια θα είναι η εξωτερική πολιτική που θα εφαρμόσει ο Trump. Η νίκη του Trump δεν αποτελεί μια καλή είδηση για την Τουρκία. Μια Αμερική που δεν θα δίδει σημασία στο εάν υπάρχει δημοκρατία στην Τουρκία για εμάς θα είναι καταστροφή. Κατά την άποψη σας, η Τουρκία θα μπορεί να αισθάνεται άνετα χωρίς την ασπίδα του ΝΑΤΟ, όταν στη γεωγραφική περιοχή της ευρίσκεται το Ιράν, η Συρία και η Ρωσία; Η Ivanka, κόρη του Trump, επέλεξε ως θρησκεία τον Εβραϊσμό και ο σύζυγος της είναι εβραίος επιχειρηματίας με δραστηριότητες στο Ισραήλ. Κατά την άποψη μου, αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Η ποικιλία των θρησκειών στις οικογένειες είναι καλό. Ωστόσο, τα οράματα των Παλαιστινίων να δημιουργήσουν κράτος σήμερα φαίνονται να είναι ακόμη πιο μακριά. Η αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου – τουρκικής λίρας πόσο θα μας επηρεάσει εμάς; (σ.σ. μια μεταβολή της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος της Τουρκίας έναντι των ξένων νομισμάτων αποτελεί μια ωρολογιακή βόμβα για την τουρκική οικονομία λόγω του συναλλαγματικού κινδύνου που εγκυμονεί).».
Συνεπώς, κρίνοντας από την έως τώρα τυχοδιωκτική, αλαζονική και αφερέγγυα στάση του Erdoğan, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος ούτε συμπεριφέρεται στρατηγικά και ούτε σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Και φυσικά όταν θα το κάνει αυτό, ίσως να είναι πολύ αργά όχι μόνο για την Τουρκία, αλλά ίσως και για μερικές γειτονικές της χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Οι συλλήψεις της ηγεσίας και βουλευτών του κουρδικού κόμματος HDP δημιουργούν όπως είδαμε και με τις μαχητικές διαδηλώσεις των Κούρδων στο Ντιγιαρμπακίρ, στην Άγκυρα και σε άλλες πόλεις της Τουρκίας νέα πολιτικά δεδομένα και μια εκρηκτική κατάσταση. Πιστεύετε ότι αυτή η έκρυθμη κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μορφή εμφυλίου πολέμου;
Το καθεστώς Erdoğan, προκείμενου να διατηρήσει την ισχύ του στην εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας και να διαφυλάξει τα στρατηγικά του συμφέροντα, χρησιμοποιεί αυταρχικά στερεότυπα του παρελθόντος με αποτέλεσμα να διευρύνεται η αστάθεια και το χάος στη χώρα. Ωστόσο, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι το νέο «δόγμα πολέμου» που άρχισε να υλοποιείται στους κουρδικούς νομούς της νοτιοανατολικής Τουρκίας, μετά τον Ιούλιο του 2015, δεν αποφασίσθηκε μόνο από τον Erdoğan και το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα δόγμα που αποφασίσθηκε από το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) και τέθηκε σε εφαρμογή με τη σύμφωνη γνώμη όλων των συστημικών κομμάτων, όπως το ΑΚΡ, το ρεπουμπλικανικό κόμμα CHP και το εθνικιστικό κόμμα ΜΗΡ. Επίσης το δόγμα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις προσωπικές φιλοδοξίες του Erdoğan προκειμένου να αλλάξει το πολίτευμα της χώρας σε προεδρική δημοκρατία, αλλά θεωρείται ως ένας ολοκληρωτικός εκκαθαριστικός πόλεμος όλων των στρατηγικών κέντρων ισχύος της Τουρκίας (ισλαμιστές-εθνικιστές-στρατιωτικοί) εναντίον των Κούρδων σε πρώτη φάση και, στη συνέχεια, εναντίον των υπολοίπων μειονοτικών, προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων της χώρας.
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι εάν το κουρδικό πρόβλημα δεν επιλυθεί στη βάση δημοκρατικών διαδικασιών, συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα τον συνεχώς αυξανόμενο ρόλο των Κούρδων σε περιφερειακό επίπεδο, τότε ο κύριος χαμένος θα είναι η κεντρική εξουσία της χώρας. Και φυσικά όταν αναφερόμαστε στην κεντρική εξουσία της Τουρκίας, δεν εννοούμε μόνο τον Tayyip Erdoğan, ο οποίος ήδη θεωρείται ως ένας αφερέγγυος σε πολιτικό επίπεδο ηγέτης, αλλά τα τουρκικά κέντρα αποφάσεων που διαμορφώνουν τη στρατηγική και ασκούν την εξουσία στη χώρα. Επίσης, εάν η Άγκυρα δεν τροποποιήσει την υφιστάμενη πολιτική της για τους Κούρδους σύμφωνα με την επιθυμία των Μεγάλων Δυνάμεων, τότε δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης των ασύμμετρων απειλών σε όλη την τουρκική επικράτεια. Άλλωστε, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κατέδειξε με τον πιο εμφανή τρόπο τις παθογένειες της Τουρκίας και αποκάλυψε ένα μέρος των πολυδιάστατων «βαθέων» μηχανισμών της.
Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και τα πλήγματα που υπέστησαν οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, εκτιμάται ότι διατηρούν ακόμη και σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε μια στρατιωτική ενέργεια σε βάρος της χώρας μας;
Είναι προφανές ότι η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων επέδειξε αδυναμία διοίκησης, δεδομένου ότι δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την έκτακτη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό ομηρία ακόμη και από τους ίδιους τους υπασπιστές της. Αυτό, και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, είχε ως συνέπεια η αλυσίδα διοίκησης, η πειθαρχία και οι επιχειρησιακές δυνατότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να υποστούν ένα σοβαρότατο πλήγμα, το οποίο δεν θα μπορέσει να αποκατασταθεί μόνο με αποσπασματικές παρεμβάσεις, αλλά με μια νέα δομή και φιλοσοφία που απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 3 χρόνια). Φυσικά, η εκτίμηση αυτή έχει να κάνει με τη δυνατότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να εφαρμόσουν, στο σύνολο του, το Δόγμα της Εθνικής Στρατιωτικής Στρατηγικής τους (Μilli Askeri Stratejik Κonsepti (MASK)) και συγκεκριμένα το δόγμα των 2,5 πολέμων. Σημειωτέον ότι, για τους Τούρκους, τα θέατρα επιχειρήσεων των δύο πολέμων εστιάζονται το πρώτο στη Συρία και το δεύτερο στην Ελλάδα, ενώ το αντίστοιχο δόγμα του μισού πολέμου αφορά στο κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα ΡΚΚ/KCK και στη τρομοκρατία. Επιπλέον, βάσει του δόγματος των στρατιωτικών επιχειρήσεων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, αντί της κατάληψης και διατήρησης μιας εδαφικής περιοχής, προβλέπεται η φθορά, η καταστροφή και η πάταξη των αντιπάλων δυνάμεων, προσβάλλοντας τα κέντρα διοικήσεως – ελέγχου, καθώς επίσης τις εγκαταστάσεις και περιοχές στρατηγικού, οικονομικού και στρατιωτικού ενδιαφέροντος.
Πέραν των παραπάνω, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι ο στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός της Τουρκίας είναι η παραίτηση της ελληνικής πλευράς από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ για την επίτευξη των στόχων τους οι Τούρκοι εστιάζουν τη στρατηγική τους στα εξής: α. Να υπάρξει ευνοϊκή για την Τουρκία επίλυση του κουρδικού προβλήματος, β. Να επιλυθούν τα εσωτερικά προβλήματα και να εμπεδωθεί η ασφάλεια στο εσωτερικό της Τουρκίας, γ. Να μην υπάρχει οικονομική κρίση στην Τουρκία, δ. Να βελτιωθεί το επίπεδο κατανόησης από τη διεθνή κοινότητα των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει η Τουρκία, ε. Να μην επιλυθεί το κυπριακό πρόβλημα πριν την εξεύρεση λύσης στο θέμα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, στ. Να συνεχισθεί η εμμονή στο «casus belli» προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα νομιμοποιήσεως μιας ενδεχόμενης τουρκικής επιθετικής ενέργειας, ζ. Να εξασφαλισθεί είτε η σύμφωνη γνώμη, είτε ο συμβιβασμός της διεθνούς κοινότητας, στην οποία θα δοθεί η εντύπωση του νομίμου των τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή και η. Να ανατραπεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος – Τουρκίας και να δημιουργηθούν φοβικά σύνδρομα στην ελληνική πλευρά. Σημειωτέον ότι η καθυστέρηση επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων είναι προς όφελος της Τουρκίας, δεδομένου ότι, προϊόντος του χρόνου, οι συντελεστές της συνολικής τουρκικής ισχύος έναντι της Ελλάδος αυξάνονται με σταθερούς πλέον ρυθμούς, οι οποίοι τείνουν να γίνουν μη αναστρέψιμοι.
Αναφορικά, δε, με τη δυνατότητα των Τούρκων να προχωρήσουν σε μια στρατιωτική ενέργεια σε βάρος της χώρας μας κρίνεται σκόπιμο να αναφερθώ σε μερικά ενδεικτικά αποφθέγματα του Κινέζου θεωρητικού της στρατηγικής Σουν Τζου, τον οποίο οι Τούρκοι επιτελείς αναφέρουν σχεδόν πάντα στις μελέτες που συντάσσουν και τα οποία θα πρέπει να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα:
- Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη.
- Στρατηγική με τακτικούς ελιγμούς είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τη νίκη. Τακτικοί ελιγμοί χωρίς στρατηγική, είναι ο θόρυβος πριν την ήττα.
- Θα νικήσει αυτός που ξέρει πότε να πολεμήσει και πότε να μην πολεμήσει.
- Όλος ο πόλεμος βασίζεται στην παραπλάνηση.
- Οι αρχές της στρατηγικής είναι να ξέρεις το πεδίο της μάχης, να ξέρεις τις δυνάμεις του αντιπάλου σου και να κάνεις κάτι που ο αντίπαλος σου δεν περιμένει.
- Να φαίνεσαι αδύναμος όταν είσαι δυνατός και δυνατός όταν είσαι αδύναμος.
- Η επιβίωση εξαρτάται από τις δικές μας ενέργειες, ενώ η ευκαιρία για θρίαμβο εξαρτάται από τις ενέργειες των άλλων.
Πώς βλέπει η Τουρκία και ο Erdoğan το Κυπριακό και θα συναινούσε ποτέ σε λύση που δεν θα εξασφάλιζε 100% τα «στρατηγικά συμφέροντα» της Τουρκίας στη Μεγαλόνησο;
Τα γεωπολιτικά πεδία δράσης της Άγκυρας εστιάζονται σε τρεις χώρους: στον εγγύς ηπειρωτικό χώρο, στον εγγύς χερσαίο χώρο και στον εγγύς θαλάσσιο χώρο. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον εγγύς θαλάσσιο χώρο, η Τουρκία επαναξιολόγησε τις στρατηγικές της επιδιώξεις, θέτοντας ως βασική προϋπόθεση ότι οι θαλάσσιες λεκάνες και οι θαλάσσιοι διάδρομοι που την περιβάλλουν συνδέονται μεταξύ τους λόγω του ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ των διαφόρων συνασπισμών.
Αναλυτικότερα, τα Στενά αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Τουρκίας και τα προβάλλει μέσω μιας σταθερής στρατηγικής και μιας καλά προετοιμασμένης διπλωματίας, με σκοπό να προσδώσει σε αυτά τη μέγιστη και μακροπρόθεσμη στρατηγική σημασία τους. Από την άλλη πλευρά, το Αιγαίο και η Κύπρος αποτελούν δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν διαχρονικά τον εγγύς θαλάσσιο χώρο της Τουρκίας. Επισημαίνεται ότι η Τουρκία αισθάνεται απομονωμένη από το Αιγαίο και περικυκλωμένη στον νότο από την Κυπριακή Δημοκρατία, δεδομένου ότι οι πύλες εξόδου της προς τον κόσμο είναι σημαντικά περιορισμένες. Σύμφωνα με την τουρκική εξωτερική πολιτική, το παραπάνω θαλάσσιο πέρασμα έχει μια καθοριστική θέση σε όλες τις γεωπολιτικές, γεωστρατηγικές, γεωοικονομικές και γεωπολιτιστικές αλληλεπιδράσεις της Βαλκανικής Χερσονήσου, της Χερσονήσου της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής, ενώ η ύπαρξη των νησιών, νησίδων και βραχονησίδων της προσδίδει μια πολυσύνθετη δομή. Κατόπιν τούτου, η Τουρκία δεν τα θεωρεί ως δευτερεύοντα προβλήματα που εντάσσονται μόνο στην επικράτεια του Αιγαίου. Αντιθέτως, τα έχει εντάξει στα γενικά πλαίσια της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου, που εκτείνεται από την Αδριατική Θάλασσα στον κόλπο της Αλεξανδρέττας (İskenderun) και στη διώρυγα του Σουέζ. Συγχρόνως, οι Τούρκοι έχουν σχεδιάσει και υλοποιούν μια ενεργητική πολιτική για κάθε σημείο εξόδου τους στο Αιγαίο και δεν θα πρέπει να αναμένεται καμία υπαναχώρηση από τουρκικής πλευράς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι θέλουν να αποφύγουν τυχόν λανθασμένες ενέργειες που θα επηρεάσουν τις μακροπρόθεσμες πολιτικές τους για τις ευαίσθητες αυτές περιοχές.
Αναφορικά με την Κύπρο, αυτή έχει ιδιαίτερη αξία για την Τουρκία ως ένα σημείο κλειδί μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής, σχετιζόμενης με τον εγγύς θαλάσσιο χώρο, ο οποίος οριοθετείται από τη γραμμή Κασπία – Μαύρη Θάλασσα – Στενά – Αιγαίο – Ανατολική Μεσόγειος – Σουέζ – Περσικός Κόλπος. Άλλωστε, η ακόλουθη άποψη του Ahmet Davutoğlu είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική: «Δεν είναι δυνατόν μια χώρα που εγκαταλείπει την Κύπρο να έχει ενεργό παρουσία στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν είναι δυνατόν να συμμετέχει στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί βρίσκεται σε μια θέση που θα επηρεάσει άμεσα τις στρατηγικές διασυνδέσεις μεταξύ Ασίας – Αφρικής, Ευρώπης – Αφρικής και Ευρώπης – Ασίας. Η κεντρική θέση της Κύπρου θα αποτελέσει στο μέλλον μια από τις βασικές παραμέτρους του παγκόσμιου ανταγωνισμού, διότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας θα μεταφερθούν μέσω ενεργειακών γραμμών στην Ανατολική Μεσόγειο.».
Στο ίδιο πλαίσιο, η τουρκική πολιτική για την Κύπρο βασίζεται στα πλαίσια μιας στρατηγικής που είναι σύμφωνη με τα νέα στρατηγικά της δεδομένα. Η εν λόγω στρατηγική κατά βάση στηρίζεται σε δύο κύριους άξονες: ο πρώτος άξονας αφορά στον ανθρώπινο παράγοντα και στην εξασφάλιση της ασφάλειας των Τουρκοκυπρίων, ως αποτέλεσμα των ιστορικών ευθυνών της Τουρκίας. Και ο δεύτερος άξονας αφορά στη στρατηγική σημασία της νήσου λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Ο Davutoğlu αποδέχεται ότι ο άξονας αυτός από μόνος του έχει ζωτική σημασία άσχετα από τα ανθρώπινα στοιχεία της νήσου και τονίζει ότι ακόμη και αν δεν υπήρχε εκεί, έστω, και ένας Τούρκος μουσουλμάνος, η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να θέσει ένα κυπριακό ζήτημα. Υποστηρίζει μάλιστα με έμφαση ότι καμία χώρα δεν μπορεί να παραβλέψει ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά της ζωτικής της περιοχής και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ενδιαφέρεται στρατηγικά για την Κύπρο εξαιρουμένου του ανθρώπινου στοιχείου.
Κατόπιν των παραπάνω, διαπιστώνεται ότι η Τουρκία εφαρμόζει μια εξειδικευμένη διπλωματική επιθετική θαλάσσια στρατηγική και όχι μια αμυντική κυπριακή πολιτική, προσανατολισμένη στη διαφύλαξη του status quo μετά την εισβολή του 1974. Άλλωστε, αν κρίνουμε από τις έως τώρα συμπεριφορές της Τουρκίας, καθίσταται σαφές ότι για το Θέατρο Επιχειρήσεων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου – Κύπρος, αφενός υπάρχει πλήρης και διαχρονική ταύτιση απόψεων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, αφετέρου η μια συμπληρώνει την άλλη.
Με την ίδια διαδικασία σκέψης, τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, στα πλαίσια μιας στρατηγικής ελεγχόμενης έντασης και σταδιακής δημιουργίας τετελεσμένων, κλιμακώνει βαθμιαία την παραβατική συμπεριφορά της, εφαρμόζοντας παράλληλα μια πιο ύπουλη τακτική, αφενός χρησιμοποιώντας πλοία επιστημονικών ερευνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφετέρου δημοσιοποιώντας χάρτες όπου απεικονίζονται οι θαλάσσιες περιοχές που τα πλοία αυτά θα πραγματοποιήσουν σχετικές έρευνες.
Όλα αυτά οφείλονται στην επιδίωξη της Άγκυρας ώστε: α. να αλλάξει το εδαφικό status quo που προβλέπεται από τις διεθνείς συνθήκες, με κεντρικό άξονα το νομικό καθεστώς στο θαλάσσιο και εναέριο χώρο και β. η ελληνική πλευρά να παραιτηθεί από τα κυριαρχικά δικαιώματα της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη.
Χρονολογικά, η έναρξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς σχετικά με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών αρχίζει στις 01/11/1973 (13 ημέρες πριν την εξέγερση του Πολυτεχνείου) και στη συνέχεια στις 18/07/1974 (δύο ημέρες πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο) όταν η τουρκική κυβέρνηση εξουσιοδότησε την ΤΡΑΟ (Τουρκική Ανώνυμη Εταιρεία Πετρελαίου) να πραγματοποιήσει έρευνες πετρελαίου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα, οι χάρτες που ακολουθούν είχαν επισυναφθεί στα Φύλλα 14699/01-11-1973 (ένας χάρτης) και 14949/18-07-1974 (δύο χάρτες) της Τουρκικής Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και απεικονίζουν τις εν λόγω περιοχές ερευνών, οι οποίες ευρίσκονται εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων και, σύμφωνα με τους Τούρκους, εντός της «τουρκικής υφαλοκρηπίδας» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Σημειωτέον ότι ο πρώτος χάρτης του 1973 (βλ. Χάρτη 1) όχι μόνο περιελάμβανε 27 περιοχές ερευνών στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Σαμοθράκης, της Λήμνου, του Αγ. Ευστρατίου, της Σκύρου, των Ψαρών, της Χίου, της Λέσβου, της Τενέδου και της Ίμβρου, αλλά παρουσίαζε ως κοινά σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα μια γραμμή η οποία διερχόταν από το χερσαίο έδαφος της Σαμοθράκης και της Λήμνου.
Αναφορικά με το δεύτερο και τρίτο χάρτη του 1974 (βλ. Χάρτες 2 και 3), αυτοί περιελάμβαναν επιπρόσθετα τμήματα βορείως, δυτικότερα και ανατολικότερα των προαναφερθέντων περιοχών ερευνών, καθώς επίσης δύο ευρείες περιοχές νοτιότερα. Μάλιστα, η πρώτη ευρίσκεται μεταξύ των νησιών Τήνος, Μύκονος, Δονούσα, Λεβίθα, Αστυπάλαια, Σύρνα, Χάλκη, Τήλος, Νίσυρος, Κως, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος και Ικαρία, ενώ η δεύτερη ευρίσκεται νοτιοανατολικά της Ρόδου και νοτιοδυτικά του Καστελλόριζου.
Συνακόλουθα δε, η τουρκική προκλητικότητα δεν περιορίζεται μόνο στο Αιγαίο, αλλά κλιμακώνεται σταδιακά και βάσει ενός στρατηγικού σχεδιασμού, κοινά αποδεκτού από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριμένα, αναφερόμαστε στις περιοχές ερευνών και εκμετάλλευσης εκτός των τουρκικών χωρικών υδάτων, όπου η ΤΡΑΟ (Τουρκική Ανώνυμη Εταιρεία Πετρελαίου) εξουσιοδοτήθηκε να διεξάγει έρευνες πετρελαίου βάσει υπουργικών αποφάσεων που δημοσιεύθηκαν στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το 2007, το 2011 και το 2012. Οι περιοχές αυτές φαίνονται στον Χάρτη 4 του τουρκικού Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, αποτυπώνοντας παράλληλα και ένα μέρος των θέσεων της Άγκυρας για την ενδεχόμενη οριοθέτηση της «τουρκικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης» στην περιοχή αυτή.
Μάλιστα, ο χάρτης του Υπουργείου Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Τουρκίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία μετά το έγγραφο που κατέθεσε η Άγκυρα στον ΟΗΕ στις 02/05/2016, δηλώνοντας ότι η Τουρκία έχει δικαιώματα σε όλη τη θαλάσσια περιοχή δυτικά του μεσημβρινού 32ο 16΄ 18΄΄ Α. Επισημαίνεται ότι του τουρκικού εγγράφου στον ΟΗΕ είχε προηγηθεί η δημοσιοποίηση της Στρατηγικής των Ναυτικών Δυνάμεων της Τουρκίας, όπου στη σελίδα 14 παρατίθετο ο Χάρτης 5, ο οποίος αφορά στις ίδιες περιοχές ερευνών. Συνεπώς, η Άγκυρα, με το έγγραφο της στον ΟΗΕ, επισήμανε επίσημα για ακόμη μια φορά το ανατολικό όριο, ενώ με τον χάρτη των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων επισήμανε το δυτικό όριο των διεκδικήσεων της στην περιοχή, το οποίο μελλοντικά θα προωθηθεί ακόμη δυτικότερα νοτίως της Κρήτης.
Εν τω μεταξύ, αυτό που εγείρει τους πιο έντονους προβληματισμούς στην ελληνική πλευρά είναι ότι η Τουρκία αποσκοπεί στην αποτροπή της Ελλάδος και της Κύπρου να δημιουργήσουν τετελεσμένα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αφενός στρατιωτικοποιώντας τα θέματα που έχουν σχέση με τους ενεργειακούς πόρους, με τη δημιουργία γκρίζων ζωνών, αφετέρου δημιουργώντας μέσω της προπαγάνδας το αίσθημα της ανασφάλειας σε ξένους επενδυτές και εταιρείες που δεν συντάσσονται με τις θέσεις της. Εν προκειμένω αναφερόμαστε στη δέσμευση περιοχών του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου (άλλοτε παράνομα και άλλοτε όχι) για διεξαγωγή ασκήσεων και εκτέλεση πυρών, οι οποίες, μετά το 2007, από την περιοχή του Αιγαίου επεκτάθηκαν σταδιακά στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (βλ. Χάρτη 6).
Φυσικά, η αξιοσημείωτη αυτή αλλαγή έχει τρεις στόχους: πρώτον, να περιθωριοποιήσει το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος – Κύπρου και να καταδείξει ότι αυτό είναι ανενεργό και ανεφάρμοστο. Δεύτερον, να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της ελληνικής πλευράς στην Ανατολική Μεσόγειο. Και τρίτον, να επισημάνει ότι οι χάρτες που επισυνάπτονται στην Τουρκική Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 01/11/1973 και στις 18/07/1974 βρίσκονται σε ισχύ και αποτελούν τη βάση των τουρκικών διεκδικήσεων στην περιοχή του Αιγαίου.
Τέλος, αυτό που προκύπτει από μια συνεξέταση όλης της κατάστασης που σας περιέγραψα είναι ότι μια νέα διαδικασία επίλυσης του κυπριακού προβλήματος την παρούσα χρονική περίοδο, όπου η Τουρκία πιέζεται ασφυκτικά από τις διαστάσεις που έχει λάβει το κουρδικό πρόβλημα (Κούρδοι Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ), εγκυμονεί κινδύνους να πιεσθεί η Ελλάδα και η Κύπρος να τηρήσουν «ελαστική στάση» σε ό,τι έχει να κάνει με τις τουρκικές αξιώσεις και διεκδικήσεις. Άλλωστε, η τουρκική εμμονή και επιμονή θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη διότι μια, ταυτοχρόνως, δυσμενής για την Τουρκία επίλυση του κουρδικού και κυπριακού προβλήματος πιθανόν να στοιχίσει τον πολιτικό και ίσως το φυσικό βίο του Tayyip Erdoğan.
liberal.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου