Η αξιοκρατία είναι μια πραγματικά συναρπαστική λέξη. Παραπέμπει στο
ευγενές ιδανικό μιας κοινωνίας το οποίο δεν έχει ακόμα επιτευχθεί, και
τούτο διότι η κοινωνία δεν λειτουργεί αξιοκρατικά. Πείτε ότι λειτουργεί
πελατειακά και ρουσφετολογικά, πείτε το με όρους οικογενειοκρατίας και
τζακιών, πείτε το με όποιον τρόπο θέλετε, αλλά, αν η κοινωνία αφηνόταν
να αναδείξει και να οδηγηθεί από τους καλύτερους, από τους εξυπνότερους
και από τους πλέον ταλαντούχους, τότε δεν θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα
που αντιμετωπίζει, και όλα θα λειτουργούσαν εύρυθμα και άψογα.
Αυτά λέει η επίσημη αφήγηση, η οποία εδώ και καιρό έχει βρει το
κόλπο να χρησιμοποιεί σαν δούρειους ίππους λέξεις, (αφού πρώτα τις
ανασκολοπίσει), του ευγενούς λεξιλογίου, της ηθικής και των υψηλών
ιδεών, για να διασπαρθεί, να νεκρώσει τις κριτικές αντιστάσεις και να
εγκατασταθεί στο νου και το θυμικό των κοινωνιών. Το
πρότυπο μιας κοινωνίας που θα κυβερνάται από αυτούς που θα αναδεικνύουν
αξιοκρατικοί μηχανισμοί, είτε μέσω της εκπαίδευσης, είτε μέσω ανοιχτών
συστημάτων επιλογής (βλ. open government), εύκολα συγχέεται με την
ανάγκη που έχει ο καθένας να επιλέγει τον καλύτερο μηχανικό, καλύτερο
τεχνίτη, καλύτερο γιατρό, αδυνατώντας ως εκ τούτου να κάνει τη διάκριση
ότι πρόκειται για δυο τελείως διαφορετικής τάξης ζητήματα. Ότι δηλαδή, η
αξιοκρατική κοινωνία όπως την οραματίζεται και την εμπεδώνει η σύγχρονη
νεοφιλελεύθερη σκέψη κάθε άλλο έχει να κάνει με τους καλύτερους
γιατρούς, τεχνικούς κλπ, αλλά με την εμπέδωση της ανισότητας και τη
νομιμοποίηση της κυριαρχίας των πάσης φύσεως ελίτ, της διακυβέρνησης και
του πλούτου, αν και οι διαχωριστικές γραμμές αυτών των δυο έχουν πάψει
πλέον να υφίστανται.
Το «Λυκόφως των Ελίτ: Η Αμερική μετά την Αξιοκρατία» είναι ένα νέο
βιβλίο του Chris Hayes, ενός εκ των εκδοτών του αριστερού αμερικανικού
περιοδικού «The Nation», το οποίο έρχεται να βάλει τον δάκτυλο επί τον
τύπον των ήλων του ιδεολογήματος της αξιοκρατίας και των συνεπειών
αυτής. Εν ολίγοις, ο κεντρικός άξονας του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από
το γιατί η πυραμίδα που οικοδομείται πάνω στην αξία, έχει φτάσει να
καθρεφτίζει την πυραμίδα του πλούτου και του κεφαλαίου. Η
επιχειρηματολογία του Hayes βασίζεται στο ότι η Αξιοκρατία για να είναι
λειτουργική χρειάζεται την Αρχή της Διαφοράς (την ιδέα δηλαδή ύπαρξης
φυσικών ιεραρχιών του ταλέντου) και την Αρχή της Κινητικότητας, (την
αναγκαιότητα δηλαδή ύπαρξης διαδικασιών επιλογής οι οποίες θα
ανταμείβουν την αξία και θα τιμωρούν την αποτυχία). Αυτό, όμως, που
πραγματικά συμβαίνει είναι ότι η ανισότητα που παράγεται σε μια
αξιοκρατική κοινωνία, μεγαλώνει τόσο, ώστε να υπονομεύει τους
μηχανισμούς της κινητικότητας, πάνω στους οποίους υποτίθεται ότι
στηρίζεται. Και μιας και αυτό συμβεί, αυτοί που κατόρθωσαν ήδη να
αναρριχηθούν, βρίσκουν πάντα τρόπους ώστε να τραβήξουν και τη σκάλα που
τους ανέβασε, ή να την αφήσουν μόνο για τους συγγενείς και φίλους, για
τους δικούς τους ανθρώπους, δηλαδή. Έτσι, η ήδη υπάρχουσα ανισότητα
παράγει ακόμα μεγαλύτερη ανισότητα, είτε μέσω της φορολογίας, είτε μέσω
του εκπαιδευτικού συστήματος, από το οποίο ωφελούνται όλο και
περισσότερο όσοι μπορούν να πληρώνουν τα ιδιαίτερα μαθήματα για να
περάσουν τα τεστ εισαγωγής στα καλά σχολεία, ή τα υψηλά δίδακτρα για την
εισαγωγή στα περίβλεπτα πανεπιστήμια.
Ο Hayes επικαλείται πολλά παραδείγματα από τη σύγχρονη αμερικανική
πραγματικότητα για να φωτίσει τον τρόπο, που, υψηλών αμοιβών και άκρως
ανταγωνιστικά, περιβάλλοντα γίνονται επιρρεπή σε απάτες, δολοπλοκίες και
νόθευση των κανόνων του παιχνιδιού, προς ίδιον όφελος. Οι σύγχρονες
ελίτ δεν έχουν μόνο αποτύχει στο ρόλο τους, αλλά επιπλέον έχουν μονώσει
τους εαυτούς τους από τη λογοδοσία, την κριτική και την τιμωρία τις
οποίες, όμως, απαιτούν και εφαρμόζουν στους λαούς. Η εξυπνάδα και η
ικανότητα, τις οποίες οι σύγχρονες ελίτ λατρεύουν με πάθος, στην
πραγματικότητα δεν σημαίνουν παρά την ικανότητα παράκαμψης των κανόνων,
για την ορθή εφαρμογή των οποίων επίσης υποκριτικά κόπτονται, ή τη
θέσπιση νέων, που θα τις επιτρέπουν να διατηρούν την ισχύ που απέκτησαν
και συνεπώς να διαιωνίζονται. Ο σφοδρός ανταγωνισμός, ο οποίος είναι
σύμφυτος με την «αξιοκρατική κοινωνία», εμπεριέχει ταυτόχρονα και τα
κίνητρα για κάθε ανομία και απάτη, ενώ ενθαρρύνει και νομιμοποιεί
συμπεριφορές που αναλώνονται στο κυνήγι της επιτυχίας, αρκεί στο τέλος
το κυνήγι αυτό να αποβεί νικηφόρο και να αποφέρει κέρδος. Δεν είναι
τυχαίο ότι κεντρικά συνθήματα στο λεξιλόγιο της αξιοκρατίας αποτελούν η
«Επιτυχία» και ο «Ανταγωνισμός». Και τούτο, γιατί τα καλά πράγματα στη
ζωή, όπως μια καλή και σταθερή εργασία, γίνονται ολοένα και σπανιότερα,
επομένως, πρέπει κάποιος να πιστέψει στον συνεχή και ανηλεή ανταγωνισμό
για να τ’ αποκτήσει. Σε μια διαφορετική κοινωνία, όμως, όπου ο καθένας
θα μπορούσε να έχει μια ικανοποιητική δουλειά και ζωή, δεν θα χρειαζόταν
να κολυμπήσει στα βρώμικα νερά της αξιοκρατίας για να τα γευτεί.
Το συμπέρασμα του βιβλίου είναι ότι η Αξιοκρατία είναι όχι μόνο
υποκριτική, αλλά και οι ελίτ που παράγει, στο τέλος τέλος, κάθε άλλο
παρά ικανές είναι. Οι κήρυκες της αξιοκρατίας αποδέχονται κατ’ ουσίαν
την ανάγκη ύπαρξης και διαιώνισης των κοινωνικών ανισοτήτων, αποδίδοντάς
τις στη φυσική ανισότητα των προσώπων, και όχι στην ανισότητα των
ευκαιριών. Έχοντας δε τραβήξει τη σκάλα που οδηγεί προς τα πάνω
πατώματα, και μένοντας απομονωμένες στους μύθους και το ναρκισσισμό
τους, έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και τα προβλήματά της.
Και καταλήγει: «Αν θέλουμε Αξιοκρατία, ας εργαστούμε για την
Ισότητα, καθ’ ότι στη ρίζα της ανισότητας της ισχύος και των ευκαιριών,
κατοικοεδρεύει η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου».
Το αστείο είναι ότι ο όρος αξιοκρατία, σαν κοινωνικός θεσμός,
περιγράφεται για πρώτη φορά από τον Michael Young σε σατιρικό βιβλίο της
δεκαετίας του 1950, υπό τον τίτλο «Η Άνοδος της Αξιοκρατίας». Το βιβλίο
είναι του είδους του Οργουελιανού «Θαυμαστού Καινούργιου Κόσμου», και
αναφέρεται σε ένα δυστοπικό μέλλον, στο οποίο η επιλογή των ταγών της
κοινωνίας γίνεται ανάμεσα στους πιο έξυπνους, τους πιο παραγωγικούς και
τους πιο δουλευταράδες. Όταν πολύ αργότερα, ο Young, ανακάλυψε ότι η
λέξη «αξιοκρατία», την οποία είχε χρησιμοποιήσει σκωπτικά, είχε
υιοθετηθεί σαν πραγματικό κοινωνικό μοντέλο, θορυβήθηκε τόσο, ώστε να
αναφωνήσει: ‘Όχι, όχι, όχι, δεν το εννοούσα έτσι. Το εννοούσα σαν τι
φοβερό όραμα θα ήταν για μια κοινωνία να αθετήσει τη δημοκρατική
δέσμευση της ισότητας και να εκχωρήσει τις σπουδαίες αποφάσεις σε
ανθρώπους επιλεγμένους για το μυαλό τους και οποιαδήποτε άλλα
χαρακτηριστικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου