από: Σπύρος Αραβανής
`
Η βία που ασκείται εν ονόματι ενός Θεού δεν αποτελεί καινούριο φαινόμενο όπως μας δείχνει η Ιστορία του Χριστιανισμού. Ωστόσο, από αυτή την Ιστορία μπορούμε επίσης να διδαχτούμε όχι μόνο γύρω από θέματα καταστολής, αλλά και εξουδετέρωσης των δυναμικών θρησκευτικής βίας.
.
Θα ήταν λάθος, αν σε μια συζήτηση γύρω από το δυναμικό βίας των θρησκειών οι Χριστιανοί συμμετείχαν έχοντας ένα παραινετικό τόνο. Σύμφωνα με τον θρησκειολόγο Έρνστ Μπεντς «ούτε το Ισλάμ, ούτε ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός δεν έχουν - ούτε κατά προσέγγιση - σκοτώσει τόσους ανθρώπους εν ονόματι της πίστης τους, όσους έχουν οι χριστιανικές εκκλησίες». Αρκετοί καλλιτέχνες έχουν κάποιες φορές εκφράσει δραστικά αυτή την επίγνωση, όπως, για παράδειγμα, ο Jose Clemente Orozco στον πίνακα «Ο Χριστός καταστρέφει το σταυρό του»: Αν ο Χριστός επέστρεφε, θα κατέστρεφε καταρχήν το σταυρό του, αφού οι Χριστιανοί άφησαν εν ονόματι αυτού του σημείου ίχνη βίας στην Ιστορία. Από την Ιστορία του Χριστιανισμού μπορεί όμως επίσης κανείς να διδαχτεί, με ποιο τρόπο έχουν ξεπεραστεί συγκεκριμένες παθολογίες βίας με τη βοήθεια της θεολογικής - φιλοσοφικής διαλεκτικής και της κοσμικής εξέλιξης του Δικαίου και του Κράτους. Οι Χριστιανοί μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν συνειδητά, καταθέτοντας την αυτοκριτική αυτή άποψη στο τραπέζι της διαθρησκευτικής συζήτησης γύρω από την θρησκευτικά υποκινούμενη βία.
`
Jose Clemente Orozco: Ο Χριστός καταστρέφει το Σταυρό του
.
Σήμερα επικρατεί ομοφωνία σε σχέση με το ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί τη Βίβλο, για να δικαιολογήσει φαινόμενα βίας. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Τον 16ο αιώνα ο ουμανιστής Juan Ginés de Sepúlveda προσπαθούσε να δικαιολογήσει το επιχείρημα «της έλλειψης πίστης και της ειδωλολατρίας των Ινδιάνων» ως αφορμή για την υποδούλωση τους από τους Ισπανούς παραπέμποντας στη Βίβλο, κυρίως στο βιβλίο Δευτερονόμιο. Πίστευε, ότι ορισμένοι κάτοικοι της Γης της Επαγγελίας έχουν εξοντωθεί από το Θεό «λόγω της αθεϊας τους», όπως αναφέρεται στο 5ο βιβλίο του Μωυσή (9,4)*, υποστηρίζοντας, πως και άλλοι λαοί, οι οποίοι δεν είχαν αμαρτήσει σε τέτοιο βαθμό όπως οι Ινδιάνοι, είχαν υποδουλωθεί από τους θεοσεβείς Εβραίους «εξαιτίας της αθεϊας και της ειδωλολατρικής τους πίστης».
(*Σ.τ.μ:.. ουχί δια την δικαιοσύνην σου, ουδέ δια την οσιότητα της καρδίας σου συ εισπορεύη κληρονομήσαι την γην αυτών, αλλά δια την ασέβειαν των εθνών τούτων Κύριος εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου σου…)
Αυτό το χωρίο της εξόντωσης των λαών της Παλαιστίνης από τις εβραϊκές στρατιωτικές ορδές, όπως αυτή επετράπη ή προκλήθηκε από τον ίδιο τον Γιαχβέ, δεν μπορεί να αφαιρεθεί πια από τη Βίβλο. Τα «αιμοδιψή χαρακτηριστικά», με τα οποία εμφανίζεται ο ζηλόφθονος Θεός κατά την Έξοδο και την κατάληψη της Παλαιστίνης, έχουν γίνει σήμερα η αιτία για την οποία πολλά φιλελεύθερα άτομα έστρεψαν τα νώτα τους στην εκκλησία. Εξάλλου, εξαιτίας αυτού του αποσπάσματος, ο αιγυπτιολόγος Γιαν Άσμανν υποστηρίζει ως γνωστόν τη θέση, ότι ο μονοθεϊσμός οδηγεί αναγκαστικά και σταθερά στη μισαλλοδοξία, τον αποκλεισμό και τη βία. Σύγχρονοι θεολόγοι προσπαθούν να μετριάσουν την σφοδρότητα αυτού του χωρίου προτείνοντας μια ιστορική - κριτική ανάγνωση, λέγοντας, πως η κατάληψη της Παλαιστίνης υπήρξε πολύ λιγότερο βίαιη και πως πολλά χωρία παρουσιάζονται κατ΄αυτόν τον τρόπο, επειδή ανήκουν σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος εβραϊκής μυθοπλασίας, ή ερμηνεύοντας το ως έκφραση ενός «ανώριμου» μονοθεϊσμού. Ο ώριμος και οριστικός μονοθεϊσμός - ως μια πίστη που συνδέει λαούς - σκιαγραφείται, όπως υποστηρίζουν, στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου του Ησαΐα.
Ο Βartolome de Las Casas, αντίθετος με τον Sepúlveda, δεν είχε, βέβαια, την δυνατότητα να ανατρέξει σε αυτές τις διαπιστώσεις της σύγχρονης βιβλικής ερμηνείας, όμως η απάντηση που δίνει στα επιχειρήματα του Sepúlveda, καθιστά φανερό, ότι κάποιος θα μπορούσε να εκφράσει αντίθεση για τα λουτρά αίματος που διεπράχθησαν εν ονόματι του Γιαχβέ ακόμα και με τα μέσα της πάλαι ποτέ, μάλλον αλληγορικής ερμηνείας της Βίβλου. Έτσι, η ακραίας μορφής βία εναντίον των Αιγυπτίων και των Χαναναίων, η οποία ασκήθηκε ή καθοδηγήθηκε από τον ίδιο το Θεό, υπήρξε για τον Las Casas μια αινιγματική πράξη του Μεγαλοδύναμου, που αντιβαίνει τη λογική και τη θεωρία του δίκαιου πολέμου. Η πράξη αυτή - όπως πρέσβευε από κοινού με τον Αυγουστίνο - μας αφήνει έκπληκτους και δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να την μιμηθούμε («admirari, sed non imitari»).
`
Bartolome de Las Casas (1484 – 1566). Υπήρξε μέλος του τάγματος των Δομινικανών μοναχών και επίσκοπος στις ισπανικές αποικίες της Αμερικής. Τάχθηκε υπέρ των δικαιωμάτων των ιθαγενών και χαρακτηρίστηκε ως ο Απόστολος των Ινδιάνων.
.
Οι επεκτατικοί πόλεμοι για την απόκτηση ζωτικού χώρου ή εξαιτίας δίψας για εξουσία υπήρξαν πάντα αντικείμενο αυστηρής κριτικής, παρόλα αυτά οι περισσότεροι διεξήχθησαν και συνεχίζουν να διεξάγονται ακόμα και σήμερα γι΄αυτούς ακριβώς τους λόγους. Η εκδοχή του δίκαιου πολέμου θεωρεί ως δεδομένη την βασική παρατήρηση, ότι ο πόλεμος είναι κάτι «Κακό» και προσπαθεί να τον καταστείλει, όχι να τον υποστηρίξει. Ο πόλεμος δεν είναι δικαιολογημένος χωρίς την ύπαρξη ενός εξακριβωμένου και μεγάλου αδικήματος σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ο οποίος ανατρέχει σε στωικές διδασκαλίες.
Ο Thomas von Aquin απαρίθμησε αργότερα τα μέχρι σήμερα γνωστά τρία κριτήρια - τα οποία βρίσκονται μεν διασκορπισμένα και στο έργο του Αυγουστίνου - βάση των οποίων ένας πόλεμος κρίνεται δικαιολογημένος: αναγνωρισμένη εγκυρότητα, δίκαιη αιτία και αμερόληπτη πρόθεση. Έτσι, η συμφορά που επισύρει μια συμπλοκή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν μια χώρα που προξενεί Κακό, μπορεί να αποτραπεί μόνο μέσω ενός πολέμου από την περεταίρω διάπραξη ανομιών και κακουργημάτων.
Τον 16Ο αιώνα, θεολόγοι και νομικοί στη Σαλαμάνκα ανέπτυξαν επιπλέον κριτήρια σε ό,τι αφορά στην νομιμότητα ενός πολέμου. Η πολεμική δραστηριότητα – σύμφωνα με αυτά – θα πρέπει να είναι αρμόζουσα και να στοχεύει σε επιτυχία, να έχει, δηλαδή, ως στόχο την βελτίωση της κατάστασης. Η ένοπλη σύρραξη θα πρέπει ακόμα να θεωρηθεί ως το τελευταίο μέσο (ultima ratio), αφού πια όλοι οι άλλοι τρόποι έχουν αποδειχτεί ανεφάρμοστοι ή αναποτελεσματικοί. Και τελικά, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, θα πρέπει να συνεχίσει να ισχύει το Δίκαιο και ο ηθικός νόμος (ius in bello), ώστε να μην επιτρέπεται καθετί.
`
Σφαγές των Ινδιάνων της Αμερικής από τους Ισπανούς κατακτητές
.
*
Στην εκκλησιαστική Ιστορία βρίσκουμε επίσης το κατασκεύασμα της επονομαζόμενης «Ιεραποστολής». Έτσι αποκαλείται από το Μεσαίωνα το δικαίωμα αποστολής ιερωμένων με σκοπό την κήρυξη του Ευαγγελίου, ακόμα και υπό την προστασία όπλων, όχι όμως και το δικαίωμα του εξαναγκασμού αλλόθρησκων να παρακολουθήσουν το κήρυγμα ή να προσηλυτιστούν παρά την θέλησή τους.
Σε σχέση με την κατάκτηση και τον εκχριστιανισμό του Νέου Κόσμου, η διασφάλιση του ιεραποστολικού αυτού δικαιώματος έπαιξε σημαντικό ρόλο σε ό, τι αφορά στην δικαιολόγηση της σταδιακής νομής εδαφών Ινδιάνων ιθαγενών. Ωστόσο, κανείς δεν σκέφτηκε το αντίθετο: το δικαίωμα, δηλαδή, άλλων θρησκειών να αποστείλουν δικούς τους αντιπροσώπους σε χριστιανικές χώρες. Κατ΄αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένας μονόδρομος με σκοπό τον εκχριστιανισμό και την κατάκτηση του κόσμου. Το έτος 1243, ο πάπας Ιννοκέντιος ΙV υποστήριξε την υποχρέωση που είχαν οι «ειδωλολάτρες» να ανεχτούν χριστιανούς ιεραποστόλους, αρνούμενος ταυτόχρονα, ότι οι χριστιανοί κατακτητές θα ήταν επί παραδείγματι επίσης υποχρεωμένοι να δεχτούν κήρυκες του «ψευδή» Ισλαμισμού: «Δεν θα πρέπει κανείς να εκφέρει κρίση για εκείνους κατά τον ίδιο τρόπο όπως για εμάς, αφού αυτοί είναι δέσμιοι πλάνης, εμείς, όμως, ακολουθούμε το δρόμο της αλήθειας, όπως αυτή μας έχει εγγυηθεί ως βεβαιότητα πίστης».
Ακόμα και έως το 1948 το περιοδικό «La Civiltà Cattolica», το οποίο εξέδιδαν Ιησουίτες, αντιπροσώπευε την άποψη, ότι ανεξιθρησκεία υπάρχει μόνο για την «αληθινή» πίστη, για τον Καθολικισμό, δηλαδή. Στην Σύνοδο που ακολούθησε, η καθολική εκκλησία απομακρύνθηκε επιτέλους από αυτή την παθολογία. Αυτή η στροφή προς το καλύτερο μπόρεσε όμως να επιτευχθεί μόνο με την βοήθεια της φιλοσοφικής λογικής και της κοσμικής εξέλιξης δικαίου και κράτους – μόνο μετά τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας.
(Σ.τ. Μ: Απόσπασμα από την σύγχρονη διακήρυξη της Ελληνικής Ορθόδοξης Ιεραποστολής: «Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή, λοιπόν, εφ’ όσον δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να ελευθερώσει τον άνθρωπο, να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της αμάθειας και της αμαρτίας, από τη δουλεία της πλάνης, της φθοράς και του θανάτου, γνωρίζοντάς του την αλήθεια και κάνοντάς τον ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, όπου υπάρχει το πνεύμα του Κυρίου και η ελευθερία, δεν είναι ιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά σαφώς απελευθερωτικό» )
`
Με παρόμοιο τρόπο η εκκλησία απομακρύνθηκε από την αποτρόπαια πρακτική της πάταξης των αιρετικών, η οποία έφτανε μάλιστα μέχρι και την «εξάχνωση» τους στην πυρά. Το δικαίωμα της καταπολέμησης των αιρέσεων υπήρξε η παράδοξη συνέχιση του ρωμαϊκού εκείνου δικαίου, το οποίο στρεφόταν ενάντια σε όσους αρνιόταν την λατρεία του αυτοκράτορα, με θύματα του κυρίως Χριστιανούς. Το αντίστοιχο χριστιανικό δίκαιο αμφισβητήθηκε, όμως, πραγματικά μόλις τον 16ο αιώνα. Αφορμή γι΄αυτό ήταν η δίκη και ο ακόλουθος απαγχονισμός του Ισπανού Miguel Servet το έτος 1553.
Στο ώριμο έργο του «Christianismi restitution», ο Servet υποστηρίζει την άποψη, ότι ο Χριστιανισμός θα πρέπει να απομακρυνθεί από το δόγμα της τριαδικότητας του Θεού και να επιστρέψει στο αρχικό αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται στην Βίβλο.
Διέφυγε στη Γενεύη κυνηγημένος από την Ιερά Εξέταση, όπου όμως τον ανακάλυψε κατά την διάρκεια κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας ο Καλβίνος και τον συνέλαβε κατηγορώντας τον ως αιρετικό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θέσεις του Servet υπέρ των Εβραίων, του Κορανίου και των Μουσουλμάνων κατά την διάρκεια της δίκης που έγινε εναντίον του. Οι θέσεις αυτές στάθηκαν αφορμή να αναρωτηθούν οι κατήγοροι, μήπως ο ίδιος είναι εβραϊκής καταγωγής, να εκφράσουν την απορία, γιατί να έχει διαβάσει το Κοράνιο, ή αν άραγε αγνοεί, πως αυτές οι θέσεις αποτελούν πλεονέκτημα για τους Εβραίους και τους Τούρκους, αφού προσπαθούσε – όπως φρονούσαν – να αντικρούσει την θεϊκή υπόσταση του Χριστού χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματά τους.
Η θανάτωση του Servet πυροδότησε την συζήτηση γύρω από θέματα ανεκτικότητας και ελευθερίας της έκφρασης στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο ίδιος υποστήριξε κατά την διάρκεια της δίκης του, πως το γεγονός ότι η εκκλησία έχει το δικαίωμα να καταδικάσει σε θάνατο αιρετικούς, ήταν μια καινούργια επινόηση, «την οποία δεν γνώριζαν οι Απόστολοι και οι μαθητές της πρώτης εκκλησίας». Την ίδια επιχειρηματολογία ακολούθησε επίσης ο σαβοϊάρδος Sebastian Castellio από την Βασιλεία της Ελβετίας, εκφράζοντας την αγανάκτησή του, ότι ένας άνθρωπος θανατώνεται – εννοώντας τον Servet – λόγω της θρησκείας του, κάτι που αντιβαίνει την χριστιανική παραβολή του σίτου και των ζιζανίων: «Η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν σημαίνει πράξη υπεράσπισης μιας διδασκαλίας, αλλά αποτελεί φόνο».
*
`
Η Ιστορία του Χριστιανισμού μας διδάσκει, ότι κάποιες παθολογίες βίας ξεπεράστηκαν με κόπο. Θρησκείες και ιδεολογίες μπορούν, όμως, και στο μέλλον να μεταλλαχθούν παίρνοντας μορφή βίας. Ας μην ξεχνάμε, πως ο άνθρωπος σύμφωνα με τις βιβλικές διηγήσεις έχει μια πληγωμένη φύση - αυτή του Κάιν. Γι΄αυτό και η ανθρωπότητα δίνει την εντύπωση μιας «κολασμένης μηχανής», όπως θα έλεγε ο Αντόρνο. Ανάμεσα στην σφεντόνα της Προϊστορίας και τα όπλα μαζικής καταστροφής της εποχής μας υπάρχει αναμφισβήτητα μια τεχνολογική πρόοδος – υπάρχει όμως και μια αντίστοιχη ηθική;
Ο Καντ υποπτευόταν, πως η πρόοδος για την πραγμάτωση μιας πανανθρώπινης ιδέας θα μπορούσε να αποτύχει εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου, γιατί «από τέτοια στραβά ξύλα δεν μπορεί να φτιαχτεί τίποτα ίσιο». Ο πολιτισμός στην ως τώρα πορεία του δεν μπόρεσε και εξαιτίας αυτού του λόγου να λύσει το πρόβλημα της βίας. Η Ιστορία διδάσκει, ότι οι πολιτικές θρησκείες της σύγχρονης εποχής - ο Εθνικισμός, ο Εθνικοσοσιαλισμός, ο Φασισμός, ο Κομμουνισμός - υπήρξαν μάλιστα πιο βίαιες από τις παραδοσιακές εκκλησίες και θρησκευτικές ομάδες. Θα πρέπει, λοιπόν, να συνεχίσουμε να ζούμε με παθολογίες βίας, δεν διαφαίνεται ακόμα η ποθητή «εποχή του πνεύματος».
Όμως, με κάθε διαλεκτική προσπάθεια αποκάλυψης της βίας που εγκυμονούν «ανώριμες» θρησκείες, όπως για παράδειγμα μέσω της ανταλλαγής που αφορά στον τρόπο ερμηνείας των ιερών κειμένων ή στις ουσιώδεις αξίες και νόρμες που υπάρχουν στις θρησκείες και τους πολιτισμούς, ερχόμαστε ίσως λίγο πιο κοντά προς την επίτευξη μιας ειρηνικής συμβίωσης στη γη.
.
***************************************
Ο Μαριάνο Ντελγκάντο είναι καθηγητής μεσαιωνικής και νεότερης Ιστορίας των θρησκειών και διευθυντής του Ινστιτούτου θρησκευτικών σπουδών και διαθρησκευτικού διαλόγου στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
.
(Άρθρο της ελβετικής εφημερίδας Neue Zürcher Zeitung, 2014)
Η βία που ασκείται εν ονόματι ενός Θεού δεν αποτελεί καινούριο φαινόμενο όπως μας δείχνει η Ιστορία του Χριστιανισμού. Ωστόσο, από αυτή την Ιστορία μπορούμε επίσης να διδαχτούμε όχι μόνο γύρω από θέματα καταστολής, αλλά και εξουδετέρωσης των δυναμικών θρησκευτικής βίας.
.
Θα ήταν λάθος, αν σε μια συζήτηση γύρω από το δυναμικό βίας των θρησκειών οι Χριστιανοί συμμετείχαν έχοντας ένα παραινετικό τόνο. Σύμφωνα με τον θρησκειολόγο Έρνστ Μπεντς «ούτε το Ισλάμ, ούτε ο Βουδισμός ή ο Ινδουισμός δεν έχουν - ούτε κατά προσέγγιση - σκοτώσει τόσους ανθρώπους εν ονόματι της πίστης τους, όσους έχουν οι χριστιανικές εκκλησίες». Αρκετοί καλλιτέχνες έχουν κάποιες φορές εκφράσει δραστικά αυτή την επίγνωση, όπως, για παράδειγμα, ο Jose Clemente Orozco στον πίνακα «Ο Χριστός καταστρέφει το σταυρό του»: Αν ο Χριστός επέστρεφε, θα κατέστρεφε καταρχήν το σταυρό του, αφού οι Χριστιανοί άφησαν εν ονόματι αυτού του σημείου ίχνη βίας στην Ιστορία. Από την Ιστορία του Χριστιανισμού μπορεί όμως επίσης κανείς να διδαχτεί, με ποιο τρόπο έχουν ξεπεραστεί συγκεκριμένες παθολογίες βίας με τη βοήθεια της θεολογικής - φιλοσοφικής διαλεκτικής και της κοσμικής εξέλιξης του Δικαίου και του Κράτους. Οι Χριστιανοί μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν συνειδητά, καταθέτοντας την αυτοκριτική αυτή άποψη στο τραπέζι της διαθρησκευτικής συζήτησης γύρω από την θρησκευτικά υποκινούμενη βία.
`
Jose Clemente Orozco: Ο Χριστός καταστρέφει το Σταυρό του
.
Σήμερα επικρατεί ομοφωνία σε σχέση με το ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί τη Βίβλο, για να δικαιολογήσει φαινόμενα βίας. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Τον 16ο αιώνα ο ουμανιστής Juan Ginés de Sepúlveda προσπαθούσε να δικαιολογήσει το επιχείρημα «της έλλειψης πίστης και της ειδωλολατρίας των Ινδιάνων» ως αφορμή για την υποδούλωση τους από τους Ισπανούς παραπέμποντας στη Βίβλο, κυρίως στο βιβλίο Δευτερονόμιο. Πίστευε, ότι ορισμένοι κάτοικοι της Γης της Επαγγελίας έχουν εξοντωθεί από το Θεό «λόγω της αθεϊας τους», όπως αναφέρεται στο 5ο βιβλίο του Μωυσή (9,4)*, υποστηρίζοντας, πως και άλλοι λαοί, οι οποίοι δεν είχαν αμαρτήσει σε τέτοιο βαθμό όπως οι Ινδιάνοι, είχαν υποδουλωθεί από τους θεοσεβείς Εβραίους «εξαιτίας της αθεϊας και της ειδωλολατρικής τους πίστης».
(*Σ.τ.μ:.. ουχί δια την δικαιοσύνην σου, ουδέ δια την οσιότητα της καρδίας σου συ εισπορεύη κληρονομήσαι την γην αυτών, αλλά δια την ασέβειαν των εθνών τούτων Κύριος εξολοθρεύσει αυτούς από προσώπου σου…)
Αυτό το χωρίο της εξόντωσης των λαών της Παλαιστίνης από τις εβραϊκές στρατιωτικές ορδές, όπως αυτή επετράπη ή προκλήθηκε από τον ίδιο τον Γιαχβέ, δεν μπορεί να αφαιρεθεί πια από τη Βίβλο. Τα «αιμοδιψή χαρακτηριστικά», με τα οποία εμφανίζεται ο ζηλόφθονος Θεός κατά την Έξοδο και την κατάληψη της Παλαιστίνης, έχουν γίνει σήμερα η αιτία για την οποία πολλά φιλελεύθερα άτομα έστρεψαν τα νώτα τους στην εκκλησία. Εξάλλου, εξαιτίας αυτού του αποσπάσματος, ο αιγυπτιολόγος Γιαν Άσμανν υποστηρίζει ως γνωστόν τη θέση, ότι ο μονοθεϊσμός οδηγεί αναγκαστικά και σταθερά στη μισαλλοδοξία, τον αποκλεισμό και τη βία. Σύγχρονοι θεολόγοι προσπαθούν να μετριάσουν την σφοδρότητα αυτού του χωρίου προτείνοντας μια ιστορική - κριτική ανάγνωση, λέγοντας, πως η κατάληψη της Παλαιστίνης υπήρξε πολύ λιγότερο βίαιη και πως πολλά χωρία παρουσιάζονται κατ΄αυτόν τον τρόπο, επειδή ανήκουν σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος εβραϊκής μυθοπλασίας, ή ερμηνεύοντας το ως έκφραση ενός «ανώριμου» μονοθεϊσμού. Ο ώριμος και οριστικός μονοθεϊσμός - ως μια πίστη που συνδέει λαούς - σκιαγραφείται, όπως υποστηρίζουν, στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου του Ησαΐα.
Ο Βartolome de Las Casas, αντίθετος με τον Sepúlveda, δεν είχε, βέβαια, την δυνατότητα να ανατρέξει σε αυτές τις διαπιστώσεις της σύγχρονης βιβλικής ερμηνείας, όμως η απάντηση που δίνει στα επιχειρήματα του Sepúlveda, καθιστά φανερό, ότι κάποιος θα μπορούσε να εκφράσει αντίθεση για τα λουτρά αίματος που διεπράχθησαν εν ονόματι του Γιαχβέ ακόμα και με τα μέσα της πάλαι ποτέ, μάλλον αλληγορικής ερμηνείας της Βίβλου. Έτσι, η ακραίας μορφής βία εναντίον των Αιγυπτίων και των Χαναναίων, η οποία ασκήθηκε ή καθοδηγήθηκε από τον ίδιο το Θεό, υπήρξε για τον Las Casas μια αινιγματική πράξη του Μεγαλοδύναμου, που αντιβαίνει τη λογική και τη θεωρία του δίκαιου πολέμου. Η πράξη αυτή - όπως πρέσβευε από κοινού με τον Αυγουστίνο - μας αφήνει έκπληκτους και δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να την μιμηθούμε («admirari, sed non imitari»).
`
Bartolome de Las Casas (1484 – 1566). Υπήρξε μέλος του τάγματος των Δομινικανών μοναχών και επίσκοπος στις ισπανικές αποικίες της Αμερικής. Τάχθηκε υπέρ των δικαιωμάτων των ιθαγενών και χαρακτηρίστηκε ως ο Απόστολος των Ινδιάνων.
.
Οι επεκτατικοί πόλεμοι για την απόκτηση ζωτικού χώρου ή εξαιτίας δίψας για εξουσία υπήρξαν πάντα αντικείμενο αυστηρής κριτικής, παρόλα αυτά οι περισσότεροι διεξήχθησαν και συνεχίζουν να διεξάγονται ακόμα και σήμερα γι΄αυτούς ακριβώς τους λόγους. Η εκδοχή του δίκαιου πολέμου θεωρεί ως δεδομένη την βασική παρατήρηση, ότι ο πόλεμος είναι κάτι «Κακό» και προσπαθεί να τον καταστείλει, όχι να τον υποστηρίξει. Ο πόλεμος δεν είναι δικαιολογημένος χωρίς την ύπαρξη ενός εξακριβωμένου και μεγάλου αδικήματος σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ο οποίος ανατρέχει σε στωικές διδασκαλίες.
Ο Thomas von Aquin απαρίθμησε αργότερα τα μέχρι σήμερα γνωστά τρία κριτήρια - τα οποία βρίσκονται μεν διασκορπισμένα και στο έργο του Αυγουστίνου - βάση των οποίων ένας πόλεμος κρίνεται δικαιολογημένος: αναγνωρισμένη εγκυρότητα, δίκαιη αιτία και αμερόληπτη πρόθεση. Έτσι, η συμφορά που επισύρει μια συμπλοκή θα πρέπει να γίνει αποδεκτή, αν μια χώρα που προξενεί Κακό, μπορεί να αποτραπεί μόνο μέσω ενός πολέμου από την περεταίρω διάπραξη ανομιών και κακουργημάτων.
Τον 16Ο αιώνα, θεολόγοι και νομικοί στη Σαλαμάνκα ανέπτυξαν επιπλέον κριτήρια σε ό,τι αφορά στην νομιμότητα ενός πολέμου. Η πολεμική δραστηριότητα – σύμφωνα με αυτά – θα πρέπει να είναι αρμόζουσα και να στοχεύει σε επιτυχία, να έχει, δηλαδή, ως στόχο την βελτίωση της κατάστασης. Η ένοπλη σύρραξη θα πρέπει ακόμα να θεωρηθεί ως το τελευταίο μέσο (ultima ratio), αφού πια όλοι οι άλλοι τρόποι έχουν αποδειχτεί ανεφάρμοστοι ή αναποτελεσματικοί. Και τελικά, τόσο στον πόλεμο, όσο και στην αντιμετώπιση των αιχμαλώτων, θα πρέπει να συνεχίσει να ισχύει το Δίκαιο και ο ηθικός νόμος (ius in bello), ώστε να μην επιτρέπεται καθετί.
`
Σφαγές των Ινδιάνων της Αμερικής από τους Ισπανούς κατακτητές
.
*
Στην εκκλησιαστική Ιστορία βρίσκουμε επίσης το κατασκεύασμα της επονομαζόμενης «Ιεραποστολής». Έτσι αποκαλείται από το Μεσαίωνα το δικαίωμα αποστολής ιερωμένων με σκοπό την κήρυξη του Ευαγγελίου, ακόμα και υπό την προστασία όπλων, όχι όμως και το δικαίωμα του εξαναγκασμού αλλόθρησκων να παρακολουθήσουν το κήρυγμα ή να προσηλυτιστούν παρά την θέλησή τους.
Σε σχέση με την κατάκτηση και τον εκχριστιανισμό του Νέου Κόσμου, η διασφάλιση του ιεραποστολικού αυτού δικαιώματος έπαιξε σημαντικό ρόλο σε ό, τι αφορά στην δικαιολόγηση της σταδιακής νομής εδαφών Ινδιάνων ιθαγενών. Ωστόσο, κανείς δεν σκέφτηκε το αντίθετο: το δικαίωμα, δηλαδή, άλλων θρησκειών να αποστείλουν δικούς τους αντιπροσώπους σε χριστιανικές χώρες. Κατ΄αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένας μονόδρομος με σκοπό τον εκχριστιανισμό και την κατάκτηση του κόσμου. Το έτος 1243, ο πάπας Ιννοκέντιος ΙV υποστήριξε την υποχρέωση που είχαν οι «ειδωλολάτρες» να ανεχτούν χριστιανούς ιεραποστόλους, αρνούμενος ταυτόχρονα, ότι οι χριστιανοί κατακτητές θα ήταν επί παραδείγματι επίσης υποχρεωμένοι να δεχτούν κήρυκες του «ψευδή» Ισλαμισμού: «Δεν θα πρέπει κανείς να εκφέρει κρίση για εκείνους κατά τον ίδιο τρόπο όπως για εμάς, αφού αυτοί είναι δέσμιοι πλάνης, εμείς, όμως, ακολουθούμε το δρόμο της αλήθειας, όπως αυτή μας έχει εγγυηθεί ως βεβαιότητα πίστης».
Ακόμα και έως το 1948 το περιοδικό «La Civiltà Cattolica», το οποίο εξέδιδαν Ιησουίτες, αντιπροσώπευε την άποψη, ότι ανεξιθρησκεία υπάρχει μόνο για την «αληθινή» πίστη, για τον Καθολικισμό, δηλαδή. Στην Σύνοδο που ακολούθησε, η καθολική εκκλησία απομακρύνθηκε επιτέλους από αυτή την παθολογία. Αυτή η στροφή προς το καλύτερο μπόρεσε όμως να επιτευχθεί μόνο με την βοήθεια της φιλοσοφικής λογικής και της κοσμικής εξέλιξης δικαίου και κράτους – μόνο μετά τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας.
(Σ.τ. Μ: Απόσπασμα από την σύγχρονη διακήρυξη της Ελληνικής Ορθόδοξης Ιεραποστολής: «Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή, λοιπόν, εφ’ όσον δεν έχει άλλο σκοπό, παρά να ελευθερώσει τον άνθρωπο, να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της αμάθειας και της αμαρτίας, από τη δουλεία της πλάνης, της φθοράς και του θανάτου, γνωρίζοντάς του την αλήθεια και κάνοντάς τον ζωντανό μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, όπου υπάρχει το πνεύμα του Κυρίου και η ελευθερία, δεν είναι ιμπεριαλιστικό κίνημα, αλλά σαφώς απελευθερωτικό» )
`
Με παρόμοιο τρόπο η εκκλησία απομακρύνθηκε από την αποτρόπαια πρακτική της πάταξης των αιρετικών, η οποία έφτανε μάλιστα μέχρι και την «εξάχνωση» τους στην πυρά. Το δικαίωμα της καταπολέμησης των αιρέσεων υπήρξε η παράδοξη συνέχιση του ρωμαϊκού εκείνου δικαίου, το οποίο στρεφόταν ενάντια σε όσους αρνιόταν την λατρεία του αυτοκράτορα, με θύματα του κυρίως Χριστιανούς. Το αντίστοιχο χριστιανικό δίκαιο αμφισβητήθηκε, όμως, πραγματικά μόλις τον 16ο αιώνα. Αφορμή γι΄αυτό ήταν η δίκη και ο ακόλουθος απαγχονισμός του Ισπανού Miguel Servet το έτος 1553.
Στο ώριμο έργο του «Christianismi restitution», ο Servet υποστηρίζει την άποψη, ότι ο Χριστιανισμός θα πρέπει να απομακρυνθεί από το δόγμα της τριαδικότητας του Θεού και να επιστρέψει στο αρχικό αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται στην Βίβλο.
Διέφυγε στη Γενεύη κυνηγημένος από την Ιερά Εξέταση, όπου όμως τον ανακάλυψε κατά την διάρκεια κυριακάτικης Θείας Λειτουργίας ο Καλβίνος και τον συνέλαβε κατηγορώντας τον ως αιρετικό.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι θέσεις του Servet υπέρ των Εβραίων, του Κορανίου και των Μουσουλμάνων κατά την διάρκεια της δίκης που έγινε εναντίον του. Οι θέσεις αυτές στάθηκαν αφορμή να αναρωτηθούν οι κατήγοροι, μήπως ο ίδιος είναι εβραϊκής καταγωγής, να εκφράσουν την απορία, γιατί να έχει διαβάσει το Κοράνιο, ή αν άραγε αγνοεί, πως αυτές οι θέσεις αποτελούν πλεονέκτημα για τους Εβραίους και τους Τούρκους, αφού προσπαθούσε – όπως φρονούσαν – να αντικρούσει την θεϊκή υπόσταση του Χριστού χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματά τους.
Η θανάτωση του Servet πυροδότησε την συζήτηση γύρω από θέματα ανεκτικότητας και ελευθερίας της έκφρασης στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Ο ίδιος υποστήριξε κατά την διάρκεια της δίκης του, πως το γεγονός ότι η εκκλησία έχει το δικαίωμα να καταδικάσει σε θάνατο αιρετικούς, ήταν μια καινούργια επινόηση, «την οποία δεν γνώριζαν οι Απόστολοι και οι μαθητές της πρώτης εκκλησίας». Την ίδια επιχειρηματολογία ακολούθησε επίσης ο σαβοϊάρδος Sebastian Castellio από την Βασιλεία της Ελβετίας, εκφράζοντας την αγανάκτησή του, ότι ένας άνθρωπος θανατώνεται – εννοώντας τον Servet – λόγω της θρησκείας του, κάτι που αντιβαίνει την χριστιανική παραβολή του σίτου και των ζιζανίων: «Η θανάτωση ενός ανθρώπου δεν σημαίνει πράξη υπεράσπισης μιας διδασκαλίας, αλλά αποτελεί φόνο».
*
`
Η Ιστορία του Χριστιανισμού μας διδάσκει, ότι κάποιες παθολογίες βίας ξεπεράστηκαν με κόπο. Θρησκείες και ιδεολογίες μπορούν, όμως, και στο μέλλον να μεταλλαχθούν παίρνοντας μορφή βίας. Ας μην ξεχνάμε, πως ο άνθρωπος σύμφωνα με τις βιβλικές διηγήσεις έχει μια πληγωμένη φύση - αυτή του Κάιν. Γι΄αυτό και η ανθρωπότητα δίνει την εντύπωση μιας «κολασμένης μηχανής», όπως θα έλεγε ο Αντόρνο. Ανάμεσα στην σφεντόνα της Προϊστορίας και τα όπλα μαζικής καταστροφής της εποχής μας υπάρχει αναμφισβήτητα μια τεχνολογική πρόοδος – υπάρχει όμως και μια αντίστοιχη ηθική;
Ο Καντ υποπτευόταν, πως η πρόοδος για την πραγμάτωση μιας πανανθρώπινης ιδέας θα μπορούσε να αποτύχει εξαιτίας της φύσης του ανθρώπου, γιατί «από τέτοια στραβά ξύλα δεν μπορεί να φτιαχτεί τίποτα ίσιο». Ο πολιτισμός στην ως τώρα πορεία του δεν μπόρεσε και εξαιτίας αυτού του λόγου να λύσει το πρόβλημα της βίας. Η Ιστορία διδάσκει, ότι οι πολιτικές θρησκείες της σύγχρονης εποχής - ο Εθνικισμός, ο Εθνικοσοσιαλισμός, ο Φασισμός, ο Κομμουνισμός - υπήρξαν μάλιστα πιο βίαιες από τις παραδοσιακές εκκλησίες και θρησκευτικές ομάδες. Θα πρέπει, λοιπόν, να συνεχίσουμε να ζούμε με παθολογίες βίας, δεν διαφαίνεται ακόμα η ποθητή «εποχή του πνεύματος».
Όμως, με κάθε διαλεκτική προσπάθεια αποκάλυψης της βίας που εγκυμονούν «ανώριμες» θρησκείες, όπως για παράδειγμα μέσω της ανταλλαγής που αφορά στον τρόπο ερμηνείας των ιερών κειμένων ή στις ουσιώδεις αξίες και νόρμες που υπάρχουν στις θρησκείες και τους πολιτισμούς, ερχόμαστε ίσως λίγο πιο κοντά προς την επίτευξη μιας ειρηνικής συμβίωσης στη γη.
.
***************************************
Ο Μαριάνο Ντελγκάντο είναι καθηγητής μεσαιωνικής και νεότερης Ιστορίας των θρησκειών και διευθυντής του Ινστιτούτου θρησκευτικών σπουδών και διαθρησκευτικού διαλόγου στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ.
.
(Άρθρο της ελβετικής εφημερίδας Neue Zürcher Zeitung, 2014)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου