4 Φεβ 2016

Γιάννης Παλαιολόγου – Άλλαξε τον «τρόπο» του μπουζουκιού!


Την τελευταία περίοδο της δράσης του, το όνομά του είχε συνδεθεί με τη δισκογραφική επιστροφή του Στέλιου Καζαντζίδη, μετά το θάνατο του οποίου, προτίμησε να αποτραβηχτεί. Η κάθε εποχή, φαίνεται, να τραβάει το δικό της δρόμο, πολλές φορές, κλείνοντας τ’ αυτιά ερμητικά σε ότι έρχεται, έστω, από το κοντινό παρελθόν, ενώ, η νεότερη κατάσταση φαίνεται να ολοκλήρωσε τον απόλυτο εκφυλισμό του λαϊκού τραγουδιού και την πλήρη ελαφροποίηση της νυχτερινής διασκέδασης. Τι κι αν ο Παλαιολόγου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μπουζουξήδες και ο βασικός εκτελεστής του ρεπερτορίου πρώτων ονομάτων στη νυχτερινή Αθήνα για πάνω από 35 χρόνια. Τι θέση, και δίπλα σε ποιον, θα μπορούσε να έχει αυτά τα τελευταία χρόνια. Μοιραία, λοιπόν, δεν έπαιζε σε κάποια ζωντανά σχήματα και παρ’ ότι βρισκόταν σε ηλικία που είχε ακόμη πολλά να προσφέρει, απείχε από τα κέντρα και τη δισκογραφία και προτιμούσε να παραδίδει μαθήματα μπουζουκιού σε νέα παιδιά.



Η αρχή

Ο Γιάννης Παλαιολόγου γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1944 στην Κοκκινιά. Ήταν γιος της αδελφής του Μάρκου Βαμβακάρη, Ρόζας, και μεγάλωσε στη γειτονιά που έμενε ο Μάρκος, στα Άσπρα Χώματα. Μεγαλύτερη αδυναμία, όμως, είχε στον άλλο θείο του, τον αδελφό του Μάρκου, Αργύρη. Παρ’ ότι μπουζούκι έπαιζε και τραγουδούσε και ο πατέρας του Μανώλης, εκείνος που αποτέλεσε το πρότυπο για την εξέλιξη του και τη σχέση του με το μπουζούκι και το λαϊκό τραγούδι ήταν ο θείος του Αργύρης Βαμβακάρης, ο οποίος στην εποχή του, μετά το 50, υπήρξε μεγάλος δεξιοτέχνης. Δίπλα στον Αργύρη έκανε και τις πρώτες εμφανίσεις σε ηλικία 15-16 ετών, σαν τραγουδιστής, στην αρχή, λέγοντας τραγούδια του Αγγελόπουλου και του Καζαντζίδη και αργότερα, πιάνοντας το μπουζούκι, πάλι για τις ανάγκες του πάλκου, το οποίο, έκτοτε, δεν αποχωρίστηκε μέχρι το τέλος. Η εξέλιξή του στο όργανο ήταν ταχύτατη. Πρωτοεμφανίστηκε στο κέντρο «Μαντουμπάλα» στη λεωφόρο Θηβών, όπου και δούλεψε για μεγάλα διαστήματα συνοδεύοντας τον Αγγελόπουλο, τη Γιώτα Λύδια, τον Σπ. Ζαγοραίο, τον Π. Αναγνωστάκη και πολλούς άλλους.


Συνεργασίες, παιξίματα και συνθέσεις του 60 Στη δισκογραφία, μπήκε πλάι στον θείο του Αργύρη το 1962 και το όνομά του άρχισε ν’ ακούγεται, αμέσως… Έπαιξε σε ηχοληψίες που έγιναν για λογαριασμό όλων των μεγάλων εταιριών και συνόδεψε όλους τους μεγάλους τραγουδιστές της εποχής. Τον Στ. Καζαντζίδη (Το τρένο Γερμανίας – Αθηνών, Και σιδερένια να είχα καρδιά, Εσύ μου έμαθες αγάπη τι θα πει, που έπαιξε μαζί με τον Μπέμπη Ψαλτούδη) τον Μανώλη Αγγελόπουλο (Να γίνουν όλα στάχτη, Όχι, όχι, όχι, Οι πρόσφυγες, Κλείσανε οι πόρτες, Ο ήλιος να μην ξαναβγεί, Παντού θα βρεις την ψευτιά) την Πόλυ Πάνου (Απόψε κάτι θα συμβεί, Ποιος είναι αυτός ο ξένος) την Γιώτα Λύδια (Σε χιονισμένες κορυφές) τον Σπύρο Ζαγοραίο (Προσευχή). Έπαιξε μαζί με τον Γιώργο Μητσάκη και τον Γιώργο Ζαμπέτα.
Το 1964, στο κέντρο «Φωλιά» όπου δούλευε πήγαν να τον ακούσουν ο Στ. Καζαντζίδης με το Μανώλη Χιώτη ο οποίος, εκείνο το φεγγάρι, ήτανε καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia και τον κάλεσε να παίξουνε μαζί στους δίσκους. Συνεργαστήκανε σε κάποια τραγούδια με τον Μανώλη Αγγελόπουλο (Φεύγω έχε γεια, Βάσανα πού ‘χει η αγάπη, Τι να τις κάνω τις αναμνήσεις, Φεύγουν οι μετανάστες, Μη με φιλάς στα μάτια, Φεύγω μανούλα μου γλυκιά, Μέσα σε μια νύχτα) και μια σειρά από τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα με τον Γαβαλά, την Γ. Λύδια, τον Γρ. Μπιθικώτση, τη Β. Μοσχολιού. Εκείνη την εποχή συνεργάζεται στενά και με την Odeon, στην οποία γίνεται βασικός εκτελεστής. Ηχογραφεί δύο οργανικά σόλο το Γκιουζέλ καρσιλαμά και το Τσαχπίν τσιφτετέλι και αρκετά τραγούδια με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τον Π. Αναγνωστάκη, τον Β. Περπινιάδη κ.α. Τότε έγραψε και τα πρώτα του τραγούδια με τον Σπ. Ζαγοραίο και το 1966 κάποια 45αράκια με την Καίτη Γκρέυ, λίγο πριν φύγουν μαζί για την Αμερική, όπου έμεινε 3 χρόνια.


Αμερική
Για την περίοδο εκείνη ο Παλαιολόγου αναφέρει στον Γιώργο Τσάμπρα:
«Κάναμε μια τουρνέ ένα μήνα σε όλη την Ελλάδα. Πρέπει να ήμουν 22-23 χρόνων: Καζαντζίδης, Καίτη Γκρέυ, Μαρινέλλα… Ήτανε και ο Νικολόπουλος… Με το που απολύομαι από φαντάρος, με ειδοποιεί η μητέρα μου να μείνω στη Θεσσαλονίκη γιατί θα ’ρθει εκεί να δουλέψουμε η Καίτη Γκρέυ. Δεν την ήξερα από πριν, αλλά το όνομά μου ήταν ήδη ανάμεσα στα πρώτα όργανα… Δουλέψαμε μία σαιζόν στου Κεφάλα, εδώ στη Νίκαια, και μετά πήγαμε μαζί στην Αμερική. Η Καίτη δεν έμεινε πάνω από μήνα, εγώ όμως γύρισα μετά δυόμισι χρόνια, από τέλη του ’66 μέχρι το’68 -’69. Ερχόντουσαν ονόματα από την Ελλάδα και τους συνόδευα εκεί. Γυρίζω, δουλεύω με τη Δούκισσα, ξαναφεύγω, ξαναγυρίζω και αρχίζω να δουλεύω με τον Τόλη βοσκόπουλο».
Στη Αμερική ο Παλαιολόγου αντιμετωπίστηκε σαν μεγάλος δεξιοτέχνης. Έπαιξε με ελληνοαμερικάνικα σχήματα στα κέντρα που συνδύαζαν την μουσική από την εγγύς και μέση ανατολή. Ηχογράφησε και δίσκους στη Νέα Υόρκη με μουσικούς, όπως τον Στέλιο Κορσαβίδη, ακορντεονίστα και συνθέτη πολλών τραγουδιών του Π. Γαβαλά, τους κλαρινίστες Παναγιώτη Χαληγιάννη και Φίλιππο Ρούντα, τον Γιώργο Χατζηθωμά, μπουζουξή που χρησιμοποίησε για ένα φεγγάρι ο Μάνος Χατζιδάκις και άλλους. Δούλεψαν μαζί με τον Μανώλη Αγγελόπουλο σε κέντρα και ηχογράφησαν 12 τραγούδια ανάμεσα στα οποία ήταν τα: Δυναμίτη με φυτίλι, Θ’ αλλάξω σπίτι και θα ‘ρθω, Τα κάστρα του Γεντικουλέ, Οι μετανάστες, Γίνε καρδιά μου μάρμαρο.


Η καθιέρωση Με την επιστροφή του από την Αμερική δούλεψε στην «Κάσμπα» και αμέσως μετά για μεγάλο διάστημα με τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ακολούθησε η συνεργασία του με την Πόλυ Πάνου στα «Δειλινά» και η για 15 περίπου χρόνια συνεργασία του με τον Στράτο Διονυσίου, τόσο στις ζωντανές εμφανίσεις του τραγουδιστή, όσο και στους δίσκους μέχρι και το τέλος της ζωής του, το 1990. Από εκεί και πέρα γίνεται ο απαραίτητος μουσικός του Στέλιου Καζαντζίδη με τον οποίο, επίσης συνεργάστηκε μέχρι τέλους. Όλα αυτά τα χρόνια υπήρξε ένα από τα πρώτα όργανα των ηχογραφήσεων και δούλεψε στα πρώτα μαγαζιά με δεκάδες ονόματα του λαϊκού τραγουδιού και της νυχτερινής διασκέδασης. Στα χρόνια αυτά συνέχισε να γράφει και κάποια τραγούδια τα οποία, όμως, έδινε περιστασιακά σε τραγουδιστές που εκείνος εκτιμούσε.
«Γεια σου Παλαιολόγου με τις πενιές σου» Το επιφώνημα αυτό, ή κάποιο παρεμφερές, ακούστηκε κάμποσες φορές στους δίσκους. Στα μέσα της δεκαετίας του 60 από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, αργότερα από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και τα τελευταία χρόνια, συχνά πυκνά, από τον Στέλιο Καζαντζίδη, που όποτε του δινότανε η ευκαιρία, πάνω σε κάποιο ταξίμι ή σόλο, χαιρότανε να προσφωνεί τους σολίστες μουσικούς. Τον Λευτέρη Ζέρβα, τον Τάκη Σούκα, τον Κώστα Σταματάκη και πριν απ’ όλους τον Γιάννη Παλαιολόγου.

Βαρύ μέταλλο
Στην εποχή που εμφανίστηκε ο Γιάννης Παλαιολόγου, ο κανόνας του μπουζουκιού και ο δεξιοτεχνικός του χαρακτήρας, κατά κάποιο τρόπο, μοιάζει να είχαν, ήδη, δοθεί. Για τους περισσότερους μπουζουξήδες, και όσους αγαπάνε και βλέπουνε από μέσα το λαϊκό τραγούδι, είναι κορυφαίος. Για όσους έχουν μάθει να ακούνε το μπουζούκι σαν μαντολίνο, μάλλον πέφτει πολύ βαρύς κι ανατολίτης. Ο Παλαιολόγου ήταν heavy metal μπουζουξής.
Από μια άποψη, ο χαρακτήρας του μοιάζει να επηρεάστηκε από τον ήχο των νυχτερινών κέντρων με τις υψηλές εντάσεις, την ενέργεια και τη γενικότερη φυσιολογία που έχει το τραγούδι σε αυτούς τους χώρους. Κι άλλοι, όμως, έπαιζαν εκεί. Πιστεύω το αντίθετο συνέβη. Νομίζω, ότι εκείνος «άλλαξε» τον τρόπο του μπουζουκιού, τουλάχιστον σε αυτή τη χωροχρονική φάση του, μετά το 70. Και όπως το μπουζούκι χρωστάει στον Μάρκο και στον Χιώτη (για διαφορετικούς λόγους) έτσι, τηρουμένων των αναλογιών, χρωστάει τη νεότερη φάση του στον Παλαιολόγου. Όσο κι αν σε πολλούς δεν αρέσει ή το βρίσκουν τραβηγμένο, κόμισε κάτι καινούριο. Δέχομαι, ότι αυτό το στυλ μπορεί να μην αρέσει, όμως, από μια εποχή και μετά οι μπουζουξήδες που βγήκαν – και οι περισσότεροι, βεβαίως, αντιλήφθηκαν το όργανο μέσα από την σύγχρονη παραγωγή και έκφρασή του – πάτησαν, περισσότερο και κατ’ ανάγκη, πάνω σε αυτόν, παρά σε οποιονδήποτε άλλον.
Μετά το 62-63 βγήκαν σημαντικοί μπουζουξήδες, ο Παλαιολόγου, όμως, είναι ένας από τους, ελάχιστους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού, που προσθέσανε κάτι στη μυθολογία του οργάνου, από μια εποχή και μετά. Δεν είναι τυχαίο το ότι έπαιξε σε αρκετά τραγούδια του Χρ. Νικολόπουλου (Μεταξύ τους υπήρχε αλληλοεκτίμηση και σχέση συνεργασίας. Άλλωστε, στις συνθέσεις του Νικολόπουλου με τον Καζαντζίδη Το αγριολούλουδο, Φίλε μου καλέ, Γυρίζω απ’ τη νύχτα, Η καρδιά μου ας όψεται, Την Παρασκευή το βράδυ, Κάτω απ’ το πουκάμισό μου, Κάψτε-κάψτε την καρδιά μου, Οι αισθηματίες, Πέντε πάνω πέντε κάτω, Άργησα να σε γνωρίσω κ.α. συμμετέχει και ο Παλαιολόγου).
Φινάλε
Τα τελευταία 35 χρόνια δημιούργησε, αυτό που λέμε, σχολή. Πολλοί τον μελέτησαν. Κι όπως συμβαίνει, κατά κανόνα, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λιγότερο ταλαντούχοι ανέδειξαν, αρνητικά, μόνο όσα ταίριαζαν στην ηχητική εντύπωση και στο χαρακτήρα της νυχτερινής κατάστασης. Σε αυτούς οφείλεται ο χαρακτηρισμός – και όχι στον αντίποδα των όσων είπαμε παραπάνω – του λεγόμενου «βρώμικου» παιξίματος που ρίζωσε στις πίστες και στα σκυλάδικα. Εκείνος, τα είχε όλα. Τα παιξίματά του, τα ταξίμια του, δεν έμοιαζαν με κανενός άλλου. Κάποιες στιγμές – όταν τον άκουγες, κυρίως, ζωντανά – είχες την εντύπωση ότι παίζει ένα κράμα από ούτι και μπουζούκι. Πιστεύω, ότι ήταν το μυστικό του. Σε αυτό συνέτεινε η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική, όπου βρέθηκε με ουτίστες και κυρίως τους άκουσε στα μικτά συγκροτήματα της 8ης λεωφόρου και των 29 δρόμων και αφομοίωσε στοιχεία από αυτή την τεχνοτροπία και την κουλτούρα. Έτσι, όταν το 1970 γύρισε από την Αμερική, για πολλούς, ήταν καλύτερος και πιο εξελιγμένος απ’ ότι όταν έφυγε. Με την αποχώρηση του φαίνεται να έσβησε και μια εποχή που το λαϊκό τραγούδι, μπορεί να μην ήτανε στις μεγάλες δόξες του, είχε όμως ακόμη τα «κυβικά» του και μια δυναμική και αδρότητα που φεύγοντας άνθρωποι αυτής της «κοπής» το παίρνουν μαζί τους για πάντα, αφήνοντας την μακρινή ανάμνησή του να τυραννάει όλους εκείνους που οι νύχτες τους έμειναν ορφανές, χωρίς «βαριά» μπουζούκια και φωνές, χωρίς γούστα και ωραία. «Γεια σου Γιαννάκη Παλαιολόγου».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Share

Facebook Digg Stumbleupon Favorites More