Για την ωφέλιμη τέχνη της αλυπίας και
τον εισηγητή της, τον Αντιφώντα, λέγαμε εδώ την περασμένη Κυριακή. Και
ιδού η λέξη αλυπία παρούσα και μετά Χριστόν, όπως και η λύπη άλλωστε.
Στο διήγημα «Τα μαύρα κούτσουρα» ο Αλ. Παπαδιαμάντης αποκαλεί
«αλυπιακόν» το «μοσχάτον» κρασί που «περιτέχνως κατεσκεύαζε» ο
ιερομόναχος Αλύπιος ή παπα-Αλύπας στο κοινόβιο του Ευαγγελισμού στη
Σκιάθο. Το κρασί αυτό, γράφει ο Παπαδιαμάντης, «ήτο φερωνύμως κατάλληλον
διά ν’ ανακουφίζει τας λύπας, τους καημούς και τα βάσανα του κόσμου
τούτου». Συμφωνεί έτσι ο Σκιαθίτης με τον Ευριπίδη, τον Θέογνη και
πολλούς άλλους ποιητές, αρχαίους και νεότερους, για τις παυσίλυπες
ιδιότητες του οίνου.
Αν από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί θανάτου και αλυπίας η μετάβαση στη λατινική σκέψη υπήρξε ομαλή, δεν συνέβη το ίδιο με τον χριστιανικό κόσμο. Εχουμε να κάνουμε με δύο αντιλήψεις ασύμπτωτες, αφού καθεμία οργανώνει τον παραμυθητικό λόγο της ανάλογα με το αν πιστεύει στη φυσικότητα του θανάτου ή την αρνείται. Για τους αρχαίους Ελληνες ο θάνατος είναι μέρος της φυσικότητας του φαινομένου της ζωής, γι’ αυτό και ο Επίκουρος παραινεί: «Να συνηθίσεις την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, επειδή κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ο δε θάνατος αποτελεί ακριβώς τη στέρηση της αίσθησης». Δεν πρόκειται για υπεροπτικό λογοπαίγνιο μα για βαθιά πίστη που αποκρυσταλλώνεται σε καρτερικότητα.
Τα εντελώς αντίθετα πρεσβεύει ο Γρ. Νύσσης, ο μικρότερος αδερφός του Μεγ. Βασιλείου, γερός γνώστης της θύραθεν παιδείας, φιλοσοφικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας, «πατέρας των πατέρων». Τις σχετικές ιδέες του τις βρίσκουμε συγκεντρωμένες στον τόμο που περιέχει «Λόγους για τον θάνατο και το πένθος παρηγορητικούς», μεταφρασμένους από τον Ι. Γρ. Πλεξίδα (Ζήτρος, 2004), και στο έργο του «Περί ψυχής και αναστάσεως», σχεδιασμένο με μορφή πλατωνικού διαλόγου· άλλωστε η σχέση του με τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς είναι ευδιάκριτη, λ.χ. στα επιχειρήματά του υπέρ της αθανασίας της ψυχής. Για τον Γρηγόριο ο θάνατος είναι δυσλειτουργία της φύσης και ανωμαλία της. Με την πίστη ότι «Θεός γαρ θάνατον ου εποίησεν», προχωρεί στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ευεργεσία, διότι έτσι ανακόπτεται η αμαρτία· αλλά η άποψη αυτή ελέγχεται απολύτως αναντίστοιχη με την πείνα του ανθρώπου για ζωή, γι’ αυτό το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο», ένα δώρο-άπαξ.
Ενάμιση αιώνα αργότερα ο ασκητής Ιωάννης ο Σιναΐτης ή της Κλίμακος υποστηρίζει στη διάσημη «Κλίμακά» του την ιδέα τού «χαροποιού πένθους» και της «χαρμολύπης». Στην πρώτη βαθμίδα του συγγράμματός του συστήνει στους ανθρώπους να αποχωρήσουν από τον «μάταιο κόσμο», ενώ στο έβδομο κεφάλαιο καλεί τους χριστιανούς να «πενθούν αδιαλείπτως», διότι μόνο η «ενώδυνος καρδία» δεν ηττάται από τον πειρασμό. Ορισμένοι στίχοι στον «Κήπο Χαρίτων» του λόγιου του 18ου αι. Καισάριου Δαπόντε μοιάζουν με έμμετρη ανάπτυξη χωρίων της «Κλίμακας: «Πένθη χαράς μοι πρόξενα, πένθη ευλογημένα, / πένθη δακρύων λύτρωσις, πένθη χαριτωμένα […] πένθη μεγάλη μου χαρά επί τον βίον τούτον, / πένθη χαράς δωρούμενα επουρανίου πλούτον» (Εστία, 1997, επιμέλεια Αλκης Αγγέλου).
Απολύτως διαφορετικό κόσμο σκέψεων και αισθημάτων, απελευθερωμένο από τη μοιρολατρία και την πενθολατρία, στοιχειοθετούν οι σατιρικοί «Νεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού και το «Περί πένθους» σύγγραμμά του, όπου λοιδορεί τη μάταιη υπερβολή των θρήνων και των οδυρμών.
Πριν από τον Λουκιανό, ο Πλούταρχος καταθέτει τις περί απωλείας σκέψεις του στον «Παραμυθητικόν προς Απολλώνιον» και στον «Παραμυθητικόν προς την εαυτού γυναίκα», με αφορμή τον άκαιρο θάνατο δύο παιδιών. Ας πούμε εδώ ότι ο άωρος θάνατος του αδερφού του τού Καισάριου, στα 39 του χρόνια, ωθεί τον Γρ. Ναζιανζηνό, σ’ ένα από τα επιτύμβια επιγράμματα που συνέθεσε, να διαμαρτυρηθεί, πιστός αυτός, στον ουράνιο βασιλέα: «Τις νόμος; οία δίκη; θνητών άνα, πώς τόδ’ ένευσας;» Δηλαδή: «Ποιος νόμος, βασιλέα των θνητών, και ποια δικαιοσύνη; Πώς συγκατένευσες;».
Το φάρμακο για τη λυπημένη και νοσούσα ψυχή, λέει ο Πλούταρχος, το προσδιόρισαν ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, αλλά και πολλοί άλλοι ποιητές και φιλόσοφοι. Είναι ο λόγος: «Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος και η διά τούτου παρασκευή προς πάσας τού βίου τας μεταβολάς». Ο λόγος στην πληρότητά του: ως λογική, ως στοχασμός, ως ποίηση, ως συνομιλία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη χριστιανική εξόδιο ακολουθία έχει ενσωματωθεί αυτούσια μια φράση από τον πλουταρχικό «Προς Απολλώνιον παραμυθητικό», το περίφημο «σκιάς όναρ άνθρωπος, Τι γαρ σκιάς ασθενέστερον». Θυμόμαστε βέβαια ότι το «σκιάς όναρ άνθρωπος» είναι του Πινδάρου. Και πολύ φοβάμαι ότι σ’ αυτό συνοψίζονται οι κάθε είδους παραμυθίες. Από τη δική του, εμπειρικά φιλοσοφημένη σκοπιά, ο λαϊκός παραμυθητικός λόγος εκφέρεται συνήθως με τη φράση «Μια δροσιά ο άνθρωπος». Μια δροσιά κάτω από τον μαύρο ήλιο του θανάτου.
Ας τελειώσει αυτή η ταχύτατη περιδιάβαση, που άφησε έξω πολλά και σημαντικότατα, με ένα ποίημα στωικότητας και εγκαρδίωσης φαινομενικά απροσδόκητης προέλευσης, αφού γεννήθηκε το 1921 από την έμπνευση ενός ποιητή που εφτά χρόνια αργότερα έθεσε τέλος στη ζωή του: του Κ. Καρυωτάκη. Το ποίημα, η «Ευγένεια», ανήκει στη συλλογή «Νηπενθή»: «Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και γίνε σαν αηδόνι, /και γίνε σα λουλούδι. / Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, / κάνε τον πόνο σου άρπα / και πε τονε τραγούδι. //Μη δέσεις την πληγή σου / παρά με ροδοκλώνια. /Λάγνα σού δίνω μύρα /-για μπάλσαμο- και αφιόνια. / Μη δέσεις την πληγή σου, / και το αίμα σου πορφύρα. // Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» / μα κράτα το ποτήρι. / Κλότσα τις μέρες σου όντας / θα σου ’ναι πανηγύρι. / Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» / μα λέγε το γελώντας. // Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και δρόσισε τα χείλη / στα χείλη της πληγής σου. / Ενα πρωί, ένα δείλι, / κάνε τον πόνο σου άρπα / και γέλασε και σβήσου».
Βουλησιαρχική η καρυωτακική προτροπή. Οπως και η παραίνεση ενός μεταγενέστερου ποιητή, του Ν. Καρούζου: «Μια χούφτα θέληση / για να υπάρχεις επαρκεί / ιδίως απογεύματα». Κι άλλη μία, του Α. Αλεξάνδρου, που μπορούμε να τη δούμε ως «ανεπίδοτο γράμμα» προς τον Καρυωτάκη: «Κι όμως δεν αυτοκτόνησα. / Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο». Αυτός ο τρόπος, της όρθιας θέλησης, του πεισματικού έρωτα για ένα δώρο-άπαξ, είναι ο τρόπος τού ανθρώπου.
Αν από τον αρχαιοελληνικό στοχασμό περί θανάτου και αλυπίας η μετάβαση στη λατινική σκέψη υπήρξε ομαλή, δεν συνέβη το ίδιο με τον χριστιανικό κόσμο. Εχουμε να κάνουμε με δύο αντιλήψεις ασύμπτωτες, αφού καθεμία οργανώνει τον παραμυθητικό λόγο της ανάλογα με το αν πιστεύει στη φυσικότητα του θανάτου ή την αρνείται. Για τους αρχαίους Ελληνες ο θάνατος είναι μέρος της φυσικότητας του φαινομένου της ζωής, γι’ αυτό και ο Επίκουρος παραινεί: «Να συνηθίσεις την πίστη ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας, επειδή κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ο δε θάνατος αποτελεί ακριβώς τη στέρηση της αίσθησης». Δεν πρόκειται για υπεροπτικό λογοπαίγνιο μα για βαθιά πίστη που αποκρυσταλλώνεται σε καρτερικότητα.
Τα εντελώς αντίθετα πρεσβεύει ο Γρ. Νύσσης, ο μικρότερος αδερφός του Μεγ. Βασιλείου, γερός γνώστης της θύραθεν παιδείας, φιλοσοφικότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας, «πατέρας των πατέρων». Τις σχετικές ιδέες του τις βρίσκουμε συγκεντρωμένες στον τόμο που περιέχει «Λόγους για τον θάνατο και το πένθος παρηγορητικούς», μεταφρασμένους από τον Ι. Γρ. Πλεξίδα (Ζήτρος, 2004), και στο έργο του «Περί ψυχής και αναστάσεως», σχεδιασμένο με μορφή πλατωνικού διαλόγου· άλλωστε η σχέση του με τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς είναι ευδιάκριτη, λ.χ. στα επιχειρήματά του υπέρ της αθανασίας της ψυχής. Για τον Γρηγόριο ο θάνατος είναι δυσλειτουργία της φύσης και ανωμαλία της. Με την πίστη ότι «Θεός γαρ θάνατον ου εποίησεν», προχωρεί στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι ευεργεσία, διότι έτσι ανακόπτεται η αμαρτία· αλλά η άποψη αυτή ελέγχεται απολύτως αναντίστοιχη με την πείνα του ανθρώπου για ζωή, γι’ αυτό το σολωμικό «μέγα καλό και πρώτο», ένα δώρο-άπαξ.
Ενάμιση αιώνα αργότερα ο ασκητής Ιωάννης ο Σιναΐτης ή της Κλίμακος υποστηρίζει στη διάσημη «Κλίμακά» του την ιδέα τού «χαροποιού πένθους» και της «χαρμολύπης». Στην πρώτη βαθμίδα του συγγράμματός του συστήνει στους ανθρώπους να αποχωρήσουν από τον «μάταιο κόσμο», ενώ στο έβδομο κεφάλαιο καλεί τους χριστιανούς να «πενθούν αδιαλείπτως», διότι μόνο η «ενώδυνος καρδία» δεν ηττάται από τον πειρασμό. Ορισμένοι στίχοι στον «Κήπο Χαρίτων» του λόγιου του 18ου αι. Καισάριου Δαπόντε μοιάζουν με έμμετρη ανάπτυξη χωρίων της «Κλίμακας: «Πένθη χαράς μοι πρόξενα, πένθη ευλογημένα, / πένθη δακρύων λύτρωσις, πένθη χαριτωμένα […] πένθη μεγάλη μου χαρά επί τον βίον τούτον, / πένθη χαράς δωρούμενα επουρανίου πλούτον» (Εστία, 1997, επιμέλεια Αλκης Αγγέλου).
Απολύτως διαφορετικό κόσμο σκέψεων και αισθημάτων, απελευθερωμένο από τη μοιρολατρία και την πενθολατρία, στοιχειοθετούν οι σατιρικοί «Νεκρικοί διάλογοι» του Λουκιανού και το «Περί πένθους» σύγγραμμά του, όπου λοιδορεί τη μάταιη υπερβολή των θρήνων και των οδυρμών.
Πριν από τον Λουκιανό, ο Πλούταρχος καταθέτει τις περί απωλείας σκέψεις του στον «Παραμυθητικόν προς Απολλώνιον» και στον «Παραμυθητικόν προς την εαυτού γυναίκα», με αφορμή τον άκαιρο θάνατο δύο παιδιών. Ας πούμε εδώ ότι ο άωρος θάνατος του αδερφού του τού Καισάριου, στα 39 του χρόνια, ωθεί τον Γρ. Ναζιανζηνό, σ’ ένα από τα επιτύμβια επιγράμματα που συνέθεσε, να διαμαρτυρηθεί, πιστός αυτός, στον ουράνιο βασιλέα: «Τις νόμος; οία δίκη; θνητών άνα, πώς τόδ’ ένευσας;» Δηλαδή: «Ποιος νόμος, βασιλέα των θνητών, και ποια δικαιοσύνη; Πώς συγκατένευσες;».
Το φάρμακο για τη λυπημένη και νοσούσα ψυχή, λέει ο Πλούταρχος, το προσδιόρισαν ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, αλλά και πολλοί άλλοι ποιητές και φιλόσοφοι. Είναι ο λόγος: «Κράτιστον δη προς αλυπίαν φάρμακον ο λόγος και η διά τούτου παρασκευή προς πάσας τού βίου τας μεταβολάς». Ο λόγος στην πληρότητά του: ως λογική, ως στοχασμός, ως ποίηση, ως συνομιλία. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι στη χριστιανική εξόδιο ακολουθία έχει ενσωματωθεί αυτούσια μια φράση από τον πλουταρχικό «Προς Απολλώνιον παραμυθητικό», το περίφημο «σκιάς όναρ άνθρωπος, Τι γαρ σκιάς ασθενέστερον». Θυμόμαστε βέβαια ότι το «σκιάς όναρ άνθρωπος» είναι του Πινδάρου. Και πολύ φοβάμαι ότι σ’ αυτό συνοψίζονται οι κάθε είδους παραμυθίες. Από τη δική του, εμπειρικά φιλοσοφημένη σκοπιά, ο λαϊκός παραμυθητικός λόγος εκφέρεται συνήθως με τη φράση «Μια δροσιά ο άνθρωπος». Μια δροσιά κάτω από τον μαύρο ήλιο του θανάτου.
Ας τελειώσει αυτή η ταχύτατη περιδιάβαση, που άφησε έξω πολλά και σημαντικότατα, με ένα ποίημα στωικότητας και εγκαρδίωσης φαινομενικά απροσδόκητης προέλευσης, αφού γεννήθηκε το 1921 από την έμπνευση ενός ποιητή που εφτά χρόνια αργότερα έθεσε τέλος στη ζωή του: του Κ. Καρυωτάκη. Το ποίημα, η «Ευγένεια», ανήκει στη συλλογή «Νηπενθή»: «Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και γίνε σαν αηδόνι, /και γίνε σα λουλούδι. / Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, / κάνε τον πόνο σου άρπα / και πε τονε τραγούδι. //Μη δέσεις την πληγή σου / παρά με ροδοκλώνια. /Λάγνα σού δίνω μύρα /-για μπάλσαμο- και αφιόνια. / Μη δέσεις την πληγή σου, / και το αίμα σου πορφύρα. // Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» / μα κράτα το ποτήρι. / Κλότσα τις μέρες σου όντας / θα σου ’ναι πανηγύρι. / Λέγε στους θεούς «να σβήσω!» / μα λέγε το γελώντας. // Κάνε τον πόνο σου άρπα. / Και δρόσισε τα χείλη / στα χείλη της πληγής σου. / Ενα πρωί, ένα δείλι, / κάνε τον πόνο σου άρπα / και γέλασε και σβήσου».
Βουλησιαρχική η καρυωτακική προτροπή. Οπως και η παραίνεση ενός μεταγενέστερου ποιητή, του Ν. Καρούζου: «Μια χούφτα θέληση / για να υπάρχεις επαρκεί / ιδίως απογεύματα». Κι άλλη μία, του Α. Αλεξάνδρου, που μπορούμε να τη δούμε ως «ανεπίδοτο γράμμα» προς τον Καρυωτάκη: «Κι όμως δεν αυτοκτόνησα. / Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο». Αυτός ο τρόπος, της όρθιας θέλησης, του πεισματικού έρωτα για ένα δώρο-άπαξ, είναι ο τρόπος τού ανθρώπου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου