Η Siemens, η Daimler, και η Rheinmetall είναι εμπλεκόμενες σε
υποθέσεις εικαζόμενης διαφθοράς στην Ελλάδα, τη χώρα την οποία το
Βερολίνο έχει κατ' επανάληψη προειδοποιήσει για την επισφαλή κατάσταση
της οικονομίας της.
Σύμφωνα με τον ιστότοπο πληροφόρησης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
Euractiv, μέχρι στιγμής δεν έχει οριστεί ημερομηνία παρουσίασης ενώπιον
του ελληνικού δικαστηρίου για 19 πρώην στελέχη του γερμανικού ομίλου
Siemens, αλλά αναμένεται να είναι μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές
δίκες της δεκαετίας στην Ελλάδα.
Περισσότερα από 60 άτομα συνολικά, ερευνώνται για διαφθορά στην υπόθεση, την οποία το αμερικανικό παρατηρητήριο «CorpWatch» έχει ονομάσει «το μεγαλύτερο εταιρικό σκάνδαλο στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας».
Σύμφωνα, πάντα με τον Euractiv, η βαυαρέζικη Siemens, της οποίας οι δεσμοί με την Ελλάδα ανάγονται στον 19ο αιώνα, είναι ύποπτη για το "λάδωμα" διαφόρων υπαλλήλων για τη σύναψη μιας από τις πιο επικερδείς συμφωνίες της χώρας – την αναβάθμιση του ελληνικού τηλεφωνικού δικτύου στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Συνολικά, η Siemens φέρεται να δαπάνησε 70 εκατομμύρια ευρώ σε δωροδοκίες στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις ελληνικές δικαστικές πηγές.
Η έρευνα βρίσκεται τώρα στο ένατο έτος της, με ένα φάκελο που αριθμεί πάνω από 2.300 σελίδες.
«Σιγή ιχθύος» και ο ρόλος του Χριστοφοράκου
Εκπρόσωπος της Siemens στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Μόναχο, σε σχετική ερώτηση του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP), δήλωσε: «Δεν κάνω σχόλια γι' αυτήν την υπόθεση.»
Ανάμεσα σε αυτούς που φέρονται ως ύποπτοι για διαφθορά, είναι ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ομίλου στην Ελλάδα, Μιχάλης Χριστοφοράκος.
Ωστόσο, ο 62χρονος, που έχει διπλή, ελληνική και γερμανική υπηκοότητα και ο οποίος στο απόγειο της επιρροής του είχε σχέσεις με το σύνολο της πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα, είναι απίθανο να προσαχθεί σε δίκη.
Ο Χριστοφοράκος εγκατέλειψε την Ελλάδα για τη Γερμανία το 2009 και η γερμανική δικαιοσύνη αρνήθηκε να τον εκδώσει, ισχυριζόμενη ότι η περίοδος παραγραφής που καλύπτει τις εικαζόμενες δραστηριότητές του, έχει λήξει.
Οι σχέσεις μεταξύ της Αθήνας και Βερολίνου - που έχουν ήδη δοκιμαστεί από την ελληνική οικονομική κρίση και την επιμονή της Γερμανίας στην επώδυνη λιτότητα για τη διάσωση της χώρας, που μαστίζεται από το χρέος - δεν έχουν βοηθηθεί από την υπόθεση της Siemens.
Νωρίτερα αυτό το έτος, η μαχητική πρόεδρος του ελληνικού κοινοβουλίου, Ζωή Κωνσταντοπούλου, είπε ότι η υπόθεση υπέκρυπτε δύο μέτρα και δύο σταθμά από την πλευρά του Βερολίνου.
«Είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης που δείχνει ότι υπάρχει διγλωσσία από τη Γερμανία», είπε στη γαλλική Liberation σε πρόσφατη συνέντευξή της.
«Οι γερμανικές εταιρείες εμπλέκονται εμφανώς σε πρακτικές διαφθοράς στην Ελλάδα, αλλά τέτοιες περιπτώσεις διερευνώνται μόνο περιστασιακά,» είπε σε πρόσφατη έκθεση του, γερμανικό think-tank για την εξωτερική πολιτική.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια και τον δείκτη για τη διαφθορά κατά το 2014, ο ελληνικός δημόσιος τομέας θεωρήθηκε ως ένας από τους πιο διεφθαρμένους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 2011, στο απόγειο της ελληνικής οικονομικής κρίσης, μια κοινοβουλευτική έρευνα υπολόγισε τη ζημιά στα δημόσια ταμεία από διογκωμένα συμβατικά κόστη, σε 2 δισ. ευρώ που βαρύνουν, εν τέλει, τους φορολογούμενους.
Προσοδοφόρες στρατιωτικές συμφωνίες
Οι προμήθειες όπλων ήταν ένας άλλος κερδοφόρος τομέας για τις γερμανικές επιχειρήσεις, με την Ελλάδα να δαπανά επί πολλά έτη, τα περισσότερα χρήματα, αναλογικά, μεταξύ των μελών της ΕΕ για την άμυνα - 2,2 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το 2014 -, δήλωσε η Σάρα Βάγκενκνεχτ, βουλευτής του αριστερού κόμματος της Γερμανίας, Die Linke, στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Γερμανικές εταιρείες έχουν αποκομίσει σημαντικά κέρδη από κολοσσιαίες αγορές όπλων στην Ελλάδα», δήλωσε η Βάγκενκνεχτ.
Για την αυτοκινητοβιομηχανία Daimler, η ελληνική δικαιοσύνη ξεκίνησε έρευνες νωρίτερα αυτό το έτος, με την υποψία δωροδοκίας κατά την ανάθεση της σύμβασης για στρατιωτικά οχήματα αξίας 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Krauss Maffei Wegmann, η εταιρεία παραγωγής του γερμανικού τάνκ Leopard, τέθηκε επίσης υπό εισαγγελική έρευνα στο Μόναχο.
Εν τω μεταξύ, το 2012, το δικαστήριο της Βρέμης στη Γερμανία, επέβαλε πρόστιμο 37 εκατομμυρίων ευρώ στην εταιρεία Rheinmetall, για μια υπόθεση δωροδοκίας που αφορούσε στην πώληση ενός αντιαεροπορικού αμυντικού συστήματος για 150 εκατομμύρια ευρώ.
Επίσης, δύο πρώην διευθυντικά στελέχη της εταιρείας παροχής βιομηχανικών υπηρεσιών Ferrostaal, καταδικάστηκαν επίσης στο Μόναχο για σκιώδεις πληρωμές αναφορικά με μια ελληνική παραγγελία υποβρυχίου, με την εταιρεία να δέχεται το πρόστιμο των 140 εκατομμυρίων ευρώ.
Ωστόσο, οι παρατηρητές σημειώνουν, ότι τα πρόστιμα ούτε καν πλησιάζουν συνήθως, την αξία των εν λόγω κρατικών συμβάσεων, ακυρώνοντας έτσι τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους.
Περισσότερα από 60 άτομα συνολικά, ερευνώνται για διαφθορά στην υπόθεση, την οποία το αμερικανικό παρατηρητήριο «CorpWatch» έχει ονομάσει «το μεγαλύτερο εταιρικό σκάνδαλο στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας».
Σύμφωνα, πάντα με τον Euractiv, η βαυαρέζικη Siemens, της οποίας οι δεσμοί με την Ελλάδα ανάγονται στον 19ο αιώνα, είναι ύποπτη για το "λάδωμα" διαφόρων υπαλλήλων για τη σύναψη μιας από τις πιο επικερδείς συμφωνίες της χώρας – την αναβάθμιση του ελληνικού τηλεφωνικού δικτύου στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Συνολικά, η Siemens φέρεται να δαπάνησε 70 εκατομμύρια ευρώ σε δωροδοκίες στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις ελληνικές δικαστικές πηγές.
Η έρευνα βρίσκεται τώρα στο ένατο έτος της, με ένα φάκελο που αριθμεί πάνω από 2.300 σελίδες.
«Σιγή ιχθύος» και ο ρόλος του Χριστοφοράκου
Εκπρόσωπος της Siemens στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στο Μόναχο, σε σχετική ερώτηση του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP), δήλωσε: «Δεν κάνω σχόλια γι' αυτήν την υπόθεση.»
Ανάμεσα σε αυτούς που φέρονται ως ύποπτοι για διαφθορά, είναι ο πρώην διευθύνων σύμβουλος του ομίλου στην Ελλάδα, Μιχάλης Χριστοφοράκος.
Ωστόσο, ο 62χρονος, που έχει διπλή, ελληνική και γερμανική υπηκοότητα και ο οποίος στο απόγειο της επιρροής του είχε σχέσεις με το σύνολο της πολιτικής ελίτ στην Ελλάδα, είναι απίθανο να προσαχθεί σε δίκη.
Ο Χριστοφοράκος εγκατέλειψε την Ελλάδα για τη Γερμανία το 2009 και η γερμανική δικαιοσύνη αρνήθηκε να τον εκδώσει, ισχυριζόμενη ότι η περίοδος παραγραφής που καλύπτει τις εικαζόμενες δραστηριότητές του, έχει λήξει.
Οι σχέσεις μεταξύ της Αθήνας και Βερολίνου - που έχουν ήδη δοκιμαστεί από την ελληνική οικονομική κρίση και την επιμονή της Γερμανίας στην επώδυνη λιτότητα για τη διάσωση της χώρας, που μαστίζεται από το χρέος - δεν έχουν βοηθηθεί από την υπόθεση της Siemens.
Νωρίτερα αυτό το έτος, η μαχητική πρόεδρος του ελληνικού κοινοβουλίου, Ζωή Κωνσταντοπούλου, είπε ότι η υπόθεση υπέκρυπτε δύο μέτρα και δύο σταθμά από την πλευρά του Βερολίνου.
«Είναι ένα ζήτημα δικαιοσύνης που δείχνει ότι υπάρχει διγλωσσία από τη Γερμανία», είπε στη γαλλική Liberation σε πρόσφατη συνέντευξή της.
«Οι γερμανικές εταιρείες εμπλέκονται εμφανώς σε πρακτικές διαφθοράς στην Ελλάδα, αλλά τέτοιες περιπτώσεις διερευνώνται μόνο περιστασιακά,» είπε σε πρόσφατη έκθεση του, γερμανικό think-tank για την εξωτερική πολιτική.
Σύμφωνα με τη Διεθνή Διαφάνεια και τον δείκτη για τη διαφθορά κατά το 2014, ο ελληνικός δημόσιος τομέας θεωρήθηκε ως ένας από τους πιο διεφθαρμένους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 2011, στο απόγειο της ελληνικής οικονομικής κρίσης, μια κοινοβουλευτική έρευνα υπολόγισε τη ζημιά στα δημόσια ταμεία από διογκωμένα συμβατικά κόστη, σε 2 δισ. ευρώ που βαρύνουν, εν τέλει, τους φορολογούμενους.
Προσοδοφόρες στρατιωτικές συμφωνίες
Οι προμήθειες όπλων ήταν ένας άλλος κερδοφόρος τομέας για τις γερμανικές επιχειρήσεις, με την Ελλάδα να δαπανά επί πολλά έτη, τα περισσότερα χρήματα, αναλογικά, μεταξύ των μελών της ΕΕ για την άμυνα - 2,2 τοις εκατό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) το 2014 -, δήλωσε η Σάρα Βάγκενκνεχτ, βουλευτής του αριστερού κόμματος της Γερμανίας, Die Linke, στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Γερμανικές εταιρείες έχουν αποκομίσει σημαντικά κέρδη από κολοσσιαίες αγορές όπλων στην Ελλάδα», δήλωσε η Βάγκενκνεχτ.
Για την αυτοκινητοβιομηχανία Daimler, η ελληνική δικαιοσύνη ξεκίνησε έρευνες νωρίτερα αυτό το έτος, με την υποψία δωροδοκίας κατά την ανάθεση της σύμβασης για στρατιωτικά οχήματα αξίας 100 εκατομμυρίων ευρώ.
Η Krauss Maffei Wegmann, η εταιρεία παραγωγής του γερμανικού τάνκ Leopard, τέθηκε επίσης υπό εισαγγελική έρευνα στο Μόναχο.
Εν τω μεταξύ, το 2012, το δικαστήριο της Βρέμης στη Γερμανία, επέβαλε πρόστιμο 37 εκατομμυρίων ευρώ στην εταιρεία Rheinmetall, για μια υπόθεση δωροδοκίας που αφορούσε στην πώληση ενός αντιαεροπορικού αμυντικού συστήματος για 150 εκατομμύρια ευρώ.
Επίσης, δύο πρώην διευθυντικά στελέχη της εταιρείας παροχής βιομηχανικών υπηρεσιών Ferrostaal, καταδικάστηκαν επίσης στο Μόναχο για σκιώδεις πληρωμές αναφορικά με μια ελληνική παραγγελία υποβρυχίου, με την εταιρεία να δέχεται το πρόστιμο των 140 εκατομμυρίων ευρώ.
Ωστόσο, οι παρατηρητές σημειώνουν, ότι τα πρόστιμα ούτε καν πλησιάζουν συνήθως, την αξία των εν λόγω κρατικών συμβάσεων, ακυρώνοντας έτσι τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου