Ο «Μπαρμπα-Γιάννης», ο αυθεντικός εκφραστής της λαϊκής μας κληρονομιάς
Ένας άνθρωπος σεμνός, τίμιος και γνήσιος καλλιτέχνης, ο Παπαϊωάννου μας χάρισε αξέχαστα και αγέραστα τραγούδια όπως τα «Φαληριώτισσα», «Καπετάν Αντρέας Ζέπος», «Μοδιστρούλα», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» και τόσα ακόμα, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία με τα κομμάτια του που συνδύαζαν στοιχεία από καντάδες, μπάλους και μικρασιατικά ηχοχρώματα.
Κουμπάρος του Τσιτσάνη και στενός φίλος με όλους, ο Παπαϊωάννου ήταν μάλιστα ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική (1953) για να τραγουδήσει για τον απόδημο ελληνισμό, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο για όλους τους έλληνες δημιουργούς.
Λίγοι έχουν τραγουδήσει με τέτοια αναπαραστατική δύναμη τις χαρές, τις λύπες, τους καημούς και τους πόνους της ελληνικής ψυχής, καθώς ο Παπαϊωάννου ενσάρκωσε με τη δύσκολη ζωή του όλες τις εθνικές μας περιπέτειες, από τους Παγκόσμιους Πολέμους και τον εμφύλιο μέχρι τη δικτατορία, την ξενιτιά, τη φτώχεια και την πείνα…
Πρώτα χρόνια
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννιέται στις 18 Ιανουαρίου 1913 στην Κίο της Προποντίδας μέσα σε άνετο οικονομικά περιβάλλον, καθώς ο πατέρας του δούλευε θαλαμηπόλος σε πλοίο της γραμμής. Σε ηλικία 8 ετών ορφάνεψε ωστόσο από πατέρα, κάτι που μάστισε οικονομικά την οικογένεια και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά ήρθε η Μικρασιατική Καταστροφή να ολοκληρώσει την τραγωδία.
Ο εθνικός ξεριζωμός θα φέρει τον μικρό Γιάννη και την οικογένειά του (τη μητέρα και τη γιαγιά του) αρχικά στη Σαμοθράκη και από κει, περνώντας για λίγο από τη Θράκη, θα εγκατασταθούν στις προσφυγικές παραγκουπόλεις του Πειραιά και τελικά στις Τζιτζιφιές.
Κι έτσι βγαίνει στη βιοπάλη ήδη από τις πρώτες στιγμές της εγκατάστασης στον ελλαδικό χώρο και όπως τόσα και τόσα προσφυγόπουλα, αποχαιρετά οριστικά το σχολείο. Πιάνει δουλειά ως ψαράς (στο πλευρό του φημισμένου ψαρά Ανδρέα Ζέπου, που θα τον έκανε αργότερα τραγούδι), μαθαίνει μαραγκός, εργάζεται σε οικοδομές και συνεργεία αυτοκινήτων, χαμάλης στο λιμάνι του Πειραιά, έχοντας ως καταφύγιο τη μουσική (έπαιζε φυσαρμόνικα) και το ποδόσφαιρο.
Και ήταν ακριβώς η μπάλα που θα πυροδοτούσε την ενασχόλησή του με τη μουσική, έστω και από σπόντα! Έπειτα από σοβαρό τραυματισμό του στον «Φαληρικό», όπου έπαιζε τερματοφύλακας, η μητέρα του κάνει τα πάντα για να τον αποκόψει από το ποδόσφαιρο κι εκείνος της ζητά ως αντάλλαγμα για να παρατήσει το τόπι ένα μαντολίνο. Όπως και έγινε δηλαδή και ο Γιάννης «κολλάει» τώρα με τη μουσική, βάζοντας τις βάσεις για μια σπουδαία καριέρα που ερχόταν ολοταχώς.
Με το μαντολίνο του και δυο φίλους που έπαιζαν κιθάρα αρχίζουν τις καντάδες στη γειτονιά και τις ερασιτεχνικές εμφανίσεις σε στέκια του Πειραιά, αν και η καθοριστική στιγμή θα ερχόταν το 1934, όταν άκουσε για πρώτη φορά να παίζει στο γραμμόφωνο μπουζούκι.
Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και διαχρονικός, καθώς ο Παπαϊωάννου υπηρέτησε πιστά το όργανο μέχρι το τέλος της ζωής του: «Τρέλα! Τέτοιο πράμα, τέτοιο σόλο δεν πρόκειται να ξαναγεννήσει η φύση. Αμέσως άλλαξα γνώμη και είπα θα πάρω μπουζούκι. Το πήρα και το πήγα σπίτι. Ποιος είδε Θεό και δεν φοβήθηκε! Με έπιασε η μάνα μου στο μονότερμα. Πάρτο, φύγε, αλήτη, εγκληματία, παλιάνθρωπε και τα λοιπά. Μπουζούκι, μου ’λεγε, έφερες εδώ πέρα, να σηκωθείς να φύγεις, και δως του τα ίδια και τα ίδια. Με έδιωξε. Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι! Λες και ήταν φονικό όργανο. Κακόμοιρο όργανο, πόσα δεν τράβηξες κι εσύ μαζί με εμάς; Άσχετα αν σήμερα αυτό το όργανο το έκαναν μπαλαρίνα, όπως και τα λαϊκά τραγούδια» (απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα»).
Ο Παπαϊωάννου ανεβαίνει στο πάλκο
Επαγγελματικά με το τραγούδι ασχολήθηκε από το 1933 και μέσα σε δυο χρόνια το πρώτο δικό του τραγούδι ήταν στα στόματα όλων, αν και επισήμως σε δίσκο θα κυκλοφορούσε το 1937: ήταν η σπουδαία «Φαληριώτισσα», που έγινε αμέσως επιτυχία και του έδωσε έτσι τη δυνατότητα να συνεχίσει στα μουσικά πάλκα.
Το 1935 υπηρέτησε τη θητεία του στον στρατό, αν και έμελλε σύντομα να ξανακληθεί στις τάξεις του, πολεμώντας ως φαντάρος στην Αλβανία το 1940. Την ίδια περίοδο γίνεται μέλος της φημισμένης «Πειραιώτικης Κομπανίας» (Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Στέλιος Κερομύτης και Ανέστης Δελιάς) και παίζει σε όλη την Ελλάδα, αν και σύντομα θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και θα έρχονταν τα τραγικά χρόνια της Κατοχής. Συνεχίζει βέβαια να παίζει στα νυχτερινά κέντρα, όπου και γνωρίζει την Ευδοξία Καμπούρη, με την οποία θα παντρευτεί τελικά το 1944 και θα αποκτήσει προοδευτικά τρία παιδιά.
Μετά την απελευθέρωση, ξαναπιάνει το μπουζούκι και ηχογραφεί πλήθος κομματιών που τον ανεβάζουν στη θέση του συνθέτη πρώτης γραμμής, με τα τραγούδια του να τραγουδιούνται τόσο από τους παλιούς και καταξιωμένους συναδέλφους όσο και από τη νέα γενιά των ερμηνευτών. Ξεχωρίζουν τα «Ξανθιά μοδιστρούλα», «Όταν δω τα δυο σου μάτια», «Σου χα χαρίσει την καρδιά», «Βαδίζω και παραμιλώ» και «Βαγγελίτσα»…
Στην κορυφή του ελληνικού πενταγράμμου
Ο Παπαϊωάννου άνοιξε κάποια στιγμή το δικό του μαγαζί, αν και θα το ’κλεινε σύντομα, καθώς επιχειρηματίας δεν ήταν ποτέ. Ήταν τόσο μεγάλη η καρδιά του που δεν μπορούσε να επιβιώσει στον δύσκολο μεταπολεμικά κόσμο. Τώρα όμως είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ρεμπετο-λαϊκού πάλκου, δίνοντας τραγούδια του σε πολλούς, τα οποία σκαρφαλώνουν στις πρώτες θέσεις της δισκογραφίας.
Χαρακτηριστικό εδώ είναι το κομμάτι του «Βαλίτσες», το οποίο έγραψε το 1952 και το έδωσε να το τραγουδήσει ένας άγνωστος ερμηνευτής ονόματι Στέλιος Καζαντζίδης. Αυτό ήταν το πρώτο σουξέ του Στελάρα, αυτό που κατά γενική ομολογία του άνοιξε τον δρόμο για την επιτυχία (όπως και τα επόμενα σουξέ που του έδωσε ο μεγάλος συνθέτης: «Εχθές αργά το δειλινό», «Εγώ θα σε γλυτώσω», «Δεν σε ρωτώ ποια ήσουνα», «Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει»)!
Την ίδια χρονιά, ο Παπαϊωάννου φεύγει για περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη και το 1953 σαλπάρει για τον Νέο Κόσμο, εμφανιζόμενος σε αμέτρητα κέντρα διασκέδασης και ηχογραφώντας εκεί τραγούδια για τον απόδημο ελληνισμό. Όπως είπαμε, ήταν ο πρώτος έλληνας μπουζουξής που ταξίδεψε στην Αμερική εγκαινιάζοντας έτσι τον δρόμο της περιοδείας στην ομογένεια για τους συναδέλφους του. Στον Νέο Κόσμο πήγε μάλιστα αρκετές φορές (το 1956-1957, το 1960 και το 1967-1968), καθώς η Αμερική αποδείχθηκε ελκυστικότατη για τους έλληνες μουσικούς.
Από το 1955, ο Παπαϊωάννου θα ξεκινήσει τη σχεδόν αποκλειστική συνεργασία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη, κατέχοντας πια το μεγαλύτερο δισκογραφικό χαρτοφυλάκιο! Τώρα ο κόσμος τον ξέρει ως «Μπαρμπα-Γιάννη» και οι συνοδοιπόροι του στη μουσική τον αναγνωρίζουν ως «ψυχή του ρεμπέτικου». Εκτός από σπουδαίος λαϊκός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού (ποιος άλλος έπαιζε ταξίμια σαν τον «Μπαρμπα-Γιάννη»;), υπήρξε και ένας από τους εκφραστικότερους τραγουδιστές, σφραγίζοντας το ρεμπέτικο και το λαϊκό με τη μοναδική και από κάθε άποψη ιδιαίτερη φωνή του…
Ο Παπαϊωάννου ήταν από τους λίγους παλιούς συνθέτες και ερμηνευτές που διασώθηκαν μετά τη δεκαετία του 1960, γράφοντας πια τραγούδια για τη νέα γενιά (Μπιθικώτσης, Διονυσίου, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Ρεπάνης, Γαβαλάς, Καζαντζίδης, Μαρινέλλα κ.ά.).
Την ίδια εποχή εμφανίζεται και σε μια σειρά από ελληνικές ταινίες, όπως οι «Αμαρτίες γονέων», «Ο μπαμπάς μου κι εγώ», «Μοδιστρούλα» κ.λπ., και συντάσσει την αυτοβιογραφία του, η οποία θα κυκλοφορήσει τελικά το 1982.
Στη σαραντάχρονη πορεία του, ο «Μπαρμπα-Γιάννης» έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, όργωσε Ελλάδα και Αμερική και ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά μουσικών και τραγουδιστών. Αν και ο επίλογος ήταν τραγικός.
Το ξημέρωμα της 3ης Αυγούστου 1972, φεύγοντας χαράματα από το μαγαζί που δούλευε με τον Τσιτσάνη, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και σκοτώθηκε στο Πέραμα, πηγαίνοντας για το εξοχικό του στη Σαλαμίνα. Κηδεύτηκε την επόμενη μέρα στο νεκροταφείο της Καλλιθέας. Ήταν 59 χρονών…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου